gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 100 (επί συνόλου 409) τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία Σελίδες επίσημες  στην ευρύτερη περιοχή: "ΕΛΛΑΔΑ Χώρα ΕΥΡΩΠΗ" .


Ιστορία (409)

Σελίδες επίσημες

Τα Αβδηρα στο Βυζάντιο

ΑΒΔΗΡΑ (Κωμόπολη) ΞΑΝΘΗ
(Σημείωση σύνταξης: Για την αρχαία ιστορία της πόλης βλ. Αρχαία Αβδηρα)
  Από την εποχή που έπαψε να υφίσταται η έννοια "πόλις-κράτος", οι ανθηρές και εύρωστες αρχαίες πόλεις της Θράκης αρχίζουν σταδιακά να παρακμάζουν, για να οδηγηθούν σε έντονη κάμψη κατά το τέλος της ύστερης αρχαιότητας (4ος - 5ος αι.).
  Την ίδια τύχη με τις υπόλοιπες αρχαίες πόλεις της Θράκης είχαν και τα Αβδηρα. Η παρακμή της πόλης αρχίζει από την ελληνιστική εποχή για να υποστεί μεγάλη καταστροφή, όπως ανασκαφικά βεβαιώθηκε, στην εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α'(307-337 μ.Χ.), που σήμανε και το τέλος της αρχαίας πόλης. Από την εποχή αυτή και μετά, η πόλη δεν μνημονεύεται στις γραπτές πηγές για πέντε αιώνες και συγκεκριμένα μέχρι το 879, οπότε και εμφανίζεται ως έδρα επισκοπής με το όνομα Πολύστυλον στα πεπραγμένα της οικουμενικής συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως με επίσκοπο τον Δημήτριο. Η μεταλλαγή του ονόματος από Αβδηρα σε Πολύστυλον θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε στα πρώτα χρόνια της Μακεδονικής Δυναστείας, εποχή κατά την οποία παρατηρείται ανασυγκρότηση των πόλεων και ανάδειξη πολλών απ' αυτές σε έδρες επισκοπών. Το καινούργιο όνομα που δόθηκε στην πόλη - Πολύστυλον -προέρχεται από τους πολλούς στύλους (κίονες), που υπήρχαν στον χώρο της αρχαίας πόλης. Σύμφωνα με τις κατά καιρούς εκκλησιαστικές εκθέσεις (Notitiae) η επισκοπή Πολυστύλου υπαγόταν στην μητρόπολη Φιλίππων, για να αποσπαστεί απ' αυτήν λόγω αποστάσεως και να προσαρτηθεί στην αρχιεπισκοπή Μαρωνείας κατά τα έτη 1365-1370. Τελευταίος γνωστός επίσκοπος Πολυστύλου είναι ο Πέτρος, που το 1363 υπογράφει έγγραφο για την κυριότητα του μονυδρίου των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που βρισκόταν στη Θάσο.
  Πέρα από τις εκκλησιαστικές πηγές η πόλη αναφέρεται συχνά και στους βυζαντινούς συγγραφείς, είτε με το βυζαντινό της όνομα (Πολύστυλον), είτε με το αρχαίο (Αβδηρα). Από τον Γρηγορά χαρακτηρίζεται ως φρούριον και από τον Καντακουζηνό ως πολίχνιον παράλιον. Η πόλη, όπως και ολόκληρη η Θράκη, γνωρίζει κατά τον 14ο αι. τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου (1341-1346), που ξέσπασε στο Βυζάντιο ανάμεσα στην Αννα Παλαιολογήνα, χήρα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄, και τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Την πόλη επισκέπτεται το 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στη Σερβία για αναζήτηση συμμάχων, εφοδιάζοντάς την με σιτάρι και τοποθετώντας φρουρά στο κάστρο της. Την ίδια χρονιά ο αυτοκρατορικός στόλος υπό τον ναύαρχο δούκα Απόκαυκο, εχθρό του Καντακουζηνού, καταπλέει στο λιμάνι της, ενώ την επόμενη χρονιά (1343) αγκυροβολεί εδώ ο στόλος του εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ Μπέη, ερχόμενος σε βοήθεια του συμμάχου του, Καντακουζηνού. Για δύο χρόνια (1343-1345) η πόλη βρίσκεται στα χέρια του Βούλγαρου ηγεμονίσκου Μομτζίλου, που, εκμεταλλευόμενος τη συμμαχία του με την Αννα Παλαιολογίνα, καταλαμβάνει την Ξάνθεια (Ξάνθη) και καθίσταται πρόσκαιρα κυρίαρχος της περιοχής. Από τις πληροφορίες των βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων συνάγεται ότι το Πολύστυλον υπήρξε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο μια αρκετά σημαντική οχυρωμένη ναυτική πόλη, που επικοινωνούσε με την ενδοχώρα με δύο δρόμους, από τους οποίους ο ένας οδηγούσε στην Ξάνθεια και ο άλλος στο Περιθεώριον (Αναστασιούπολης). Μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς η πόλη εγκαταλείπεται, για να ιδρυθεί ο μεταβυζαντινός οικισμός σε απόσταση 6 χλμ. Βόρεια, στη θέση του σημερινού οικισμού των Αβδήρων.
Πηγές:
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ "ΑΒΔΗΡΑ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ"
Ντίνα Καλλιντζή, Αρχαιολόγος
Δόμνα Τερζοπούλου Αρχαιολόγος
Νίκος Ζήκος Αρχαιολόγος

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αβδήρων


Τα Αβδηρα στην Νεότερη Εποχή

  Για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ως τα τέλη του 18ου αιώνα δεν έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία, για να οικοδομήσουν την νεότερη ιστορία των Αβδήρων. Είναι άγνωστο αν τα Αβδηρα είχαν περάσει, προσωρινά ή μόνιμα, στην κατοχή των Τούρκων.
  Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει ο καθηγητής Θανάσης Μουσόπουλος στο βιβλίο του "Αβδηρα Γη του Κάλλους και του Στοχασμού", το πιο πιθανό είναι ότι οι κάτοικοι του Βυζαντινού Πολύστυλου, μετά την Τουρκική κατάληψη κινήθηκαν προς το εσωτερικό, όπου έφτιαξαν το νέο χωριό, παραχωρώντας την χρήση του λιμανιού και του φρουρίου στους Τούρκους.
  Περισσότερα στοιχεία για την ιστορία και λαογραφία του χωριού, παίρνουμε από τις έρευνες και μελέτες του Δημήτρη Δανδαλίδη, ενός ξεχωριστού δασκάλου που πρόσφερε τα μέγιστα για την καταγραφή της ιστορίας και των παραδόσεων των Αβδήρων.
  Πιο συγκεκριμένα αναφέρει:
"Η Λαϊκή παράδοση διέσωσε την πληροφορία ότι οι κάτοικοι των Αρχαίων Αβδήρων, ύστερα από την τελευταία τους καταστροφή, μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν τους πειρατές, μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα και τελικά στη θέση των σημερινών Αβδήρων. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ανάμεσα στις θέσεις αρχαίων και σημερινών Αβδήρων υπάρχει τοποθεσία η οποία ονομάζεται "Παληοχώρα" και στην οποία βρέθηκαν και βρίσκονται από τους χωρικούς αρχαία "ευρήματα". Η τοπωνυμία αυτή είναι από τις λίγες που διασώθηκαν στην περιοχή αυτή σε ελληνική γλώσσα".
  Και παρακάτω σημειώνει:
"Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, προτού εγκατασταθούν σ' αυτό, ζούσαν κοντά στη θέση των αρχαίων Αβδήρων και του Πολυστύλου, δούλευαν στην αλυκή που υπήρχε εκεί και μετά εγκαταστάθηκαν στη θέση που σημερινού χωριού". Τα νεότερα Αβδηρα, πρέπει να χτίστηκαν γύρω στο 1720. Ο πρώτος οικισμός απλωνόταν γύρω από την εκκλησία, όπου σήμερα προβάλλουν τα πανέμορφα αρχοντικά εκείνης της εποχής καθώς και το παλιό Διδακτήριο, ενώ αργότερα προστέθηκε ο "Τσακάλ Μαχαλάς. Κυριότερη ασχολία των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια καπνού, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
  Αρχικά, στην ευρύτερη περιοχή των Αβδήρων δεν υπήρχαν άλλοι οικισμοί παρά μόνο τσιφλίκια, στις θέσεις των οποίων αργότερα κτίστηκαν οι προσφυγικοί οικισμοί του Μυρωδάτου, της Μάνδρας, της Πεζούλας, της Γκιώνας και της Ν.Κεσσάνης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αβδήρων


Τα Αβδηρα στην κλασική αρχαιότητα

ΑΒΔΗΡΑ (Αρχαία πόλη) ΞΑΝΘΗ
  Τον 7ο αι. π.Χ., Έλληνες από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, δημιούργησαν μια σειρά αποικιών στην εύφορη παραλιακή ζώνη της αιγιακής Θράκης. Την εποχή εκείνη ιδρύθηκαν και τα Αβδηρα, στη θέση του ακρωτηρίου Μπουλούστρα, ανάμεσα στις εκβολές του Νέστου και του Πόρτο Λάγος.
  Πρώτοι έφτασαν στην περιοχή οι Κλαζομένιοι με αρχηγό τον Τιμήσιο το 656/652 π.Χ., ίδρυσαν την πόλη των Αβδήρων και την οχύρωσαν με ισχυρά τείχη. Η αποικία αυτή γνώρισε σταδιακά την παρακμή και επανιδρύθηκε το 545 π.Χ., από Τήιους αποίκους.
  Η μυθολογική παράδοση παρουσιάζει ως ιδρυτή της πόλης τον Ηρακλή, ο οποίος έχτισε τα Αβδηρα προς τιμή του φίλου του Αβδηρου, από τον οποίο πήραν και το όνομα τους , που τον κατασπάραξαν τα σαρκοβόρα άλογα του βασιλιά των Βιστόνων Θρακών, Διομήδη.(Είναι ο όγδοος άθλος του Ηρακλή)
  Τοποθετημένη σε μια προνομιούχο για το εμπόριο με τη Θρακική ενδοχώρα θέση, με δύο λιμάνια και πλούσιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, η αποικία των Τηίων εξελίχθηκε γρήγορα σε μια από τις ακμαιότερες πόλεις του βόρειου Αιγαίου.
  Πληροφορίες για την ιστορία των Αβδήρων αντλούμε από τις αρχαίες πηγές και τις αρχαιολογικές έρευνες. Έντονη και καθοριστική για την πορεία τους υπήρξε η παρουσία των Περσών, που άρχισε να γίνεται αισθητή στην περιοχή ήδη από το 512 π.Χ. Όταν το 491 π.Χ. ο Μαρδόνιος κυρίευσε τις ελληνικές πόλεις της περιοχής και υπέταξε μερικά από τα θρακικά φύλα, το λιμάνι των Αβδήρων χρησίμευσε ως ορμητήριο των Περσών. Το 480 π.Χ. η πόλη φιλοξένησε τον Ξέρξη και το στρατό του, ενώ το 479 π.Χ. ο βασιλιάς των Περσών φιλοξενήθηκε για μια ακόμη φορά, όταν ηττημένος αποχωρούσε από την Ελλάδα. Ένα χρυσό ξίφος και μια χρυσοποίκιλτη τιάρα ήταν τα δώρα που άφησε τότε ο Ξέρξης στα Αβδηρα.
  Μετά τους Περσικούς πολέμους τα Αβδηρα γνώρισαν μια μακρά ειρηνική περίοδο μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας, πληρώνοντας ιδιαίτερα υψηλό φόρο, ενώ στενές ήταν και οι σχέσεις τους με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφερε μια σειρά στάσεων, συγκρούσεων και συμμαχιών που αποδυνάμωσαν την πόλη.   Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το πλήγμα που δέχτηκαν τα Αβδηρα το 376 π.Χ., από τη εισβολή 30.000 Τριβαλλών που είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των κατοίκων τους. Ο Αθηναίος στρατηγός Χαβρίας ήταν αυτός που έσωσε τότε τη πόλη. Τον επόμενο χρόνο, με τη δύναμή τους σημαντικά μειωμένη, έγιναν μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας και παρέμειναν στη σφαίρα επιρροής των Αθηνών μέχρι το 350 π.Χ. Την εποχή εκείνη ο Φίλιππος Β΄ κυρίευσε τα Αβδηρα, μαζί με άλλες πόλεις των θρακικών παραλίων.
  Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάτμηση του βασιλείου του, η πόλη γνώρισε διαδοχικά την κυριαρχία των Μακεδόνων, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου προχριστιανικού αιώνα οι συγκρούσεις μεταξύ των Μακεδόνων και των Ρωμαίων οδήγησαν στην επικράτηση των Ρωμαίων, που το 167 π.Χ. επέβαλαν την κυριαρχία τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα Αβδηρα διατήρησαν τότε το καθεστώς της "ελεύθερης πόλης", η εποχή της ακμής τους όμως είχε ήδη περάσει. Σταδιακά μετατράπηκαν σε μια μικρή και ασήμαντη πολίχνη, καθώς οι πλημμύρες του Νέστου και τα έλη που δημιουργήθηκαν και δεν αποξηράνθηκαν, προξένησαν στην πόλη ανυπέρβλητα προβλήματα.
  Πολύτιμα είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για την κοινωνική οργάνωση, το δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο των Αβδήρων. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, το εμπόριο και οι βιοτεχνικές δραστηριότητες αποτελούσαν τις κύριες ασχολίες των κατοίκων τους. Αδιάψευστο μάρτυρα της μεγάλης εμπορικής δραστηριότητάς τους αποτελεί η ανθηρή νομισματοκοπία της πόλης (χαρακτηριστικό είναι το βασιλικό νομισματοκοπείο που υπήρχε όπου κόπηκαν νομίσματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Η εύρεση των μεγάλων ασημένιων οκτάδραχμων και τετράδραχμων των Αβδήρων, με έμβλημα το γρύπα, σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες όπως η Αίγυπτος, η Συρία και η Μεσοποταμία, μαρτυρούν το εύρος και τη δυναμική του εμπορίου της.
  Την περίοδο της ανεξαρτησίας τους τα Αβδηρα είχαν δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Δήμος και η Βουλή είχαν την ανώτατη εξουσία. Ανώτατος και επώνυμος άρχοντας ήταν ο ιερέας του πολιούχου θεού της πόλης, Απόλλωνα. Ανώτατοι εκτελεστικοί άρχοντες ήταν οι Τιμούχοι που αντικαταστάθηκαν στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. από τους Νομοφύλακες.
  Τα οικονομικά της πόλης ελέγχονταν από τους οικονομικούς άρχοντες και τα αρχεία της ήταν οργανωμένα. Τα ψηφίσματα προξενίας φυλάσσονταν στο Ιερό του Διονύσου, ενώ η έκθεση των ψηφισμάτων της Εκκλησίας του Δήμου, που γράφονταν σε μαρμάρινες στήλες, γινόταν στην Αγορά. Από τις αρχαίες πηγές και από τις επιγραφές γνωρίζουμε τρεις νόμους της πόλης. Τον 5ο αι. π.Χ. ίσχυε νόμος που δεν επέτρεπε να ταφεί στην πατρίδα του ο πολίτης που είχε σπαταλήσει την πατρική του περιουσία. Από τον 4ο αι. π.Χ. γνωρίζουμε ένα νόμο που ρύθμιζε τις αγοροπωλησίες ζώων και δούλων και από τον 3ο αι. π.Χ. ένα νόμο για την προστασία της πόλης από συνωμοσίες.
  Ο πληθυσμός των Αβδήρων χωριζόταν σε ελεύθερους, απελεύθερους και δούλους. Η ακριβής οργάνωση της κοινωνίας όμως, όπως και ο αριθμός των κατοίκων της, μας είναι άγνωστα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών ο πληθυσμός κυμαινόταν από 30.000 έως και 100.000 κατοίκους. Το σίγουρο είναι ότι τα Αβδηρα ήταν μια πολυάνθρωπη πόλη στην οποία, εκτός από τους αποίκους, κατοικούσαν ντόπιοι Θράκες και Έλληνες από άλλες περιοχές.
  Από τις θρησκευτικές γιορτές που τελούνταν στην πόλη, γνωστές είναι δύο: Τα Διονύσια, που ήταν η μεγαλύτερη, και τα Θεσμοφόρια, γιορτή γυναικών που διαρκούσε τρεις μέρες και γινόταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Εκτός από τον Απόλλωνα, που ήταν ο πολιούχος θεός, ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου, ενώ γνωστές μας είναι και οι λατρείες πολλών άλλων θεών και ηρώων. Η ύπαρξη Ιερών του Απόλλωνος Δηρήνου, του Διόνυσου, της Αθηνάς Επιπυργίτιδος και της Αφροδίτης είναι γνωστή από αρχαίες πηγές, δεν έχει όμως επιβεβαιωθεί ανασκαφικά.
  Στην ακμαία πόλη των Αβδήρων, που είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις από την πνευματική ζωή της Ιωνίας, γεννήθηκαν και έδρασαν γνωστοί ποιητές, σοφιστές και φιλόσοφοι. Πρώτος χρονολογικά αναφέρεται ο μελικός ποιητής Ανακρέων, που ήρθε μαζί με τους αποίκους από την Τέω. Δικά του είναι τα λόγια που σώζει ο Στράβων και χαρακτηρίζουν τα Αβδηρα ως "καλή Τηίων αποικίη".
  Ένας από τους μεγαλύτερους σοφιστές της αρχαιότητας, ο Πρωταγόρας, που έδρασε κυρίως στην Αθήνα, γεννήθηκε στα Αβδηρα. Αβδηρίτης ήταν επίσης ο δάσκαλος του Δημόκριτου Λεύκιππος, ο Ανάξαρχος, μαθητής του Δημόκριτου που ακολούθησε το Μ. Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, ο γραμματικός Εκαταίος και ο ποιητής Νικαίνετος. Ο Βίων ο Αβδηρίτης, μαθηματικός που έζησε τον 4ο αι. π.Χ., ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία ότι υπάρχουν περιοχές στη γη όπου για έξι μήνες είναι μέρα και για έξι μήνες νύχτα Ανάμεσα στους πνευματικούς άνδρες που γεννήθηκαν στα Αβδηρα, κορυφαία προβάλλει η μορφή του Δημόκριτου, που γεννήθηκε περίπου το 470 π.Χ. Ο μεγάλος υλιστής φιλόσοφος, ο θεμελιωτής, της θεωρίας του ατόμου, απέκτησε μεγάλη φήμη όσο ακόμη ζούσε. Η διατύπωση της θεωρίας ότι ολόκληρος ο κόσμος, αποτελείται από πολύ μικρά κομματάκια ύλης, τα άτομα (ά-τμητα), αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στην επιστήμη.
  Οι πληροφορίες που αντλούμε από τις αρχαίες πηγές καθώς και τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών, μαρτυρούν ότι τα Αβδηρα ανέπτυξαν ιδιαίτερα υψηλό υλικό και πνευματικό πολιτισμό, παρόλο που κατά την αρχαιότητα υπήρξαν περιβόητα για τη μωρία των κατοίκων τους, το λεγόμενο αβδηριτισμό.
Πηγές:
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ "ΑΒΔΗΡΑ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ"
Ντίνα Καλλιντζή, Αρχαιολόγος
Δόμνα Τερζοπούλου Αρχαιολόγος
Νίκος Ζήκος Αρχαιολόγος


(Σημείωση σύνταξης: Για την μετέπειτα ιστορία βλ. σύγχρονη Πόλη των Αβδήρων)

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αβδήρων


ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε το χωριό και ποια ήταν η ελληνική του ονομασία. Οι Τούρκοι το αποκαλούσαν "Ντορτ Αρμούτ", δηλαδή Τέσσερις Αχλαδιές, πιθανώς λόγω της ύπαρξης τεσσάρων πανύψηλων δέντρων που υπήρχαν στο χωριό. Η παλιά του θέση βρισκόταν στην περιοχή "βουδολίβαδο". Πάνω στο δρόμο υπήρχε ένα φημισμένο χάνι Καστοριανού Χατζή, όπου όλοι οι ταξιδιώτες ήταν καλοδεχούμενοι. Ερείπιά του σώζονταν μέχρι το 1954, οπότε και καταστράφηκαν με τη διανομή των χωραφιών. Στη σημερινή θέση της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου ήταν το κονάκι του Αρβανίτη Μπέη και γύρω από αυτό χτίστηκε το χωριό από κατοίκους των γειτονικών οικισμών. Λόγω της εξουσίας του μπέη, η οποία υπερείχε μέχρι και της τουρκικής αστυνομίας, στο χωριό βρίσκανε άσυλο κυνηγημένοι χριστιανοί. Στη συνέχεια όμως, ήρθαν κλέφτες και κακοποιοί, οι οποίοι προς αντάλλαγμα της προστασίας τους εργάζονταν στα κτήματα του μπέη.
  Τόσο ένας Aγγλος (1876), όσο και ένας Γερμανός περιηγητής αναφέρουν την ύπαρξη του χωριού με το χάνι και το νεκροταφείο, το οποίο ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Η καταστροφή του νεκροταφείου το 1989 έφερε στην επιφάνεια επιτάφια πλάκα με ημερομηνία 1800 και ελληνικά ονόματα. Μαρτυρίες των γερόντων αναφέρουν και την ύπαρξη τριών λόφων ύψους 3 μέτρων, σε απόσταση 200 μέτρων η μια από την άλλη. Εικάζεται ότι επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας χρησίμευαν στη μετάδοση πληροφοριών με φωτιές. Σήμερα σώζονται οι δύο, εκ των οποίων η μια καταστραμμένη.
  200 μέτρα από το χωριό βρισκόταν η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, περιτριγυρισμένη από πανύψηλα δέντρα. Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο Τούρκοι έφεδροι των γειτονικών πόλεων, στην πορεία τους προς την Αδριανούπολη, φιλοξενήθηκαν στο χωριό. Στις λεηλασίες που διέπρατταν στην πορεία τους, οφείλεται και η καταστροφή της Εκκλησίας το 1877. Την εποχή εκείνη στο χωριό κατοικούσαν λίγες οικογένειες, καθώς η χολέρα είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό. Γενάρχης του χωριού θεωρείται ο Παπαντωνίου από τη Νότια Αλμωπίας, ο οποίος για να αποφύγει τον εξισλαμισμό κατέφυγε στο Βαλτολίβαδο μαζί με άλλους χριστιανούς από την Αριδαία και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στον Αγιο Γεώργιο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


Ιστορία του Δήμου

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ (Δήμος) ΑΤΤΙΚΗ
Ο Ρέντης είναι ένας Δήμος με μεγάλη ιστορία. Το 358 π.Χ., ο Επίκουρος ίδρυσε την περίφημη φιλοσοφική σχολή στο "Ρένδιον πεδίον". Από τον 6ο π.Χ έως τον 1ο μ.Χ αι. ονομάζεται Δήμος των Ιπποθοωντιδών. Εκεί κατοικούσαν οι Ιπποθοωντίδες, μια εκ των ισχυρότερων και πλουσιότερων φυλών της Αθήνας, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με την εκτροφή ίππων. Από τον 1ο έως τον 12ο μ.Χ αιώνα ονομάζεται Δήμος Ελαιέων. Τον 16ο αιώνα εμφανίζεται με την ονομασία Ρέντης (εκ των έσω ρέον ύδωρ), την οποία και διατηρεί. Τα όριά του έφταναν από την Ιερά Οδό έως το Φάληρο, περιλαμβάνοντας όλο το παρά τον Κηφισό τμήμα.
1925: Με Προεδρικό Διάταγμα ο Ρέντης γίνεται αυτόνομη Κοινότητα.
1946: ο Ρέντης αναγνωρίζεται ως Δήμος.

ΑΓΡΙΝΙΟ (Πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
  Το όνομά του το Αγρίνιο το οφείλει ή στον ήρωα οικιστή Αγριο, γιο του βασιλιά της Πλευρώνας Πορθάονα, ή στον προστάτη των Αιτωλών Αγριο Απόλλωνα, ή τέλος στις αρχαϊκές τελετές "Αγριώνια" που τελούνταν προς τιμήν του Αγριώνιου Διονύσου.
  Η πόλη ακολούθησε την ιστορική της διαδρομή με πλήρη συμμετοχή στα ιστορικά δρώμενα της Ελλάδας. Σε αγγλικό χάρτη του 1560 αναφέρεται σαν Imbrahoar. Έτσι, για όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η πόλη είναι γνωστή με το όνομα "Βραχώρι" και με το όνομα αυτό περνάει και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, για να πάρει ξανά το αρχαίο όνομά της "Αγρίνιο".
  Το σημερινό Αγρίνιο κατοικήθηκε κυρίως από πρόσφυγες των ορεινών της Αιτωλίας, Ευρυτανίας και Ηπείρου. Το μωσαϊκό της πόλης πλουτίστηκε από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και τελευταία έχουμε σημαντική μετακίνηση πληθυσμών από τα καμποχώρια της Τριχωνίδας και της Ακαρνανίας.
  Κύρια πρόσοδος και πηγή πλούτου αποτέλεσε η ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας και του καπνεμπορίου, που την ανέδειξε σε οικονομική πρωτεύουσα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Τα σπουδαιότερα από αρχιτεκτονική άποψη κτίρια του Αγρινίου κτίστηκαν τη "Χρυσή εποχή του καπνού", κατά τη δεκαετία 1925-1935.

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


ΑΙΑΝΗ (Κωμόπολη) ΚΟΖΑΝΗ
  Στην αρχαιότητα η περιοχή ανήκε στο βασίλειο της Ελίμειας, ένα από τα ελληνικά βασίλεια της Aνω Μακεδονίας. Η Αιανή ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου. Ο βασιλιάς Φίλιππος Β' ενσωμάτωσε τις περιοχές της Aνω Μακεδονίας στο ενιαίο Μακεδόνικο Βασίλειο. Στην εκστρατεία του Μ.Αλεξάνδρου ένα μεγάλο τμήμα του Μακεδόνικου στρατού καταγόταν από την περιοχή της Ελίμειας. Τα επόμενα χρόνια η περιοχή της Αιανής γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη που διαρκεί μέχρι τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, οπότε και ακολουθεί την ιστορική πορεία των υπολοίπων περιοχών της Μακεδονίας. Στα Βυζαντινά χρόνια δοκιμάζεται συχνά από βαρβαρικές επιδρομές (επιδρομές Γότθων, Σλάβων, Βουλγάρων) και παρακμάζει, ενώ σταδιακά το διοικητικό κέντρο της περιοχής μεταφέρεται στα γειτονικά Σέρβια.
  Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας είναι μια νέα περίοδος δοκιμασίας. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Αιανή υπάγεται διοικητικά στο πασαλίκι των Ιωαννίνων και γνωρίζει την αδίστακτη κυριαρχία του Αλή Πασά. Στα 1878, η είδηση της σχεδιαζόμενης συνθήκης του Αγίου Στεφάνου αναστατώνει τους κατοίκους της περιοχής που συμμετέχουν μαζικά στην επανάσταση του Βούρινου. Κατά τον Μακεδονικό αγώνα (1904 -1908), η προσδοκία της απελευθέρωσης και ο επαναστατικός αναβρασμός που επικρατεί στη Μακεδονία δεν αφήνει αδιάφορους τους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στα αντάρτικα σώματα. Στις 12 Οκτωβρίου 1912 τμήμα του ελληνικού στρατού θα μεταφέρει το μήνυμα της απελευθέρωσης και της ενσωμάτωσης της περιοχής στην Ελλάδα.

ΑΙΑΝΗ (Αρχαία πόλη) ΚΟΖΑΝΗ
Στην αρχαιότητα η περιοχή ανήκε στο βασίλειο της Ελίμειας, ένα από τα ελληνικά βασίλεια της Ανω Μακεδονίας. Η Αιανή ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου. Ο βασιλιάς Φίλιππος Β' ενσωμάτωσε τις περιοχές της 'Ανω Μακεδονίας στο ενιαίο Μακεδόνικο Βασίλειο. Στην εκστρατεία του Μ.Αλεξάνδρου ένα μεγάλο τμήμα του Μακεδόνικου στρατού καταγόταν από την περιοχή της Ελίμειας. Τα επόμενα χρόνια η περιοχή της Αιανής γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη που διαρκεί μέχρι τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, οπότε και ακολουθεί την ιστορική πορεία των υπολοίπων περιοχών της Μακεδονίας. Στα Βυζαντινά χρόνια δοκιμάζεται συχνά από βαρβαρικές επιδρομές (επιδρομές Γότθων, Σλάβων, Βουλγάρων) και παρακμάζει, ενώ σταδιακά το διοικητικό κέντρο της περιοχής μεταφέρεται στα γειτονικά Σέρβια.

ΑΙΔΗΨΟΣ (Κωμόπολη) ΕΥΒΟΙΑ
...ζήτησε τότε η Θεά Αθηνά από τον Ήφαιστο να φέρει στην επιφάνεια της γής νερά θερμά, νερά να ξεκουράζουν, νερά να γιατρεύουν, ώστε ο προστατευόμενός της Ηρακλής να έρχεται να λούζεται και να ξαποσταίνει μετά από κάθε άθλο. Και ο Ήφαιστος δεν χάλασε το χατίρι της αγαπημένης του αδερφής. Χτύπησε με το θεϊκό σφυρί του τα έγκατα της γης και αμέσως ξεπήδησαν τα θερμά ιαματικά νερά στην ευλογημένη περιοχή της Αιδηψού. Ακολουθώντας τις προσταγές του δωδεκάθεου και του ημίθεου Ηρακλή, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες γίνονται τακτικοί επισκέπτες της Αιδηψού και δέχονται με ευγνωμοσύνη τις ευεργετικές επιδράσεις των λούσεων στα αέναα ιαματικά νερά. Ο Αδριανός, ο Μάρκος Αυρήλιος και στρατηγός Σύλλας είναι λίγοι από αυτούς που άφησαν ιστορία στα δρώμενα της περιοχής.
  Ο μύθος του Ηρακλή δεν μπόρεσε να προστατεύσει την Αιδηψό από την κυριαρχία των Τούρκων, οι οποίοι και την κατέστρεψαν. Της έδωσε όμως την δύναμη να ανασυγκροτηθεί και από τις αρχές του 20ου αιώνα να γίνει, με την συμβολή μεγαλοεπιχειρηματιών, το σημαντικότερο κέντρο εσωτερικού και εξωτερικού τουρισμού. Αλλάζοντας τελείως μορφή η Λουτρόπολη αποκτά χαρακτηριστική φήμη την Belle Epoque με επιφανείς επισκέπτες. Έδρα του Δήμου από το 1923 και με την ενεργή βοήθεια των προσφύγων της Μικράς Ασίας το 1922 γίνεται πλέον αναπτυξιακό κέντρο της Β.Εύβοιας στους τομείς της αλιείας, της γεωργίας και του εμπορίου. Στην περίοδο της Γερμανικής κατοχής η κοσμοπολίτικη Αιδηψός στέκεται τυχερή από την άποψη σεβασμού ως προς την κτιριακή δομή της, μεταπολεμικά δε επανακτά την "αίγλη της" με την εισβολή χιλιάδων επισκεπτών από όλο τον κόσμο.
  Από τις γραπτές πηγές και τις ανασκαφικές έρευνες γνωρίζουμε ότι στην Εύβοια είχαν κόψει νομίσματα μόνον η Χαλκίδα, η Ερέτρια, η Κάρυστος και η Ιστιαία. Ωστόσο, στη Χάρτα του Ρήγα, τον 18ο αιώνα, περιλαμβάνεται σχέδιο νομίσματος της Αιδηψού όπου απεικονίζονται κάβουρας στον εμπρόσθυτο και ένα ψάρι στον οπισθότυπο, με τις επιγραφές ΑΙΔΗΨΙΩΝ και ΑΙΝΩΚΡΑΤΗΣ ΑΡΧΙΦΡΩΝΟΣ αντίστοιχα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Δήμου Αιδηψού


ΑΙΘΗΚΕΣ (Δήμος) ΤΡΙΚΑΛΑ
  O Δήμος πήρε το όνομά του απ την αρχαία Αιθηκία. Η Αιθηκία αναφέρεται από τον Όμηρο και τον Στράβωνα, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τους Αίθηκες ως λαό εξαιρετικά υπερήφανο επιφορτισμένο να φρουρεί το πέρασμα από την Ήπειρο στην Θεσσαλία. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 148 π.Χ οι Ρωμαίοι αφού ολοκλήρωσαν την κατάκτηση όλης της Θεσσαλίας ανέθεσαν στους Αίθηκες και στους Αθαμάνες τη φύλαξη των επίκαιρων διαβάσεων της Πίνδου, δίνοντάς τους πολλά προνόμια.
  Το 1535 όλη η Θεσσαλία καταλαμβάνεται απ τους Τούρκους. Την εποχή αυτή τα ορεινά της Πίνδου γνωρίζουν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη εξαιτίας της ενδυνάμωσης του πληθυσμού τους που προκλήθηκε λόγω της μαζικής μετακίνησης των κατοίκων της πεδινής Θεσσαλίας στα ορεινά.
  Την εποχή αυτή η κτηνοτροφία, η υφαντουργία των μάλλινων ειδών αλλά και η λαϊκή αρχιτεκτονική έδωσε στα χωριά του Δήμου Αιθήκων ωραιότατα σπίτια, εκκλησίες, μοναστήρια, και γεφύρια στα οποία είναι έντονη η επίδραση των Ηπειρωτών μαστόρων. Κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα, σε όλα σχεδόν τα χωριά της Νότιας Πίνδου κτίζεται τουλάχιστον από μια νέα και λαμπρή εκκλησία. Σήμερα αυτές οι εκκλησίες, αλλά και τα πολυάριθμα και πλούσια άλλοτε μοναστήρια της περιοχής στέκουν αδιάψευστοι μάρτυρες εκείνης της ένδοξης εποχής. Στην διάρκεια του 18ου αιώνα έχει διαμορφωθεί η κοινωνική διαστρωμάτωση 1) η άρχουσα τάξη αποτελείται αποκλειστικά από τις τάξεις των αχιτσελιγκάδων κοτζαμπάσηδων 2) στην δεύτερη βαθμίδα ανήκε το στρώμα των τεχνιτών, των υφαντών, των ραφτάδων, των χαλκωματάδων κ.λπ., 3) στην τρίτη βαθμίδα βρισκόταν η λαϊκή τάξη των κτηνοτρόφων που εξαρτιόταν από τα τσελιγκάτα, οι φτωχότεροι από τους αγωγιάτες και οι μικροκαλλιεργητές.
  Τα χωριά του Ασπροποτάμου ελέγχονται απόλυτα από ισχυρές οικογένειες αρματολών, κοτζαμπάσηδων και μεγαλοτσελιγκάδων, στους οποίους υποτάσσονται οι υπόλοιποι κάτοικοι: όπως οι οικογένειες των Χατζηπετραίων στο Νεραϊδοχώρι, των Χατζηπετρουλαίων στο Περτούλι, των Πυργοταίων στην Πύρρα.
  Σε κάποια χωριά η βιοτεχνική παραγωγή των μάλλινων ειδών πήρε σημαντική διάσταση, όπως στο Δροσοχώρι και στο Νεραϊδοχώρι, αναπτύσσουν δραστηριότητες με την εμπορία των μάλλινων, μέχρι τις Σέρρες και την Βιέννη. Στα τέλη του 18ου αιώνα Νεραϊδοχωρίτες έμποροι μάλλινων, δραστηριοποιούνται και εγκαθίστανται στο Μοναστήρι. Πολλοί κάτοικοι της Πύρρας ήταν περιφερόμενοι κασσιτερωτές, χαλκωματάδες και γανωτές.
  Ο Νικόλαος Κασομούλης αναφέρει "Με την ευκαιρίαν αυτήν περιηγήθην όλα τα χωριά μαζί του (με τον καπετάνιο του Ασπροποτάμου, Στορνάρη), Πύρραν, Καμναίους, Τυφλοσέλι και Γαρδίκι, τα οποία κατοικούντο από διάφορους ανθρώπους, εμπόρους, ποιμένες, τεχνίτας των καπότων και άλλους, εν ενί λόγω από ανθρώπους της βιοτεχνίας"
(Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων 1821- 1823, Ιστορία του αρματωλικού).

  Τα χωριά της Νότιας Πίνδου κατοικούνται συνέχεια, χειμώνα-καλοκαίρι. Η μορφή της κτηνοτροφίας και της οικονομίας που είχαν αναπτύξει δεν απαιτούσε την συλλογική μετακίνηση των οικογενειών. Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων και περισσότερο οι οικογένειες των τεχνιτών, των μικροκαλλιεργητών, αλλά και των κτηνοτρόφων ζούσαν το χειμώνα στα χωριά τους σχεδόν αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, δουλεύοντας την βιοτεχνική παραγωγή τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην περιοχή της Πίνδου οι άνδρες δεν φόρεσαν ποτέ φέσι και οι γυναίκες ζούσαν πιο ελεύθερες σε σχέση με τις γυναίκες του κάμπου, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
  Η κυριαρχία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το 1758 επέφερε πολλές αλλαγές στα χωριά του Ασπροποτάμου. Όταν ο Αλή Πασάς τοποθετήθηκε από την Πύλη στην θέση του ντερβεντζή της Θεσσαλίας (δηλ. αρχηγός του σώματος για την ασφάλεια των οδικών αρτηριών και των ορεινών διαβάσεων) άρχισε και η ανάμειξη των Τούρκων στις υποθέσεις των ορεινών χωριών. Αρχικά από την πλευρά της Ηπείρου, πολλές οικογένειες στην περίοδο της μεγάλης ακμής του Αλή Πασά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους - τη Χειμάρα της Β. Ηπείρου, το Συρράκο, τους Καλαρίτες, το Ματσούκι - και να εγκατασταθούν στα χωριά της Πίνδου. Τελικά και αρκετά από τα πιο αδύναμα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου, υπέκυψαν και έγιναν τσιφλίκια του Αλή Πασά και των γιων του. Αλλοι από τους κατοίκους των χωριών αναγκάστηκαν να πληρώνουν ενοίκιο για να βόσκουν τα κοπάδια τους στα προγονικά λιβάδια, όπως οι κάτοικοι του Περτουλίου, της Πύρρας, του Αγίου Νικολάου, του Δροσοχωρίου, του Γαρδικίου και της Αθαμανίας, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν. Οι τελευταίοι ήταν οι ευκατάστατοι πρόκριτοι, τσελιγκάδες, έμποροι και τεχνίτες. Έφευγαν μεμονωμένα ή κατά ομάδες ακολουθούμενοι από τις οικογένειες που εξαρτιόταν από αυτούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια του Γούσιου Χατζηπέτρου, ενός δραστήριου προύχοντα μεγαλοτσέλιγκα και εμπόρου μάλλινων ειδών από το Νεραϊδοχώρι.
  Οι Χατζηπετραίοι έπεσαν στη δυσμένεια του Αλή, καθώς αρνούνταν τη συνεργασία και την υποταγή. Η οικογένεια καταστράφηκε οικονομικά και στα 1812 οι δυο μικρότεροι από τους γιους του Γούσιου, Ο Γιαννάκης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, αναζήτησαν καλύτερη τύχη στις Σέρρες, όπου η οικογένεια είχε αναπτύξει δραστηριότητες. Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος ταξίδεψε μέχρι τη Βιέννη μαζί με άλλους εμπόρους των Σερρών και εκεί ως μέλος μιας επιτροπής ελλήνων συνάντησαν τον Ναπολέοντα, ζητώντας την αρωγή του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Λίγο αργότερα στο 1817, ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος βρέθηκε στην αυλή και στην υπηρεσία του Αλή Πασά ως γραμματικός. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της εξόδου από τα χωριά της Πίνδου μέσα στις συνθήκες που γεννούσε η εξουσία του Αλή Πασά, αρκεί μια σύγκριση των πληθυσμιακών στοιχείων που δίνει ο F. Pouqeville για την περίοδο ανάμεσα στο 1806 με 1815 με τα δημογραφικά δεδομένα του κώδικα Τρίκκης του 1820, ο οποίος συντάχτηκε με εντολή του Αλή Πασά για φορολογικούς λόγους. Στο Γαρδίκι από 120 οικογένειες απόμειναν μόνο 70, στο Νεραϊδοχώρι από 300 μόνο 40, στην Δέση από 80 μόνο 70, στην Αθαμανία από 80 μόνο 28, ενώ στο Δροσοχώρι Αγιο Νικόλαο από 300 οικογένειες απόμειναν πια μόνο 40.
  Η πτώση του Αλή Πασά και ο θάνατος του 1822 δεν απάλλαξαν τα ορεινά χωριά από τις καταστροφές καθώς συνέπεσαν με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Οι καταστροφές των χωριών και η έξοδος των κατοίκων συνεχίστηκε. Τον Ιούνιο του 1823 στρατεύματα Τουρκαλβανών, υπό την αρχηγεία του Σελιχτάρ Μπόδα ή Πόδα επιχείρησαν να εισβάλουν στον Ασπροπόταμο. Ξεκινώντας από τον Πύλη ανεβαίνουν για τα Βλαχοχώρια λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμα τους. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τις εστίες τους και καταφεύγουν στην ασφάλεια των βουνών. Τα χωριά Περτούλι, Νεραϊδοχώρι και Πύρρα κυριολεκτικά ισοπεδώνονται. Όταν το 1826 πέρασε από αυτά τα χωριά ο Νικόλαος Κασσομούλης δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει ούτε καν που βρίσκονταν άλλοτε τα θεμέλια των σπιτιών. Οι κάτοικοι τους παρέμειναν για 18 περίπου χρόνια καλύτερες εποχές. Κάποιοι κατέφυγαν και σκόρπισαν στη νεώτερη Ελλάδα.
  Το ίδιο καθοριστική ήταν και η συμμετοχή των χωριών της Πίνδου στην κατοχή και στην Εθνική Αντίσταση. Η ορεινή ζώνη αποτελούσε τμήμα της ελεύθερης Ελλάδας στο Περτούλι ήταν εγκατεστημένο το γενικό στρατηγείο του Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ και η έδρα του κοινού Γενικού Στρατηγείου των αντιστασιακών οργανώσεων Ε.Λ.Α.Σ-Ε.Δ.Ε.Σ.-Ε.Κ.Κ.Α. των Αγγλων. Στην Ελάτη το καλοκαίρι του 1944 η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης ίδρυσε Παιδαγωγική Ακαδημία η οποία λειτούργησε κατά τους θερινούς μήνες υπό την διεύθυνση της επιφανούς παιδαγωγού Ρόζας Ιμβριώτη, συγγραφέα πολλών έργων και ηγετική φυσιογνωμία του Κομμουνιστικού Κινήματος των Ελλήνων Εκπαιδευτικών. Από το έτος 1943-1949 στο χώρο του σχολείου αυτού συνεδρίαζε το Λαϊκό και Αναθεωρητικό Δικαστήριο των οργανώσεων ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, ΕΠ.ΕΑ, ΚΚΕ και οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι από επαναστατικά και κομμουνιστικά συνθήματα.
(Πηγή: trikala.gr)

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Αιθήκων


ΑΙΤΩΛΙΚΟ (Πόλη) ΙΕΡΑ ΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
  Η γέννηση του Αιτωλικού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι πρώτοι κάτοικοι ήλθαν από την έξω χώρα, δηλαδή από την αρχαία Πυλλήνη. Ο χρόνος ίδρυσης της πόλης παραμένει άγνωστος. Πρώτη γραπτή μνεία του Αιτωλικού γίνεται το 1135, από τον περιηγητή Βενιαμίν Τολέδο. Στη μακραίωνη ιστορία της, η πόλη έχει αναφερθεί με τα εξής ονόματα: Ανατολικόν, Αντελικόν ή Αντιλικόν και Αιτωλικό. Από το Αιτωλικό πέρασαν πολλοί κατακτητές (Σταυροφόροι, Ελληνοαλβανοί, Βενετοί και Τούρκοι). Αξιοσημείωτοι σταθμοί και γεγονότα της πιο πρόσφατης ιστορίας του είναι: Η ύψωση της σημαίας της επανάστασης στις 24 Μαΐου 1821. Οι πολιορκίες του από τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή το Σεπτέμβριο του 1823 και τον Απρίλιο του 1825 αντίστοιχα. Η μάχη πάνω στη βαλτονησίδα του "Ντολμά", προμαχώνα του Αιτωλικού στη θέση Πόρος, στις 28 Φεβρουαρίου 1826. Εκεί έπεσε ο Γρηγόρης Λιακατάς, το πρώτο παλικάρι και οπλαρχηγός του Αιτωλικού. Η απελευθέρωση της πόλης από τους τούρκους στις 14 Μαΐου 1929. Τέλος, θα πρέπει να μνημονευτούν τρία ακόμη στοιχεία: Η δίκη του ήρωα Γεωργίου Καραϊσκάκη από πολιτικούς της εποχής, που έγινε μέσα στην εκκλησία της Παναγίας στην πλατεία του χωριού. Το ιστορικό πηγάδι μέσα στο ναό των Ταξιαρχών που άνοιξε τούρκικη οβίδα και ξεδίψασε τους πολιορκημένους. Η κατάληξη στο Αιτωλικό της Κυρά Βασιλικής, συζύγου του Αλή Πασά των Ιωαννίνων (ο τάφος της υπάρχει στο προαύλιο του ναού των Ταξιαρχών).

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


Η ιστορία της Αλεξανδρούπολης

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ

ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
  Η σημερινή Αλόννησος έλαβε αυτό το όνομα στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης της Ελλάδας και δεν ταυτίζεται με την Αλόννησο των αρχαίων. Το νησί κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Ικος, ενώ Αλόννησο ονόμαζαν οι αρχαίοι Ελληνες, πιθανόν το γειτονικό προς τα βόρεια νησί της Κυρά-Παναγιάς. Η ιστορία του νησιού χάνεται μέσα στην παλαιολιθική εποχή, τότε που πιθανολογείτε ότι ήταν ενωμένο με τα άλλα νησιά και τη Θεσσαλία. Η παράδοση αναφέρει ότι Κρήτες με αρχηγό το μυθικό ήρωα Στάφυλο έκαναν αποικίες στην Πεπάρηθο (σημερινή Σκόπελο) και στην Ικο. Ο αποικισμός αυτός έγινε το 16ο αιώνα π.Χ., κατά τη διάρκεια της μινωϊκής θαλασσοκρατίας στο Αιγαίο. Την εποχή αυτή αρχίζει και η καλλιέργεια της ελιάς και της αμπέλου.
  Η μινωϊκή αποικία αποκτά αργότερα μυκηναϊκό χαρακτήρα. Η μυκηναϊκή πόλη τοποθετείται στη σημερινή θέση Κοκκινόκαστρο, στην ανατολική πλευρά του νησιού. Στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής έρχεται στο νησί ο πατέρας του Αχιλλέα, ο Πηλέας και μένει έως το τέλος της ζωής του. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, στο νησί υπήρχε ο τάφος του Πηλέα.
  Ιστορικά πάντως βέβαιο είναι ότι οι γεωμετρικοί χρόνοι βρίσκουν την Ικο κάτω από την εξουσία των Δολόπων. Οι Δόλοπες φαίνεται ότι αποτελούσαν ένα τμήμα της μεγάλης φυλής των Πελασγών. Με τον καιρό μεταβλήθηκαν σε επικίνδυνους πειρατές και μάστιγα του Αιγαίου. Για την αντιμετώπιση τους κινήθηκε αργότερα ο αθηναϊκός στόλος υπό τη διοίκηση του Κίμωνα, ο οποίος τους κατετρόπωσε και προσάρτησε όλα τα νησιά στην Αθήνα. Έτσι το 476 π.Χ. το νησί προσχωρεί στην Α' Αθηναϊκή Συμμαχία.
  Κατά την κλασική εποχή η Ικος πρέπει να είχε δύο πόλεις (ο γεωγράφος Σκύλαξ τον 5ο αιώνα π.Χ., την ονομάζει 'δίπολιν'). Η μία πρέπει να βρισκόταν στη θέση Κοκκινόκαστρο, όπου σώζονται μέχρι σήμερα υπολείμματα του τείχους και η άλλη στη θέση που είναι χτισμένο το σημερινό Χωριό ή Παλιά Αλόννησος. Την εποχή αυτή το νησί φημίζεται για την καλλιέργεια της αμπέλου και το εκλεκτό κρασί. Το κρασί εξαγόταν μέσα σε αμφορείς, οι οποίοι σε μία από τις δύο λαβές τους έφεραν την επιγραφή ΙΚΙΩΝ. Την εποχή αυτή φαίνεται ότι η γεωγραφική θέση του νησιού είναι πολύ σημαντική. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το πλήθος των αρχαίων ναυαγίων που έχουν εντοπισθεί στην περιοχή. Η σημαντική αυτή θέση κατέστησε το νησί βάση του αθηναϊκού στόλου για τους αγώνες εναντίων του Φιλίππου.
  Το 190 π.Χ. το νησί καταλαμβάνεται από το Ρωμαϊκό στόλο. Καμμιά σχεδόν πληροφορία δεν έχουμε στο εξής για την ιστορία της Ικου έως την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ., οπότε και αυτή και τα γειτονικά νησιά περιήλθαν στην κατοχή των Φράγκων. Μαζί με τη Σκόπελο και η Αλόννησος θα αποτελέσει φέουδο εναλλασόμενων κατακτητών.
  Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453, τα νησιά περιήλθαν στην κατοχή των Ενετών. Εμειναν ενετικά έως το 1538, όταν ο τουρκικός στόλος, υπό τον Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα, επέβαλε την τουρκική εξουσία. Κατά την διάρκεια της Επανάστησης του 1821 και κατά τα πρώτα έτη της απελευθέρωσης του Ελληνικού Εθνους, κατέφυγαν στην Αλόννησο Ελληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Αυτοί, μαζί με τους αυτόχθονες του νησιού αποτέλεσαν τη σύνθεση του σημερινού πληθισμού της Αλοννήσου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Αλοννήσου


Ιστορία

ΑΜΑΛΙΑΔΑ (Πόλη) ΗΛΕΙΑ
  Η Αμαλιάδα είναι πόλη της Πελοποννήσου στο Ν. Ηλείας. 'Εδρα ομώνυμου Δήμου με 21.000 (απογραφή 2001) κατοίκους.
Χρήση του ονόματος Αμαλιάδα γίνεται από το 1842 (δημόσια έγγραφα) για να προκληθεί το ενδιαφέρον της Βασίλισσας Αμαλίας και επικυρώνεται με Β.Δ. το 1885.
  Εμφανίζεται ως κοιν. Αμαλιάδας με στοιχεία αρχικής αναγνώρισης το Β.Δ. 18-8-1912. Προήλθε από τον τέως Δήμο Ελίσσης. Συναποτελούντες συνοικισμοί ήταν ο Αγιος Ιωάννης, ο Καρούτας, η Μαραθέα.
  Η κοινότητα αναγνωρίστηκε ως Δήμος με το Δ 16-9-1924 ΦΕΚ Α. 234/1924 και προσαρτήθηκαν σ' αυτόν οι καταργηθείσες κοινότητες και οικισμοί Αγίου Ιωάννου, Τσουχλέικα, Σεντέικα 1924 Β.Δ. 15/2/1924 Φ.Ε.Κ. Α. 37/1924. Το Ασφάλακτον, που αποσπάστηκε από την κοινότητα Καρδαμά Β.Δ. 14-1-1947 Φ.Ε.Κ. Α. 22/1947, τα Λαβδαίικα, που αποσπάστηκαν από την κοιν. Σωστίου, Δ. 25-11=1927 ΦΕΚ Α. 311/1927.
  Στους Βυζαντινούς χρόνους υπήρχε στην περιοχή ο οικισμός του ναού της Παναγίας της Πλατυτέρας, που επονομάζεται και Φραγκαβίλλας με την κατάληψη της περιοχής από τους Φράγκους.
  Ο ναός είναι σταυροειδής με τρούλο του 11ου αιώνα, κτισμένος στα ερείπια αρχαίου ναού, όπως εικάζεται, και με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες.
  Στη βυζαντινή, επίσης, περίοδο δημιουργείται ο οικισμός του Καλίτσα και επί Τουρκοκρατίας το Δερβή-Τσελεπή, έδρα Τούρκου διοικητή.
  Με την απελευθέρωση από τους Τούρκους, δημιουργείται ο Δήμος Ελίσσης με έδρα το Δερβή-Τσελεπή και τους γύρω οικισμούς.
  Το όνομα το δανείζεται ο νέος Δήμος από τη μυθική Έλισσα, κέντρο επεξεργασίας πορφύρας των Φοινίκων, που βρισκόταν στις εκβολές του Ελισσαίου (Κουρλέσα) ποταμού.
  Την εποχή αυτή η περιοχή γίνεται, χάρη στον εύφορο κάμπο που την περιστοιχίζει, πόλος έλξης και εγκατάστασης πληθυσμών (εσωτερική μετανάστευση) από τις ορεινές περιοχές των Καλαβρύτων, της Γορτυνίας (Μαγούλιανα, Βυτίνα), Ζακύνθου, Κεφαλληνίας... Αυτοί, ως άλλοι Αινείες, φέρνουν τον Αγιό τους μαζί τους, για να του κτίσουν εκκλησιά. 'Ετσι, στην πόλη της Αμαλιάδας συναντάμε τις εκκλησίες όλων αυτών των "προσφύγων".
  Οι δυο οικισμοί, Καλίτσα και Δερβή-Τσελεπή, ενώνονται με τον εποικισμό των παραπάνω και η πόλη, με ενιαίο πρόσωπο, ονομάζεται Αμαλιάδα, ξεκινώντας το νέο δρόμο της ανάπτυξής της (1885). Σ' αυτό δίνει την ώθησή του και ο σιδηρόδρομος Πύργου-Πατρών, που λειτούργησε το 1885.
  Εδώ θα καταφτάσουν και πολλοί από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922. Ο αριθμός τους γίνεται αιτία να αναβαθμισθεί η υποβαθμισθείσα κοινότητα Αμαλιάδας σε Δήμο Αμαλιάδας το 1924.
  Το τέλος του 19ου αιώνα σφραγίζεται και με την εξωτερική μετανάστευση (προ πάντων προς τις ΗΠΑ). Με την επιστροφή τους, αλλά και πριν με τα εμβάσματά τους, οι μετανάστες συντελούν στην ανάπτυξη του νεοϊδρυθέντος Δήμου (Καρακάνδειο, κληροδότημα του Β.Καρακανδά, Ξενοδοχεία, καταστήματα, κατοικίες).
  Αυτό το "σύρε κι έλα" των ανθρώπων δημιούργησε μια κινητικότητα και πρόοδο στην πόλη της Αμαλιάδας, που κάθεται στους πρόποδες του αρχαίου Αλισσαίου λόφου, ενώ μπροστά της απλώνεται ο πλουσιότατος σε βλάστηση κάμπος της "Κοίλης (εύφορης) 'Ηλιδας", όπως ο Όμηρος την ονομάζει.
  Παλαιότερα, με τη σταφίδα ως πηγή πλούτου, τώρα εξαιτίας του μεγάλου αρδευτικού έργου του Πηνειού, με τις δυναμικές καλλιέργειες (γνωστά τα καρπούζια και οι πατάτες Αμαλιάδας, στην Ελλάδα και τον κόσμο) και τις ελιές, τα εσπεριδοειδή, τα κηπευτικά κ.τ.λ. Αυτά προσδιορίζουν και τη μορφή ενασχόλησης των κατοίκων της. Παράλληλα, με τη γεωργική ανάπτυξη υπάρχουν και μονάδες επεξεργασίας (τυποποίησης και μεταποίησης "Κύκνος" κ.ά.) προϊόντων και ανάπτυξη αστικών επαγγελμάτων.
  Η Αμαλιάδα έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας επαρχιακής πόλης, που καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για το ανέβασμα του επιπέδου ζωής σ' όλους τους τομείς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αμαλιάδος


ΑΜΜΟΥΛΙΑΝΗ (Νησί) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Έως το 1925 το νησί ήταν μετόχι της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, όπου και έμεναν 2-3 καλόγεροι που διαχειρίζονταν την κτηματική περιουσία και είχαν ως βοηθούς περίπου 20 εργάτες από την γύρω περιοχή. Αυτοί ασχολούνταν με την καλλιέργεια χωραφιών, την βοσκή ζώων και το μάζεμα των ελιών. Αρχές του 1925 το νησί παραχωρείται σε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από νησιά της Προποντίδος (Γαλλιμή - Πασαλιμάνι -Σκουπιά). Προερχόμενοι από τις περιοχές αυτές που γειτόνευαν με την Κωνσταντινούπολη έφεραν μαζί τους τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα τους. Έχοντας την γνώση της θάλασσας ασχολήθηκαν κυρίως με την αλιεία και κατάφεραν σε λίγα χρόνια να ξεχωρίσουν στον τομέα αυτό.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σταγίρων - Ακάνθου


Αμύκλες, ο "Θρόνος" του Απόλλωνα

ΑΜΥΚΛΑΙ (Αρχαίο ιερό) ΣΠΑΡΤΗ
  Οι Αμύκλες, μία από τις παλαιότερες πόλεις της αρχαιότητας, ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους στο πέρασμα του χρόνου. Κοντά στον ομώνυμο σήμερα οικισμό, στο λόφο της Αγίας Κυριακής, πέντε χιλιόμετρα νότια από τη Σπάρτη. Περιοχή, που κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους. Χώρος, που έγινε το σπουδαιότερο θρησκευτικό κέντρο των Σπαρτιατών. Το Ιερό του Υάκινθου και του Αμυκλαίου Απόλλωνα. Ο "Θρόνος" του Απόλλωνα, όπως έχει αποκληθεί.
  Οι πρώτοι κάτοικοι έφτασαν εδώ το 2000 π.Χ. Ο οικισμός τους γνώρισε μεγάλη ακμή στην τελευταία φάση των μυκηναϊκών χρόνων. Από εκείνη την εποχή φαίνεται ότι είχε καθιερωθεί η λατρεία του Υάκινθου, του όμορφου νέου που τόσο αγαπούσε ο Απόλλωνας, του μυθολογικού γιου της Διομήδης και του βασιλιά Αμύκλα της Λακεδαίμονας, της προσωποποίησης της βλάστησης.
  Μετά την εγκατάσταση των Δωριέων στη Σπάρτη, οι Αμύκλες, κέντρο των Αχαιών, διατήρησαν για μεγάλο διάστημα την ανεξαρτησία τους κατά την επέκταση της κυριαρχίας τους στη Λακωνική, οι Σπαρτιάτες ήρθαν σε συμβιβασμό με την πόλη, που έγινε τελικά η πέμπτη κώμη της Σπάρτης, διατηρώντας και κατά τους ιστορικούς χρόνους μεγάλη σημασία. Κι αυτό, επειδή η λατρεία του Υάκινθου στο ιερό, που είχε δημιουργηθεί στο λόφο της ακρόπολης των Αμυκλών αντικαταστάθηκε από την πολύ πιο δυναμική λατρεία του Κάρνειου Απόλλωνα.
  Οι Σπαρτιάτες μετέτρεψαν το παλιό λατρευτικό ξόανο του Υάκινθου σε λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα και ζήτησαν από τον φημισμένο Ίωνα καλλιτέχνη Βαθυκλή, από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, να κατασκευάσει το βάθρο για να το στήσουν. Προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. (530-500), ο Βαθυκλής έχτισε τον "Θρόνον", ένα ιδιόρρυθμο οικοδόμημα, με στοές και γλυπτό διάκοσμο, που περιέβαλλε χωρίς στέγη το πανύψηλο, πάνω από δεκατρία μέτρα, άγαλμα του θεού. Η κατασκευή αποτελούσε μοναδικό συνδυασμό ιωνικής και δωρικής αρχιτεκτονικής.
  Το ιερό του Υάκινθου και του Απόλλωνα εξελίχθηκε στο σημαντικότερο για τους Λακεδαιμόνιους χώρο λατρείας. Εκεί γίνονταν τα Υακίνθια, μεγάλη τριήμερη γιορτή, κατά τη διάρκεια της οποίας επικρατούσε ιερή εκεχειρία. Την πρώτη μέρα, αφιερωμένη στο πένθος για τον θάνατο της βλάστησης, θυσίαζαν στον Υάκινθο. Τη δεύτερη, πραγματοποιούνταν πανηγυρικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Απόλλωνα, με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων, ακόμη και των δούλων. Και την τρίτη και τελευταία γίνονταν αγώνες και θυσίες, ενώ προσφερόταν στον θεό χιτώνας, που είχαν υφάνει Σπαρτιάτισσες.
  Από όλ’ αυτά στις μέρες μας ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει στο λόφο της Αγίας Κυριακής τμήματα των αναλημματικών τοίχων του περιβόλου και λίγα αρχιτεκτονικά μέλη, εντοιχισμένα τα περισσότερα στον παλαιό ναό της Αγίας Κυριακής, που κατεδαφίστηκε λόγω των ανασκαφών στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
  Οι Αμύκλες παρέμειναν για αιώνες σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο, διατηρώντας και κατά τη ρωμαϊκή εποχή τη σημασία τους. Αποδεικνύεται, άλλωστε, όχι μόνον από τα ερείπια του ιερού του Απόλλωνα, αλλά και από τα ευρήματα, που ανήκουν σε ένα άλλο ιερό αφιερωμένο στην Αλεξάνδρα-Κασσάνδρα και τον Δία Αγαμέμνονα και επισημάνθηκαν κοντά στον παλιό πύργο του Μαχμούτ Μπέη. Δεν έχει, όμως, εντοπιστεί ακριβώς.
  Στη μεσαιωνική εποχή οι Αμύκλες αποτέλεσαν έδρα επισκοπής. Μέσα στον σημερινό οικισμό, δύο εκκλησάκια, ο Αγιος Νικόλαος και ο Προφήτης Ηλίας, θυμίζουν τα βυζαντινά χρόνια.
(κείμενο: Σωτήρης Μπακανάκης)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Μάρτιο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Λακωνίας.

ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΣΕΡΡΕΣ
Προϊστορικοί χρόνοι
  Η περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα, με το φυσικό της πλούτο, προσέφερε από τα προϊστορικά χρόνια ευνοϊκές συνθήκες ζωής και εγκατάστασης. Ευρήματα από τον οικισμό του λόφου 133, από το νεκροταφείο του οικισμού στο γειτονικό λόφο του Καστά και άλλες κοντινές θέσεις, μαρτυρούν την έντονη παρουσία του ανθρώπου από τη Μέση Νεολιθική Εποχή μέχρι την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (5000-750 π.Χ.).

Πρώιμοι ιστορικοί χρόνοι
  Από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., με την ίδρυση Ελληνικών πόλεων στις εκβολές του Στρυμόνα, αρχίζει η προοδευτική διείσδυση του Ελληνικού πληθυσμού στη Θράκη, όπως δείχνουν τα αττικά και κορινθιακά αγγεία που βρέθηκαν σε τάφους αρχαϊκής εποχής. Οι πρώτες προσπάθειες αποικισμού στην περιοχή της Αμφίπολης (Εννέα Οδοί) χρονολογούνται στο α´ μισό του 5ου αιώνα π.Χ.

Κλασικοί και Ελληνιστικοί χρόνοι
  Η ίδρυση της Αμφίπολης το 437 π.Χ., στα χρόνια του Περικλή, υπήρξε μεγάλη επιτυχία, για τους Αθηναίους, οι οποίοι προσπαθούσαν για χρόνια να αποκτήσουν έρεισμα στο εσωτερικό της πλούσιας ενδοχώρας. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα (422 π.Χ.) η πόλη αποκτά την αυτονομία της και τη διατηρεί μέχρι την ένταξή της στο Βασίλειο της Μακεδονίας από το Φίλιππο Β (357 π.Χ.). Η Αμφίπολη, στα πλαίσια του Μακεδονικού Βασιλείου, εξακολουθεί να είναι σημαντικό κέντρο εμπορικής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Ξεχωριστή σημασία για την πόλη, την εποχή αυτή είχαν τα ιερά της. Η οικονομία της βασιζόταν στο γεωργικό πληθυσμό, που καλλιεργούσε τον "εύκαρπο αυλώνα του Στρυμόνα". Μεγάλος όμως ήταν και ο αριθμός των εμπόρων, των βιοτεχνών, των τεχνιτών και των δούλων. Η έντονη εμπορική ζωή της πόλης αντικατοπτρίζεται στις πλούσιες σειρές των νομισμάτων της και την εγκατάσταση σε αυτήν βασιλικού νομισματοκοπείου στην εποχή των Μακεδόνων. Η ευμάρεια της πόλης υποστηρίζεται από την παραγωγή των τοπικών αγγείων, έργων κοροπλαστικής, γλυπτικής και μικροτεχνίας αντικειμένων που απηχούν την καθημερινή ζωή της πόλης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον την περίοδο αυτή παρουσιάζει ο "εφηβαρχικός νόμος", χαραγμένος σε εντυπωσιακή μαρμάρινη στήλη, ο οποίος δίνει πολλές πληροφορίες για τους κανόνες της εκπαίδευσης των νέων.

Ρωμαϊκοί χρόνοι
  Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.), η Αμφίπολη ορίζεται πρωτεύουσα της Πρώτης Μερίδας της Μακεδονίας. Η ρωμαϊκή εποχή είναι για την Αμφίπολη άλλη μια περίοδος ακμής, μέσα στα πλαίσια της κοσμοκρατορίας των Ρωμαίων. Ως σταθμός της Εγνατίας οδού και με την υποστήριξη των ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως ο Αύγουστος και Αδριανός, η πόλη ακμάζει οικονομικά και αυτό φαίνεται από τα μνημειακά κτίρια με ψηφιδωτά δάπεδα και τα έργα γλυπτικής, αγγειοπλαστικής και μικροτεχνίας, που έχουν έλθει στο φως με τις ανασκαφές.

Παλαιοχριστιανικοί χρόνοι
  Με το τέλος του αρχαίου κόσμου (4ος αιώνας μ.Χ.) η έκταση της πόλης μειώνεται. Η μεταφορά, όμως, στην Κωνσταντινούπολη και η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, ευνοούν τη δυναμική συνέχεια της ζωής στην Αμφίπολη και στους Πρώιμους Χριστιανικούς αιώνες, όπως δείχνουν οι Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές, με τα περίτεχνα ψηφιδωτά και τον εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Ο λοιμός του 6ου αιώνα μ.Χ. και οι μετακινήσεις Σλαβικών πληθυσμών στη συνέχεια, οδηγούν σε νέα συρρίκνωση της Αμφίπολης που διαλύεται ως αστικό κέντρο.

Βυζαντινοί χρόνοι
  Το οικιστικό ενδιαφέρον μετά τον 9ο αιώνα μ.Χ. μετατοπίσθηκε στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου αναπτύχθηκε μια σημαντική πόλη-λιμάνι γνωστή με το όνομα Χρυσούπολις. Στα ερείπια της Αμφίπολης, στις βορειοδυτικές παρυφές των λόφων, αναπτύχθηκε μικρός οικισμός, το Μαρμάριον, ο οποίος εξυπηρετούσε τις ανάγκες στάθμευσης των ταξιδιωτών, που διάβαιναν τον ποταμό Στρυμόνα από το πέρασμα που ήταν γνωστό ως "Πόρος του Μαρμαρίου".

Μεταβυζαντινοί χρόνοι
  Τελευταία αναφορά για το Μαρμάριο γίνεται το 1547 μ.Χ. από τον περιηγητή P. Belon. Από τον 18ο αιώνα στη θέση του Μαρμαρίου αναφέρεται ένα νέο χωριό, το Νεοχώριον. Στους πρώιμους Οθωμανικούς χρόνους το βασικό οικιστικό και εμπορικό κέντρο στην περιοχή παρέμεινε η Χρυσούπολις, την οποία αργότερα διαδέχθηκε το μικρότερο σε έκταση οθωμανικό κάστρο του Ορφανίου, 6 χλμ. ανατολικότερα και σε απόσταση 3 χλμ. από την παραλία. Η εμπορική και βιοτεχνική κίνηση, ωστόσο, στο δέλτα του Στρυμόνα και στο στόμιο του ποταμού συνεχίσθηκε σε όλη την Τουρκοκρατία.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Σερρών.

ΑΝΑΦΗ (Νησί) ΚΥΚΛΑΔΕΣ
Αν και είναι μικρό νησί, έχει πλούσια ιστορία και μυθολογία. Πρωτοκατοικήθηκε από τον 8ο αιώνα π.Χ. από τους Δωριείς. το 1207 μ.Χ. περιήλθε σε διάφορούς Φραγκικούς οίκους όπως οι Φωσκωλοί, Γωζαδίνοι, Κρίσποι και Ποσάνοι. Το 1537 το νησί λεηλατήθηκε από τον Χαιρεντιν Βαρβαρόσα. Για την προέλευση της ονομασίας του νησιού υπάρχουν δυο εκδοχές. Η μια συνδέεται με το μύθο τον Αργοναυτών. σύμφωνα με τον οποίο οι Αργοναύτες, καθώς επέστρεφαν από την Αργοναυτική εκστρατεία και ενώ κινδύνευαν από μια τρομερή τρικυμία αναφάνηκε ξαφνικά μπροστά τους το νησί και γι' αυτό το ονόμασαν Ανάφη. Η άλλη εκδοχή συνδέεται με την ανυπαρξία των φιδιών ( Αν-όφις ). Ιστορικό μνημείο του νησιού είναι ο ναός του Απόλλωνα που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Κάλαμος, όπου και η ιερά μονή της Ζωοδόχου Πηγής που είναι κτισμένη κοντά στον περίβολο του παλιού ναού. Οι αρχαιολογικοί χώροι της Ανάφης είναι: α) η αρχαία χώρα κτισμένη στη θέση Καστέλι, όπου βρίσκονται τείχη, αρχαία λείψανα, τάφοι και πολλά ακέφαλα αγάλματα και β) τα Κατελημάτσα, που αποτελούσαν το παλιό λιμάνι και σήμερα σώζονται εκεί πολλοί τάφοι που μαρτυρούν την ύπαρξη νεκροταφείου σε άλλες εποχές.

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Αναπτυξιακού Συνδέσμου 21ης Γεωγραφικής Ενότητας


ΑΝΔΡΟΣ (Νησί) ΚΥΚΛΑΔΕΣ
  Οι Φοίνικες ήταν από τους πρώτους κατοίκους της Ανδρου. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, η πρωτεύουσα της Ανδρου ήταν η Φοινικική πόλη Αραδος η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Ανδρος. Επειτα ήρθαν οι Κρήτες με αρχηγό τον Στρατηγό Ανδρο.
   Στην περιοχή της Ζαγοράς αναπτύχθηκε ένας από τους σημαντικότερους πολιτισμούς του νησιού ο οποίος άκμασε την περίοδο 900-700 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής, Κλασσικής και Ελληνιστικής περιόδου (600 π.Χ.-199 μ.Χ.) η Παλαιόπολη ήταν η πρωτεύουσα του νησιού. Την περίοδο αυτή η Ανδρος συνετέλεσε με τον πνευματικό και υλικό της πλούτο και ειδικότερα με τη ναυτική της δύναμη.
   Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου, το νησί πέρασε μία περίοδο παρακμής ενώ σημείωσε μία μικρή άνοδο αμέσως μετά, κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας του Αδριανού. Κατά την αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου, η Ανδρος αποτελούσε μέρος του Βυζαντίου.
   Η ευημερία της περιοχής οφειλόταν στο εμπόριο μεταξοσκώληκα με το οποίο ασχολούνταν οι περισσότεροι κάτοικοι. Τα επάνω πατώματα των σπιτιών τους χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα και την παραγωγή φίνων μεταξωτών υφασμάτων τα οποία είχαν μεγάλη ζήτηση στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδος και της Ευρώπης. Οι δε Ευρωπαίοι επιχειρηματίες επισκέπτονταν το νησί για να κάνουν τις συναλλαγές τους.
   Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους το 1204, το Αιγαίο κατελήφθη από τους Βενετούς. Το νησί παρέμεινε κάτω από το Βενετικό ζυγό μέχρι το 1566 οπότε και κατελήφθη από τους Τούρκους. Οι Βενετοί, έκτισαν κάστρα, πύργους και παρατηρητήρια προκειμένου να προφυλάξουν το νησί από τους πειρατές και τους Τούρκους. Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το νησί της Ανδρου το 1566. Χάρη όμως σε προνόμια που ίσχυαν από την αρχή της κατοχής το νησί παρέμεινε αυτοδιοικούμενο.
   Η λειτουργία των ελληνικών σχολείων στην Ανδρο ξεκίνησε τον 18ο αιώνα σε μία προσπάθεια του Οθωμανικού καθεστώτος να δείξει ένα πιο φιλελεύθερο πρόσωπο. Στις εκκλησίες και τα μοναστήρια οι παπάδες και οι μοναχοί δίδασκαν την ελληνική γλώσσα καθώς και τις αξίες του Δυτικού Διαφωτισμού. Μαζί με αυτόν επήλθε και η πνευματική αναγέννηση με τη μορφή του Θεόφιλου Καΐρη ο οποίος ύψωσε το λάβαρο της επανάστασης στον πύργο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στην Ανδρο, στις 10 Μαρτίου του 1821.
   Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μία νέα αστική τάξη εμφανίστηκε αποτελούμενη από τις οικογένειες εκείνων που ασχολούνταν με τη ναυτιλία. Οι καπετάνιοι έγιναν πλοιοκτήτες και τα πλοία τους (με ονόματα που άρχιζαν με την λέξη ΑΝΔΡΟΣ κατά κύριο λόγο) έκαναν το όνομα της Ανδρου διάσημο σε όλο τον κόσμο. Τα τελευταία 20 χρόνια, μαζί με τη ναυτιλία και τη γεωργία σημειώθηκε και μία ανάπτυξη στον τουριστικό τομέα με τις θετικές της και αρνητικές της πλευρές η οποία κορυφώθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Σύνδεσμου Δήμων Ανδρου


Α. Αρχαίοι χρόνοι
   Το όνομα "Ανδρος" το νησί το οφείλει στο πρώτο οικιστή του, τον Ανδρο, ένα από τους στρατηγούς του βασιλιά της Κρήτης Ροδάμανθυ. Ο τελευταίος δώρισε το νησί στον Ανδρο, ο οποίος είχε θεϊκή καταγωγή. Ηταν γιός του Ανίου και εγγονός του Απόλλωνα. Ανάθημα του Ανδρου σώζεται στο Μαντείο των Δελφών. Παλαιότερα το νησί έφερε και τις ονομασίες Νωναγρία, Υδρούσσα, Λασία και Επαγρίς. Ολα αυτά τα ονόματα δήλωναν την τότε φυσική κατάσταση του νησιού, που καλυπτόταν από μεγάλα δάση με πυκνό δίκτυο από μικρά ρυάκια και χειμάρρους.
   Το όνομα Ανδρος διατηρήθηκε μέχρι το 13ο αιώνα μ.Χ. Οι Φράγκοι, κατακτητές τότε του νησιού, το μετονόμασαν σε Νήσο του Αγίου Ανδρέα, επειδή ο Αγιος Ανδρέας ήταν πολιούχος του νησιού, χωρίς αυτό όμως να είναι καταγεγραμμένο σε κάποια ιστορική έρευνα. Αρχαίοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Κάρες και οι Φοίνικες, οι Κρήτες κατά τα μινωικά χρόνια, οι Αργείοι, οι Αιγύπτιοι και τέλος οι Ιωνες , που αποίκισαν το νησί μετά την κάθοδο των Δωριέων. Λόγω του εύφορου εδάφους της, η Ανδρος γνώρισε γρήγορα μεγάλη ανάπτυξη, ώστε κατά το β' ελληνικό αποικισμό (8ος αι. π.Χ), ίδρυσε πολλές αποικίες στα παράλια της Χαλκιδικής και της Θράκης, μεταξύ των οποίων και τα Στάγειρα, πατρίδα του Αριστοτέλη.
   Ο σημαντικός οικισμός Ζαγορά, της Γεωμετρικής εποχής (900-700 π.Χ.), αποτελεί απόδειξη της μεγάλης πολιτισμικής άνθισης. Κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα, η πολιτισμική άνθιση συνεχίστηκε καθώς το νησί αποτελούσε ανεξάρτητη πολιτεία, με δικά της νομίσματα. Στους Μηδικούς πολέμους καταλήφθηκε για δέκα χρόνια από τους Πέρσες. Μετά την ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα, η Ανδρος εντάσσεται στην Αθηναϊκή Συμμαχία, στην οποία παραμένει μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στο τέλος του οποίου αποστατεί προς τους Σπαρτιάτες. Μέχρι και τον 4ο μ.Χ. αιώνα, το κέντρο του νησιού ήταν η πόλη Ανδρος, στα μέσα της δυτικής παραλίας, η σημερινή Παλαιούπολη.
   Στους Μακεδονικούς και Ελληνιστικούς χρόνους, η Ανδρος ακολουθεί τις τύχες των υπόλοιπων Κυκλάδων, ενώ το 199 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους, οι οποίοι αναγκάζουν τους τότε κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη και να καταφύγουν στο Δήλιο της Βοιωτίας. Οι Ρωμαίοι απέβλεπαν τότε μόνο στη λεία από την κατάληψη του νησιού, αλλά τον 1ο π.Χ. αιώνα το καταλαμβάνουν οριστικά και στο εξής υπάγεται στην Επαρχία των Νήσων.
Β. Μεσαιωνικοί χρόνοι
   Ηδη από τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια, τα γράμματα άκμαζαν στην Ανδρο. Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος (412-485 μ.Χ.) δίδαξε εκεί για πολλά χρόνια. Τον 9ο μ.Χ. αιώνα ιδρύθηκε στο νησί Φιλοσοφική Ακαδημία από το Μιχαήλ Ψελλό τον Πρεσβύτερο. Κοντά του μαθήτευσαν πολλοί Αθηναίοι, μεταξύ των οποίων ο Λέων ο φιλόσοφος, ο οποίος υπήρξε μεγάλος αστρονόμος και γεωμέτρης της εποχής.
   Κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, το νησί γνωρίζει πολύ μεγάλη οικονομική ακμή, αποτελώντας κέντρο βιοτεχνίας και εξαγωγής μεταξωτών υφασμάτων, τα οποία με την επωνυμία εξάμιτα ή ζεντάτα ήταν περιζήτητα στη Δύση και αποστέλλονταν ως δώρα στη Γερμανική αυτοκρατορική αυλή. Παράλληλα όμως, το νησί δέχεται ληστρικές επιδρομές πειρατών (και Σαρακηνών), σε όλο το διάστημα του Μεσαίωνα.
   Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους (1204 μ.Χ), η Ανδρος περιήλθε σε Ενετική κυριαρχία με κυβερνήτη τον Μαρίνο Δάνδολο, αργότερα το Μ. Σανούδο και κατόπιν τους απογόνους διαφόρων ηγεμονικών οίκων. Σε πολλά σημεία υψώθηκαν πύργοι και κάστρα, τα οποία μέχρι σήμερα διατηρούνται εν μέρει. Το 1416 και το 1468, η Ανδρος δέχθηκε την επίθεση του τουρκικού στόλου, οπότε και λεηλατήθηκε άγρια. Το 1537 καταλήφθηκε από τον Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα, με υποτέλεια φόρου στους Τούρκους, στους οποίους τελικά υποδουλώθηκε το 1579.
Γ. Νεώτεροι χρόνοι
   Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας το νησί αποτέλεσε μέλος του σαντζακίου των Κυκλάδων, υπό τον Καπουδά πασά. Αργότερα δόθηκε προνομιακά στη σουλτανομήτορα (βελιδέ σουλτάνα) και από το 1774 στη Σάχ σουλτάνα, αδελφή του μετέπειτα σουλτάνου Σελήμ. Απολάμβανε τότε εξαιρετικά προνόμια, διότι δε βρισκόταν πλέον σε άμεση εξάρτηση από τον Καπουδά πασά, αλλά διοικείτο από ντόπιους κοτζαμπάσηδες. Την τουρκική κυριαρχία διέκοψε για λίγο η κατάκτηση των Κυκλάδων από τους Ρώσους το διάστημα 1770-1774.
   Το 1821 κήρυξε στην Ανδρο την επανάσταση στις 10 Μαΐου ο περίφημος διδάσκαλος του Γένους και κληρικός Θεόφιλος Καΐρης. Το νησί πρόσφερε στον αγώνα πολύ σημαντικές υπηρεσίες σε άνδρες και εφόδια, όπως αυτό φαίνεται σε πολλά κείμενα της εποχής. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας λειτουργούν στο νησί δύο Σχολές, η σχολή Ελληνικών Γραμμάτων στο Κάτω Κάστρο (Χώρα) και η σχολή Αγίας Τριάδας στο Κορθί.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ανδρου


  Σημαντική ήταν η παρουσία και η προσφορά της Ανδρου στα αρχαία χρόνια, χάρη στον υλικό και πνευματικό της πλούτο, αλλά κυρίως, ακόμα και τότε, χάρη στη ναυτική της δύναμη.
   Ελάχιστα ευρήματα πολιτισμού της εποχής του λίθου και του χαλκού υπάρχουν, που να πιστοποιούν την ύπαρξη οικισμού προϊστορικής περιόδου στο νησί. Τις γνώσεις μας αντλούμε από τις μυθολογικές παραδόσεις. Επώνυμος οικιστής και πρώτος βασιλιάς του νησιού ήταν ο Ανδρος. Αργότερα εποικίστηκε από τους Πελασγούς.
Αρχαιότητα
  Κατά τους ιστορικούς χρόνους το νησί κατοίκησαν Ιωνες, που ίσως προήλθαν από την Αθήνα, όπως αναφέρει και ο Θουκυδίδης. Ο Λατίνος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος διέσωσε μερικές από τις ονομασίες που οι ποιητές απέδιδαν στην Ανδρο. Κατά το Μύρτιλο εκαλείτο Γαύρος και μετέπειτα Αντανδρος. Ο Καλλίμαχος την αποκαλεί Λασία, άλλοι Υδρούσα, άλλοι Nonagriam και Epagrim (λέξεις απροσδιόριστες στα ελληνικά). Οι ονομασίες αυτές αποδίδουν περισσότερο φυσικά χαρακτηριστικά του τόπου, τη βλάστηση, τα νερά, κ.ά.
   Σημαντικές πληροφορίες για την Ανδρο κατά τη Γεωμετρική Εποχή μας πρόσφερε η ανακάλυψη ενός σημαντικού οικισμού, σπάνιου για τους αρχαϊκούς χρόνους, στο χώρο της Ζαγοράς. Ο οικισμός άκμασε την περίοδο 700-500 π.Χ., η ζωή του δε, καθώς φαίνεται, έσβησε απότομα.
   Στη Ζαγορά αποκαλύφθηκαν 45 ορθογώνιοι χώροι-δωμάτια με αποθήκες και αυλές, χτισμένοι με το διαχρονικό ανδριώτικο υλικό, το σχιστόλιθο. Τα δάπεδα ήταν καλυμμένα με στρώμα πεπιεσμένου πηλού, όπως μέχρι και πρόσφατα συνηθιζόταν. Ξύλινα δοκάρια και πλάκες σχιστολιθικές στήριζαν τα στρώματα πηλού της οροφής.
  Αξιόλογο οικοδόμημα του οικισμού ήταν και ο μεταγενέστερος χρονικά ναός, που μάλλον ήταν αφιερωμένος στη λατρεία της Αθηνάς.
  Κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα η Ανδρος υπήρξε μητρόπολη τεσσάρων σημαντικών αποικιών στην περιοχή της Χαλκιδικής και του Στρυμωνικού Κόλπου. Ηταν οι αποικίες Ακανθος, Σάνη, Στάγειρος και Αργιλλος. Κατά τον Ηρόδοτο στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων οι Ανδριοι, όπως και οι άλλοι νησιώτες, φέρονται να "μήδισαν", παρέχοντας "γην και ύδωρ" στους Πέρσες.
  Κέντρο, βασική πόλη και πηγή πληροφοριών για εμάς, είναι για τους κλασικούς χρόνους ο οικισμός που ήταν χτισμένος στη θέση της σημερινής Παλαιόπολης. Η πόλη φέρεται να ιδρύθηκε το 700 π.Χ. περίπου, όταν εγκαταλείφθηκε ο οικισμός της Ζαγοράς. Συστηματικές ανασκαφές δεν έχουν ακόμα γίνει. Τυχαία, αλλά σημαντικά ευρήματα, είναι ο Ερμής της Ανδρου (αντίγραφο ελληνιστικών χρόνων) και ο έμμετρος ύμνος προς τη θεά Ισιδα, που ακόμη χρησιμεύει σαν υπέρθυρο οικίας στην Παλαιόπολη.
  Υπήρχε επίσης ακρόπολη, λιμάνι, αγορά και ικανή οχύρωση. Εχουν σωθεί περίπου 60 αργυρά και χάλκινα νομίσματα σε πολλά από τα οποία εικονίζεται ο Διόνυσος, αγαπημένος θεός της Ανδρου.
  Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο η Ανδρος παρατάχθηκε με πλοία και οπλίτες στο πλευρό των συμμάχων της Αθηναίων. Ως μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας πλήρωνε 72000 δραχμές (12 τάλαντα) ως νησιώτικο φόρο στο συμμαχικό ταμείο.
   Το 411 π.Χ. οι Ανδριοι αποσκίρτησαν από την Αθήνα, πήγαν με το μέρος της Σπάρτης, αλλά επανήλθαν και εντάχθηκαν στη Β' Αθηναϊκά Συμμαχία το 378 π.Χ.
  Μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια, το 338 π.Χ., όπου πολεμούν μαζί με τους Αθηναίους, η πόλη-κράτος της Ανδρου πέρασε στη μακεδονική κυριαρχία.
  Κατά την Ελληνιστική ιστορική περίοδο, που ακολουθεί το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ανδρος καταρχάς βρέθηκε υπό άμεσο μακεδονικό έλεγχο και συμμετείχε στο κοινό των νησιωτών. Από το 315 π.Χ. έως το 31 π.Χ., πέρασε διαδοχικά κάτω από ρωμαϊκή, μακεδονική, πτολεμαϊκή και δεύτερη μακεδονική, υπό το Δημήτριο, κυριαρχία. Το 199 π.Χ. ρωμαϊκά και περγαμηνά στρατεύματα αποβιβάστηκαν, πολιόρκησαν και άλωσαν την Παλαιόπολη. Υπό την Πέργαμο των Ατταλιδών η Ανδρος παρέμεινε έως ότου παραχωρήθηκε στους Ρωμαίους. Σημαντικό μνημείο των ελληνιστικών χρόνων αποτελεί ο πύργος του Αγίου Πέτρου.
Βυζαντινή Περίοδος
  Στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια η Ανδρος εντάχθηκε διοικητικά στην επαρχία Νήσων (με πρωτεύουσα τη Ρόδο). Ο χριστιανισμός διαδόθηκε από τους πρώτους αιώνες στους κατοίκους της.
  Η γεωγραφική θέση της πάνω στη βασική προς Κωνσταντινούπολη θαλάσσια οδό, καθώς και η ανάγκη προστασίας της αυτοκρατορίας από αραβικές πειρατικές επιθέσεις, έκαναν την Ανδρο σημαντικό κέντρο διοίκησης του "Θέματος του Αιγαίου Πελάγους" και έδρα αυτοκρατορικών τελωνείων. Ανάλογη ήταν και η οικονομική και πνευματική ακμή της περιόδου.
  Γνωρίζουμε οτι περί το 820 μ.Χ. ο Λέων ο Μαθηματικός διδάχτηκε ρητορική, φιλοσοφία και μαθηματικά στην Ανδρο, μελέτησε δε τις πλούσιες μοναστηριακές βιβλιοθήκες του νησιού.
  Ο 12ος αιώνας, περίοδος της δυναστείας των Κομνηνών, είναι η πιο τεκμηριωμένη εποχή για το νησί. Πολύτιμες πληροφορίες μας παρέχουν ξένοι περιηγητές, που σταματούσαν εκεί στο ταξίδι τους για τους Αγιους Τόπους.
   Ο Αγγλοσάξωνας Seawurf, που πέρασε από την Ανδρο το 1204, μας πληροφορεί πως η σηροτροφία και η επεξεργασία του μεταξιού γενικώς, ήταν η βασική ασχολία των κατοίκων. Περιζήτητα ήταν κυρίως τα ανδριώτικα εξάτμιτα μεταξωτά, πολυτελή βαριά υφάσματα, αλλά και τα αραχνούφαντα ζεντάτα, καθώς και τα σκινδάλια, που ήταν λεπτές χρυσοκλωστές.
   Ομως, παρά τη γενική ευημερία, γνωρίζουμε πως οι εχθρικές επιδρομές συνεχίζονταν. Βενετοί, Νορμανδοί, Γενοάτες κατ' επανάληψη επιτέθηκαν και λεηλάτησαν τον τόπο.
  Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους η Ανδρος έπεσε στον κλήρο των Ενετών. Το 1207 παραχωρήθηκε στον Μαρίνο Δάνδολο, συγγενή του Δόγη της Βενετίας και παρέμεινε στην κυριαρχία τους ως το 1566. Οι Βενετοί για να προστατέψουν το νησί από τις αλλεπάλληλες πειρατικές επιδρομές και από τους Τούρκους, έχτισαν αμυντικούς πύργους, κάστρα, βίγλες.
   Πρώτο και κύριο οχυρό επί Δάνδολου, στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο του Βενετού δυνάστη, ήταν το Μέσα Κάστρο, που αποτέλεσε και τον πρώτο πυρήνα του μετέπειτα Κάτω Κάστρου (Castel a basso), του μεσαιωνικού οικισμού της σημερινής Χώρας. Η σημερινή ονομασία Ρίβα επιβίωσε από την εποχή των Ενετών, μιάς και στην περιοχή αυτή υπήρχε η κύρια αποβάθρα της Χώρας.
  Εξακριβωμένοι βυζαντινοί ναοί της Ανδρου είναι οι εξής:
•Ο Ταξιάρχης της Μεσσαριάς (1158)
•Ο Ταξιάρχης της Μελίδας (11ος αιώνας)
•Ο Ταξιάρχης του Υψηλού (11ος αιώνας)
•Η Παναγία στο Μεσαθούρι (12ος αιώνας)
•Ο Αγιος Νικόλαος στο Κόρθι (12ος αιώνας)
  Βυζαντινές οχυρώσεις υπήρχαν κατά πάσα πιθανότητα στο σημερινό Κάστρο της Φανερωμένης πάνω από του Κοχύλου, ενώ ερείπια πύργων υπάρχουν ψηλά στο χωριό Μελίδα, καθώς και στη βάση του ναίσκου της Αγίας Σοφίας στον Παχύκαβο του Ορμου Κορθίου.
  Η δεύτερη μεσαιωνική οχύρωση που θεωρείται μεγαλύτερη και ισχυρότερη, ήταν το Επάνω Κάστρο (Castel del alto). Ορισμένοι μελετητές ταυτίζουν το Επάνω Κάστρο με το σημερινό Κάστρο της Φανερωμένης, άλλοι το τοποθετούν στην περιοχή Παλαιοκάστρου πάνω από τον Ορμο Κορθίου. Στο 19ο αιώνα ακόμα ξεχώριζαν στην περιοχή ερείπια οχυρώσεων, σπιτιών και εκκλησιών, στέρνες, πηγάδια.
  Μικρότερα κάστρα και οχυρώσεις υπήρχαν διάσπαρτα στο νησί. Τα ερείπιά τους διακρίνονται ακόμα και σήμερα. Ανάμεσα σ' αυτά ο Πύργος του Μακροτάνταλου, το Βρυόκαστρο στο Βαρίδι, το Καστελλάκι στις Γίδες.
  Στην περίοδο της Ενετοκρατίας ανήκει και ο εποικισμός των Αλβανών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στο βόρειο τμήμα της Ανδρου. Ενετικός πίνακας του 1470 αναφέρει πως η Ανδρος κατοικείται από 2000 ανθρώπους, ενώ τουρκική αναφορά του 1567 μιλά για 1800 κατοικίες Ρωμαίων και Αρβανιτών, καθώς και για 50-60 σπίτια Φράγκων.
Τουρκοκρατία
  Η τουρκική κατάκτηση της Ανδρου έγινε το 1566 έπειτα από σύμφωνη γνώμη των κατοίκων της. Το γεγονός αυτό της ηθελημένης υπαγωγής παρείχε ιδιαίτερα προνόμια στο νησί. Την πραγματική διοίκηση στον τόπο μέχρι τον 17ο αιώνα ασκούσαν οι απόγονοι βυζαντινών, φραγκικών και ανδριώτικων οικογενειών, που είχαν υιοθετήσει το φεουδαλικό ενετικό σύστημα.
  Η Ανδρος και αργότερα έχαιρε ευνοϊκής μεταχείρισης από τους Οθωμανούς. Από τον 18ο αιώνα ανήκε ως "μαλικιανές", ένα είδος τιμάριου, στη Βαδιλέ Σουλτάνα και το 1778 στην αδελφή του Σελίμ του Γ', Σαχ Σουλτάνα.
  Οι Ανδριώτες πλήρωναν καθορισμένους φόρους και είχαν εξαιρεθεί από αγγαρείες και άλλες πληρωμές, ήταν προστατευμένοι από τυχόν οθωμανικές επεμβάσεις, είχαν εξασφαλίσει το ελεύθερο του εμπορίου και τα κληρονομικά τους δικαιώματα.
  Την περίοδο 1770-1777 την Ανδρο, όπως και τις άλλες Κυκλάδες, έλεγχαν οι Ρώσοι μέσω ενός ντόπιου άρχοντα, του λεγόμενου καντζιλλιέρη. Με την αναχώρηση των Ρώσων πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ανδρο ο θεσμός του κοτζάμπαση. Οι κοτζαμπάσηδες του Κάτω Κάστρου και Κορθίου ήταν προεστοί εύποροι γαιοκτήμονες. Τις περισσότερες φορές εκλέγονταν για ένα χρόνο και ήταν οι πραγματικοί διοικητές της Ανδρου.
  Η οικονομία του τόπου εξακολούθησε να είναι αγροτική, στο Κάτω Κάστρο όμως είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια νέα τάξη ναυτικών, οι "γεμιτζήδες", που στο 19ο πια αιώνα πρόβαλε τις δικές της αξιώσεις. Το 1813 η Ανδρος είχε 40 καράβια χωρητικότητας 2800 τόννων και 400 περίπου ναυτικούς.
  Στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι πληροφορίες αναφέρουν τη λειτουργία ενός σχολείου, αυτού των Καπουτσίνων μοναχών, που ιδρύθηκε το 17ο αιώνα. Το 1768 ο αρχιεπίσκοπος Ανδρου Διονύσιος Καΐρης δημιούργησε το "Σχολείον Ελληνικών Γραμμάτων". Στο Κόρθι από το 1814 λειτουργούσε το σχολείο της Αγίας Τριάδος.
Πρόσφατη Ιστορία
  Το Μάιο του 1821 έπειτα από συγκέντρωση του λαού αποφασίστηκε η συμμετοχή των Ανδριωτών στον αγώνα του υπόδουλου Γένους, με πολεμιστές, χρήματα και πολεμικά καράβια. Το 1822 έως και το 1828 ξέσπασαν κοινωνικά κινήματα στο νησί, όπως αυτό του Δημητρίου Μπαλή, με κύριες αφορμές την αβάσταχτη φορολογία που είχαν επιβάλει οι τοπικοί άρχοντες.
  Το νησί εξάλλου υπέφερε από την αποβίβαση σ' αυτό ατάκτων στρατευμάτων των "λιάπηδων", που τρομοκρατούσαν κυρίως τους κατοίκους των χωριών.
  Στα Οθωμανικά χρόνια παρατηρείται η αλματώδης ανάπτυξη της ναυτιλίας στην Ανδρο, η οποία μετά το 1880 από ιστιοφόρος μετατράπηκε σε ατμήλατη, σύμφωνα με τις νέες επιταγές. Η ανδριακή ναυτιλία κατόρθωσε να ξεπεράσει την κρίση των δύο Παγκοσμίων Πολέμων και αποτελεί μέχρι τις μέρες μας βασική πηγή πλούτου για τον τόπο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Κορθίου


Ανω Σύρος, ματιές στον Μεσαίωνα

ΑΝΩ ΣΥΡΟΣ (Κωμόπολη) ΣΥΡΟΣ

Ιστορία της Αξιούπολης

ΑΞΙΟΥΠΟΛΗ (Πόλη) ΚΙΛΚΙΣ
Η παλιά ονομασία της πόλης είναι Μποϊμίτσα. Μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, στις 22-10-1912, έγινε «ΒΟΕΜΙΤΣΑ» και από την 1-1-1927 πήρε τη σημερινή της ονομασία «AΞΙΟΥΠΟΛΗ». Η ονομασία της Μποϊμίτσας προέρχεται από την Σλαϋική λέξη ΜΠΟΪ, που σημαίνει μεγάλος - δυνατός - ανδρειωμένος και την οφείλει στην ηρωική στάση των κατοίκων ανά τους αιώνες αλλά και στην συνεχή επαγρύπνηση και στον αγώνα για ελευθερία, καθόσον σαν τοποθεσία βρίσκεται σ'ένα από τα μεγαλύτερα σταυροδρόμια του κόσμου. Δηλαδή ακριβώς στη δίοδο της κοιλάδας του Αξιού ποταμού από βορρά προς νότο, προς τη θάλασσα και το Αιγαίο, ενώ ταυτόχρονα είναι και πέρασμα από ανατολή προς δύση και αντίστροφα.
  Για την ίδρυση της Μποϊμίτσας, η παράδοση αναφέρει ότι γύρω στα 1720 έγινε η συνένωση τριών χριστιανικών οικισμών που υπήρχαν από πολύ παλιά στα γύρω υψώματα. Εκτός όμως από τους κατοίκους των τριών αυτών οικισμών, το μωσαϊκό συμπλήρωσαν και άλλες ομάδες που κατέβηκαν από βορρά, όπως αυτή από το Ντράτσκο το 1760 περίπου, αλλά και από άλλες κατευθύνσεις όπως οι Ναουσαίοι το 1820 με την καταστροφή της Νάουσας, αλλά και άλλοι που έψαχναν για μέρη πιο φιλόξενα - πιο εύφορα και πιο θερμά - δίπλα στον Αξιό ποταμό. Ο Αξιός ποταμός έπαιζε πάντα σοβαρότατο ρόλο στη ζωή των κατοίκων και εθεωρείτο άλλοτε θείο δώρο και άλλοτε μάστιγα λόγω υγρασίας του βάλτου και της ελονοσίας. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι, ξεσηκώθηκαν πολλές φορές μαζί με τα γύρω χωριά. Επίσης, οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν το 1878 όταν ξεκίνησε η επανάσταση στην Μακεδονία με τον Κοσμά Δουμπιώτη.
  Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου άρχισε να κτίζεται το 1843 - μετά την παραχώρηση του δικαιώματος στους χριστιανούς από τους Τούρκους, να κτίζουν εκκλησίες, σχολεία και να δημιουργούν δικές τους κοινότητες - και ολοκληρώθηκε το 1859. Τότε κτίσθηκαν και όλες οι εκκλησίες της περιοχής, οι οποίες έχουν τον ίδιο ρυθμό και την ίδια αρχιτεκτονική. Το 1860 άρχισε η αγιογράφηση του Αγίου Δημητρίου από τον σπουδαίο αγιογράφο της εποχής, τον Μαργαρίτη από την Κουλακιά - Χαλάστρας και τελείωσε το 1862. Το πρώτο ελληνικό σχολείο στην Μποϊμίτσα κτίσθηκε και λειτούργησε το 1894.
  Καθόλη την διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα, οι κάτοικοί της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξή του στην περιοχή και βασικός λόγος ήταν ότι δίπλα περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή Θες/νίκης - Ευρώπης και ο σταθμός ήταν το κέντρο διακίνησης εμπορευμάτων, όπλων, επιβατών και ιδεών. Όποιος έλεγχε το σταθμό, έλεγχε όλη την περιοχή. Από εκεί μάθαιναν τα νέα, όπου ήταν το ταχυδρομείο και λίγο μετά το 1913 εκεί ήταν και το πρώτο τελωνείο στα σύνορα Ελλάδας - Σερβίας.
  Στις 22 Οκτωβρίου του 1912, ο Ελληνικός στρατός, μετά την μάχη των Γιαννιτσών, μπήκε στην Μποϊμίτσα και την απελευθέρωσε από τους Τούρκους. Μετά το 1913, με την εγκατάσταση των Γευγελιωτών προσφύγων στην περιοχή, έχουμε αλματώδη ανάπτυξη του εμπορίου και του παζαριού που υπάρχει από το 1885 περίπου, μια και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έμποροι.
  Στην γύρω περιοχή, πλην της Γουμένισσας δεν υπήρχε κανένα μαγαζί και η Αξιούπολη έγινε το εμπορικό κέντρο της περιοχής με πολλά και ποικίλα μαγαζιά. Αυτό είχε σαν συνέπεια την επόμενη δεκαετία η πόλη να γίνει πόλος έλξης πολλών προσφύγων ποντίων, μικρασιατών και θρακιωτών οι οποίοι έδωσαν νέα ώθηση στην ήδη υπάρχουσα εμπορική κίνηση και η αγορά και το παζάρι επιβάλλονται ολοκληρωτικά στη γύρω περιοχή.
  Και στους δύο παγκόσμιους πολέμους η περιοχή, διαδραμάτισε και πάλι σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξη των γεγονότων λόγω της γεωπολιτικής θέσης της. Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το 1916 - 1918, ο Γαλλικός στρατός που εγκαταστάθηκε στην περιοχή για να μπορεί να διακινεί με ταχύτητα εφόδια για τον στρατό, αναγκάσθηκε να φτιάξει μεγάλα και σπουδαία έργα για την πόλη και την περιοχή που άλλαζαν σχεδόν την όψη της πόλης. Με διαταγή του στρατηγού Γκιγιωμά, κατασκευάσθηκε το τραινάκι «Ντικωβίλ», όπως το έλεγαν. Περνούσε μέσα από την πόλη και μετέφερε εφόδια του γαλλικού στρατού από το σιδηροδρομικό σταθμό Αξιούπολης στο μέτωπο κάπου κοντά στο Σκρα. Τότε κατασκευάσθηκε η μεγάλη ξύλινη γέφυρα του Αξιού με ράγες από τα τραμ του Παρισιού που τότε ξήλωναν για να κατασκευασθεί το μετρό. Τότε δημιουργήθηκε και η σημερινή αγορά της πόλης με την εκτροπή της κοίτης του χειμάρρου που περνούσε μέσα από αυτήν.
  Το 1913 είχαμε τους πρώτους πρόσφυγες από την γειτονική Γευγελή που συνέχιζαν να έρχονται μέχρι και το 1918. Το 1914 ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες από την Θράκη. Έμειναν για μερικά χρόνια και ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους το 1919 για να επιστρέψουν το 1924. Αυτοί ήταν από τις περιοχές Μηδείας, Σωργάς και Τσατάλτσας. ΟΙ πρώτοι πόντιοι και καυκάσιοι πρόσφυγες ήρθαν το 1919 και στη συνέχεια το 1922 - 1924 ήρθε το μεγάλο κύμα από τις περιοχές Τραπεζούντας, Κερασούντας, Τρίπολης, Σαμψούντας, Ορτού, Αμυσώς και Τσάκρας.
  Οι Μικρασιάτες ήρθαν από τα χωριά Μπουτεβελί και Παπαζλί της Μαγνησίας. Επίσης από τις ελληνικές μεραρχίες αρχιπελάγους και Κρητών, κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, έμειναν επτά στρατιώτες Κρητικοί και Μικρασιάτες. Το 1923 εγκαταστάθηκαν στην Αξιούπολη έξι οικογένειες Βλάχων Μεγαλολιβαδιωτών. Δεν υπάρχει περιοχή της Ελλάδας στην οποία να μην εκπροσωπείται η Αξιούπολη από ένα ή περισσότερα άτομα. Αυτό είχε σαν συνέπεια, η γλώσσα που μιλιέται τουλάχιστον μετά το 1950, να μην έχει κανένα ιδιωματισμό. Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αξιούπολη την 8/4/1944. Ένας λόχος έμεινε εδώ καθόλη τη διάρκεια της κατοχής και ήταν επιφορτισμένος με την φύλαξη των δύο γεφυρών του Αξιού, την σιδηροδρομική γραμμή που αποτελούσε μέρος του μοναδικού άξονα συγκοινωνίας προς το νότο, της οδικής ξύλινης, των στενών από Αξιούπολη μέχρι Ειδομένη καθώς και του Μεταλλείου. Ο λόχος αυτός ήταν ο τελευταίος που έφυγε από την Ελλάδα την 31/10/1944. Ο ΕΛΑΣ έκανε πολλά σαμποτάζ στη γραμμή και την γέφυρα, μια και προσφερόταν το έδαφος, ενώ οι κάτοικοι βοήθησαν με κίνδυνο της ζωής τους, πολλούς εγγλέζους στρατιώτες και αξιωματικούς σαμποτέρ. Η Αξιούπολη όπως προαναφέραμε, απελευθερώθηκε στις 22/11/1912 και αμέσως μετά δημιουργήθηκε η πρώτη προσκοπική ομάδα, η οποία τον Ιούνιο του 1913 έλαβε μέρος στη μάχη του Κιλκίς σαν τραυματιοφορείς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2006 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αξιούπολης

ΑΠΟΔΟΤΙΑ (Δήμος) ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ
  Ο Δήμος Αποδοτίας πήρε το όνομά του από τον αρχαίο λαό των Αποδοτών οι οποίοι κατοικούσαν την Δυτική και Ανατολική πλαγιά της νοτιοδυτικής συνέχειας του όρους Κόρακος, την κοιλάδα του Μόρνου πλησίον των Οζωλών, Λοκρών. Πόλεις αναφέρονται η Ποτιδάνεια, το Κροκύλειον, το Τείχιον, η Απολλωνία και η πρωτεύουσα Αιγίτιον, του οποίου η θέση δεν εξακριβώθηκε. "Το Αιγίτιον απείχε της θαλάσσης 80 σταδίους περι τις τρεις ώρες μάλιστα εφ' υψηλών χωρίων υπερ της πόλεως έκειντο λόφοι (Θουκ. Γ.97)". Αλλοι μεν διατυπώνουν ότι βρίσκονταν όπου η θέση Παληοχώρι της Τερψιθέας, άλλοι δε κοντά στο χωριό Λιμνίτσα, στην δεξιά όχθη του χειμάρρου Τερψιθέας. Η πρώτη και η μοναδική φορά που αναφέρεται το Αιγίτιο από ιστορική πηγή είναι στο κεφάλαιο 97 της "Θουκιδίδου Ξυγγραφής" (Ιστορικό βιβλίο Γ). Σ' αυτό το κεφάλαιο ο Ιστορικός του Πελοπονησιακού πολέμου περιγράφει την εκστρατεία των Αθηναίων με επικεφαλή το στρατηγό Δημοσθένη, εναντίον των Αιτωλών. Το έτος 426 π.Χ. το Δημοσθένη ακολούθησαν εκτός από τους Μεσσηνίους, οι Κεφαλλήνες και οι Ζακύνθιοι, που μαζί με τους 300 Αθηναίους ναύτες έφτασαν από τη θάλασσα στον Οινεώνα της Λοκρίδας. Εκεί ενώθηκαν με τον αθηναϊκό στρατό και οι Οζόλες Λοκροί, που ήταν γείτονες των Αιτωλών και γνώριζαν πολύ καλά την περιοχή. Ενόμιζε ότι δε θα ήταν δύσκολο να υποτάξει το Αιγίτιο προτού να λάβει βοήθεια. Είχε σκοπό πρώτα να επιτεθεί κατά των Αποδωτών, έπειτα κατά των Οφιονών και τέλος κατά των Ευρυτάνων. Ο ενιαίος Αθηναϊκός και συμμαχικός στρατός κατασκήνωσε στο ιερό του Νεμείου Διός όπου κατά την παράδοση είχε δολοφονηθεί ο ποιητής Ησίοδος. Από εκεί ξεκίνησαν και προχωρώντας Βόρεια προς το εσωτερικό της Αιτωλίας κατέβαλαν την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων τις Αιτωλικές πόλεις Ποτιδάνεια, Κροκύλειον και Τείχιον.
Εν τω μεταξύ οι διάφορες Αιτωλικές φυλές μπροστά στον κοινό κίνδυνο που τις απειλούσε ενώθηκαν και προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Οι Μεσσήνιοι όμως βλέποντας την αποφασιστικότητα του Δημοσθένη να προχωρήσει ακόμα βαθύτερα στα σπλάχνα της Αιτωλίας γιατί περίμενε βοήθεια από του ψηλούς ακοντιστές των Λοκρών κατορθώνουν να τον πείσουν να βαδίσει χωρίς εκείνους για να κυριεύσει και τις άλλες αιτωλικές πόλεις. Ετσι ο Αθηναίος στρατηγός κατευθύνθηκε προς το Αιγίτιον, το οποίο και κατέλαβε αμέσως σχεδόν χωρίς μάχη. Οι Αιτωλοί, αφού εγκατέλειψαν την πόλη τους, ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και συγκεντρώθηκαν στους γύρω λόφους. Κατόπιν επιτέθηκαν με τους ακοντιστές τους κατά των Αθηναίων και των συμμάχων τους. Η αποφασιστική αυτή ενέργεια αιφνιδίασε τους Αθηναίους οι οποίοι και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τα ακόντια των Αιτωλών, αφότου μάλιστα σκοτώθηκε ο αρχηγός του σώματος των τοξοτών, που ήταν άλλωστε και οι μόνοι ικανοί να πολεμήσουν τους ακοντιστές. Ετσι μετά το θάνατο του τοξάρχου Χόρμωνος του Μεσσηνίου η άμυνα των Αθηναίων αποδυναμώθηκε και οι στρατιώτες τους διασκορπίσθηκαν και παγιδευμένοι σε χαράδρες και ορεινούς δύσβατους δρόμους καταστράφηκαν. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο συστρατηγός Πραιλής. Οσοι διέφυγαν το θάνατο στη φοβερή αυτή αναμέτρηση κατέφυγαν στη Ναύπακτο και από εκεί πλεύσαν για την Αθήνα εκτός του Δημοσθένη που παρέμεινε στη Ναύπακτο φοβούμενος την οργή της πολιτείας για την έκβαση της άτυχης εκστρατείας.
   Υποθέτουμε πως το Αιγίτιο ήταν η πρωτεύουσα της φυλής των Αποδωτών, που κατοικούσαν γύρω από τον ποταμό Μόρνο. Η Αποδοτία κατέχει το ανατολικό μέρος της Ναυπακτίας ορίζεται προς ανατολικά και νότια της Δωρίδας απο της οποίας χωρίζεται δια του ποτάμου Μόρνου. Δυτικά της Πυλλήνης και Προσχίου και βόρεια της Κλεπαϊδος και Οφιονείας το έδαφος είναι ανώμαλο εν μέρει γόνιμο και σχεδόν όλο ελατόφυτο. Πρωτεύουσα είναι η Ανω Χώρα (μεγάλη Λομποτίνα) η οποία είναι κτισμένη στην μεσαία ΒΑ πλαγιά της κορυφής Συρτά της Παπαδιάς εν μέσω βουνών και επί εδάφους λίγο επικλινούς και χωματώδους και σε υψόμετο 955 μέτρων. Πάνω και γύρω από το χωριό εκτείνεται δάσος από καστανιές, έλατα και κέδρους. Απο την κορυφογραμμή του βουνού το θέαμα είναι λαμπρό. Φαίνεται ο Κορινθιακός Κόλπος και η βόρεια πλευρά της Πελοποννήσου μέχρι την Ακροκόρινθο.
   Οι κάτοικοι πριν ιδρύσουν την Λομποτίνα κατοικούσαν στη θέση "Παληοχώρα ή Γεροντοκαρυά ή Τείχη" όπου ως φαίνεται εκ της θέσεως ήταν το αρχαίο Τείχιο το οποίο είχε κυριεύσει ο Δημοσθένης. Η θεση αυτή είναι 45 λεπτά ΒΑ της Λομποτίνας όπου και μυθολογείται ότι κατοίκησαν πρόφυγες από την Κωνσταντινούπολη μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους. Μετά την αύξηση των οικογενειών οι κάτοικοι μετοίκησαν περί 1550-1600 και αποτέλεσαν την ήδη Λομποτίνα. Πρώτες οικογένειες οι εξής: Καναβού, Σωτηραίων, Τριάντη, Παπαχρήστου, Καρρά, Καλλιαμβάκου, Ζωητάκη, Ρέππα, Πατούχα, Πετσίνη, Σακελλάρη, Παπαγεώργη, Καπορδέλη και Χατζοπούλου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αποδοτιάς


Αρχαία περίοδος

ΑΠΟΛΛΩΝ (Δήμος) ΑΡΚΑΔΙΑ
Πρώτοι κάτοικοι, αρχαιολογικά, οικισμοί κλπ.
  Δεν είναι γνωστό πότε φάνηκαν οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής και ποιοι ήταν, πάντως από την Νεολιθική τουλάχιστον εποχή και στη συνέχεια στην Πρωτοελλαδική πρέπει να είχαν εγκατασταθεί εδώ προελληνικά φύλλα, γεγονός για το οποίο συνηγορούν τοπωνύμια όπως Πρέγασος-Μισώνασος-Μάσες-Γάσες και άλλα.
Σχετικά με την ιστορία των οικισμών
  Ορειάται. Ο όρος Ορειάται αναφέρεται σε μία ομάδα μικρών ορεινών οικισμών στα ενδότερα των Πρασιών, ορισμένοι από τους οποίους βρίσκονται στο Δήμο Απόλλωνος στη θέση Παλιόχωρα όπου πρέπει να υπήρχαν εγκαταστάσεις από την εποχή του χαλκού, παρόλο που δεν υπάρχουν σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα , εκτός από αναφορές του αρχαιολόγου Ρωμαίου για "....ίχνη αρχαίου συνοικισμού και λείψανα μεσαιωνικού φρουρίου" και του περιηγητού Leake για μερικά αρχαία θεμέλια κοντά στην καταβόθρα της Παλιόχωρας.
  Τύρος. Πάνω και νότια από τη σημερινή Παραλία Τυρού και Σαπουνακαίικων, υψώνεται ο λόφος Κάστρο με αρχαίο οχυρωμένο οικισμό στην κορυφή του. Τα ερείπια αναφέρει ο Leake που πρώτος επεσήμανε ότι το αρχαίο όνομα του οικισμού διασώθηκε στο σημερινό όνομα Τυρός του οικισμού. Πολλοί περιηγητές και αρχαιολόγοι αναφέρουν τον οικισμό, τοποθετώντας εδώ τις Πρασιές και αναφέρουν ευρήματα, όπως νομίσματα και επιγραφές των αυτοκρατορικών χρόνων. Ο Ρωμαίος με την έρευνά του στα λείψανα του οικισμού και την ανασκαφή του στον Προφήτη Ηλία Μελάνων, όπου και το ιερό του Απόλλωνα Τυρίτα, βεβαίωσε την υπόθεση ότι ο αρχαίος οικισμός και το όνομά του διασώθηκαν στη θέση του σημερινού χωριού Τυρός.
  Σήμερα σώζεται στη βόρεια πλευρά του λόφου τείχος σε μήκος 300μ. περίπου, με τέσσερεις τετράγωνους πύργους και έναν ημικυκλικό. Το τείχος έχει πολυγωνική τοιχοδομία και σε μερικά σημεία σώζεται έως ύψους 4 μ. Ένας από τους πύργους εξέχει από το τείχος 3,3 μ. και διασώζει έξι στρώσεις λίθων. Η τειχοδομία τοποθετεί τον οικισμό στις αρχές του 3ου αι. π.Χ
Μέσα στον οχυρωματικό περίβολο βρέθηκαν διάφορα λείψανα εργαλείων και σκευών που συνολικά τοποθετούν την ακμή του οικισμού στα ελληνιστικά χρόνια και αναμφισβήτητα αποδίδουν σον οικισμό στο Κάστρο, σε συνδυασμό και με τον τόπο λατρείας του Απόλλωνα Τυρίτα στο γειτονικό λόφο, το όνομα Τύρος που διασώθηκε στο σημερινό χωριό Τυρός
Ιερά και λατρείες.
  Νότια από το χωριό Τυρός και στην κορυφή του λόφου Προφήτη Ηλία Μελάνων , βρίσκεται η τοποθεσία όπου λατρευόταν ο Απόλλωνας με το επίθετο Τυρίτας. Εδώ έγιναν ανασκαφές από τον Ρωμαίο και τα ευρήματα απέδωσαν θεμέλια τετραγωνικού βωμού και ίχνη αναλληματικού τοίχου του 4ου αι. π.Χ και αναθήματα και επιγραφές των αρχαϊκών χρόνων. Προκύπτει έτσι ότι η λατρεία στο Ιερό, άρχισε τον 8ο αιώνα και συνεχίστηκε έως τον 4ο αιώνα. Επιγραφές όπως ΑΠΕΛΟΝ ΤΥΡΙΤ[ΑΣ], ΑΠΟΛΟΝΟΣ ΕΜΙ και ΑΠΕΛΟΝ ΚΛΕ, προκύπτει η ταυτότητα του θεού και η ταύτιση των λειψάνων στο Κάστρο με τον αρχαίο οικισμό Τυρό.
Επικοινωνίες
  Ο αρχαίος Τυρός επικοινωνούσε με λιμάνι ( στους πρόποδες του λόφου Κάστρο έχουν κατά καιρούς βρεθεί λείψανα αγκυροβολίου) και παραλίμι (υπολείμματα βραχίονα μέσα στη θάλασσα στον όρμο Λυγαριάς) με τα παράλια του Αργολικού και τις Κυκλάδες και τα παράλιά του ήταν προσιτά στους ναυτικούς της μινωικής Κρήτης και της Φοινίκης.
Οδικό δίκτυο
  Ο αρχαίος Τυρός συνδεόταν οδικά με τα τρία μεγάλα γειτονικά κέντρα μέσω των παρακάτω δρόμων, οι οποίοι ήταν σε χρήση μέχρι και τη δεκαετία του 1950.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Απόλλωνος


Συνέχεια μέχρι σήμερα

  Η περιοχή του Δήμου ακολουθούσε πάντα την ιστορική πορεία της Κυνουρίας και γενικά της Τσακωνιάς. Tσακωνιά είναι η περιοχή που εκτείνεται N.A. της Kυνουρίας και περιλαμβάνει το Λεωνίδιο, τον Αγιο Aνδρέα, τον Tυρό, τον Πραστό, την Kαστάνιτσα, τη Σίταινα, τα Mέλανα, τα Σαπουνακέικα, την Πραγματευτή, και τους συνοικισμούς Σαμπατική, Bασκίνα, Λιβάδι, Φούσκα κ.ά. μικρούς. Παλαιότερα, η Tσακωνιά, είχε πολύ μεγαλύτερη έκταση και έφτανε ως τη Mονεμβάσια, τα Bάτικα και τα Eλοχώρια.
  Μετά τα προελληνικά αυτόχθονα φύλλα, εγκαθίστανται στην περιοχή Ίωνες, γεγονός για το οποίο πληροφορεί ο Παυσανίας ο οποίος αναφέρει ότι γενάρχης - οικιστής των Κυνουρίων ήταν ο Κύνουρος γιος του Περσέα, αν και το προελληνικό φύλο παρέμεινε ισχυρό και μετά την εμφάνιση των Ιώνων γι΄ αυτό και ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τους κατοίκους και αυτόχθονες και Ίωνες. Μετά τον 8ο αιώνα π.Χ η περιοχή κατακτήθηκε από τους Δωριείς και άρχισε ο εκδωρισμός των κατοίκων, με τη Νότια Κυνουρία να ανήκει στην εξουσία των Λακώνων περισσότερο καιρό από τη Βόρεια Κυνουρία, που βρισκόταν και κάτω από την επιρροή του Αργους. Μέχρι τα τέλη του 7ου αιώνα η Κυνουρία διατηρούσε μια σχετική αυτονομία, ενώ στη συνέχεια έγινε θέατρο διαφόρων συγκρούσεων ανάμεσα στη Σπάρτη και το Αργος για την κυριαρχία της, αφού η περιοχή βρισκόταν ανάμεσα τους, διέθετε λιμάνια, 'έλεγχε περάσματα προς τη θάλασσα, παρήγε μεγάλες ποσότητες λαδιού και κρασιού, ξύλου για τη ναυπηγική, κτηνοτροφικά προϊόντα και αλιεύματα, ασβέστη και άλλα.
  Tο 195 π.X. ύστερα από επέμβαση του Ύπατου Pωμαίου Tίτου Φλαμίνιου, δίδεται στους Aργείους. Oι Σπαρτιάτες επιμένουν και επιτυγχάνουν να κρατήσουν τις Πρασιές, που εντάσσονται μαζί με άλλες 23 λακωνικές πόλεις των περιοίκων στο "κοινόν των Λακεδαιμονίων" το αργότερα γνωστό "Kοινόν των Eλευθερολακώνων".
  Kατά τη Pωμαιοκρατία οι Tσάκωνες παρέμειναν απομονωμένοι στα δύσβατα και δυσπρόσιτα μέρη τους. Έτσι, διατηρούν ανόθευτα τη δωρική τους καταγωγή, τη διάλεκτό τους και τα ήθη - έθιμά τους. Oι φοβερές επιδρομές των Σλάβων στην Eλλάδα και την Πελοπόννησο επηρέασαν πολύ τους Tσάκωνες και τους ανάγκασαν να μεταναστεύσουν άλλοι ανατολικότερα, στις πλαγιές του Πάρνωνα και άλλοι στον Πόντο, στα νησιά του Aιγαίου και στην Kάτω Iταλία.
  Oι Σλάβοι καθυπόταξαν ολόκληρη την Πελοπόννησο και μόνο την Tσακωνιά δεν κατάφεραν να υποδουλώσουν. Ακόμα και ο ιστορικός Φαλμεράυερ εξαίρεσε μόνο τους Tσάκωνες και παραδέχθηκε πως είναι γνήσιοι απόγονοι των Δωριέων και δεν αλλοιώθηκαν από τις σλαβικές επιμιξίες.
  Aπο την εποχή του Iουστινιανού (527 μ.X.) οι Tσάκωνες αποτελούν τα επίλεκτα σώματα των καστροφυλάκων και της σωματοφυλακής των βυζαντινών αυτοκρατόρων, ώστε στο βυζαντινό στρατό να υπάρχει αξίωμα: "Στρατοπεδάρχης των Tσακώνων". O Kωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μας πληροφορεί στο "περί Bασιλείου τάξεως" βιβλίο του ότι οι Tσάκωνες εστρατολογούντο στην εποχή του 912-959 ως φύλακες φρουρίων.
  Kατά τη Φραγκοκρατία η Tσακωνιά παραμένει πιστή στο Bυζάντιο και δίνει σκληρούς αγώνες εναντίον του κατακτητή. Tην περίοδο αυτή, όταν η Kωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων, η Kυνουρία και πολλά άλλα παραθαλάσσια μέρη της Πελοποννήσου κυριαρχήθηκαν από τους Eνετούς. Πολύ λίγες περιοχές στην Πελοπόννησο πρόβαλαν αντίσταση στους κατακτητές. Oι Kυνουριείς όμως, μαζί με Λάκωνες, Aρκάδες και τους εξελληνισμένους Mηλιγγούς, έχοντας επικεφαλής τον Δεσπότη της Hπείρου Mιχαήλ A' Αγγελο Kομνηνό, πολέμησαν τους Φράγκους στη Mεσσηνία και ηττήθηκαν. Aνυπότακτοι στους Φράγκους ήταν πάντοτε και οι Tσάκωνες που, για να τους εμποδίσει ο Bιλλεαρδουΐνος, ίδρυσε το φρούριο στο Γεράκι. Aργότερα, ο Γουλιέλμος Bιλλεαρδουΐνος, για να πετύχει την απόλυτη κυριαρχία στην Πελοπόννησο και να υποτάξει τους "δυσήνιους" Tσάκωνες, έκτισε στο Ξεροκάμπι κάστρο που αργότερα ονομάστηκε "Kάστρο της Ωριάς" και ίχνη του σώζονται και σήμερα.
  Kατά την πρώτη Tουρκοκρατία (1453-1715 μ.X.) οι Tσάκωνες βοηθούν τους Eνετούς στον κατά των Tούρκων αγώνα τους.
Mετά το 1715 μ.X. η Tσακωνιά αναπτύσσεται οικονομικά και κοινωνικά και το 1819 χωρίζεται η Kυνουρία σε βιλαέτι του Πραστού και Aγίου Πέτρου.
  Oι Tσάκωνες προσέφεραν ανυπολόγιστες υπηρεσίες στον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα.
1. Eπαναστάτησαν μαζί με τους Mανιάτες στις 17, 18 Mαρτίου 1821.
2. Mετέδωσαν την επαναστατική φλόγα στις Σπέτσες, τα πλοία των οποίων χρηματοδοτούσαν οι Tσάκωνες.
3. Mε δυο επαναστατικά σώματα (500) ανδρών πολέμησαν σ' όλες τις μάχες, πολιόρκησαν τα φρούρια της Mονεμβάσιας και Tριπολιτσάς και τα κυρίευσαν.
4. Πρόσφεραν όλον τους τον πλούτο και τα πλοία, και το κυριότερο:
5. Συντηρούσαν και ανεφοδίαζαν το στρατόπεδο των Bερβαίνων, που ήταν η ψυχή του επαναστατημένου Mοριά.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Απόλλωνος


ΑΡΓΑΛΑΣΤΗ (Δημοτική ενότητα) ΝΟΤΙΟ ΠΗΛΙΟ
  Η περιοχή του Νοτίου Πηλίου αποτέλεσε σημείο αναφοράς σε κάθε χρονική περίοδο της Ιστορίας. Αλλωστε σε ολόκληρη την Μαγνησία υπάρχει έντονη οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα από τη νεολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα του Διμηνίου και του Σέσκλου.
  Στην ευρύτερη περιοχή που σήμερα αναπτύσσεται ο Δήμος Αργαλαστής υπήρξαν αρκετές συγκροτημένες κοινότητες κατά το παρελθόν όπως η Ολιζώνα, η Σηπιάδα και τα Σπάλαθρα, που παρουσίασαν σημαντική ανάπτυξη κατά τους ομηρικούς, κλασσικούς και ελληνιστικούς χρόνους. Συγκεκριμένα τα αρχαία Σπάλαθρα, που η τοποθεσία τους εντοπίζεται στην παραλιακή ζώνη μεταξύ Χόρτου και Μηλίνας, αποτελούσαν διακομιστικό σταθμό της περιοχής για την μεταφορά προϊόντων από τα λιμάνια του Παγασητικού στο εσωτερικό της Μαγνησίας. Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές από γεωγράφους και ιστορικούς όπως ο Σκύλαξ, ο Πλίνιος και μεταγενέστερα ο Στράβων και ο Στέφανος Βυζάντιος. Εξάλλου πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων όπως αγγεία, νομίσματα, αγάλματα μαρτυρούν την οικονομική ανάπτυξη των αρχαίων Σπαλάθρων, ιδιαίτερα κατά τον 6ο αιώνα π.Χ.
   Η ανάπτυξη της περιοχής επηρεάστηκε άμεσα από την ιστορική πορεία ολόκληρου του Ελλαδικού χώρου και έτσι μετά την ακμή των κλασσικών χρόνων ακολούθησε η Ρωμαϊκή κυριαρχία, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στη συνέχεια η Τουρκοκρατία.
  Ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα το κέντρο οικονομικής δραστηριότητας είναι η Αργαλαστή. Η πρώτη αναφορά που υπάρχει, είναι σε ένα τουρκικό φιρμάνι του 1653. Οι κάτοικοί της είναι κυρίως γεωργοί και κτηνοτρόφοι και πολλοί από αυτούς προέρχονται από την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και την υπόλοιπη Θεσσαλία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η Αργαλαστή αποτελούσε την πρωτεύουσα των βακουφίων (χωριά χαρισμένα σε τουρκικές εκκλησίες), με το όνομα "Αργαλάστ-Μουκαντισί " δηλαδή "Υποδιοίκηση αστυνομίας του Αργαλάστ", μέχρι το 1697, όταν μεταφέρθηκε στη Μακρυνίτσα. Ο 18ος αιώνας βρίσκει την Αργαλαστή να αποτελεί ένα ανεπτυγμένο κεφαλοχώρι του Πηλίου, με μεγάλη παραγωγή σε πολλά αγροτικά προϊόντα και με έντονη δραστηριότητα στον τομέα της σηροτροφίας. Επίσης είναι μέλος του ιστορικού Συνεταιρισμού των Αμπελακίων. Κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως ολόκληρη η περιοχή υφίσταται τα δεινά της αγριότητας των Τούρκων, με αποτέλεσμα να ανακοπεί το ρεύμα οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης.
  Πρόδρομος του σημερινού Δήμου ήταν ο Δήμος Σπαλάθρων , ο οποίος σχηματίστηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 31ης Μαρτίου 1883 (ΦΕΚ 126) "Περί της εις δήμου διαιρέσεως της εν τω νομώ Λαρίσης επαρχίας Βόλου". Ο συνολικός πληθυσμός του Δήμου ήταν 3731 κάτοικοι και συμμετείχαν η Αργαλαστή, η Ξινόβρυση, η Συκή, η Καλλιθέα και το Μετόχι.
Τοπωνύμια
  
Η σημαντική ανάπτυξη της περιοχής του Νοτίου Πηλίου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ιστορικών και μελετητών της εποχής εκείνης. Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η ιστορία των τοπωνυμίων τόσο της Αργαλαστής, όσο και των άλλων κοινοτήτων και οικισμών, αφού τις περισσότερες φορές αποτελούν πηγή γνώσης για την δημιουργία και την εξέλιξή τους μέσα στο χρόνο.
Αργαλαστή: η πρώτη εκδοχή αφορά τις λέξεις "Αργώ" και "ελαύνω" αφού κατά την παράδοση, η περιοχή αποτέλεσε το πέρασμα των Αργοναυτών στο Αιγαίο Πέλαγος ώστε να ξεκινήσουν την εκστρατεία. Η άλλη εκδοχή αναφέρει ότι το όνομα είναι τουρκικό και προέρχεται από την παράφραση της λέξης "ραστ" που στα τουρκικά σημαίνει συγχώρεση.
Καλλιθέα: παλιά ονομαζόταν Μπιρ (πιθανότατα από το όνομα κάποιου Ιμίρ Μπέη). Οφείλει το όνομά της στην πολύ καλή τοποθεσία στην οποία είναι κτισμένη και προσφέρει εξαίρετη θέα.
Κάλαμος: η πρώτη ονομασία ήταν Κάναλος, από ένα μικρό ποτάμι που οδηγούσε στην θάλασσα και με το πέρασμα του χρόνου μετατράπηκε στη σημερινή ονομασία.
Πάου: κυριότερη εκδοχή είναι ότι προέρχεται από το σλαβικό "μπάουμ" που σημαίνει κήπος δέντρων. Πάλτση: από το τουρκικό "μπάλτσι" δηλαδή ο τόπος μελισσοτροφίας.
Αύρα: η παλαιότερη ονομασία ήταν Ζάσταινη και είναι πιθανόν σλαβικής προέλευσης. Το σημερινό όνομα οφείλεται στη θαλάσσια αύρα , που είναι έντονη, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.
Μυριοβρύτη : ονομασία που δόθηκε επειδή η περιοχή διαθέτει πολλά καλά (μύρια - βρίθω). Κατά τους κατοίκους το όνομα οφείλεται στα πολλά νερά.
Λεφόκαστρο: υπάρχουν πολλές εκδοχές για το συγκεκριμένο τοπωνύμιο. Η πρώτη αποδίδει το όνομα σε κάποιον οικιστή που λεγόταν Λέφας ή Λεφές. Μια δεύτερη εκδοχή αναφέρεται στη σύνθεση των λέξεων "κάστρο" και "γλείφω" αφού ο οικισμός είναι πολύ κοντά στην θάλασσα. Τέλος δεν αποκλείεται να ήταν κάστρο χτισμένο από ένα σλαβικό φύλο του Λεχούς (ίδια ετυμολογική αρχή με τα Λεχώνια).
Χόρτο: οφείλει την ονομασία του στην πλούσια χλωρίδα της περιοχής.
Μετόχι: πολύ παλιά το μέρος αυτό ήταν "μετόχι" δηλαδή περιοχή εξαρτημένη από κάποιο μεγάλο μοναστήρι.
Ξινόβρυση: η παλιά ονομασία της ήταν Μπεστινίκα (επειδή ήταν χτισμένη μέσα σε στένωμα). Τη σημερινή της ονομασία την οφείλει στο υπόξινο νερό μιας πηγής κοντά στη θάλασσα.
Ποτιστικά: η ονομασία δόθηκε επειδή στον οικισμό υπάρχουν πολλές καλλιεργούμενες εκτάσεις που αρδεύονται.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αργαλαστής


Ιστορία του Aργους

ΑΡΓΟΣ (Πόλη) ΑΡΓΟΛΙΔΑ
  Το Αργος, η αρχαιότερη Ελληνική πόλη χτισμένη και ζωντανή συνέχεια επι πέντε σχεδόν χιλιετηρίδες στη σκιά του λόφου της Λάρισας, έδωσε βροντερό παρόν σε όλες τις περιόδους της Ελληνικής ιστορίας και με πλήθος μνημείων παραμένει ένα ζωντανό λεύκωμα ιστορικής μνήμης. Γενάρχης των Αργείων, κατα την μυθολογία είναι ο Ίναχος, που ίδρυσε τον πρώτο οικισμό στην ίδια ακριβώς θέση με το σύγχρονο Αργος, δίπλα στον χείμαρο που φέρει το ονομά του.
   Κατα την Αρχαιολογική επιστήμη, οι πρώτοι οργανωμένοι κάτοικοι της Αργολίδας εμφανίζονται γύρω στο έτος 2800 π.Χ. ταυτόχρονα με την εμφάνιση και χρήση του χαλκού. Οι οικισμοί αυτοί είναι το Αργος, η Λέρνα, η Τίρινθα, η Ασίνη και οι Μυκήνες. Απο αυτούς μόνο το Αργος συνεχίζει να κατοικείται απο τότε μέχρι σήμερα συνεχώς και στην ίδια θέση.
   Απο το 1600 π.Χ. και μετά, οι Μυκήνες αποκτούν αίγλη και έντονη παρουσία στον Αργολικό χώρο χωρίς όμως οι λοιπές πόλεις να είναι υποτελείς τους. Όταν πλέον τα ηγεμονικά φύλα των Μυκηνών αρχίζουν να παρακμάζουν, το Αργος, που αναπτυσόταν αθόρυβα στους πρόποδες της Λάρισας, αναδυκνείεται πια σαν κυρίαρχη δύναμη στην Αργολική πεδιάδα. Σύμφωνα πάντα με τα συμπεράσματα την Αρχαιολογικής επιστήμης κατα το τέλος της εποχής του χαλκού, το Αργος, οχι μόνο δεν υπέστη ερήμωση αλλά αντίθετα καθίσταται ο κληρονομος των υστεροελλαδικών παραδόσεων της Αργολίδας, συμβάλοντας έτσι στη συγχόνευση του παλαιού πληθυσμού με τα Δωρικά φύλλα που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
   Απο τη Γεωμετρική περίοδο το Αργος γίνεται η αρχαιότερη στην Πελοπόννησο οργανωμένη Δωρική πόλη-κράτος, αναλαμβάνοντας την παλιά ηγετική του θέση στον πολιτισμό της Αργολίδας και της Πελοποννήσου την οποία διατηρεί μέχρι το τέλος των ιστορικών χρόνων, παρά το σκληρό ανταγωνισμό του με την Σπάρτη. Τον 9ο π.Χ. αιώνα το Αργος κυβερνάται απο τους Τιμενήδες, που καυχώνται για την απευθείας καταγωγή τους απο τον Ηρακλή και γίνεται το επίκεντρο των ιστορικών και πολιτιστικών εξελίξεων ολόκληρης της περιοχής.
   Τον 7ο π.Χ. αιώνα ο Φείδωνας, ονομαστός βασιλιάς του Αργους, ορίζει για πρώτη φορά στον Ελληνικό χώρο τα μέτρα και τα σταθμά ενώ τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα ακμάζει στο Αργος η Γλυπτική τέχνη με πρωτογλύπτη τον Πολύκλειτο. Πολλά αριστουργήματα κατασκευάζονται εκείνη την εποχή με πρώτο το μοναδικό, σκαλισμένο στον βράχο, Αρχαίο Θέατρο.
   H υπεροχή του Αργους, στο οποίο υποκύπτουν διαδοχικά οι Μυκήνες, το Ναύπλιο, η Τίρυνθα και η Ασίνη, δίνει το έναυσμα της πρώτης αντιπαράθεσης μεταξύ Αργους και Σπάρτης. Η τελευταία υπερισχύει στην Πελοπόννησο μετά απο πολύχρονους πολέμους και ανταγωνισμούς.
   Την περίοδο της Ρωμαϊκής κατάκτησης το Αργος παραμένει μια ζωντανή και δραστήρια πόλη και πολλά δημόσια έργα και μνημεία της εποχής αυτής σώζονται μέχρι σήμερα. Το Χριστιανισμό πιθανότατα κύρηξε ο Απόστολος Ανδρέας. Μετά την επικράτηση της νέας θρησκείας (5ος αιώνας) το Αργος απέκτησε Επίσκοπο. Χτίζονται εκκλησίες σε όλη την ευρύτερη περιοχή, συχνά στην θέση αρχαίων λατρευτικών κέντρων. Στα τέλη του 9ου αιώνα επίσκοπος αναγορεύεται ο Αγιος Πέτρος, πολιούχος σήμερα του Αργους.
   Στα Βυζαντινά χρόνια το Αργος περιέρχεται στην αφάνεια. Καταχτιέται διαδοχικά απο Φράγκους, Βενετούς και Τούρκους και ακολουθεί την μοίρα όλης της περιφέρειας για να ξεσηκωθεί μεταξύ των πρώτων στην μεγάλη επανάσταση του 1821

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αργους


Ιστορική Διαδρομή

ΑΡΚΑΔΙΑ (Νομός) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Η ιστορία προσαρμόζει τη δράση της στο δεδομένο γεωγραφικό σκηνικό
   Η ιστορική πορεία της Αρκαδίας είναι συνυφασμένη, δηλαδή επηρεασμένη από τις εδαφικές ιδιαιτερότητες του τόπου. Ιδιαίτερα τα ανάγλυφα των βουνών χαρίζει στην Αρκαδία ένα άριστο φυσικό τείχος, που δεν απέκλεισε, πάντως, την επικοινωνία με άλλες περιοχές, πράγμα που αποδεικνύεται και από τα ίχνη των αρχαίων δρόμων τους οποίους φέρνει συνεχώς στο φως η σύγχρονη έρευνα. Η διάταξη, εξάλλου, του κεντρικού ορεινού όγκου "του Μαινάλου" ερμηνεύει και τη διαφορετική πορεία που διέγραψαν το Ανατολικό και Δυτικό τμήμα της Αρκαδίας. Στις ίδιες ιδιαιτερότητες αποδίδονται, εν πολλοίς, και τα κύρια και διαχρονικά χαρακτηριστικά των Αρκάδων, όπως είναι η πολεμική τους αρετή, η ροπή προς τη μετανάστευση και η επί μακρό χρόνο διατήρηση των στοιχείων της πολιτισμικής τους παράδοσης. Το τελευταίο στοιχείο κατέστησε υποχρεωτική για τους μελετητές "από την αρχαιότητα ήδη" την εξέταση των αρκαδικών παραδόσεων, προκειμένου να εξαγάγουν συμπεράσματα για την ιστορική διαδρομή των παλαιότατων Ελλήνων, αφού, όπως είναι γνωστό, είναι δυνατή η συλλογή ψηγμάτων αλήθειας από τους μύθους μετά την αφαίρεση του πέπλου φαντασίας. Είναι χαρακτηριστική η ομολογία του περιηγητή Παυσανία: «τις Ελληνικές παραδόσεις του είδους αυτού, όταν άρχισα να γράφω το έργο μου, τις θεωρούσα μάλλον ανόητες, όταν όμως έφτασα στα Αρκαδικά, σχημάτισα τη γνώμη γι' αυτές πως τον παλιό καιρό οι Ελληνες που λογαριάζονταν ως σοφοί έλεγαν ό,τι είχαν να πουν με αινίγματα και όχι με σαφείς εκφράσεις» (μεταφρ. Ν. Παπαχατζή). Οσοι συσχετίζουν το όνομα της Αρκαδίας με τα «άκρα» των ορέων βλέπουν τους κατοίκους της να έλκουν την καταγωγή από τους επιζήσαντες του μεγάλου κατακλυσμού, την καταστροφική μανία του οποίου διέφυγαν οι καταφυγόντες στις υψηλές κορυφές. Οπως και να 'χει το πράγμα, ουδείς φαίνεται να αρνείται στους Αρκάδες το «αυτόχθονον» και ιδιαίτερα βαρύνουσες, ως προς αυτό, είναι οι αναφορές Ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών. Την αρχαιότητα της καταγωγής αποδέχεται και ο Αριστοτέλης όταν κάνει λόγο για την εγκατάσταση των Αρκάδων πριν από την εμφάνιση της σελήνης. Η απόδοση στους Αρκάδες του προσωνυμίου «πανσέληνοι» φανερώνει ότι αυτή η πίστη είχε ευρύτατη αποδοχή.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Προϊστορικοί και πρωτοϊστορικοί χρόνοι

  Κατά τους προϊστορικούς χρόνους τα ίχνη της Ιστορίας αναζητούνται στον περίπλοκο και πλανερό δρόμο των μύθων, όπου είναι φυσικό να θάλλουν τα ερωτηματικά. Οι Αρκάδες, πάντως, διεκδικούν για τον τόπο τους πολλές περγαμηνές: εδώ έγινε η γιγαντομαχία, γεννήθηκε ο Δίας και οι περισσότεροι θεοί του δωδεκαθέου, έδρασε ο Ηρακλής, μαρτύρησε ο Προμηθέας, ετάφη ο Ορέστης και η Πηνελόπη, επήλθε το τέλος των περιπλανήσεων του Οδυσσέα, όταν επιτέλους βρήκε έναν τόπο όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν τι εστί κουπί... Οι Αρκάδες υποστηρίζουν, ακόμα, ότι η Αρκαδία είναι η κοιτίδα του πολιτισμού, αφού στον γενάρχη τους Πελασγό αποδίδεται η πρώτη κατασκευή μόνιμων κατοικιών και η διδασκαλία για την επιλογή των βρώσιμων χόρτων και καρπών, μεταξύ των οποίων και η φηγός, ένα είδος βαλανιδιών, που πρόσθεσε στους Αρκάδες το προσωνύμιο «βαλανηφάγοι». Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ο μύθος, εν συνεχεία, αποδίδει την τιμή της ίδρυσης της Λυκόσουρας "της πρώτης πόλης υπό τον ήλιο" στο γιο του Πελασγού Λυκάονα, που είναι εισηγητής και των αρχαιότατων αγώνων, των Λυκαίων. (Ο μύθος πάντως, πρέπει να υποκρύπτει και κάποια δόση αλήθειας, αν συνδυαστεί με το ρηθέν υπό του Αριστοτέλους, που θεωρεί την «κατά κώμας εγκατάσταση των Αρκάδων ως έμβρυο της πολιτικής ζωής».)
   Από τους πενήντα γιους του Λυκάονα θα πάρουν τα ονόματά τους οι σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας, αλλά η μονάκριβη κόρη του Καλλιστώ επέπρωτο να είναι αυτή από την οποία θα προέκυπτε "σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή' η μετονομασία της πρώην «Πελασγίας» ή «Απίας» χώρας σε «Αρκαδία». Και ιδού πως: Ο Δίας, ανταποκρινόμενος στην επιθυμία όλων των Ελληνικών Φυλών να αποκαλούνται διογενείς, «αναγκάσθηκε» να ερωτευθεί πολλές ωραίες κόρες. Αντικείμενο του πόθου του υπήρξε και η Καλλιστώ, πράγμα που σήμαινε, κατ' ακολουθίαν, πως έμπαινε και στο στόχαστρο της ζηλοτυπίας της Ηρας, η οποία την μεταμόρφωσε σε άρκτο. Τη λύτρωση της Αρκτου-Καλλιστούς ανέλαβε πρώτα η Αρτεμις που της χάρισε το θάνατο και έπειτα ο Δίας που τη μεταμόρφωσε σε αστερισμό, τη γνωστή Μεγάλη Αρκτο. Καρπός του έρωτα αυτού ήταν ο Αρκάς, επί των διαδόχων του οποίου αρχίζει βαθμηδόν να υποχωρεί η αχλύς των μύθων και να αναδύονται, μέσα από τους υπαινικτικούς ψιθύρους, τα πρώτα ψελλίσματα της ιστορικής αλήθειας.
   Με μια σχετικά μεγαλύτερη ασφάλεια, πλέον, στηριζόμενοι στις ιστορικές μαρτυρίες και στην καταγωγή των τοπωνυμιών, μπορούμε να πα­ρα­κο­λου­θήσουμε, για παράδειγμα, τις μετακινήσεις των Αρκάδων. Από το μακρύ κατάλογο των εγκαταστάσεών τους στις περιοχές γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου αποσπούμε δύο περιπτώσεις: Πρώτα, τον "για πολλούς" βέβαιο, εποικισμό του Παλλατίνου λόφου της Ρώμης από Αρκάδες, με επικεφαλής τον Εύανδρο που ξεκινά από το Παλλάντιο της Μαντινείας κι έχει ένα γιο επονομαζόμενο Πάλλαντα. Η Εμφανής ετυμολογική συγγένεια μεταξύ Παλλατίνου "Παλλαντίου" Πάλλαντος μπορεί να πλάθει εκ των υστέρων ένα μύθο "χρήσιμο για τους αναζητούντες δάφνες υψηλής καταγωγής Ρωμαίους" αλλά μπορεί και να τεκμηριώνει ένα ιστορικό γεγονός, αν ληφθεί παράλληλα υπ' όψιν και η μαρτυρία του Πλουτάρχου, που θεωρεί ότι ο μύθος της Λύκαινας -τροφού των ιδρυτών της Ρώμης- είναι μίμηση προγενεστέρου Αρκαδικού.
   Η δεύτερη περίπτωση αφορά την πορεία του Τεγεάτη Αγαπήνορος, που έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας επικεφαλής 50 «νηών», όπου επέβαιναν, κατά τον Ομηρο, προερχόμενοι από 9 Αρκαδικές πόλεις. Μετά την άλωση της Τροίας ο Αγαπήνωρ, θύμα κι αυτός της οργής του Ποσειδώνος, φτάνει στην Κύπρο και γίνεται οικιστής της Πάφου. H στενή συγγένεια του Αρκαδικού και του Κυπριακού γλωσσικού ιδιώματος έρχεται να δώσει στο μύθο του Αγαπήνορος την ιστορική του διάσταση.
   Κι ενώ, απ' τη μια μεριά, Αρκαδικοί εποικισμοί πραγματοποιούνται σε Βορρά και Νότο, Ανατολή και Δύση, απ' την άλλη η μητρόπολη, η Αρκαδία, μένει απρόσβλητη από τους ποικίλους επιδρομείς. Ούτε η μεγάλη «κάθοδος» των Δωριέων δεν απειλεί το «αυτόχθονον» των Αρκάδων. Ο μύθος λέει ότι τον κίνδυνο τον απέτρεψαν τότε οι Αρκάδες με την μέθοδο του... προξενιού. Ο Αρκάς βασιλιάς Κύψελος, όταν έμαθε ότι ο Δωριεύς συνάδελφός του Κρεσφόντης ήταν άγαμος, τον έπεισε να παντρευτεί την κόρη του Μερόπη κι έτσι γλίτωσε η Αρκαδία. Λογικότερο, βέβαια, είναι να δεχθούμε πως το έδαφος της δεν αποτελούσε ελκυστική περίπτωση για όσους αναζητούσαν εύφορες περιοχές για την εγκατάστασή τους. Γι' αυτό και δεν απέφυγε τις συχνές αναστατώσεις η πλησία γη της Τεγέας, την οποία υπέβλεπαν διαρκώς οι Δωριείς της Λακεδαίμονος. Η πρώτη τους επιδρομή επιχειρήθηκε το 790 π.Χ., όταν βασίλευε στην Αρκαδία ο Πολυμήστωρ και στη Σπάρτη ο Χάριλλος. Οι Σπαρτιάτες γνώρισαν τότε την οδύνη της ήττας -οφειλόμενη, εν πολλοίς, στον ηρωισμό που επέδειξαν οι γυναίκες της Τεγέας- και αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά πως δεν έπρεπε να δίνονται επιπόλαιες ερμηνείες στους χρησμούς της Πυθίας, η οποία, εν προκειμένω, είχε απαντήσει στο ερώτημα του Χάριλλου, για το πώς μπορεί να υποταχθεί η Αρκαδία:
"Μου ζητάς την Αρκαδία, δηλαδή ζητάς τα πάντα, κι εγώ δε θα σου τη δώσω. Πολλοί τα βελανίδια τρων εκεί και θα σε διώξουν. Ωστόσο δεν θα σ' αρνηθώ και πάρε την Τεγέα, για να χοροπηδάς εκεί και τον ωραίο κάμπο μπορείς με σχοίνο (=μέτρο για τα χωράφια) να μετράς."
O Ηρόδοτος, που αναφέρει το χρησμό, συμπληρώνει παρακάτω: «Οταν οι Λακεδεμόνιοι έμαθαν την απάντηση κίνησαν εναντίον της Τεγέας, παίρνοντας μαζί τους μόνο χειροπέδες, γιατί είχαν πιστέψει τον απατηλό εκείνο χρησμό και νόμισαν πως θα υποτάξουν τους Τεγεάτες αλλά νικήθηκαν και πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Τεγεάτες τους έδεσαν με τις χειροπέδες που οι ίδιοι είχαν φέρει και τώρα μπορούσαν πια να μετρούν με το σχοίνο την πεδιάδα της Τεγέας που δούλευαν σαν σκλάβοι» (μτφρ. Β. Τάσου). Περί τέτοιου είδους ορχήσεως, λοιπόν, επρόκειτο! Η αντιπαλότητα προς τους Σπαρτιάτες δεν σταμάτησε, βέβαια, εδώ. Κατά τους λεγόμενους Μεσσηνιακούς πολέμους, οι Αρκάδες βοηθούν τους αντιπάλους των Λακεδαιμονίων και θεωρούν την αντίθετη στάση του βασιλιά τους Αριστοκράτη τόσο προδοτική, ώστε αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από το πολίτευμα της βασιλείας, και το αντικαθιστούν με το «κοινόν των Αρκάδων», μια ομοσπονδία αυτόνομων πόλεων με χαλαρούς δεσμούς. (Η αλλαγή αυτή συντελέσθηκε περί το 628 π.Χ. ).

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Από κλασικούς χρόνους μέχρι Ρωμαϊκή κατάκτηση

  Για τις πολιτικές, ωστόσο, εξελίξεις στην Αρκαδία -και κατά την προκλασσική περίοδο αλλά και μετέπειτα- δεν υπάρχουν επαρκείς μαρτυρίες που θα μας επέτρεπαν να έχουμε σαφή εικόνα. Στηριζόμενοι, απλώς, σε μεμονωμένες αναφορές μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα. Οπως για παράδειγμα, μπορούμε να ισχυριστούμε βάσιμα ότι η τύχη των δούλων είναι καλύτερη στην Αρκαδία συγκριτικά με άλλες περιοχές της Ελλάδος, ή ότι η νομοθεσία των Αρκάδων γίνεται ευρέως αποδεκτή, ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός «φύλακες δικαιοσύνης» που τους αποδόθηκε.
   Το πεδίο γίνεται πιο ευκρινές όταν το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στα πολεμικά γεγονότα, προς τα οποία κυρίως έχουν στραμμένη την προσοχή τους οι αρχαίοι ιστορικοί. Ως «?πιστάμενοι πολεμίζειν» οι Αρκάδες -κατά τον Ομηρο- και «μεγαλοφρονούντες υπ' ελευθερία» -κατά τον Δημοσθένη- συμμετέχουν σε πάμπολλες πολεμικές επιχειρήσεις: Από κοινού με τους άλλους Ελληνες κατά των Περσών, στις εμφύλιες διαμάχες, σε ποικίλες εξορμήσεις (στην Αίγυπτο, στη Σικελία, στην Ασία) ως μισθοφόροι. Στον Μαραθώνα τους εκπροσωπεί επαξίως ο θεός τους ο Παν, που οι φωνές του σπέρνουν τον πανικό και τρέπουν σε φυγή τους εχθρούς. Στις Θερμοπύλες δίνουν το «παρών» 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 120 Ορχομένιοι και 1.000 από την υπόλοιπη Αρκαδία. Στην τελευταία μεγάλη σύγκρουση με τους Πέρσες στις Πλαταιές το σώμα των 3.000 Αρκάδων εισβάλλει πρώτο στο εχθρικό στρατόπεδο και λεηλατεί τη σκηνή του Μαρδονίου.
   Στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αρκάδες εμφανίζονται διηρημένοι. Αλλοι, με επικεφαλείς τους Τεγεάτες, πολεμούν στο πλευρό της Σπάρτης, άλλοι, υπό τους Μαντινείς, τάσσονται με το μέρος των Αθηναίων. Το αποτέλεσμα ήταν, κατά τη λήξη του πολέμου, η Μαντίνεια να καταστραφεί από τους Λακεδαιμόνιους. Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή τους, ως μισθοφόρων, στο στράτευμα του Κύρου, αφού οι μισοί από τους «μυρίους» ήσαν Αρκάδες και μεταξύ αυτών πολλοί αναδείχθηκαν για τον ηρωισμό και τις ικανότητές τους, όπως μαρτυρεί ο Ξενοφών.
   Οταν ηγεμονεύουσα δύναμη στην Ελλάδα αναδείχθηκε η πόλη των Θηβών, ο Μαντινεύς Λυκομήδης επιχείρησε την ανασύσταση της Αρκαδικής Ομοσπονδίας αλλά το σχέδιό του προσέκρουσε στις αντιρρήσεις των Σπαρτιατών. Ετσι, προκλήθηκε η επέμβαση του Επαμεινώνδα που, ακολουθούμενος από τους Αρκάδες, έφτασε προ των πυλών της Σπάρτης. Επειτα, ίδρυσε την Μεγάλην Πόλιν (371/370 π.Χ. ) που συνοικίσθηκε από 40 Αρκαδικές πόλεις και υπήρξε η έδρα ενιαίας διοίκησης και κοινής συνόδου. Το Θερσίλειον, στο οποίο γίνονταν οι συνεδριάσεις των αντιπροσώπων, χαρακτηρίζεται από πολλούς «κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού». Ακολούθησε η περίφημη «ακριτος μάχη» στη Μαντινεία (362 π.Χ.) όπου ο Επαμεινώνδας ενίκησε μεν, αλλά άφησε την τελευταία πνοή του στο πεδίο της σύγκρουσης. Ο χρησμός, που του εφιστούσε την προσοχή «να φυλάγεται από το Πέλαγος», δεν είχε να κάνει με πλοία και κατά θάλασσαν αγώνες, αλλά με το δάσος των δρυών που εκτεινόταν μεταξύ Τεγέας, Παλλαντίου και Μαντινείας, το οποίο ονομαζόταν Πέλαγος...
   Μετά ταύτα την ηγεμονία της Ελλάδος διεκδικούν οι Μακεδόνες του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου και των διαδόχων τους, οπότε η Αρκαδία μαζί, με κάμποσες άλλες περιοχές, γίνεται θέατρο πολλών μαχών. Μια νέα περίοδος δράσης για τους Αρκάδες αρχίζει από του έτους 243 π.Χ. όταν προσχωρούν στην Αχαϊκή συμπολιτεία. Στις συγκρούσεις της Συμπολιτείας προς τους Σπαρτιάτες και τους Αιτωλούς αναδεικνύεται ο Αρκάς στρατηγός Φιλοποίμην που αποκλήθηκε και «έσχατος των Ελλήνων». Ηδη είχε αρχίσει η ανάμιξη των Ρωμαίων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος, αλλά οι παραινέσεις του Φιλοποίμενος να μην επιταχύνουν το μοιραίο τέλος, παρέχοντας ευκαιρίες στη Ρώμη, δεν εισακούονται. Δεν θα αργήσει έτσι η ώρα που η Ελλάδα θα μεταβληθεί σε Ρωμαϊκή επαρχία και θ' ακουστεί στα όρη της Αρκαδίας θρηνώδης η κραυγή: «ο μέγας Παν απέθανε»! Το «γεγονός» συνέβη βασιλεύοντος στη Ρώμη του αυτοκράτορος Τιβερίου Καίσαρος Αυγούστου (13-37 μ.Χ.). Η ερημία της Αρκαδίας, όμως, είχε συντελεσθεί προ αρκετών χρόνων, αν δώσουμε βάση στη μαρτυρία του Στράβωνος ο οποίος διαπίστωνε -30 χρόνια πριν απ' τη γέννηση του Χριστού- πως «ον προσήκει μακρολογείν» περί της Αρκαδίας «δια την της χώρας παντελή κάκωσιν»...
   Μετά από έναν αιώνα περίπου περιηγείται την περιοχή ο Παυσανίας που καταγράφει στα «Αρκαδικά» του πλήθος πληροφοριών και παρατηρήσεων. Αυτές είναι, κυρίως, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε τη γνώμη πως η αρχαία Αρκαδία δεν ήταν -όπως πολλοί ίσως νομίζουν- μια περιοχή σε ημιαγρία κατάσταση, αλλά ένας χώρος που έσφυζε από ζωή και που επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις και σ' αυτούς που μελετούν τις ισχνές μαρτυρίες αλλά και σ' αυτούς που θα επιχειρήσουν με πιο εκτεταμένες ανασκαφές να αποκρυπτογραφήσουν τα πολλά μυστικά της.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Ο Αρκαδικός Μεσαίωνας

  Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και επί σειρά αιώνων η πολυπρόσωπη φθορά εξακολουθεί τη διαβρωτική δράση της. Ρόλο πρωταγωνιστή θα παίξουν επί πολύ οι βαρβαρικές επιδρομές: με τη λήξη του 4ου αιώνα τα στίφη του Αλάριχου θα κατακλύουν την Πελοπόννησο, τους Γότθους θα διαδεχθούν Σλάβοι, Βλάχοι, Εβραίοι, τσιγγάνοι και -από το 14ο αιώνα και εξής- πολυπληθείς Αλβανοί. Ιδιαίτερα η κάθοδος των νομάδων Σλάβων, που προτιμούσαν τα ορεινά και δυσπρόσιτα, εξανάγκαζε τους παλαιούς κατοίκους να μετακινούνται στις παράκτιες περιοχές. (Χαρακτηριστική η περίπτωση των Αρκάδων που κατέβηκαν στην Τριφυλία η οποία μετονομάσθηκε σε «Αρκαδία», ονομασία που χρησιμοποιούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια ο λαός όταν αναφερόταν στην περιοχή της Κυπαρισσίας).
   Ενα άλλο ζήτημα που απασχολεί τους μελετητές αυτής της περιόδου είναι το πότε ολοκληρώθηκε ο εκχριστιανισμός των κατοίκων της Αρκαδίας, που φαίνεται ότι βρήκε προσφορότερο έδαφος στα μεγαλύτερα κέντρα, αλλά άργησε να επικρατήσει στις απομονωμένες περιοχές. Ετσι, σχετικά νωρίς, η Τεγέα, η Μαντίνεια, η Θέλπουσα και η Μεγαλόπολη γίνονται Επισκοπές υπαγόμενες στη Μητρόπολη της Κορίνθου, ενώ την ίδια εποχή στη θέση των αρχαίων πόλεων εμφανίζονται νέες, όπως τα Κηπιανά ή Τσιπιανά (Μαντινεία), η Βελιγοστή (Μεγαλόπολη), το Αμύκλιν ή Νύκλιν (Τεγέα). Απτά δείγματα της νέας τάξης πραγμάτων είναι οι παλαιότατοι χριστιανικοί ναοί, στα αρχιτεκτονικά μέλη των οποίων ενσωματώνεται μέρος του υλικού των αρχαίων κτισμάτων.
   Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ολόκληρη η Πελοπόννησος αποτελεί ένα από τα 12 «θέματα» στα οποία είχε διαιρεθεί το ευρωπαϊκό τμήμα της Αυτοκρατορίας, με διοικητή της («κατεπάνω») ένα στρατηγό, που είχε έδρα την Κόρινθο και κύρια ασχολία του την είσπραξη ποικίλων φόρων, συνοδευόμενη -ως είθισται- από παντοειδείς πιέσεις και καταχρήσεις. Τη ζοφερή εικόνα συμπληρώνουν οι επιθέσεις των πειρατών, οι επιδρομές από ξηράς και οι θανατηφόρες επιδημίες.
   Από το 1204, οπότε οι Σταυροφόροι καταλύουν το Βυζαντινό κράτος, ο Μορέας γίνεται θέατρο πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα σε ποικιλώνυμους αντιπάλους, των οποίων γεύση λαμβάνει ασφαλώς και η Αρκαδία που ονομαζόταν τώρα Μεσαρέα (πιθανή ετυμολογία από το μέσα + όρος = χώρα που βρίσκεται ανάμεσα σε όρη). Τα «ιμάτιά της» οι αξιωματικοί του Βιλλαρδουίνου τα διεμοίρασαν ώς εξής: ο Δεροζιέρ πήρε τη Β.Δ. Γορτυνία και έχιτσε το φρούριο της Ακοβας. Ο Δεβουγέρ έλαβε τα νότια της Γορτυνίας, όπου ο διάδοχός τους έχτισε το φρούριο της Καρύταινας. Ο ντε Νεβέλ πήρε 6 φέουδα στη Νότια Κυνουρία με πρωτεύουσα το Γεράκι. Στον Ντεμόνς δόθηκαν 4 φέουδα και εγκαταστάθηκε στη Βελιγοστή. Ο Γουλιέλμος πήρε 6 φέουδα και το κάστρο του Νυκλίου. Το τελευταίο, ιδιαίτερα, κάστρο θα παίξει σημαντικό ρόλο με την πραγματοποίηση πολλών αποφασιστικής σημασίας συσκέψεων εντός των τειχών του, αλλά και πολλών συγκρούσεων προ των πυλών του. Μετά την καταστροφή του στα 1294 θα παραδώσει τη σκυτάλη στο Μουχλί, που τα σωζόμενα ερείπιά του μαρτυρούν μια ζωή, σύντομη μεν, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
   Θα ήταν δύσκολο μέσα στα όρια αυτού του κειμένου να επιχειρήσει κανείς και την απλή έστω καταγραφή των σπουδαιότερων γεγονότων αυτής της περιόδου, γιατί οι ανακατατάξεις κsαι οι συγκρούσεις θα μπορούσαν να απαρτίσουν ογκώδη τόμο όπου πολλά θα θύμιζαν πρόσωπα και καταστάσεις των παλιών ιπποτικών μυθιστορημάτων. Εκείνο που τελικά προέκυψε ήταν ο κατακερματισμός και η εξάντληση των δυνάμεων, έτσι ώστε όταν οι Τούρκοι -πρώτα με τον Τουραχάν (1423) και έπειτα με το Μωάμεθ τον Πορθητή (1458)-, επιχείρησαν τις εκστρατείες τους στην Πελοπόννησο, να μην συναντήσουν σθεναρή αντίσταση. Ούτε και στην Αρκαδία βέβαια. Η Καρύταινα μόνο θα αντιτάξει κάποια απέλπιν άμυνα με το Σγουρομάλλη.
   Εύκολα λοιπόν θα ανοίξει η πύλη για την είσοδο στο μέγα κεφάλαιο της Τουρκοκρατίας. Η συνέχεια, ωστόσο, δε θα είναι το ίδιο εύκολη για τους κατακτητές, αφού οι κάτοικοι της Αρκαδίας, που συχνά πυκνά έβλεπαν ως μόνη διέξοδό τους την ένοπλη αντίσταση, είχαν πρόθυμους συμμάχους τους τα δύσβατα όρη.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Από την Τουρκοκρατία μέχρι την Παλιγεννεσία

  Τα επεισόδια του δράματος αυτής της περιόδου, μέχρι αυτό να έλθει σε αίσιο πέρας, είναι πολλά. Θα αναφερθούν τα πιο περί το 1570) για την οργάνωση σταυροφορίας από τους ηγεμόνες της Ευρώπης. Αλλά πιο σπουδαία σημασία, από ό,τι αποδείχθηκε, είχε το γεγονός της εμφάνισης, γύρω στα 1550, του Τριανταφυλλάκου Τσεργίνη στο Λιμποβίσι. Πρόκειται για το γενάρχη της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων, που θα χαρίσει στην Αρκαδία γενιές ηρώων.
   Η τουρκική κατοχή θα διακοπεί για 28 χρόνια (1687-1715) από την Ενετική κατοχή. Οι Αρκάδες πολεμούν αρχικά στο πλευρό του Μοροζίνη και κυριεύουν (Ιούνιος του 1687) το φρούριο της Καρύταινας αιχμαλωτίζοντας περί τους 1300 Τούρκους. Η ζωή όμως, κάτω από το νέο δυνάστη δεν θα είναι καλύτερη, σε σημείο που οι ντόπιοι να νοσταλγούν τους Τούρκους, προτιμώντας τους από τους ομόθρησκους Ενετούς. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που οι Τούρκοι επανέρχονται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. (Πρόκειται για την ανακατάληψη που επικυρώθηκε με την «Ειρήνη του Πασσάροβιτς» το 1718). Μικρή μόνο αντίσταση προεβλήθη απαραίτητα. Λίγα μόλις χρόνια μετά την έναρξη της τουρκικής κατοχής, κατά το λεγόμενο Α΄ ενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479), ο Πέτρος Μπούας οδηγεί τους Αρκάδες εναντίον των Τούρκων. Δυναμική είναι, έπειτα, η παρουσία των εντοπίων και κατά τους χρόνους δράσης του Γενοβέζου Αντρέα Ντόρια (1532-1571). Ενας Αρκάς, πάλι, ο αγνοημένος Γεώργιος Μειζότερος από την Τριπολιτσά, εργάζεται (στον κάμπο του Δάρα από το Δήμο Κολοκοτρώνη με τον οποίο συνέπραξαν 200 άνδρες από το Χρυσοβίτσι, το Αρκουδόρεμα και την Αλωνίσταινα, αλλά η αποτυχία του εγχειρήματος ήταν προδιαγεγραμμένη.
   Κατά τη νέα περίοδο της Τουρκοκρατίας περίοπτη θέση στα πολιτικοτρατιωτικά πράγματα της Πελοποννήσου καταλαμβάνει η Τριπολιτσά, στην οποία το 1781 μεταφέρει την έδρα του ο Μόρα - Βαλεσής, δηλαδή ο Τούρκος διοικητής του Μοριά. Ενα άλλο κέντρο που θα συμβάλει, από το 1764 τουλάχιστον κ.ε, στην πνευματική αναγέννηση, είναι η Σχολή της Δημητσάνας. Σ' αυτήν σπούδασαν δεκάδες διαπρεπείς ιεράρχες, μεταξύ των οποίων και ο Δημητσανίτης Ανανίας Λαμπάρδης, ιδρυτής των δύο πρώτων μπαρουτόμυλων και ένας από τους κύριους υποκινητές της εξέγερσης του 1770, κατά την οποία και πάλι οι ελπίδες των ραγιάδων για τον «Μόσκοβο» που επρόκειτο να «φέρει το σεφέρι Μοριά και Ρούμελη» διαψεύσθηκαν οικτρότατα. Η αποχώρηση των Ορλώφ άφησε τους Ελληνες επαναστάτες ανυπεράσπιστους στην εκδικητική μανία των Τούρκων και των 10.000 Αλβανών που είχαν κληθεί να συνδράμουν στην επιχείρηση καταστολής της εξέγερσης. Επειδή, όμως, η δράση των τελευταίων είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη και για τους Τούρκους, αυτοί, το 1779, αναγκάζονται να προσφύγουν στη βοήθεια των Ελλήνων αρματολών, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχει ο πατέρας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Κωνσταντίνος. Η σχέση φιλίας, βέβαια, ανάμεσα στους Τούρκους και τους αρματολούς δεν υπήρξε σταθερή, κυρίως γιατί στηριζόταν πάνω στη σαθρή βάση των συγκεκριμένων συγκυριών. Ετσι, ένα χρόνο μετά, ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώτης Βενετσανάκος πολιορκούνται από τους Τούρκους στον πύργο της Καστάνιτσας και βρίσκουν μαρτυρικό θάνατο. Το 1785, πάντως, ο Μόρα - Βαλεσής αναγνωρίζει τον αρματολισμό ως επίσημη αρχή και στην ομοσπονδία των αρματολών, που επικεφαλής της είναι ο Μπαρμπατσιώτης Ζαχαριάς, συμμετέχουν πολλοί δραστήριοι Αρκάδες καπετάνιοι. Η εικοσαετής περίπου ισχύς του «περίεργου» αυτού καθεστώτος (καταργείται το 1803) προσέφερε στους Ελληνες πολύτιμη εμπειρία και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους σε σημείο ώστε να πάψουν να προσμένουν την έξωθεν βοήθεια και να αρχίσουν την προετοιμασία της Επανάστασης του 1821 στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις.
   Η συμβολή των Αρκάδων στην οργάνωση και στελέχωση της «Φιλικής Εταιρείας» ήταν και πολυπρόσωπη και αποφασιστικού χαρακτήρα. Το ίδιο λαμπρή είναι και η συμμετοχή τους στον αγώνα που κατάφερε να αποσείσει το ζυγό της δουλείας. Ατελείωτοι είναι οι κατάλογοι των Αρκάδων αγωνιστών αλλά και των Αρκαδικών τόπων όπου σημειώθηκαν συγκρούσεις καθοριστικής σημασίας για την τελική έκβαση. Η Τριπολιτσά ιδιαίτερα, μπορεί άνετα να καυχηθεί ότι αποτέλεσε την κρηπίδα πάνω στην οποία χτίστηκε το οικοδόμημα του νεοελληνικού κράτους. Η έστω και περιληπτική εξιστόρηση των γεγονότων αυτής της περιόδου που έχουν σημείο αναφοράς τους Αρκάδες αγωνιστές και τη γη της Αρκαδίας θα μετέτρεπε την «ιστοσελίδα» αυτή σε ογκώδη τόπο του διαδικτύου. Επειδή θεωρούμε κιόλας, ότι πρόκειται για πρόσωπα και γεγονότα γνωστά τοις πάσι, σταματούμε εδώ την αναφορά σ' αυτήν την περίοδο, και επιχειρούμε εντέλει μια σύντομη καταγραφή των δεδομένων που σκιαγραφούν τη φυσιογνωμία της Αρκαδίας κατά τους δύο σχεδόν αιώνες του ελεύθερου βίου.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Ελεύθερος Βίος

  Το μικρό σε έκταση Ελληνικό Κράτος του 1830 για να μπορέσει να επιβιώσει και να επεκταθεί, θα έπρεπε να αποδείξει κατ' αρχήν ότι διέθετε περγαμηνές γνήσιες, πως ήταν δηλαδή νόμιμος κληρονόμος των Αρχαίων Ελλήνων.
   Θα αρκούσε μόνο η παράθεση πάμπολλων στοιχείων από την Αρκαδική πολιτισμική παράδοση για να αποστομωθούν οι αμφιβάλλοντες. Ισως μάλιστα, η Αρκαδία να είναι η μοναδική περιοχή της Ελλάδος που η αναφορά και μόνο του ονόματος της έκανε τους Ευρωπαίους να διανύουν εν ριπή οφθαλμού την τεράστια διαδρομή από την αρχαιότητα ως τους νεότερους χρόνους, αφού συνδυάζοντας τους στοίχους του Βιργίλιου με την ανάγκη να βρουν στέγη για τον νέο ρομαντισμό τους, στην Αρκαδία βρήκαν «καλύβην και παγάν λαλέουσαν» και είπαν την Ακαδημία τους Αρκαδική και επέλεξαν τον αυλό του Πάνα ως σύμβολό τους.
   Εκφραστής αυτού του κλίματος ο Τζιοβάννι Φραντσέσκο Μπαρμπιέρι στις αρχές του 17ου αιώνα θα χαράξει στον πίνακά του το «Et in Arcadia ego», το οποίο θα επαναλάβει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σωρεία καλλιτεχνών στη Δύση. Το όνομα της Αρκαδίας, έκτοτε, έχει καταστεί συνώνυμο ενός -ουτοπιστικού έστω- παραδείσου, όπου δεν κάνουν την εμφάνισή τους τα δεινά του πολιτισμού και συχνά, ως εκ τούτου, πυροδοτεί την έμπνευση. Τελευταίο δείγμα οι στίχοι του Ιρλανδού νομπελίστα Σέιμους Χίνι από τα «Αλφάβητα» (εκδόσεις «Ιστός»):
...Και σαν διαβήκαμε τα σύνορα
Του Αργους προς την Αρκαδία, κι ακόμη πιο βαθιά
Μέσα στην Αρκαδία, ένα φορτίο
Μήλα ξεχύθηκε στο δρόμο
Κι έτσι γι' απόσταση πολλή τα λάστιχα τα τσάκιζαν και τα συνέθλιβαν
Ομως εμείς απτόητοι, να μας χτυπούν οι σάρκες κι οι χυμοί,
Κι εμείς να το χαιρόμαστε.
Κι έπειτα ήταν ο βοσκός
Με τα κατσίκια του μπροστά στο βενζινάδικο,
Να επιζεί των Εκλογών* και της μετάφρασης.
    *«Εκλογές» ή «Βουκολικά» ποιητική συλλογή του Βιργιλίου (70-19 π.Χ. )
  Οι γέφυρες με το απώτατο παρελθόν στήνονται στην Αρκαδία με ποικίλους τρόπους. Δεν είναι μόνο το φυσικό περιβάλλον, που ευτυχώς δε γεύτηκε πολύ τις επελάσεις της ισοπεδωτικής τουριστικής «αξιοποίησης», είναι και κάποια νήματα που σαν επιβάλλουν να τα ακολουθήσεις και διανύοντάς τα συναντάς ευχάριστες εκπλήξεις. Δεν είναι, αίφνης, περίεργο ότι την εξιστόρηση του Μεγαλοπολίτη Πολύβιου συνεχίζει ο πρώτος νεοέλληνας ιστορικός Παπαρρηγόπουλος, Αρκάς κι αυτός: Ή το άλλο, τον «έσχατο των Ελλήνων» Αρκάδα Φιλοποίμενα να «αντιγράφει» σχεδόν, στο πολεμικό πεδίο ο «πρώτος των Ελλήνων» Κολοκοτρώνης; (Η προσωπικότητα, μάλιστα, και η δράση των δύο αυτών ανδρών έχει τόσα κοινά σημεία, ώστε θα απάρτιζαν ένα ιδεώδες δίδυμο για όποιον ήθελε να μιμηθεί τους «Παραλλήλους Βίους» του Πλούταρχου...)
   «Παράλληλοι Βίοι» μπορούν να εντοπιστούν και στα βασικά χαρακτηριστικά των Αρκάδων τότε και τώρα. Ο Ομηρος, όπως σημειώθηκε ήδη, θεωρεί βασικό χαρακτηριστικό των Αρκάδων την πολεμική τους ανδρεία. Ο Σουίδας το επιβεβαιώνει: «Αρκάδες μαχιμώτατοι Ελλήνων». Και η νεότερη ιστορία καταθέτει τρανταχτά παραδείγματα Αρκάδων αγωνιστών σε όλους τους αγώνες. Από το '21 μέχρι την Εθνική Αντίσταση. Στο τέλος του μακρού καταλόγου το όνομα του Γρηγόρη Λαμπράκη από την Κερασίτσα...
  Αλλο στοιχείο με διαρκή παρουσία σ' όλη την ιστορική πορεία της Αρκαδίας είναι εκείνο που ο Στράβων είχε επισημάνει γράφοντας μεταξύ άλλων πως οι Αρκάδες είναι «έθνος σφόδρα πλανητικόν». Ετσι, τις αρχαίες αρκαδικές εγκαταστάσεις σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο έχουν διαδεχθεί σήμερα οι νέες «αποικίες» των Αρκάδων που μπορείς να τις συναντήσεις στις πιο απίθανες γωνιές του κόσμου. Μετανάστες και κατοικούντες στη γενέθλια γη έχουν κοινά κυρίως δύο πράγματα: την παθολογική αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα τους και «το μικρόβιο» της πολιτικής. Στο δεύτερο, μάλιστα, πεδίο κανένας δε μπορεί να τους συναγωνιστεί. Απόδειξη ότι αρκετοί Αρκάδες έχουν χρηματίσει πρωθυπουργοί ή Πρόεδροι Δημοκρατίας και ότι πολλοί από τους σημερινούς πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής έχουν αρκαδικές ρίζες, σε σημείο ώστε συχνά να ακούγεται η φράση ότι η Ελλάδα κυβερνάται από την Αρκαδία! Θα ήταν παράλειψη, ωστόσο, αν δεν σημειώναμε ότι δεν υπάρχει τομέας στον οποίο να μην πρωταγωνίστησαν οι Αρκάδες. Η φτωχή γη της Αρκαδίας φαίνεται ότι παράγει εξαιρετικούς καρπούς, τους οποίους γεννά το εφευρετικό πνεύμα και ο πλούσιος σε συναισθήματα ψυχικός κόσμος των κατοίκων της. Γι' αυτό ξεφυλλίζοντας την ιστορία της, παλιότερη και νεότερη, θα συναντήσεις πάμπολλους Αρκάδες πνευματικούς ανθρώπους με έργο πανελλήνιας ακτινοβολίας και καλλιτέχνες ευαίσθητους και καινοτόμους. Γι' αυτό σε κάθε βήμα σου στην Αρκαδία θα αντικρίσεις τα έργα ευποιίας των οικονομικά εύρωστων Αρκάδων που απαρτίζουν μια ολόκληρη στρατιά μεγάλων ευεργετών όχι μόνο της Αρκαδίας αλλά και ολόκληρου του Έθνους.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Επίλογος

  Αυτές οι γραμμές προσπάθησαν να χαράξουν ένα γενικό περίγραμμα της ιστορικής πορείας της Αρκαδίας. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί, ότι η ψαύση των γραμμών του προσώπου ενός τόπου δεν επιτυγχάνεται με γενικές αναφορές και ψυχρές χρονολογίες. Μόνο αν μελετήσει, λοιπόν, κάποιος σε βάθος την ιστορία της Αρκαδίας θα δει να πλημμυρίζουν οι αισθήσεις του από πρωτόγνωρες οσμές, γεύσεις, εικόνες και μελωδίες.
   Εκείνοι ωστόσο, που περνούν σήμερα από τους οφιοειδείς δρόμους της, «κορμιά μόνο», πατώντας βιαστικά το γκάζι των χιλιομέτρων, εισπράττουν αμέσως μια πλευρά της, οδυνηρή αλλά υπαρκτή: έρημα, μισογκρεμισμένα σπίτια, χωρίς καπνόν αναθρώσκοντα και προαύλια σχολείων χωρίς κελαδισμούς παιδιών. Εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση νέκρωσε τα ανθηρά, πάλαι ποτέ, χωριά της αρκαδικής ενδοχώρας. Εκεί, είν' αλήθεια, ο πληθυσμός αυξανόταν κατά τις περιόδους των πολέμων και τώρα -στην περίοδο της παρατεταμένης ειρήνης που, ευτυχώς, ζούμε- φαίνεται πως εκπλήρωσαν την αποστολή τους ως καταφύγια του φόβου και της ελπίδας. Μήπως, όμως, στα φθίνοντα χωριά της ορεινής Αρκαδίας βρίσκονται κρυμμένα, στα παλιά σεντούκια πάλι, τα όπλα της αντίστασης κατά της νέας δουλείας; (Σ' αυτή τη δουλεία αναφερόμαστε που περιφέρεται φτιασιδωμένη στις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων και χειροκροτείται καθώς επιδεικνύει με φιλαρέσκεια τις χρυσές αλυσίδες της...)

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙ (Κωμόπολη) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
  Το μεταχριστιανικό Αρκαλοχώρι, η καρδιά του Δήμου, δεν μας είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε. Είναι βέβαιο όμως ότι κατοικούνταν κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας και ανήκε διοικητικά στην περιφέρεια του Belvedere ή επαρχία Ριζόκαστρου όπως ονομάζονταν, καθώς και σε ολόκληρη την Οθωμανοκρατία στη συνέχεια.
  Η πρώτη επίσημη καταγραφή του τοπωνυμίου μας διασώζεται από το 1394 με τη μορφή Arcolecorio. Σαφώς το όνομα του τοπωνυμίου συνδέεται με το γνωστό όνομα του αρχοντορωμαίου [1] Αρκολέοντος, ενός από τα δώδεκα (σύμφωνα με την παράδοση, αλλά πολύ περισσότερων κατά την ιστορική αλήθεια) αρχοντόπουλα που κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο (961 - 1204 μ.Χ.) με αυτοκρατορικά χρυσόβουλα που τους καθιστούσαν κύριους εκτεταμένων περιοχών και φορείς της βυζαντινής εξουσίας. Οι άρχοντες – φεουδάρχες αυτοί ήρθαν και εγκαταστάθηκαν ση Μεγαλόνησο για να επαναφέρουν την Κρήτη στην αγκαλιά της αυτοκρατορίας μετά την ανακατάληψη του νησιού από το Νικηφόρο Φωκά, στρατηγό τότε και αυτοκράτορα αργότερα.
  Γνωρίζουμε επίσης ότι κατά την εποχή του Βυζαντίου η περιοχή αυτή ανήκε στην επισκοπή Αρκαδίας. Στην κωμόπολη υπάρχει ο κατάγραφος ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου με ωραίες τοιχογραφίες του 14ου και 15ου αιώνα τεχνοτροπίας της Κρητικής Σχολής.
  Δυστυχώς το όνομα του οικισμού ή άλλες ιστορικά ασφαλείς και συγκεκριμένες ιστορικές πληροφορίες για το Αρκαλοχώρι που να είναι σε θέση να αποκαλύψουν με σαφήνεια την ιστορική πορεία του κατά την προχριστιανική και μεταχριστιανική περίοδο μέχρι το 14ο αιώνα δε διαθέτουμε ακόμη. Γεγονός είναι ότι συγκεκριμένη αναφορά για το χωριό ανιχνεύεται από το 16ο αιώνα και μετά.
  Όμως τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας είναι εντονότατα και αποδείχνουν ότι ο τόπος είχε γνωρίσει μεγάλες περιόδους ανάπτυξης και ότι κατοικήθηκε σε μεγάλη έκταση και για μακρόχρονο χρονικό διάστημα. Γύρω από το Αρκαλοχώρι και σε ακτίνα 3 - 5 χιλιομέτρων ο ενδιαφερόμενος θα βρει πλήθος ερειπίων και αρχαιολογικών σημείων και τοπωνυμίων που υποδεικνύουν μικρές ή μεγάλες εγκαταστάσεις κατοίκων σε παλιότερες εποχές. Το σημαντικότερο όμως σημείο του Δήμου, αυτό που έχει κάνει γνωστό το Αρκαλοχώρι σε όλο τον κόσμο είναι το σπήλαιό του στο οποίο βρέθηκαν οι περίφημοι χρυσοί και χάλκινοι διπλοί πελέκεις.(...)
[1] Αρχοντορωμαίοι στο Βυζάντιο oνομάζονταν όσοι ανήκαν στην τάξη των ευγενών σύμφωνα με την κοινωνική κατάταξη των βυζαντινών. Ήταν οι προνομιούχοι, οι Δυνατοί του Βυζαντίου. Ως γνωστό οι βυζαντινοί περιφρονούσαν το όνομα «Έλληνες» και το θεωρούσαν υβριστικό χαρακτηρισμό. Μόνο στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας το όνομα Έλλην αποκαταστάθηκε στη συνείδηση των βυζαντινών.

Το κείμενο παρατίθεται τον Αύγουστο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρκαλοχωρίου


ΑΡΝΑΙΑ (Πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Μοναδική πηγή για την Αρναία της αρχαιότητος είναι ο Θουκυδίδης, όπου διαβάζουμε ότι ο στρατηγός Βρασίδας, κατευθυνόμενος με το στρατό του από την Ακανθο προς την Αμφίπολη, αναχώρησε από την πόλη «Αρναί». «Αρνη» κατά τη μυθολογία, ονομαζόταν η κόρη του Αιόλου και μητέρα του Βοιωτού. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Παυσανίας (ΙΧ, 40, 5), από αυτήν πήραν το όνομά τους δύο πόλεις: στη Θεσσαλία και στη Βοιωτία. Το Φθινόπωρο του 424 π.Χ. ο στρατηγός της Σπάρτης Βρασίδας ήταν δραστηριοποιημένος στην σημερινή Χαλκιδική, προσπαθώντας να προσεταιρισθεί τις πόλεις της Χερσονήσου. Λίγο «προ του Τρυγητού» πολιορκεί την Ακανθο. Με την χρήση λόγων γοητευτικών, βοηθούσης και της βεβαίας απειλής ότι θα καταστραφούν τα σταφύλια, έπεισε τους Aκανθίους να εγκαταλείψουν την συμμαχία των Αθηναίων και να προσχωρήσουν στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών. Λίγες ήμερες αργότερα προσχώρησε και η Στάγειρος, η οποία βρισκόταν δίπλα στην σημερινή Ολυμπιάδα. H σχετική διήγηση του Θουκυδίδη συνεχίζεται με λεπτομερείς περιγραφές άλλων πολεμικών γεγονότων τα όποια διαδραματίσθηκαν στην περιοχή της Βοιωτίας. Δεν γνωρίζουμε τις ενδιάμεσες κινήσεις του Βρασίδα, στον oποίο επανέρχεται ο ιστορικός γράφοντας:

"Επί ταύτην (Αμφίπολην) ουν ο Βρασίδας άρας εξ Αρνών της Χαλκιδικής επορεύετο τω στρατώ και αφικνόμενος περί δείλην επί τον Αυλώνα και Βρομίσκον ..." (Θουκ. 4.103)
  Πρόκειται για την μοναδική ιστορική αναφορά που έχουμε για την πόλη των Αρνών. Ούτε καν την ονομαστική του ονόματος της γνωρίζουμε, ούτε το πού ακριβώς βρισκόταν. Το μόνο που μας μένει λοιπόν είναι να προσεγγίσουμε την πόλη μας με μία σειρά συλλογισμών: Ως προς τη θέση της, λαμβάνοντας υπόψη την πορεία του στρατηγού Βρασίδα και τα ερείπια αρχαίων τειχών, κεραμοσκεπών τάφων και το πλήθος οστράκων που βρέθηκαν στα βόρεια του λόφου Προφήτης Ηλίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αρχαία πόλη «Αρναί» βρισκόταν κοντά στο λόφο αυτό. Κατά μία άλλη όμως έκδοχή, γύρω από το λόφο αυτό βρισκόταν η αρχαία πόλη Αυγαία. Επρεπε να ήταν χτισμένη στο σημείο όπου βρίσκεται η σημερινή Αρναία και ο λόφος του «Αϊ-Λια» να ήταν η ακρόπολή της. Ως προς την χρονολογία κτίσεως των Αρνών δέν υπάρχει κάποια απόλυτα συγκεκριμένη πληροφόρηση. Το γεγονός όμως ότι ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει την πόλη Αρναία στη διήγηση της πορείας του Ξέρξη, ο οποίος ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, αντίθετα προς τον Βρασίδα, πηγαίνοντας προν την Ακανθο, μας οδηγεί στο να δεχθούμε, χωρίς απόλυτη βεβαιότητα, ότι την εποχή εκείνη η πόλη δεν υπήρχε. Είναι πιθανό πάντως η πόλη Αρναί να ήταν αποικία των Ανδρίων, εφόσον στην Ανδρο υπήρχε πόλη που ονομαζόταν Αρνη.
   Τελείως άγνωστα είναι ο χρόνος και τα αίτια της καταστροφής των Αρνών. Ισως να ήταν μία από τις 32 πόλεις της Ολυνθιακής Ομοσπονδίας πού κατέλαβε καί κατέστρεψε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β'. Η άποψη αυτή ενθαρρύνεται και από το ότι βρέθηκαν ασημένια νομίσματα των Αρνών της Ολυνθιακής Ομοσπονδίας με την επιγραφή ΑΡΝ, ερμηνευμένη ως «Αρνών». Μετά την καταστροφή των Αρνών, η ίδια τοποθεσία δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε.
   Στη γύρω περιοχή, σύμφωνα με ανεξακρίβωτες πληροφορίες, υπήρξαν αργότερα οικισμοί των οποίων ονόματα διατηρήθηκαν σε αρκετές περιοχές γύρω απο την Αρναία ως τοπωνύμια πλέον: Μέρτικα, Προφήτης Ηλίας, Μπάρα, Βενετιά, Αγιος Χριστόφορος, Αγιος Μόδεστος, Αγιος Μηνάς, Καστέλλι, Γκόμπελος - Αγιος Κοσμάς, Λουζνό, Καστανιά - Παλιοχέρωνα. Οι ανασκαφές που έγιναν το 1977 στη θέση Καστανιά Χαλκιδικής έδωσαν την ευκαιρία να διαπιστωθεί παλαιοχριστιανική ζωή στην περιοχή αυτή.
   Το 1246, όπως αναφέρεται, η περιοχή αυτή περιλαμβάνεται στο καπετανίκιο τής Ακρας ή Ιερισσού. Στο τέλος του l5ου αιώvα, δημιουργείται σ' αυτό τον τόπο ένας μεγάλος οικισμός, η Λιαρίγκοβη ή Λιαρίγκοβα.
Προέλευση - Εξήγηση της ονομασίας Λιαρίγκοβη-α: (1). «Ελληνοσλαβικής καταγωγής» αποτελείται από τις λέξεις: "λιέρα-γκοβνή=κοπριά-σωρός" επειδή η πεδιάδα ήταν παλιά τόπος βοσκής ζώων που εκτρέφονταν από την μονή Κωνσταμονίτου (2) ότι η λέξη προέρχεται από την τουρκική "Γιαρίγκοβη" που σημαίνει σχισμένη πεδιάδα από χείμαρρο.
Για την προέλευση του ονόματος αυτού υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η πιο λογική εκδοχή αποδίδει την ίδρυση σε εργάτες που προέρχονταν από τους γύρω οικισμούς και από τις άλλες περιοχές της Ελλάδας και της Βουλγαρίας και oι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο μετόχι της μονής Κωνσταμονίτου. Η πρώτη αναφορά περιέχεται στο πλαστό χρυσόβουλλο του Ιωάννου Ε' Παλαιολόγου. Πρόκειται για έγγραφο προβληματικό και ως προς την χρονολόγηση του, η σύνθεση του οποίου θα πρέπει να στηρίχθηκε σε κάποιο αυθεντικό χρυσόβουλλο του Ιωάννου Ε', εκδοθέν την 15η Ιουνίου 1363. Στο ανωτέρω «χρυσόβουλλο», περιέχονται τα μετόχια της Μονής και μεταξύ αυτών αναφέρεται και το -εις την Ραλήγγοβην- μετόχιον εις όνομα τιμώμενον του Αγίου Στεφάνου. Ο έκδοτης του κειμένου παρατηρεί ότι το όνομα «Ραλήγγοβη» είναι αλλοίωση της «Λιαρίγκοβης» με αναστροφή των γραμμάτων. Στον βακουφναμέ της Μονής του 1569, όπου περιλαμβάνονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της, δεν συμπεριλαμβάνεται μετόχι στην Λιαρίγκοβη. Θα πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ως πιθανόν ότι η πλαστογράφηση έγινε μετά το έτος αυτό. Η πρώτη σαφώς χρονολογούμενη αναφορά του μετοχίου την οποία μπορέσαμε να εντοπίσουμε, γίνεται σε ένα φερμάνιο του 1750, το όποιο περιέχει απόσπασμα παλαιοτέρου εγγράφου μη χρονολογημένου. Το απόσπασμα είναι κατάλογος των μετοχιών της Κασταμονίτου, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρονται και τα εξής:
«Εν τω δήμω των Σιδηροκαυσίων:
- μίαν οικίαν εντός των συνόρων του χωρίου Ισβώρου,
- εν λειβάδιον παρά την θέσιν Λαρίγκοβη,
- μίαν οίκίαν εν τοις συνόροις του χωρίου Ερισσού»
  Είναι χαρακτηριστικό ότι το «λειβάδιον» προσδιορίζεται ως ευρισκόμενο «παρά την θέσιν Λαρίγκοβη» και όχι «παρά το χωρίον Λαρίγκοβη». Παρατηρούντες την ακριβολογία του εγγράφου, το όποιο όταν γράφει «θέση» φαίνεται να μην αναφέρεται σε κατοικημένη περιοχή, έχουμε την γνώμη ότι το έγγραφο συντάχθηκε πριν από την ίδρυση της Λιαρίγκοβης και (πιθανώς) μετά το 1569, έτος εκδόσεως του Βακουφναμέ. Η παλαιότερη γνωστή σαφής μαρτυρία για την ύπαρξη του χωρίου Λιαρίγκοβη είναι μόλις του 1762. Το έτος αυτό εκδόθηκε το φερμάνιο στο οποίο περιέχεται ο πρώτος γνωστός κατάλογος «των χωρίων του μεταλλείου Μαντεμοχωρίων», μεταξύ των οποίων αναφέρεται και ή Λιαρίγκοβη». Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το χωριό φαίνεται να ιδρύθηκε κάπου μετά το 1569 και πολύ προ του 1762. Ως λόγο ιδρύσεως θα πρέπει να θεωρήσουμε την συσπείρωση κατοίκων γύρω από τον μετοχικό πυρήνα της μονής Κασταμονίτου, γεγονός συνηθισμένο στην Χαλκιδική. Παρόμοια παραδείγματα και μάλιστα αρκετά παλαιότερα έχουμε με την Ιδρυση των χωριών Αγιος Νικόλαος, Νικητή, Πολύγυρος κ.λ.π. Στις περιπτώσεις αυτές προσκλήθηκαν (ή προσέφυγαν) ακτήμονες καλλιεργητές οι όποιοι συνοικίσθηκαν στις μετοχιακές εγκαταστάσεις ή γύρω από αυτές και καλλιεργούσαν το μοναστηριακό κτήμα ως κολίγοι. Με την πάροδο των ετών αποκτούσαν συναισθηματικούς και νομικούς δεσμούς με τον χώρο και μόλις η Μονή έπεφτε σε περίοδο διοικητικής κρίσεως και εγκατέλειπε για ένα διάστημα την εποπτεία του μετοχιού, οι κολίγοι εμφανίζονταν ως κύριοι μέρους ή του συνόλου του.
   Η Ιστορία της μονής Κασταμονίτου έχει πολλές περιόδους παρακμής και καταπτώσεως. Χαρακτηριστικότερες είναι οι περίοδοι των μέσων του 17ου αι. όταν είχε μόνον έξη μοναχούς και του 1717, όταν πυρπολήθηκε ένα μεγάλο τμήμα της. Επομένως ευκαιρίες αποδεσμεύσεως του οικισμού από την Μονή υπήρξαν.
   Το 1793 πέρασε από την Λιαρίγκοβη ο γάλλος πρόξενος στην Θεσσαλονίκη Cuisinery ο oποίος μας περιγράφει έναν δυναμικό οικισμό. Παρόμοια γράφει και ο άγγλος συνταγματάρχης Leake, ο όποιος στάθηκε στα Σιδηροκαύσια (σήμερα Στάγειρα) το 1806. Eνδειξη της τότε ευμάρειας των Λιαριγκοβινών είναι και ή εκκλησία του Aγίου Στεφάνου, πάτρωνoς της μονής Κασταμονίτου, κτίσμα του 1814.
   Δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες για τα εισοδήματα των κατοίκων γύρω στις αρχές του 19ου αί. Γνωρίζουμε ότι συμμετείχαν στο «Κοινόν του Μαδεμίου», αλλά σε μία εποχή κατά την oποία ή εκμετάλλευση των μεταλλείων της περιοχής ήταν ασύμφορη. H μνημονευόμενη από τον Cuisinery κατασκευή και εμπορία ταπήτων δεν αρκεί για την ευμάρια του τόπου. Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να πούμε ότι οι Λιαριγκοβινοί είχαν πάντα τον δικό τους μυστηριώδη τρόπο για να τα φέρουν βόλτα, χρησιμοποιώντας κυρίως το μυαλό τους.
   Κατά την προεπαναστατική περίοδο, η Λιαρίγκοβη είναι μία από τις 12 κοινότητες που αποτελούν τα Μαντεμοχώρια, των οποίων oι κάτοικοι εργάζονταν ως μεταλλωρύχοι στα μεταλλεία Ολυμπιάδος - Στρατωνίου και στη συνέχεια τα εκμεταλλεύονταν oι ίδιοι κοινοτικά. Ο περιηγητής Pierre Belon μας δίνει αρκετές πληροφορίες ότι την εποχή εκείνη (1550), oι Μαντεμοχωρίτες είχαν όρους και υποχρεώσεις προς τους Τούρκους. Η Πύλη το 1775 δέχτηκε να εμπιστευτεί την εκμετάλλευση των μεταλλείων στα Μαντεμοχώρια - που επανειλημμένα είχαν ζητήσει - με την υποχρέωση να της παραχωρούν ένα μέρος από την παραγωγή των μεταλλείων. Μετά την απόφαση αυτή, oι Μαντεμοχωρίτες σκέφθηκαν να οργανωθούν σε συνεταιρισμό, για καλύτερη αντιμετώπιση των υποχρεώσεων τους. Η Αρναία, την προεπαναστατική εκείνη εποχή, ήταν η μεγαλύτερη κωμόπολη των Μαντεμοχωρίων. Παρ' όλη την αποτυχία της επιχείρησης, δεν έγινε καμμία έκκληση στην Κωνσταντινούπολη για μείωση των υποχρεώσεων του συνεταιρισμού. Ο λόγος ήταν ότι η σύμβαση αυτή ήταν μέν σαν επιχείρηση ατυχής, αλλά τους εξασφάλιζε την αυτοδιοίκηση.
   Ο Γάλλος Πρόξενος Μ.Ε.Μ. Cousinery μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής των κατοίκων στην περιοχή κατά το τέλος του l8ου και αρχές του 19ου αιώνα. Ιδιαίτερα για την Αρναία, αναφέρει ότι ήταν η πρωτεύουσα της Ομοσπονδίας, ένα μεγάλο χωριό με 400 σπίτια. Ως το 1805 τα χωριά της Ομοσπονδίας εξαρτώνταν άμεσα από την Κωνσταντινούπολη. Από το 1805 ως το 1819 εξαρτώνταν από τον μπέη των Σερρών και από το 1819 ως το 1821 - όταν ξέσπασε και στη Χαλκιδική η Επανάσταση - και πάλι από την Κωνσταντινούπολη. Η Αρναία ήταν τότε ένα από τα 42 χωριά πού κάηκαν από τον Μπαϊράμ πασά. Oι κάτοικοί της καθώς και oι υπόλοιποι Μαντεμοχωρίτες, όταν έμαθαν ότι o τουρκικός στρατός ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη με σκοπό να καταστρέψει τα πάντα, έφυγαν προς το Αγιον Ορος, την Αμουλιανή και προς την πλευρά του Παγγαίου όπου οι κάτοικοι δεν είχαν επαναστατήσει. Μετά την καταστολή της Επανάστασης, όσοι κάτοικοι των Μαντεμοχωρίων επέστρεψαν, δεν κατόρθωσαν να επαναφέρουν και πάλι το προηγούμενο καθεστώς του μεταλλευτικού συνεταιρισμού. Τα χωριά υπάγονταν πια στη δικαιοδοσία του πασά και του καδή της Θεσσαλονίκης, απ' όπου καί διοριζόταν ο μαντέμ αγάς, που είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους κατοίκους. Oι κάτοικοι της Λιαρίγκοβης που επέστρεψαν στο τόπο τους μετά την καταστροφή άρχισαν να χτίζουν και πάλι το καμμένο χωριό τους. Το 1854, όταν έγινε η επάνασταση του Τσάμη στη Χαλκιδική, η Αρναία και τα υπόλοιπα Μαντεμοχώρια δεν υπέστησαν καμμιά νέα καταστροφή από τους Τούρκους.
   Κατά τα τρία χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, η Αρναία και η περιοχή της δεν γνώρισε σλαβική προπαγάνδα. Αυτό όμως δεν άφησε αμέτοχους τους κατοίκους που σχημάτισαν επιτροπή άμυνας με καθοδήγηση του Προξενείου Θεσσαλονίκης. Στις 2 Νοεμβρίου 1912 ελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Μέχρι το 1928 το επίσημο ονομα του χωριού ήταν Λιαρίγκοβα. Η επιτροπή μετενομασίας των χωριών, έχοντας υπόψη τις δύο εκδοχές, ότι δηλ. πιθανόν να ήταν χτισμένες κοντά σ' αυτή οι αρχαίες πόλεις Αρναί και Αυγαία, μετενόμασε την κωμόπολη σε Αρναία, ενώνοντας την συλλαβή Αρν των Αρνών με την κατάληξη αία της Αυγαίας.
   Πριν την Επανάσταση του 1821, αλλά και μετά, οι κύριες ασχολίες των κατοίκων, εκτός από τα μεταλλεία, ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, η ύφανση χαλιών με ντόπιο μαλλί και το εμπόριο ξυλείας και ζώων. Γύρω στο 1932 η Αρναία είναι το πιο μεγάλο χωριό της Βόρειας Χαλκιδικής, με 3000 κατοίκους. Την εποχή αυτή οι κάτοικοι είναι κυρίως μελλισοτρόφοι, ξυλουργοί, κατασκευαστές παπουτσιών και έμποροι. Σήμερα oι εγγεγραμμένοι (απογραφή 1991) στο δήμο κάτοικοι είναι 2235 και οι διαμένοντες 3000.

Κείμενο: Δημητρίου Κύρου, Ιωακείμ Παπάγγελου
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρναίας


ΑΡΟΑΝΙΑ (Χωριό) ΑΧΑΪΑ
(Following URL information in Greek only)

ΑΡΤΑ (Πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Κάτω από τη σημερινή ´Αρτα είναι θαμμένη η Αμβρακία, την οποία ίδρυσαν οι Κορίνθιοι το 625 π.Χ. στη θέση παλαιότερου ηπειρωτικού οικισμού. Η πόλη γρήγορα αναπτύχθηκε δημογραφικά και πολιτικά, καλλιέργησε τις τέχνες και εξελίχθηκε σε μεγάλη πολεμική και ναυτική δύναμη. Στη μεγαλύτερη ακμή της έφτασε τον 3ο αι. π.Χ., όταν ο Πύρρος μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών, βελτιώνοντας την οχύρωση και την πολεοδομική οργάνωση της πόλης και κοσμώντας την με δημόσια κτίρια και έργα τέχνης. Το 189 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Μ. Φούλβιος την πολιόρκησε στενά. Μετά από σθεναρή αντίσταση η πόλη αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να δεχτεί ρωμαϊκή φρουρά. Με την ίδρυση της γειτονικής Νικόπολης το 31 π.Χ. από τον Οκταβιανό Αύγουστο πολλοί κάτοικοι της Αμβρακίας υποχρεώθηκαν να εγκατασταθούν στη νέα πόλη. Ωστόσο η Αμβρακία δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς, αλλά συνέχισε να κατοικείται σποραδικά και μετά το συνοικισμό της Νικόπολης.
  Η πόλη παρακμάζει και χάνεται ιστορικά για αρκετούς αιώνες για να εμφανιστεί ξανά στους βυζαντινούς χρόνους με την ονομασία ´Αρτα. Η ´Αρτα αναπτύσσεται σταδιακά από μικρή κώμη σε σημαντική πόλη. Η ανάπτυξή της αυτή δικαιολογεί την επιλογή του Μιχαήλ Αγγέλου Κομνηνού Δούκα να την κάνει πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου που ίδρυσε ο ίδιος το 1204. Ακολουθεί περίοδος μεγάλης ακμής για την πόλη, κατά την οποία χτίζονται το κάστρο της και οι σημαντικές βυζαντινές εκκλησίες. Μετά από μια ταραχώδη περίοδο με εναλλαγή πολλών ηγεμόνων στην εξουσία του Δεσποτάτου, η πόλη καταλήφθηκε το 1349 από τον τσάρο των Σέρβων Στέφανο Δουσάν, ενώ από το 1358 και για 58 χρόνια την κυβέρνησαν Αλβανοί. Το 1416 την πόλη κατέλαβε ο οίκος των Τόκκων, ενώ το οριστικό τέλος του Δεσποτάτου ήρθε το 1449 με την κατάληψη της ´Αρτας από τους Τούρκους.
  Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η ´Αρτα εξελίχθηκε σε αξιόλογο εμπορικό κέντρο, ενώ παράλληλα πυκνώθηκαν οι πληθυσμοί στους ορεινούς όγκους της περιοχής, με τη δημιουργία νέων οικισμών σε απόκεντρες και σχετικά ασφαλείς περιοχές. Εκτός από την εμπορική, σημαντική ήταν και η πνευματική δραστηριότητα στην περιοχή, καθώς το 1500 ιδρύθηκε το πρώτο σχολείο της ´Αρτας, όπου φοίτησε και ο Μάξιμος Γραικός, ενώ το 1662 ιδρύθηκε η Σχολή Μανωλάκη που λειτούργησε μέχρι την ελληνική Επανάσταση.
  Σημαντικότατη θέση στην ιστορία της Επαναστάσεως κατέχει ο ένας εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας Νικόλαος Σκουφάς, του οποίου γενέτειρα ήταν το Κομπότι ´Αρτας. Στην περιοχή του νομού έδρασαν και πολλοί σημαντικοί οπλαρχηγοί, που κήρυξαν την επανάσταση στα Τζουμέρκα το 1821. Τον ίδιο χρόνο καταλήφθηκε προσωρινά από τους επαναστάτες και η πόλη της ´Αρτας, που γρήγορα όμως πέρασε ξανά στα χέρια των Τούρκων. Ιστορική είναι η μάχη που έγινε το 1822 στο Πέτα, κατά την οποία σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους πολλοί Φιλέλληνες. Η απελευθέρωση της ´Αρτας και των περιοχών ανατολικά του Αράχθου έγινε τελικά το 1881, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του σημερινού νομού ενώθηκε με την ελεύθερη Ελλάδα το 1913.
(κείμενο: Α. ΑΓΓΕΛΗ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας ´Αρτας.

Η Βυζαντινή Αρτα

  Η ιστορία της Ηπείρου ως ανεξάρτητης βυζαντινής επαρχίας στη βορειοδυτική Ελλάδα άρχισε με την τέταρτη Σταυροφορία. Τον Απρίλιο του 1204 οι σταυροφόροι και οι Ενετοί συνεταίροι τους κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και διόρισαν δικό τους αυτοκράτορα και Πατριάρχη. Η Θεσσαλονίκη πέρασε στο Βονιφάτιο το Μομφερατικό τον ηγέτη της Σταυροφορίας.
  Ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων τον ακολούθησε. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Μιχαήλ Κομνηνός Δούκας, ο οποίος δεν παρέμεινε για πολύ στην υπηρεσία των Λατίνων. Εγκατέλειψε το Βονιφάτιο και διέσχισε τα βουνά για να συναντήσει το συγγενή του, το βυζαντινό κυβερνήτη της ´Αρτας.
  Εκεί εγκαταστάθηκε, νυμφεύθηκε την κόρη του κυβερνήτη και έγινε ο αποδεκτός ηγέτης και προστάτης των Ελλήνων κατοίκων της Ηπείρου.
  Ο Μιχαήλ ´Αγγελος Κομνηνός Δούκας δημιούργησε το Δεσποτάτο της Ηπείρου που εκτεινόταν απ’ το Δυρράχιο ίσαμε τη Ναύπακτο και τη Θεσσαλία κι αργότερα περιέλαβε τη Λευκάδα και την Κέρκυρα.
  Το δεσποτάτο της Ηπείρου με πρωτεύουσα την ´Αρτα χαρακτηρίστηκε ως προμαχώνας του υπόλοιπου ελληνισμού κατά της λατινοκρατίας και του σλαβισμού, για έναν και πλέον αιώνα.
  Το κράτος αυτό για δυόμισι αιώνες στάθηκε όρθιο ανάμεσα στις συμπληγάδες της Ανατολής και της Δύσης παλεύοντας με σφρίγος και δυναμισμό κατόρθωσε να διατηρήσει την εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα.
  Η βασίλισσα του δεσποτάτου ´Αρτα, την περίοδο αυτή στολίστηκε με αξιοθαύμαστα έργα τέχνης και μεγαλοπρεπείς ναούς, οι οποίοι σώζονται μέχρι σήμερα.
(κείμενο: Απόστολος Δ. Τρομπούκης)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας ´Αρτας.

Δήμος Αρχαγγέλου

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ (Δήμος) ΡΟΔΟΣ
Ο Αρχάγγελος ήταν τότε γνωστός ως Δήμος Ποντορέων που άνηκε στο κράτος της Ιαλυσού και βρισκόταν στην παραλιακή θέση Πετρώνας, που στο Μεσαίωνα μεταφέρθηκε στο εσωτερικό για ασφάλεια από τις πειρατικές επιδρομές και πήρε το όνομα Αρχάγγελος. Η κεραμική τέχνη βρίσκεται σε ακμή και στον Μεσαίωνα. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός πήρε από τον Πετρώνα τα ελαφρά τούβλα για να καλύψει τον θόλο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη
1309 μ.Χ. Η Ρόδος και ο Αρχάγγελος τίθονται υπό την εξουσία των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου μέχρι το 1522 μ.Χ. Στα χρόνια αυτά χτίστηκε και το κάστρο (1476) φρούριο για την προστασία των κατοίκων, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα.
1522-1912 μ.Χ. Η Ρόδος τελεί υπό την σκλαβιά των Αγαρήνων.
1912 : Οι Ιταλοί καταλαμβάνουν τα Δωδεκάνησα για 32 χρόνια.
1948 : Απελευθέρωση της Δωδεκανήσου και ενσωμάτωση στην Ελλάδα.
1998 Συνένωση του Δήμου Αρχαγγέλου με τις κοινότητες Μαλώνων και Μασάρων

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Αναπτυξιακής Δωδεκανήσου Α.Ε.


ΑΣΤΑΚΟΣ (Κωμόπολη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
Προϊστορική εποχή
  Στα προϊστορικά χρόνια ο Αστακός απαντά με το ίδιο όνομα. Όνομα που οι ρίζες του ανάγονται στην εποχή των προελλήνων. Κατοίκηση της περιοχής έχουμε από την νεολιθική εποχή μέχρι το τέλος της μυκηναϊκής εποχής. Αυτό το συμπεραίνουμε από τα ευρήματα στο σπήλαιο του Αγίου Νικολάου (κεραμικά και όστρακα υστερομυκηναϊκά) και του σπηλαίου βόρεια του κάστρου (Γράβα, υστερομυκηναϊκά κεραμικά) από την αγγλίδα αρχαιολόγο S.Benton καθώς και τα νεώτερα στοιχεία που ήρθαν στο φως από τα ευρήματα του Πλατυγιαλιού κατά τη διάρκεια κατασκευής του λιμανιού. Στο Πλατυγιάλι εντοπίστηκαν λείψανα τοίχων, όστρακα, τεμάχια αγγείων, παιδικές ταφές μέσα σε αγγεία με τους σκελετούς σε συνεσταλμένη στάση, κρανία, λεπίδες από οψιανό και πυριτόλιθο, μυλόλιθοι και τριπτήρες.
Κλασσική εποχή
  Στην κλασσική εποχή έχουμε διάφορες αναφορές για την πόλη. Αναφορές που μας δείχνουν ότι ο Αστακός εξακολουθούσε να υπάρχει την περίοδο της κλασσικής εποχής. Η πρώτη αναφορά γίνεται από τον γεωγράφο Σκύλακα τον Καρυανδέα τον 6ο αιώνα. Στη συνέχεια ο Θουκυδίδης τον αναφέρει στην εξιστόρηση των γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.) στο πλευρό των Σπαρτιατών. Τύραννος της πόλης ήταν ο Εύαρχος, ο οποίος εκδιώχθηκε από τους Αθηναίους κατά το πρώτο έτος του πολέμου (Θουκ. Β' 30). Ο εκδιωχθείς τύραννος Εύαρχος επανέρχεται με τη βοήθεια των Κορινθίων (40 πλοία και 1.500 οπλίτες) και καταλαμβάνει την εξουσία (Θουκ. Β' 33, 25).
  Στο τρίτο έτος του πολέμου οι Αθηναίοι επανέρχονται στην Ακαρνανία υπό τις διαταγές του Φορμίωνα. Σκοπός τους η διάλυση των εχθρικών καθεστώτων. Ο στόλος τους καταπλέοντας στο κόλπο του Αστακού αποβίβασε 800 οπλίτες (400 Αθηναίους και 400 Μεσσήνιους) και επανέφεραν τον Αστακό στο πλευρό των Αθηναίων. Ο Αθηναίοι συνέχισαν την εκστρατεία τους προς τον Κόροντα (σημερινή Χρυσοβίτσα) τον οποίο κατέλαβαν. (Θουκ. Β' 103)
  Κατά την Μακεδονική κυριαρχία ο Αστακός (350 π.Χ ) είχε το δικό του νόμισμα, όπου εικονίζεται το γνωστό οστρακόδερμο, πράγμα το οποίο ενισχύει την διατυπωθείσα εκδοχή περί του ονόματός του, και τα αρχικά γράμματα ΑΣ. Επίσης συμμετείχε στο κοινό των Ακαρνάνων με γνωστούς αντιπροσώπους του τον "Αγήσαρχον του Αριστοκλέους" και " Ευρύλοχον του Αγησιλάου, για να τιμήσουν του Ρωμαίους Πόπλιον και Λεύκιον.
Ρωμαϊκή εποχή
  Υπό την αρχηγία του Λεύκιου Φλαμινίνου οι Ρωμαίοι υποχρεώνουν σε ήττα τους Έλληνες (Κυνός Κεφαλές). Όλη η Ακαρνανία υποτάσσεται στους Ρωμαίους, και ο Αστακός ακολουθεί την τύχη της Ακαρνανίας.
  Στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας 3 συγγραφείς αναφέρουν τον Αστακό. Η πρώτη αναφορά γίνεται από τον Στράβωνα, ο οποίος έζησε στα χρόνια του Αυγούστου (18 π.Χ.). Η δεύτερη από τον Αππιανό (έζησε τον 1ο αιώνα) ο οποίος γράφοντας για τον Αστακό της Συρίας αναφέρεται και σε μια άλλη ελληνική πόλη με το ίδιο όνομα στον ελλαδικό χώρο. Επομένως γνώριζε την ύπαρξη του Αστακού, γιατί άλλη πόλη πλην της αποικίας των Μεγαρέων στην Βιθυνία δεν αναφέρεται πουθενά αλλού. Η τρίτη αναφορά γίνεται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (125-161 π.Χ.) και στη συνέχεια ο Αστακός εξαφανίζεται για 6 αιώνες.
  Στην περιοχή του Αστακού τα ευρήματα της ρωμαϊκής εποχής είναι ελάχιστα.
  Βρέθηκε μια ρωμαϊκή οπτόλιθος με σφραγίδα ΑΣΠ, η οποία βρίσκεται στο μουσείο του Αγρινίου, ένα κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού και μια επιγραφή. Για την επιγραφή υπάρχουν αμφιβολίες αν είναι της Ρωμαϊκής εποχής, καθώς ο Heuzey, χωρίς ο ίδιος να την έχει δει, μας αναφέρει ότι είναι της εποχής αυτής, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό από την περιγραφή των κατοίκων. Το τελευταίο εύρημα ήταν μια ρωμαϊκή έπαυλη που βρέθηκε κατά την ανέγερση των αποθηκών της Αγροτικής Τράπεζας, η οποία θάφτηκε χωρίς να αξιοποιηθεί.
Βυζαντινή εποχή και Φραγκοκρατία
  Στη βυζαντινή εποχή ο Αστακός επανεμφανίζεται με διαφορετικό όνομα, ως πόλη Βυζαντινή, "Δραγαμεστός" (Δ. Ζακυνθινός, "Αγιος Βάρβαρος", 1960 σελ..448) μεταξύ των ετών 827-829. Όλη η περιοχή της Ακαρνανίας δέχεται τις επιθέσεις πειρατών. Πρώτη δέχεται τις επιθέσεις η Νικόπολη η οποία και πέφτει στα χέρια των πειρατών, έπειτα η Αμβρακία (Αρτα) προς βοήθεια της οποίας προσέτρεξε ο Αστακός και μάλιστα οι Αστακιώτες διακρίθηκαν στη μάχη αυτή. Η βοήθεια αυτή του Αστακού προς την Αμβρακία στάθηκε η αφορμή να δεχθεί η πόλη τη λυσσαλέα επίθεση των Αγαρηνών. Η Αμβρακία έτρεξε προς βοήθεια και η επίθεση αποκρούσθηκε και οι Σαρακηνοί αποδεκατίστηκαν. Ανάμεσα σ'' αυτούς ήταν και ο Αγιος Βάρβαρος, που κρύφτηκε στην πεδιάδα του Αστακού για να γλιτώσει τη σφαγή. Μετά την τέταρτη σταυροφορία δημιουργήθηκε από τη δυναστεία των Αγγέλων το δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1296). Σ' αυτό συμπεριλήφθηκε η Ακαρνανία και μαζί της ο Αστακός. Το 1318 το δεσποτάτο περιήλθε στην κυριαρχία του Ιταλού Νικηφόρου Β' Ορσίνι. Αυτός ηττήθηκε από τους εξεγερμένους Αλβανούς της Αιτωλοακαρνανίας στη μάχη του Αχελώου ποταμού και φονεύθηκε το1358 μ.Χ. (Κ. Παπαρρηγόπουλος). Μετά το θάνατο του Νικηφόρου Β' το δεσποτάτο διαλύθηκε και ο Σέρβος ηγεμόνας Σ. Ούρεσις παρεχώρησε την Ακαρνανία στον Αλβανό Γκίν Μπούα Σπάτα (1362 μ.Χ.). Αυτός έδωσε το κάστρο του Δραγαμέστου ως προίκα στην κόρη του Στερίνα την οποία είχε παντρέψει με τον Ενετό Φραγκίσκο. Μετά το θάνατο του Μπούα (1400 μ.Χ) η Ακαρνανία πέρασε στον αδερφό του Μορίκιο Μπούα Σγουρό (Κ. Παπαρρηγόπουλος). Αυτός ερχόμενος σε σύγκρουση με τον Κάρολο Α' Τόκο, ηγεμόνα του Δουκάτου Μπενεβέντο της Νεάπολης, (1405 μ.Χ) έχασε το Αιτωλικό και το Δραγαμέστο (Βακαλόπουλος). Μέχρι το έτος 1425 παρέμεινε στον Κάρολο. Ύστερα αυτό διεκδικήθηκε από τον γιο του Φραγκίσκου, Φίλιππο. Όπως διαπιστώνεται και από τα παραπάνω ο Αστακός δεν υφίσταται ως πόλη , αλλά το κάστρο του Δραγαμέστου ήταν ιδιόκτητο και λειτουργούσε στα πρότυπα των φέουδων της Δύσης. Από το 1425 μέχρι το 1684 εξαφανίζονται τα ίχνη του Δραγαμέστου, καθώς η Ακαρνανία πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Το σημαντικότερο γεγονός αυτή την εποχή ήταν η ναυμαχία του Lepando που διεξήχθη στον κόλπο του Αστακού και συγκεκριμένα στο θαλάσσιο χώρο των Εχινάδων νήσων που περιβάλλουν τον κόλπο του.Κατά την ναυμαχία αυτή, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος που αποτελείτο από 285 πλοία των Ενετών,των Ισπανών και του Πάπα Πίου του Β', με 25.000 πεζούς, εκ των οποίων οι 8.000 ήταν Έλληνες, συνέτριψε τον τουρκικό στόλο. Ακόμη και σήμερα ψαράδες ανασύρουν παλιές άγκυρες και διάφορα άλλα αντικείμενα από τα βυθισμένα πλοία. Στη ναυμαχία αυτή έλαβε μέρος και ο διάσημος Ισπανός συγγραφέας του "Δον Κιχώτη", Θερβάντες. Το 1684 η περιοχή της Ακαρνανίας γίνεται τόπος διαμάχης Ενετών και Τούρκων. Οι ντόπιοι κάτοικοι εξεγέρθηκαν ελπίζοντας σε βοήθεια των Ενετών, αλλά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν για ακόμη μία φορά. Ο Μοροζίνι αποβίβασε στρατό στο νησί Πεταλά προς βοήθεια των επαναστατημένων Ακαρνάνων. Ύστερα ο ίδιος παρέμεινε στο λιμάνι του Αστακού και το επόμενο έτος 1685 αποβιβάσθηκαν οι δυνάμεις του Πάπα και της Φλωρεντίας για να προωθηθούν αργότερα στην Πελοπόννησο (Σάθας, "Τουρκοκρατούμενη Ελλάς"). Από δω και στο εξής ο Αστακός δεν εμφανίζεται ξανά.
  Με το όνομα του μεσαιωνικού Αστακού "Δραγαμέστο" εμφανίζεται ένα νέο χωριό στις πρόποδες της Βελούτσας. Αυτό δημιουργήθηκε από τους κατοίκους του Αστακού, οι οποίοι για να αποφύγουν τις τουρκικές επιδρομές κατέφυγαν σ' αυτό.
Τουρκοκρατία
  Η περιοχή κατακτήθηκε από του Τούρκους μετά το 1449 μ.Χ. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας οι πληροφορίες μας για τον Αστακό είναι πάλι από διάφορες αναφορές από εφημερίδες της εποχής, από επιστολές σημαντικών προσώπων και από διάφορους συγγραφείς. Ο Κουσταλέξης στο βιβλίο του μας γράφει ότι στα βόρεια της πόλης βρίσκονταν κάτι σπηλιές από την αρχαιότητα και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τους Καλλαρύτες και Συρρακιώτες ως καταλύματα. Αυτοί έφθασαν εδώ μετά την καταστροφή των χωριών τους από τις δυνάμεις του Χουρσίτ πασά.
  Κατά την εποχή του Αλή πασά (1804-1820) το εμπόριο του βελανιδιού ήταν στις προτεραιότητες του σατράπη. Εξάλλου ο Αλής, διορατικός καθώς ήταν, είχε διαμορφώσει δασική πολιτική για την περιοχή, γι' αυτό και φρόντισε να υπαγάγει υπό τη δικαιοδοσία του δασικές εκτάσεις και βελανιδοτοπους. Στον Αστακό που τότε άρχισε να συγκροτείται οικιστικά - ήταν σκάλα, επίνειο της μεσαιωνικής πόλης "Δραγαμέστο" της ενδοχώρας - είχε οικοδομήσει μεγάλες αποθήκες για την αποθήκευση του βελανιδιού. Τον καρπό από όλα τα βελανιδοδάση συνέλεγε για λογαριασμό του ο Αλη πασάς με το μόχθο των κατοίκων της Αιτωλοακαρνανίας αντί μικρής αμοιβής. Οι αποθήκες είχαν κτιστεί στην τοποθεσία "Λούτσαινα", όπου βρίσκονταν τα Τσακέϊκα και τα Καραγιαννέϊκα. Μάλιστα ένα από εκείνα τα οικοδομήματα θεωρείται κατάλοιπο εκείνης της εποχής.
  Είναι αξιοσημείωτο ότι το εμπόριο βελανιδιού παρουσιάζει επίδοση και κατά τη μετεπαναστατική περίοδο. Οι αποθήκες στο Πλατυγιάλι Αστακού που σώζονται ως σήμερα, είναι ένα δείγμα του εύρωστου αυτού εμπορικού κλάδου.
  Το λιμάνι του χρησιμοποιήθηκε κατά την επανάσταση του 1821 πολλές φορές ως επίνειο της μαρτυρικής πόλης του Μεσολογγίου. Στο φύλλο 8 της 26ης Ιανουαρίου 1824, η εφημερίδα "Χρονικά του Μεσολογγίου" γράφει για το αγγλικό πλοίο "Άννα", το οποίο ξεφόρτωσε πολεμοφόδια που ίσως προορίζονταν για την κατασκευή όπλων και την επισκευή κανονιών. Από εδώ πολλές οικογένειες διέφυγαν στα νησιά του Ιονίου. Επίσης, κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, ο στρατηγός της Ρούμελης Καραϊσκάκης τον επέλεξε για να εγκαταστήσει το στρατόπεδό του. Επίσης στρατόπεδο στον τόπο αυτό συνέστησε και ο στρατηγός Τζώρτζ (Δ. Κόκκινος, τόμος ΙΙ σελίδα 312-317). Σημαντικές ήταν και οι επισκέψεις που δέχθηκε ο τόπος κατά την περίοδο αυτή. Έτσι στις αρχές του Ιουλίου 1828 ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας έκανε περιοδεία στην περιοχή (Σπ.Τρικούπης, τόμος 4ος, σελίδα 284). Ο μεγάλος φιλέλληνας Λόρδος Βύρων κατέφθασε στον Αστακό την 31η Δεκεμβρίου και σε μια επιστολή του στον συνταγματάρχη Στάνχωπ τον χαρακτηρίζει "χαρίεντα λιμενίσκο". Στο "Αναμνήσεις από την επανάσταση του 1821" του Γερμανού φιλέλληνα Ερρίκου Τράιμπερ, πληροφορούμαστε ότι το πρώτο ατμοκίνητο πλοίο "Καρτερία" χρησιμοποιούσε τον κόλπο του Αστακού ως ναύσταθμο τα τελευταία χρόνια της επανάστασης. Από εδώ ο Αστιγξ προετοίμασε την τελευταία επιχείρηση κατά του Βασιλαδιού και η οποία συνέβαλε στην οριστική απελευθέρωση του Μεσολογγίου και τέλος ο Ανδρέας Ζαΐμης με εκατό Καλαβρυτινούς κατέφυγε στον Αστακό για να σωθεί από τη δίωξη της κυβέρνησης Κουντουριώτη.
Νεότερη
  Πρώτη συνοικία που κατοικήθηκε ήταν η Λούτσαινα από οικογένειες κτηνοτρόφων (Τσαρκαίοι, Μπαμπουραίοι, Ταμπραίοι κ.α). Ο άγγλος Leake την αναφέρει ως "Τα Λουτσιανά" Στη θέση της σημερινής παραλίας ήταν το "Σκάλωμα Δραγαμέστου" δηλ. το αγκυροβόλιο. Από εδώ γίνονταν το εμπόριο και η επικοινωνία με τα Επτάνησα. Όπως συμβαίνει σ' αυτά τα μέρη κατασκευάζονταν πρόχειρα καταστήματα για τις ανάγκες των ναυτικών. Το 1704 σε έγγραφο γραμμένο στη τουρκική και στην ελληνική κάποιος Γεώργιος Ματσαβέλης ζητά την άδεια για ένα τέτοιο κατάστημα. Φαίνεται εκ τούτου ότι το σκάλωμα λειτουργούσε ως επίνειο του κεφαλοχωρίου Δραγαμέστου. Σιγά σιγά το επίνειο αυτό μεγάλωσε και αναπτύχθηκε. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων είχε οικοδομήσει μεγάλες αποθήκες για τα βελανίδια της περιοχής. Αυτές οι αποθήκες είχαν κτιστεί στην "Λούτσαινα" στο χώρο των παλιών "Τσαρκέικων και Καραγιανέικων "Στη συνέχεια, στα νεότερα χρόνια, έχουμε το μπάζωμα της παραλίας και το χτίσιμο των πρώτων σπιτιών γύρω στα 1809-1885 σύμφωνα με τον Κουτσαλέξη. Το 1838 δημιουργείται ο δήμος Αστακού με έδρα το Δραγαμέστο. Το 1840 γίνεται πάλι δήμος με έδρα το Δραγαμέστο. Το 1912 παίρνει το όνομα Αστακός και γίνεται ανεξάρτητη κοινότητα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας/a>


Αστυπάλαια

ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ (Νησί) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ
  H Aστυπάλαια ταξίδεψε μέσα στους αιώνες με το ίδιο όνομα. Mικρές μόνο παραφθορές την εμφανίζουν και ως Aστουπαλιά, Aστροπαλιά, Στυπαλία. Kατά τη μυθολογία η Aστυπάλαια και η Eυρώπη ήταν κόρες του Φοίνικος και της Περιμήδης. Aπό την ένωση της Aστυπάλαιας με τον Ποσειδώνα γεννήθηκε ο Aργοναύτης Aγκαίος και ο βασιλιάς της Eυρύπυλος. Πρωτοκατοικήθηκε από τους Kάρες οι οποίοι την ονόμασαν Πύρρα για το κόκκινο χρώμα της. Για τα πολλά και μυροβόλα λουλούδια της και για τους καρπούς της οι αρχαίοι την αποκαλούσαν « Θεών Tράπεζα ».
  Όπως και τώρα έτσι και τότε, το μέλι της ήταν ονομαστό. Aξιοπερίεργο είναι ότι δεν υπάρχουν φίδια στο νησί και γι' αυτό ο Aριστοτέλης έγραφε ότι «εχθράν είναι τοις όφεσιν η των Aστυπαλαίων γη». Oι Pωμαίοι οι οποίοι από κάθε τόπο εκτιμούσαν πρώτα από όλα τα φαγητά του, ονόμαζαν την Aστυπάλαια « ιχθυόεσσαν » για τα πολλά και καλά ψάρια της. O Πλίνιος αποδίδει στα σαλιγκάρια του νησιού θεραπευτικές ιδιότητες. H Aστυπάλαια πέρασε από την κατοχή της Kρήτης την εποχή του Mίνωα και αργότερα εξελληνίστηκε από αποίκους που ήλθαν από τα Mέγαρα.
  Kατά τους αρχαίους χρόνους το νησί θα πρέπει να παρουσίασε ιδιαίτερη ακμή, όπως μαρτυρούν διάφορα ευρήματα, κυρίως νομίσματα, που βρέθηκαν στη διάρκεια ανασκαφών, αλλά και συχνές αναφορές σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων. Tα ευρήματα εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο που λειτουργεί στον Πέρα Γιαλό, από το οποίο μπορεί ο επισκέπτης να πιάσει την άκρη του νήματος της ζωής της Aστυπάλαιας. Kατά την ελληνιστική εποχή υπήρξε λιμάνι - σταθμός των Πτολεμαίων της Aιγύπτου και κατά την ρωμαϊκή παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη χάρη στα πολλά φυσικά λιμάνια της τα οποία αποτελούσαν ορμητήριο κατά των πειρατών.
  Στους Bυζαντινούς χρόνους η έξαρση της πειρατείας άλλαξε την οικιστική δομή των νησιών, με την παρακμή των παράλιων οικισμών, τη μετακίνηση των πληθυσμών στο εσωτερικό και την ανέγερση κάστρων για προστασία. Στην εποχή αυτή ενδέχεται να ανάγεται το κάστρο του Aγίου Iωάννη στη νοτιοδυτική ακτή της Aστυπάλαιας, λείψανα του οποίου υπάρχουν εκεί μέχρι σήμερα. Όμως η περίοδος με το εντονότερο σημάδι που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας - το Kάστρο - είναι αυτή της ενετοκρατίας.
  Mετά την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους, το 1204, και τη δημιουργία του Δουκάτου της Nάξου, ο Bενετός ιδρυτής του Mάρκος Σανούδος παραχώρησε την Aστυπάλαια στον επίσης Bενετό ευγενή Iωάννη Kουιρίνι. Aυτός ήταν ο ιδρυτής και πρώτος ιδιοκτήτης ενός οικήματος το οποίο αποτέλεσε τον πυρήνα του σημερινού οικισμού. Oι Bενετοί έμειναν στην Aστυπάλαια από το 1207 έως το 1269, χρονιά που οι Bυζαντινοί ανακατέλαβαν το νησί. Όμως το 1310, ο δεύτερος Iωάννης Kουιρίνι ηγεμόνας της Tήνου και της Mυκόνου, απόγονος του πρώτου, κυρίευσε ξανά την Aστυπάλαια με τη βοήθεια του Mάρκου Γριμάνι. Oι Kουιρίνι έμειναν κύριοι του νησιού για σχεδόν 300 χρόνια. O καθένας με τη σειρά του ανακαίνιζε και μεγάλωνε το Kάστρο. Πλάκες με τα οικόσημα των ευγενών βενετσιάνων που το έκτισαν και το κατοίκησαν, εντοιχισμένες σε διάφορα σημεία, μιλούν για τα περασμένα μεγαλεία τους. Mια από αυτές έφτασε μέχρι τις μέρες μας εντοιχισμένη σ' ένα σημείο του Kάστρου όπου μπορεί να τη δεί ο επισκέπτης. Tην τοποθέτησαν το Mάρτιο του 1413 την ημέρα που ήταν αφιερωμένη στον προστάτη τους Αγιο Kουιρίνι, ο Iωάννης Δ' Kουιρίνι « κόμης της Aστυνέας » και η γυναίκα του Iσσαβέτα. Oι Bενετοί έχασαν την Aστυπάλαια το 1537 όταν ενέσκυψε στα νησιά ο φοβερός Bαρβαρόσας.
  Στη διάρκεια της Tουρκοκρατίας η Aστυπάλαια είχε εξασφαλίσει προνόμια και ζούσε αυτοδιοικούμενη. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821, αλλά όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα δεν συμπεριελήφθη στα όρια του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Έμεινε υπό Tουρκική κατοχή, μέχρι το 1912 όταν ακολούθησε η Iταλική. Mαζί με όλα τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκε επισήμως με την Eλλάδα στις 7 Mαρτίου 1948.

Ασωπός - Χρόνος ίδρυσης και ιστορία.

ΑΣΩΠΟΣ (Κωμόπολη) ΛΑΚΩΝΙΑ
Σε συνδυασμό με άλλα ιστορικά γεγονότα της Λακωνικής, ο χρόνος ίδρυσης της πόλης του Ασωπού χάνεται στην προϊστορική εποχή προ της καθόδου των Δωριέων, οι οποίοι, όταν κατέλαβαν την Λακωνία απαγόρευσαν την εγκατάσταση αποίκων. Η πόλη σημείωσε μεγάλη πρόοδο κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, όπου μαζί με άλλες 18 παραλιακές πόλεις της Λακωνικής, ήταν μέλος του Κοινού των Ελευθερολακώνων. Απολάμβανε αυτονομιών, που δεν σήμαιναν βέβαια πλήρη ανεξαρτησία, διοικείτο από ιθαγενή όργανα και λόγω ειδικού προνομίου είχε κόψει και δικά της νομίσματα που στη μια όψη απεικόνιζαν τους θεούς Ποσειδώνα, Αρτεμι και Νέμεσι και στην άλλη την επιγραφή ΑΣΩΠΕΙΤΩΝ ή με την κεφαλή του Διονύσου στη μια όψη και στην άλλη τον Ποσειδώνα και την επιγραφή ΑΣΩΠΕΙΤΩΝ. Ενα τέτοιο νόμισμα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό μουσείο Σπάρτης.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ο Ασωπός είχε αξιόλογη παρουσία. Περί το 450 μχ ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης είχε αναδειχθεί έξαρχος της εκκλησίας της Ελλάδος, που την αποτελούσαν 12 Μητροπόλεις. Στη Μητρόπολη της Αχαΐας υπαγόταν και η Επισκοπή Ασωπού, που στους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους εντάχθηκε στη Μητρόπολη Μονεμβασίας. Με την κατάληψη της Λακωνίας από τους Τούρκους το 1461 μχ ο Ασωπός περιήλθε σ΄ αυτούς. Ήταν όμως ένα μικρό και άσημο χωριουδάκι. Ο φόβος των πειρατικών επιδρομών ανάγκασε τους κατοίκους του Ασωπού να αποτραβηχτούν ψηλότερα και να χτίσουν το χωριό Καλύβια, που πιθανό να ονομάστηκε έτσι από τις πρόχειρες και μικρές κατοικίες του. Με τον Ενετουρκικό πόλεμο του 1669 μχ πολλοί Κρητικοί ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, για αυτό πλεονάζουν τα επίθετα σε -άκης. Σε ανάμνηση της πατρίδος τους έδωσαν στο χωριό το όνομα Κοντε - Βιάνικα όπου το δεύτερο συνθετικό παραπέμπει στο Κρητικό τοπωνύμιο Βιάνος.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ασωπού


Δήμος Αταβύρου

ΑΤΑΒΥΡΟΣ (Δήμος) ΡΟΔΟΣ
Η περιοχή του Δήμου Αταβύρου περιλαμβάνει τις κοινότητες Εμπωνα , Κρητηνία, Αγ. Ισίδωρο, Σιάννα, Μονόλιθο και Μανδρικό αποτελεί τμήμα του ενιαίου Ροδιακού κράτους ( 2ος αι.π.χ.),που το συγκροτούσαν οι τρεις γνωστές παλιές πόλεις του νησιού η Ιαλυσός Κάμειρος Λίνδος. Η περιοχή φαίνετε να ανήκει στη πόλη της Καμείρου δεδομένου ότι στα δυτικά του Μονόλιθου έχουν βρεθεί ερείπια αρχαίου οικισμού των Κυμισαλέων που αποτελούσε δήμο της αρχαίας Καμείρου.Τα περισσότερα χωριά της περιοχής υπήρχαν κατά την περίοδο των Ιπποτών, δεδομένου ότι σύμφωνα με τον ιστορικό της εποχής εκείνης Βosio αναφέρονται στα διατάγματα των μεγάλων Μαγίστρων της Ρόδου Orsini 1474 d' Aubusson 1479.
Το μόνο χωριό που δεν υπήρχε τον μεσαίωνα ήταν η Εμπωνα η οποία κτίστηκε αργότερα από κατοίκους από τα Κίταλα όπως αναφέρει το διάταγμα του 1474.Τα Σιάννα αναφέρονται στα διατάγματα ως ιπποτικά φρούρια SIENNE και η Κρητηνία ως CASTEL NUOVO που σημαίνει νέο κάστρο. Ο Μονόλιθος αναφέρονται στα διατάγματα ως ιπποτικό φρούριο. Η Κρητηνία κτίσθηκε από τον Αλθαιμένη πρίγκιπα από την Κρήτη. Ο Αλθαιμένης πήρε χρησμό ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του Κατρέα. Για να μην πραγματοποιηθεί ο χρησμός έφυγε από την Κρήτη και με του συντρόφους του έφτασε στην Ρόδο όπου ιδρύει την Κάμειρο και την Κρητηνία.. Ο βασιλιάς Κατρέας ψάχνοντας να βρει τον γιο του έφτασε στο λιμάνι της Αρχαίας Καμείρου εκεί έγινε συμπλοκή με αποτέλεσμα ο γιος να σκοτώσει τον πατέρα κατά λάθος γιατί τον θεώρησε εισβολέα καταπατητή .Απαρηγόρητος ανέβηκε στο Αγιο Όρος Ατάβυρος όπου εκεί έχτισε το ναό του Αταβύριου Διός ώστε να βλέπει από κει ψηλά την πατρίδα του την Κρήτη.
Ο Αγ. Ισίδωρος δεν αναφέρετε όμως εικάζετε ότι υπήρχε εκεί κοντά οικισμός κατά τον μεσαίωνα λόγο του ότι βρέθηκαν ερείπια εξωκλησιού στον ίδιο χώρο όπου λατρευόταν ο Αγ. Ισίδωρος .Οι οικισμοί Μανδρικού, Καμείρου Σκάλας είναι σχετικά νέοι με αγροτικό χαρακτήρα. Η περιοχή το 1522 κυριεύτηκε από τους Τούρκους μέχρι το 1912 που πέρασε στους Ιταλούς και παρέμεινε υπό την κατοχή τους μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο. Η Ρόδος και τα άλλα νησιά ενσωματώθηκαν με την Μητέρα Ελλάδα το Μάρτιο του 1948

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ατταβύρου


Ιστορία Αχαίας

ΑΧΑΪΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  H εξέχουσα θέση της Αχαΐας στην εξελικτική πορεία του Ελληνικού Πολιτισμού αποτυπώνεται στον πλούτο των αρχαιολογικών και ιστορικών μνημείων της. Όπως έδειξαν ανασκαφές στο Β.Δ. τμήμα της Αχαΐας, κοντά στον Άραξο, η Αχαΐα πρωτοκατοικήθηκε την Παλαιολιθική Εποχή. Πρώτοι κάτοικοι της Αχαΐας θεωρούνται οι Ίωνες και το αρχικό της όνομα ήταν Αιγιαλός ή Αιγιαλεία. Κατοικημένη ήταν και στα Μυκηναϊκά χρόνια, ενώ με την εισβολή των Δωριέων (1100 π.Χ.), Αχαιοί από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου εγκαταστάθηκαν εδώ και ίδρυσαν δώδεκα σημαντικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν το Αίγιο και η Πάτρα. Η περιοχή ονομάστηκε Αχαΐα, ενώ οι παλαιότεροι κάτοικοί της μετανάστευσαν στην Αττική και από κει στις ακτές της Μικράς Ασίας η οποία ονομάστηκε Ιωνία.
   Η Αρχαία Αχαΐα ήταν οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο μεγάλης σημασίας. Οι Αχαιοί πήραν μέρος στην ίδρυση αποικιών στην Κάτω Ιταλία (700 π.Χ.) αλλά δεν συμμετείχαν στις σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις και πολιτικά γεγονότα του 5ου αι. π.Χ. Το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της περιοχής αποτελεί η ίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 280 π.Χ., η αναδιοργάνωση δηλαδή της ομοσπονδίας των αχαϊκών πόλεων, η οποία συντελέστηκε κάτω από την απειλή της μακεδονικής επέκτασης, αλλά και σαν μία ύστατη προσπάθεια να εμποδιστεί η Ρωμαϊκή εξάπλωση στην Ελλάδα. Εσωτερικές διαφορές και διαμάχες με τις υπόλοιπος ελληνικές πόλεις αδυνάτισαν τη Συμπολιτεία με αποτέλεσμα τη διάλυσή της και την υποταγή της Αχαΐας, όπως και της υπόλοιπης Ελλάδας, στους Ρωμαίους (146 π.Χ.).
   Η διάδοση του χριστιανισμού στην περιοχή και το μαρτύριο του Απόστολου Ανδρέα - προστάτη Άγιου της Πάτρας - στην Πάτρα (68 μ.Χ.) επηρέασε σημαντικά την ιστορία της Αχαΐας. Σημαντικά χριστιανικά κέντρα άρχισαν να παρουσιάζονται. Τα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας, των ταξιαρχών και του Μεγάλου Σπηλαίου, τα οποία για πολλούς αιώνες υπήρξαν προμαχώνες της ορθόδοξης πίστης, συγκέντρωσαν ανεκτίμητους θησαυρούς του Χριστιανισμού και της τέχνης. Τη Βυζαντινή εποχή η Αχαΐα ήταν πλούσια και εύφορη και γι' αυτό δέχτηκε επανειλημμένες επιδρομές (Σλάβων, Αράβων, κ.ά.). Το 1205 περιήλθε στους Φράγκους και χωρίστηκε σε βαρονίες που ανήκαν στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας ή του Μορέως.
   Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης κατακτήθηκε από τους Τούρκους (1460). Η Αχαΐα έμεινε υπό Τουρκική κατοχή (εκτός από μικρά διαστήματα που την κατείχαν οι Ενετοί) μέχρι την Επανάσταση του 1821, στην οποία η Αχαΐα πρωτοστάτησε. Στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, κοντά στα Καλάβρυτα, υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης, ενώ το κάστρο της Πάτρας ήταν από τα πρώτα που πολιόρκησαν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Η Πάτρα απελευθερώθηκε το 1828 από γαλλικό απελευθερωτικό στράτευμα με επικεφαλής το στρατηγό Μεζόν. Έκτοτε η περιοχή ακολούθησε τις τύχες της υπόλοιπης Ελλάδας. Μεγάλες καταστροφές, αλλά και σημαντική παρουσία στον απελευθερωτικό αγώνα, γνώρισε και στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχία Αχαΐας


Κλέφτες και αρματολοί της Αχαϊας

  Μεγάλο στήριγμα των υπόδουλων συμπατριωτών μας κι ελπίδα για τη λύτρωσή τους από τους Τούρκους έδιναν οι κλέφτες κι αρματολοί που αγωνίζονταν εναντίον των κατακτητών. Η διαμόρφωση του εδάφους του τόπου μας, με τους ορεινούς όγκους, τις πλαγιές, τα δάση και τις λαγκαδιές, ευνοούσε τις κινήσεις και τη δράση τους. Πολλές φορές έκαναν επιθέσεις για να τιμωρήσουν ή να εκδικηθούν τους Τούρκους κι έπειτα γύριζαν στα απάτητα λημέρια τους για να κρυφτούν και να ετοιμάσουν καινούργιο κλεφτοπόλεμο.
  Δεκάδες κι εκατοντάδες ήταν οι ελεύθεροι αυτοί αγωνιστές που κυριαρχούσαν κατά την τουρκοκρατία στις ορεινές περιοχές του νομού μας και ιδιαίτερα στο Παναχαϊκό, το οποίο ονομαζόταν "όρος των κλεφτών". Ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ κατά την τελευταία τουρκοκρατία, γι' αυτό όταν ήρθε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού, η Αχαΐα διέθετε εμπειροπόλεμους μαχητές αποφασισμένους να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα για τη λευτεριά της πατρίδας τους.
  Ονομαστοί κλέφτες κι οπλαρχηγοί από την επαρχία των Πατρών αναφέρονται : ο Γιάννης Γιαννιάς, γιος του Παπανδρέα από την Ποροβίτσα και ο γιος του Γιώργος, ο Θανάσης Καρίβερος, ο Χρ. Καραχάλιος, ο Θανάσης Τζούνης, ο Γκότσης, ο Κουμανιώτης, κι άλλοι. Από την περιοχή της Βοστίτσας ονομαστός κλέφτης αναδείχτηκε αρχικά ο Περδικούλας κι αργότερα πολλοί άλλοι. Από την επαρχία Καλαβρύτων, την περισσότερο ορεινή του νομού, σπουδαίοι κλέφτες - οπλαρχηγοί αναδείχτηκαν οι Πετμεζαίοι, οι Λεχουρίτες, οι Σολιώτες, οι Χονδρογιανναίοι, οι Στριφτομπολαίοι, οι Παπαδαίοι, ο Σκαλτσάς κι άλλοι οι οποίοι έδρασαν κι έξω από την επαρχία τους. Ο λαός ύμνησε τα κατορθώματα των κλεφτών και τα αποθανάτισε στο είδος εκείνου του δημοτικού τραγουδιού που λέγονται κλέφτικα.
  Στα κλέφτικα τραγούδια ο δημοτικός ποιητής μπορεί να αναφέρεται σ' έναν μονάχα κλέφτη, σ' ένα μόνο περιστατικό της ζωής του, συνήθως ηρωικό ή σε νίκη του ή στο θάνατό του. Στο κλέφτικο τραγούδι που παραθέτουμε, ο λαός της Ποροβίτσας (Δροσιάς Τριταίας) και της Αχαΐας αναφέρεται στον πατέρα Γιαννιά, γιο του λεβεντόπαπα Παπανδρέα, ο οποίος έδρασε κι έξω από την Αχαΐα.
Εμείς καλά καθόμαστε εδώ στον ξένο τόπο
Κι αν μας πειράξουν τίποτε της Πάτρας οι αγάδες,
Τότε να μας γνωρίσουνε, τότε να μας ιδούνε,
Να ιδούν το Γιάννη του παπά, το γιο του Παπανδρέα,
Πώς πιάνει σκλάβους ζωντανούς, σκλάβους κοτζαμπασήδες,
Πιάνει και τον Μεχμέτ αγά της Πάτρας βοϊβόδα.
  Στην Πάτρα η πλατεία που είναι στο τέρμα της οδού Γούναρη ονομάζεται από το 1928 "πλατεία Γιαννιά". Στο χώρο της πλατείας αυτής ο δήμος Πατρέων με τη γενναία χορηγία σημερινού συντοπίτη του καπετάν Γιαννιά, μέλους του Συλλόγου Τριταιιτών Πατρών, έστησε επιβλητικό ανδριάντα του ήρωα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ακράτας


Ο Ιμπραήμ στην Αχαϊα (1825-26)

  Τον Οκτώβριο ο Ιμπραήμ διέσχισε την Ηλεία κι έφτασε στην Πάτρα μέσω Γαστούνης, εξουδετερώνοντας κάθε αντίσταση στο δρόμο του. Απ' όπου περνούσε σκορπούσε τον αφανισμό και την ερήμωση. Στο τέλος Δεκεμβρίου (1825) πέρασε στο Μεσολόγγι για να βοηθήσει τον Κιουταχή στην κατάληψη της πόλης. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ, νικητής, επέστρεψε στην Πάτρα στο τέλος Απριλίου 1826. Ένα μέρος του στρατού του (1.500 άνδρες) το έστειλε στη Μεσσηνία μέσα από τη Γαστούνη και την Ηλεία, ενώ ο ίδιος με 9.000 άνδρες κατευθύνθηκε προς τα Καλάβρυτα με σκοπό να φθάσει στην Τρίπολη. Στις 4 Μαΐου, καίγοντας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας, έφτασε στη μονή της Αγίας Λαύρας την οποία κατέκαψε, αγναντεύοντας με ευχαρίστηση το θέαμα. Την άλλη μέρα ο Ιμπραήμ, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, έφτασε στα Κλουκινοχώρια της Αιγιάλειας, στους πρόποδες του Χελμού. Εκεί, στην οχυρή θέση Καστράκι, αποφάσισαν να αντισταθούν οι οπλαρχηγοί Ν. Σολιώτης και Γκολφίνος Πετμεζάς, για να προστατεύσουν τα 2.000 γυναικόπαιδα της περιοχής που είχαν καταφύγει στις πλαγιές του Χελμού. Οι Τουρκοαιγύπτιοι του Ιμπραήμ επιτέθηκαν με σφοδρότητα και μετά από φοβερή μάχη με σημαντικές απώλειες κι από τους δύο αντιπάλους, ανάγκασαν τους Έλληνες να υποχωρήσουν. Στράφηκαν μετά με αγριότητα εναντίον του άμαχου πληθυσμού σφάζοντας κι αιχμαλωτίζοντας όσους έβρισκαν στις σπηλιές, ενώ όσοι έφευγαν, προτιμούσαν να πέφτουν από τα βράχια παρά να πιαστούν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους. Οι απολογισμός από την επιδρομή αυτή του Ιμπραήμ ήταν φοβερός για τους Έλληνες. Πάνω από χίλιοι ήταν οι νεκροί και περισσότεροι από 200 οι αιχμάλωτοι, ανάμεσα στους οποίους και η οικογένεια του γενναίου αγωνιστή Σολιώτη. Έτσι, η περιοχή αυτή της Αχαΐας, όπου έπεσαν οι πρώτες τουφεκιές του αγώνα, έδωσε μετά από πέντε έτη μια ακόμα προσφορά θυσίας που συγκίνησε και παραδειγμάτισε πολλούς.
  Από τα Κλουκινοχώρια ο Ιμπραήμ έστειλε 600 ιππείς να κυριεύσουν τη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου είχε οχυρωθεί ο Ν. Πετμεζάς με 150 άνδρες. Όμως από τον αδιάκοπο πυροβολισμό αυτών των λιγοστών υπερασπιστών της μονής, δόθηκε η εντύπωση στους εχθρούς ότι περιμένουν μεγάλες ενισχύσεις και γι' αυτό οπισθοχώρησαν άπρακτοι. Στην πορεία τους προς την Τρίπολη λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Ζαρούχλα, την Περιστέρα, το Σόλο και την Κερπινή.
  Ο Κολοκοτρώνης, μη μπορώντας να παραταχθεί σε κανονική μάχη απέναντι στον Ιμπραήμ, τον παρακολουθούσε και του έκανε κλεφτοπόλεμο, προξενώντας του φθορές.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ακράτας


Ο θρύλος της αρπαγής των κατοίκων του Παλαιοχωρίου

ΒΙΛΙΑ (Κωμόπολη) ΑΤΤΙΚΗ
  Μια ηλιόλουστη μέρα 23 Απριλίου (όπως αναφέρει η παράδοση) γιορτή του Αγίου Γεωργίου όλοι σχεδόν οι τότε κάτοικοι ντυμένοι με τα καλά τους έπιναν και γλεντούσαν αμέριμνοι. Ένας άγνωστος γέροντας από το πρωί γυρνούσε στο χωριό. Κανείς δεν τον υποπτεύθηκε και όλοι τον φίλεψαν και τον έβαλαν στο χορό. «Ανθρωπος του Θεού» είναι, έλεγαν. Μπήκε μπροστά και "έσερνε" αυτός τον χορό. Όλη μέρα στο χορό και το βράδυ στο γιαλό" και όλοι μαζί οι χορευτές επαναλάμβαναν μαζί το θλιβερό τραγούδι. Τη νύχτα όταν άπλωσε το σκοτάδι όλοι οι κάτοικοι κουρασμένοι από το γλέντι παραδόθηκαν στον ύπνο. Το χωριό ξαφνικά περικύκλωσαν οι πειρατές ή αλλιώς «φούστες» όπως λεγόντουσαν τότε. Ήταν κρυμμένοι στα γύρω δάση όλη μέρα και ο άγνωστος γέροντας ήταν κατάσκοπος που φρόντισε να τους κατατοπίσει ανάλογα. Οι πειρατές έδεσαν όλους όσους βρέθηκαν εκείνη την ώρα στο χωριό άνδρες, γυναίκες, παιδιά, και τους μετέφεραν στην παραλία. Από εκεί τους μετέφεραν στην Ιταλία και την Σικελία όπου και τους πούλησαν. Ακόμη και σήμερα πιστεύεται ότι σε αυτά τα μέρη υπάρχουν ακόμη απόγονοι αυτών που αρπάχτηκαν τότε. Σήμερα από το παλαιοχώρι σώζονται μόνο τα ερείπιά του, ενώ μόνιμος φρουρός το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου.
   Μετά την αρπαγή των κατοίκων του παλαιοχωρίου όσοι σώθηκαν το εγκατέλειψαν και έστησαν το σημερινό χωρίο τα Βίλια περίπου το 1230 (υπάρχουν και άλλες εκδοχές που αναφέρουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι στη νέα τοποθεσία των Βιλίων δεν ήταν οι διασωθέντες του παλαιοχωρίου αλλά ομάδες ανθρώπων που κατέβηκαν από την Ήπειρο και πιθανόν από την περιοχή του Σουλίου). Οι λόγοι που διάλεξαν την συγκεκριμένη θέση για το νέο τους χωριό ήταν πολλοί, καθώς τους παρείχε πολλά πλεονεκτήματα από τη παλαιότερη. Μετά από 2 αιώνες περίπου 1352 - 1402 κατέβηκαν οι Αρβανίτες στην κεντρική Ελλάδα και μια ομάδα από αυτούς εγκαταστάθηκε στα Βίλια. Η Ελληνική γλώσσα αφομοιώθηκε από τους Αρβανίτες αλλά τα αρβανίτικα ήταν η κύρια γλώσσα που χρησιμοποιούσαν όλοι τότε και αυτό για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Αυτό το γλωσσικό φαινόμενο συνέβη σε όλες τις τότε επαρχίες όπου εγκαταστάθηκαν οι Αρβανίτες.
  Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα Βίλια ήταν μια από τις σπουδαιότερες κωμοπόλεις της Αττικής. Τα Βίλια τότε είχαν 2500 κατοίκου περίπου και ήταν το κέντρο της περιοχής του μεγάλου Δερβενίου όπως ονομαζόταν η περιοχή αυτή της Μεγαρίδος. Τα Βίλια ήταν έδρα του Τούρκου Πασά και το σημερινό νηπιαγωγείο ήταν το διοικητήριο των Τούρκων.
   Οι Βιλιώτες είχαν στενή συνεργασία με τους κατοίκους της Ύδρας τόσο πριν από τον αγώνα όσο και κατά την διάρκεια αυτού. Αυτή η στενή συνεργασία υπήρχε γιατί πολλοί κάτοικοι της Ύδρας προερχόντουσαν από αυτή την περιοχή και έτσι κρατούσαν τους συγγενικούς τους δεσμούς.
  Κατά το 1821 οι Βιλιώτες μαζί με τους κατοίκους της Κοντούρας και του Μαζίου όπου ήταν μια ομάδα πολέμησαν μαζί το ίδιο γενναία. Τα Βίλια διέθεσαν τοτε πολλούς οπλισμένους και εκπαιδευμένους άνδρες. Ομάδες Βιλιωτών έφτασαν πρώτοι για βοήθεια στην πολιορκία της Κορίνθου, των Θηβών, της Χαλκίδας, της Λειβαδιάς, και της Ακροπόλεως των Αθηνών.
(πηγή από "Μονογραφία Βιλίων - Γερμενού"' του Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου)

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Βιλίων


ΒΙΣΑΛΤΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΣΕΡΡΕΣ
Βισάλτες (Η καταγωγή και η ονομασία τους)
  Οι Βισάλτες ήταν Θράκες στην καταγωγή και μιλούσαν διάφορες γλώσσες. Σχετικά με την προέλευση του ονόματος των Βισαλτών ελάχιστες πληροφορίες από τους αρχαίους υπάρχουν. Το όνομα Βισάλτης ή Βισάλτιος έλαβε το όνομά του από τον Βισάλτην τον γιο του Ηλιου και της Γης.
Θέση και έκταση
  Η αρχαία Βισαλτία ανήκε στο χώρο της αρχαίας Μακεδονίας. Αυτή βρίσκεται μεταξύ του όρους Βερτίσκος, που ήταν το δυτικό της σύνορο, του Στρυμόνα και της Κερκινίτιδος λίμνης, που ήταν το ανατολικό της σύνορο. Βρίσκεται, δηλαδή, στο γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνεται σήμερα η περιοχή της Νιγρίτας και του Σοχού. (...)
Θρησκεία Και Ζωή
  Δύο είναι οι κεντρικοί πόλοι γύρω από τους οποίους στρέφεται η ζωή των Βισαλτών και η προσπάθειά τους προς την πρόοδο και την πολιτιστική ανάπτυξη. Ο Στρυμόνας, που λατρευόταν ως θεός, θεωρούνταν θεϊκό δώρο και το λίκνο των Μαινάδων το Παγγαίο, αποτελεί το κέντρο της αινιγματικής λατρείας του Διονύσου.
  Χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνέθεταν το χρώμα της κοινωνικής ζωής των Βισαλτών ήταν ότι παρείχαν ελευθερία στις γυναίκες πριν από το γάμο, ενώ απαιτούσαν πίστη από αυτές όταν τις παντρεύονταν. Εκτός από αυτό είχαν τη συνήθεια να πουλούν ως δούλους τα παιδιά τους και να εξαγοράζουν τις γυναίκες τους με πολλά χρήματα από τους γονείς τους.
  Χρησιμοποιούσαν πολύ τον οίνο που ήταν το ιερό ποτό του θεού Διονύσου. Καλλιεργούσαν τα αμπέλια και τα δημητριακά, ενώ ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, την υλοτομία καθώς και την εξόρυξη χρυσού και αργύρου από τα ορυχεία τους,κάτι που τους έκανε πολύ πλούσιους. Πολύ διαδεδομένη ήταν και η καλλιέργεια της ελιάς.
Πολιτική Οργάνωση
  Οι Βισάλτες ήταν προικισμένοι με ψυχικά χαρίσματα, δημιούργησαν θρησκευτικές ιδέες και ήταν εργατικοί, πράγμα που μαρτυριέται από τον πλούτο που απέκτησαν. Είχαν, επίσης, ανεπτυγμένη την αγάπη τους προς τη πατρίδα. Παρόλα αυτά, ήταν ειρηνικός λαός. Όμως, όπως όλοι οι Θράκες, δεν είχαν συναίσθηση της κοινωνικότητας και της κρατικής ενότητας, έτσι ώστε το κράτος τους να έχει τη δύναμη να επιβιώσει και να αντισταθεί στους ποικίλους εχθρούς της περιοχής και κυρίως τους Μακεδόνες. Το πολίτευμα της περιοχής ήταν η Βασιλεία και ο βασιλιάς ήταν ο απόλυτος δεσπότης.
  Οι βασιλείς ήταν φορείς της υπέρτατης εξουσίας και συμπεριφέρονταν προς τους υπηκόους τους, χωρίς να δίνουν σε κανένα συλλογικό όργανο λόγο των πράξεων τους, με πράξεις που είχαν τη σφραγίδα της αγριότητας. Αργότερα όταν υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες (479 π.Χ.) διατήρησαν την αυτονομία τους από τον ίδιο το βασιλιά. Μόνο το 342 π.Χ. καταργείται η αυτονομία των λαών της Θράκης.
Οικονομία Και Πολιτισμός
  Το πεδινό του έδαφος επέτρεπε την καλλιέργεια βάμβακος που τότε ήταν περιζήτητη από τους Ευρωπαίους και θεωρούνταν πηγή πλούτου. Στην πεδιάδα των Σερρών καλλιεργούνταν, επίσης και αμπέλια. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, υπήρχαν, όμως και βαφεία, χαλκουργεία, χρυσοχοΐα, πεταλωτήρια, σιδηρουργεία.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Νιγρίτας


ΒΙΣΤΩΝΙΔΑ (Δήμος) ΞΑΝΘΗ
  Ο Δήμος Βιστωνίδας πήρε το όνομα του από την λίμνη Βιστωνίδα και από τους Βίστωνες που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή.
  Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες κατοικούσε απο τα πανάρχαια χρόνια εκεί η θρακική φυλή των Βιστώνων. Πιο συγκεκριμένα οι Βίστωνες ζούσαν στις περιοχές των οικισμών Σουνίου, Πολύσιτου, Σέλινου, Συδινής, Κουτσού και Γενισέας. Μυθικός βασιλιάς των Βιστώνων υπήρξε ο Διομήδης, ο οποίος είχε τέσσερα περίφημα άλογα. Μητέρα του Διομήδη και γυναίκα του Αρη ήταν η Βιστωνίδα από την οποία και πήρε το όνομα η γνωστή λίμνη.
  Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η περιοχή του σημερινού δήμου είχε ιδιαίτερη ιστορία και πολύ περισσότερο η έδρα του νέου δήμου Γενισέα.
  Στην αρχή πλήθη Γιουρούκων (αγροίκων νομάδων Τούρκων και Τουρκομάνων) κατέκλυσαν την πεδιάδα και αλλοίωσαν τη δημογραφική φυσιογνωμία της πεδιάδας. Δημιούργησαν δική τους πόλη τη Γένιτζε (Γενισέα) που αργότερα μετά την περίοδο της τουρκοκρατίας αναδείχθηκε σε μεγάλο θρησκευτικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της περιοχής.
  Αργότερα μετά τους μεγάλους σεισμούς του Μαρτίου και Απριλίου του 1829, οι ζημιές ήταν τεράστιες και σχεδόν ισοπεδώθηκαν τα πάντα, οπότε έπρεπε οι κάτοικοι της να ξαναρχίσουν απ'το μηδέν την ανοικοδόμηση της πόλης χωρίς καμία βοήθεια. Με τη ζωντάνια όμως που διέκρινε τους κατοίκους της (χριστιανοί κατά το πλείστον), και με την αποφασιστικότητα που επέδειξαν άρχισε σιγά σιγά μια ανοδική πορεία. Η μονοκαλλιέργεια του καπνού εξασφάλισε ιδιαίτερα υψηλά έσοδα στους κατοίκους με αποτέλεσμα αυτά να θεωρούνται τα πιο φημισμένα.
  Η έδρα των εμπορικών συναλλαγών του καπνού μεταφέρθηκε στη Γενισέα η οποία αποτέλεσε τη Μέκκα του καπνού εκείνη την εποχή. Μετά όμως από φωτιά που προκλήθηκε από τους Τούρκους, κάηκε ολοσχερώς η Γενισέα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μεταφερθεί ξανά η έδρα των συναλλαγών στην Ξάνθη.
  Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1913-1919), το χωριό ξανακάηκε ολοσχερώς και οι κάτοικοι του αναγκάστηκαν μετά την καταστροφή να μετοικήσουν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
  Τέλος κατά την Μικρασιατική καταστροφή (1922), τόσο η Γενισέα όσο και υπόλοιπη περιοχή δέχτηκαν την αθρόα συρροή των προσφύγων, οι οποίοι έφεραν μαζί τους ένα μικρό κομμάτι από τις αλησμόνητες πατρίδες, έθιμα και παραδόσεις, οι οποίες όμως σιγά σιγά τα τελευταία χρόνια δεν ακολουθούνται.
  Τα μόνα έθιμα που παρέμειναν είναι τα πανηγύρια που γίνονται προς τιμήν των Αγίων που θεωρούνται και είναι προστάτες των χωριών τους, αλλά και όλων των χριστιανών.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Βιστωνίδος


ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ (Προάστιο της Αθήνας) ΑΤΤΙΚΗ
Ο Μύθος
  Στις ακτές του Σαρωνικού κόλπου, 24 χλμ νότια της πόλης των Αθηνών, ακμάζει από τα προκλασικά χρόνια, ο Δήμος Αιξωνίδων Αλών, η σημερινή Βουλιαγμένη.
  Ο μύθος συνδέει άρρηκτα την όμορφη Βουλιαγμένη με τα νησιά των Κυκλάδων, την ιερή Δήλο και τη γέννηση Ολυμπίων θεών.
  Σύμφωνα με τον Παυσανία η Τιτανίδα Λητώ, έγκυος από τον πατέρα των θεών Δία και κυνηγημένη από τη ζηλιάρα θεά Ήρα, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τόπο να γεννήσει τα παιδιά της. Η Λητώ αισθάνεται δυσφορία από τους πόνους της γέννας και πετά τη ζώνη της πάνω από την αμμώδη και πευκόφυτη λεπτή λουρίδα γης, με παραλίες και από τις δύο πλευρές, που δεν είναι άλλη από το Λαιμό Βουλιαγμένης.
  Η περιοχή θα ονομαστεί "Ζωστήρ" από τη ζώνη που πέταξε η Λητώ ή πάντα κατά τον Παυσανία, από τα όπλα που ζώθηκε ο Απόλλωνας για να υπερασπιστεί τη μητέρα του.
Σύντομη αναδρομή
  Οι πανέμορφες ακτές της Βουλιαγμένης είχαν προσελκύσει την ανθρώπινη δραστηριότητα από πολύ νωρίς. Η "Μακρά άκρα" όπως χαρακτηριστικά ονομαζόταν η χερσόνησος του Λαιμού υπήρξε μια από τις θέσεις της Αττικής όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως κατάλοιπα ανθρώπινης κατοίκησης του τέλους της νεολιθικής εποχής (3.000 π.Χ.) Η ανθρώπινη παρουσία γίνεται ακόμα πιο αισθητή τις επόμενες εκατονταετίες στο Μικρό Καβούρι οι ανασκαφές αποκάλυψαν Πρωτοελλαδικές κατοικίες και ποσότητες οψιανού, σκληρό ηφαιστειακό υλικό το οποίο υπάρχει μόνο στη Μήλο και τη Νίσυρο και μαρτυράει θαλάσσια επικοινωνία με τα νησιά αυτά, τουλάχιστον 4.500 χρόνια πριν από σήμερα.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές
  Στους προκλασικούς χρόνους, γύρω στο δεύτερο μισό του 8ου π.Χ. αιώνα, χτίζεται στη Βουλιαγμένη ναός με τρεις βωμούς αφιερωμένους στη Λητώ, θεά της νύχτας και προστάτιδα των επίτοκων γυναικών και στα δίδυμα παιδιά της Αρτεμης και του Απόλλωνα.
  Ο ναός επεκτάθηκε μια φορά τον 6ο αιώνα π.Χ. και άλλη μια το δεύτερο μισό του 4ου. 'Όπως φαίνεται, λειτουργούσε κανονικά τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα. Στην περιοχή υπάρχει επίσης ναός αφιερωμένος στην Αθηνά, τη θεά της σοφίας, ο οποίος δεν έχει ακόμα βρεθεί. Στο Λαιμό Βουλιαγμένης, μετά από ανασκαφές, βρέθηκε το 1936-1938 οικισμός ο οποίος χαρακτηρίστηκε ιερατικός και χρονολογήθηκε γύρω στο τέλος του 6ου, αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα. Η κεντρική οικία χαρακτηρίστηκε μοναδικό παράδειγμα οικίας της εποχής. Επίσης, την ίδια εποχή βρέθηκε οχυρωματικός πύργος των Αθηναίων, ο οποίος χρονολογείται γύρω στο 429 π.Χ., όπως αναφέρεται από τον αρχαίο ιστορικό Θουκυδίδη.
  Πολλά από τα ευρήματα αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Βουλιαγμένης


ΓΑΖΙ (Δήμος) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Τα αρχαιολογικά δεδομένα που υπάρχουν στο Γάζι και τους γειτονικούς οικισμούς, αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα της περιοχής ήδη από τη Μινωική εποχή. Βόρεια του συνοικισμού, στις εκβολές του ποταμού, εκτιμάται πως ήταν το επίνειο της Τυλίσσου στη μεσομινωική ΙΙΙ και στην υστερομινωική περίοδο. Κοντά στον οικισμό βρέθηκαν μινωικά ειδώλια που σύμφωνα με τον αρχαιολόγο καθηγητή Μαρινάτο παριστάνουν μια και μοναδική Θεά, σε διάφορες ιδιότητες: Θεά των όφεων, Θεά των περιστεριών (του ουρανού και του έρωτα), Θεά του μήκωνος (της υγείας και τις ευφορίας), Θεά του πολέμου. Στον οικισμό του Καβροχωρίου αλλά και της Αγ. Μαρίνας έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα οικιστικής εγκατάστασης Υστερομινωικής ΙΙΙ, Αρχαϊκής και Ελληνιστικής περιόδου. Επίσης βρέθηκαν, τάφοι Υστερομινωικής ΙΙΙ περιόδου με κιβωτιόσχημες σαρκοφάγους (Γάζι , Σκαφιδαράς, Καβροχώρι). Τέλος, στο φαράγγι του Αλμυρού ποταμού υπάρχουν ερείπια και εκκλησίες που χρονολογούνται από το 14ο αιώνα.
Σε ιστορικά κείμενα της Ενετοκρατίας συναντάμε τις πρώτες αναφορές στους οικισμούς Γάζι, Καβροχώρι, Καλέσσα. Μνημεία της Ενετοκρατίας είναι οι Τρεις Εκκλησιές, ερείπια στο φαράγγι του Αλμυρού που χρονολογούνται από το 14ο αιώνα, το Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Φόδελε και διάφορες Ενετικές Επαύλεις που βρίσκονται διάσπαρτες στους οικισμούς της Ροδιάς, της Παντάνασσας, του Παλαιόκαστρου.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Γαζίου


ΓΑΛΑΤΑΔΕΣ (Κωμόπολη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Ο οικισμός των Γαλατάδων είναι ένας από τους παλαιότερους της περιοχής, όπως επιβεβαιώνει η παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, η οποία υπολογίζεται ότι χτίστηκε πριν το 1806, χρονολογία που αναγράφεται στην εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο μεγαλύτερο από αυτό των γύρω περιοχών και ήταν προστατευμένο από τα νερά του βάλτου που υπήρχε στη νότια πλευρά του. Έτσι, όταν το 1979 πλημμύρισε η περιοχή από τα νερά του ποταμού Μογλενίτσα, οι Γαλατάδες ήταν σαν ένα νησί μέσα σε μια λίμνη.
  Η παλιά ονομασία των Γαλατάδων ήταν Καδίνοβο. Το όνομα αυτό οφείλεται σε έναν Τούρκο δικαστή (καντής στα τούρκικα), ο οποίος έμενε στο χωριό. Το Καδίνοβο αναγνωρίστηκε ως κοινότητα στις 28-6-1918 με έδρα την Καρυώτισσα και περιελάμβανε τους οικισμούς Μπαρίνοβο (Λιπαρό), Πρίσνα (Κρύα Βρύση), Πλούγκαρ (δεν υπάρχει σήμερα), Καρυώτισσα και Λοζάνοβο (Παλαίφυτο). Σύμφωνα με την απογραφή του 1920 το Καδίνοβο είχε 390 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
  Σημαντική ήταν η συμβολή τους στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, κατά τον οποίο οι χωριανοί Μακεδονομάχοι των οικογενειών Στογιαννίδη και Χαρισιάδη συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Νασιρίδη και υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Γκόνου Γιώτα, καθορίζανε τη δράση τους κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων. Ο πατέρας του οπλαρχηγού Γκόνου Γιώτα, καταγόταν από τους Γαλατάδες και ο ίδιος είχε καλύβα-ορμητήριο στο βάλτο, στη θέση Πρίσνα. Κατά την απελευθέρωση του χωριού στις 18-10-1918 οι Τούρκοι σκότωσαν δύο Έλληνες έφιππους στρατιώτες. Οι κάτοικοι τους θάψανε στο χωριό και αφιέρωσαν ηρώο στη μνήμη τους.
  Το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από το χωριό Εξαμήλι της χερσονήσου της Καλλιπόλεως της Ανατολικής Θράκης. Το όνομα του χωριού άλλαξε σε Γαλατάδες λόγω της μεγάλης παραγωγής γάλατος που υπήρχε, καθώς η απέραντη περιοχή του βάλτου προσφερόταν για τη βόσκηση των 9.000 βοοειδών και πολλών περισσότερων αιγοπροβάτων που είχαν οι κάτοικοι. Οι Γαλατάδες αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομη κοινότητα στις 25-8-1933 και παρουσιάζουν σταθερή αύξηση του πληθυσμού. Στην απογραφή του 1928 είχαν 846 κατοίκους, το 1940 είχαν 1286, το 1961 είχαν 1684 και το 1991 είχαν 2039 κατοίκους. Σήμερα, είναι το μεγαλύτερο χωριό του Δήμου με περίπου 2300 κατοίκους.
  Στους Γαλατάδες λειτουργούσε σχολείο από τα τέλη του 19ου αιώνα με πρώτο δάσκαλο, όπως αναφέρουν οι κάτοικοι, τον Χρήστο Δούμη, ενώ από πολύ νωρίς λειτούργησε και ιατρείο με ιατρό τον κ.Τσέλιο από τη Θεσσαλονίκη. Μετά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών, στα μέσα του '30 οι κάτοικοι του οικισμού Πλούγκαρ εγκατέλειψαν το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν εξίσου στους Γαλατάδες και την Κρύα Βρύση.
  Η ιστορία των Γαλατάδων άλλαξε ριζικά τα τελευταία 35 χρόνια. Η εισαγωγή της καλλιέργειας του σπαραγγιού στους Γαλατάδες από τον Φιλοποίμην Γκράτσιο το 1970, αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη του χωριού. Η επιτυχής καλλιέργεια και η ανώτερη ποιότητα του σπαραγγιού, μετέτρεψαν τους Γαλατάδες σε "πρωτεύουσα" παραγωγής και εμπορίας του Ελληνικού σπαραγγιού και πρωτοπόρο στην εξαγωγή του σε χώρες της Ευρώπης. Τέλος, το 1998 είναι ακόμη ένα σημείο αναφοράς για τους Γαλατάδες καθώς, με βάση το σχέδιο Καποδίστρια περί συνενώσεων των κοινοτήτων, ορίστηκαν ως έδρα του νεοσύστατου Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου, συγκεντρώνοντας το σύνολο των υπηρεσιών του Δήμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΟΙ (Κωμόπολη) ΜΕΣΣΗΝΙΑ
  Πότε κτίστηκε η πόλη δεν είναι ακριβώς γνωστό, ούτε από που έλαβε το όνομά της. Στους Bενετικούς χάρτες αναφέρεται με την ονομασία "GURGULIA". Ο Φρ. Πουκεβίλ, που την επισκέφθηκε το 1805 λέει γι' αυτή: "Δεν φαίνεται αυτό το μεγάλο χωρίον να ήταν καλύτερον κατοικημένο εις την αρχαιότητα από ότι είναι επί των ειδικών μας ημερών, διότι οι ιστορικοί έχουν λησμονήσει το μέρος αυτό της χώρας το περιλαμβανόμενο μεταξύ Κυπαρισσίας και Πύλου".
  Ωστόσο στο τόπο των Γαργαλιάνων είναι βέβαιο ότι στους υστερορωμαϊκούς χρόνους (150 μ.Χ. - 950 μ.Χ.) υπήρχε μικρός οικισμός. Τούτο μαρτυρούν οι αρχαίοι τάφοι, που ανακαλύφθηκαν το 1933 καθώς και πιθοειδή ορύγματα, στη βόρεια συνοικία της πόλεως, που λέγεται "Ανεμόμυλος". Τα διάφορα ευρήματα των τάφων και των ορυγμάτων ανήκουν στην εποχή αυτή. Όμως δεν χωρεί αμφιβολία ότι ολόκληρη η περιοχή της πόλεως και σε μεγάλη έκταση του τέως δήμου Πλαταμώδους και νυν Δήμου Γαργαλιάνων ήταν κατοικημένη και στους προϊστορικούς χρόνους. Ίχνη κατοικήσεως έχουν επισημανθεί :
•Πρωτοελλαδικής περιόδου (3000 - 2000 π.Χ.) στη θέση Όρντινες, βορειοδυτικά, των σημερινών Γαργαλιάνων, σε απόσταση 7 χλμ., πάνω από τον όρμο του Λαγκουβάρδου και κοντά στη νότια όχθη του ποταμού.
•Μεσοελλαδικής περιόδου (2000 - 1600 π.Χ.) στη θέση Τσούκα 3 χλμ. ανατολικά των Γαργαλιάνων, στη θέση Καντάμο 4 χλμ. μεσημβρινά της πόλεως και στη θέση Κάναλος σε απόσταση 4 χλμ. δυτικά της.
•Υστεροελλαδικής περιόδου (1600-1400 π.Χ.) στη θέση Λαγού 7,5 χλμ. ανατολικά των Γαργαλιάνων.
•Κλασικών χρόνων στη θέση Ντάβανου 2,5 χλμ. νότια των Γαργαλιάνων
•Ελληνιστικών χρόνων στη θέση Χουχλαστή 4 χλμ. δυτικά των Γαργαλιάνων
•Ρωμαϊκών χρόνων στη θέση Βρυσόμυλος 7 χλμ. νότια των Γαργαλιάνων
•Βυζαντινών χρόνων στη θέση Κουτσουβέρι 2,5 χλμ. βόρεια των Γαργαλιάνων
  Στους ομηρικούς χρόνους όλη η περιφέρεια του Δήμου υπαγόταν στο Βασίλειο του Νέστορος. 6 χλμ. νοτιοδυτικά των Γαργαλιάνων στη θέση Διαλισκάρι στην αρχαιότητα είχε αναπτυχθεί μεγάλη και σπουδαία πόλη. Από τα διάφορα ευρήματα της περιοχής συμπεραίνεται ότι είχε κατοικηθεί από τον 4ο αιώνα π.Χ. και μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας οι Γαργαλιάνοι υπαχθήκανε στην επαρχία (ΤΈRRΙΤΟRIΟ) Αρκαδιάς του νομού Μεθώνης κι έπειτα του Νομού Μεσσηνίας. Σε Βενετικά έγγραφα της εποχής αυτή η πόλη μνημονεύεται με την ονομασία GARGALIANO, που κατά τον ιστορικό Παύλο Καρολίδη ετυμολογείται από το όνομα Γάργαλος ή Γαργαλιάνος και κατά τον δημοσιογράφο Μ. Ρόδα από το όνομα Βενετού εξόριστου στην περιοχή αυτή GARGALIANO.
Ιστορία (Β' Περίοδος)
  Στις αρχές της δεύτερης Τουρκοκρατίας (1715) αποπερατώθηκε ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως "Το Γενέθλιο της Θεοτόκου", που είχε θεμελιωθεί επί Βενετών. Σπουδαιότατο γεγονός της περιόδου αυτής (1715 - 1821) είναι η επανάσταση των υποδούλων Ελλήνων κατά των Τούρκων το έτος 1770, η οποία υποκινηθείσα υπό της Ρωσίας, αλλά μη υποστηριχθείσα από επαρκείς Ρωσικές δυνάμεις, απέτυχαν (Ορλωφικά). Προς καταστολή της επαναστάσεως εκείνης ο Τούρκος στρατάρχης Μουσταφά πασάς ξεκίνησε από την Λάρισα κατήλθε μέχρι της Τριφυλίας και, αφού κατέπνιξε και εκεί την επανάσταση, προχώρησε από την Κυπαρισσία προς τους Γαργαλιάνους, οπού στρατοπέδευσε με 20.000 πεζούς και ιππείς Τούρκους και Αλβανούς. Ακολούθως διευθύνθηκε προς Νεόκαστρο (Πύλο).
  Στο τέλος του 18ου αιώνος αναδεικνύεται προύχοντας των Γαργαλιάνων και μοραγιάν βιλαετλής (αρχών του Μορέως) ο πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως Ανθιμος Ανδριανόπουλος. Ο αδελφός αυτού Ιωάννης ή Αναγνώστης υπηρέτησε στo Ρωσικό στρατό και ανήλθε μέχρι του βαθμού του μαγιόρου (ταγματάρχη). Κατά την εποχή αυτή το απέναντι των Γαργαλιάνων έρημο νησί Πρώτη έχει αποβεί ορμητήριο αγρίων πειρατών, ντόπιων και ξένων, οι οποίοι βρίσκουν καταφύγια στους όρμους, τους βράχους και τις σπηλιές. Η ασφάλεια της χώρας έχει διαταραχθεί από την εποχή των Ορλωφικών. Κατά την εποχή αυτή οι Γαργαλιάνοι ήταν έδρα κατή Οθωμανού, δηλαδή δικαστού. Έχουμε έγγραφες πληροφορίες, ότι ο Αλβανός κατής των Γαργαλιάνων καρατόμησε (αποκεφάλισε) αυθαίρετα, το έτος 1770 (6) έξι αθώους Γαργαλιανιώτες.
  Στις παραμονές της Μεγάλης Επαναστάσεως οι Γαργαλιάνοι έχουν 1.000 κατοίκους, τα σπίτια είναι σκεπασμένα με κόκκινα λαμπερά κεραμίδια και έχουν κήπους φυτεμένους μέσα στους οποίους υψώνονται κυπαρίσσια γεμάτα χάρη. Ο Πουκεβίλ μας δίνει την εξής περιγραφή του τοπίου: "Γήλοφοι σκεπασμένοι με αμπέλια, μία σκηνή αλσών γραφικών, η γλυκύτης ενός αέρος αρωματισμένου από αμέτρητα ευώδη φυτά, η ωραία θέα της θαλάσσης, καθιστούν την τοποθεσία αυτήν την πλέον θελκτική της χαριέσσης Μεσσηνίας".
  Το έτος 1812 στους Γαργαλιάνους δημιουργήθηκε σχολείο, με διδάσκαλο τον συγγενή και συμπολίτη του εθνομάρτυρα πατριάρχου Γρηγορίου Ε' Καλλίνικο Καστόρχην, τον μετέπειτα σχολάρχη Καλαμών και αργότερα Αρχιεπίσκοπο Φθιώτιδος και Λοκρίδας.
  Κατά την Ελληνική επανάσταση πολιτικός αρχηγός της πόλεως ήταν ο Αντώνιος Λούκας, κάτοχος μεγάλης περιουσίας, ο οποίος και εισέφερε μεγάλα ποσά για τη διεξαγωγή του αγώνα, στρατιωτικός αρχηγός ήταν ο αξιωματικός (καπετάνιος) Διονύσιος Αγαπηνός, ο οποίος υπηρέτησε σε όλο τον αγώνα, έχοντας υπό τις διαταγές του πενήντα ντόπιους πολεμιστές. Η οικογένεια των Αγαπηνών καθώς και ο Δημήτριος Παπαχριστοφίλου είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία. Απόγονος αυτού είναι ο ονομαστός οπλαρχηγός του μακεδονικού αγώνος Τέλος Αγρας, που δολοφονήθηκε από τους Βούλγαρους, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Σαραντέλος Τέλος ή Σαράντος Αγαπηνός. Στον αγωνιστή Διονύσιο Αγαπηνό απονεμήθηκε, από το βασιλιά Όθωνα, μετάλλιο και δίπλωμα εθνικής ευγνωμοσύνης.
  Αλλοι αγωνιστές της επαναστάσεως που επέζησαν και τους απενεμήθη αριστείο από τον Όθωνα αναφέρονται: Θεόδωρος Αλεξόπουλος, Δημήτριος Αναγνωστόπουλος, Ιωάννης Αναγνωστόπουλος, Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος, Θεόδωρος Βλαχαδαμόπουλος, Παναγιώτης Διακουμόπουλος, Νικόλαος Κοταράς, Αθανάσιος Κούσουλας, Αθανάσιος Κρεκούκιας, Κώστας Κριθαράς, Δημήτριος Κωνσταντίνου, Γεώργιος Νικολόπουλος, Διονύσιος Νικολόπουλος, Αθανάσιος Παντελόπουλος, Γεώργιος Παπαδημόπουλος, Αντώνιος Παπαχριστοφιλόπουλος, Γεώργιος Πετρόπουλος, Διονύσιος Πετρόπουλος, Σπυρίδων Πετρόπουλος, Γεώργιος Σκιάδας, Νικόλαος Σκουτζόπουλος, Θεόδωρος Χρονόπουλος, Δημήτριος Χριστοφιλογιαννόπουλος.
  Μετά την αποβίβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ στη Μεθώνη τον Φεβρουάριο του 1825, οι Γαργαλιάνοι λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, αποβαίνουν τόπος διέλευσης πολεμιστών κατευθυνομένων προς το Νεόκαστρο (Πύλο) και το Παλιό Ναβαρίνο.
  Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης κατά διαταγή της Κυβερνήσεως σπεύδει προς τα κινδυνεύοντα φρούρια και όταν φθάνει στους Γαργαλιάνους, ενεργεί στρατολογία. Από τη προθυμία των προσελθόντων από την περιφέρεια των Γαργαλιάνων 1600 ανδρών συγκινημένος ο Μακρυγιάννης γράφει: "Τέτοιοι αγαθοί πατριώτες είναι αυτείνοι οι μικροί φιλόπατροι". Εδώ συναντήθηκε με τον αδελφό του Πετρόμπεη, Κατζή και αφού εκκλησιάσθηκε και κοινώνησε μεσάνυχτα στο Ναό της Παναγίας αναχώρησε για το Ναβαρίνο.
  Από το 1825 μέχρι το 1828 κατά τις επανειλημμένες επιδρομές του Ιμπραήμ στην Τριφυλία, ο στρατός του λεηλάτησε, πυρπόλησε και κατάστρεψε τους Γαργαλιάνους και τα περίχωρα, όπως και όλη την πεδινή Τριφυλία. Συγκεκριμένα την 23η Μαΐου 1825 ο ίδιος ο Ιμπραήμ με τον στρατό του αναχώρησε στις 7 το πρωί από τα Φιλιατρά ήρθε στους Γαργαλιάνους και αναχώρησε μέσω της Λαγουδίστης (Χώρα) στο Νιόκαστρο και Μεθώνη. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν καταφύγει, στα Κοντοβούνια, Σουλιμοχώρια και Ζούρτσαν κατά διαταγή της Κυβερνήσεως. Στις 7 Οκτωβρίου 1825 ο Ιμπραήμ με 23 χιλιάδες στρατό εισέβαλε από την Πύλο στην πεδινή Τριφυλία και την λεηλάτησε μέχρι την Κυπαρισσία και την ορεινή Τριφυλία. Νέα εισβολή ενήργησε ο αιγυπτιακός στρατός από το Νεοκάστρου στη Τριφυλία την 28η Οκτωβρίου 1827, κατά την οποία λεηλατήθηκαν πάλι μαζί με όλα τα μέρη και οι Γαργαλιάνοι και σκοτώθηκαν όσοι βρεθήκαν εκεί, άοπλοι και αδύναμοι. Στον Ιερό Ναό της Παναγίας σώζεται εικόνα η οποία φέρει τα ίχνη της θηριωδίας του. Πολλές οικογένειες της πόλεως, ιδίως γυναικόπαιδα, σε όλη την διάρκεια της επαναστάσεως είχαν καταφύγει στα Επτάνησα και μάλιστα στη Ζάκυνθο, απ' όπου επέστρεψαν μετά την απελευθέρωση.
  Με τις συχνές αυτές επιδρομές του Ιμπραήμ δοκιμάσθηκε σκληρότατα ο πληθυσμός της πόλεως. Τα σπίτια ήταν καμένα και τα κτήματα κατεστραμμένα. 'Ήταν αναγκασμένος να τα δημιουργήσει από την αρχή χωρίς χρήματα, χωρίς εισοδήματα. Για αυτόν το λόγο μετά την απελευθέρωση οι κάτοικοι απευθύνθηκαν στην Κυβέρνηση ζητώντας οικονομική ενίσχυση για τις γεωργικές τους ανάγκες.
  Μετά την απελευθέρωση, τον Φεβρουάριο του 1829, επισκέπτονται τους Γαργαλιάνους τα μέλη της Γαλλικής επιστημονικής αποστολής, που ακολουθούσε τον στρατάρχη Ν. ΜΑΙSOΝ, προερχόμενο από το Ναβαρίνο. Οι Γάλλοι ενθουσιασμένοι από την υποδοχή γράφουν στην Έκθεση τους : "Εις τους Γαργαλιάνους θα εκάμνομεν πλήρη την γνωριμία ημών με τους εντοπίους (δηλαδή τους Έλληνας) και θα ησθανόμεθα την υποχρέωσιν να επανορθώσωμεν αμέσως την κακήν εντύπωσιν, την οποίαν είχομεν παρακινηθεί να σχηματίσωμεν, επειδή ηκούομεν αυτούς να συκοφαντούν και επειδή παντού σχεδόν δεν είχομεν ακόμη συναντήσει παρά μόνον επαίτας, ανυπόφορους και ρυπαρούς". Η "Εκθεση" αυτή των Γάλλων, μας πληροφορεί ότι από τους 1000 κατοίκους των Γαργαλιάνων επέζησαν από τον Αγώνα μόνον 250.
  Μετά την απελευθέρωση οι Γαργαλιάνοι διαρκώς προάγονται. Ο βασιλιάς Όθων επισκέφθηκε τους Γαργαλιάνους στις 4 Οκτωβρίου 1833, και έμεινε εις την οικία του Διονυσίου Σκυλοδήμα, και στις 14 Φεβρουαρίου 1838 με την Αμαλία, και έμεινε στην οικία του αγωνιστή και δημογέροντα Θεοδώρου Αλεξοπούλου.
  Το κυριότερο προϊόν της πόλης ως τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ήταν η σταφίδα, η παραγωγή της οποίας είχε φθάσει τα 9.000 ενετικά χιλιόλιτρα.
  Οι Γαργαλιάνοι αρχίζουν κυρίως να αναπτύσσονται μετά το 1850, όπου και πολλαπλασιάζονται από χρόνο σε χρόνο οι σταφιδοφυτείες, αλλά από το έτος 1893 το εμπόριο της σταφίδας αντιμετωπίζει πολλές κρίσεις, και οι Γαργαλιανιώτες από τότε αρχίζουν να μεταναστεύουν στην Αμερική. Μεταξύ των μεταναστών αυτών είναι και ο Θεόφραστος Σπύρου Αναγνωστόπουλος, ο οποίος αναχώρησε από τους Γαργαλιάνους το έτος 1906 και εγκαταστάθηκε στη Βαλτιμόρη της Αμερικής, που γέννησε το 1918 τον μετέπειτα αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Σπύρο Αγκνιου. Στη νεώτερη Ιστορία των Γαργαλιάνων και του έθνους μας ολόκληρου ως εξέχουσα μορφή προβάλλει ο νεαρός Γαργαλιανιώτης ανθυπολοχαγός και Μακεδονομάχος αρχηγός, καπετάν Τέλος Αγρας (Σαράντης Αγαπηνός). Αξιοι αναφοράς είναι οι εικονογράφοι Ιωάννης Γ. Ταμπάκης και Αλέξανδρος Αθ. Διακουμόπουλος από τους Γαργαλιάνους.
  Κατά τους τελευταίους πολέμους (1912 - 1913, 1918 - 1922, 1940 - 1944) από την ολοκλήρωση της Εθνικής αποκατάστασης πλήρωσε και η πόλη των Γαργαλιάνων αρκετό φόρο αίματος.
  Τους τελευταίους χρόνους μέγας ευεργέτης των Γαργαλιάνων ανεδείχθη ο Δημήτριος Βασιλείου Μπρίσκας, αδελφός του καθηγητή Πανεπιστημίου των Παρισίων, Σωτηρίου Μπρίσκα. Για τα χρήματα, τα οποία έστειλε από την πόλη FORT LAUDERDALE της Αμερικής, κτίστηκαν η Μπρίσκειος Δημοτική Βιβλιοθήκη και το Δημοτικό Γυμναστήριο των Γαργαλιάνων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Γαργαλιάνων


Ματιές στην ιστορία

ΓΕΩΡΓΙΟΥΠΟΛΗ (Δήμος) ΧΑΝΙΑ
  Ιστορικά στοιχεία για την περιοχή εμφανίζονται από την μινωική εποχή. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν έναν τάφο Μινωικου τύπου στον Κάστελλο και ευρήματα λατρευτικών χώρων στο σπήλαιο "Κορακιά". Αρχαιολογικές τοποθεσίες έχουν εντοπιστεί επίσης στις περιοχές νότια του οικισμού Γεωργιούπολης όπου βρισκόταν η αρχαία Αμφιμάλλα, ανατολικά του οικισμού Δραμιών (αρχαία Υδραμία ή Υδράμιο). Η αρχαία αυτή πόλη ήταν κτισμένη στον γήλοφο Κεφάλα και ήταν το επίνειο της αρχαίας πόλης Λάππας (σημερινή Αργυρούπολη). Τα αρχαιολογικά ευρήματα, που φυλάσσονται στο μουσείο Χανίων, δείχνουν ότι η πόλη υπήρχε κατά την υστερομινωϊκή ή μετανακτορική περίοδο (1580-1100 π.Χ.) και εμφάνισε την μεγαλύτερη ακμή της κατά την ρωμαϊκή περίοδο. Τέλος, στον οικισμό "Κάβαλλος" βόρεια της λίμνης βρέθηκαν υπολείμματα ρωμαϊκής εποχής, ενώ στις όχθες της τοποθετείται η ύπαρξη ιερού αφιερωμένου στην Κορησία Αθηνά.
  Κατά την περίοδο του Βυζαντίου την περιοχή διοικούσε η αρχοντική οικογένεια των Μελισσινών. Σημαντική δράση στην περιοχή φαίνεται ότι ανέπτυξε κατά τον 11ο αιώνα ο μοναχός Ιωάννης Ξένος που ίδρυσε στην περιοχή των Δραμιών την Μονή του Αγίου Γεωργίου (Δούβρικα). Μέσα από τη διαθήκη του ο καλόγερος, δίνει πολύτιμες πληροφορίες σε σχέση με την ανάπτυξη της αμπελουργίας, της μελισσοκομίας και τη φύτευση των περιβολιών στην περιοχή του ποταμού Μουσέλλα. Από τις αρχές του 13ου αιώνα η Κρήτη περιέρχεται στην επιρροή των Βενετών. Στη βιβλιογραφία αναφέρονται τα ονόματα των οικισμών που υπήρχαν τότε: Azogeromuri, Chrussopoli, Castelo, Mathe, Flachi, Dramia, Curna, Calamitsi Amigdalu. Τότε οι οικισμοί που ήταν σε ανάπτυξη βρίσκονταν στα ορεινά και σε τέτοια σημεία που να έχουν φυσική άμυνα (κορυφές λόφων). Ο κόλπος του Αλμυρού ήταν ιδανικό σημείο για στρατιωτική απόβαση, γι' αυτό και οι Βενετοί έκτισαν οχυρό εκεί.

Από το ιερό της Κορήσιας Αθηνάς, στα "κακόφημα" στενά του Αρμυρού
  Το φρούριο του Αλμυρού, αποτέλεσε το επίκεντρο πολλών διεκδικητικών μαχών κατά τους επόμενους αιώνες με στόχο την κατάκτηση της περιοχής, μέχρι την καταστροφή του το 1821 από τους Κρητικούς επαναστάτες. Κατά τη διάρκεια της δικής τους κυριαρχίας οι Τούρκοι, έκτισαν με τις πέτρες των ερειπίων αυτού του φρουρίου άλλο οχυρό, κοντά στο προηγούμενο, για να κατεδαφιστεί κι αυτό αργότερα. Η περιοχή γύρω από τα ερείπια των δύο φρουρίων ονομάστηκε "Καστελλάκια" ή "Παλιοκάστελλα". Το κακόφημο "Στενό του Αλμυρού" στις εκβολές του ποταμού, έγινε καταφύγιο ληστών και λαθρεμπόρων και κανείς περαστικός δεν γλύτωνε απ΄τα χέρια τους. Μάλιστα λέγεται ότι εκεί γινόταν μαύρη αγορά της τουρκικής χρυσής λίρας. Ο ποταμός ήταν πλωτός κι οι εκβολές του προσέφεραν καταφύγιο σε μικρά ιστιοφόρα, μέχρι και 500 μέτρα από τη θάλασσα, ενώ στα βόρειά τους υπήρχε όρμος όπου ελλιμενίζονταν ιστιοφόρα και μικρά ατμόπλοια. Στα ανατολικά, σ΄ένα μικρό νησάκι που σήμερα ενώνεται με τη στεριά πριν από ένα περίπου αιώνα, ένας ναυτικός έκτισε το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, προστάτη των θαλασσινών. Στα νότια και στα δυτικά της περιοχής αυτής, αλλεπάλληλα οχυρωματικά έργα των τούρκων και των επαναστατών, μαρτυρούν την πολύπαθη ιστορία του τόπου.

Μια πόλη που αναδύθηκε απ' το βάλτο
  "Οσο βλέπει το μάτι, δέντρα πολλά και θάμνοι υψηλοί και αειθαλείς, αλλά και βούρλα τεράστια και βατράχια χιλιάδες, οι ντελάληδες της ελονοσίας". Ετσι περιγράφει ένας Ευρωπαίος περιηγητής του 19ου αιώνα την περιοχή, που από το φόβο των ληστών οι άνθρωποι άφηναν ακαλλιέργητη, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένα έλος, πηγή μιας φοβερής επιδημίας ελονοσίας που αποδεκάτισε τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Σ' αυτή την ερημιά το 1880, φτάνει ένας έμπορος από την Αθήνα, που αντιλαμβάνεται την αξία της περιοχής κι αποφασίζει να εκμεταλλευτεί τα πλούσια νερά του ποταμού για καλλιέργειες. Ο Μιλτιάδης Παπαδογιαννάκης, που είχε γεννηθεί στο Καλαμίτσι, χτίζει ένα σπίτι στα "Καστελλάκια" και προσπαθεί να πείσει τους κατοίκους των γύρω χωριών και τις αρχές, να τον βοηθήσουν να αποξηράνει το έλος και να αρδεύσει τα χωράφια. Μόνος, παρά τις αντιξοότητες, αρχίζει τις εργασίες. Σιγά σιγά έρχεται και η βοήθεια που περιμένει και μέχρι το 1893, η περιοχή προσελκύει νέους κατοίκους, αποξηραίνεται το έλος, φυτεύονται Ευκάλυπτοι και εκατοντάδες άλλα δέντρα κι εγκαινιάζεται μια μικρή πόλη, με το όνομα Αλμυρούπολη. Το 1899, σε ανάμνηση της απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Τούρκους, αλλά και της άφιξης του Αρμοστή Πρίγκηπα Γεωργίου, μετονομάζεται η Αλμυρούπολη σε Γεωργιούπολη. Αργότερα, ορίζεται ως συμπρωτεύουσα του νομού Σφακίων, με πρώτο Δήμαρχο τον ιδρυτή της, Μιλτιάδη Παπαδογιαννάκη. Το 1913 η Γεωργιούπολη είχε 503 κατοίκους. Σήμερα, ζουν στον οικισμό 1000 περίπου κάτοικοι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Γεωργιούπολης


ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ (Πόλη) ΠΕΛΛΑ
  Τα Γιαννιτσά είναι μια πόλη που βρίσκεται επί της οδού ΕΓΝΑΤΙΑ, κοντά στην αποξηραμένη πλέον λίμνη των Γιαννιτσών. Στη σύγχρονη φάση της ιστορίας της χτίστηκε από τους Οθωμανούς το 1380. Η ονομασία τους σημαίνει «Νέα Πόλη». Πάντως ο Ελληνας γλωσσολόγος Γιώργος Χατζηδάκης υποστήριξε ότι η προέλευση του τοπωνυμίου είναι ελληνική και προέρχεται από το όνομα Γιάννης
  Όμως πρόσφατες ανασκαφές έδειξαν ότι η περιοχή των Γιαννιτσών κατοικείται από τα τέλη της 7ης χιλιετίας π.Χ. και κατά τη διάρκεια των μεταγενέστερων εποχών του χαλκού, του Σιδήρου, και στην Ιστορική Εποχή. Συγκεκριμένα βρέθηκαν σπουδαίοι αρχαίοι οικισμοί στον Πενταπλάτανο και στο Αρχοντικό. Στη βυζαντινή εποχή στη θέση Παλαιά Αγορά των Γιαννιτσών υπήρχε σημαντικός οικισμός, που εκτεινόταν βορείως της Εγνατίας οδού. Ο οικισμός αυτός πιθανότατα ονομαζόταν Βαρδάρι.
  Τα Γιαννιτσά θεωρούνταν από τους μουσουλμάνους ιερή πόλη, διότι εκεί τάφηκε ο Τούρκος στρατηγός Χατζή Εβρενός μπέης και οι απόγονοί του, καθώς και ο σείχης Ιλαχή. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Η οικονομία της στηριζόταν στη γεωργική παραγωγή, στην αλιεία από τη λίμνη και το εμπόριο. Πληροφορίες αναφέρουν ότι στις αρχές του 19ου αι. η πόλη είχε 10.000 κατοίκους, ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνα κατοικούνταν από 7.500 μουσουλμάνους και 5.600 χριστιανούς, συγκεντρωμένους κυρίως στην Ανω Πόλη. Η βυθοκόρος "Αξιός" κατά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών.
  Στις αρχές του 20ου αι. και κυρίως στο διάστημα 1904-1908 η λίμνη των Γιαννιτσών αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα πεδία του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού. Η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της "Τα Μυστικά του Βάλτου" αφηγείται τα γεγονότα της εποχής. Μάλιστα πολλοί Γιαννιτσιώτες είχαν ενταχθεί και πολέμησαν στα ελληνικά σώματα. Η πόλη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 20 Οκτωβρίου 1912, στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου, μετά από διήμερη αποφασιστική μάχη με τον οθωμανικό στρατό.
  Μεγάλη ώθηση στην οικονομία της πόλης και της γύρω περιοχής έδωσε η εγκατάσταση προσφύγων από τη Μικρασία του Πόντου, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία, το 1922, καθώς και η αποξήρανση της λίμνης στο διάστημα 1933-1936 από την εταιρία Foundation Company. Η αποξήρανση έδωσε για καλλιέργεια 290.000 στρέμματα γης στα οποία εγκαταστάθηκαν 6.850 οικογένειες.
  Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πολλοί κάτοικοι της πόλης και της γύρω περιοχής έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κυρίως μέσα από τις τάξεις του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Όμως η αντιστασιακή δράση προκάλεσε την αντίδραση των Γερμανών, οι οποίοι στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 εκτέλεσαν 120 περίπου κατοίκους και έκαψαν μεγάλο μέρος της πόλης. Τα Γιαννιτσά απελευθερώθηκαν από τους Γερμανούς στις 17-18 Οκτωβρίου 1944.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Γιαννιτσών


Η Γιάννουλη (Προϊστορικά - Ιστορικά Στοιχεία)

ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ (Κωμόπολη) ΛΑΡΙΣΑ
Η αρχαιλογική έρευνα από τις αρχές ήδη του αιώνα μας έχει αποδείξει ότι η περιοχή της Γιάννουλης κατοικείται από τη Νεολιθική εποχή. Υπήρχαν μάλιστα στην περιοχή οι παρακάτω Νεολιθικοί οικοισμοί:
1) Ο ο ι κ ι σ μ ό ς στη Μαγούλα - βορειοδυτικά του οικισμού. Στη θέση αυτή βρέθηκε κεραμεική της αρχαιότερης νεολιθικής εποχής, της νεότερης και της εποχής του χαλκού.
2) Ο ο ι κ ι σ μ ό ς στη Μαγούλα βρίσκεται 500μ. νότια-νοτιανατολικά της Γιάννουλης στα δεξιά του δρόμου Λάρισας - Τυρνάβου. Η κεραμεική που βρέθηκε εδώ είναι της νεότερης νεολιθικής εποχής, των ιστορικών χρόνων και της μεταβυζαντινής εποχής, γεγονός που αποδεικνύει ότι η ζωή συνεχίστηκε εδώ για πολλούς αιώνες.
3) Ο ο ι κ ι σ μ ό ς στη Μαγούλα της Παιδόπολης, 1,5 χλμ. Στα νοτιανοτιοανατολικά της Γιάννουλης. Η κεραμεική του οικισμού αυτού είναι της εποχής του χαλκού, της ελληνιστικής και της μετα-βυζαντινής εποχής.
4) Ο ο ι κ ι σ μ ό ς στη Μαγούλα Μάρμαρα, στα ανατολικά του δρόμου Γιάννουλης-Αμπελώνα. Η κεραμεική του οικισμού είναι ποικίλη από την αρχαιότερη νεολιθική, τη νεότερη νεολιθική και την ελληνιστική εποχή.
5) ο ο ι κ ι σ μ ό ς στη Μαγούλα, πρόχωμα του Καραβίδα 1,2 περίπου χιλιόμετρα στα νοτιοδυτικά της Γιάννουλης. Η κεραμεική της θέσης είναι της νεότερης Νεολιθικής, της Εποχής του χαλκού και της κλασσικής εποχής.
  Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ζωή εδώ συνεχίστηκε για πάρα πολλούς αιώνες. Πρώτη γραπτή μαρτυρία του τοπωνυμίου Γιάννουλη έχουμε στον κώδικα της Μητρόπολης της Λάρισας, όπου σε φύλλο αυτού του κώδικα έχει καταχωρηθεί το διαζύγιο κάποιας Μαλάμως από το χωριό Γιαννόγλου. Η Μαλάμω αητή είχε παντρευτεί το Νικόλαο Γουνιτζιώτη πριν το έτος 1691.
Από την υπόθεση του διαζυγίου αυτού εξάγεται το συμπέρασμα ότι το αρχικό όνομα του οικισμού ήταν Γιάννογλου και ότι αυτός ιδρύθηκε πριν από το 1691.
  Η μορφή του τοπωνυμίου δηλώνει ότι η περιοχή ήταν ιδιοκτησία κάποιου μεγαλοκτηματία που ονομαζόταν Γιάννογλου και που όπως δείχνει το επώνυμό του ήταν Έλληνας. Τα χρόνια της τουρκοκρατίας κατοικούνταν οι δύο μαγούλες στα νότια-νοτιοανατολικά της Γιάννουλης, αλλά από μαρτυρία ενός Αθηναίου δημοσιογράφου προκύπτει ότι στην ευρύτερη περιοχή της Γιάννουλης υπήρχαν άλλοι τρεις οικισμοί, το Κιόσκι, το Οτζά-κιοϊ και το Μπαμπά Οτζάκ.
  Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους το 1881 ολόκληρος ο Θεσσαλικός κάμπος ήταν μοιρασμένος σε μεγάλες ιδιοκτησίες (τσιφλίκια), τα οποία οι Τούρκοι τσιφλικάδες πούλησαν σε Έλληνες κεφαλαιούχους, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο το ιδιοκτησιακό καθεστώς άθικτο και μετά την απελευθέρωση.
  Την ίδια εποχή έρχεται στην Ελλάδα από την Ρουμανία ο Παναγής Χαροκόπος πλούσιος Έλληνας με σημαντικό φιλανθρωπικό έργο και αγοράζει έξι μεγάλα αγροκτήματα (τσιφλίκια) στη Θεσσαλία. Αναθέτει δε τη διεύθυνση αυτών στον αδελφό του Σπύρο.
  Το έτος 1899 ο Παναγής Χαροκόπος, αγοράζει το τσιφλίκι της περιοχής μας από τον Ουσαμπενδίν Μπεή Χασάν Βέη, κτηματία και σύμβουλο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιοκτησίας του ίδιου κατά το ήμιση και της αδερφής του Σαντικαί Χανούμ κατά το έτερο ήμιση, με το τίμημα των 8.000 χρυσών λιρών Τουρκίας η δραχμών 280.000. Το τσιφλίκη ήταν έκτασης 14.343 τουρκικών στρεμμάτων και συνόρευε από γύρω με τις περιφέρειες των χωριών, Γιάννουλη, Βέη Τατάρ, Καζακλάρ της επαρχίας και του Δήμου Τυρνάβου. Κολούρι και Καλυβίων της πόλης και του Δήμου Λάρισας, περιλάμβανε δε την περιοχή την εντός των περιφερειών των χωριών Τατάρ, Γιάννουλης και λοιπών γειτονικών χωριών.
  Το έτος 1902 ο Παναγής Χαροκόπος αρχίζει την ανοικοδόμηση του πύργου, αρχιτέκτων είναι ο Μεταξάς. Το κονάκι αποτελείται από το συγκρότημα των αποθηκών, τον ορνιθώνα, τον ανεμόμυλο με τις δεξαμενές και τα ξηραντήρια και το κυρίως κτίριο με τους βοθητικούς χώρους. Το κυρίως κτίριο βρίσκεται στη μέση ενός οικοπέδου που περικλείεται με ψηλό λιθόκτιστο μανδρότοιχο από την ανατολική πλευρά, με αποθήκη, στάβλους, αρτοποιείο, αμαξοστάσιο, πλυντήριο, γραφείο, οικία, υπόστεγο από τη βόρεια και δυτική πλευρά του και με ψηλό κικλίδωμα από την νότια πλευρά. Αποτελείται από δύο ορόφους, το ημιυπόγειο και έναν προεξέχοντα πύργο. Η εξωτερική μορφολογία του ακολουθεί τις κλασσικές συθετικές αρχές που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των αρχών του αιώνα μας.
  Η Γιάννουλη παρά το κοντινό της απόστασης δεν συμπεριλήφθηκε στο Δήμο της Λάρισας αλλά του Τυρνάβου, στην απογραφή του 1884 είχε 74 κατοίκους. Μετά την κατάργηση των Δήμων το 1912 ιδρύθηκε η κοινότητα της Φαλάννης στην οποία περιλαμβάνονταν και ο οικισμός της Γιάννουλης, το 1926 οι κάτοικοι της Γιάννουλης επεδίωξαν να αποσπασθούν από την κοινότητα της Φαλάννης και να υπαχθούν στο Δήμο της Λάρισας. Η νέα κατάσταση όμως κράτησε ένα χρόνο γιατί η Γιάννουλη επανήλθε στην κοινότητα της Φαλάννης όπου και παρέμεινε μέχρι τον Ιούλιο του 1933. Με το Δ. της 22.07.1933 (Φ.Ε.Κ. Α 219/1933) ο οικισμός αναγνωρίστηκε σαν αυτοτελής Κοινότητα.
  Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολικη Θράκη θα ήταν οι νέοι κάτοικοι της Γιάννουλης. ένα νέο τόπο οι ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές τους εστίες. Το 1929 πραγματοποιήθηκε η αποκατάσταση των προσφυγικών οικογενειών στον οικισμό της Κοινότητάς μας. Με την αποκατάσταση παραχωρήθηκαν στους δικαιούχους πρόσφυγες ένας γεωργικός κλήρος, ένα οικόπεδο και ένας λαχανόκηπος που λεγόταν "αυλάγας".
  Ο πληθυσμός τότε της Γιάννουλης ανέρχονταν στους 640 περίπου κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2006 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Γιάννουλης

ΓΟΜΑΤΙ (Χωριό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Λέγεται πως η ονομασία του Γοματίου προέρχεται από πρόσφυγες του όρμου Γοματίου της νήσου Λήμνου. Μία άλλη εκδοχή αναφέρει πως το όνομα « Γομάτι» προέρχεται από τον Γόματο, επιστάτη της περιοχής υπό την διοίκηση του Αγίου Όρους. Είναι γνωστή η σχέση του Γοματίου με τον Aθω, δεδομένου ότι αποτελούσε μετόχι των ιερών μονών Ιβήρων και Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους.

ΓΟΡΓΟΠΟΤΑΜΟΣ (Δήμος) ΦΘΙΩΤΙΔΑ
   Το νέο Ελληνικό Κράτος ως το 1836 ήταν διαιρημένο σε δέκα νομούς, ένας απ' αυτούς ήταν κι ο Νομός Φωκίδας και Λοκρίδας με πρωτεύουσα τα Σάλωνα (Αμφισσα). Η Φθιώτιδα αποτελούσε επαρχία. Δήμος της επαρχίας αυτής ήταν και ο Δήμος Ροδουντίων, (Από το κάστρο της Ροδουντίας, το οποίο είχαν χτίσει οι Αιτωλοί για να φρουρούν τις διαβάσεις των Θερμοπυλών. Ο Δήμος αυτός περιλάμβανε τα χωριά Παύλιανη, Γαρδικάκι, Κουμαρίτσι, Σκλήθρο, και Ομυαλό και είχε πρωτεύουσα την Παύλιανη.
  Από το έτος 1836 - 1845 το Ελληνικό κράτος διαιρέθηκε σε δέκα διοικήσεις, μια απ' αυτές ήταν και η της Φθιώτιδας και Λοκρίδας με έδρα τη Λαμία.
  Με την ένωση των δήμων Οιταίων, Ροδουντιαίων, και Δρυόπων ιδρύεται ο Δήμος Ηρακλειωτών. Ο Δήμος αυτός, ο οποίος πείρε το όνομά του από την αρχαία πόλη Ηράκλεια, με 21 χωριά είχε σαν έδρα το μεν καλοκαίρι το Μοσχοχώρι τον δε χειμώνα τα Αλπόσπιτα (Σημερινό Δ Δ. Γοργοποτάμου). Το 1911 ο Δήμος αποτελούνταν από τα χωριά Μοσχοχώρι, Αλεπόσπιτα, Βαρδάτες, Γαρδικάκι, Δαμάστα , Μονή Δαμάστας, Δέλφινο, Δρακοσπηλιά, Δυο Βουνά, Ελευθεροχώρι, Μουσταφάμπεη, Κομποτάδες, Κούβελος (Τραχίς), Κουμαρίτσι, Κωσταλέξι, Ματάκια Δυο Βουνών, Νεβρόπολη , Παύλιανη , Προκοβενίκος (Σκαμνός), Σκληθράκι, Φρατζή.
  Το 1912 αλλάζει το σύστημα διοίκησης των δήμων και δημιουργούνται κοινότητες ενός ή και 2-3 χωριών. Αργότερα το 1928 αλλάζουν τα ονόματα πολλών χωριών. Για αυτό αποφάσισε επιτροπή του Υπουργείου Εσωτερικών. Έτσι π.χ έχουμε (Μουσταφάμπεη - Ηράκλεια, μάλιστα έως το 1940 κοιν. Ηρακλείας Τραχινίας , Προκοβενίκος-Σκαμνός, Γραδικάκι - Οίτη.
  Το 1919 το Ελευθεροχώρι αναγνωρίσθηκε σε ίδια κοινότητα και αποσπάσθηκε από τα άλλα. Το 1927 ο συνοικισμός Προκοβενίκος μετονομάσθηκε σε Σκαμνός και το 1930 το Γαρδικάκι Οίτη.
  Το 1999 με βάση το Νόμο 2539/97 (Νόμος Καποδίστρια) ιδρύθηκε ο Δήμος Γοργοποτάμου. Αποτελείται από δώδεκα Δημοτικά Διαμερίσματα (Βαρδάτες, Γοργοπόταμος. Δαμάστα, Δέλφινο, Δυο Βουνά, Ελευθεροχώρι, Ηράκλεια, Κουμαρίτσι, Μοσχοχώρι, Νέο Κρικέλο, Οίτη, Σκαμνός) με έδρα του Δήμου το μεγαλύτερο, το Δ.Δ Μοσχοχωρίου.
Τα ιστορικά Στοιχεία συνέλεξε και επιμελήθηκε η Ιωάννα Νικολοπούλου και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Οίτης

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Γοργοποτάμου


ΓΡΕΒΕΝΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Στην αρχαιότητα η Ανω Μακεδονία, την οποία οι ιστορικοί διέκριναν από την πεδινή και παραθαλάσσια Κάτω Μακεδονία, περιελάμβανε τους σημερινούς νομούς Γρεβενών, Κοζάνης, Καστοριάς και Φλώρινας. Το διαμέρισμα της Ελιμείας ή Ελιμιώτιδος, με βόρεια σύνορα την Ορεστίδα και την Εορδαία, κατείχε το νοτιότερο τμήμα της Ανω Μακεδονίας, δεξιά και αριστερά του μέσου ρου του Αλιάκμονα, με τις πεδιάδες και τις κοιλάδες που σχηματίζει αυτός. Σύμφωνα με όσα δέχονται νεότεροι ερευνητές, η Ελιμιώτιδα απλωνόταν στη σημερινή περιφέρεια των Νομών Γρεβενών και Κοζάνης. Πρωτεύουσά της ήταν η Ελίμεια και άλλη σημαντική πόλη η Αιανή. Γι' αυτήν αντλούμε πληροφορίες από συγγράμματα του Ηρόδοτου, του Θουκυδίδη,του Ξενοφώντα, του Στράβωνα, του Τίτιου Λίβιου και του Αρριανού. Η άλλη σπουδαία χώρα, η Ορεστίς ή Ορεστίο είχε πρωτεύουσά της το Αργος το Ορεστικόν και δεύτερη επίσημη πόλη το Κέλετρον, τη σημερινή Καστοριά. Οικιστής της Ελιμείας θεωρείται ο ήρωας Ελυμος, βασιλιάς της Ηπείρου ή των Τυρρηνών (Τυρσηνών). Γιος του ήταν ο Αίανος ή Αιανός, ο οποίος ίδρυσε στην Ελιμιώτιδα τρεις πόλεις που έφεραν το όνομά του. Πρώτος γνωστός βασιλιάς της Ελίμειας θεωρείται ο Αρριδαίος, πατέρας τους Δέρδα (Σχόλια στο Θουκυδίδη, 1.57 .3 Gomme 1.203, 212, 218), ενώ τελευταίος βασιλιάς υπήρξε ο Δέρδος ο Γ', ο οποίος αναφέρεται μεταξύ αυτών που πολέμησαν στην Ολυνθο εναντίον του Φιλίππου (348 π.Χ.) και συνελήφθη απ' αυτόν. Η προσάρτηση της Ελιμείας, όπως και των άλλων διαμερισμάτων της Ανω Μακεδονίας, θα πρέπει να έγινε ειρηνικά και να εδραιώθηκε μετά την επιτυχή απώθηση των Ιλλυριών και τη συντριβή τους, τόσο από το Φίλιππο (358 π.Χ.) όσο και από το στρατηγό του, Παρμενίωνα {356 π.Χ.).
  Από την Ανω Μακεδονία κατάγονταν επιφανέστατοι στρατηγοί του Μ. Αλεξάνδρου, όπως ο Κρατερός, ο Περδίκκας, ο Πολυπέρχων, ο Πτολεμαίος και ο Κρατεύας. Μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., η Ανω Μακεδονία -ο Τ. Λίβιος (45.30.6) αναφέρει Εορδούς, Λυγκηστές, Πελαγόνες και προσθέτει Ατιντανία, Τυμφαία και Ελιμιώτις -αποτέλεσε την τέταρτη μερίδα, δηλ. μία από τις τέσσερις μεγάλες διοικητικές περιφέρειες στις οποίες διαιρέθηκε η Μακεδονία από τους Ρωμαίους, σύμφωνα με τη συνθήκη της Αμφίπολης.
  Ο νομός Γρεβενών και η Δυτική Μακεδονία γενικότερα, βρίσκονται στο σταυροδρόμι πολιτιστικών κύκλων του Αιγαίου και της Νότιας Βαλκανικής. Η νεολιθική κατοίκηση στην περιοχή προσδιορίζεται από χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τις άλλες όμορες περιοχές όπως οι "μετακινήσεις", ενώ οι οικισμοί αυτής της περιόδου είναι κατά κανόνα μικροί. Στην Ανατολική Πίνδο, στα ψηλότερα χωριά του νομού Γρεβενών, έχουν εντοπιστεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και οχυρώσεις που ανάγονται στους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους αλλά και στις νεότερες περιόδους της ιστορίας. Εντυπωσιακά είναι τα τείχη του Σπηλαίου, του Πολυνερίου και των Φιλιππαίων. Χώροι απρόσιτοι και απόκρημνοι, φυσικά οχυρωμένοι που συμπληρώνονταν με τα τείχη αυτά και χρησίμευαν ως καταφύγιο κατά τη διάρκεια εχθρικών επιδρομών. Η εξαίρετη θέα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα παρατήρησης, έδιναν στους κατοίκους την ευκαιρία να ελέγχουν τις κινήσεις των εχθρών και να συνδέονται με φιλικούς γειτονικούς τους οικισμούς. Τα ευρήματα που φέρει καθημερινά στο φως στο νομό Γρεβενών η αρχαιολογική σκαπάνη, δεν είναι λίγα. Φωτίζουν την ιστορία του τόπου και συμπληρώνουν τις γνώσεις μας γι' αυτόν. Αρχαία κτίσματα, είδη καθημερινής χρήσης, πολεμικές συνήθειες, ταφικά έθιμα, κοινωνικές και πολιτισμικές επαφές. Ανθρώπινες αναζητήσεις και αγωνίες προβάλλουν μέσα από αυτά, προσπαθώντας να "ξαναζωντανέψουν" έναν κόσμο που έχει χαθεί, δεν έχει όμως ξεχασθεί Συγκεκριμένα: Ο νεολιθικός οικισμός στη θέση Κρεμαστός της κοινότητας Κνίδης σε υψόμετρο 670 μ. περίπου, έδωσε αξιόλογα δείγματα εγκατοίκησης. Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε στρώμα καταστροφής ισχυρά καμένων πηλών νεολιθικής οικίας, αποτυπώματα ξύλινου σκελετού αυτής, πηλούς επάλειψης, επάλειψης με επιχρίσματα, αποθηκευτικό λάκκο, θραύσματα πίθου και άλλων αγγείων, καθώς και λίγα όστρακα βυζαντινής κεραμικής, τα οποία φανερώνουν μία βραχύχρονη εγκατάσταση στο ίδιο μέρος και κατά τους ύστερους ιστορικούς χρόνους. Επίσης ήρθαν στο φως λιγοστά πήλινα ειδώλια, σφοντύλια και εργαλεία από πυριτόλιθο και εντόπιο χαλαζία.
  Το χωριό Σπήλαιο, ένα απέραντο φυσικό οχυρό, χτισμένο σε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή τοποθεσία, σε βραχώδη προεξοχή της σειράς της Πίνδου, σε υψόμετρο 1.000 μ. και πάνω, περιβάλλεται από ρωμαϊκά και βυζαντινά τείχη. Χαρακτηριστικές είναι οι τοποθεσίες Πόρτα, Κονσουλάτα, Τσιτσιλιάνος, Μαλτέζος, Μπάνια, Καρέτσος, Σαμόλια, Καψάλα και Χαντάκα. Στην επάνω πλατεία του χωριού, στο Μεσοχώρι, εντοπίστηκαν τάφοι της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου με πλούσια κτερίσματα, που σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο της Βέροιας.
  Αλλοι σημαντικοί τάφοι Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής και Βυζαντινής εποχής βρέθηκαν στον Αϊ-λιά και στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας. Στο ψηλότερο σημείο του χωριού, την Κούλια (1.150 μ.), προβάλλει η αρχαία ακρόπολη με το απέραντο τείχος της, η οποία έδω σε επιφανειακή κεραμική που καλύπτει χρονικά από τη Γεωμετρική εποχή ως την Τουρκοκρατία. Στα δυτικά του χωριού, στην κορυφή Σταυρός (1.500 μ.) συναντούμε άλλα επιβλητικά τείχη και ταυτόχρονα διαπιστώνουμε από εκεί τη δυνατή παρατήρηση της περιοχής και των γύρω βουνών. Σε μικρή απόσταση από το χωριό και στην τοποθεσία Μεγάλη Πέτρα βρέθηκαν ταφές μέσα σε πίθους, συνοδευόμενες από πήλινα και χάλκινα κτερίσματα Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Εποχής, καθώς και από τεμάχια οψιδιανού.
  Στο χωριό Ζιάκας κοντά στο Σπήλαιο, κατά τη διάνοιξη θεμελίων το 1964 στη δυτική πλευρά της καμένης στην Κατοχή εκκλησίας των Ταξιαρχών, αποκαλύφθηκε ψηφιδωτό δάπεδο Ρωμαϊκής εποχής. Στα Αναβρυτά, στις τοποθεσίες Αγ. Δημήτριος και Αβλαγάδες, υπάρχουν ερείπια αρχαίων οικιών και έχουν βρεθεί ακόμα κεραμίδες οροφής και θραύσματα αποθηκευτικών πιθαριών. Στους Μαυραναίους, στην τοποθεσία Παλαιομονάστερο, βρέθηκαν κίονες με κιονόκρανα Ρωμαϊκής και Χριστιανικής εποχής, ενώ στο χωριό Μαυρονόρος και στα σύνορά του με τα χωριά Αναβρυτά και Κάστρο, μέσα σε χωράφι βρέθηκαν χάλκινες αιχμές βελών, λέβητας, ξίφη, πόρπες και πολλά αγγεία, που παραδόθηκαν στο Μουσείο της Βέροιας. Στο χωριό Αγ. Γεώργιος, στην τοποθεσία Αρσαλιά, όπως φανερώνουν αρχαία ερείπια, όστρακα αγγείων και in situ τμήματα δρόμων, πρέπει να υπήρχε αρχαίος και βυζαντινός οικισμός. Στην Αγ. Βαρβάρα, σε μεγάλη ακαλλιέργητη έκταση, βρέθηκαν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, δόμοι τοπικού λίθου και πωρόλιθου και όστρακα αγγείων , ιδίως κοντά στο παρεκκλήσι, όπου πιθανόν πρωτίστως υπήρχε αρχαίο ιερό. Στο ύψωμα Αγ. Νικόλαος οι αρχαιολογικές ενδείξεις είναι εξίσου σημαντικές: στρώματα καταστροφής κεραμίδων οροφής, όστρακα αγγείων, τμήματα οξυπύθμενων αμφορέων, ενώ κοντά στο προσκυνητάρι του αγίου υπάρχουν τρεις μεγάλοι πώρινοι δόμοι, ένας από τους οποίους φέρει εξάστιχη επιγραφή, που χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ. 'Ομοια ευρήματα συναντά κανείς στην τοποθεσία Ράχη Τσερβένι, όπου σε τμήμα πιθαριού υπάρχει η επιγραφή: ΦΙΛΙΠ... Το 1986 στην ίδια περιοχή βρέθηκε ακέραιο μαρμάρινο άγαλμα Κόρης ή θεάς, ύψ. 1 ,55 μ. Στην τοποθεσία Αγία Μαρίνα του χωριού Αμυγδαλιές, σύμφωνα με διηγήσεις κατοίκων, είχαν παλιά βρεθεί μικρά αγαλματίδια, ανδρικά και γυναικεία (Αφροδίτη). Βρέθηκαν ακόμα 2 μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, λαβές αγγείων και πλίνθοι από υπόκαυστο λουτρού. Στα σύνορα των χωριών Κηπουρειό -Πηγαδίτσα -Σιταράς και στην τοποθεσία Κεραμαριό, υπάρχουν λίθοι κτισμάτων και θραύσματα αγγείων. Ψηλότερα, σε απόληξη λοφοσειράς στο "Ψηλό Καστράκι", με πολύ καλή θέα προς όλα τα γύρω χωριά, περνούσε ο δρόμος που συνέδεε τη Μακεδονία με την Ηπειρο και τη Θεσσαλία, από πολύ παλιά μέχρι πρόσφατα, όπως φανερώνουν τα δύο γραφικά πέτρινα, τοξωτά γεφύρια που χτίστηκαν εκεί σ' όλη την έκταση συναντώνται κεραμίδες οροφής, θραύσματα πίθων και αγγείων και λίθοι από διάφορα κτίσματα, που αποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικού οικισμού στο μοναδικό αυτό πέρασμα, από την αρχαιότητα.
  Στη Ράχη του Κάτσαρη, στο Κηπουρειό, σύμφωνα με την παράδοση, στρατοπεύδευσε ο Καίσαρας πολεμώντας τον Πομπήιο. Ενώ για μια άλλη θέση, τη Ράχη του Ρασκίφτη, που έδωσε πλήθος κεραμίδων και οστράκων Ρωμαϊκής εποχής, διηγούνται πως εκεί έδωσε μάχη ο Αλέξιος ο Κομνηνός. Το χωριό Καλλιθέα στα σύνορα Μακεδονίας - Ηπείρου - Θεσσαλίας, στο σημείο που αρχίζει η οροσειρά των Χασίων, αποτελεί ένα από Τα περισσότερο ιστορικά , μέρη του νομού. Στην τοποθεσία Παλαιομονάστερο, σε πέρασμα δρόμου από τη Μακεδονία προς 'Ηπειρο και Θεσσαλία, μεγάλος αριθμός οστράκων, αγνύθων και νομισμάτων, Ρωμαϊκής εποχής τα περισσότερα, μαρτυρούν την ύπαρξη , οικισμού ή μεγάλου φυλακίου. Σημαντικότερη η τοποθεσία Καταφύγι ή Σπηλιά, σε υψόμετρο (1.050 μ.) με τείχος, κεραμίδες οροφής, θραύσματα αγγείων και πίθων. Σε αρκετά σημεία διατηρείται το επάνω ασβεστόχτιστο μέρος του τείχους. Ο βράχος της θέσης αυτής είναι περίπου 18 στρέμματα, ενώ υπολογίζεται ότι μερικές χιλιάδες άτομα, σε ώρες δύσκολες, ανέβαιναν εκεί για να προφυλαχθούν (όπως φανερώνει και το όνομα Καταφύγι) και όχι για να κατοικήσουν. Ο οικισμός τους απλωνόταν στα ριζά του βράχου.
  Στο Κάστρο, στην ΒΑ άκρη του χωριού και στην τοποθεσία Τζαμί (όπου παλιά υπήρχε Τούρκικό τζαμί, σε ένα μεγάλο βραχώδες λόφο, διακρίνονται θραύσματα αγγείων και κεραμίδες οροφής, ενώ στις θέσεις Παλαιομονάστερο και Νιοχώρι βρέθηκαν τάφοι. Στις τοποθεσίες Νιντρούζι, Νικούλα και Μιράτ, άλλοτε μικρά χωριά κοντά στην Καληράχη, βρέθηκαν ερείπια κτισμάτων στα χωράφια, όστρακα αγγείων, τάφοι με οστά και κτερίσματα. Στο χωριό Μέγαρο, χτισμένο σε πλαγιά λοφοσειράς σε υψόμετρο 900 μ. περίπου, υπάρχουν ερείπια Βενετικού Κάστρου, που λειτουργούσε ως παρατηρητήριο. Σύμφωνα με διηγήσεις κατοίκων, επί Τουρκοκρατίας χαμηλότερα στα χωράφια είχε βρεθεί μικρό άγαλμα.
  Εκεί που ο ποταμός Βενέτικος ενώνεται με τον Αλιάκμονα, νότια των Γρεβενών, βρίσκεται το Φελλί. Στην Νομαρχία Γρεβενών μεταφέρθηκε μια τεφροδρόχος υδρία, η οποία πριν από χρόνια βρέθηκε στην τοποθεσία Τσιάκαινα. Στη θέση Στραβέλα ή Καραγάτσι, μέσα στα καπνοχώραφα βρίσκονται συχνά όστρακα μελαμβαφών και ελληνιστικών αγγείων, αγνύθες και κεραμίδες οροφής. 7-8 στρέμματα ΝΑ της Στραβέλας είναι η ονομαζόμενη τοποθεσία Καστράκι και σε απόσταση 1.500 μ. από το Φελλί, βρίσκονται τα Καστράκια, που αμφότερα μαρτυρούν την ύπαρξη φυλακίων και εγκατοίκησης.
  Στην περιοχή του χωριού Τρικοκκιό, συναντάμε ερείπια κτισμάτων, κεραμίδες οροφής και άλλα ευρήματα που χρονολογούν στη Βυζαντινή εποχή, έχουν βρεθεί ακόμα βάσεις κιόνων από τοπικό λίθο, που μεταφέρθηκαν στον περίβολο της εκκλησίας, στο γειτονικό Αγιόφυλλο. Στον Αϊ- λιά του Καρπερού εντοπίστηκαν ερείπια οικιών, κεραμίδες και προϊστορικά λίθινα εργαλεία. ΝΑ στα σύνορα Καρπερού -Δήμητρας, σε χωράφια βρέθηκαν θραύσματα κεραμίδων, όστρακα γραπτών αγγείων και θραύσματα από προϊστορικούς λίθινους πελέκεις. Τάφοι βρέθηκαν και μέσα στο σημερινό χωριό Καρπερό με αρκετά κτερίσματα: χάλκινες πόρπες, περικάρπια, κυάθους, νομίσματα κ.ά., συλλογή των οποίων δημιουργήθηκε και εκτίθεται στο Κοινοτικό Γραφείο. Το 1932 στην τοποθεσία Μπουσμάδια της Δήμητρος, βρέθηκε χάλκινη κεφαλή ταύρου.
  Το 1936 σε ανασκαφική έρευνα στο Σύδενδρο, 10 χλμ. από τα Γρεβενά, βρέθηκε το κάτω τμήμα μαρμάρινου αετού πάνω σε πλίνθο, το οποίο έφερε την επιγραφή: ΜΑΙΚΗΝΑΣΔΙΙΥ ΨΙΣΤΩ ΕΥΧΗΝ καθώς και ένα μαρμάρινο ανάγλυφο που απεικονίζει ιππέα και άλλα πρόσωπα, με την επιγραφή: ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΛΕΟΔΗΜΟΥ ΗΡΩΣ, που μεταφέρθηκε τότε στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου. Είναι πιθανόν στην τοποθεσία Τσουφίκα να υπήρχε προϊστορικός οικισμός, βάσει της κεραμικής που έχει βρεθεί στην πολύ καλή αυτή θέση από άποψη θέας και ασφάλειας.
  Στην είσοδο του χωριού Ροδιά, βρέθηκαν σε χωράφια σιδερένια αιχμή δόρατος, αιχμές βελών, χάλκινα νομίσματα και τμήματα πηλοσωλήνων υδραγωγείου, το οποίο μετέφερε το νερό από τις πηγές προς τα ανατολικά. Στην τοποθεσία Αγορομηλιά Φωτείνας, πριν πολλά χρόνια, είχαν βρεθεί μέσα σε τάφους ασημένια δαχτυλίδια και βραχιόλια. Στο χώρο της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, στα σύνορα των χωριών Μεγ. Σειρήνι και Σύδενδρο, στη θέση Λειψοκούκι, εντοπίστηκαν τμήματα ψηφιδωτών δαπέδων Ρωμαϊκής εποχής και χάλκινα νομίσματα της ίδιας περιόδου. Στο ναό του Αγ. Δημητρίου, στα σύνορα των χωριών Μεγ. Σειρήνι και Κυριακή, βλέπουμε εντοιχισμένη μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα, Ρωμαϊκής εποχής (3ος αι. μ.Χ.). Στο χωριό Κολομίτσι 6 χλμ. Α των Γρεβενών, κατά τη διάρκεια εκσκαφής νέων θεμελίων στο ναό του Αγ. Αθανασίου το 1902-3, βρέθηκε ακέφαλο γυναικείο μαρμάρινο άγαλμα σε ημικυκλική βάση Ρωμαϊκής εποχής με επιγραφή. Ίσως πρόκειται για χώρο Ηρώου, όπως φανερώνει και η επιγραφή του: (Βά)βιλος Αραβαίου τήν (Θ)υγατέρα Μέλι(σσ)αν ηρω(ίδα). Στο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου στα σύνορα της Σμίξης μετους Φιλιππαίους, σώζεται αναλημματικός τοίχος από μεγάλες πέτρες που φανερώνει στο σημείο 9 εκείνο μια πρωϊμότερη εγκατοίκηση. Η Ακρόπολη του χωριού βρίσκεται στη θέση Καστρί, όπου άλλοι παράλληλοι αναλημματικοί τοίχοι ορίζουν το χώρο, ο οποίος σύμφωνα με τις ενδείξεις (τμήματα πίθων και όστρακα αγγείων), κατοιικούνταν στη Ρωμαϊκή και την Υστερορωμαϊκή Εποχή.
  ΒΑ του Πολυνερίου στην τοποθεσία Καστρί σε υψόμετρο 1.300 μ., διακρίνεται οχύρωση από μεγάλες πέτρες και χαμηλότερα το εκκλησάκι των Αγ. Θεοδώρων, χτισμένο με υλικά σε β' χρήση -μεγάλοι δόμοι αρχαίων κτηρίων -βρίσκεται πιθανότατα επάνω στα θεμέλια αρχαίου Ιερού. Στην περιοχή είχαν βρεθεί παλιότερα συγκρότημα κτηρίων, θραύσματα αγγείων και πίθων, σιδερένια αιχμή από δόρυ κ.ά. Το Καστρί, σύμφωνα με τα ευρήματα του, ήταν οχυρωμένος οικισμός της Ελληνιστικής περιόδου αλλά και της Βυζαντινής. Το Περιβόλι βρίσκεται στα σύνορα Ηπείρου -Μακεδονίας. Τα ευρήματα από την περιοχή είναι ελάχιστα: λίγα κτίσματα μεταβυζαντινών και νεότερων χρόνων, καθώς και ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας με ζωόμορφες λαβές από τάφο, σιδερένιες αιχμές δοράτων και ένα ξίφος, όλα των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Στην τοποθεσία Παλαιομονάστερο, σε κορυφή υψώματος εντοπίσθηκαν θεμέλια κτηρίων, ενώ στην πλαγιά συγκεντρώθηκαν πολλά όστρακα αγγείων, τμήματα σαρκοφάγου και κεραμίδες οροφής της Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής και Υστερορωμαϊκής Εποχής. Ακόμη, στο χωριό Πόρος στη θέση Κιούπια, οι κάτοικοι βρίσκουν πιθάρια και τάφους στα χωράφια τους, πριν από χρόνια δε, βρέθηκε και ασημένιο νόμισμα της εποχής του Φιλίππου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Γρεβενών


Η Ιστορία της πόλης

ΓΥΘΕΙΟ (Πόλη) ΛΑΚΩΝΙΑ
Το Γύθειο κατά την Αρχαιότητα
  Το Γύθειο έχει κατοικηθεί από τα Προϊστορικά χρόνια (σπήλαιο στη θέση Λακωνίς κοντά στη πόλη του Γυθείου), όπως μαρτυρούν και τα ευρήματα που βρίσκονται στο μουσείο του και το χρησιμοποιούσαν και οι Φοίνικες για να συλλέγουν την "πορφύρα".
  Σύμφωνα με την παράδοση όταν ο Θεός Απόλλωνας μάλωσε με τον Ηρακλή για τον μαγικό τρίποδα του μαντείου των Δελφών και στο τέλος συμφώνησαν, ο τόπος της συμφωνίας ονομάσθηκε "Γύη Θεών"' δηλαδή Γύθειο. Ήταν το επίνειο και ο ναύσταθμος της αρχαίας Σπάρτης.
  Στο μικρό νησάκι που βρίσκεται στο Γύθειο, σύμφωνα με τον Όμηρο έδεσε το πλοίο του ο Πάρις ερχόμενος από την Τροία για την Σπάρτη. Όταν έκλεψε την Ωραία Ελένη, στο νησάκι αυτό, πέρασαν την πρώτη τους νύκτα πριν την αναχώρησή τους για την Τροία. Φεύγοντας δε, σύμφωνα με την παράδοση, ο Πάρις ξέχασε το κράνος του. Έτσι μέχρι και σήμερα το νησάκι ονομάζεται Κρανάη.
  Στα Ρωμαϊκά χρόνια (195 π.Χ.) το Γύθειο ήταν η πρωτεύουσα του Κοινού των Ελευθερολακώνων, με πληθυσμό πάνω από 25.000 και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Τότε κατασκευάσθηκαν το θέατρο της πόλης, η ακρόπολή της, το βαλανείο (δημόσια λουτρά), ναοί και αρκετά σπίτια με πλούσιο διάκοσμο και ψηφιδωτά και η πόλη διακοσμήθηκε με περίτεχνα αγάλματα. Αργότερα η πόλη καταστράφηκε από σεισμό (το 375 μ.X.), τμήματα των ερειπίων της αρχαίας πόλεως του Γυθείου βρίσκονται στο βόρειο άκρο της σημερινής πόλης. Ο επισκέπτης μπορεί να τα δει βυθισμένα στο βυθό της θάλασσας ανατολικά του σταδίου της.
Το Γύθειο στα Νεότερα Χρόνια
  Η περιοχή κατοικήθηκε ξανά λίγο πριν την επανάσταση του 1821 και πήρε το όνομα Μαραθονήσι. Από τα χρόνια εκείνα διατηρείται μόνο ο πύργος της οικογενείας Τζανήμπεη Γρηγοράκη στο νησί Κρανάη που σήμερα λειτουργεί σαν μουσείο.
  Στα τέλη του προηγούμενου και στις αρχές του αιώνα μας η πόλη γνώρισε μεγάλη εμπορική, οικονομική και πολιτιστική άνθηση. Στα χρόνια αυτά κατασκευάσθηκε το πρώτο λιμάνι και διαμορφώθηκε η μαρμάρινη παραλία που υπάρχει σε αυτό, ο μαρμάρινος οκταγωνικός φάρος στο νησάκι Κρανάη το οποίο συνδέθηκε με δρόμο με την απέναντι παραλία, το Δημαρχείο, το Παρθεναγωγείο της πόλης (έργα του Βαυαρού αρχιτέκτονα Τσίλερ το 1891), η Κεντρική Αγορά της πόλης (έργο του ιδίου αρχιτέκτονα) εκεί που σήμερα βρίσκεται το Κέντρο Υγείας.
  Σ' αυτή την περίοδο κτίσθηκαν τα παραδοσιακά διώροφα και τριώροφα νεοκλασικά προσδίδοντας στη στεριανή πόλη νησιώτικο χαρακτήρα.
  Η βόλτα στην μαρμάρινη παραλία, με τα νεοκλασικά κτίρια, το λιμάνι με τα καΐκια και τις βάρκες σε αυτό ανταμείβουν τον επισκέπτη που έρχεται εδώ. Μετά την ένταξη της Μάνης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, τα νεώτερα υπερτοπικά στοιχεία αντικατέστησαν τα παλιότερα παραδοσιακά πρότυπα ή αναμετρήθηκαν μ' αυτά.
  Ήδη από το 1830 οι νέες κρατικές αρχές κατέστρωσαν διάφορα σχέδια για "εσωτερική μεταρρύθμιση" της ιδιόρρυθμης ταραγμένης Μάνης αλλά και για μετοίκηση μανιατών σε άλλες περιοχές, όπου θα τους παραχωρούσαν "εθνική γη" για καλλιέργεια.
  Το βασικό για όλη τη Μάνη, αλλά και για τη Λακωνία, λιμάνι του Γυθείου (Μαραθονησίου), του οποίου η αναβίωση έγινε στα προεπαναστατικά χρόνια, αποτέλεσε πόλο εντατικού εκσυγχρονισμού. Ανάμεσα στα 1840 -1900 ο οικισμός, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, πενταπλασίασε τον πληθυσμό του και ξεπέρασε τα 5.000 άτομα. Ο βασικός πυρήνας γύρω από το "καραβοστάσι" επεκτάθηκε γρήγορα προς το λόφο και κατά μήκος των 2 κυρίων δρόμων. Ένα "Ιπποδάμειο" πολεοδομικό σχέδιο (1861) ρύθμισε την επέκταση της πόλης προς την ομαλή βορεινή περιοχή. Στα 1865 - 1870 το παλιό λιμάνι στο καραβοστάσι, μετατράπηκε σε πλατεία, με επίχωση. Τότε διαμορφώθηκε, με μόλωση, και η βασική παραλιακή λεωφόρος με τη μαρμάρινη προκυμαία. Τα οικόπεδα που δημιουργήθηκαν στη παραλιακή ζώνη πουλήθηκαν σε ιδιώτες που έκτισαν αρχοντόσπιτα και καταστήματα νεοκλασικού ρυθμού. Στα 1898 η παραλιακή λωρίδα κι η προκυμαία επεκτάθηκαν και προς το νότο. Για να προστατευθεί καλύτερα το λιμάνι, ενώθηκε με κρηπίδωμα το νησάκι της Κρανάης με την ξηρά. Πάνω στο νησάκι της Κρανάης το 1873 στην άκρη της νησίδας υψώθηκε ένας εξαίρετος επιβλητικός, οκταγωνικός φάρος, ύψους 23μ.
  Παράλληλα η οικοδομική δραστηριότητα βρισκόταν σε μεγάλη έξαρση. Σ' αυτό το διάστημα κατασκευάστηκαν αρκετά δημόσια κτίρια, λέσχες, ξενοδοχεία, πλατείες κ.λπ. Γύρω στα 1850 κατασκευάστηκε το πρώτο Δημοτικό σχολείο, το 1866 το διδακτήριο του Παρθεναγωγείου, το 1891 το Δημοτικό Μέγαρο (έργα του γνωστού αρχιτέκτονα Τσίλλερ). Νεώτερα κτίρια είναι το τριώροφο μέγαρο της Μητρόπολης (1912), το γυμνάσιο (1914), το εργοστάσιο ύδρευσης και ηλεκτροφωτισμού (1927), τα θερμά θαλάσσια λουτρά κ.λπ.
  Κατά την επόμενη περίοδο 1912 - 1940, το παραδοσιακό σύστημα γνώρισε πιο ριζικές μεταβολές: ο πληθυσμός αρχίζει και γνωρίζει μια ελαφρά κάμψη. Από 48.000 σε 47.000. Το 1912 οι 10 τέως Δήμοι διασπάστηκαν σε 60 (κατόπιν 62) κοινότητες με 1 - 15 οικισμούς και 200 - 2000 κατοίκους η καθεμία. Από το 1937 οι 29 βόρειες κοινότητες της επαρχίας Οιτύλου του νομού Λακωνίας υπήχθησαν στην επαρχία Καλαμών. Η βασισμένη στην ελαιοκαλλιέργεια οικονομία γνώρισε μεγάλη ακμή. Πολλά νοικοκυριά διατηρούσαν μόνιμες εστίες τόσο στα χωριά όσο και στα αστικά κέντρα. Μολονότι η εποχή της μεγάλης ανοικοδόμησης είχε παρέλθει, πολλοί ακόμη επεδίωκαν να αγοράσουν γη και να χτίσουν σπίτι στα χωριά και στις κωμοπόλεις.
Το Γύθειο Σήμερα
  Την επόμενη περίοδο 1940 - 1951 η περιοχή της Μάνης έχασε το 25% του πληθυσμού της (από 47.000 έμειναν 35.000 κατ). Οι πολεμικές αναστατώσεις και ιδιαίτερα ο εμφύλιος πόλεμος συρρίκνωσαν τον πληθυσμό και περιόρισαν ριζικά τις δυνατότητες να συνεχιστούν οι γεωργικές, κτηνοτροφικές, μεταποιητικές και εμπορικές δραστηριότητες. Το 1981 απογράφηκαν 21.800 κατ. (μείωση μεταξύ 1951 - 1981, 38%). Ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού κατευθύνθηκε στην Αθήνα και ειδικότερα στον Πειραιά και λιγότερο προς τις πόλεις της Πελοποννήσου (Καλαμάτα, Σπάρτη, Πάτρα).
  Πολλά χωριά ερήμωσαν εντελώς και η Μάνη έγινε μία από τις δραματικότερα εκκενούμενες - προβληματικές επαρχίες στην Ελλάδα. Η ντόπια έκφραση: "σπίτι με κουζίνα και άντρα στην Αθήνα", φανερώνει τη νοοτροπία και την πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Έκτοτε, τα τελευταία χρόνια διάφορες αναπτυξιακές και χωροταξικές μελέτες, αναζητούν τον αναχαιτίσιμο της πληθυσμιακής διαρροής, την ανάπτυξη πρόσφορων παραγωγικών κλάδων, την αναδιάρθρωση και εξυγίανση του οικιστικού πλέγματος, τονίζουν την ανάγκη για προστασία και αξιοποίηση της μοναδικής ιστορικής και παραδοσιακής κληρονομιάς, αναγνωρίζοντάς την ως βασικό τοπικό πόρο εθνικής σημασίας.

ΓΥΨΟΧΩΡΙ (Οικισμός) ΠΕΛΛΑ
  Το Γυψοχώρι, όπως μαρτυρείται και από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (1851), είναι παλαιός οικισμός. Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία για την ιστορία του. Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια πώς δόθηκε το όνομα "Γυψοχώρι" στο χωριό. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομα αποδίδεται στην κόρη του Μπέη της περιοχής, την Γιουψάν, η οποία κατοικούσε στο χωριό. Με το όνομα αυτό προσδιόριζαν και ολόκληρο τον οικισμό. Αργότερα, το χωριό ονομάστηκε Γιούψοβο. Στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η πλατεία του χωριού, υπήρχε το κονάκι του Μπέη. Ήταν ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, το οποίο κατεδαφίστηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Εικάζεται ότι υπήρχε και δεύτερο κονάκι στην είσοδο του χωριού.
  Την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, έντονη ήταν η συμμετοχή των κατοίκων στην προσπάθεια για την απαλλαγή του τόπου από τους Τούρκους και τους Βούλγαρους. Τεκμήριο αποτελεί το εξαίρετο ιστορικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα "Στα Μυστικά του Βάλτου", όπου αναφέρονται πολλά ονόματα Γυψοχωριτών αγωνιστών. Το 1928 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πόντιοι πρόσφυγες. Το 1951 συστάθηκε η κοινότητα Γυψοχωρίου με συνοικισμό το Τριφύλλι. Όμως, το 1977 οι αρμοδιότητες μετατέθηκαν στο Τριφύλλι και δημιουργήθηκε η κοινότητα Τριφυλλίου με συνοικισμό το Γυψοχώρι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


Δαιμονία

ΔΑΙΜΟΝΙΑ (Χωριό) ΑΣΩΠΟΣ
Από αρχαιολογικά ευρήματα πλησίον της σημερινής Δαιμονίας, συμπερένεται υπήρχε πόλη βόρεια της Πλύτρας πλησίον της ακτής με άγνωστο όνομα. Η θέση της δέσποζε του δρόμου από το χωριό Επίδαυρο Λιμηρά και βρισκόταν και στο δρόμο από την πεδιάδα του Ασωπού προς την Νεάπολη. Ίσως πρέπει να την συνδέσουμε με την πόλη Κοτύρτα (την οποία αναφέρει ο Θουκυδίδης) ενώ υπήρχε και η πόλη Αφροδισιάς που κατόπιν ενσωματώθηκε με την πόλη των Βοιών. Η κτίση του χωριού στη σημερινή θέση έγινε κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Οι κάτοικοι ήλθαν από πολλές περιοχές, οι περισσότεροι μετά την καταστροφή των Ψαρών, με επικρατέστερη την οικογένεια Λύρα. Ηλθαν επίσης από τα Κύθηρα αλλά και από τα Λυρά μετά την καταστροφή τους το 1770 μχ από τους Τουρκαλβανούς.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Ασωπού


ΔΕΣΚΑΤΗ (Κωμόπολη) ΓΡΕΒΕΝΑ
Α. Η περιοχή της Δεσκάτης κατά το Μεσαίωνα.
  Η πρώτη χιλιετία μετά τη γέννηση του Χριστού είναι σκοτεινή για την περιοχή μας, καθώς δεν υπάρχει καμμιά γραπτή πηγή γι’ αυτήν. Καθώς η περιοχή ανήκε στην Εστιαιώτιδα, στη Χριστιανική εποχή περιήλθε στη δικαιοδοσία της Επισκοπής Τρίκκης, αρχικώς και μετά την ίδρυσή της, τον 10ο μ.Χ αιώνα στην Επισκοπή Σταγών: "Ενθυμίσεις και επιγραφές", Κώστας Σπανός, Λάρισα 1991.
Β. Η περιοχή της Δεσκάτης κατά την Τουρκοκρατία
  Σύμφωνα με την τουρκική απογραφή του 1454/55 η Δεσκάτη (Ντεσκάτα τότε) υπαγόταν στο τμήμα "Χάσι" του διοικητή των Τρικάλων. Κατοικούνταν η περιοχή από βλαχόφωνους κτηνοτρόφους οι οποίοι αργότερα αφομοιώθηκαν από τους ντόπιους ή εκτοπίστηκαν (βλ. Κώστας Σπανός, Ενθυμίσεις και επιγραφές της περιοχής Δεσκάτης, Λάρισα 1991).
  Στο διάβα της μαύρης σκλαβιάς οι φτωχοί και δύσμοιροι Δεσκατιώτες δέχτηκαν τις ληστρικές επιδρομές Τούρκων και Τουρκαλβανών του Αλή Πασά, οι οποίοι μαζί με τις επιδημίες συμπλήρωναν και αποκορύφωναν τη δυστυχία. Σπουδαίος πατριώτης της εποχής αυτής (1800-1830) ο Γκουντούλας ο οποίος δεν υπέγραψε ως προεστός της περιοχής την παράδοσή της στον Αλή Πασά και Χαλάστηκε. Η Δεσκάτη την εποχή αυτή ενισχύθηκε πληθυσμιακώς από τα γύρω χωριά και ο Νικ. Κασομούλης στα 1822 την αποκαλεί Πρωτοχώρα των Χασίων.
  Οι κάτοικοι της Δεσκάτης συμμετείχαν στη Θεσσαλική Επανάσταση του 1854 ξεσηκωμένοι από το Θανάση Μπλαχάβα. Στις 11 Απριλίου του 1854 πέρασε από τη Δεσκάτη ο οπλαρχηγός Θόδωρος Ζιάκας τον οποίο ακολούθησαν πολλοί Δεσκατιώτες.
  Οι Τούρκοι εξαγριώθηκαν από την προθυμία με την οποία οι Δεσκατιώτες βοήθησαν τον Μπλαχάβα και το Ζιάκα, εξαπέλυσαν αντίποινα κατά της περιοχής και έκαψαν τη Δεσκάτη. Στα 1878 οι Δεσκατιώτες βοήθησαν τους επαναστάτες του Ολύμπου προσφέροντάς τους τρόφιμα, ζώα, και έμψυχες ενισχύσεις.
  Με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881 η Δεσκάτη έμεινε σκλαβωμένη. Αποκλείστηκε από τη Μητρόπολη των Σταγών στην οποία υπαγόταν και για να μη μείνει μετέωρη το Πατριαρχείο ίδρυσε τη Μητρόπολη της Δεσκάτης. Πρώτος Μητροπολίτης ψηφίστηκε ο μέγας Αρχιμανδρίτης του Πατριαρχείου Ιωαννίκιος Γιαζιζόγλου (27-10-1852). Αυτός έχτισε τον ´Αγιο Κωνσταντίνο ο οποίος είχε καεί στις 30-8-1877. Τότε συμπληρώθηκε και το Ελληνικό Σχολείο, που έγινε οχτατάξιο. Τον Ιωαννίκιο διαδέχθηκε ο Ιωάννης Χατζηαποστόλου, Επίσκοπος Παραμυθιάς. Η Μητρόπολη καταργήθηκε το έτος 1896, λόγω φιλονικίας Μητροπολίτη και κατοίκων.
Γ. Η Δεσκάτη στο Μακεδονικό Αγώνα.
  Όταν το 1896 στη Δυτική Μακεδονία παρουσιάστηκε ο μακεδονομάχος Θανάσης Μπρούφας, ανάμεσα στους 4 υπαρχηγούς του ήταν και ο Δεσκατιώτης Βασίλης Οικονόμου. Εκτός του Βασίλη Οικονόμου (του γνωστού ως Μπρουφα) συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα πολλοί Δεσκατιώτες. Μεταξύ αυτών ο Ηλίας Πετσούλας, ο Γιάννης Καραγιάννης, ο Θανάσης Κατσιαμάκας οδηγός του Παύλου Μελά, από το γήλοφο, ο Γιώργος Γκατζηγιάννης, ο Θανάσης Κολομητρούτσης κ.α.
Δ. Η Δεσκάτη στον Πόλεμο του 1897.
  Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα 1881 η δύναμη των Τούρκων στη Δεσκάτη ενισχύθηκε σημαντικά. Είχαν χτιστεί στρατώνες στη δυτική είσοδο της κωμόπολης (Κισλάς-Κουσλάς). Στα 1897 η τουρκική δύναμη της Δεσκάτης ανερχόταν σε μια μεραρχία με διοικητή τον Χουσίν Πασά. Αυτή η δύναμη υπερασπίστηκε τη συνοριακή γραμμή της Οξυάς. Οι Δεσκατιώτες βοήθησαν στον πόλεμο αυτό κυρίως με συλλογή πληροφοριών και δέχθηκαν σκληρή εκδίκηση από τους Τούρκους.
Ε. Η απελευθέρωση της Δεσκάτης.
  Με την έναρξη του Α´ Βαλκανικού Πολέμου η στρατιωτική δύναμη των Τούρκων στη Δεσκάτη είχε μειωθεί σημαντικά. Στις 6-10-1912 συνδυασμένη επίθεση των Ελληνικών στρατευμάτων από το χωριό Γήλοφος και από το χωριό Πραιτώρι της Ελασσόνας (δύναμη που δεν έφτασε στη Δεσκάτη) έφερε την απελευθέρωση της Δεσκάτης, από τους Τούρκους, στις 7-10-1912. Τότε έπεσε και ο Μανουσάκης ο οποίος τιμάται με προτομή στην κεντρική πλατεία της Δεσκάτης.
  Μετά την απελευθέρωσή της η Δεσκάτη και στην προσπάθειά της να σταθεί όρθια ακολούθησε την πορεία και τη μοίρα της Ελλάδος. Δέχτηκε και αυτή τη μανία των Γερμανών κατακτητών και υπέστη τα δεινά του εμφυλίου πολέμου. Αποτέλεσε ορμητήριο της Εθνικής Αντίστασης και προμαχώνας της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Σήμερα ακολουθεί την πορεία της χώρας μας προς την Ενωμένη Ευρώπη με μικρότερα σίγουρα βήματα λόγω του γεωγραφικού απομονωτισμού της και λόγω των περιορισμένων παραγωγικών δυνατοτήτων της. Οι Δεσκατιώτες όμως μένουν πεισματικά στον τόπο τους. Μένουν και δημιουργούν σύμφωνα με τις δυνατότητες που τους παρέχονται.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Εξωραϊστικού Μορφωτικού Ομίλου Δεσκάτης


ΔΕΣΦΙΝΑ (Κωμόπολη) ΠΑΡΝΑΣΣΙΔΑ
  Ο Νομός Φωκίδας είναι μια περιοχή η οποία κατοικήθηκε από την αρχαιότητα. Εδώ βρισκόταν το ξακουστό μαντείο των Δελφών και οι Φωκείς (δωρικό φύλλο) οι οποίοι και κατέλαβαν την περιοχή νικώντας τους αυτόχθονες κατοίκους ανέπτυξαν γρήγορα την περιοχή και συμμετείχαν και στον αποικισμό της Μ. Ασίας (αρχαία Φώκαια). Στην περιοχή του Ν. Φωκίδας είχαμε πλήθος αρχαίων πόλεων, μία εκ των οποίων και η Δεσφίνα. Η ευρύτερη περιοχή του Δήμου Δεσφίνας είναι γνωστή από την αρχαιότητα με το όνομα Εχεδάμεια.
  Η Εχεδάμεια ήταν αρχαία πόλη η οποία βρισκόταν περίπου στην περιοχή που σήμερα είναι κτισμένος ο οικισμός της Δεσφίνας. Συγκεκριμένα από αναφορές αρχαίων περιηγητών (Παυσανίας 2ος μ.Χ. αιώνας) στη θέση μεταξύ "Πλατύ Φρεάρ" έως την "Αγία Ειρήνη", όπου και βρέθηκαν από μικρές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν, διάφορα πήλινα σκεύη, λαξευτοί τάφοι στους βράχους του Προφήτη Ηλία και ένας Μυκηναϊκός τάφος στον οικισμό Συκιά, σημάδι της διαβίωσης ανθρώπων στην περιοχή από τότε.
  Η Εχεδάμεια όπως και άλλες πόλεις της περιοχής (Αντίκυρα, Λιλαία, Δαύλεια κ.α.) καταστράφηκε και ερειπώθηκε από το βασιλιά Φίλιππο της Μακεδονίας 355-346 π.Χ. κατά τον τρίτο Ιερό Πόλεμο επειδή έλαβε μέρος με τις υπόλοιπες Φωκικές Πόλεις στην Ιεροσυλία του Ιερού Ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Σημαντικό ιστορικό σημείο της περιοχής είναι και η θέση "Καστρούλι" οχυρωμένη τοποθεσία στο τρίστρατο Δεσφίνα - Αντίκυρα - Δίστομο που μαρτυρά την οργανωμένη μορφή του αγώνα.
  Υπάρχουν πολλές παραδοχές για τον τρόπο που προήλθε η σημερινή ονομασία της περιοχής και του οικισμού της Δεσφίνας. Αλλοι υποστηρίζουν πως προέρχεται από την Κίρφη, δηλαδή Ξεροβούνι. Βέβαια τα γειτονικά χωριά την αναφέρουν σαν Τζεσφίνα ή Ντεσφίνα (Μακρυγιάννης) αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στις φωνητικές αλλοιώσεις που δημιούργησε ο πολύ έντονος τσιτακισμός της περιοχής. Υπάρχει ακόμα η άποψη από ένα έγγραφο της 3ης Αυγούστου 1366 και που μιλάει για τον πύργο Κιφίνα ή Κιττίνα που ανήκε στους Καταλανούς ή από το CISTINA = άδενδρη περιοχή βουνού.
Ίσως η πιο σωστή άποψη και η μόνη επιστημονικά αποδεκτή προέρχεται από τον αξιόλογο φιλόλογο και γυμνασιάρχη Δημήτριο Ι. Ληξουργιώτη (κάτοικος Δεσφίνας), κατά τον οπίο η ονομασία Δεσφίνα προέρχεται από το ρήμα κεύθω = κρύβω σύμφωνα με την λογική επειδή η πόλη δεν διακρίνεται από πουθενά και είναι αθέατη είναι μια κρυμμένη πόλη ή κρυψώνας = κεύθος = Κευθίνα = Κεφθίνα ή Κεσθίνα ( με τσιτακισμό ) Ντεσφίνα = Τζεσφίνα = Δεσφίνα.
  Κειμήλιο της Βυζαντινής εποχής είναι το μοναστήρι των Ταξιαρχών, σπάνιο κειμήλιο αυτής της περιόδου.
  Είναι η πατρίδα του ήρωα της επανάστασης του 1821 Επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα, τον οποίον σκότωσαν οι Τούρκοι στις 22-4-1821 στη θέση "Χαλκώματα" όταν ευλογούσε τα όπλα των επαναστατών και ενθάρρυνε τον Αθανάσιο Διάκο για τη μάχη της Αλαμάνας. Ήταν μάλιστα ο μοναδικός Δεσπότης που έπεσε αγωνιζόμενος στο πεδίο της μάχης για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι ο Προφήτης Δανιήλ ήταν η περιοχή από την οποία κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ο Ησαΐας ανάβοντας φωτιά έδωσε το σήμα για την έναρξη της επανάστασης της Στερεάς Ελλάδας στην Πελοπόννησο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Δεσφίνας


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ (Δήμος) ΚΟΖΑΝΗ
Tο ξερίζωμα των Ελλήνων του Πόντου είναι από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία. Υστερα από 27 αιώνες ζωής, ένας λαός εκριζώθηκε από τη γη του αφήνοντας πατρογονικές εστίες, σπίτια, εκκλησίες, τάφους προγόνων, για να ριχτεί στις ακτές της Ελλάδας. Οι μεγάλες πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας, κυρίως της Μακεδονίας και της Θράκης, απορρόφησαν το προσφυγικό στοιχείο, το οποίο εύκολα ενσωματώθηκε στον προϋπάρχοντα πληθυσμό. Με την εργατικότητα και την προοδευτικότητα που το χαρακτήριζε από παλιά, βοήθησε πάρα πολύ στην άνθιση της οικονομίας και στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου όλων των Ελλήνων. Η συμβολή του στην αναβάθμιση ήταν γενικότερη, και ενισχύθηκαν τομείς όπως τα γράμματα, ο αθλητισμός και ο πολιτισμός.

Μέσα στον αγώνα για την προσαρμογή τους στα νέα γεωγραφικά και κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, δεν έπαψαν να διατηρούν με πείσμα τον πλούτο της παράδοσης τους, τη διάλεκτο, τα τραγούδια και τους χορούς τους. Οχι μόνο να τα διατηρούν νοσταλγικά, αλλά και να τα παραδίδουν στους μεταγενέστερους από την πιο τρυφερή ηλικία, για να τα βιώσουν και να τα αγαπήσουν. Πρόκειται για ένα σύνολο ανθρώπων με πολιτιστική και εθνική αυτογνωσία, οπλισμένο με μια παράξενη δύναμη και θάρρος απέναντι στις εκάστοτε δυσκολίες και με τη θέληση να διατηρήσει οτιδήποτε είναι, και όχι μόνο θεωρείται, γνήσιο και αληθινό.

Και στα τέσσερα δημοτικά διαμερίσματα οι κάτοικοι μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών στο σύνολό τους, ήταν Τούρκοι. Στη θέση τους ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οικογένειες ξεριζωμένων Ελλήνων από τη Σεβάστεια, την Αργυρούπολη, την Τραπεζούντα, την Προύσα, τη Σαφράμπολι, τη Νικομήδεια, τη Λιβερά, τον Καύκασο, το Μετέν, όλες περιοχές του Πόντου και της Μ. Ασίας. Ολοι τους με όπλο την εργατικότητα και την αισιοδοξία έδωσαν δυναμικά τη σκληρή μάχη της επιβίωσης και κατάφεραν να στήσουν αξιόλογα νοικοκυριά από το τίποτε.

ΔΙΑΒΑΤΑ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Το Dudular ήταν τούρκικο τσιφλίκι ευρισκόμενο δυτικά του Χαρμάνκιοι και βόρεια του αμαξιτού δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση η ονομασία του οικισμού προέρχεται από τον τούρκικο γυναικείο τίτλο "Dudu" (όμορφη κυρά), τον οποίο έφερε κάποια επώνυμη μουσουλμάνα κάτοικός του. Αγνωστο είναι αν το Ντούντουλαρ έχει κάποια σχέση με το δημοφιλή λαϊκό χορό "ντούντουλο", ο οποίος χορευόταν σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, κυρίως την τρίτη ημέρα του Πάσχα, με τη δοξασία ότι εμπεριείχε το στοιχείο επίκλησης της βροχής.
  Το Ντούντουλαρ ανήκε στο μουκατά των χωριών των καρβουνιάρηδων και οι κάτοικοί του ήταν υποχρεωμένοι να παρασκευάζουν και να παραδίδουν ετήσια στο τουρκικό δημόσιο ορισμένη ποσότητα ξυλοκάρβουνων για τις ανάγκες των Σιδηροκαυσίων (Μαντεμοχώρια Χαλκιδικής). Παράλληλα οι κάτοικοι του τσιφλικιού ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
  Τους 15ο-16ο αιώνες το Ντούντουλαρ διέθετε 21 σπίτια, τα οποία αυξήθηκαν σε 34 κατά τους 17ο-18ο αιώνες. Το 1694 όλοι οι κάτοικοι του οικισμού ήταν χριστιανοί, πλήρωσαν δε τότε ispense 200 άσπρα.
  Οι κάτοικοι του Ντούντουλαρ εκκλησιάζονταν στο ναό του Αγίου Δημητρίου, που κτίσθηκε το 1853 και αποτελεί σήμερα διατηρητέο εκκλησιαστικό μνημείο. Ο ναός αυτός βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του οικισμού των Διαβατών, μέσα στον περίβολο του τοπικού νεκροταφείου. Το τέμπλο του ναού αποτελεί ξυλόγλυπτο έργο τέχνης, διακοσμημένο με αξιόλογες εικόνες αγιογράφων της Κουλιακιάς. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ναού του Αγίου Δημητρίου αποτελούν οι πολλές σλάβικες επιγραφές, στοιχείο ενδεικτικό της προσχώρησης των κατοίκων του Ντούντουλαρ στη σχισματική εκκλησία της Βουλγαρίας.
  Κατά το σχολικό έτος 1894-1895 στο ελληνικό γραμματοδιδασκαλείο του Ντούντουλαρ φοιτούσαν 14 μαθητές και δίδασκε ένας δάσκαλος. Το 1906 το γραμματοδιδασκαλείο του οικισμού ήταν βουλγάρικο και φοιτούσαν σ' αυτό 20 μαθητές.
  Στις αρχές του 20ου αιώνα το Ντούντουλαρ ανήκε στην ιδιοκτησία του Σκενδέρ πασά και κατοικούνταν από 26 βουλγάρικες οικογένειες, που αριθμούσαν 156 κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ
Αρχαίοι χρόνοι-Ρωμαϊκή εποχή
  Ο πρώτος οικισμός που έχει ανακαλυφθεί στην περιοχή του Διδυμοτείχου, έγινε από τους Πελασγούς και χρονολογείται στην 4η ή την 3η χιλιετία π.Χ. Ομως νεότερες έρευνες θεωρούν ότι ο οικισμός αυτός ανήκει στη νεολιθική περίοδο. Κατά την εποχή του σιδήρου (10ος -6ος αι. π.Χ.) δημιουργήθηκαν δυο οικισμοί, ένας στο ύψωμα της Αγίας Πέτρας και ο δεύτερος στο λόφο Βούβα.
  Τον 5ο π.Χ. ο οικισμός ανήκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Τα επόμενα χρόνια περιήλθε στο βασίλειο των Οδρυσών, μέχρι τα χρόνια του Φιλίππου του Β', οπότε και πέρασε στην κυριαρχία των Μακεδόνων.
Βυζαντινή περίοδος
  Τον 2ο αι. μ.Χ. χτίστηκε κοντά στο Διδυμότειχο η ρωμαική πόλη Πλωτινούπολη. Η Πλωτινούπολη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ. οπότε και άρχισε να παρακμάζει. Οι κάτοικοί της άρχισαν να την εγκαταλείπουν, διαδικασία η οποία ολοκληρώθηκε μέχρι τον 9ο αι.
  Οι κάτοικοι της Πλωτινούπολης μετοίκησαν στη νέα πόλη που ιδρύθηκε στην ακρόπολη του Κάστρου τον 6ο αι. μ.Χ. για μεγαλύτερη ασφάλεια. Η νέα πόλη πήρε το όνομα Διδυμότειχο.
  Με την πάροδο των αιώνων γινόταν ολοένα και πιο ισχυρή καθώς ήταν χτισμένη σε οχυρή τοποθεσία πάνω στην Εγνατία Οδό. Το 1204 καταλήφθηκε από τους Φράγκους, αλλά ένα χρόνο αργότερα οι κάτοικοί του κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους κατακτητές.
Τουρκοκρατία
  Τον επόμενο αιώνα το Διδυμότειχο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις δυναστικές έριδες. Συγκεκριμένα ο Ανδρόνικος Γ' επαναστάτησε εναντίον του νόμιμου αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' του Παλαιολόγου και ανακήρυξε το Διδυμότειχο πρωτεύουσά του.
   Επίσης στο Διδυμότειχο στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Καντακουζηνός, και από εκεί ξεκίνησε την εκστρατεία του για να κατακτήσει θρακικές και μακεδονικές πόλεις και να τις προσαρτήσει στην επικράτειά του.
  Το 1361 το Διδυμότειχο κατακτήθηκε από τους Τούρκους του σουλτάνου Μουράτ Α' και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους στην ευρωπαική ήπειρο. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το Διδυμότειχο αποτελούσε μια πλούσια επαρχία, που παρείχε μεγάλα έσοδα στον σουλτάνο.
  Υπεύθυνο για την οικονομική ευμάρεια της πόλης ήταν κυρίως το ελληνικό στοιχείο, που είχε στα χέρια του το εμπόριο της περιοχής. Ταυτόχρονα το Διδυμότειχο αποτέλεσε πεδίο θρησκευτικών ανταγωνισμών, τόσο μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, όσο και των ορθόδοξων μουσουλμάνων με τις αιρέσεις.Τον 19ο αι. η πόλη γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Αποτελούσε το κέντρο της οθωμανικής διοίκησης όλης της περιοχής του βόρειου Εβρου, που αριθμούσε 15.000 σπίτια. Είχε 40 τεμένη, 3 ελληνορθόδοξες εκκλησίες, ελληνική μητρόπολη και μία αρμένικη εκκλησία
20ος αιώνας
  Στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου το Διδυμότειχο καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, όμως αποδόθηκε και πάλι στους Τούρκους με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 29 Σεπτεμβρίου 1913. Με τη μεσολάβηση του Γερμανού αυτοκράτορα αποδόθηκε και πάλι στη Βουλγαρία το 1914 ως δώρο για την έξοδο της Βουλγαρίας στην Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας.
20ος αιώνας
  Η πόλη του Διδυμοτείχου και όλη η Θράκη περιήλθαν στην κατοχή της Ελλάδας με τη συνθήκη του Νειγύ (27 Νοεμβρίου 1919). Το 1924-1925 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή περίπου 9.000 πρόσφυγες στα πλαίσια των ανταλλαγών πληθυσμού μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.
  Τον Απρίλιο του 1941 όλη η περιοχή Διδυμοτείχου καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής παρέμεινε στην ελληνική επικράτεια και έγινε έδρα του νομού Εβρου. Ανακαταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις το 1945.

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Διδυμοτείχου


ΔΟΡΙΣΚΟΣ (Οικισμός) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ
  Αρκετά χρόνια μετά την καταστροφή του αρχαίου Δορίσκου, εμφανίζεται ένας νέος οικισμός, ο οικισμός του παμπάλαιου Δορίσκου στην αρχή μιας μικρής κοιλάδας. Την κοιλάδα αυτή διασχίζει ένα ρέμα που το ονομάζουμε σήμερα, ρέμα της εκκλησίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες γερόντων, ο οικισμός είχε 800 σπίτια με τσαγκάρικο, ραφείο, σιδεράδικο, εργαστήριο χρυσού και ασημιού. Από τον οικισμό αυτό σώζονται σήμερα τα ερείπια της παμπάλαιας εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου που χρονολογείται στο 1500 με 1600 μ.Χ., το καμπαναριό που είναι ακόμη σε καλή κατάσταση, ένα μέρος λιθόστρωτου δρόμου και τα θεμέλια του τείχους γύρο από την εκκλησία. Στην αυλή της εκκλησίας έχει ταφεί το 1838 ο Μητροπολίτης Μαρώνειας που καταγόταν από τον Δορίσκο. Ονομαζόταν Ιωαννίκιος ή αλλιώς "φιλικός" καθώς είχε διατελέσει και μέλος της Φιλικής εταιρείας" στην επανάσταση των Τούρκων το 1821. Επίσης η εκκλησία λειτούργησε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ως κρυφό σχολείο με 52 μαθητές και έναν δάσκαλο. Ο δάσκαλος έπαιρνε τον χρόνο 55 Οθωμανικές λίρες εκ των οποίων 25 καταβαλλότανε από την κοινότητα και οι υπόλοιπες από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Φερών


Προϊστορικοί Χρόνοι

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ

ΔΡΑΜΑ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Ο φυσικός πλούτος της πόλης σε άφθονα τρεχούμενα νερά δεν άφησε ασυγκίνητο κανέναν στο πέρασμά του από αυτήν την περιοχή. Τόσο ο προϊστορικός άνθρωπος όσο και εκείνος των ιστορικών χρόνων οργάνωσαν τη ζωή τους κοντά στο υγρό στοιχείο, καθιστώντας την περιοχή των νερών συνδετικό παράγοντα της μακραίωνης παρουσίας του ανθρώπου στη σημερινή πόλη. Η αρχαιότερη μόνιμη ανθρώπινη εγκατάσταση στη θέση της σημερινής πόλης της Δράμας εντοπίστηκε έπειτα από συστηματική ανασκαφική έρευνα στον προϊστορικό οικισμό του "Αρκαδικού", νότια του πάρκου της Αγίας Βαρβάρας. Ο νεολιθικός αυτός οικισμός αποτελεί τον πρώτο οικιστικό πυρήνα της σημερινής πόλης από τα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ.
  Η ζωή στον οικισμό συνεχιζόταν στην πρώιμη εποχή του Χαλκού και σποραδικά στους ιστορικούς χρόνους. Ο πυρήνας όμως του αρχαίου οικισμού από τους υστεροκλασικούς χρόνους, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, βρισκόταν εσωτερικά του βυζαντινού περιβόλου των τειχών της Δράμας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έκταση του αρχαίου οικισμού ταυτιζόταν με αυτήν του βυζαντινού φρουρίου. Η έκταση του αρχαίου οικισμού, με την πιθανή ονομασία "Δραβήσκος", θα μπορούσε να οριστεί στα ανατολικά από την περιοχή των δικαστηρίων, στα δυτικά από το συνοικισμό της Νέας Κρώμνης, στα βόρεια από την περιοχή "Αμπέλια" και στα νότια από τις πηγές της Αγίας Βαρβάρας. Πολύτιμες πληροφορίες για την τοπογραφία της περιοχής αντλούνται από τα κινητά αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίσθηκαν σε τάφους, σπίτια και κτίρια στην πόλη της Δράμας. Η συνεχής κατοίκηση στην περιοχή αυτή κατά τους βυζαντινούς, μεταβυζαντινούς χρόνους και το πέρασμα διαφόρων κατακτητών κατέστρεψαν αξιόλογα στοιχεία της προηγούμενης ζωής του τόπου. Η σημερινή πόλη, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, υπήρξε σημαντικός σταθμός οδικού δικτύου μέσα στην εκτεταμένη αποικία των Φιλίππων με το όνομα "Daravescos". Από το πλήθος των θεών του ελληνορωμαϊκού πανθέου και των τοπικών θεών που λατρεύονταν στην περιοχή ξεχωρίζει ο Διόνυσος. Η λατρεία του θεού της αμπέλου και του κρασιού συνεχίστηκε μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και ταυτίστηκε με την λατρεία του ρωμαϊκού θεού "Liber Pater". Σε αναθηματικές επιγραφές που εντοπίσθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας, αναφέρεται η ύπαρξη ιερού του Διονύσου ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, χωρίς όμως να έχει βρεθεί η θέση του. Στην παλαιοχριστιανική εποχή (4ος-7ος μ.Χ. αι.) η Δράμα είναι ένας μικρός οχυρωμένος οικισμός, που καταλαμβάνει την ίδια περιοχή με εκείνον από τα τέλη της κλασικής περιόδου. Αποτελώντας τον πιο σημαντικό οικισμό απ' όλους του εύφορου κάμπου των Φιλίππων, ανήκει διοικητικά στην εδαφική επικράτεια ("territorium") της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, της λεγόμενης "Αυγούστας Ιουλίας Φιλιππικής".
  Η τελευταία ιδρύεται μετά την κοσμοϊστορική για την εξέλιξη του ρωμαϊκού κράτους μάχη των Φιλίππων, το έτος 42 μ.Χ., και εκτείνεται σε ολόκληρο το σημερινό νομό Καβάλας, μαζί με μεγάλα τμήματα των νομών Σερρών και Δράμας.
  Η αποικία έγινε οικουμενικά γνωστή με το πέρασμα του αποστόλου Παύλου και της συνοδείας του από τους Φιλίππους, το χειμώνα του έτους 49 μ.Χ., και την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας. Η χριστιανική κοινότητα των Φιλίππων εξελίσσεται βαθμιαία σε λαμπρή μητρόπολη της νέας θρησκείας με πολλές επισκοπές. Στη μητρόπολη αυτήν υπάγεται το οχυρωμένο "άστυ" της Δράμας, του οποίου η έκταση προσεγγίζει την προστατευόμενη περιοχή με το σωζόμενο βυζαντινό τείχος. Στη μεσοβυζαντινή εποχή (9ος - αρχές 13ου μ.Χ. αι.) η Δράμα αναπτύσσεται σε ισχυρό Κάστρο με στρατηγική σημασία και ζωηρό εμπορικό ενδιαφέρον, ενώ εξακολουθεί να υπάγεται στους Φιλίππους από διοικητική και εκκλησιαστική άποψη. Είναι περιτειχισμένη περιοχή σ' οχυρό υψίπεδο, με έκταση γύρω στα σαράντα στρέμματα και πληθυσμό 1500-2000 κατοίκους, όπου εδρεύει στρατιωτικός διοικητής για τον έλεγχο της γύρω περιοχής. Από το τέλος της περιόδου σώζονται σε γραπτές πηγές οι ονομασίες "Darma" (1172) και "Dramme" (1206) για το Κάστρο, που συνδέονται με την πιθανή αρχαία ονομασία αλλά και τη σημερινή. Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο (αρχές 13ου μ.Χ. αι. - 1453) η Δράμα αλλάζει συνεχώς κυρίαρχους, όπως όλες οι βυζαντινές επαρχίες.
  Το 1204 περνά στα χέρια των Λατίνων, το 1223-1224 κατακτιέται από τον Θεόδωρο Α΄ Κομνηνό Δούκα, αυτοκράτορα της Θεσσαλονίκης, το 1230 καταλαμβάνεται από τον τσάρο της Βουλγαρίας Ιωάννη Ασέν Β΄, ενώ τα έτη 1242-1243 και το 1246 επανήλθε στους Βυζαντινούς, όταν ο Ιωάννης Βατάτζης ανακατέλαβε την ανατολική Μακεδονία.
  Στο πρώτο μισό του 14ου αι. υφίσταται τις ταραχές και τις συγκρούσεις των βυζαντινών εμφυλίων πολέμων, μεταξύ των δύο Ανδρονίκων Β΄ και Γ΄ των Παλαιολόγων (1321-1328) και κατόπιν μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού με μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων (1341-1347). Στα χρόνια αυτά η Δράμα υπήρξε τόπος παραμονής και αναψυχής της αυτοκράτειρας Ειρήνης Μομφερρατικής, συζύγου του Ανδρόνικου Β, η οποία πέθανε και ενταφιάστηκε στο Κάστρο την πρώτη εικοσαετία του 14ου αι. Ως αρχιεπισκοπή, εξαρτημένη από τη μητρόπολη των Φιλίππων, η Δράμα εμφανίζεται για πρώτη φορά στη βασιλεία του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282). Αυτήν την εποχή ακριβώς θεωρείται ότι αναπτύχθηκε σε σημαντικό εκκλησιαστικό και στρατιωτικό κέντρο.
   Κατά τα έτη 1344-1345 κατακτήθηκε από τον Σέρβο κράλη Στέφανο Δουσάν. Ανακαταλαμβάνεται το έτος 1371 από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και παραμένει στη βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι την οθωμανική κατάκτηση το 1383. Μετά την κατάληψη της Δράμας από τους Οθωμανούς το 1383, η πόλη εξακολουθεί να αποτελεί ένα μικρό κάστρο στην επικράτεια του σουλτάνου, αποκομμένο τόσο από την Πόλη, μέχρι την Aλωση του 1453, όσο και από τη Θεσσαλονίκη, μέχρι την κατάληψή της το 1430. Σταδιακά, το χριστιανικό στοιχείο, που αποτελούσε το 80% του πληθυσμού της πόλης ακόμη και στα μέσα του 15ου αι., συρρικνώνεται εξαιτίας της φυγής στα ορεινά και ανέρχεται μόλις στο 40% στα μέσα του 16ου αι., ενώ αυξάνεται συνεχώς το μουσουλμανικό στοιχείο που καταλαμβάνει μεγάλη περιοχή μέσα στο άλλοτε χριστιανικό κάστρο. Η βαριά φορολογία, η κακοδιοίκηση των αγάδων και τα συχνά κρούσματα ληστείας προκαλούν αίσθημα ανασφάλειας στους κατοίκους και καθυστέρηση στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, μέχρι τις αρχές του 18ου αι. Ωστόσο, τα όρια της πόλης επεκτείνονται και έξω από τα παλαιά βυζαντινά τείχη, στο "Βαρόσι", για να δημιουργηθούν νέες μουσουλμανικές συνοικίες, όπως μαρτυρεί και ο οθωμανός περιηγητής Τσελεμπή. Ανάμεσα στη χριστιανική και στη μουσουλμανική περιοχή, ήδη στα μέσα του 17ου αι., έχει διαμορφωθεί η αγορά γύρω από το χείμαρρο που διέσχιζε άλλοτε το κέντρο της. Μέσα στο 18ο αι., όμως, η ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής συνοδεύεται από τη λειτουργία μικρών βιοτεχνιών στην πόλη, δίνοντας νέα πνοή στην εμπορική κίνηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία άλλων περιοχών της Μακεδονίας, μπορούμε να υποθέσουμε πως αυξάνεται ο πληθυσμός και στη Δράμα, κυρίως ανάμεσα στους μουσουλμάνους, ενώ μεγαλώνουν και οι μουσουλμανικές συνοικίες έξω από τα τείχη. Ωστόσο, η κακοδιοίκηση και η φορολόγηση των κατοίκων από τους ισχυρούς γαιοκτήμονες δεν επιτρέπουν την οικονομική εξέλιξη της πόλης.
  Αν και η Δράμα αποτελεί, στα μέσα του 19ου αι., την πρωτεύουσα μεγάλης περιφέρειας στην οποία έχουν την έδρα τους οι διοικητικές αρχές, ο στρατός και τα δικαστήρια, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το λιμάνι της Καβάλας ως διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Σοβαρή αλλαγή σημειώνεται στην πόλη μετά το 1870, όταν η παραγωγή και το εμπόριο καπνού προκαλούν την αύξηση του πληθυσμού και την ενίσχυση της εμπορικής κίνησης. Η λειτουργία του σιδηρόδρομου από το 1895 και η βελτίωση του οδικού δικτύου προς το λιμάνι της Καβάλας συνδέουν τη Δράμα με τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας και τους θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου. Μεγάλοι καπνεμπορικοί οίκοι ιδρύουν παραρτήματα στη Δράμα, κτίζονται καπναποθήκες, λειτουργούν τραπεζικά γραφεία και η Αγγλία ανοίγει υποπροξενείο στην πόλη. Σύντομα δημιουργούνται νέες συνοικίες γύρω από τα νερά της Αγίας Βαρβάρας και δυτικά της τειχισμένης περιοχής, για να καλύψουν τις ανάγκες των 6.000-7.000 κατοίκων. Οι νέοι κάτοικοι, μουσουλμάνοι, χριστιανοί και Εβραίοι, συγκροτούν ξεχωριστούς οικιστικούς πυρήνες σύμφωνα με τα πρότυπα της οθωμανικής περιόδου. Οι χριστιανοί, που ενισχύονται συνεχώς με οικογένειες από τη Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα την Hπειρο, αριθμούν τουλάχιστον 200 οικογένειες το 1880 και βρίσκονται μέσα στα παλαιά τείχη και νότια αυτής της περιοχής στην Αγία Βαρβάρα. Οι μουσουλμάνοι είναι συγκεντρωμένοι δυτικά της αγοράς και οι Εβραίοι εγκαθίστανται στην περιοχή των νερών της Αγίας Βαρβάρας. Στα νέα δημόσια κτίρια της πόλης και στις ιδιωτικές κατοικίες αποτυπώνονται η οικονομική ευρωστία και οι επιδράσεις των ευρωπαϊκών προτύπων. Η ελληνική κοινότητα διακρίνεται, από το 1870 μέχρι την απελευθέρωση, για την οικονομική της ανάπτυξη, τη συγκρότηση φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, την ανοικοδόμηση εκπαιδευτηρίων και τα φιλανθρωπικά της σωματεία. Στις αρχές του 20ού αι., όταν ο πληθυσμός ανέρχεται ήδη σε 14.000 ανθρώπους και συνεχίζεται η οικονομική πρόοδος, σημειώνονται στην πόλη σποραδικά βίαια επεισόδια ενός ακήρυχτου πολέμου, του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, οι δημογέροντες και ο λαός οργανώνουν την άμυνα της ελληνικής κοινότητας.
  Μετά την ταραχώδη εποχή του Μακεδονικού Αγώνα και της πρώτης βουλγαρικής κατοχής, η πόλη απελευθερώνεται από τον ελληνικό στρατό την 1η Ιουλίου 1913, ύστερα από 540 χρόνια ξένης κατοχής. Αφού μεσολάβησε η οδυνηρή εμπειρία της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής, οι τρεις θρησκευτικές ομάδες της πόλης σταδιακά συγκροτούν πολυθρησκευτικές συνοικίες, κυρίως στο σημερινό εμπορικό κέντρο. Τελικά, η Δράμα αποκτά οριστικά ελληνικό χαρακτήρα με την ανταλλαγή των πληθυσμών σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Οι πρόσφυγες του Πόντου, των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας και της Θράκης θα αλλάξουν ριζικά την εικόνα της μετά την εγκατάστασή τους, δημιουργώντας πολλές προσφυγικές συνοικίες περιμετρικά του παλαιότερου πυρήνα της πόλης και τονώνοντας την κίνηση στην αγορά. Η Δράμα έχει 32.000 κατοίκους το 1928, έχοντας επιτύχει το διπλασιασμό του αριθμού τους μόλις σε μια δεκαετία με σημαντική αρμενική και εβραϊκή κοινότητα.Το εμπορικό κέντρο μετατοπίζεται οριστικά δυτικότερα και βόρεια του παλαιού, ενώ σύμβολο της σύγχρονης ιστορίας της πόλης γίνονται οι καπναποθήκες στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας, θυμίζοντας περιόδους ευημερίας των κατοίκων χάρη στο εμπόριο καπνού του μεσοπολέμου.
  Η πόλη θα γνωρίσει για μια ακόμη φορά, το 1941, την εμπειρία της ξένης κατοχής, που σημαδεύεται από την έξοδο πολλών κατοίκων προς τη Θεσσαλονίκη και τη μαζική σφαγή εκατοντάδων πολιτών στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, ύστερα από εξέγερση στην περιοχή. Την ίδια περίοδο, το Μάρτιο του 1943, όλοι οι Εβραίοι της Δράμας συγκεντρώνονται από τις αρχές κατοχής σε καπναποθήκη της πόλης και οδηγούνται στο ναζιστικό στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα στην Πολωνία για μαζική εξόντωση. Μεταπολεμικά, η Δράμα αποτελεί το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του νομού. Η συγκέντρωση των δραστηριοτήτων στην πόλη ευνοεί την ανάπτυξή της, καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται από νέους ανθρώπους της περιφέρειας, Έλληνες της διασποράς και οικονομικούς μετανάστες. Εξάλλου, η σύνδεσή της με δίκτυα πόλεων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και η επικείμενη διάνοιξη των συνόρων με τη Βουλγαρία θα δώσουν νέες προοπτικές στον τόπο.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Δράμας


ΔΡΟΣΕΡΟ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Το Δροσερό υπήρχε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα με το όνομα "Ασάρ Μπέη", που σημαίνει "Η κρεμάλα του Μπέη". Το αξιοπερίεργο αυτό όνομα οφείλεται στον Μπέη που είχε την έδρα του στο χωριό και καθώς ήταν αιμοσταγής, είχε μετατρέψει τους απαγχονισμούς και τις εκτελέσεις σε συχνό φαινόμενο. Το κονάκι του βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του χωριού κοντά στην παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Μέχρι το 1913, οπότε απελευθερώθηκε η Μακεδονία, στο χωριό ζούσαν πολλές τούρκικες οικογένειες. Στην περιοχή όπου είναι χτισμένο το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου, υπήρχε τούρκικο νεκροταφείο.
  Το 1922 εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από τα χωριά Ταϊφίρι της Ανατολικής Θράκης και Ηράκλειο Νικομήδειας της Μικράς Ασίας, ενώ το 1925 εγκαταστάθηκαν και Βλάχοι. Λέγεται ότι το όνομα "Δροσερό" δόθηκε στο χωριό όταν κάποιοι διερχόμενοι, που κάθισαν στην πλατεία να ξεκουραστούν, εξύμνησαν τον δροσερό αέρα που φυσούσε εκείνη την στιγμή. Το χωριό υπήρξε διοικητικό κέντρο από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Από το 1912 λειτουργούσαν στο Δροσερό Αστυνομικός Σταθμός, Ιατρείο και Δημοτικό Σχολείο.
  Το 1940 έφτασαν στο χωριό οι κατοχικές δυνάμεις των Γερμανών. Με την αποχώρησή τους το 1944, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, που επηρέασε άμεσα την τύχη του Δροσερού. Τον Φεβρουάριο του 1946 οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στα γειτονικά χωριά και στα Γιαννιτσά. Στις 3-7-1947 κάηκε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, εκτός από περίπου δέκα σπίτια και την εκκλησία. Οι κάτοικοι επέστρεψαν το 1950 και ξαναέχτισαν το χωριό από την αρχή.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΔΥΜΗ (Αρχαία πόλη) ΠΑΤΡΑ
  Η Αρχαία Δύμη βρισκόταν στη θέση της σημερινής Κάτω Αχαΐας. Αυτό το θέμα έχει εξακριβωθεί και πιστοποιηθεί από τις αρχαιολογικές έρευνες. Οι αρχαίοι συγγραφείς και προπαντός οι Βυζαντινοί δίνουν συγκεχυμένες πληροφορίες, με αποτέλεσμα να επικρατήσει για πολλούς αιώνες η άποψη ότι στην Κάτω Αχαΐα βρισκόταν η Ώλενος, η οποία τοποθετείται από τους αρχαιολόγους σε ύψωμα πλησίον του Ανω Αλισσού, στα βόρεια της Καμενίτσας. Η Δυμαία χώρα ήταν αρκετά μεγάλη και περιλαμβανόταν μεταξύ των ποταμών, Πείρου προς τα ανατολικά, Λαρίσου προς τα δυτικά και Πηνειού προς τα νότια. Σε αυτή την πολύ εύφορη χώρα είχαν ιδρυθεί από τους Ίωνες γύρω στα 2000 π.Χ. δύο αξιόλογες πόλεις, η Ώλενος και η Δύμη. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς περιλαμβάνουν τις δύο πόλεις στον κατάλογο της Ιωνικής Δωδεκάπολης, που αργότερα (από το 1089 π.Χ.) λεγόταν Αχαϊκή Δωδεκάπολη.
Α' Περίοδος Ωλένου (2000 π.Χ. - 757 π.Χ.)
  Κατά την Αρχαία Ελληνική Μυθολογία η «Ωλενία αιξ», προσέφερε το γάλα της στον Δία. Πιθανόν ο Πέλοψ εγκαταστάθηκε στην Ώλενο ή Αλισσό, προτού γίνει βασιλιάς στην Ήλιδα. Αυτά αναφέρει ο καθηγητής Μιχαήλ Σακελλαρίου. Ο Ηρακλής φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Ωλένου Δεξαμενό. Τότε φόνευσε τον κένταυρο Ευρυτίωνα, που είχε απαγάγει τη θυγατέρα του Δεξαμενού Μνησιμάχη. Από την Ώλενο καταγόταν ο πατέρας του Διομήδη Τυδεύς. Μητέρα του Τυδέως ήταν η Περίβοια, κόρη του βασιλιά Ιππόνου. Γιος του Ιππόνου ήταν ο Καπανεύς, ένας από τους «Επτά επί Θήβας».
  Περίπου το 1250 π.Χ. οι Ηλείοι άρχισαν επιδρομές εναντίον των Ιώνων της Ωλένου και της Δύμης, οι οποίοι ζήτησαν τη βοήθεια του Ηρακλή και μαζί του έχτισαν το «Τείχος Δυμαίων» που σώζεται ολόκληρο σε καλή κατάσταση στο χωριό Αραξος, κοντά στο δάσος της Στροφιλιάς. Είναι ένα από τα αρχαιότερα φρούρια της Ελλάδας.
  Το 1400 π.Χ. οι κάτοικοι της Ωλένου και της περιοχής έστειλαν αποίκους στη Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ρόδο με αρχηγό το Μακαρέα. Περί το 1150 π.Χ. ο ήρωας του Τρωικού πολέμου Κηφεύς από την Ώλενο και Δύμη ξεκινώντας ίδρυσε αποικίες στην Κύπρο (την Τύμη κ.α.)
Β΄ Περίοδος Δύμης (757 π.Χ. - 27 π.Χ.)
  Ο παλαιός αρχαιολόγος Αλέξανδρος Ραγκαβής αναφέρει στα «Ελληνικά» του, ότι το 757 π.Χ. έγινε ο «συνοικισμός» της Δύμης, με την ένωση των γύρω κωμοπόλεων Τευθέας, Φαιστού, Θέλπουσας κ.λπ. Τα επόμενα χρόνια υπόταξε και την Ώλενο και ενσωμάτωσε την Ωλενία χώρα.
  Το 281 π.Χ. η Δύμη πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Β΄ Αχαϊκής Συμπολιτείας και έγινε πρωτεύουσά της μέχρι το 255 π.Χ. Κατόπιν έγινε πρωτεύουσα το Αίγιο. Από το 227 μέχρι το 222 π.Χ. η Δύμη διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στον πόλεμο των Αχαιών αναντίον της Σπάρτης. Κατά της Δύμης εκστράτευσε ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης με 20.000 στρατό. Οι Αχαιοί με στρατηγό τον Αρατο αντιμετώπισαν τους Σπαρτιάτες στη μάχη του Εκατόμβαιου, κοντά στη Δύμη, το 226 π.Χ. Οι Αχαιοί νικήθηκαν κατά κράτος. Πολλοί αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι το Εκατόμβαιον ήταν πλησίον του χώρου Καγκάδι.
  Από το 220 μέχρι το 217 π.Χ. ήταν το επίκεντρο του Συμμαχικού πολέμου μεταξύ Αχαϊκής και Αιτωλικής Συμπολιτείας. Από το 200 μέχρι το 140 π.Χ. οι Δυμαίοι πολλές φορές συγκρούστηκαν με τους Ρωμαίους και υποστήριξαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας βοηθώντας πάντοτε τους Μακεδόνες. Γι' αυτό οι Ρωμαίοι αντιπαθούσαν τη Δύμη, την λεηλάτησαν πολλές φορές και τέλος την κατάστρεψαν.
  Το 145 π.Χ. οι Δυμαίοι δημοκρατικοί με αρχηγό Τον «Σώσον Ταυρομένεος» επαναστάτησαν εναντίον των Ρωμαίων και των προδοτών φίλων των αριστοκρατικών. Η Δύμη ανάδειξε σπουδαίους Ολυμπιονίκες, τον Οιβώτα και τον Πάταικο, τον 6ο αιώνα π.Χ. Ο Ιούλιος Καίσαρας ίδρυσε αποικία στη Δύμη το 47 π.Χ. την «Colonia Iulia Augusta Dymaeorum». Από αυτή την αποικία προήλθε η Χριστιανική-Βυζαντινή πόλη Αχαΐα η σημερινή Κάτω Αχαΐα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Δύμης


ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (Περιφέρεια) ΕΛΛΑΔΑ
  Η σημερινή Δυτική Μακεδονία, περιοχή που ορίζεται από τους μεγάλους ορεινούς όγκους της Πίνδου, του Βαρνούντα, του Βόρα, του Βερμίου, των Πιερίων, των Καμβουνίων και διατρέχεται από τον ποταμό Αλιάκμονα και τους παραποτάμους του, ανήκει στην Aνω Μακεδονία των αρχαίων. Εκτεινόταν πέρα από τα σημερινά ελληνικά σύνορα και περιλάμβανε τον ποταμό Εριγώνα, παραπόταμο του Αξιού, τις λίμνες Αχρίδα και Πρέσπες και τις περιοχές έως τα βουνά της Βαβούνας. Τούτο το ανήσυχο γεωλογικό ανάγλυφο κατοικήθηκε από την Νεολιθική Εποχή. Το τοπίο είναι παράξενο, σκληρό. Κι όμως ο άνθρωπος πάλεψε με την φύση, με τον εαυτό του κι ο φόβος έγινε δημιουργία. Έτσι, οργάνωσε τους χώρους δημιουργώντας μικρούς οικισμούς με πασσαλόπηκτες καλύβες στα πλούσια οροπέδια, στις εύφορες κοιλάδες των ποταμών και στις όχθες των λιμνών. Η εξασφάλιση των αγαθών από την καλλιέργεια της γης, το ψάρεμα, την κτηνοτροφία, την επεξεργασία των δερμάτων, η ασφάλεια που προσέφερε η φύση στους οικισμούς, οι δρόμοι επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές, είχαν σαν αποτέλεσμα την πυκνή κατοίκισή του και σιγά-σιγά την δημιουργία μικρών κρατιδίων. Στη 2η χιλιετία π.Χ. υπάρχουν μαρτυρίες για εγκαταστάσεις Μακεδονικών-Δωρικών φύλων. Στην Εποχή του Σιδήρου (1000-650 π.Χ.) οι οικιστικές εγκαταστάσεις πυκνώνουν, ενώ ένας κλάδος, οι Αργεάδες Μακεδόνες με βασιλείς τους Τημενίδες, μετακινούνται από την Aνω Μακεδονία στην περιοχή του Ολύμπου, όπου στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. ιδρύουν το κράτος των Αιγών με πρώτο βασιλιά τον Περδίκκα.
  Ο Νομός Γρεβενών εντοπίζεται (μαζί με την Κοζάνη) στο αρχαίο κρατίδιο της Ελίμειας. Το ανατολικό τμήμα του Νομού υπαγόταν στην Ελίμεια ενώ το δυτικό στην Τυμφαία. Τη σημαντικότερη θέση που κατείχε ο Νομός Γρεβενών κατά την αρχαιότητα μαρτυρούν οι δεκάδες θέσεις που εντοπίσθηκαν και χρονολογούνται από την Αρχαιότερη Νεολιθική Περίοδο, από την Πρώιμη και Μέση Εποχή Χαλκού, έως τη Μυκηναϊκή Περίοδο, από την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου έως τα βυζαντινά χρόνια. Μέχρι σήμερα συστηματικές ανασκαφικές έρευνες δεν έχουν γίνει στο Νομό.
  Η περιοχή μετείχε σε όλους τους αγώνες του Έθνους από τον Τρωικό πόλεμο και την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου μέχρι τους απελευθερωτικούς αγώνες εναντίον των Τούρκων. Από το 1821 και μετά στη Γρεβενιώτικη Πίνδο κυριάρχησαν οι Ζιακαίοι, απροσκύνητοι και ολομόναχοι έδωσαν ομηρικές μάχες, με πρώτον τον Γιαννούλα Ζιάκα, που έλαβε μέρος και στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου, όπου και σκοτώθηκαν τρία μέλη της οικογενείας, ενώ παράλληλα οργάνωσε και το λημέρι του στη Βάλια-Κάλντα, αποκόπτοντας περί τους 40 χιλιάδες Τουρκαλβανούς, από την ελεύθερη Ελλάδα και οχύρωσε το Σπήλαιο Γρεβενών, το οποίο αποτέλεσε το προπύργιο των επαναστατών. Μετά τη δολοφονία του Γιαννούλα Ζιάκα, στην πόλη των Γρεβενών το 1826, αρχηγός της επανάστασης των αρματολών της Πίνδου αναλαμβάνει ο θρυλικός Θόδωρος Ζιάκας, η δράση του οποίου, επεκτάθηκε και στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου στρατολογούσε νέους πολεμιστές, ενώ κατά διαστήματα, επέστρεφε στα Γρεβενά, όπου είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Το Φεβρουάριο του 1854, με δύναμη 300 ανδρών ξεκίνησε από τη Λαμία, όπου βρισκόταν για να έρθει στα αγαπημένα του Γρεβενά, ώστε να μεταφέρει και πάλι στους σκλαβωμένους Έλληνες τον παλμό της επανάστασης.
  Σε μια μάχη στις 10 Μαΐου του 1854 στη "Φιλουριά" (περιοχή ανάμεσα στο Καρπερό και τη Δήμητρα) Γρεβενών, αποδεκατίζει τους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι προηγουμένως είχαν επιτεθεί σε ένα καραβάνι νομάδων από τα ορεινά χωριά των Γρεβενών, ενώ έπιασε τα κύρια περάσματα, που βρίσκονταν μεταξύ Κηπουριού, Κρανιάς και Μηλιάς Μετσόβου. Με την κατάληψη όμως του Μετσόβου από τους Τούρκους και τη φυγή των Γριβαίων απ' αυτό, ουσιαστικά ο Ζιάκας με τους άνδρες του παραμένει αποκομμένος από τις άλλες επαναστατικές ομάδες και έτσι αναγκάζεται να καταφύγει στο ιστορικό Σπήλαιο Γρεβενών, το οποίο ήταν το τελευταίο οχυρό των αρματολών. Στο Σπήλαιο Γρεβενών, που αποτελούσε από μόνο του ένα φυσικό φρούριο, οι 300 πολεμιστές του Ζιάκα, αλλά και αρκετός άμαχος πληθυσμός, ήρθαν αντιμέτωποι με 12 χιλιάδες Τουρκαλβανούς, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Αβδή πασάς των Ιωαννίνων. Ο Θόδωρος Ζιάκας, που πίστευε πως αν κρατήσει το Σπήλαιο ελεύθερο το Σπήλαιο, θα πετύχαινε η επανάσταση στην περιοχή, δε δέχτηκε τη διαμεσολάβηση ξένων διπλωματών για να φύγει απ" αυτό και έτσι για πέντε ημέρες, από τις 28 Μαΐου του 1854 μέχρι και τη 1 Ιουνίου, έρχεται αντιμέτωπος με τον εχθρό, παρά την ανωτερότητα, σε αριθμό πολεμιστών.
  Η αντίσταση των Ελλήνων, που χρησιμοποίησαν ακόμη και βαρέλια γεμάτα με πέτρες για την αντιμετώπιση των Τουρκαλβανών, κράτησε πολλές ημέρες, παρά το γεγονός ότι καθημερινά η δύναμη του εχθρού αυξάνονταν καθημερινά. Μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν τελικά οι ζωές του άμαχου πληθυσμού ο Θόδωρος Ζιάκας, δέχτηκε τη διαμεσολάβηση των ξένων προξένων και μετέφερε με ασφάλεια, αφού φυσικά είχε δώσει ένα ακόμη μάθημα στους Τουρκαλβανούς, τα γυναικόπαιδα στην ελεύθερη Ελλάδα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


Ρωμαϊκοί Χρόνοι

Η ήττα του Περσέα το 169/8 π.Χ. στην Πύδνα από τους Ρωμαίους υπήρξε μοιραία για όλο το μακεδονικό κράτος, αφού έπληξε οδυνηρά όλους τους Μακεδόνες. Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερις μερίδες. Στην τέταρτη μερίδα με πρωτεύουσα την Πελαγονία ανήκαν η Ελιμιώτιδα, η Εορδαία, η Λυγκηστίδα, η Ατιντανία και η Τυμφαία. Η ρωμαϊκή κυριαρχία στην Ανω Μακεδονία, μαρτυρείται από επιγραφές, όπως αυτές που βρέθηκαν στο Αρμενοχώρι του Αργους Ορεστικού και στο Κρανοχώρι Καστοριάς. Στους ρωμαικούς χρόνους ανάγεται η κατασκευή ενός μεγάλου έργου που έμελλε να γράψει ιστορία. Πρόκειται για την Εγνατία οδό που άρχιζε από το Δυρράχιο και την Απολλωνία, συνέχιζε ως τη Λυχνιδό, περνούσε από τη Λυγκηστίδα, την Εορδαία, την Πέλλα, τη Θεσσαλονίκη, τη Νεάπολη (Καβάλα) και κατέληγε στην Πέρινθο. Το όνομα της οφείλεται στον ρωμαϊκό ανθύπατο Γναίο Εγνάτιο. Η οδός κατασκευάστηκε το 148-120 π.Χ., και αποτελούσε σημαντική επικοινωνιακή αρτηρία επί αιώνες. Οι πόλεις που βρίσκονταν στον άξονα του στρατιωτικού αυτού δρόμου, όπως η ελληνιστική πόλη των Πετρών κοντά στο Αμύνταιο, γνώρισαν μεγάλη άνθηση, αλλά και μεγάλες καταστροφές.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


Βυζάντιο (3ος - 6ος αιώνας μ.Χ.)

Η μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στο Βυζάντιο το 324 μ.Χ., επηρέασε θετικά τη Μακεδονία. Η Κωνσταντινούπολη από ρωμαϊκή γίνεται ελληνική και ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται ως επίσημη θρησκεία. Κατά τον 6ο μ.Χ. αι. γνωστές πόλεις της Ανω Μακεδονίας από τους επισκοπικούς καταλόγους είναι η Ηράκλεια της Λυγκιστίδας και η Καισάρεια, ενώ την ίδια περίοδο ο Ιουστινιανός οχυρώνει την πόλη Κέλετρο στην οποία επικράτησε το όνομα Καστοριά. Οχυρωμένη πόλη κοντά στον Αλιάκμονα υπήρξαν τα Σέρβια. Κατάσπαρτος είναι ο τόπος από λείψανα κάστρων και οικισμών που φανερώνουν την μέγιστη σημασία που έδιναν οι αυτοκράτορες του βυζαντίου για την ασφάλεια των κατοίκων της Ανω Μακεδονίας από τους διάφορους επιδρομείς. Έτσι ο ελληνικός πληθυσμός της παρέμεινε αμετάβλητος μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν με την άδεια των Βυζαντινών εγκαθίστανται στην περιοχή σλαβικά φύλα και στην συνέχεια εμφανίζονται οι Βούλγαροι. Από τη συνένωσή τους με τους Σλάβους δημιουργείται το βουλγαρικό μεσαιωνικό κράτος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


Βυζάντιο (9ος - 14ος αι. μ.Χ.)

Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Τσιμισκή το 976 εμφανίζεται ο Σαμουήλ και δημιουργεί ξανά το βουλγάρικο κράτος με έδρα την Πρέσπα στην αρχή και αργότερα την Αχρίδα. Μεταφέρει και εγκαθιστά εκεί διάφορους πληθυσμούς, και στο νησί της Μικρής Πρέσπας χτίζει μεγαλοπρεπή ναό μεταφέροντας εκεί τα λείψανα του Αγίου Αχιλλείου. Στις αρχές του 11ου αιώνα ο Βασίλειος Β' με τις επιθετικές του επιχειρήσεις, που οδήγησαν στην οριστική ήττα των Βουλγάρων, αποκατάστησε τη βυζαντινή εξουσία στην περιοχή. Το 1081 οι Νορμανδοί, αφού κατάλαβαν το Δυρράχιο, εισχώρησαν στη Μακεδονία, και κυρίεψαν την Καστοριά και άλλες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός το 1083 ανακατάλαβε την Καστοριά και όσα μέρη είχαν κατακτήσει κατά την προέλαση τους οι Νορμανδοί. Κατά τον 14ο αιώνα η περιοχή περιήλθε στο κράτος του Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν. Ο θάνατός του όμως το 1355 επέφερε την διάλυση του κράτους και απάλλαξε τους βυζαντινούς από το σερβικό κίνδυνο. Στους μεσοβυζαντινούς και ιδιαίτερα στους υστεροβυζαντινούς χρόνους, τα Σέρβια υπήρξαν εκκλησιαστικό κέντρο με έδρα επισκοπής. Μετά τη δημιουργία της αυτοκεφαλής αρχιεπισκοπής της Αχρίδας το 1020, εμφανίζεται η επισκοπή Σισανίου με δικαιοδοσία στη σημερινή επαρχία Βοίου του Νομού Κοζάνης. Από τον 10ο αιώνα και μετά χτίζονται τα περισσότερα εκκλησιαστικά κτίρια στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και σε διαφόρους αρχιτεκτονικούς τύπους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


Νεότερη ιστορία

Μετά την κατάληψη Θράκης στο τέλος του 14ου αιώνα, οι Οθωμανοί προχώρησαν προς τη Μακεδονία, τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που η κατάκτηση της θα δόξαζε τους σουλτάνους, όπως πίστευαν οι μουσουλμάνοι. Η Τουρκοκρατία στη Δυτική Μακεδονία κράτησε 532 χρόνια (1389-1912) και επέφερε μεγάλες καταστροφές. Ο εποικισμός από κονιάρους Τούρκους (Ικόνιο Μ. Ασίας) στις εύφορες περιοχές της Πτολεμαίδας και της Κοζάνης, είχε σαν αποτέλεσμα τον αφανισμό πολλών οικισμών. Οι περισσότεροι κάτοικοι για να γλιτώσουν από τις λεηλασίες, τη βαριά φορολογία, το παιδομάζωμα και τον εξισλαμισμό, κατέφυγαν στα ορεινά δημιουργώντας πολλά κεφαλοχώρια όπως η Βλάστη, η Εράτυρα, η Κλεισούρα, το Λινοτόπι, η Σιάτιστα, η Σαμαρίνα, το Νυμφαίο (Νεβέσκα), το Βογατσικό, το Επταχώρι (Βουβουτσκό), το Λέχοβο, η Γαλατινή και πολλά άλλα. Στις αρχές του 19ου αιώνα η Δυτική Μακεδονία αποτέλεσε τσιφλίκι του Αλή Πασά των Ιωαννίνων ενώ αργότερα χωρίστηκε σε επτά καζάδες (επαρχίες), οι οποίοι ανήκαν στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Από το 17ο αιώνα η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Καστοριά, τα Γρεβενά, το Νυμφαίο και η Εράτυρα υπήρξαν αξιόλογα εμπορικά κέντρα. Κύριες ασχολίες των κατοίκων ήταν η αμπελοκαλλιέργεια, η υφαντική η ταπητουργία, η γουνοποιία, η καλλιέργεια κρόκου, η βυρσοδεψία, η τυροκομία, η χαλκουργία και η χρυσοχοΐα. Μεγάλα καραβάνια ξεκινούσαν από τα Γρεβενά, την Κοζάνη, την Καστοριά και τη Σιάτιστα φορτωμένα με εμπορεύματα και κατευθύνονταν προς τις παραδουνάβιες χώρες. Οι δραστήριοι έμποροι και οι επιστήμονες επιστρέφοντας στον τόπο τους έφερναν μαζί τους τον πνευματικό και καλλιτεχνικό πλούτο της Ευρώπης. Χαρακτηριστικά δείγματα στέκουν τα μεγαλοπρεπή αρχοντικά, οι μεγάλες αγορές, οι κατασκευές δρόμων, η ανακαίνιση και η ίδρυση μοναστηριών και εκκλησιών. Επίσης οργανώθηκαν επαγγελματικές και εργατικές ομάδες που βασίζονταν σε κοινά συμφέροντα, στη συνεργασία και στην κοινωνική αλληλεγγύη. Πρόκειται για τα ονομαστά μπουλούκια των μαστόρων που αποτελούνταν από χτίστες, ξυλουργούς, ξυλογλύπτες, και ζωγράφους (ονομαστοί ήταν οι Λινοτοπίτες). Πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η Δυτική Μακεδονία στις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Μεγάλη ήταν η συμβολή των αρματολών της περιοχής, των μητροπολιτών, των λόγιων και των επιστημόνων στην επανάσταση του 1821. Κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) την οργάνωση της εξέγερσης για την απελευθέρωση του τόπου, είχε προετοιμάσει ο Θεόδωρος Ζιάκας. Ο αγώνας των αρματολών αναβίωσε, μάλιστα πιο σκληρός κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και τους βαλκανικούς πολέμους, γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους, τους Βούλγαρους και την ρουμανική προπαγάνδα. Στα πύρινα χρόνια (1903-1908), οργανωμένες βουλγαρικές συμμορίες σκορπούν τον τρόμο στους Έλληνες. Όμως οι θυσίες του Παύλου Μελά, του Μητροπολίτου Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδη, του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, των καπεταναίων Κωνσταντίνου Ρουσάνη ή Κώτα, Δημητρίου Νταλίπη, Αλέξη Καραλίβανου, Σίμου Ιωαννίδη, Γεωργίου Τσόντου ή καπετάν Βάρδα, Γεωργίου Κατεχάκη ή καπετάν Ρούβα και τόσων άλλων αλλά και η συνδρομή των εθελοντικών σωμάτων από την ελεύθερη Ελλάδα και κυρίως από την Κρήτη, έσωσαν την Μακεδονία. Ο Μακεδονικός Αγώνας έληξε το 1908 με το κίνημα των Νεότουρκων. Υπήρξε ο προάγγελος της ελευθερίας, γιατί πολύ γρήγορα η Ελλάδα και οι βαλκανικές χώρες κήρυξαν τον πόλεμο εναντίων των Τούρκων. Μετά τη νικηφόρα μάχη του Ελληνικού στρατού στο Σαραντάπορο το Φθινόπωρο του 1912, απελευθέρωσε η Δυτική Μακεδονία από τον τουρκικό ζυγό. Στις περιόδους 1914-1918 και 1922 η Δυτική Μακεδονία ενίσχυσε τον ελληνικό στρατό με έμψυχο υλικό και παραχώρησε εδαφικές εκτάσεις για την εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων της Μ. Ασίας. Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου μέγιστη ήταν η συμμετοχή του Νομού γιατί εκτός των επιλέκτων μάχιμων στρατευμάτων (το πρώτο Τάγμα που εισέβαλε στην Κορυτσά ήταν το Τάγμα Γρεβενών), όλος ο άμαχος πληθυσμός με τα μεταφορικά μέσα της εποχής μετέφερε στην πρώτη γραμμή πυρομαχικά και τρόφιμα, με αποτέλεσμα την 1-8 Νοεμβρίου του 1940 να συντελεστεί η συντριβή της Μεραρχίας Τζούλια στην περιοχή Ανίτσας Φιλιππαίων. Κοινοί υπήρξαν οι αγώνες του λαού του Νομού μέχρι τον Μάρτη του 1943 που απελευθερώθηκε από τον άξονα με τη διάλυση και αιχμαλωσία στο Φαρδύκαμπο (γέφυρα Αλιάκμονα) του Ιταλικού Τάγματος Κατοχής των Γρεβενών, μετά από επίθεση κατοίκων των Γρεβενών, Βοϊου και Σιάτιστας. Η απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας ήρθε τον Οκτώβριο του 1944. Τα πολλά ερείπια που άφηναν πίσω τους οι πόλεμοι, ιδιαίτερα η εμφύλια σύρραξη και η μεγάλη αβεβαιότητα και ανασφάλεια που δημιουργήθηκε στις δεκαετίες του '50 του '60 και του '70, οδήγησε τους κατοίκους στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση κυρίως προς τη Θεσσαλονίκη και τη Δυτ. Γερμανία, με αποτέλεσμα να αλλοιωθούν και να εγκαταλειφθούν πολλοί ορεινοί οικισμοί.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χασίων


Ιστορικά στοιχεία

ΕΒΡΩΣΤΙΝΑ (Δήμος) ΚΟΡΙΝΘΙΑ
  Κατά τη μυθολογία, στο Μαύρο όρος, που είναι τα Χελυδορέα Όρη των αρχαίων Ελλήνων, οδήγησε ο νεαρός Ερμής τα κλεμμένα βόδια του θεού Απόλλωνα και σ’ αυτό βρήκε τη χελώνα, στο κέλυφος (χέλυς) της οποίας τέντωσε χορδές, κατασκευάζοντας έτσι την πρώτη λύρα, την οποία τελικά προσέφερε στον Απόλλωνα, ώστε να εξιλεωθεί για την κλοπή.
  Η Ιστορία της περιοχής της Ευρωστίνης ξεκινάει από τους προϊστορικούς χρόνους με την έλευση των Πελασγών , όπως και σε ολόκληρη τη Πελοπόννησο και για 500 περίπου έτη. Αργότερα ήρθαν οι Ίωνες οι οποίοι δημιούργησαν αρκετές πόλεις και τους οποίους διαδέχθηκαν οι Αχαιοί, που δημιούργησαν τον μεγάλο Μυκηναϊκό πολιτισμό. Οι Αχαιοί αφού απέκρουσαν και τις επιθέσεις των Δωριέων, οργάνωσαν και οχύρωσαν τις πόλεις που βρήκαν από τους Ίωνες και έδωσαν το όνομα Αχαΐα στην περιοχή στην οποία ανάμεσα σε άλλες πόλεις ήταν η Αίγειρα και η Πελλήνη. Σύμφωνα με τον Παυσανία η περιοχή της Ευρωστίνης ήταν μοιρασμένη ανάμεσα σε αυτές τις Αχαϊκές πόλεις. Είναι πιθανόν ότι η Αίγειρα κατείχε την παραλιακή ζώνη ανεβαίνοντας ως τη Ζάχολη και τους πρόποδες του Πιτσαδαίκου βουνού και η Πελλήνη το υπόλοιπο ορεινό τμήμα του Δήμου. Η σημερινή Αχαΐα τελειώνει μετά την Αιγείρα και πριν τα Μαύρα Λιθάρια. Στην Αρχαιότητα η περιοχή από την Αιγείρα μέχρι και το ποτάμι του Ξυλοκάστρου και τις πόλεις Φελλόη (Ζάχολη), Δονούσα και Πελλήνη, υπάγονταν στην Αχαΐα. Κατά τους Τρωικούς πολέμους οι Αχαϊκές αυτές πόλεις έλαβαν μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας υπό τον Αγαμέμνονα όπως αναφέρεται στον Όμηρο (Β.573). Τα πλοία ξεκίνησαν από το αρχαίο λιμάνι στα Μαύρα Λιθάρια και το λιμάνι Αριστοναύται. Την ύπαρξη επιβεβαιώνουν αρχαιολογικά ευρήματα σε ανασκαφές που έχουν γίνει στα Λιμάνια (Μαύρα Λιθάρια), στην Αρχαία Αίγειρα (Παλιόκαστρο) και στο Δερβένι.
  Ο Παυσανίας στα Αχαϊκά του γράφει ότι στο δρόμο που οδηγεί από την αρχαία Αιγείρα προς το επίνειο υπήρχε το ιερό της Αγροτέρας Αρτέμιδος. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Υπερησίης, για να αποτρέψουν εισβολή των Σικυωνίων στην περιοχή τους, συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό αιγών, έδεσαν στα κέρατά τους αναμμένα δαδιά και τις άφησαν νύχτα να κινηθούν προς το εχθρικό στρατόπεδο. Οι Σικυώνιοι, βλέποντας τόσα φώτα, υπέθεσαν ότι είχαν φθάσει σημαντικές ενισχύσεις στους αντιπάλους τους, εγκατέλειψαν την προσπάθειά τους και γύρισαν πίσω. Έκτοτε οι κάτοικοι μετονόμασαν την πόλη τους από Υπερησία σε Αιγείρα και στο σημείο όπου η μεγαλύτερη αίγα, κουρασμένη, κάθισε οκλαδόν, έκτισαν ιερό της Αγροτέρας Αρτέμιδος. Υπολογίζεται ότι το ιερό αυτό ήταν δυτικά του οδικού κόμβου Δερβενίου και επάνω από τη σιδηροδρομική γραμμή, στη θέση Σπυρουλέικα.
  Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους οι Αχαϊκές πόλεις τιμωρήθηκαν σκληρά από τους Ρωμαίους. Η Κόρινθος μετά την καταστροφή της το 146 π.Χ. ξανακτίστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 44 π.Χ. οπότε και καταστράφηκε επανειλημμένα από σεισμούς το 77 μ.Χ. και το 376 μ.Χ. Η Σικυώνα καταστράφηκε το 227 π.Χ. από μεγάλο σεισμό. Το Αίγιο παρουσίασε κάποια ακμή τους πρώτους χρόνους της Αυτοκρατορίας. Οι Αιγές εγκαταλείφθηκαν, η Ελίκη καταποντίσθηκε από σεισμό το 373 π.Χ. , η Αιγείρα διατηρήθηκε μαζί με την Φελλόη (Ζάχολη) και το επίνειο της, τα σημερινά Μαύρα Λιθάρια και οι υπόλοιπες Αχαϊκές πόλεις φυτοζωούσαν.
  Η επιδρομή των Γότθων υπό τον Αλάριχο το 396 μ.Χ. σκόρπισε παντού τον όλεθρο. Η Αιγείρα, η Φελλόη, η Πελλήνη και οι άλλες Αρχαϊκές πόλεις γνώρισαν την λεηλασία και την καταστροφή.
  Κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους η Κόρινθος ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας «Αχαΐας», που περιλάμβανε την Πελοπόννησο, την κεντρική Ελλάδα και τα νησιά. Για να επικοινωνεί με την μεγάλη αυτή περιφέρεια η Κόρινθος είχε αξιόλογους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους. Ένας από αυτούς όπως και σήμερα ακολουθούσε την παραλία του Κορινθιακού συναντούσε τον Δήμο Ευρωστίνης και κατέληγε στη Πάτρα. Στα χρόνια που ακολούθησαν με την Ενετοκρατία και Φραγκοκρατία χρησιμοποιήθηκαν τα λιμάνια της Πάτρας, της Ναυπάκτου, Μεθώνης και Κορώνης και με την δυσκολία να περάσουν μεγάλα πλοία από τον δίολκο της Κορίνθου τα λιμάνια της Αιγείρας (Μαύρα Λιθάρια), Αριστοναύται, Σικυώνος και άλλα , έπαψαν να παίζουν ουσιαστικό ρόλο, και χρησιμοποιούνταν για την τοπική εξυπηρέτηση.
  Η μεγαλύτερη αλλαγή της φυσιογνωμίας και του τρόπου ζωής των κατοίκων ήρθε με την ίδρυση της Εκκλησίας της Κορίνθου το 50 μ.Χ. από τον Απόστολο Παύλο και την διάδοση του Χριστιανισμού. Σε δημοσίευμα στα «ΝΕΑ» 12.2.79 ανακοινώθηκε ότι στα Μαύρα Λιθάρια αποκαλύφθηκε παλαιοχριστιανική βασιλική του 5ου αιώνα.
  Κατά την Βυζαντινή περίοδο για την οχύρωση και με τον φόβο επιδρομών των βαρβάρων οχυρώνονται οι μεγάλες πόλεις και ανάμεσα τους και το ορεινότερο χωριό της περιοχής, το Σαραντάπηχο όπου παρατηρήθηκαν ίχνη οχυρών, λόγω της στρατηγικής του θέσης και της διάβασης προς τον κάμπο του Φενεού. Ακολούθησαν οι κάθοδοι των Σλάβων και όπως βλέπουμε από διάφορα ονόματα και τοπωνύμια με σλαβική κατάληξη ή ρίζα π.χ. Ζάχολη, Λόυζι, Ρουζενά κ.λ.π. μας πείθουν ότι η περιοχή δέχθηκε Σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν και αφομοιώθηκαν ή αποχώρησαν αργότερα. Συχνά Σαρακηνοί και Νορμανδοί πειρατές λεηλατούσαν τις ακτές του Κορινθιακού και σε μία τέτοια επιδρομή Σαρακηνών το 883 ο Ναύαρχος πέρασε μέσα σε μια νύχτα τον στόλο του από την δίολκο και αιφνιδίασε τους Σαρακηνούς καταστρέφοντας τον στόλο τους.
  Το 1205 η Κορινθία μαζί με άλλες περιοχές καταλαμβάνεται από τους Φράγκους και για 185 χρόνια μέχρι το 1390 όποτε περνάει πάλι στην Βυζαντινή επικράτεια του δεσποτάτου του Μιστρά. Οι Φράγκοι δήμευαν μόνο τα δημόσια, τα εκκλησιαστικά και εγκαταλελειμμένα κτήματα και άφηναν τα κτήματα των πολιτών. Έτσι οι κάτοικοι της Ζάχολης διατήρησαν τα κτήματα τους. Οι Φράγκοι κατασκεύασαν φρούρια και πύργους για να εκμεταλλευτούν με άνεση τους πόρους της περιοχής.
  Από τους ξένους πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, οι Φράγκοι, οι Εβραίοι και οι Ενετοί ήσαν οι πιο ολιγάριθμοι. Οι Σλάβοι αφομοιώθηκαν με τους ντόπιους και μόνο οι Αλβανοί είχαν μονιμότερη εγκατάσταση που ενισχύθηκαν κατά την Τουρκοκρατία. Το 1395, την εποχή που ο Θεόδωρος κυβερνούσε το Δεσποτάτο, δέκα χιλιάδες περίπου Αλβανοί με τις οικογένειες τους και τα κοπάδια τους φθάνουν στη Κορινθία και ο Θεόδωρος τους δέχθηκε για πολιτικούς λόγους. Με τον καιρό οι Αλβανοί έποικοι εγκαταστάθηκαν και στην Κορινθία με αποτέλεσμα την ονομασία πολλών χωριών με Αλβανικά τοπωνύμια.
  Το 1402 γίνεται ένας φοβερός σεισμός στον Κορινθιακό, ο οποίος έπληξε τις παράκτιες περιοχές με αποτέλεσμα να αποκοπούν μεγάλα τμήματα εδάφους, να καταρρεύσουν βουνά, να καταποντιστούν εκτάσεις παρασύροντας ζώα, σπαρτά και σπίτια και κατάστρεψε τα φρούρια της Βοστίτσας, του Διακοπτού, του Ξυλοκάστρου και της Ζάχολης (Sachuli όπως αναφέρεται σε μαρτυρία της εποχής).
  Από το 1387 άρχισαν αλλεπάλληλες επιδρομές των Τούρκων σ’ ολόκληρο το Δεσποτάτο του Μυστρά και την Πελοπόννησο με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να αποτραβηχτεί στα ορεινά μέρη και τα κάστρα. Το 1458 ο ίδιος ο σουλτάνος Μωάμεθ Β´, επικεφαλής μεγάλης Τουρκικής στρατιάς, αποφάσισε να δώσει το τελευταίο χτύπημα εναντίων του δεσποτάτου του Μυστρά που αντιστεκόταν παρά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Έτσι το 1460 ο Σουλτάνος κατόρθωσε να εξουσιάσει ολόκληρη την Πελοπόννησο εκτός από τα κάστρα που ανήκαν στους Ενετούς.
  Οι πόλεμοι μεταξύ Ενετών και Τούρκων για την Πελοπόννησο κράτησαν πολλά χρόνια και οι Μοραΐτες ήσαν τα πρώτα θύματα αυτής της διαμάχης. Κάθε φορά που οι Ενετοί εκστράτευαν εναντίων των Τούρκων στην Πελοπόννησο οι υπόδουλοι Έλληνες πλαισίωσαν τις δυνάμεις τους με αποτέλεσμα τη συνθήκη ειρήνης Τουρκίας-Ενετίας το 1699 και την εγκαθίδρυση της Ενετικής Δημοκρατίας της Πελοποννήσου. Οι Ενετοί έδωσαν το δικαίωμα στους άρχοντες να εισπράττουν τον φόρο της δεκάτης και να εμπορεύονται με αποτέλεσμα να θησαυρίζουν σε βάρος των φτωχών. Επιδόθηκαν στην ανασυγκρότηση του τόπου, φρόντισαν για την επιστροφή των προσφύγων και ενδιαφέρθηκαν για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής. Έβαλαν τους ιδιοκτήτες να φυτέψουν χέρσες εκτάσεις, εισήγαγαν νέες καλλιέργειες, και επέκτειναν την παραγωγή της σταφίδας που την εξαγωγή ανέλαβαν οι ίδιοι. Έτσι μέσω των λιμανιών της περιοχής έγινε γνωστή ή Κορινθιακή σταφίδα μέχρι τις μέρες μας. Την εποχή αυτή ερχόμενη από την Κωνσταντινούπολη η οικογένεια Μαμωνά, καμήλες τους σταματούν στην περιοχή του Κούτου (´Ανω Χελιδόρι) και κατασκευάζουν εκεί το αρχοντικό τους. Ήταν μια αρχοντική οικογένεια που διακρίνονταν για τον πλούτο, την υπεροχή της και την αφοσίωση τους στους Ενετούς. Η περιοχή από τον Κούτο, τον Πύργο και ως την παραλία του Κορινθιακού ήταν ιδιοκτησία των Μαμωνάδων.
  Το 1715 οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και οι Έλληνες δεν κινήθηκαν εναντίον τους δυσαρεστημένοι από τους φόρους, την αυστηρότητα των νόμων και την διαφορά του δόγματος των Ενετών και το 1718 αναγνωρίζεται η κυριαρχία των Τούρκων στη Πελλοπόννησο. Η περιοχή της Ευρωστίνης ανήκε πλέον στο Βιλαέτι των Καλαβρύτων. Τα χωριά διοικούνταν από τους δημογέροντες, οι πόλεις από τους προεστούς και οι διοικητές των επαρχιών από τους κοτζαμπάσηδες που ήταν όργανα των Τούρκων. Η πιο μαύρη εποχή ξεκινούσε σε μια χώρα που είχε μεταβληθεί σε ερείπια από τους συνεχείς πολέμους, πολλοί κάτοικοι μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στη εξορία, παιδιά έγιναν γενίτσαροι και φόροι καταδυνάστευαν τους κατοίκους. Παρ’ όλα αυτά είχε και τα πνευματικά της κέντρα που αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν την εθνική ταυτότητα. Ένα τέτοιο κέντρο ήταν η Μονή του Προφήτη Ηλία στο Κούτο.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ευρωστίνης


H ιστορική διαδρομή του Δήμου

ΕΛΕΙΟ - ΠΡΟΝΟΙ (Δήμος) ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
  Σημαντικές μαρτυρίες ιστορικές και αρχαιολογικές από τα προϊστορικά χρόνια βεβαιώνουν συνεχή οικιστική παρουσία σε όλη την περιοχή που καλύπτει ο σημερινός Δήμος Eλειού-Πρόννων. H ανεύρεση πρόσφατα υπολειμμάτων προϊστορικού τείχους στην περιοχή των Aργινίων, όπου η δίοδος προς τις ανατολικές παρυφές του Aίνου, με το χαρακηριστικό σπάνιο είδος της μαύρης ελάτης, τα προϊστορικά ευρήματα παλαιολιθικών σκευών και εργαλείων στο σπήλαιο της Δράκαινας στον Πόρο, εργαλείων στην περιοχή της Σκάλας, οι τάφοι των Mαυράτων και τέλος ο ηγεμονικός τάφος στην περιοχή των Tζαννάτων με τα χρυσά ευρήματα σηματοδοτούν ενιαία περιοχή με οχυρό κέντρο το φερόμενο με το όνομα "Παλαιόκαστρο", το αρχαίο Φρούριο των Πρόννων. Tα ευρήματα αυτά χρονολογούνται από την πρώιμη παλαιολιθική εποχή (7.000 π. X.) μέχρι τα υστερομηκυναϊκά χρόνια (10ος π. X. αιώνας).
  Mαρτυρία για τα αρχαϊκά χρόνια και δείγμα υψηλού επιπέδου πολιτισμού αποτελούν τα ερείπια του ναού του Ποσειδώνα του 6ου π. X. αιώνα στον 'Αγιο Γεώργιο της Σκάλας. Στα κλασικά χρόνια η περιοχή αποτελούσε την "πόλη" των Πρόννων με διοικητικό κέντρο πάντα το Παλαιόκαστρο και με οχυρά στηρίγματα στα Aργίνια, στο Πυργί και στο Πυροβούνι πάνω από τον Πόρο. H "πόλη" των Πρόννων στα αρχαία χρόνια ήταν σύμμαχος των Aθηναίων στη B' Aθηναϊκή Συμμαχία, όπως αναγράφεται στη σχετική στήλη των συμμάχων πόλεων, ενώ αργότερα υπήρξε σύμμαχος των Kαρχηδονίων εναντίον των Pωμαίων μέχρι την υποταγή της στη Pώμη. Kατάλοιπα της ρωμαϊκής παρουσίας στην περιοχή αποτελούν τα αρχαιολογικά ευρήματα ρωμαϊκής έπαυλης του 3ου μ. X. αι. στην Σκάλα, της οποίας οι ψηφιδωτές απεικονίσεις στα δάπεδα είναι ιδιαίτερης τέχνης και σημασίας.
  Kατά τα βυζαντινά χρόνια η περιοχή είχε αναπτύξει ιδιαίτερο τοπικό πολιτισμό, όπως υποδηλώνουν οι μαρτυρίες του "Πρακτικού" της λατινικής επισκοπής του 1264 και τα ευρήματα πολλών βυζαντινών μονών και ναών. H μονή της Y. Θ. της 'Ατρου είναι από τα παλαιότερα βυζαντινά μοναστήρια του νησιού με τον εντυπωσιακό "πύργο", οχυρό στήριγμα της μονής από τον 15ο αιώνα με ιδιαίτερη ιστορική σημασία.
  Aπό τα χρόνια της φραγκοκρατίας (12ος-15ος αι.) διατηρείται η ανάμνηση κατοχής κτημάτων από τους άρχοντες της εποχής στον Eλειό και τη Σκάλα, ενώ η βενετική κατάκτηση (16ος-18ος αι.) χαρακτηρίζεται κυρίως με την εισροή στην περιοχή μεγάλου αριθμού εποίκων και πολεμιστών (stradioti) από άλλες ελληνικές περιοχές. Aυτοί οι έποικοι είναι οι γενάρχες των περισσοτέρων οικογενειών που υπάρχουν σήμερα.
  Oι αλλεπάλλαληλες αλλαγές κυριάρχων που ακολούθησαν την πτώση της βενετικής κυριαρχίας στο νησί (1797) και πολιτικές μεταβολές A΄και B΄Γαλλική κατοχή, Pωσοτούρκοι, Eπτάνησος Πολιτεία, Bρετανική κατοχή) ώς τη συγκρότηση του Iονίου Kράτους κάτω από την "Προστασία" της M. Bρετανίας (1817) και την Ένωση με την Eλλάδα (1864) είχαν και τις αντίστοιχες επιδράσεις στη ζωή των κατοίκων, η αντίστασή τους όμως στις αυθαιρεσίες των ισχυρών είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Σημειώνονται κινήματα και εξεγέρσεις στην περιοχή από τα χρόνια κιόλας της βενετοκρατίας με κορυφαία την εξέγερση της Σκάλας και της γύρω περιοχής του 1849 εναντίον της Bρετανικής Προστασίας, που βάφτηκε με αίμα αλλά σηματοδότησε και διεργασίες που βοήθησαν την Ένωση των νησιών με την Eλλάδα.
  Δύο χρόνια μετά την Ένωση, το 1866, η περιοχή γνωρίζει νέα διοικητική διαίρεση που θα διαρκέσει ώς το 1912, οπότε και πάλι μεταβάλλεται για να συνεχιστεί ώς πρόσφατα, μέχρι τις διοικητικές αλλαγές που έφερε το λεγόμενο σχέδιο "I. Kαποδίστριας".
  Mε το Bασιλικό Διάταγμα της 8ης Iανουαρίου 1866, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο 9/28-1-1866 της Eφημερίδας της Kυβερνήσεως (E.K.) στην περιοχή συστάθηκαν 4 δήμοι Γ΄τάξεως:
α) Δήμος Eλιού με τους οικισμούς Mαυράτα, Xαρεράτα, Θεράμονα, Xιονάτα, Mαρκόπουλο, Kολαΐτη, Aργίνια, Aτσουπάδες, Πλατιές, Bαλεριάνο και Kατελιό. Ως πρωτεύουσα του Δήμου ορίστηκε αρχικά ο οικισμός Mαυράτα, ενώ με το B. Δ. της 17-2-1876 (E.K. 1876) μετατέθηκε στα Xιονάτα.
β) Δήμος Σκάλας με τους οικισμούς Σπαθή, Φανιές, Kουτροκόη, Pατζακλή, Eπάνω Bάλτες, Kάτω Bάλτες και Kρεμμύδι με πρωτεύουσα τη Σκάλα.
γ) Δήμος Πρόννων με τους οικισμούς Aσπρογέρακα, Kορνέλο, Πεντόγαλο, Mεγαδούκα και Aννινάτα με πρωτεύουσα τον Aσπρογέρακα. και δ) Δήμος Hρακλείου με τους οικισμούς Kαμπιτσάτα, Aμπελά, Γούλα, Σολωμάτα, Tζανάτα, Aφραγιάς, Δημητσανάτα, Δαφνάτα, Aνδρεολάτα, Ξενόπουλο, Mαυρικάτα και Kαπανδρίτη με πρωτεύουσα τα Kαμπιτσάτα.
  Tρία χρόνια αργότερα, το 1869, οι δήμοι Πρόννων, Σκάλας και Hρακλείου συγχωνεύτηκαν και αποτέλεσαν τον Δήμο Πρόννων με το B.Δ. της 12ης-12-1869 (ΦEK 55/1869) με πρωτεύουσα την Πάστρα (ή Kάτω Bάλτες). Όμως με το B.Δ. της 8ης-11-1871 (ΦEK 9/1872) η πρωτεύουσα του Δήμου μετατέθηκε στον Aσπρογέρακα για να πάει και πάλι στην Πάστρα το 1887 (B.Δ. 12-5-1887, ΦEK 112/1887) και το 1890 οριστικά πρωτεύουσα του Δήμου ορίζεται ο Aσπρογέρακας (B.Δ. 7-12-1890, ΦEK 325/1890), ενώ ο Δήμος Eλιού παρέμεινε χωρίς μεταβολές μέχρι το 1912 οπότε έγινε η νέα διοικητική διαίρεση της χώρας που διασπάστηκαν οι δήμοι και συστάθηκαν κοινότητες (B.Δ. 16-8-1912, ΦEK 248/1912).

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ελειού - Πρόνων


ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ-ΚΟΡΔΕΛΙΟ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  Με το Προεδρικό Διάταγμα αριθ. 555 της 13.8.1982 η Κοινότητα Ελευθερίου και ο Συνοικισμός Νέου Κορδελιού ενώθηκαν και αποτέλεσαν από κοινού το σημερινό Δήμο Ελευθερίου Κορδελιού, διατηρώντας και τα δύο τοπωνύμια, γεγονός που δεν συναντάται σε άλλες περιοχές της χώρας μας.
  Τα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η θέση στην οποία είναι σήμερα ο Συνοικισμός αυτός. Ηταν στρατώνας των Αγγλο-Γαλλικών στρατευμάτων. Στα ξύλινα αυτά παραπήγματα που έμενε ο στρατός και αφού πέρασαν στη δικαιοδοσία της Πρόνοιας εγκαταστάθηκαν προσωρινά το έτος 1920 πρόσφυγες Πόντιοι από τη Ρωσία. Αργότερα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στεγάστηκαν και από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας πρόσφυγες γιατί αυτός ο συνοικισμός μέχρι και το 1928 χρησιμοποιήθηκε ως Κέντρο Διαμονής Προσφύγων. Οι εναπομείναντες πρόσφυγες, αφού έμειναν μέχρι το 1936 στη συνέχεια ίδρυσαν τον Συνοικισμό ΧΑΡΜΑΝΚΙΟΪ που σημαίνει στην τουρκική γλώσσα "αλωνότοπος", γιατί ως τέτοιος χρησιμοποιήθηκε ο συνοικισμός επί Τουρκοκρατίας. Το 1924 μετονομάστηκε σε ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ γιατί πέρασε από κει ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κοινότητα πλέον ονομάστηκε επίσημα - Κοινότητα Ελευθερίου.

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
Εν Αθήναις τη 18 Ιανουαρίου 1934 ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ Αρ. Φύλλου 23

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ
Περί αναγνωρίσεως κοινοτήτων εν τω νομώ Θεσσαλονίκης.
Αναγνωρίζομεν εν τω νομώ Θεσσαλονίκης εις ιδίας κοινότητας τους κάτωθι συνοικισμούς αποσπώμενους εκ του δήμου Θεσσαλονίκης.
1) Ευκαρπίαν, υπό το όνομα "κοινότης Ευκαρπίας" και με έδραν τον ομώνυμον συνοικισμόν.
2) Κορδελιό, υπό το όνομα "κοινότης Κορδελιού" και με έδραν τον ομώνυμον συνοικισμόν. Εις την αναγνωριζομένην ταύτην κοινότητα ενούνται και οι συνοικισμοί Παλαιό Χαρμανκιόϊ, Νέο Κορδελιό και Νέος Κουκλουτζάς, αποσπώμενοι εκ του αυτού δήμου.

  Το Νέο Κορδελιό ιδρύθηκε το 1924 από πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία 1922-1924 και άλλες πόλεις της Ελλάδας (εσωτερικούς μετανάστες). H πλειονότητα όμως των κατοίκων καταγόταν από την παραλιακή κωμόπολη της Μικράς Ασίας το Κορδελιό της Σμύρνης. Ξακουστό προάστιο 13χμ. έξω από τη Σμύρνη. Γνωστό επίσης με τα ονόματα Περαία και Καρσί-Γιακά, δηλαδή "πέρα μακριά" όπου πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή στην πόλη κατοικούσαν περίπου 15.000 Έλληνες. Ετσι ο συνοικισμός σε ανάμνηση της γενέτειρας των κατοίκων ονομάστηκε ΚΟΡΔΕΛΙΟ και φέρει ως σήμερα την ονομασία αυτή. Αργότερα κατά τα έτη 1927-1928 εγκαταστάθηκαν στον συνοικισμό αυτό από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, πρόσφυγες από το Βασιλικό της Ανατολικής Θράκης.
  Σε όλους αυτούς τους πρόσφυγες προστέθηκαν Σαρακατσάνοι που ήρθαν από γειτονικές χώρες. Σήμερα πανελλαδικά θεωρείται ο Δήμος με τις περισσότερες οικογένειες Σαρακατσάνων (6.000 άτομα). Τέλος τη δεκαετία του 1990 ένας μεγάλος αριθμός Παλιννοστούντων επέλεξε το Δήμο Ελευθερίου Κορδελιού ως τόπο εγκατάστασής τους.
  Στη διάρκεια των 81 χρόνων που πέρασαν, η περιοχή αναβαθμίσθηκε σημαντικά και σήμερα πλέον συγκαταλέγεται στους αναπτυσσόμενους Δήμους του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, οι δε κάτοικοι του Δήμου διαπρέπουν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής.
  Οι 285 πρόσφυγες που αρχικά πρωτοκατοίκησαν εδώ σήμερα αριθμούν περίπου 32.000 δυναμικούς ανθρώπους με ένα κοινό όραμα "Να γίνει ο Δήμος Ελευθερίου Κορδελιού, ένας σύγχρονος Δήμος - πρότυπο, διατηρώντας το ανθρώπινο, φιλικό και φιλόξενο πρόσωπό του". Αλλωστε η δύναμη κάθε τόπου είναι οι άνθρωποι του...

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ελευθερίου Κορδελίου


Οι Αρχάνες στο πέρασμα των αιώνων

ΕΠΑΝΩ ΑΡΧΑΝΕΣ (Κωμόπολη) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
  Η συνεχής παρουσία των Αρχανών σ' όλες τις φάσεις του προϊστορικού μινωϊκού πολιτισμού αλλά και των μετέπειτα ιστορικών χρόνων είναι φανερή απόδειξη της διαχρονικής σπουδαιότητας του οικισμού. Οι εντατικές αρχαιολογικές και ιστορικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τη ζωή των Αρχανών από την Υπονεολιθική περίοδο μέχρι και τα νεότερα χρόνια. Πράγματι, οι Αρχάνες, κτισμένες σε μια από τις πιο εύφορες περιοχές της Κρήτης, αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους προϊστορικούς αλλά και για τους μεταγενέστερους κατοίκους της περιοχής. Η ομορφιά και η μυστικότητα του αρχανιώτικου τοπίου συμπληρώνεται από το Γιούχτα, το ιερό ανθρωπόμορφο βουνό, που επισκιάζει το χωριό και που οι αρχαίες παραδόσεις συνέδεσαν με μύθους και θρύλους για θεούς και ήρωες. Γύρω, λοιπόν, από αυτό το βουνό βρίσκονται οι κυρίως αρχαιολογικές θέσεις τόσο στην ευρύτερη περιοχή όσο και μέσα στο κέντρο της κλειστής λεκάνης των Αρχανών.
  Ο προϊστορικός οικισμός των Αρχανών απλώνονταν περίπου όσο και το σημερινό χωριό. Στο κέντρο του οικισμού, στη θέση Τουρκογειτονιά, έχει ανασκαφεί το κεντρικό τμήμα ενός κτιριακού συγκροτήματος που χρονολογείται από το 1900π.Χ.. Ο χαρακτηρισμός του ως "ανάκτορο" δικαιολογείται όχι μόνο από την αρχιτεκτονική και τα υλικά δομής του αλλά και από το είδος των ευρημάτων. Η ύπαρξη ενός δεύτερου διοικητικού κέντρου τόσο κοντά στο πανίσχυρο ανάκτορο της Κνωσού αποδεικνύει την σπουδαιότητα του οικισμού. Από το επαρχιακό ανάκτορο της Τουρκογειτονιάς ελέγχονταν όχι μόνο η οικονομική και θρησκευτική ζωή της ευρύτερης περιοχής των Αρχανών αλλά και η πρόσβαση προς την νότια Κρήτη.
  Βορειοδυτικά από την κωμόπολη των Αρχανών, στο μικρό λόφο Φουρνί, ανακαλύφθηκε ένα από τα σημαντικότερα και αρτιότερα οργανωμένα νεκροταφεία της προϊστορικής εποχής. Η μακρά χρήση του νεκροταφείου, για περισσότερα από 1000 χρόνια (~2400-1200π.Χ.), μας επιτρέπει να δούμε συγκεντρωμένα σ' ένα χώρο ταφικά κτίρια όλων των γνωστών αρχιτεκτονικών τύπων. Ιδιαίτερα μοναδικοί είναι οι θολωτοί τάφοι που χρονολογούνται σε διάφορες περιόδους της κρητομυκηναϊκής εποχής. Η ποικιλία των ταφών, ο πλούτος των κτερισμάτων καθώς και η ανακάλυψη κτισμάτων λατρευτικής και κοσμικής χρήσης παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα έθιμα ταφής και λατρείας των νεκρών.
  Μια βαθιά χαράδρα χωρίζει το λόφο του Φουρνί από το Γιούχτα, που από δυτικά μοιάζει με ξαπλωμένο ανδρικό κεφάλι. Αυτή του η μορφολογία οδήγησε τη λαϊκή φαντασία στη δημιουργία μύθων σχετικά με την ύπαρξη του τάφου του Δία πάνω στο βουνό ή κοντά σ΄αυτό. Στο ψηλότερο σημείο του βουνού, στην Ψηλή Κορφή, βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα μινωϊκά ιερά κορυφής της Κρήτης. Το πλήθος των αναθημάτων που ήλθαν στο φως μαρτυρούν την έντονη λατρευτική δραστηριότητα στο χώρο. Στη δυτική και νοτιοδυτική πλευρά του Γιούχτα βρίσκονται ακόμα δύο ιερά, η σπηλιά στο Χωστό Νερό και ο Σπήλιος του Στραβομύτη, η χρήση των οποίων διατρέχει πολλούς αιώνες.
  Στη βόρεια πλευρά του βουνού, στη θέση Ανεμόσπηλια, ήλθαν στο φως τα ερείπια ενός κτιρίου που η αρχαιολογική έρευνα χαρακτήρισε ως μινωϊκό τριμερές ιερό λόγω της αρχιτεκτονικής του διάταξης. Παρά τη σύντομη ζωή του ο ναός στα Ανεμόσπηλια θεωρείται μοναδικός όχι μόνο για την ποικιλία και τον πλούτο των ευρημάτων αλλά και για την ανακάλυψη ανθρωποθυσίας στο δυτικό δωμάτιο του.
  Οι Αρχάνες λοιπόν ήταν μια σημαντική προϊστορική κοινότητα με πολλές δραστηριότητες. Γύρω από τον οικισμό των Αρχανών αναπτύχθηκαν μικρότερα κέντρα (Βιτσίλα, Καρνάρι, Καρυδάκι, Μυριστής κ.α.) που εξυπηρετούσαν τις κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες της κεντρικής μονάδας. Ένα από αυτά είναι και το κτιριακό συγκρότημα στο Βαθύπετρο, 4 χλμ. νότια από τις Αρχάνες. Η μινωική έπαυλη στο Βαθύπετρο, ένας ακόμη μάρτυρας της ανθηρής οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής, διαθέτει σταφυλοπιεστήριο, ελαιοπιεστήριο καθώς και εργαστήριο πηλοπλαστικής. Η κατοίκηση στις Αρχάνες και τους γύρω οικισμούς συνεχίζεται αδιάκοπα και τους επόμενους αιώνες όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα των κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Η παράδοση μάλιστα αναφέρει ότι πολλοί Αρχανιώτες έγιναν Χριστιανοί μετά την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος προσκλήθηκε στο χωριό για να διώξει με την προσευχή του τα δηλητηριώδη ερπετά από το Γιούχτα.
  Κατά την πρώτη Βυζαντινή περίοδο και τα χρόνια της Αραβοκρατίας οι Αρχάνες και η γύρω περιοχή ακολουθούν την ιστορική πορεία της υπόλοιπης Κρήτης. Το 961μ.Χ. ο Νικηφόρος Φωκάς ελευθερώνει την Κρήτη από τους Αραβες και χτίζει δυτικά του Γιούχτα το φρούριο Ρόκκα, ώστε να ελέγχει την γύρω περιοχή. Το 1212 μ.Χ. η Κρήτη καταλαμβάνεται από τους Ενετούς. Η αναγνώριση και ανοχή του χριστιανικού ορθόδοξου δόγματος από τους κατακτητές είχε ως αποτέλεσμα την οικοδόμηση πολλών εκκλησιών με βυζαντινά και φράγκικα χαρακτηριστικά. Έτσι λοιπόν και στις Αρχάνες αυτή την περίοδο (14ος-15ος αι.μ.Χ.) χτίζονται σημαντικές εκκλησίες όπως ο Αγ.Γεώργιος, η Αγ.Τριάδα ο Εσταυρωμένος, η Αγ.Παρασκευή, ο Αγ.Μάμας και η μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (σημερινός Αφέντης Χριστός) στην κορυφή του βουνού. Στην περιοχή Ασώματος, 3χλμ. νοτιοανατολικά των Αρχανών, η εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου είναι ένα εξαίρετο βυζαντινό μνημείο με τοιχογραφίες επαρχιακής παλαιολόγειας τέχνης. Εξάλλου κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας εκτελούνται στην Κρήτη πολλά κοινωφελή έργα. Ένα από αυτά είναι και το Υδραγωγείο του Μοροζίνη στην περιοχή Καρυδάκι, 2χλμ. βόρεια των Αρχανών, που χρονολογείται στις αρχές του 17ου αι. μ.Χ.. Το μεγάλο αυτό τεχνικό έργο απέβλεπε στην ύδρευση της πόλης του Ηρακλείου από τις πηγές του Γιούχτα. Τα νερά των πηγών ενώνονταν στο Καρυδάκι από όπου με λιθόκτιστο αγωγό 15χλμ. διοχετεύονταν στο Ηράκλειο, που εκείνη την εποχή μαστίζονταν από λειψυδρία.
  Το 1669μ.Χ. οι Οθωμανοί Τούρκοι καταλαμβάνουν την Κρήτη και οι Αρχάνες γίνονται μια από τις έδρες Τούρκων αξιωματούχων. Η εύφορη αρχανιώτικη γη διαρπάζεται από τους κατακτητές και οι Αρχανιώτες Χριστιανοί διώκονται και βασανίζονται. Η βυζαντινή εκκλησία της Αγ.Παρασκευής μετατρέπεται σε τζαμί. Η παρουσία των Τούρκων κατακτητών είναι μέχρι και σήμερα φανερή στα ονόματα πολλών περιοχών μέσα και έξω από το χωριό (Τουρκογειτονιά, Τζαμί κ.α.). Τέλη του 17ου αι. μ.Χ. αρχίζει να κτίζεται, μετά από πολλές θυσίες των κατοίκων, η εκκλησία της Παναγίας μέσα στο χωριό. Η εκκλησία είναι ένας θησαυρός από εκκλησιαστικά σκεύη και εικόνες που σήμερα εκθέτονται σε ειδικές προθήκες μέσα στο χώρο.
  Οι Αρχάνες και τα γύρω χωριά κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στους αγώνες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Από το 1866 και μετά οι διαρκείς επαναστάσεις και εξεγέρσεις στην Κρήτη έχουν ως κύριο αίτημα την ένωση του νησιού με το μέχρι τότε ελεύθερο ελληνικό κράτος. Κατά την Επανάσταση του 1897 οι Αρχάνες αποτελούν συντονιστικό κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων της Κρήτης ενώ αιματηροί αγώνες διεξάγονται γύρω από το χωριό. Τον Αύγουστο του 1897 η Πρώτη Κρητική Γενική Συνέλευση για την συνέχιση του Αγώνα, όπου προεδρεύει ο Ελευθέριος Βενιζέλος (μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας), λαμβάνει χώρο στις Αρχάνες. Μετά από ένα χρόνο η Κρήτη ανακηρύσσεται Αυτόνομη Πολιτεία με Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος στην περιοδεία του στο νησί επισκέπτεται τις ένδοξες Αρχάνες.
  Πολύτιμες πληροφορίες για τα ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου μπορεί να αντλήσει κανείς από το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Αρχανών. Το Αρχείο περιλαμβάνει το τεράστιο υλικό της αλληλογραφίας και των δραστηριοτήτων της Επιτροπής Αμύνης των Αρχανών από τον Φεβρουάριο του 1897 μέχρι το Νοέμβριο του 1898. Το Αρχείο αυτό καταρτίσθηκε το 1938 με απόφαση του τότε Κοινοτικού Συμβουλίου των Αρχανών, ταξινομήθηκε και βιβλιοθετήθηκε σε 8 ογκώδεις τόμους. Ο Δήμος Αρχανών για να αποτίσει ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στους αγωνιστές αυτής της περιόδου διοργάνωσε τον Αύγουστο του 1997 Επιστημονικό Συμπόσιο με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την έναρξη της επανάστασης (1897-1997).
  Η θέση των Αρχανών αλλά και το γενναίο φρόνημα των κατοίκων της αποτέλεσαν τους κύριους παράγοντες για την ενεργή συμμετοχή του χωριού στα πολεμικά γεγονότα του 20ου αιώνα. Στη Μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941 - Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) το Κέντρο Διοικήσεως των Ελληνικών Δυνάμεων εγκαθίσταται στις Αρχάνες, ενώ παράλληλα λειτουργεί πρόχειρο στρατιωτικό νοσοκομείο.
  Τον πρώτο χρόνο της Γερμανικής Κατοχής οργανώθηκε στις Αρχάνες το πρώτο κλιμάκιο κατασκοπείας στην Κρήτη το οποίο προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον απελευθερωτικό αγώνα. Η παρουσία των Δυνάμεων Κατοχής στις Αρχάνες ήταν ιδιαίτερα έντονη αφού στο χωριό έδρευε Γερμανική Μεραρχία. Διοικητής της Μεραρχίας ήταν ο Στρατηγός Κράιπε, του οποίου η απαγωγή από αντιστασιακή ομάδα αποτελεί ένα από τα πιο σπουδαία εγχειρήματα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (Απρίλιος 1944). Μετά από προγραμματισμένη ενέδρα σε σημείο της διαδρομής Αρχάνες - Κνωσός ο Στρατηγός συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο.
  Τα μεταπολεμικά χρόνια οι Αρχάνες, μέσα στις γενικότερες οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα, προσπαθούν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των νέων καιρών. Με τις συντονισμένες προσπάθειες των εκάστοτε δημόσιων φορέων αλλά κυρίως των κατοίκων του χωριού, οι Αρχάνες σταδιακά εξελίχθηκαν σε σημαντικό οικονομικό, πολιτιστικό και τουριστικό κέντρο.
  Σήμερα οι Αρχάνες αποτελούν χωριό πρότυπο όχι μόνο για την αναπτυξιακές δραστηριότητες των τελευταίων χρόνων αλλά και για το υψηλό βιοτικό και πνευματικό επίπεδο των κατοίκων τους.
  Παρά την συντομία αυτής της ιστορικής ανασκόπησης είναι ολοφάνερος ο καθοριστικός ρόλος που διαδραμάτισαν οι Αρχάνες στο πέρασμα των αιώνων. Τεράστιες προσπάθειες καταβάλλονται τα τελευταία χρόνια από τον Δήμο Αρχανών για την συντήρηση των αρχαιολογικών και ιστορικών μνημείων του χωριού. Επιπλέον, η διάσωση και έκδοση του ιστορικού και φωτογραφικού αρχείου του χωριού έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του ευρέως κοινού για τη μελέτη της ιστορίας των Αρχανών. Και ενώ οι προσπάθειες για την ανάδειξη των ιστορικών μνημών συνεχίζονται, οι Αρχάνες εξακολουθούν να συμμετέχουν ενεργά στα πολιτισμικά δρώμενα της εποχής τους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρχανών


ΕΡΙΝΕΟΣ (Δήμος) ΠΑΤΡΑ
  Ο Δήμος Ερινεού με έδρα το Λαμπίρι παίρνει το όνομα του από τον όρμο σε σχήμα μισοφέγγαρου ο οποίος χρησίμευε κατά την αρχαιότητα σαν λιμάνι στην Ρυπική χώρα. Στον Ερινεό έγινε το 412 π.Χ. η ναυμαχία μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων με ορμητήριο των μεν πρώτων τη Ναύπακτο των δε δεύτερων τον όρμο του Ερινεού.
  Μια από τις δώδεκα πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας ήταν και η πόλη Ρύπες, πρωτεύουσα μιας περιφέρειας που ονομαζόταν Ρυπική και της οποίας η ακριβής θέση έχει αμφισβητηθεί από τους μελετητές. Σαν επικρατέστερη θεωρούμε την άποψη ότι η πόλη Ρύπες πρέπει ν' αναζητηθεί δυτικά του ποταμού Σαλμενίκου σε έδαφος οχυρό και σε μικρή απόσταση από το λιμάνι του Ερινεού, όπου το 412 π.Χ. έγινε η ναυμαχία μεταξύ των Αθηναίων και των Πελοποννήσιων με ορμητήριο των μεν πρώτων την Ναύπακτο των δε δεύτερων τον όρμο του Ερινεού. Ο ποταμός Σαλμενίκος με τις απότομες όχθες και τα ορμητικά του νερά μπορούσε θαυμάσια να βοηθήσει στην άμυνα της αρχαίας πόλης. Ο ποταμός κατεβαίνει μέσα από φαράγγια και περικλείει μαζί με το βουνό της Ζήριας μια μικρή επίπεδη έκταση στο δυτικώτερο άκρο της οποίας βρίσκεται το λιμάνι Ερινεός σε απόσταση 2.500μ. από τις Καμάρες. Οι Ρύπες λοιπόν έπρεπε ν' αναζητηθούν ή εδώ στην φυσικά οχυρωμένη αυτή θέση ή κοντά στο Κάτω Σαλμενίκο. Τη θέση αυτή που περιγράψαμε κατέχει σήμερα η κωμόπολη Καμάρες. Κατά τις εκσκαφές που έχουν γίνει κατά καιρούς για ανοικοδόμηση, έχουν έρθει στο φως λείψανα αρχαίας πόλης: θεμέλια πολλών οικημάτων, τμήματα χωμένων θαλάμων, τάφοι πήλινοι με νομίσματα και κοσμήματα.
  Στις Καμάρες, αριστερά του δρόμου που οδηγεί στην κωμόπολη από το Ν. Ερινεό, 100μ. πιο πάνω από τη σιδηροδρομική γραμμή σώζονται τα λείψανα ενός μεγαλοπρεπούς λουτρού με ψηφιδωτό και ογκώδη θολωτά κτίρια πάνω στα οποία στηριζόταν αυλάκι νερού ενώ κάτω από τους αψιδωτούς θόλους περνούσε πολύ νερό. Οι θόλοι αυτοί είναι οι Καμάρες απ' όπου πήρε το όνομα της και η σημερινή κωμόπολη. Στο ίδιο σημείο σώζονται δύο μαρμάρινες κολόνες, βάσεις και κιονόκρανα ιωνικού ρυθμού που μαρτυρούν την ύπαρξη μεγαλοπρεπούς ναού ή άλλου οικοδομήματος. Μέχρι το 30 π.Χ., οπότε και ισοπεδώθηκαν από τους Ρωμαίους όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα ΑΧΑ'Ι'ΚΑ, οι Ρύπες ήταν η πρωτεύουσα της Ρυπικής χώρας. Μετά το καταστροφικό πέρασμα των Ρωμαίων ολόκληρη σχεδόν η περιοχή ερήμωσε μέχρι την εποχή που αρχίζει να οχυρώνεται από τους Φράγκους ο οικισμός Σαλμενίκο, στις βόρειες πλαγιές του Παναχαϊκού με θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο.
  Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και πιθανόν γύρω στα 1300, χτίστηκε το Κάστρο του Σαλμενίκου πάνω σε απόκρημνο βράχο ο οποίος υψώνεται πάνω από την όχθη του ποταμού σε ύψος 200μ. περίπου. Ο θρύλος λέει πως στο βάθος της ρεματιάς και κάτω από μεγάλη πέτρα βρίσκεται θαμμένη η βασιλοπούλα που φονεύθηκε από προδότη με σκοπό να κατακτήσει το Κάστρο της. Αυτός είναι ο μύθος του Κάστρου της Ωριάς στο Ανω Σαλμενίκο. Στην ασφάλεια αυτού του Κάστρου κατέφυγαν πολλοί κάτοικοι από τα πεδινά μέρη της Ρυπικής που υπέφεραν τα πάνδεινα από τις επιδρομές των πειρατών. Έτσι όταν το 1460 το Σαλμενίκο δέχθηκε την επίθεση του Μωάμεθ του πορθητού αριθμούσε περί της 6.000 ψυχές. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει μερικά μόνο απομεινάρια του Κάστρου που σώζονται στις κορυφές του βράχου της ακρόπολης.
  Στη δυτική πλευρά του βουνού του Αϊ Γιάννη στην περιφέρεια των Τσετσεβών του άλλοτε Δήμου Ερινεού βρίσκεται η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου γύρω από την οποία έγινε η φοβερή μάχη της 17ης Ιουλίου 1827 μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στις 8 Μαΐου κάθε χρόνο, επέτειο της μνήμης του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι. Στο Ανω Σαλμενίκο βρίσκεται επίσης η Μονή Αγίας Ελεούσης, πνιγμένη στο πράσινο, η οποία γιορτάζει στις 23 Αυγούστου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Ερινέου


ΕΧΕΔΩΡΟΣ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Ο Εχέδωρος ήταν ανέκαθεν χείμαρρος, ο οποίος πάντοτε είχε περιορισμένες ποσότητες νερού. Μάλιστα ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι τα νερά του Εχεδώρου δεν έφθασαν για να ξεδιψάσει ο στρατός του Ξέρξη. Ο Εχέδωρος πηγάζει από τους πρόποδες του βουνού Κερκίνη και δια μέσου των στενών "Νάρες" εισέρχεται στον κάμπο της Θεσσαλονίκης και εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Κατά την αρχαιότητα η κοίτη του ποταμού απείχε από τη Θεσσαλονίκη περί τα οκτώ χιλιόμετρα και κατέληγε στο έλος, που υπήρχε δίπλα στις εκβολές του Αξιού. Η πρώτη ονομασία του ποταμού ήταν "Ηδωνός". Η ονομασία αυτή προέρχεται από τους Ήδωνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις όχθες του στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Εν τούτοις κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστός με τις ονομασίες "Εχέδωρος", "Εχείδωρος" και "Χείδωρος". Όλες αυτές οι ονομασίες προέρχονται από τη σύνθεση του ρήματος "έχω" και του ουσιαστικού "δώρο", το οποίο συμβολίζει προφανώς τον άφθονο χρυσό, που περιείχαν τα νερά του ποταμού.
  Το "Etymologicon Magnum Lexikon", που γράφτηκε από μοναχούς κατά τη βυζαντινή περίοδο, αναφέρει τα εξής για τον Εχέδωρο "Ποταμός της Μακεδονίας, ο πρότερον Ηδωνός καλούμενος. Ο έχων δώρα. Χρυσού γαρ καταφέρων ψήγματα, οι εγχώριοι αρύονται δέρματα αιγών κείραντες και καθιέντες εις το ύδωρ". Από τις φράσεις αυτές πληροφορούμαστε τόσο την προέλευση της ονομασίας του ποταμού, όσο και τον τρόπο, με τον οποίο οι κάτοικοι των παρόχθιων περιοχών του συνέλεγαν το ευγενές μέταλλο. Ο τρόπος αυτός ήταν η ρίψη γιδοπροβιών στα νερά του ποταμού και η "αγκίστρωση" των ψηγμάτων του πολύτιμου μετάλλου στην τριχωτή πλευρά τους. Στο προαναφερθέν βυζαντινό λεξικό διατυπώνεται διαζευτικά και μία άλλη εκδοχή της προέλευσης της ονομασίας του Εχεδώρου. Συγκεκριμένα αναγράφεται η φράση "...ή από Δώρου τινός Αρκάδος, ός συμμαχών Αλεξάνδρω τω Φιλαδέλφω, εμπεσών ποταμώ, αίτιος γέγονε της ονομασίας".
  Σύμφωνα με τον καθηγητή Μ. Τιβέριο η εκμετάλλευση του χρυσού του Εχεδώρου άρχισε πιθανότατα κατά τη μέση γεωμετρική εποχή. Αυτό συνάγεται από το γεγονός, ότι κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά σημαντικές ποσότητες εισαγμένης γεωμετρικής κεραμικής από την Αττική και την Εύβοια. Η επείσακτη αυτή κεραμική, που εντοπίσθηκε τόσο στη "διπλή τράπεζα" της Αγχιάλου, όσο και σε ορισμένους τάφους του αρχαίου νεκροταφείου της Σίνδου, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι νότιοι Έλληνες αντάλλασαν τα πολύτιμα αγγεία τους με το χρυσό του Εχεδώρου. Η προβειά συλλογής του χρυσού, που ονομαζόταν "κως", προσέδωσε πιθανότατα στον ποταμό και την ονομασία "Γαλλικός". Οι χρήστες της προβειάς έδωσαν συμβολικά σ'αυτήν τον επιθετικό προσδιορισμό "καλή", εξ αιτίας της πολύτιμης ιδιότητάς της. Σταδιακά οι δύο λέξεις "καλή" και "κως", συγχωνεύθηκαν και διαμόρφωσαν τη λέξη "καλλικώς", η οποία έγινε "γαλλικώς", διότι στη μακεδονική διάλεκτο το γράμμα "γ" χρησιμοποιούνταν αντί του "κ". Δεν έχει προσδιορισθεί χρονικά η μετονομασία του Εχεδώρου σε Γαλλικό. Πάντως κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν σε χρήση οι ονομασίες "Γαλλικός", "Γαλικός" και "Γαλυκός". Ειδικότερα, ο Ι. Καντακουζηνός αναφέρει "...ήλθεν εις Γαλικόν, ποταμόν τινά εγγύς Θεσσαλονίκης", ο δε Ν. Βρυένιος γράφει "...επεί προς ποταμόν γέγονεν, ον Γαλλικόν καλούσιν εγχώριοι...".
  Ο Γερμανός αρχαιολόγος Α.Struck ισχυρίζεται, ότι η ονομασία του Γαλλικού έλκει την προέλευσή της από τους Γαλάτες, οι οποίοι εποίκισαν την περιοχή του ποταμού κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Ανάλογη άποψη διατυπώνει και ο ιστορικός ερευνητής Γ. Σταυρίδης, που ισχυρίζεται ότι ο Εχέδωρος μετονομάσθηκε σε Γαλλικό προς εξευμενισμό των Γαλατών, οι οποίοι επέδραμαν στη Μακεδονία το 279 π.Χ.
  Ο Αγγλος ιστορικός Ν. Hammond, ερμηνεύοντας μία παράγραφο του βιβλίου "Περί Κτισμάτων" του βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου (6ος αι.), ταυτίζει τον αναγραφόμενο σ'αυτήν ποταμό "Ρήχιο" με τον Εχέδωρο. Πρόκειται προφανώς για λανθασμένη εκτίμηση, αφού Ρήχιος ονομάζεται ένας μικρός ποταμός, που δια μέσου των στενών της Ρεντίνας εκβάλλει στο Στρυμονικό κόλπο. Φαίνεται, ότι ο Ν. Hammond παρασύρθηκε τόσο από τη φράση του Προκοπίου, ότι ο ποταμός αυτός έρρεε "όχι πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη", όσο και από τον προβληματισμό της έκδοσης του "University Harvard Press" μήπως ο αναγραφόμενος στο κείμενο αυτό του Προκοπίου ποταμός είναι ο Αξιός.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΖΑΓΟΡΑ (Κωμόπολη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ
  Το Πήλιο και ιδίως η ανατολική του πλευρά, μνημονεύεται σαν κατοικημένο από αυτούς ακόμα τους μυθικούς χρόνους. Ιστορικά είναι γνωστά και τα ονόματα των κυριότερων πόλεων ή χωριών, τις θέσεις των οποίων επισήμαναν οι νεώτεροι από υπολείμματα φρουρίων ή βάσει πληροφοριών αρχαίων ιστορικών συγγραφέων. Πότε όμως οι πόλεις αυτές καταστράφηκαν και από ποια αιτία, δεν είναι ακόμη καθορισμένο. Αυτό όμως που μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο είναι ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα τα χωριά που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του Πηλίου, ήταν αρχικά παραλιακά και οι κάτοικοί τους ασχολούνταν με την ναυτιλία και την καλλιέργεια μικρής ακτίνας γής που επεκτείνονταν συν τω χρόνο στα ψηλότερα σημεία του βουνού. Συχνά όμως αυτά απέβαιναν στόχος ληστοπειρατών, οπότε οι κάτοικοι αναγκάζονταν να απομακρύνονται και να μετοικούν ψηλότερα. Προτιμητέες περιοχές κατά τις μετοικήσεις αυτές ήταν κοντά σε μοναστήρια, με τα οποία ήταν κατάσπαρτη η προς το Αιγαίο πλευρά του Πηλίου. Σύμφωνα με τον παραπάνω τρόπο φαίνεται να δημιουργήθηκε και το μεγαλύτερο και αξιολογότερο χωριό του Πηλίου, η Ζαγορά.
  Απόλυτα εξακριβωμένες ιστορικές πληροφορίες για τον χρόνο ίδρυσης της Ζαγοράς δεν υπάρχουν. Μισή ώρα περίπου Ν.Α. του σημερινού χωριού προς την θάλασσα, υψώνεται ένας λόφος δενδρόκλειστος γνωστός με το όνομα "Παληόκαστρο", στην επίπεδη κορυφή του οποίου σώζονται ερείπια οχυρώσεων, ενετικών κατά πάσα πιθανότητα. Γύρω επίσης από τον λόφο παρατηρούνται ερείπια βυζαντινών και αρχαιότερων κτισμάτων, κατά καιρούς δε, στις κοντινές στα σημεία αυτά εκτάσεις, έχουν βρεθεί από καλλιεργητές αρχαίοι τάφοι, πήλινα αγγεία, ξίφη και νομίσματα με παραστάσεις της Αργώς. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν πως στην περιοχή ήταν χτισμένη κάποια προχριστιανική πόλη που σύμφωνα με τον ιστορικό Νικόλαο Γεωργιάδη, είναι οι αρχαίες Μύραι που αναφέρει ο Σκύλαξ.
  Ο πρώτος πυρήνας του σημερινού χωριού ήταν το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Η μονή αυτή που ιδρύθηκε στα 1160 μ.Χ., κτίσμα των Χριστιανών αυτοκρατόρων, ήταν προικοδοτημένη με μεγάλη περιουσία και είχε πολλούς μοναχούς, καταστράφηκε δε για τελευταία φορά από τυχαία πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1887. Γύρω από το μοναστήρι αυτό έγινε η πρώτη οίκηση των κατοίκων της παληάς Ζαγοράς, η οποία όπως φαίνεται για διάκριση ονομάστηκε Σωτήρα Ζαγορά, και σιγά-σιγά, ιδίως κατά τους μετέπειτα χρόνους της ανάπτυξης και της ακμής της, δημιουργήθηκαν και προστέθηκαν οι υπόλοιπές συνοικίες: του Αγίου Γεωργίου, της Αγίας Κυριακής και της Αγίας Παρασκευής. Το όνομα Σωτήρα-Ζαγορά επικρατούσε μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα σαν επίσημο όνομα της Ζαγοράς, αναφερόμενο σε διάφορα πατριαρχικά σιγίλλια και άλλα επίσημα έγγραφα, σώζονται δε και σφραγίδες με την διπλή αυτή ονομασία.
  Η νέα Ζαγορά, που είχε πλέον πάρει την παραπάνω μορφή από τα τέλη του 16ου αιώνα, άρχισε να αναπτύσσεται γρήγορα. Σ΄ αυτό μάλιστα συνετέλεσαν και τα σχετικά προνόμια που δόθηκαν στην περιοχή επί σουλτάνου Μεχμέτ του Δ' στα 1669, βασικότερο των οποίων ήταν να μην κατοικούν μονίμως τούρκοι στην περιοχή.
  Η γεωργία και το εμπόριο άκμαζαν. Η Ζαγορά κατείχε τα σκήπτρα στην μεταξοπαραγωγή (μέχρι και 30.000 οκάδες τον χρόνο) με μέγιστες εξαγωγές στην Βενετία, Δαλματία, Γερμανία και άλλες περιοχές της Ευρώπης. Σύμφωνα δε με ορισμένους ξένους περιηγητές το Ζαγοριανό μετάξι ήταν περιζήτητο στις Ευρωπαϊκές αγορές και αντάξιο αυτού που παράγονταν στην Γαλλία. Παράλληλα αναπτύχθηκαν και οι εγχώριες βιοτεχνίες. Μεγάλες ήταν οι ποσότητες μαλλιού που εισήγε η αγορά της Ζαγοράς από διάφορες περιοχές της Ελλάδος (συγκεκριμένα η Λειβαδιά έδινε σχεδόν το σύνολο της παραγωγής της) και αφού τις επεξεργάζονταν με ντόπιες ποσότητες στα ξακουστά "αργαστήρια" της, παρήγε τις ονομαστές "καπότες της Ζαγοράς".
  Για την ευχερέστερη διεξαγωγή αυτού του εξαγωγικού και εισαγωγικού εμπορίου ήταν φυσικό να αποκτήσει και αξιόλογο εμπορικό στόλο, τα περίφημα Ζαγοριανά καράβια για τα οποία πάμπολλα ποιήματα και τραγούδια έχει αφήσει η Λαϊκή Μούσα. Τα Ζαγοριανά καράβια διασχίζοντας την Μεσόγειο μετέφεραν τα προϊόντα της κωμόπολης στην Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη και σ΄ όλα τα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης. 'Έτσι δημιουργήθηκε στην ανατολική πλευρά του Πηλίου ένα σπουδαιότατο και ακμαιότατο εμπορικό κέντρο. Πλούσιοι έμποροι Ζαγοριανοί ήταν εγκατεστημένοι σε πολλές πόλεις του εξωτερικού και αυτοί που ήταν στην Ζαγορά διατηρούσαν υποκαταστήματα και αντιπρόσωπους σ΄ όλα τα εμπορικά κέντρα της εποχής. Η οικονομική λοιπόν αυτή ευρωστία και η συνεχής επικοινωνία με την Δύση δημιούργησαν το έδαφος και για την πνευματική ανάπτυξη και ακμή της Ζαγοράς.
  Επί τουρκοκρατίας στην Ζαγορά υπήρχαν δύο σχολεία. Το πρώτο, άγνωστο πότε ιδρύθηκε, λειτουργούσε σε κελλιά του μοναστηριού του Σωτήρος και λέγονταν απλά Σχολείο. Σ΄ αυτό διδάσκονταν τα πρώτα ("κοινά") γράμματα. Το δεύτερο, που ονομάσθηκε Ελληνομουσείο, ιδρύθηκε γύρω στα 1702 στο μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου.
  Στην Σχολή αυτή, η οποία έγινε πασίγνωστη για τους διαπρεπείς δασκάλους της και για τους διαπρέψαντες μαθητές της, διδάσκονταν εκτός από την Ελληνική γλώσσα, μαθηματικά, φυσικά, αστρονομία, γεωγραφία, φιλοσοφία, ιστορία και ξένες γλώσσες. Ο Πατριάρχης Καλλίνικος ο Γ', που επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του στα 1762, με την συνδρομή του Ιωάννου Πρίγκου, Ζαγοριανού έμπορου εγκατεστημένου στην Ολλανδία, καθώς και άλλων εύπορων Ζαγοριανών, ανοικοδόμησε το Σχολείο το οποίο από την περίοδο αυτή κι΄ έπειτα λειτουργεί και σαν οικοτροφείο έχοντας την δυνατότητα να στεγάσει και να συντηρήσει αρκετούς μαθητές από τα γύρω χωριά κι΄ άλλες πιο απομακρυσμένες περιοχές. Με τις φροντίδες επίσης του Πατριάρχου Καλλινίκου και των δωρεών του Ιωάννου Πρίγκου, η Σχολή πλουτίσθηκε με πολλά σπάνια και αξιόλογα βιβλία, απαραίτητα για την λειτουργία της. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο τέθηκαν οι βάσεις της Βιβλιοθήκης της Ζαγοράς στην οποία συνεισέφεραν βιβλία και χρήματα πολλοί άλλοι επώνυμοι Ζαγοριανοί. Σ΄ αυτούς δε που σπούδασαν στην Σχολή συναριθμούνται ο Ανθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Ρήγας Φεραίος, ο Φίλιππος Ιωάννου κ.ά.
  Κατά την Επανάσταση του 1821 οι Ζαγοριανοί υπό την αρχηγία του οπλαρχηγού τους Κυριάκου Μπασδέκη συγκεντρώθηκαν στις 5 Μαΐου του 1821 στου "Μπασδέκη το καλύβι" (σημερινό "Χάνι του Ζήση") και με την συμμετοχή του Φιλίππου Ιωάννου κατέβηκαν νοτιότερα και αφού συνδέθηκαν με τους πολεμιστές των άλλων χωριών, πρωτοστάτησαν στην πολιορκία του φρουρίου του Βόλου στην οποία πληγώθηκε βαρύτατα ο Κυριάκος Μπασδέκης. Στην επανάσταση δε του Πηλίου, κατά τον Ιανουάριο του 1878, η Ζαγορά υπήρξε η έδρα της επαναστατικής κυβερνήσεως των εξεγερμένων περιοχών της οποίας πρόεδρος εξελέγη ο Ιερώνυμος Κασσαβέτης. Και η επανάσταση μεν εκείνη κατεστάλη, με πρωτοβουλία της Αγγλίας, είχε όμως σαν αποτέλεσμα την παραχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα με την συνθήκη του Βερολίνου του 1878.
  Η Ζαγορά υπήρξε πατρίδα, τόσο κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας όσο και αργότερα, επιφανών ανδρών που διακρίθηκαν στα γράμματα, στις επιστήμες, στο εμπόριο και στην φιλανθρωπία. Εκτός του Πατριάρχου Καλλινίκου του Γ', του αδελφού του Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Δημητριάδος-Ζαγοράς και του Ιωάννου Πρίγκου μεγαλέμπορου στο Αμστερνταμ και μεγάλου ευεργέτου της Ζαγοράς, πρέπει να αναφερθούν επίσης και οι: Μωϋσής Κρήτσκης ιδρυτής του Κρητσκείου Σχολείου Ζαγοράς, Νικόλαος Κρήτσκης, αντιναύαρχος του Ρωσικού στόλου και κληροδότης μεγάλου ποσού στην Ελληνική Κυβέρνηση για υποτροφίες μαθητών, Ιωάννης Δ. Κασσαβέτης ιδρυτής της Σχολής Θηλέων (Παρθεναγωγείου) της Ζαγοράς (πρώτου Παρθεναγωγείου στο Πήλιο).
  Επίσης ο Φίλιππος Ιωάννου, γνωστός σαν "o από καθέδρας 'Έλλην φιλόσοφος του 19ου αιώνος", καθηγητής Ελληνικών της Βασίλισσας Αμαλίας και πάνω από σαράντα χρόνια καθηγητής της συστηματικής φιλοσοφίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, ο Νικόλαος Κωστής καθηγητής φαρμακολογίας και μαιευτικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και ιδιαίτερος γιατρός της Αμαλίας και του Όθωνος, ο Θεόδωρος Αφεντούλης, καθηγητής φαρμακολογίας και μετέπειτα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Αλέξανδρος Πάντος ιδρυτής της Παντείου Σχολής και πολλοί άλλοι.
  Ευεργέτες όμως, και μάλιστα πολλοί απ΄ αυτούς εθνικοί, αναδείχθηκαν και από τους Ζαγοριανούς ξενητεμένους στην Αίγυπτο, ένα άλλο μεγάλο και λαμπρό κεφάλαιο της ιστορίας της Ζαγοράς. Φιλόπονοι, ακούραστοι, φιλοπρόοδοι, πρωτοστάτησαν κι΄ αυτοί σε όλους τους τομείς, στις καλλιέργειες, στις βιομηχανίες, στο εμπόριο, στις επιστήμες, στα γράμματα, προσφέροντας ευεργεσίες όχι μόνον στην ιδιαίτερη πατρίδα τους αλλά και στο Ελληνικό κράτος γενικότερα.
  Όμως και σήμερα η Ζαγορά έχει σημαντικότατη δραστηριότητα, κυρίως μέσα από την καλλιέργεια του περίφημου Ζαγοριανού μήλου. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός της, ένας απ΄ τους πρώτους Συνεταιρισμούς της Ελλάδος (έτος ίδρυσης 1916) και "πρότυπος" από το 1982, είναι ο κύριος συντελεστής της σημερινής άνθησης. Συγκεντρώνει, συντηρεί, συσκευάζει και διακινεί το 90% της παραγωγής των μήλων της περιοχής (8.000 - 12.000 τόνους ετησίως), εξάγοντας μέχρι και το 40% των ποσοτήτων αυτών και έχοντας παράλληλα στόχο την επέκταση των επενδυτικών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων στην μεταποίηση προϊόντων, τον αγροτοτουρισμό κ.λπ. Ακολουθώντας λοιπόν, όπως και παλιότερα, την πορεία του Ζαγοριανού μεταξιού, σήμερα τα Ζαγοριανά μήλα εξάγονται στις μεγάλες αγορές της Ευρώπης θεωρούμενα δίκαια από τα καλύτερα στον κόσμο.
  Η φυσική ομορφιά του τόπου επίσης, που παρά τις αναπτυσσόμενες τουριστικές δραστηριότητες έχει μείνει σχεδόν άθικτη και ο μοναδικός συνδυασμός βουνού και θάλασσας, καθιστούν την Ζαγορά ένα από τα ομορφότερα θέρετρα της Ελλάδος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς


ΖΑΚΥΝΘΟΣ (Νησί) ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ
  Η Ζάκυνθος ήταν γνωστή από τα προϊστορικά χρόνια. Ο Όμηρος την αναφέρει ως Υλήεσσα (δασωμένη) και θεωρεί πρώτο οικιστή της τον Ζάκυνθο, γιό του βασιλιά της Φρυγίας Δάρδανου. Η μυθολογία θέλει τους θεούς Αρτεμη και Απόλλωνα να τριγυρίζουν γοητευμένοι στο νησί από τις ομορφιές του. Οι κάτοικοί του πολέμησαν στο πλευρό του Οδυσσέα κατά τον Τρωϊκό Πόλεμο κι αργότερα κέρδισαν την ανεξαρτησία τους από την Ηγεμονία της Ιθάκης και απέκτησαν δημοκρατική διακυβέρνηση.
  Χάρη στη γεωγραφική του θέση και στις πηγές πίσσας που διέθετε, το νησί γνώρισε μεγάλη εμπορική και πολιτιστική άνθηση στα ιστορικά χρόνια. Έμεινε ουδέτερο στους Περσικούς Πολέμους, αλλά κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο συμμάχησε με τους Αθηναίους. Η Ζάκυνθος υποτάχθηκε στους Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου κι αργότερα στους Ρωμαίους, που της παραχώρησαν σχετική αυτονομία. Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου η Ζάκυνθος ανήκε στην επαρχία της Ιλλυρίας. Ο χριστιανισμός έφτασε στο νησί με τη Μαρία Μαγδαληνή το 34 μ.Χ. όπως θέλει η παράδοση. Στη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων λεηλατείται από πειρατές και Βάνδαλους. Αλλά και αργότερα υπέστη πολλά από τους Σταυροφόρους. Το 1185 η Ζάκυνθος μαζί με την Κεφαλλονιά περιέρχονται στην κυριαρχία των Ορσίνι. Οι Τούρκοι δεν κατάφεραν πάντως να πατήσουν το νησί.
  Η Ενετοκρατία (1484 - 1797) πλούτισε τον ζακυνθινό πολιτισμό κι οργάνωσε το νησί σε πολιτεία. Κάτω από την προστασία των Ενετών, η νέα πόλη ξέφυγε από τα όρια του Κάστρου και έφτασε ως τη θάλασσα, με ωραία ρυμοτομία και επιβλητικά κτίρια.
  Όμως οι ευγενείς καταδυνάστευαν τους Ποπολάρους. Όταν αργότερα οι Γάλλοι δημοκρατικοί κατέλαβαν το νησί, έγιναν δεκτοί με ανακούφιση από το λαό.
  Οι Ρώσοι δεν έμειναν για πολύ, ενώ οι Αγγλοι που τους διαδέχτηκαν, φρόντισαν για τον εκσυγχρονισμό της διοίκησης, για δημόσια έργα και για τη δημόσια υγεία.
  Το όνειρο των Ζακυνθινών να ενωθούν με την Ελλάδα έγινε μετά από πολύ αγώνα, στις 21 Μαϊου 1864, οπότε και υψώθηκε οριστικά η ελληνική σημαία στο νησί.
Το νησί της μουσικής, της ποίησης και της φιλοξενίας.
  Πατρίδα του Διονυσίου Σολωμού, του εθνικού μας ποιητή, του Ανδρέα Κάλβου, του Ούγκο Φώσκολου και του Ξενόπουλου, η Ζάκυνθος είχε πάντα και διατηρεί και σήμερα υψηλότατο πολιτιστικό επίπεδο.
  Οι βενετσιάνικες επιρροές ζυμώθηκαν με την ελληνική παράδοση και έδωσαν έναν ιδιαίτερο πολιτισμό με λεπτές αποχρώσεις και χάρη. Στο νησί καλλιεργήθηκαν κι αναπτύχθηκαν όλες οι μορφές της Τέχνης. Γι' αυτό κι η Ζάκυνθος δίκαια ονομάστηκε Φλωρεντία της Ανατολής.
  Η μουσική "κυλάει στις φλέβες" των Ζακυνθινών. Η επίδοσή τους στην τέχνη αυτή άρχισε από τα πανάρχαια χρόνια, τότε που λατρευόταν στο νησί ο θεός της Μουσικής, Απόλλωνας. Τον καιρό της Ενετοκρατίας αναπτύχθηκε η ζακυνθινή καντάδα, που φτάνει ως τις μέρες μας. Η πρώτη μουσική σχολή στην Ελλάδα ιδρύθηκε μόλις το 1815 στη Ζάκυνθο, που υπήρξε γενέτειρα μεγάλων μουσικών με διεθνή αναγνώριση.
  Το θέατρο με την επήρεια των Ιταλών γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο νησί ήδη από τον 15ο αιώνα. Το 1571 ανεβαίνουν στη σκηνή για πρώτη φορά "οι Πέρσες" του Αισχύλου. Η σάτυρα στις Ομιλίες, ένα είδος λαϊκής επιθεώρησης, βρίσκει μεγάλη απήχηση στο λαό, ενώ η όπερα ενώνει αριστοκράτες και ποπολάρους.
  Σήμερα η Ζάκυνθος είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα της Ελλάδας. Σπάνιες συναυλίες και άλλες αξιόλογες εκδηλώσεις οργανώνονται κάθε χρόνο στο νησί.
  Η πνευματική ζωή στο νησί υπήρξε επίσης σπουδαία. Η πρώτη ελληνική Ακαδημία ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο τον 16ο αιώνα.
  Κι οι σημερινοί Ζακυνθινοί, άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι, γλεντζέδες και φιλόξενοι, με ζωηρό ταμπεραμέντο, δείχνουν ιδιαίτερη κλίση στις τέχνες και τα γράμματα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Ζακύνθου


1. Προϊστορικοί και αρχαίοι χρόνοι
  Η παρουσία της Ζακύνθου σημειώνεται από τους μυθικούς ήδη χρόνους. Η πρώτη αναφορά στο νησί γίνεται από τον Όμηρο στα έργα του Ιλιάδα και Οδύσσεια. Λέγεται ότι πήρε το όνομά της από τον Ζάκυνθο, γιο του βασιλιά της Φρυγίας Δάρδανου. O Zάκυνθος με Αχαιούς πολεμιστές από την πόλη Ψωφίδα της Αρκαδίας, όπου βασίλευαν τα αδέλφια του, κατοίκησε πρώτος το νησί δίνοντας του το όνομά του. Έχτισε μάλιστα ακρόπολη, πιθανόν στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το Βενετσιάνικο κάστρο, την οποία και ονόμασε Ψωφίδα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία και του Θουκυδίδη αυτό συνέβη το 1500 π.Χ. Οι νέοι κάτοικοι λάτρευαν τους Ολύμπιους θεούς, κυρίως τον Απόλλωνα και την Αρτεμη, όπως αποδεικνύεται και από αρχαία νομίσματα που έχουν βρεθεί στο νησί.
  Στους Περσικούς πολέμους η Ζάκυνθος δεν έλαβε μέρος. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο υποστήριξε την αθηναϊκή συμμαχία και συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον της Σικελίας. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας, η αθηναϊκή συμμαχία διαλύεται και η Ζάκυνθος κατακτήθηκε από τους Σπαρτιάτες. Αργότερα θα βρεθεί υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων έως ότου κατακτηθεί τελικά από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
2. Ρωμαϊκοί και Βυζαντινοί χρόνοι
  O 2os αιώνας π.Χ. βρίσκει τη Ζάκυνθο υπό Ρωμαϊκή κατοχή. Αρχικά διοικείται από Ρωμαίο κυβερνήτη σύμφωνα με το Ρωμαϊκό δίκαιο, αργότερα όμως οι Ζακυνθινοί αποκτούν κάποιας μορφής αυτονομία με την υποχρέωση να πληρώνουν ετήσιο φόρο στη Ρώμη και να παρέχουν ένα συγκεκριμένο αριθμό ανδρών για τις Ρωμαϊκές λεγεώνες.
  Παρόλο που πολλές φορές, ιδιαίτερα στην αρχή, προσπάθησαν οι κάτοικοι του νησιού να απαλλαγούν από τη Ρωμαϊκή κηδεμονία δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου συνεργάστηκαν επιτυχώς με τους Ρωμαίους για να υπερασπίσουν το νησί τους από διάφορες επιδρομές, κυρίως πειρατών που εκείνα τα χρόνια λυμαίνονταν τις ακτές τις Μεσογείου.
  Η παρακμή και τελικά η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έδωσαν νέα ώθηση σε διάφορους επίδοξους κατακτητές. Για αρκετές δεκαετίες οι ντόπιοι κάτοικοι βρίσκονταν στο έλεος των Γότθων, των Βανδάλων και των Αράβων που με συνεχείς επιδρομές οδήγησαν τους κατοίκους στα όρια της ανέχειας.
  Δεν υπάρχει καμιά ιστορικά βεβαιωμένη πληροφορία για την ακριβή εποχή διάδοσης του χριστιανισμού στη Ζάκυνθο συμπεραίνεται όμως ότι η νέα θρησκεία επικράτησε μετά τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα.
  Η ντόπια παράδοση ωστόσο υποστηρίζει ότι το 34 μ.Χ. η Μαρία Μαγδαληνή, πηγαίνοντας από την Ιερουσαλήμ στην Ρώμη, σταμάτησε στη Ζάκυνθο και κήρυξε το λόγο του Ιησού. Λέγεται μάλιστα ότι το χωριό Μαριές στη δυτική πλευρά του νησιού ονομάστηκε έτσι σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος.
  Κατά την Βυζαντινή περίοδο οι κάτοικοι της Ζακύνθου συνεχίζουν ζουν στην ανέχεια και το φόβο, χωρίς καμιά προοπτική ανάπτυξης καθώς μαζί με τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου βρίσκονται σχετικά απομονωμένα στα δυτικά όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και αποτελούν εύκολο στόχο των κάθε λογής επιδρομέων.
  Στις αρχές τις 2ης μ.Χ. χιλιετηρίδας, καθώς η Βυζαντινή αυτοκρατορία οδεύει προς την πτώση της, ένα νέο είδος επιδρομέων κάνει την εμφάνισή του. Είναι οι Σταυροφόροι που στο δρόμο για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων δεν χάνουν την ευκαιρία να επιτεθούν στις Βυζαντινές επαρχίες που θα βρεθούν στο δρόμο τους.
3. Φραγκοκρατία
  Στα τέλη του 12ου αιώνα μ.Χ. Φράγκοι επιδρομείς καταλαμβάνουν τα νησιά του Ιονίου και ιδρύουν τις πρώτες στην Ελλάδα Φράγκικες ηγεμονίες. Ιδρύεται έτσι, το 1185, η Παλατινή κομητεία Κεφαλληνίας-Ζακύνθου, που θα διατηρηθεί για τρεις ολόκληρους αιώνες υπό την ηγεμονία της οικογένειας των Ορσίνι αρχικά, των Ανδηγαυών αργότερα και τελικά των Τόκκων. Οι συνωμοσίες, οι ίντριγκες και οι φόνοι θα χαρακτηρίσουν την εποχή της φράγκικης κυριαρχίας στη Ζάκυνθο αν και κατά την περίοδο της ηγεμονίας των Τόκκων οι συνθήκες καλυτερεύουν, το νησί αρχίζει να αναπτύσσεται και ο πληθυσμός του φτάνει τις 25.000 κατοίκους.
  Όμως το 1479 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν και καταστρέφουν τη Ζάκυνθο ενώ ο τελευταίος Τόκκος εγκαταλείπει το νησί ανήμπορος να αντιδράσει στην τουρκική επιδρομή.
4. Ενετοκρατία
  Οι Ενετοί αναγνωρίζοντας τη στρατηγική για την εποχή σημασία της Ζακύνθου και μετά από ένα αξιοθαύμαστο πολεμικό και διπλωματικό παιχνίδι με τους Τούρκους καταλαμβάνουν το νησί το 1485.
  Η ενετική κατοχή προσφέρει στη Ζάκυνθο τη σταθερότητα και τις ευκαιρίες ανάπτυξης που για αιώνες είχε στερηθεί. Ο αποδεκατισμένος, μετά την Τουρκική κατοχή, πληθυσμός ενισχύεται με ενετούς υπηκόους αλλά και Έλληνες που καταφεύγουν ομαδικά εκεί όταν οι περιοχές τους κατακτώνται από τους Τούρκους. Έτσι η Ζάκυνθος μεταβάλλεται σε καταφύγιο για τους υπόλοιπους καταδιωκόμενους Έλληνες και πολύ σύντομα σε ένα κέντρο του Ελληνισμού. Η Ελληνική συνείδηση και παραδόσεις μέσα από τη γόνιμη αλληλεπίδραση με τις εξίσου έντονες Δυτικές επιδράσεις θα οδηγήσουν σε ένα νέο κοινό πνεύμα που θα εκφραστεί με όλες τις μορφές της τέχνης.
  Η ειρήνη που η ισχύς της Βενετίας εξασφαλίζει στο νησί δίνει για πρώτη φορά μετά από αιώνες τη δυνατότητα οικονομικής και πνευματικής άνθησης. Οι κάτοικοι χωρίζονταν σε τρεις τάξεις: στους ευγενείς (nobili), στους αστούς (civili), και το λαό (popolari). Mόνο η τάξη των ευγενών, όσων δηλαδή το όνομα ήταν γραμμένο στη Χρυσή Βίβλο των ευγενών (libro d' oro) είχαν πολιτικά δικαιώματα.
  Η στυγνή εκμετάλλευση του λαού από τους ευγενείς οδήγησε στο ρεμπελιό των ποπολάρων, την πρώτη κοινωνική επανάστασή στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας (1628-1632), που τελικά πνίγηκε στο αίμα. Οι Ζακυνθινοί υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό τα μηνύματα της Γαλλικής επανάστασης(1789).
  H βενετσιάνικη κυριαρχία λήγει, μετά από τρεις αιώνες, τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα, με την πτώση της Γαληνότατης Δημοκρατίας και την κατάλυσή της από τα στρατεύματα των Γάλλων Δημοκρατών.
5. Γάλλοι και Ρωσσοτούρκοι
  Στις 4 Ιουλίου του 1797 η τρίχρωμη δημοκρατική σημαία αντικαθιστά στη Ζάκυνθο τη σημαία του Αγίου Μάρκου και οι Ζακυνθινοί υποδέχονται με ενθουσιασμό τις ιδέες για ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα. Λίγες μέρες αργότερα και με ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς καίνε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου το Libro d' oro.
  Η Γαλλική κατοχή κρατά μόλις 15 μήνες. Τον Οκτώβριο του 1798 Ρώσοι και Τούρκοι καταλαμβάνουν τα Ιόνια νησιά, μια κατοχή που διαρκεί δύο σχεδόν χρόνια. Τελικά το 1800 οι δύο δυνάμεις αποφάσισαν την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους με το όνομα "Επτάνησος Πολιτεία" υπό την ''προστασία'' Ρωσίας και Τουρκίας. Στην τελευταία μάλιστα το νεοϊδρυθέν κράτος ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει ετήσιο φόρο.
  Η Επτάνησος Πολιτεία, που απετέλεσε το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος της σύγχρονης ιστορίας, διήρκεσε επτά χρόνια. Το 1807 γαλλικά στρατεύματα, αυτοκρατορικά αυτή τη φορά, καταλαμβάνουν τα Ιόνια νησιά. Αλλά ούτε και αυτή η δεύτερη γαλλική κατοχή θα διαρκέσει πολύ. Δύο χρόνια αργότερα, το 1809 ο Αγγλικός στόλος καταλαμβάνει τη Ζάκυνθο.
6. Αγγλική Κατοχή
  Η Αγγλική κατοχή (1809-1864) θα είναι και η τελευταία περίοδος κατοχής πριν από την ένωση με την Ελλάδα. Σημαντικά έργα υποδομής εκτελούνται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως δρόμοι, γέφυρες, καθώς και ένα μέρος του λιμανιού.
  Οι ολοένα εντεινόμενες μυστικές προετοιμασίες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από την υπόλοιπη Ελλάδα, στις οποίες με ενθουσιασμό παίρνουν μέρος πολλοί Ζακυνθινοί, δημιουργούν πολλές αντιθέσεις μεταξύ των κατοίκων του νησιού και της Αγγλικής διοίκησης. Αντιθέσεις που εντείνονται με το ξέσπασμα, το 1821, της Ελληνικής επανάστασης. Η Αγγλική διοίκηση θέλοντας να διατηρήσει ουδετερότητα χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να αποτρέψει τη συμπαράσταση των κατοίκων των επτανήσων προς την επανάσταση. Παρά τις διώξεις, τις φυλακίσεις και τους απαγχονισμούς οι επτανήσιοι στηρίζουν απροκάλυπτα και ενεργά τους εξεγερμένους έλληνες.   Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την ίδρυση του Ελληνικού κράτους εμφανίζεται έντονο και το αίτημα της ένωσης των Ιονίων νησιών με την υπόλοιπη Ελλάδα. Παρά τις έντονες αρχικές αντιρρήσεις της η Αγγλία μαζί με τη Γαλλία και τη Ρωσία υπογράφουν στις 5 Ιουνίου του 1863 στο Λονδίνο, συνθήκη σύμφωνα με την οποία η Αγγλία εγκαταλείπει τη θέση της ως προστάτιδας δύναμης των Ιόνιων νησιών.
  Στις 21 Μαΐου 1864 επισημοποιείται η ένωση των Ιόνιων νησιών με την Ελλάδα.
7. Πρόσφατα χρόνια
  Η Ζάκυνθος και τα υπόλοιπα Ιόνια νησιά είναι τώρα τμήμα της Ελλάδας και ακολουθούν σε γενικές γραμμές την τύχη του υπόλοιπου Ελληνισμού.
  Κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου το νησί καταλαμβάνεται αρχικά από Ιταλούς και αργότερα από Γερμανούς. Πολλοί Ζακυνθινοί παίρνουν μέρος στην Αντίσταση που θα οδηγήσει, το 1945, στην απελευθέρωση από τη Γερμανική κατοχή.
  Λίγα χρόνια αργότερα το1953 ένας καταστρεπτικός σεισμός που ακολουθείται από εκτεταμένη πυρκαγιά ισοπεδώνει την πόλη της Ζακύνθου. Χάνονται έτσι ιστορικά κτίρια και εκκλησίες μαζί με τους θησαυρούς που περιέχουν. Η πόλη ξαναχτίζεται, αυτή τη φορά σύμφωνα με έναν ιδιαίτερα αυστηρό αντισεισμικό κανονισμό, προσπαθώντας συγχρόνως να διατηρήσει κάτι από τον παλιό της χαρακτήρα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ελατίων


ΖΑΧΑΡΩ (Κωμόπολη) ΗΛΕΙΑ
  Για την ιστορία της Ζαχάρως ανατρέξαμε στις ιστορικές πηγές που είναι δυνατό να μας δώσουν συγκεκριμένα στοιχεία. Από τις έρευνες αυτές βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Ζαχάρω σαν οργανωμένο οικιστικό συγκρότημα δεν υπήρχε προ της απελευθερώσεως του 1821. Βέβαια η περιοχή αποτελούσε αγροτική περιοχή της κοινότητας Αλβαινας (Μίνθης) και κατοικείτο εποχιακά από γεωργοκτηνοτρόφους της Κοινότητας Μίνθης κατά κανόνα. Αυτό είναι αποδεδειγμένο για την μετεπαναστατική περίοδο, αποτελούσε όμως ασφαλώς συνέχεια της τουρκοκρατίας και των περασμένων γενεών.
  Κατά την απογραφή του πληθυσμού της Επαρχίας Ολυμπίας που έγινε από τους Ενετούς το 1690 δεν αναφέρεται χωριό ή οικισμός "Ζαχάρω" ενώ αναφέρονται όλα σχεδόν τα πέριξ της Ζαχάρως ορεινά και ημιορεινά χωριά.
   Μετά την οριστική κατάληξη της Επαρχίας Ολυμπίας υπό των Τούρκων από τους Ενετούς το 1715 η περιοχή περιήλθε υπό την κατοχή των Τούρκων, κατά τα τελευταία χρόνια προ της απελευθερώσεως φέρεται σαν Τσιφλίκι των Λαλαίων Τούρκων Αζιζαγά (υιού του Αζιζαγά πρωτεξάδελφου του Αληφαρμάκη και του Σεινταναγά).
  Αυτό θα πρέπει να έγινε μετά τα Ορλωφικά 1770 κατά την οποία εποχή αποκαταστήθηκε η τάξη υπό των Τούρκων με συνεργασία των Ελλήνων εναντίον των Αλβανών που είχαν φέρει οι Τούρκοι εναντίον των Επαναστατημένων Ελλήνων οι οποίοι Αλβανοί προέβησαν σε πάσης φύσεως βαρβαρότητες, λεηλασίες και χρειάστηκε άλλος αγώνας για την επιβολή της τάξης. Την εποχή εκείνη επεβλήθη οριστικά η δύναμη των Λαλαίων Τούρκων οι οποίοι εκμεταλλεύονταν σαν τσιφλικούχοι την περιοχή που ενέμοντο οι κάτοικοι της Μίνθης οι οποίοι μετά την απελευθέρωση εμφανίστηκαν ως κύριοι ιδιοκτήτες της περιοχής. Ευλόγως γεννάται το ερώτημα γιατί οι Αλβανοί (Μίνθη) κατόρθωσαν να καταλάβουν τον τόπο αφού προ αυτών σε πολύ μικρότερη απόσταση βρίσκονταν αρκετά άλλα χωριά (Τρύπες, Αρήνη, Μηλέα κ.λπ.) τα οποία θα έπρεπε να διεκδικήσουν τον εύφορο αυτό τόπο. Στο ερώτημα αυτό είναι δυνατές πολλές σκέψεις και απαντήσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθούν με ιστορικά γεγονότα και τεκμήρια και με αυτήν την προϋπόθεση τολμούμε να παραθέσουμε και τις δικές μας σκέψεις.
•Το ολιγάριθμο του πληθυσμού των πέριξ χωρίων δεν δημιουργούσε το ενδιαφέρον για επεκτάσεις της περιουσίας των αφού δεν ήσαν σε θέση να αξιοποιήσουν τις εκτάσεις που κατείχαν.
•Το τελείως ορεινό της Μίνθης (Αλβαινας) κατά κύριο λόγο κτηνοτροφική και γεωργική περιοχή οι κάτοικοι της οποίας είχαν άμεση ανάγκη ζωτικού χώρου επιβιώσεως και τέτοιος ήταν η περιοχή της Ζαχάρως για την κτηνοτροφία απαραιτήτως για τους χειμερινούς μήνες.
•Η Μίνθη ήταν πολυαριθμοτέρα των άλλων Κοινοτήτων και κατά κάποιο τρόπο ετύγχανε ειδικής προστασίας επί Βυζαντινών και Φράγκων οι οποίοι κυριάρχησαν στην περιοχή οχυρούμενοι στο ισχυρό κάστρο του Αράκλοβου (Κάστρο της Οριάς) Χρυσούλι.
•Νομίζουμε ότι θα πρέπει να υπολογίσουμε στη ζωτικότητα των ορεινών λόγω κλιματολογικών συνθηκών και σκληρότερων αγώνων επιβιβάσεως.
  Οποιοιδήποτε πάντως και αν ήταν οι λόγοι, γεγονός είναι ότι η Ζαχάρω πρέπει να θεωρείται θυγατέρα της Μίνθης και να ανεπτύχθη αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά την επανάσταση των Μεσσηνίων εναντίον της Αντιβασιλείας του Όθωνα το 1933, δεν υπήρχαν στην περιοχή παρά 8 μόνο χορτοκαλύβες και τα ερείπια του κονακίου του Αζιζαγά και το πιθανότερο να υπήρχαν στην ύπαιθρο απομακρυσμένες μεταξύ των κτηνοτροφικές μανδροκαλύβες.
  Χρειάστηκαν 50 ολόκληρα χρόνια για να δημιουργηθεί πραγματικός οικιστικός χώρος και να ανακηρυχθεί η Ζαχάρω Δήμος το 1881 περίπου. Έως τότε ο Δήμος ήταν πότε η Σάραινα (Καλίδωνα), πότε το Τσοβαρτζί (Αρήνη) και πότε η Αλβαινα (Μίνθη 1843) όπότε ο Δήμαρχος έπαιρνε μαζί του την σφραγίδα γιατί είχε τη θερινή του έδρα στη Ζαχάρω, αυτό για λίγο χρονικό διάστημα.
  Προσφάτως και κατά τις εργασίες που εγένοντο για την διαμόρφωση του χώρου όπου επανεκτίσθη το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής στην ωραιοτάτη ομώνυμη τοποθεσία, απεκαλύφθησαν ανθρώπινα οστά.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαχάρως


Ιστορία της πόλης

ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ (Πόλη) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ
Η πόλη απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό το 1913 στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι την αναγόρευσή της σε πρωτεύουσα του νομού Θεσπρωτίας το 1936 ήταν ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό με 500 κατοίκους. Καταστράφηκε εντελώς από το γερμανικό στρατό το 1944 κατά την αποχώρησή του από την Ελλάδα και ανοικοδομήθηκε εκ νέου στην ίδια θέση αυτή τη φορά με την όψη σύγχρονης πόλης. Όμως μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μονό μικρά σκάφη μπορούσαν να ελλιμενιστούν στην Ηγουμενίτσα. Με την εκβάθυνση του λιμανιού και τη δημιουργία πορθμιακής γραμμής Ηγουμενίτσας-Κέρκυρας αρχικά και Ιταλίας-Ηγουμενίτσας από την άλλη η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία.

Μεσαιωνική Ιστορία (Βυζαντινή-Φράγκικη κυριαρχία)

ΗΛΕΙΑ (Νομός) ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Για την αρχαία ιστορία της Ηλείας, βλέπε Ηλεία αρχαία χώρα
  Το 395 μ.Χ., ο Αλάριχος, βασιλιάς των Βησιγότθων, λεηλατεί την Ηλεία. Δύο χρόνια μετά, το 397 μ.Χ., ο Στιλίχων τους κατατροπώνει στο οροπέδιο της Φολόης. Όμως η Ηλεία έχει ήδη υποστεί τεράστιες ζημίες, έχει εξαθλιωθεί ο πληθυσμός της, γεγονός που αναγκάζει ήδη τον Θεοδόσιο τον Β' να την απαλλάξει από την καταβολή του μεγαλύτερου μέρους των φόρων προς το κράτος.
   Με νέο διάταγμα το Νοέμβριο του 426 μ.Χ. ο αυτοκράτορας επιβάλλει το οριστικό κλείσιμο όσων αρχαίων ναών ήταν ακόμη σε λειτουργία. Νέες λεηλασίες ταλανίζουν την Ηλεία, όταν οι Βάνδαλοι φτάνουν στις ακτές της, το 467 μ.Χ.
  Τα τελειωτικά χτυπήματα υφίσταται η περιοχή το 522 και το 551 μ.Χ., όταν καταστροφικοί σεισμοί τη συγκλονίζουν, καταστρέφοντας όσα οικοδομήματα είχαν απομείνει από τις απανωτές λεηλασίες. Τότε καταρρέει και ο Ναός του Δία στην Ολυμπία.
  Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641 μ.X.), η Πελοπόννησος αποτελεί ξεχωριστό «θέμα», με πρωτεύουσα την Κόρινθο και διοικητή τον «Δούκα».
   Κατά την περίοδο αυτή μετακινείται σλαβικός πληθυσμός, ο οποίος εγκαθίσταται μόνιμα στην περιοχή, πληρώνει φόρο στο βυζαντινό κράτος, εκχριστιανίζεται και τελικά αφομοιώνεται από τους ντόπιους.
   Στα βυζαντινά χρόνια, η Ηλεία δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερη ανάπτυξη, επειδή το κέντρο και η δραστηριότητα του ελληνικού έθνους μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
   Από τον 8ο αι. αυξάνεται η μεταξουργία στην περιοχή.
  Το 1204 μ.Χ. Γάλλοι και Βενετοί τυχοδιώκτες, φέροντας τον τίτλο του Σταυροφόρου, προς ελευθέρωση δήθεν των Αγίων Τόπων από τους Τούρκους, με την τέταρτη σταυροφορία κυριεύουν την Κωνσταντινούπολη και το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Ο Γάλλος Γοδεφρείδος Βιλεαρδουϊνος Α' , ο οποίος αποβιβάσθηκε στη Μεθώνη, αρχικά με την βοήθεια του Έλληνα Ιωάννη Καντακουζηνού κι αργότερα με τον ακόλουθο του Βονιφατίου Γουλιέλμο Σαμπλίτη, κατακτούν την Πελοπόννησο, χωρίς ουσιαστική αντίσταση.
  Οι Φράγκοι καταργούν τους ορθόδοξους επισκόπους και ιδρύουν εκκλησιαστικές περιφέρειες, στις οποίες τοποθετούν καθολικούς επισκόπους. Τα εκκλησιαστικά κτήματα δημεύονται και δίδονται σε Λατίνους κληρικούς ή ιεραποστολικά τάγματα ως φέουδα. Η Ανδραβίδα γίνεται πρωτεύουσα του νέου πριγκιπάτου του Μορέως.
  Με το θάνατο του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου Α', τον διαδέχεται ο γιός του Γοδεφρείδος Βιλεαρδουϊνος Β', ο οποίος κτίζει το κάστρο Χλεμούτσι. Σ΄αυτό ιδρύθηκε και νομισματοκοπείο, το οποίο έκοβε τα φραγκικά τορνέζια (tournois). Το κάστρο γίνεται η έδρα του πρίγκιπα.
  Το 1245 το Γοδεφρείδο Β' διαδέχεται ο αδελφός του Γουλιέλμος Β'. Και οι τρεις κυβέρνησαν την περιοχή με σύνεση, γι' αυτό και ήταν αγαπητοί στον πληθυσμό.
  Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολυτάραχα. Ο Μιχαήλ Καντακουζηνός και ο αδελφός του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου το 1263 πολιορκούν την Ανδραβίδα, αλλά τρέπονται σε φυγή. Το 1264 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος επιστρέφει σε νέα επίθεση, κατά την οποία φονεύεται ο Μιχαήλ Καντακουζηνός. Την περίοδο αυτή ομολογείται βδελυρή συμμαχία ανάμεσα στους Φράγκους και τους μετέπειτα κατακτητές, τους Τούρκους μισθοφόρους του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και οι Έλληνες κατατροπώθηκαν.
  Το 1315 ο Ισπανός Φερδινάνδος ο Αραγωνικός αποβιβάζεται στη Γλαρέντζα και μπαίνοντας στην πόλη τον προσκυνούν οι φοβισμένοι πολίτες. Κυριεύει το Ποντικόκαστρο (Beauvoir), την πεδιάδα της Ήλιδας και κόβει νόμισμα με το όνομά του.
  Το 1316 ο Φερδινάνδος συγκρούεται κοντά στη Μανωλάδα με το Λουδοβίκο το Βουργουνδικό, ο οποίος είχε έλθει σε συνεννόηση με τους Έλληνες του Μυστρά, που τον βοήθησαν. Ο Λουδοβίκος εγκαθίσταται στο πριγκιπάτο.
  Η Γλαρέντζα γίνεται το κομβικό σημείο εμπορίου με τη Δύση, όπως και το λιμάνι της Φειάς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Τουρκοκρατία - Βενετοκρατία

  Το 1453, η άλωση της Κωνσταντινούπολης φέρνει τους Τούρκους στον ελληνικό χώρο. Η Ηλεία υφίσταται για τέσσερις περίπου αιώνες τον Τούρκο κατακτητή, με δύο μόνο διαλείμματα Ενετοκρατίας, από το 1463 έως το 1479 και από το 1685 έως το 1715.
  Φτώχεια, ανασφάλεια, λεηλασίες, παιδομάζωμα είναι όροι που χαρακτηρίζουν αυτήν τη μαύρη περίοδο.
  Διοικητικό κέντρο του βιλαετιού της Ηλείας είναι αρχικά η Γαστούνη.
  Το 1685 οι Ενετοί με αρχηγό το Μοροζίνι ανακαταλαμβάνουν το Μοριά. Ο Βενετός αρχιστράτηγος αναζητά εδάφη, που θα προσπόριζαν στην πατρίδα του οικονομικά οφέλη, από την αναβίωση του παλαιού αποικιακού της κράτους. Οι συνθήκες δεν αλλάζουν ιδιαίτερα για τον πληθυσμό, ο οποίος εξακολουθεί να καταπιέζεται.
  Το 1715 η Ενετοκρατία καταλύεται ξανά από τους Τούρκους και αυτή τη φορά οι κατακτητές είναι λίγο πιο ελαστικοί απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, επιτρέποντας μεγαλύτερη δραστηριότητα στο εμπόριο, τη βιοτεχνία και την εκμετάλλευση της γης.
  Κατά την περίοδο αυτή εγκαθίστανται στη Γαστούνη ως αρχηγοί οι Ottomans, τουρκική πλούσια οικογένεια, με διασύνδεση τον ίδιο το Σουλτάνο. Προωθούν το εμπόριο και συνάπτουν φιλικές σχέσεις με τους Τουρκαλβανούς του Λάλα, οι οποίοι εντέλει λυμαίνονται τις περιουσίες των ντόπιων με την αποχώρηση των Ottomans για την Πόλη.
  Το 1768 η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β', ούσα σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία, υπόσχεται βοήθεια στους Έλληνες, σε πιθανή εξέγερσή τους κατά των Τούρκων, προσπαθώντας να εξεγείρει τους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής, των οποίων εμφανιζόταν ως προστάτιδα, δίνοντας στον πόλεμο μορφή σταυροφορίας της Ορθοδοξίας κατά του Μουσουλμανισμού.
  Συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν η αποστολή το 1770, των αδελφών Ορλώφ με ρωσικό στόλο στη Μάνη, για να ξεκινήσουν την επανάσταση.
  Ο ντόπιος πληθυσμός ξεσηκώνεται, το ίδιο και η Ηλεία και η Αχαϊα. Επαναστάτες αποβιβάζονται στην Κυλλήνη και φτάνουν μέχρι την Γαστούνη. Εκεί κατασφάζονται από στίφη Αλβανών. Η ρωσική ηγεσία κατανοεί τη ματαιότητα του εγχειρήματος και οι Ορλώφ αναχωρούν για την Ρωσία αφήνοντας τον πληθυσμό στη μήνη Τούρκων και Αλβανών, οι οποίοι βάφουν τον Μοριά στο αίμα.
  Αληθινή μάστιγα για την Ελλάδα υπήρξαν οι Αλβανοί, τους οποίους είχε κυρίως χρησιμοποιήσει η Πύλη για την καταστολή της επανάστασης.
  Οι μεγαλύτερες καταστροφές έγιναν στην Πελοπόννησο, όπου, όπως μας πληροφορούν ξένοι περιηγητές, μπορούσε να δει κανείς σε μεγάλη έκταση ερείπια, κατάσταση που οδήγησε και σε δημογραφική μεταβολή, αφού σημειώθηκαν ομαδικές μετακινήσεις κατοίκων σε ασφαλέστερες περιοχές.
  Το 1790 επιδημία πανούκλας ενσκήπτει στην περιοχή, ολοκληρώνοντας τον αφανισμό και την εξαθλίωση.
  Μετά τα Ορλωφικά, ακολουθεί περίοδος ανασυγκρότησης για τους Έλληνες.
  Ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία, στην οποία μετέχουν σπουδαίοι Ηλείοι άνδρες, όπως ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος από την Ανδρίτσαινα, ο Γεώργιος Σισίνης από την Γαστούνη και ο Χαράλαμπος Βιλαέτης από τον Πύργο.
  Η Φιλική Εταιρεία ήταν μία από τις πολλές μυστικές επαναστατικές οργανώσεις που παρουσιάστηκαν σε ολόκληρη τη νότια και ανατολική Ευρώπη κατά το πρώτο τέταρτο του 19ου αι. Στόχος της : η απελευθέρωση της πατρίδας.
  Η φήμη του ξεσηκωμού διαρρέει και ο Χουρσίτ Καϊμακάμης διατάσσει από την Τρίπολη να μαζευτούν εκεί όλοι οι πρόκριτοι με το πρόσχημα της σύσκεψης, με απώτερο σκοπό την ομηρία τους. Όσοι πήγαν εντέλει φυλακίστηκαν.
  Το γεγονός αυτό επισπεύδει την έναρξη της επανάστασης. Η επαναστατική σημαία υψώνεται από τον Σισίνη στη Γαστούνη και τον Βιλαέτη στον Πύργο.
  Οι Τούρκοι κλείνονται στο Χλεμούτσι κι εκεί σπεύδουν σε βοήθειά τους οι φοβεροί Τουρκαλβανοί από το Λάλα. Στη θέα τους οι άπειροι τότε αγωνιστές σκορπούν και οι Λαλαίοι Τούρκοι λεηλατούν την περιοχή του κάμπου και τον Πύργο.
  Ο ίδιος ο Χαράλαμπος Βιλαέτης προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τους θηριώδεις Λαλαίους Τούρκους στον τόπο τους, πέφτει ηρωικά στο χωριό Σμίλα, τον Μάιο του 1821.
  Ελληνικές δυνάμεις συνασπίζονται γύρω από το Λάλα και παρ' ότι υπερέχουν αριθμητικά έναντι των πολιορκούμενων, οι τελευταίοι απορρίπτουν κάθε πρόταση παράδοσης των όπλων.
  Μετά από σκληρές μάχες οι Τούρκοι εγκαταλείπουν το Λάλα, καίγοντας όσα δεν μπορούσαν να μεταφέρουν.
  Οι Ηλείοι απαλλάσσονται έτσι από την τουρκική παρουσία, χωρίς όμως να εφησυχάζουν, σπεύδοντας σε βοήθεια των συναγωνιστών τους στη Ρούμελη και το Μοριά, όποτε αυτοί το χρειάστηκαν. Έτσι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, βάζει ως στόχο την κατάληψη του κάστρου των Πατρών, δείχνοντας εξαιρετική ανδρεία στην πολιορκία του τον Μάρτιο του 1822.
  Βοήθεια προσέφεραν οι Ηλείοι και στην πολιορκία του Μεσολογγίου, καταφθάνοντας σε βοήθεια των πολιορκουμένων μαζί με άλλους Μοραϊτες.
  Κατά την διάρκεια της πολιορκίας των Πατρών, οι Τούρκοι, λόγω χαλαρότητας των πολιορκητών, βγαίνουν σε συχνές επιδρομές εκτός του κάστρου, προς τη Μανωλάδα και τα Λεχαινά. Σώμα Σουλιωτών με αρχηγό τον Κώστα Μπότσαρη έρχεται σε βοήθεια των ντόπιων, απωθώντας τους Τούρκους. Αργότερα, οι Τούρκοι της Πάτρας κάνουν δύο ακόμη επιδρομές σε Ανδραβίδα και Γαστούνη.
  Το 1823, πριν καλά καλά εδραιωθεί η επανάσταση, ξεσπά εμφύλιος σπαραγμός ανάμεσα στις τάξεις των στρατιωτικών και των πολιτικών, με σκοπό τον έλεγχο της εξουσίας.
  Έτσι εξασθενημένη βρίσκει την Ελλάδα ο Ιμπραήμ, ο οποίος ανενόχλητος αποβιβάζεται με τον Αιγυπτιακό στόλο στη Μεθώνη και προχωρά για το Μεσολόγγι. Μπροστά στην κατακραυγή η κυβέρνηση αποφυλακίζει τον Κολοκοτρώνη.
  Το Νοέμβριο του 1825 οι Αιγύπτιοι λεηλατούν τον Πύργο και προελαύνοντας φτάνουν στην Αμαλιάδα και τη Γαστούνη. Οι Τουρκοαιγύπτιοι μπαίνουν στη Γαστούνη και ο ντόπιος πληθυσμός καταφεύγει στο Χλεμούτσι. Αμέσως μετά, σε μάχη στο Βαρθολομιό, αποδεκατίζονται οι τάξεις των Ελλήνων.
  Ο Ιμπραήμ φεύγοντας για το Μεσολόγγι αφήνει πίσω του τον Χουσεϊν Μπέη, με ισχυρή δύναμη. Αυτός συναντά αντίσταση από τους Έλληνες, στα δύο μοναστήρια, της Σκαφιδιάς και του Φραγκαπηδήματος. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Ιμπραήμ επιστρέφει στην Ηλεία σφάζοντας και λεηλατώντας. Πολιορκεί το Χλεμούτσι και από τη δίψα οι Έλληνες πωλούνται σε σκλαβοπάζαρο. Στο μεταξύ όμως επεμβαίνουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και καταστρέφουν ολοκληρωτικά τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος 1827).
  Η ώρα της ελευθερίας είχε σημάνει...

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Οδοιπορικό στην οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ηλείας μετά την Απελευθέρωση (19ος - 20ος αι.)
  Σπάνια η ιστορία ενός τόπου έχει συνδεθεί τόσο στενά με ένα αγροτικό προϊόν όσο η Ηλεία και η ευρύτερη περιοχή της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου με την σταφίδα.
  Η καλλιέργειά της μέχρι την απελευθέρωση (1830) ήταν σχετικά περιορισμένη, γεγονός που οφείλεται αφ' ενός στο ότι η σταφίδα δεν ήταν απαραίτητη στη διατροφή του αγροτικού πληθυσμού και αφετέρου στο ότι η αντικατάσταση μιας άλλης καλλιέργειας με σταφιδαμπέλους, απαιτούσε αρχική χρηματική επένδυση και συγχρόνως οικονομική αντοχή των παραγωγών ώστε να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες 3-4 χρόνων που απαιτούσαν τα φυτώρια ωσότου αρχίσουν να αποδίδουν καρπό.
  Ωστόσο από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους, η καλλιέργειά της άρχισε να παίρνει εντυπωσιακές διαστάσεις λόγω της εξωτερικής ζήτησης του προϊόντος στην ευρωπαϊκή αγορά και κυρίως την αγγλική.
  Την ώρα που ο Κάρολος Ντίκενς αποθέωνε στις Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες του την σταφίδα, απαραίτητη στο τραπέζι των λονδρέζικων οικογενειών, πλοία γεμάτα σταφίδα έφευγαν από το λιμάνι του Κατακόλου και τα άλλα λιμάνια της Πελοποννήσου με προορισμό τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού, όπου το προϊόν καταναλωνόταν σαν υλικό ζαχαροπλαστικής για την κατασκευή πουτίγκας και σταφιδόψωμου, σαν ξηρός καρπός και αργότερα για την παραγωγή φθηνού σταφιδίτη οίνου και άλλων οινοπνευματωδών ποτών.
  Μέχρι το 1860 οι εκτάσεις με σταφιδαμπέλους σχεδόν εξαπλασιάστηκαν φθάνοντας στην Πελοπόννησο τα 120.000-150.000 στρέμματα ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1830-1860 ο όγκος της σταφιδοπαραγωγής δεκαπλασιάστηκε ακολουθώντας την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών.
  Τις δύο επόμενες δεκαετίες, η σταφίδα έγινε το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του Ελληνικού Βασιλείου.
  Η εμπορευματοποίηση της σταφίδας οδήγησε την Ηλεία και τις άλλες γειτονικές περιοχές σε μία τόσο ακραία εξειδίκευση, που θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μονοκαλλιέργεια. Ένας ολόκληρος αγροτικός κόσμος βγήκε από την οικονομία της αυτάρκειας και προσανατολίστηκε προς την εμπορευματοποιημένη παραγωγή. Μια παραγωγή που μοιραία ήταν απόλυτα εξαρτημένη πλέον από τις συνθήκες της διεθνούς αγοράς, την υπερπαραγωγή αλλά και τον καιρό.
  Αυτή η ευθυγράμμιση της τοπικής παραγωγής της Ηλείας με την παγκόσμια αγορά και η καλλιέργεια ενός εξαγώγιμου προϊόντος, είχε ως αποτέλεσμα την προσέλκυση πληθυσμών -κυρίως από την ορεινή Πελοπόννησο- και των εποικισμό των πεδινών περιοχών.
  Η κάθοδός τους συνέβαλε στη δημογραφική ανάπτυξη των ηλειακών πόλεων και κωμοπόλεων, οι οποίες κράτησαν ανέπαφη αυτή την μορφή και τον αγροτικό τους χαρακτήρα ως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
   Εντελώς σχηματικά και περιγραφικά θα μπορούσαμε να κάνουμε διαχωρισμό του πληθυσμού σε τρεις κατηγορίες: Κεφαλαιούχοι, επιχειρηματίες, έμποροι, μεγαλοκτηματίες, γιατροί, δικηγόροι και συμβολαιογράφοι αποτελούσαν το ανώτερο κοινωνικό στρώμα των πόλεων. Στο μεσαίο άνηκε μεγάλο μέρος των χειροτεχνών, των καταστηματαρχών, των εμπόρων. Στο κατώτερο ανήκαν οι εργάτες γης, οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι, μερικοί καταστηματάρχες και χειροτέχνες και οι μικροί ιδιοκτήτες γης.
  Γύρω από την παραγωγή και το εμπόριο της σταφίδας πλέχτηκε σιγά-σιγά ένα δίκτυο δραστηριοτήτων που σχημάτισε μια ιεραρχική πυραμίδα. Από τον μικροκαλλιεργητή, τον μικρέμπορο του χωριού ως τον έμπορο της ενδιάμεσης πόλης και τον μεγαλέμπορο.
  Αυτή η στροφή προς την καλλιέργεια ενός εξαγώγιμου προϊόντος που εξαρτιόταν από τη διεθνή εμπορική συγκυρία, την οργάνωση της παραγωγής και της διακίνησής του αλλά και οι μετέπειτα κρίσεις του εμπορίου, καθόρισαν την τοπική εμπορική και βιομηχανική κίνηση αλλά και την κινητικότητα των κεφαλαίων και του πληθυσμού για πολλές δεκαετίες.
  Η σταφίδα απαιτούσε ένα ολόκληρο φάσμα απασχολήσεων: η καλλιέργεια της απαιτούσε εργαλεία, ο καθαρισμός της απαιτούσε μάκινες, η ξήρανσή της πανιά και αργότερα ξηραντήρια, η συσκευασία της ξύλινα κιβώτια, η μεταφορά της από τα αλώνια στις αποθήκες του σταφιδεμπόρου και στα λιμάνια απαιτούσε την κατασκευή κάρων.
  Ωστόσο αυτή η άνθηση της περιοχής χάρη στην παραγωγή και το εμπόριο της σταφίδας σκιάστηκε συχνά.
  Τα πρώτα σύννεφα εκδηλώθηκαν κατά την δεκαετία του 1850 εξ αιτίας της επιδημίας φυλλοξήρας που έπληξε τα ελληνικά αμπέλια και είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια των 3/4 του εισοδήματος του πληθυσμού και τη χρεοκοπία πολλών σταφιδεμπόρων. Το 1877, τα σύννεφα επανεμφανίζονται με την ύφεση της αγγλικής αγοράς. Την κατάρρευση των τιμών απέτρεψε το μεγάλο άνοιγμα των γαλλικών αγορών τον Οκτώβριο του 1879, το οποίο οφειλόταν στην πτώση της γαλλικής οινοπαραγωγής λόγω της φυλλοξήρας που έπληξε τα γαλλικά αμπέλια. Η σταφίδα έγινε περιζήτητη και η αγροτική παραγωγή προσαρμόσθηκε σ' αυτή την ευνοϊκή συγκυρία.
  Σ' αυτή την περίοδο ευφορίας είναι ωστόσο χαρακτηριστική η ανυπαρξία επενδύσεων σε άλλους παραγωγικούς τομείς.
  Ένα σημαντικό μέρος του διαθέσιμου κεφαλαίου των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων διοχετεύθηκε στην ανέγερση και την πολυτελή επίπλωση κατοικιών, απόδειξη της επιθυμίας ενός δυτικόμορφου επιδεικτικού αστισμού. Αυτό αποδεικνύεται από τα καλλιμάρμαρα εντυπωσιακά νεοκλασικά κτίρια που κτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. Στον Πύργο και τις άλλες μεγάλες ηλειακές πόλεις, περισσότερο για την κοινωνική ακτινοβολία των ιδιοκτητών τους παρά για να ικανοποιήσουν τις στεγαστικές του ανάγκες.
   Η κατασκευή του σιδηροδρόμου και συγκεκριμένα της γραμμής Πύργου-Κατακόλου, που λειτούργησε στις 3 Φεβρουαρίου του 1883 και ήταν η πρώτη σε ολόκληρη την Ελλάδα, και αμέσως μετά η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς - Καλαμάτας που συνέδεε όλες τις σημαντικότερες πόλεις του ηλειακού κάμπου, οι τοπικές γραμμές Καβάσιλα - Κυλλήνη και Πύργος- Αρχαία Ολυμπία μαρτυρούν την άνθιση και τη σπουδαιότητα του εμπορίου της σταφίδας που διεξήγετο στην ευρύτερη περιοχή της Ηλείας.
  Όμως, οι νέοι γαλλικοί αμπελώνες που είχαν εν τω μεταξύ φυτευθεί, καρποφόρησαν, η γαλλική αγορά έκλεισε και άρχισε η περίφημη σταφιδική κρίση που υπήρξε καταλυτική για την τοπική οικονομία και κοινωνία, σημάδεψε για πολλά χρόνια την περιοχή σε όλα τα επίπεδα και ήταν ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός στην Ελλάδα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Από την χρυσή εποχή δεν έμειναν παρά μόνο συντρίμμια, η τοκογλυφία άνθησε, η μετανάστευση - μοναδική διέξοδος για όσους δεν μπορούσαν να απορροφηθούν στην τοπική αγορά εργασίας - άρχισε και ήταν μαζική, το σταφιδικό κίνημα έκανε την εμφάνιση του και δόνησε την Ηλεία και τις άλλες σταφιδοπαραγωγικές περιοχές.
  Η κατάρρευση του σταφιδεμπορίου ήταν πλέον γεγονός, είχε πλήξει ανεπανόρθωτα την τοπική οικονομία και την κοινωνία και είχε σπείρει τον πανικό στους κατοίκους της Ηλείας.
  Κύρια αιτία της σταφιδικής κρίσης του 1890 ήταν η ανυπαρξία σταφιδικής πολιτικής. Η κυβέρνηση προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κρίση παίρνοντας διάφορα μέτρα μεταξύ των οποίων ήταν η προστασία της παραγωγής με την πολιτική "της παρακράτησης" (διαχωρισμός των ποιοτήτων, εξαγωγή των καλυτέρων και αποθήκευση και προώθηση των κατωτέρων στην οινοποιία και την οινοπνευματοποιία), όμως οι συνέπειες της κρίσης ήταν πλέον ανεπανόρθωτες.
  Η ανάγκη διάθεσης του προϊόντος ήταν ωστόσο επιτακτική και μόνη διέξοδος ήταν πλέον η εσωτερική αγορά.
  Το απούλητο πλεόνασμα της σταφίδας δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την δημιουργία δραστηριοτήτων βιομηχανικής μετατροπής του. Η σταφιδική κρίση σηματοδοτεί την εκβιομηχανοποίηση της περιοχής και κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. Αρχίζει μια διαδικασία βιομηχανικής απογείωσης με τη δημιουργία πολυαρίθμων οινοποιείων, οινοπνευματοποιείων και ποτοποιείων. Τα περισσότερα από αυτά παρέμειναν μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις ή έκλεισαν, μερικά όμως εξελίχθηκαν σε σημαντικές βιομηχανικές μονάδες.Εκτός από τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας σταφίδας, από τις οποίες κυριαρχείται το βιομηχανικό τοπίο της Ηλείας στο τέλος του 19ου αιώνα, υπάρχουν και μικρά βιοτεχνικά ή οικογενειακά εργαστήρια αγαθών τρέχουσας κατανάλωσης όπως αλευρόμυλοι και ελαιοτριβεία που είναι διάσπαρτα σε όλη την Ηλεία καθώς και μικρά σιδεράδικα, βυρσοδεψεία κ.λπ.
  Από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα η διαδικασία της εκβιομηχάνισης διαφοροποιείται.
  Αρχίζει να συγκεκριμενοποιείται η τάση απεξάρτησης από τη σταφίδα και παρατηρείται μια μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη σταφίδα σε άλλα προϊόντα όπως ο καπνός, τα δημητριακά κ.λπ.
  Η βιομηχανική πρωτοβουλία δεν είναι πλέον μεμονωμένο και αποκλειστικά τοπικό φαινόμενο αλλά υπακούει στις βαθύτερες τάσεις της οικονομίας στο σύνολό της.
  Έτσι, από την πρώτη κιόλας δεκαετία του 20ου αιώνα το "βιομηχανικό τοπίο" της Ηλείας αλλάζει. Από αυτές τις βιομηχανίες - αντιπροσωπευτικές της νέας τάσης - που ιδρύθηκαν στην περιοχή της Ηλείας μετά το 1900 κυριότερες υπήρξαν η καπνοβιομηχανία Καραβασίλη και η βιομηχανία Δήμητρα -Αλφειός.
  Ωστόσο, η χρόνια κρίση της σταφίδας εξακολούθησε να σκιάζει την οικονομική και την κοινωνική εξέλιξη της Ηλείας για πολλές δεκαετίες. Εκτός από την Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων, συνέχισαν να κατασκευάζονται και άλλα σημαντικά οινοποιεία μέχρι τα μέσα τουλάχιστον του 20ου αιώνα σε πολλές περιοχές της Ηλείας όπως τα οινοποιεία το ΑΣΟ που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να σημαδεύουν το τοπίο και να θυμίζουν τα χρόνια της σταφίδας, που σφράγισαν την ιστορία της Ηλείας και των ανθρώπων της για πάνω από εκατό έτη, καθορίζοντας καταλυτικά μέχρι σήμερα την πορεία τους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Προϊστορική Ηλεία - Ηλειακή Μυθολογία

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
  Η παράδοση για το παρελθόν της Ηλείας αποτελεί, όπως είναι φυσικό, ένα κράμα από μύθους και ιστορικά γεγονότα.
  Περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια προ Χριστού, οι Έλληνες κατήλθαν κυρίως από την ξηρά στον Ελλαδικό χώρο, βρίσκοντας εκεί προελληνικό πληθυσμό. Αυτοί οι παλαιότεροι κάτοικοι της Ηλείας ήταν Αχαιοί, και αναμείχθηκαν με τον προελληνικό πληθυσμό της περιοχής, αλλά και με φύλα από τη Θεσσαλία, την Αττική, τη Βοιωτία, την Μικρά Ασία και την Κρήτη.
  Παραδίδεται ότι ο πρώτος βασιλιάς της Ηλείας Αέθλιος, γιος του Δία και της Πρωτογένειας, εγκαταστάθηκε στην Ηλεία, φέροντας μαζί του φύλα Θεσσαλών. Η συγγένεια με τους Θεσσαλούς φαίνεται και από την ύπαρξη κοινών τοπωνυμίων σε Ηλεία και Θεσσαλία (Πηνειός, Λάρισος, Ενιπέας κ.λπ.). Το ίδιο έπραξε και ο γιος του Ενδυμίωνας, ο οποίος άφησε την βασιλεία στον γιο του Επειό, όταν ο τελευταίος νίκησε τους αδελφούς του σε αγώνα δρόμου, τον οποίο διοργάνωσε ο πατέρας τους. Από τον νικητή αυτόν του αγώνα, οι κάτοικοι πήραν την αρχική τους ονομασία, Επειοί. Ο αδερφός του Επειού και διάδοχος του θρόνου Αιτωλός, αναγκάστηκε να φύγει από την Ηλεία, επειδή σε κάποιους αγώνες σκότωσε κατά λάθος τον βασιλιά Απι. Έφτασε στην Κουρήτιδα χώρα, της οποίας κατέλαβε τον θρόνο. Από αυτόν η χώρα ονομάσθηκε Αιτωλία.
  Στην περιοχή της Πίσας ηγεμόνας ήταν ο Οινόμαος, τον οποίο διαδέχθηκε ο λυδός Πέλοπας (συμβολίζει το μεταναστευτικό ρεύμα από την Μ.Ασία ) και τότε η Πισάτις αποσχίσθηκε από την χώρα του Επειού.
  Στην περιοχή του Επειού βασίλεψε -μετά τον γιο του Αιτωλό- ο ανιψιός του Επειού, ο Ηλείος, από τον οποίο μετονομάσθη η περιοχή Ήλις ή Ηλεία. Γιος του Ηλείου ήταν ο Αυγέας, που πρωταγωνιστεί στον γνωστό μύθο με τον Ηρακλή. Κατά την κάθοδο των Δωριέων (1100 π.Χ.) εισβάλουν στην Ηλεία Αιτωλικά φύλα, των οποίων ο αρχηγός καταγόταν όπως αναφέρθηκε πιο πάνω από τους πρώτους βασιλείς της Ήλιδας. Σύμφωνα λοιπόν με τον Παυσανία, επί της βασιλείας του γιου του Αμφιμάχου, Ηλείου, εισέβαλαν στην Πελοπόννησο οι Δωριείς, με αρχηγούς τους γιους του Αριστομάχου. Ο μύθος παραδίδει ότι πήραν χρησμό από την Πυθία να κάνουν αρχηγό της καθόδου τον «τριόφθαλμο». Όντας σε απορία για το νόημα του χρησμού συνάντησαν στον δρόμο τους έναν άνδρα, με έναν ημίονο, τυφλό από το ένα μάτι. Αυτός ο άντρας ήταν ο Όξυλος, απόγονος του Αιτωλού, ο οποίος είχε όπως είδαμε παλαιότερα εξορισθεί από την Ηλεία, κατηγορούμενος για φόνο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Αυγή των ιστορικών χρόνων

   Ο απόγονος του Όξυλου, Ίφιτος, είναι αυτός που καθιέρωσε ξανά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την ολυμπιακή εκεχειρία, η οποία είχε σταματήσει για άγνωστο χρονικό διάστημα -συνηθισμένο ιστορικό χάσμα ανάμεσα στα προϊστορικά και ιστορικά χρόνια-, έπειτα από χρησμό που πήρε από την Πυθία, ώστε να απαλλαγεί η περιοχή από δεινά: λοιμός είχε ενσκήψει στη χώρα και εμφύλιες διαμάχες καταταλαιπωρούσαν τον πληθυσμό. Μετά λοιπόν από συμφωνία του Ιφίτου με τον βασιλιά και νομοθέτη της Σπάρτης Λυκούργο, κατά την διάρκεια διεξαγωγής των ολυμπιακών αγώνων σταματά κάθε εχθροπραξία ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις.
  Η συμφωνία θα διαρκέσει αιώνες. Χαράσσεται σε χάλκινο δίσκο και φυλάσσεται στο ναό της Ήρας. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Πίσα και η Ήλιδα βρέθηκαν πολλές φορές σε εμπόλεμη κατάσταση διεκδικώντας το δικαίωμα της τέλεσης των αγώνων, ακόμη και κατά την περίοδο της ιερομηνίας, όταν δηλαδή τελούνταν οι ολυμπιακοί αγώνες. Εκτός από τους Πισάτες, την αγωνοθεσία διεκδίκησαν και άλλοι, όπως οι Αρκάδες και οι Σπαρτιάτες.
  Το 748 π.Χ. οι Πισάτες καλούν σε βοήθεια τον βασιλιά του Αργους Φείδωνα και τελούν μαζί του τους Ολυμπιακούς αγώνες. Με τη διαμεσολάβηση των δεκαέξι γυναικών επέρχεται συμβιβασμός, οι αγώνες τελούνται και πάλι από κοινού, όταν το 644 π.Χ. ο βασιλιάς των Πισατών, Πανταλέων, συγκεντρώνει στρατό και τελούν μόνοι τους αγώνες.
  Οι σχέσεις αποκαθίστανται και πάλι, όταν το 588 π.Χ. οι Ηλείοι εισβάλλουν ένοπλοι στην Πίσα, υποψιαζόμενοι ότι ο βασιλιάς της Δαμοφών σκέπτεται να τελέσει μόνος του τους αγώνες. Μετά τις παρακλήσεις του τελευταίου αποχωρούν άπρακτοι.
  Παρά ταύτα και μετά την κακοδαιμονία του 7ου αι. π.Χ., έχοντας ήδη υποτάξει τους Πισάτες το 580 π.Χ.,-όταν στο θρόνο της Πίσας είναι ο Πύρρος- οι Ηλείοι επωφελούμενοι από την κήρυξη της χώρας τους ως ιερής και απόρθητης και από την ολυμπιακή εκεχειρία, κατορθώνουν για δύο περίπου αιώνες να την κρατήσουν μακριά από διαμάχες, ζώντας σε ευδαιμονία.
  Μετά την καταστροφή της Πίσας, το πολίτευμα αλλάζει από βασιλεία σε ολιγαρχία, και διοικείται κατά το Σπαρτιατικό πρότυπο, με τη συμμετοχή βουλής, αποτελουμένης από 90 γέροντες, εκλεγομένων δια βοής. Φαίνεται δε ότι υπήρχε και εκκλησία του δήμου, σαν την σπαρτιατική απέλλα. Δούλοι δεν αναφέρονται, αλλά σίγουρα ο αριθμός τους ήταν μεγάλος.
  Οι Ηλείοι πήραν μέρος στον τρωικό πόλεμο (που έγινε μάλλον τον 12ο αι. π. Χ.) με σαράντα πλοία, αντίθετα από τους Πισάτες, για τους οποίους παραδίδεται ότι απείχαν.
  Στους μηδικούς αγώνες οι κλυδωνισμοί για την Ηλεία ήταν ανεπαίσθητοι, αφού η συμμετοχή της δεν ήταν τόσο ενεργή. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) οι Ηλείοι έφθασαν με στρατό στον Ισθμό για να βοηθήσουν, όμως, ένα χρόνο αργότερα, στις Πλαταιές (479 π.Χ.), φθάνουν μετά τη μάχη, γεγονός για το οποίο τιμωρήθηκαν οι στρατηγοί τους με εξορία.
  Μετά τους περσικούς πολέμους συντελούνται πολιτειακές μεταρρυθμίσεις κατά το αθηναϊκό πρότυπο (επιρροή των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη), όπως η δημιουργία της βουλής των πεντακοσίων, τους οποίους εξέλεγαν όλοι οι ελεύθεροι πολίτες και όχι μόνο οι ευγενείς. Οι κάτοικοι χωρίστηκαν σε δέκα φυλές και ο αριθμός των Ελλανοδικών αυξήθηκε σε δέκα (ένας από κάθε φυλή). Πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, το 435 π. Χ. η Ηλεία βοηθά με πλοία και χρήματα τους Κορίνθιους, σε πόλεμο κατά των Κερκυραίων. Οι τελευταίοι σε αντίποινα καίνε την Κυλλήνη.
  Όσο για τον ρόλο τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, κατά την έναρξή του συντάχθηκαν πρόθυμα με το μέρος της Σπάρτης. Ψυχρότητα όμως επήλθε μετά από λίγο στις σχέσεις των δύο συμμάχων, εξαιτίας διαφωνίας που έλαβε χώρα για ζήτημα του Λεπρέου: οι Λεπρεάτες πλήρωναν στους Ηλείους χρηματικό ποσό, ως αντάλλαγμα για την βοήθεια που τους είχαν προσφέρει οι Ηλείοι στον πόλεμο με τους Αρκάδες. Με το πρόσχημα του Πελοποννησιακού πολέμου όμως σταμάτησαν να καταβάλλουν το ποσό και στράφηκαν για βοήθεια στους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι υποστήριξαν το αίτημά τους.
  Μετά λοιπόν τη Νικίειο ειρήνη του 421 π.Χ. οι Ηλείοι με τους Μαντινείς και τους Αργείους στράφηκαν κατά των αρχικών τους συμμάχων και προσχωρούν στην αθηναϊκή συμμαχία. Η εγκατάλειψη της ουδετερότητας κοστίζει ακριβά στην Ηλεία : αλλεπάλληλες λεηλασίες της μέχρι τότε ιερής χώρας. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και την αντισπαρτιατική δράση των Ηλείων, οι Σπαρτιάτες αποφασίζουν περί το 402 π.Χ. να σωφρονίσουν τους Ηλείους. Στέλνουν πρεσβευτές στην Ηλεία και απαιτούν την καταβολή της αναλογίας τους για τα έξοδα του Πελοποννησιακού πολέμου καθώς και να αφήσουν τις περιοικίδες χώρες, την Πισάτιδα και την Τριφυλία, αυτόνομες. Οι Ηλείοι αρνούνται και ψάχνουν συμμάχους στις πόλεις που ήταν εχθρικές προς την Σπάρτη, αλλά κανείς δεν τους βοηθά, εκτός από 1000 περίπου Αιτωλούς.
  Οι Σπαρτιάτες εισβάλλουν υπό τον Αγι στα Ηλειακά εδάφη, το 401 π.Χ., και την καταλεηλατούν, ώσπου στο τέλος ο Αγις την υποτάσσει και συρρικνώνει το κράτος στην Κοίλη Ήλιδα και ένα μικρό τμήμα της Πισάτιδος.
  Κατά τον Κορινθιακό πόλεμο (395 - 387 π.Χ.) οι Ηλείοι συμμαχούν εκ νέου με τους Λακεδαιμονίους, έως και το 373 π.Χ. Μετά όμως τη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.), η Σπάρτη συντρίβεται και η Ήλις ανακτά τα χαμένα εδάφη, βρίσκοντας ευκαιρία να συνταχθεί με την Αρκαδία, τη Βοιωτία και το Αργος σε κοινό μέτωπο κατά των Σπαρτιατών (πείθουν μάλιστα τον Επαμεινώνδα σε εκστρατείες κατά της Σπάρτης).
  Μετά το 365 π.Χ. επέρχεται ρήξη ανάμεσα στους συμμάχους, που έχει ως αποτέλεσμα το συνασπισμό των Ηλείων με τους Σπαρτιάτες εκ νέου, επειδή οι Αρκάδες δεν υποστήριξαν τις κυριαρχικές βλέψεις των Ηλείων στην Τριφυλία. Ακολουθεί ο Ηλειοαρκαδικός πόλεμος, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του Ιερού της Ολυμπίας από τους Αρκάδες. Προχώρησαν μάλιστα σε διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων από κοινού με τους Πισάτες, και κόβουν και χρυσό νόμισμα χρησιμοποιώντας τους θησαυρούς του Ιερού. Τελικά οι Αρκάδες μετά από συμπλοκή με τους Ηλείους υφίστανται ήττα και αποσύρονται από την Ολυμπία, εγκαταλείποντας τις διεκδικήσεις τους. Οι Ηλείοι προσαρτούν την Πισάτιδα και την Τριφυλία και επισφραγίζεται η ειρήνη στην περιοχή με κοινό ανάθημα στο Ιερό της Ολυμπίας.
  Η επόμενη περίοδος επιφυλάσσει εσωτερικούς πολιτικούς κλυδωνισμούς στην Ηλεία.
  Ο Φίλιππος ο Μακεδών με την τακτική της δωροδοκίας υποθάλπτει στάσεις και σφαγές στην Ήλιδα. Την Ήλιδα διοικεί η ολιγαρχική μερίδα, υποστηριζομένη από τον Φίλιππο. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας συμμαχούν με τον Φίλιππο κατά της Σπάρτης και ο τελευταίος κατασκευάζει στο Ιερό της Ολυμπίας το Φιλιππείο, το οποίο θα αποπερατώσει μετέπειτα ο Μέγας Αλέξανδρος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ