gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 68 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΑΡΚΑΔΙΑ Νομός ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ" .


Ιστορία (68)

Links

ΑΡΚΑΔΙΑ (Νομός) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

Cynouria (Kynouria) through the centuries

ΚΥΝΟΥΡΙΑ (Επαρχία) ΑΡΚΑΔΙΑ

Αξιόλογες επιλογές

Ορεσθάσιοι και Φιγαλείς

ΟΡΕΣΘΕΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΒΑΛΤΕΤΣΙ
Κατά την επίθεσή τους κατά της Αρκαδίας οι Λακεδαιμόνιοι εισέβαλαν στη Φιγαλεία, νίκησαν τους κατοίκους της σε μάχη και άρχισαν πολιορκία. Οταν το τείχος κινδύνευε να κυριευτεί οι Φιγαλείς, οι οποίοι είτε απέδρασαν είτε έφυγαν υπόσπονδοι στους Λακεδαιμόνιους, ζήτησαν χρησμό στους Δελφούς για την απελευθέρωση της πόλης τους. Ο χρησμός που τους δόθηκε όριζε ότι η Φιγαλεία θα ελευθερωνόταν μόνο αν πολεμούσαν και σκοτώνονταν εκατό διαλεχτοί Ορεσθάσιοι. Η βεβαιότητα του θανάτου δεν πτόησε τους Ορεσθάσιους, οι οποίοι πολέμησαν με ενθουσιασμό εναντίων των Λακεδαιμονίων και πράγματι σκοτώθηκαν όλοι, έτσι όμως εκπληρώθηκε ο χρησμός και ελευθερώθηκε η Φιγαλεία (Παυσ. 8,39,3-5).

Αποικισμοί των κατοίκων

Trapezus in Pontus

ΤΡΑΠΕΖΟΥΣ (Αρχαία πόλη) ΓΟΡΤΥΣ

Αποσπάσματα κειμένων

Αζανία

ΑΖΑΝΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΑΡΚΑΔΙΑ
Στέφανος Βυζάντιος: "έχει η Αζανία πόλεις επτακαίδεκα".

Αρχαιότητα

ΑΘΗΝΑΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΒΑΛΤΕΤΣΙ
Το 227 π.Χ. κατέλαβε τον οικισμό ο Κλεομένης της Σπάρτης, ενέργεια που έγινε αφορμή για τον Κλεομενικό πόλεμο. Το 223 π.Χ. επεστράφη στους Μεγαλοπολίτες από τον Αντίγονο Δώσωνα που κατέλαβε τον οικισμό.

ΑΙΓΥΤΙΣ (Αρχαία περιοχή) ΑΡΚΑΔΙΑ
Την περιοχή κατείχαν οι Σπαρτιάτες μέχρι που την κατέλαβαν οι Αρκάδες και με τη βοήθεια του Επαμεινώνδα την προσάρτησαν στη Μεγαλόπολη (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς- Μπριτάννικα, σελ. 332).

Διάφορα

Επάριτοι

ΑΡΚΑΔΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Epariti (eparitoi). A corps of picked troops in Arcadia, which was formed to preserve the independence of the Arcadian towns, when they became united as one State after the defeat of the Spartans at Leuctra. They were 5000 in number, and were paid by the State. Cf. Hesych. s. v. eparoetoi: Thirlwall, v. 90.

Ελληνική Επανάσταση (1821-1829)

Β΄ Εθνοσυνέλευση του Αστρους Κυνουρίας

ΑΣΤΡΟΣ (Κωμόπολη) ΑΡΚΑΔΙΑ
30/3/1823 - 18/4/1823
Με πρόεδρο τον Πέτρο Μαυρομιχάλη (Πετρόμπεη). Η Εθνοσυνέλευση εκείνη, εκτός από άλλα, καθιέρωσε και τα χρώματα της εθνικής μας σημαίας και πήρε μέτρα για την περιφρούρηση της ελευθεροτυπίας.

Ευεργέτες του τόπου

Επαμεινώνδας

ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Ο Επαμεινώνδας θεωρείται οικιστής της Μεγαλόπολης, γιατί όχι μόνο παρακίνησε τους Αρκάδες να συνοικιστούν, αλλά τους έστειλε και χίλιους επίλεκτους Θηβαίους για να τους προστατεύσουν σε περίπτωση που θα αντιδρούσαν οι Λακεδαιμόνιοι στο συνοικισμό (Παυσ. 8.27.2, 9.14.4).

Αντωνίνος Α'

ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΤΡΙΠΟΛΗ
Ο Αντωνίνος Α΄ ή Παλαιότερος, όπως τον ονομάζει ο Παυσανίας, έκανε το Παλλάντιο πόλη από κώμη που ήταν και παραχώρησε στους κατοίκους του ελευθερία και απαλλαγή από τους φόρους (Παυσ. 8,43,1). Αλλά και σε άλλες ελληνικές πόλεις φέρθηκε καλά, ανοικοδομώντας κάποιες που γκρεμίστηκαν από σεισμούς και προσφέροντας χρηματική βοήθεια σε όσες είχαν ανάγκη. Εμεινε επίσης γνωστός και για άλλο ένα μέτρο που πήρε με γνώμονα το συμφέρον των πολιτών: Μέχρι την εποχή του, όσοι Ελληνες ήταν Ρωμαίοι πολίτες αλλά τα παιδιά τους θεωρούνταν Ελληνες δεν είχαν δικαίωμα ν' αφήσουν σ' αυτά την περιουσία τους, η οποία περιερχόταν σε ξένους ή στα ταμεία του κράτους. Ο Αντωνίνος Α΄ επέτρεψε σ' αυτούς τους πολίτες ν' αφήνουν την περιουσία τους στα παιδιά τους, δείχνοντας περισσότερο φιλανθρωπία παρά ενδιαφέρον για συσσώρευση πλούτου στα ταμεία του κράτους (Παυσ. 8,43,4-5).

Ιδρυση-οικισμός του τόπου

Ο συνοικισμός της Μεγαλόπολης

ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η Μεγαλόπολη δημιουργήθηκε με το συνοικισμό πολλών αρκαδικών πόλεων τη χρονιά της μάχης των Λεύκτρων, δηλαδή το 371π.Χ. (Παυσ. 8,27,8). Συνήθως όμως πιστεύεται ότι ο συνοισμός έγινε το 368π.Χ, μετά τη μάχη που κέρδισε ο Σπαρτιάτης Αρχίδαμος εναντίον των Αρκαδίων, Μεσσηνίων και Αργείων χωρίς οι Σπαρτιάτες να έχουν καμία απώλεια, γεγονός από το οποίο η μάχη αυτή ονομάστηκε "άδακρυς" (Εκδ. Αθηνών, Παυσανίου Περιήγησις, τόμ. 4, σελ. 293, σημ. 2).

Καταστροφές του τόπου

By the Athenians

ΠΡΑΣΙΑΙ (Αρχαία πόλη) ΛΕΩΝΙΔΙΟΝ
Putting out from Epidaurus, they (the Athenians) laid waste the territory of Troezen, Halieis, and Hermione, all towns on the coast of Peloponnese, and thence sailing to Prasiai, a maritime town in Laconia, ravaged part of its territory, and took and sacked the place itself; after which they returned home, but found the Peloponnesians gone and no longer in Attica.

Λαοί & φυλές του τόπου

Οι αγροτικές κοινότητες της Τεγέας

ΤΕΓΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Tεγεάτες λέγανε ότι παλιά Τεγέα λεγόταν η περιοχή στην οποία υπήρχαν 8 κοινότητες: οι Γαρεάται, οι Φυλακείς, οι Καρυάται, οι Κορυθείς, οι Πωταχίδαι, οι Οιάται, οι Μανθυρείς και οι Εχευήθεις. Οταν έγινε βασιλιάς ο Αφείδας προστέθηκαν και οι Αφείδαντες (Παυσ. 8,45,1-2).

Μάχες

Η μάχη στο Βαλτέτσι, 24 Απριλίου & 12 Μαϊου 1821

ΒΑΛΤΕΤΣΙ (Χωριό) ΑΡΚΑΔΙΑ
  Αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς στάθηκε η μάχη του Βαλτετσίου (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τρίπολη. Ο Μουσταφά Μπέης επικεφαλής ισχυρής τουρκικής δύναμης κατέβηκε από την Ηπειρο για να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα και να ενισχύσει την πολιορκημένη πόλη. Κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του, πυρπόλησε τη Βοστίτσα, έλυσε την πολιορκία του Αργους και της Ακροκορίνθου και τελικά μπήκε στην πολιορκημένη πόλη στις 6 Μαΐου του 1821. Ο Κολοκοτρώνης επέτρεψε στον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη.
  Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούμενη πόλη ο Θ. Κολοκοτρώνης ίδρυσε στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι, αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική σημασία της περιοχής, Εκεί συγκεντρώθηκαν οι περισσότερες οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ. Μαυρομιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς. Για την άμυνα του στρατοπέδου φτιάχτηκαν και οργανώθηκαν ταμπούρια στους γύρω λόφους και εγκαταστάθηκε φρουρά.
  Στις 24 Απριλίου ο Μουσταφά Μπέης επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000 ανδρών επέδραμε στο Βαλτέτσι, στοχεύοντας να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να αιφνιδιάσει τους συγκεντρωμένους αγωνιστές. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά. Οι Τούρκοι όμως κυρίευσαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη μερική διάλυση του στρατοπέδου, και μάλιστα κυρίευσαν μερικά ζώα του εφοδιασμού όπως και προμήθειες του ελληνικού σώματος. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυρομιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας με ισχυρό σώμα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, με αποτέλεσμα αυτοί να τραπούν σε άτακτη φυγή. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα τουρκικά σώματα μέχρι τη Μάκρη.
  Αμέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτήθηκε γρήγορα κάτω από την άμεση επίβλεψη του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος ενίσχυσε και οργάνωσε τις σκοπιές, την επιμελητεία και τα ταμπούρια και τοποθέτησε φρουρά 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κυρ. Μαυρομιχάλη. Στη συνέχεια κατέφθασαν στο Βαλτέτσι προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώματα από τις γύρω περιοχές.
  Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάμπεης επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης 10.000 Τουρκαλβανών αποφάσισε να ξαναχτυπήσει τους Ελληνες στο Βαλτέτσι. Χώρισε τις δυνάμεις του σε πέντε τμήματα. Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη θέση Καλογερικό) και τις Αραχαμίτες, ένα έμεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που θα κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων και μια οπισθοφυλακή εφοδιασμένη με κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή του Βαλτετσίου. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο στρατόπεδο από δύο κατευθύνσεις αλλά οι ελληνικές δυνάμεις αντιστάθηκαν ηρωικά από τα ταμπούρια. Κάποια στιγμή κατέφθασε ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι με 700 άνδρες και πλαγιοκόπησε με επιτυχία τους Τούρκους. Μάλιστα, αψηφώντας ο ίδιος τον κίνδυνο, κατάφερε να σπάσει το κλοιό και να εισέλθει στο στρατόπεδο για να εμψυχώσει τους υπερασπιστές. Στη συνέχεια κατέφθασε και ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, ο οποίος από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε έγκαιρα.
  Η μάχη αυτή κράτησε 23 ώρες, οπότε οι Τούρκοι αποφάσισαν να υποχωρήσουν όταν πληροφορήθηκαν ότι καταφθάνουν ελληνικές δυνάμεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων. Αυτό όμως το αντελήφθηκε ο Κολοκοτρώνης και διέταξε γενική αντεπίθεση. Με την επίθεση των Ελλήνων μαχητών, η αρχική υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους Ελληνες κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πολλοί πετώντας τα όπλα τους για να καθυστερήσουν τους Ελληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους.
  Μετά από 23 ώρες μάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 600 νεκροούς και πολλούς τραυματίες. Οι Ελληνες είχαν ελάχιστες - μόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυματίες - ενώ κυρίευσαν πολλά όπλα και πολεμοφόδια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Η μάχη αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες νικηφόρες μάχες πού δόθηκαν στην περιοχή (Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών και Λεβιδίου), δυνάμωσε το ηθικό των επαναστατών και έμελε να προετοιμάσει την άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να μην ξαναβγούν από την πολιορκούμενη πόλη.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Μάχη της Διπαίας (471 π.Χ.)

ΔΙΠΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΦΑΛΑΝΘΟΣ
Στη Διπαία οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν τους Αρκάδες πλην των Μαντινέων, οι οποίοι δεν πήραν μέρος στη μάχη (Παυσ. 3.11.7, 8.8.6).

Battle of Thyrea, Alcenor & Chromios, Othryades

ΘΥΡΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΣΤΡΟΣ
Now at this very time the Spartans themselves were feuding with the Argives over the country called Thyrea; for this was a part of the Argive territory which the Lacedaemonians had cut off and occupied. (All the land towards the west, as far as Malea, belonged then to the Argives, and not only the mainland, but the island of Cythera and the other islands.) The Argives came out to save their territory from being cut off, then after debate the two armies agreed that three hundred of each side should fight, and whichever party won would possess the land. The rest of each army was to go away to its own country and not be present at the battle, since, if the armies remained on the field, the men of either party might render assistance to their comrades if they saw them losing. Having agreed, the armies drew off, and picked men of each side remained and fought. Neither could gain advantage in the battle; at last, only three out of the six hundred were left, Alcenor and Chromios of the Argives, Othryades of the Lacedaemonians: these three were left alive at nightfall. Then the two Argives, believing themselves victors, ran to Argos; but Othryades the Lacedaemonian, after stripping the Argive dead and taking the arms to his camp, waited at his position. On the second day both armies came to learn the issue. For a while both claimed the victory, the Argives arguing that more of their men had survived, the Lacedaemonians showing that the Argives had fled, while their man had stood his ground and stripped the enemy dead. At last from arguing they fell to fighting; many of both sides fell, but the Lacedaemonians gained the victory. The Argives, who before had worn their hair long by fixed custom, shaved their heads ever after and made a law, with a curse added to it, that no Argive grow his hair, and no Argive woman wear gold, until they recovered Thyreae; and the Lacedaemonians made a contrary law, that they wear their hair long ever after; for until now they had not worn it so. Othryades, the lone survivor of the three hundred, was ashamed, it is said, to return to Sparta after all the men of his company had been killed, and killed himself on the spot at Thyreae.

This extract is from: Herodotus. The Histories (ed. A. D. Godley, 1920), Cambridge. Harvard University Press. Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Μεταξύ Λακεδαιμόνιων και Αργείων

Την κυριαρχία της Θυρέας διεκδίκησαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αργείοι με μάχες και συνθήκες (Παυσ. 2.38.5, 3.7.5, 10.9.12). Κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι, που κατείχαν τη Θυρέα, την παραχώρησαν στους Αιγινήτες για να κατοικοίσουν, όταν οι Αθηναίοι τους είχαν διώξει από το νησί τους (Παυσ. 2.29.5, 2.38.5).

Η μάχη της Καστάνιτσας

ΚΑΣΤΑΝΙΤΣΑ (Χωριό) ΑΣΤΡΟΣ
  Ο Θ. Κολοκοτρώνης διηγείται στα απομνημονεύματα του με το γνωστό λιτό και απέριττο ύφος του την ηρωϊκή μάχη της Καστάνιας της Μάνης (Καστάνιτζας) το 1780, όπου σκοτώθηκε ο πατέρας του Κωνσταντής μαζί με τους δύο αδελφούς του. Στη μάχη αυτή ο ίδιος σώθηκε μαζί με την μητέρα του και ένα θείο του.
«Ησύχασεν η Πελοπόννησος. Τους 80 εκατέβη ο ίδιος ο Καπετάμπεης και χάλασε τον πατέρα μου και τον Παναγιώταρον Βενετσανάκην. Ηλθεν η αρμάδα εις το Μαραθονήσι τα στρατεύματα στερεάς και θαλάσσης. Η Καστάνιτσα αποικία, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης κι ο Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν από το Μαραθονήσι.
Ερχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης, επροσκάλεσε βοήθεια από τους Μανιάτας, και οι Μανιάτες υποσχέθηκαν ότι πάνε βοήθεια και ο δραγουμάνος ο Μαυρογένης ως Ελλην και τεχνίτης έκαμε τον Μιχάλη Τρουπάκη Μπέη και για να τον κάμη Μπέη αλικώτησε την βοήθεια και επήρε το κάστρο. Επήγε το ασκέρι 14.000, και τους επολιόρκησε.
Μία ώρα στράτα αλάργα έστησε το ορδί. Εστειλεν ο Σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα για να προσκυνήσουν και να του δώσουν ενέχυρα ένα παιδί ο ένας και ένα ο άλλος, και να τραβήξη χέρι από δαύτους, αυτοί απεκρίθηκαν: "Δεν προσκυνούμε, θέλομε πόλεμο και οποίος μείνη νικημένος ας προσκύνηση". Αυτός ήλπιζε από την Μάνην βοήθεια. Τους πολιόρκησαν τα Τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια και βόμβαις, τους πολεμούσαν ήμερα καί νύκτα ούτε οι βόμβαις τους έκαναν φόβον ούτε τα κανόνια, όμως επολέμησαν δώδεκα ημέραις και δώδεκα νύκτες με ανδρεία και γενναιότητα.
Οταν είδαν ότι βοήθεια δεν έρχεται, απεφάσισαν να φύγουν από τους πύργους. Οι πύργοι ήτον δύο, και ο ένας ήταν του πατέρα του Παναγιώταρου και ο άλλος του πατέρα μου και του Παναγιώταρου· ο πατέρας του Παναγιώταρου ήτον 80 ετών, ως και η μητέρα του, και μην ημπορώντας να φύγουν εις το γιουρούσι, με τα άλλα γυναικόπαιδα, είπε του Παναγιώταρου και πατέρα μου· «βάλτε φωτιά στους άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ, έμεινε μ' ένα δούλο και με την γυναίκα του και μία δούλα με σκοπόν να πολεμήση ελπίζοντας να έλθη βοήθεια από τα παιδιά του έπειτα. Ο πόλεμος του ήτον με τον δούλον, η τέχνη του μεγάλη·είχε φυτίλι να γυρίση μαζί με τους Τούρκους.
Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις το ορδί του Σερασκέρη, με τα σπαθιά εις το χέρι, μόνον τρεις εσκοτώθησαν άνδρες, και μέρος γυναίκες, και έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι· και έτσι έμειναν δύο αδέλφια μου σκλάβοι, το ένα τριών χρόνων και το άλλο ενός, άλλα δύο εσκλαβώθηκαν, και έπειτα ελευθερώθηκαν. Οταν έκαμαν το γιουρούσι, έπιασαν τα βουνά οι Τούρκοι δια νυκτός εβασίλευε το φεγγάρι εις την μέσην νύκτα, και βασιλεύοντας το φεγγάρι εβγήκαν νύκτα μικρή και δεν έλαβαν καιρόν να φύγουν κατά την Μάνη· επήγαν εις τους λόγκους κ' επήρε ημέρα. Τον Παναγιώταρον ζωντανόν τον έπιασαν και έπειτα τον εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώταις.
Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε με δύο του αδέλφια, Αποστόλη και Γεώργη, ο ένας εις τον λόγκον, ο άλλος μοναχός του, διατί ελαβώθηκε' εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου, Αναγνώστης, ο από τους κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. Εγώ, η μάννα μου, η αδελφή μου εγλύτωσαν με τα παλληκάρια του πατέρα μου. Εις το γιουρούσι ελαβώθηκε με σπαθί ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, και με προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δεν εφάνη το κεφάλι του, οι φονείς του τον εσκότωσαν και τον έκρυψαν δια το βίο του.
Οσα είχεν απάνω του, σε τρία χρόνια τον ξέθαψαν τον Κολοκοτρώνη Κωσταντή, από το μικρό δάκτυλο τον γνώρισαν οπού είχε γυρισμένο από μία σπαθιά τουρκική· τον είχαν κρύψει εις μία τρούπα της "Αρνης καί Κοτζατίνας" τον έθαψαν έπειτα εις την Μηλιά.
Ητον μελαψώτερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγορος, με ένα καθάριο άτι δεν τον έπιανες, 33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης, λιγνός· οι Αρβανίται τον είχαν τόσο τρομάξει που έκαμναν όρκον: να μην γλυτώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί. 700 μπουλουκτζίδαις εσκότωσε πριν.
Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά, «σόι άνθρωπος» άσπρος, 37-38 χρόνων. Εις την Ανδρούσαν εσκοτώθη ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, έπειτα τον εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, του έκοψαν χέρι και πόδια και τον εκρέμασαν.
Ο γέρων πατέρας του Παναγιώταρου επολέμαε από τον πύργον και εμαρτύρησε το φυτίλι ο δούλος που επροσκύνησε, και τον γέροντα τον έπιασαν ζωντανό. Ο Καπετάμπεης ερώταε: διατί δεν προσκυνάει: "Τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται". Του έκοψαν χέρι και πόδια, τον κατράμισαν».

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Μάχη μεταξύ Αρκάδων και Ηλείων

ΚΡΩΜΟΙ (Αρχαία πόλη) ΦΑΛΑΙΣΙΑ
Ο Ξενοφών περιγράφει στον Κρώμνο, όπως παραθέτει την πόλη των Κρώμων, μάχη μεταξύ Αρκάδων και Ηλείων. Με το μέρος των Ηλείων είχαν παραταχθεί και οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι έχασαν πολλούς και γενναίους άντρες σ' αυτή τη μάχη. Τελικά, μετά από κατάληψη και επανακατάληψη της πόλης, η μάχη έληξε με συνθηκολόγηση και θεωρήθηκαν νικητές οι Αρκάδες, οι οποίοι έστησαν και τρόπαιο (Ξεν. Ελλ. 7,4,20-25).

Μάχη της Μαντινείας, 362 π.Χ.

ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Stalemate after the Battle of Mantinea
   The alliances of the various city-states shifted often in the repeated conflicts that took place in Greece during these early decades of the fourth century B.C. The threat from Thessaly faded with Jason's murder in 370 B.C., and the former enemies Sparta and Athens momentarily allied against the Thebans in the battle of Mantinea in the Peloponnese in 362 B.C. Thebes won the battle but lost the war when its great leader Epaminondas fell at Mantinea and no credible replacement for him could be found. The Theban quest for dominance in Greece was over. Xenophon adroitly summed up the situation after 362 B.C. with these closing remarks from the history that he wrote of the Greeks in his time (Hellenica ): "Everyone had supposed that the winners of this battle would be Greece's rulers and its losers their subjects; but there was only more confusion and disturbance in Greece after it than before". The truth of his analysis was confirmed when the naval alliance led by Athens dissolved in the mid-350s B.C. in a war among the leader and the allies. All the efforts of the various major Greek states to extend their hegemony over mainland Greece in this period therefore ended in failure. By the mid 350s B.C., no Greek city-state had the power to rule more than itself on a consistent basis. The struggle for supremacy in Greece that had begun eighty years earlier with the outbreak of the Peloponnesian War had finally ended in a stalemate of exhaustion that opened the way for a new power-- the kingdom of Macedonia.

This text is from: Thomas Martin's An Overview of Classical Greek History from Homer to Alexander, Yale University Press. Cited Sep 2002 from Perseus Project URL below, which contains bibliography & interesting hyperlinks.


Εναντίον των Λακεδαιμονίων

ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Η πρώτη επίθεση Λακεδαιμονίων που αναφέρει ο Παυσανίας συνέβη κατά τη διάρκεια της τυραννίδας του Αριστόδημου και νικητές ήταν οι Μεγαλοπολίτες (Παυσ. 8,27,11). Στην επόμενη επίθεσή τους οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αρχηγό τον Αγι και ήταν πιο καλά προετοιμασμένοι από πριν. Αν δεν τους είχε σταματήσει ο βοριάς θα είχαν γκρεμίσει τα τείχη της πόλης, όπως είχαν υπολογίσει. Η τρίτη απόπειρα των Λακεδαιμόνιων να κυριέψουν τη Μεγαλόπολη έγινε υπό τον Κλεομένη, ήταν επιτυχής και σ' αυτή τη μάχη ήταν που σκοτώθηκε ο Λυδιάδης. Η κατάληψη της πόλης έγινε νύχτα εν καιρώ ειρήνης. Πολλοί Μεγαλοπολίτες σκοτώθηκαν τότε ενώ άλλοι, καθώς και τις γυναίκες και τα παιδιά, κατέφυγαν με το Φιλοποίμενα στη Μεσσηνία. Ο Κλεομένης έκανε μεγάλες καταστροφές στην πόλη, καίγοντας και κατεδαφίζοντας (Παυσ. 8,27,11-15).

Μάχη του κάμπου της Μαντίνειας 418 π.Χ

ΣΚΟΠΗ (Χωριό) ΤΡΙΠΟΛΗ
Πολέμησαν οι Μαντινείς, οι Αθηναίοι και οι Αργείοι εναντίον των Λακεδαιμονίων του Αγι (Παυσ. 8,8,6). Στη μάχη αυτή, που ο Θουκυδίδης τη χαρακτηρίζει τη μεγαλύτερη απ' όσες είχαν γίνει ανάμεσα σε Ελληνες για χρόνια, νίκησαν οι Λακεδαιμόνιοι (Θουκ. 5,74,1).

Ιππομαχία

Η ιππομαχία που ο Παυσανίας λέει ότι έγινε μέσα στο δάσος Πέλαγος πρέπει να έγινε στον ανοικτό παρά τη Σκοπή χώρο, γιατί το Πέλαγος δεν έφτανε ως τη Σκοπή (Εκδ. Αθηνών, Παυσανίου Περιήγησις, τόμος 4, σελ. 215, σημ. 1). Τη μάχη περιγράφει αναλυτικά ο Ξενοφών (Ξενοφ. Ελλ. 7,5,15 κπ).

Μάχη της Τεγέας, 473 π.Χ.

ΤΕΓΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Αργείοι με τους Αρκάδες προβάλλουν αντίσταση στη Σπάρτη. Στη μάχη νικούν οι Σπαρτιάτες αλλά όχι αποφασιστικά.

Η Αλωση της Τριπολιτσάς

ΤΡΙΠΟΛΗ (Πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ

Η μάχη στα Τρίκορφα

Νίκες

Οι πέδες των Λακεδαιμονίων

ΤΕΓΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Λακεδαίμονες με αρχηγό το Χάριλλο και έχοντας παρανοήσει χρησμό εξεστράτευσαν με μεγάλη σιγουριά κατά της Τεγέας παίρνοντας μαζί τους και "πέδες" για να δέσουν τους Τεγεάτες που θα έπιαναν αιχμαλώτους. Στη μάχη που δόθηκε νίκησαν οι Tεγεάτες και μετά έδεσαν με τις πέδες τους Σπαρτιάτες αιχμαλώτους και τους έβαλαν δέσμιους να καλλιεργούν τα χωράφια τους (Εκδ. Αθηνών, Παυσανίου Περιήγησις, τόμ. 2, σελ. 323, σημ. 2). Ο Παυσανίας είδε στο Ναό της Αθηνάς Αλέας τις σκουριασμένες πια πέδες , που τις είχαν αναθέσει (Παυσ. 8,47,2).

...When the Lacedaemonians heard the oracle reported, they left the other Arcadians alone and marched on Tegea carrying chains, relying on the deceptive oracle. They were confident they would enslave the Tegeans, but they were defeated in battle.Those taken alive were bound in the very chains they had brought with them, and they measured the Tegean plain with a rope by working the fields. The chains in which they were bound were still preserved in my day, hanging up at the temple of Athena Alea.

Ο τόπος κατακτήθηκε από:

Το Φίλιππο Ε'

ΗΡΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Ο Φίλιππος κατέλαβε την Ηραία κατά το συμμαχικό πόλεμο (περίπου στα 219 π.Χ) και την παρέδωσε μαζί με άλλες πόλεις που είχε καταλάβει στους συμμάχους του Αχαιούς (Εκδ. Αθηνών, Παυσανίου Περιήγησις, τόμ. 4, σελ. 281, σημ. 1).

Λακεδαιμόνιους

ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Λακεδαιμόνιοι με βασιλιά τον Αγησίπολι νίκησαν σε μάχη τους Μαντινείς, οι οποίοι κλείστηκαν μέσα στα τείχη της πόλης. Ο Αγησίπολις δεν μπόρεσε να τους αναγκάσει με άλλο τρόπο να ρίξουν τα τείχη, γι’ αυτό έκανε το εξής: έφραξε την έξοδο του ποταμού Οφεως από την πόλη, με αποτέλεσμα να πάρουν νερό και να αρχίσουν να υποχωρούν τα τείχη, που ήταν φτιαγμένα με πλιθιά. Τότε οι Μαντινείς αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο Αγησίπολις άφησε ένα μικρό μέρος της πόλης να κατοικείται, το υπόλοιπο όμως το κατεδάφισε και υποχρέωσε τους κατοίκους να διαλύσουν την ενιαία πόλη και να φτιάξουν πάλι ξεχωριστές κώμες, όπως πριν τον πρώτο συνοικισμό της Μαντίνειας. Οι κάτοικοι επέστρεψαν στην πόλη μετά τη μάχη των Λεύκτρων, με τη βοήθεια των Θηβαίων (Παυσ. 8,8,7-10).

Οθωμανική περίοδος (1453-1821)

Οι μεταναστεύσεις

ΖΑΤΟΥΝΑ (Χωριό) ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ
Η Ζάτουνα ήταν μια από τις πιο οικονομικά αναπτυγμένες κωμοπόλεις της επαρχίας μας κατά τήν περίοδο του ΙΗ' αιώνα. Η ορεινή μας τότε επαρχία, εκτός από τα σιτάρια της Ηραίας, παράγει ακόμη μαλλιά, μετάξια, πρινικόκκι, βελανίδια, αλλά και δέρματα, για τα οποία ήταν και πιο γνωστή η Ζάτουνα. Βέβαια όλα αυτά τα προϊόντα είναι εξαγώγιμα. Αν και η επαρχία μας είναι ορεινή και μακριά από τη θάλασσα, όχι μόνο προσέλκυσε έμπόρους, αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοί της συμμετείχαν ενεργά στο τότε εξαγωγικό εμπόριο. Αυτή η επαφή των κατοίκων με το εξαγωγικό εμπόριο είχε σαν αποτέλεσμα την πρώτη μετακίνηση αριθμού σημαντικών οικογενειών.
Για τη Γορτυνία δύο είναι οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι έστω αυτής της περιορισμένης πρώτης μετανάστευσης. Είναι ο Ζατουνίτης Ιωάννης Παπαδόπουλος και ο Ζυγοβιστινός Παναγιώτης Ζάρκος και οι δυο τους σημαντικοί έμποροι στην Καλαμάτα. στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. 'Ετσι μέσα από το εμπόριο άρχισε και η πρώτη μετανάστευση των Ζατουνιτών, για να φουντώσει μετά τα Ορλωφικά, στη μεγάλη αυτή επαναστατική εξέγερση, όπου και η Ζάτουνα έδωσε το παρών της με το «άξιο τέκνο» της τον Παίσιο Επίσκοπο Καρυουπόλεως, ο οποίος μετά άλλων παρακινούσε και στρατολογούσε το λαό. Μαζί και οι αδελφοί Παπαδόπουλοι. Η άφιξη των επιδρομέων Αλβανών, με τα άγρια και θηριώδη ένστικτα στο Μοριά, είχε φοβερά και ολέθρια αποτελέσματα για τα χωριά της επαρχίας μας. Οι Αλβανοί τον Απρίλιο του 1779 έκαψαν την Ζατουνα, έσφαξαν και εβασάνισαν κατοίκους και αρκετούς επούλησαν για δούλους! Στον κώδικα του Μ. Σπηλαίου διαβάζουμε για την επιδρομή των Αλβανών:
«Οι Αρβανίτες ήλθαν όχι ως άνθρωποι αλλά ωσάν θηρία ή σαν μια φωτιά και ωσάν ποταμός και τηυ αιματοχυσίαν οπού έκαμαν εις τους ευρεθέντας ταλαιπώρους χριστιανούς του Μορέος και τες σκλαβίες νόος ανθρώπινος αδυνατεί να τους λογαριάσει, οπού και ολον τον Μορέαν τον έγδυσαν εξ ολοκλήρουσι».
Οποιαδήποτε περιγραφή των παθών των κατοίκων προκαλεί φρίκη. Η ανθρώπινη ζωή δεν είχε τότε καμία αξία. Πολλές οικογένειες της Ζάτουνας τότε διελύθησαν, γιατί οι κάτοικοι μεταφέροντο στα διάφορα λιμάνια για να καταλήξουν στα ανθρωποπάζαρα της Ανατολής.
«Η Ζάτουνα, ως και η περί αυτήν χώρα, ήτο πυκνώς κατωκημένη, και αρκούντως ευημερούσα κωμόπολις. Αλλά οι Αλβανοι; αφού εφόνευσαν όσους ηδυνήθησαν, επώλησαν τους αιχμαλωτισθέντες εν Δημητσάνη και Ζατούνη εις τους πειρατάς της Βαρβαρίας, οίτιμες έδραμον εις τον κόλπον της Κυπαρισσίας, ίνα μετέσχωσι των λαιφύρων. Οικογένειαί τινες, καταφυγούσαι εις τα όρη, μόλις διεσώθηκαν...».
'Ετσι οι Αλβανοί, βρίσκοντας το χωριό έρημο, λογω του ότι οι κάτοικοι πήγαν για να σωθούν στις σπηλιές του Λούσιου ή στα γειτονικά βουνά, από τη μια μεριά το λεηλάτησαν και από την άλλη το έκαψαν... Πολλές φορές στα διάφορα σημεία που εκρύβοντο έδιναν μάχες με τους Αλβανούς, οι οποίοι τους πολιορκούσαν. Χαρακτηριστικό το επεισόδιο στη Μονή του Προδρόμου στις 16 Απριλίου 1779, που σώθηκαν δεκάδες χριστιανοί, από θαύμα. Πολλές φορές αναγκάζοντο να αφήνουν πίσω τα παιδιά τους - τα μωρά - για να μη προδοθούν απο τα κλάματά τους. Αναφέρεται τέτοιο...παράδειγμα όπου δύο Ζατουνίτισσες μάνες εγκατέλειψαν τα μωρά τους, τα οποία τα βρήκαν σώα μετά την επιστροφή τους. Το ένα μωρό ήταν ο Αγγελής Πετρόπουλος και το άλλο ο Αποστόλης Σωτηρόπουλος, που τον είχε αφήσει η μάνα του πάνω σ' ένα θάμνο. Καθημερινό το μαρτύριο του τρόμου και της αγωνίας για όσους σώθηκαν.
Η απροθυμία των ανθρώπων να καλλιεργήσουν γη, η έλλειψη καρπών, (τα πάντα είχαν καεί...) ανάγκασε αρκετούς κατοίκους της επαρχίας μας να φύγουν από αυτήν, μεταναστεύοντες. Ανάμεσά τους και δεκάδες Ζατουνίτες. Χαρακτηριστικό μπορούμε να πούμε παράδειγμα οι εύποροι άλλοτε αδελφοί Παπαδόπουλοι, οι οποίοι άφησαν τον Γιαννιώτη έμπορο Ευθύμιο Μανούσο σαν πληρεξούσιό τους για να πουλήσει το ιδιόκτητο χωριό τους Μάρκου, γιατί οι ίδιοι εκπατρίσθηκαν...
'Αλλοι Ζατουνίτες πήγαν στα νησιά, άλλοι δε στη Μ. Ασία. Εκεί στη Μ. Ασία βρήκαν προστάτη τον Καρά Οσμάν Ογλού, μεγαλογαιοκτήμονα, ένα είδος ηγεμόνα της Μ. Ασίας, που κατείχε την περιοχή της Περγάμου. Ανάμεσά τους, Δημητσανίτες με έντονη παρουσία καθώς και Στεμνιτσιώτες με οργανωμένη παροικία από εμπόρους και τεχνίτες. Τους Ζατουνίτες που εγκαταστάθηκαν στη Μ. Ασία, τους συναντάμε αργότερα, τους ίδιους και τους απογόνους τους, να συνδράμουν οικονομικά ή και προσωπικά με την επιστροφή τους τον μεγάλο ξεσήκωμα του 1821. 'Οπως οι: Γιωτόπουλος Γεώργιος - Βενετσιανόπουλος Γεώργιος (αρκετά ιστορικά έγγραφα το μαρτυρούν) κ.άλλοι. Με την πάροδο όμως των χρόνων η Ζάτουνα άρχισε και πάλι να μεγαλώνει, αφού ήδη ο φόβος των Αλβανών είχε περάσει κι είχαν κάνει την εμφάνισή τους πια οι κλέφτες. Ο πιό "γνωστός" κλέφτης της περιοχής μας ήταν ο Θανασσάς.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Συνδέσμου Ζατουνιτών

Οικιστές

Οικιστές της Μεγαλόπολης

ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Αρκάδες εξέλεξαν δέκα άνδρες ως οικιστές από πέντε από τις πόλεις που θα έπαιρναν μέρος στο συνοικισμό της Μεγαλόπολης. Συγκεκριμένα, τον Τίμωνα και τον Πρόξενο από την Τεγέα, τον Ακρίφιο και τον Κλεόλαο από τον Κλείτορα, τον Ποσσικράτη και το Θεόξενο από την Παρρασία, τον Ευκαμπίδα και τον Ιερώνυμο από τη Μαίναλο και τον Οπολέα και το Λυκομήδη από τη Μαντίνεια (Παυσ. 8,27,2).

Ρωμαϊκή περίοδος (31 π.Χ.-324 μ.Χ.)

Αντιγόνεια

ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οταν οι Μαντινείς επέστρεψαν στην πόλη τους μετά τη μάχη των Λεύκτρων συμμάχησαν με τους Σπαρτιάτες. Αρχικά ο Αρατος τους επανέφερε με τη βία στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Εκείνοι όμως τον νίκησαν και ξαναπροσχώρησαν στους Λακεδαιμόνιους, μέχρι που ο Αντίγονος Δώσων κατέλαβε και λεηλάτησε τη τη Μαντίνεια, στην οποία έφερε νέους κατοίκους από το Αργος και από αλλού. Οι νέοι αυτοί Μαντινείς δέχτηκαν τον Αντίγονο ως οικιστή τους και ονόμασαν την πόλη Αντιγόνεια. Το όνομα Μαντίνεια το επανέφερε ο αυτοκράτορας Αδριανός δέκα γενιές αργότερα (Παυσ. 8,8,11-12).

Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

Ιστορική Διαδρομή

ΑΡΚΑΔΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

Σελίδες εμπορικού κόμβου

Η Ιστορία της Τριπολιτσάς

ΤΡΙΠΟΛΗ (Πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ

Σελίδες επίσημες

Αρχαία περίοδος

ΑΠΟΛΛΩΝ (Δήμος) ΑΡΚΑΔΙΑ
Πρώτοι κάτοικοι, αρχαιολογικά, οικισμοί κλπ.
  Δεν είναι γνωστό πότε φάνηκαν οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής και ποιοι ήταν, πάντως από την Νεολιθική τουλάχιστον εποχή και στη συνέχεια στην Πρωτοελλαδική πρέπει να είχαν εγκατασταθεί εδώ προελληνικά φύλλα, γεγονός για το οποίο συνηγορούν τοπωνύμια όπως Πρέγασος-Μισώνασος-Μάσες-Γάσες και άλλα.
Σχετικά με την ιστορία των οικισμών
  Ορειάται. Ο όρος Ορειάται αναφέρεται σε μία ομάδα μικρών ορεινών οικισμών στα ενδότερα των Πρασιών, ορισμένοι από τους οποίους βρίσκονται στο Δήμο Απόλλωνος στη θέση Παλιόχωρα όπου πρέπει να υπήρχαν εγκαταστάσεις από την εποχή του χαλκού, παρόλο που δεν υπάρχουν σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα , εκτός από αναφορές του αρχαιολόγου Ρωμαίου για "....ίχνη αρχαίου συνοικισμού και λείψανα μεσαιωνικού φρουρίου" και του περιηγητού Leake για μερικά αρχαία θεμέλια κοντά στην καταβόθρα της Παλιόχωρας.
  Τύρος. Πάνω και νότια από τη σημερινή Παραλία Τυρού και Σαπουνακαίικων, υψώνεται ο λόφος Κάστρο με αρχαίο οχυρωμένο οικισμό στην κορυφή του. Τα ερείπια αναφέρει ο Leake που πρώτος επεσήμανε ότι το αρχαίο όνομα του οικισμού διασώθηκε στο σημερινό όνομα Τυρός του οικισμού. Πολλοί περιηγητές και αρχαιολόγοι αναφέρουν τον οικισμό, τοποθετώντας εδώ τις Πρασιές και αναφέρουν ευρήματα, όπως νομίσματα και επιγραφές των αυτοκρατορικών χρόνων. Ο Ρωμαίος με την έρευνά του στα λείψανα του οικισμού και την ανασκαφή του στον Προφήτη Ηλία Μελάνων, όπου και το ιερό του Απόλλωνα Τυρίτα, βεβαίωσε την υπόθεση ότι ο αρχαίος οικισμός και το όνομά του διασώθηκαν στη θέση του σημερινού χωριού Τυρός.
  Σήμερα σώζεται στη βόρεια πλευρά του λόφου τείχος σε μήκος 300μ. περίπου, με τέσσερεις τετράγωνους πύργους και έναν ημικυκλικό. Το τείχος έχει πολυγωνική τοιχοδομία και σε μερικά σημεία σώζεται έως ύψους 4 μ. Ένας από τους πύργους εξέχει από το τείχος 3,3 μ. και διασώζει έξι στρώσεις λίθων. Η τειχοδομία τοποθετεί τον οικισμό στις αρχές του 3ου αι. π.Χ
Μέσα στον οχυρωματικό περίβολο βρέθηκαν διάφορα λείψανα εργαλείων και σκευών που συνολικά τοποθετούν την ακμή του οικισμού στα ελληνιστικά χρόνια και αναμφισβήτητα αποδίδουν σον οικισμό στο Κάστρο, σε συνδυασμό και με τον τόπο λατρείας του Απόλλωνα Τυρίτα στο γειτονικό λόφο, το όνομα Τύρος που διασώθηκε στο σημερινό χωριό Τυρός
Ιερά και λατρείες.
  Νότια από το χωριό Τυρός και στην κορυφή του λόφου Προφήτη Ηλία Μελάνων , βρίσκεται η τοποθεσία όπου λατρευόταν ο Απόλλωνας με το επίθετο Τυρίτας. Εδώ έγιναν ανασκαφές από τον Ρωμαίο και τα ευρήματα απέδωσαν θεμέλια τετραγωνικού βωμού και ίχνη αναλληματικού τοίχου του 4ου αι. π.Χ και αναθήματα και επιγραφές των αρχαϊκών χρόνων. Προκύπτει έτσι ότι η λατρεία στο Ιερό, άρχισε τον 8ο αιώνα και συνεχίστηκε έως τον 4ο αιώνα. Επιγραφές όπως ΑΠΕΛΟΝ ΤΥΡΙΤ[ΑΣ], ΑΠΟΛΟΝΟΣ ΕΜΙ και ΑΠΕΛΟΝ ΚΛΕ, προκύπτει η ταυτότητα του θεού και η ταύτιση των λειψάνων στο Κάστρο με τον αρχαίο οικισμό Τυρό.
Επικοινωνίες
  Ο αρχαίος Τυρός επικοινωνούσε με λιμάνι ( στους πρόποδες του λόφου Κάστρο έχουν κατά καιρούς βρεθεί λείψανα αγκυροβολίου) και παραλίμι (υπολείμματα βραχίονα μέσα στη θάλασσα στον όρμο Λυγαριάς) με τα παράλια του Αργολικού και τις Κυκλάδες και τα παράλιά του ήταν προσιτά στους ναυτικούς της μινωικής Κρήτης και της Φοινίκης.
Οδικό δίκτυο
  Ο αρχαίος Τυρός συνδεόταν οδικά με τα τρία μεγάλα γειτονικά κέντρα μέσω των παρακάτω δρόμων, οι οποίοι ήταν σε χρήση μέχρι και τη δεκαετία του 1950.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Απόλλωνος


Συνέχεια μέχρι σήμερα

  Η περιοχή του Δήμου ακολουθούσε πάντα την ιστορική πορεία της Κυνουρίας και γενικά της Τσακωνιάς. Tσακωνιά είναι η περιοχή που εκτείνεται N.A. της Kυνουρίας και περιλαμβάνει το Λεωνίδιο, τον Αγιο Aνδρέα, τον Tυρό, τον Πραστό, την Kαστάνιτσα, τη Σίταινα, τα Mέλανα, τα Σαπουνακέικα, την Πραγματευτή, και τους συνοικισμούς Σαμπατική, Bασκίνα, Λιβάδι, Φούσκα κ.ά. μικρούς. Παλαιότερα, η Tσακωνιά, είχε πολύ μεγαλύτερη έκταση και έφτανε ως τη Mονεμβάσια, τα Bάτικα και τα Eλοχώρια.
  Μετά τα προελληνικά αυτόχθονα φύλλα, εγκαθίστανται στην περιοχή Ίωνες, γεγονός για το οποίο πληροφορεί ο Παυσανίας ο οποίος αναφέρει ότι γενάρχης - οικιστής των Κυνουρίων ήταν ο Κύνουρος γιος του Περσέα, αν και το προελληνικό φύλο παρέμεινε ισχυρό και μετά την εμφάνιση των Ιώνων γι΄ αυτό και ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τους κατοίκους και αυτόχθονες και Ίωνες. Μετά τον 8ο αιώνα π.Χ η περιοχή κατακτήθηκε από τους Δωριείς και άρχισε ο εκδωρισμός των κατοίκων, με τη Νότια Κυνουρία να ανήκει στην εξουσία των Λακώνων περισσότερο καιρό από τη Βόρεια Κυνουρία, που βρισκόταν και κάτω από την επιρροή του Αργους. Μέχρι τα τέλη του 7ου αιώνα η Κυνουρία διατηρούσε μια σχετική αυτονομία, ενώ στη συνέχεια έγινε θέατρο διαφόρων συγκρούσεων ανάμεσα στη Σπάρτη και το Αργος για την κυριαρχία της, αφού η περιοχή βρισκόταν ανάμεσα τους, διέθετε λιμάνια, 'έλεγχε περάσματα προς τη θάλασσα, παρήγε μεγάλες ποσότητες λαδιού και κρασιού, ξύλου για τη ναυπηγική, κτηνοτροφικά προϊόντα και αλιεύματα, ασβέστη και άλλα.
  Tο 195 π.X. ύστερα από επέμβαση του Ύπατου Pωμαίου Tίτου Φλαμίνιου, δίδεται στους Aργείους. Oι Σπαρτιάτες επιμένουν και επιτυγχάνουν να κρατήσουν τις Πρασιές, που εντάσσονται μαζί με άλλες 23 λακωνικές πόλεις των περιοίκων στο "κοινόν των Λακεδαιμονίων" το αργότερα γνωστό "Kοινόν των Eλευθερολακώνων".
  Kατά τη Pωμαιοκρατία οι Tσάκωνες παρέμειναν απομονωμένοι στα δύσβατα και δυσπρόσιτα μέρη τους. Έτσι, διατηρούν ανόθευτα τη δωρική τους καταγωγή, τη διάλεκτό τους και τα ήθη - έθιμά τους. Oι φοβερές επιδρομές των Σλάβων στην Eλλάδα και την Πελοπόννησο επηρέασαν πολύ τους Tσάκωνες και τους ανάγκασαν να μεταναστεύσουν άλλοι ανατολικότερα, στις πλαγιές του Πάρνωνα και άλλοι στον Πόντο, στα νησιά του Aιγαίου και στην Kάτω Iταλία.
  Oι Σλάβοι καθυπόταξαν ολόκληρη την Πελοπόννησο και μόνο την Tσακωνιά δεν κατάφεραν να υποδουλώσουν. Ακόμα και ο ιστορικός Φαλμεράυερ εξαίρεσε μόνο τους Tσάκωνες και παραδέχθηκε πως είναι γνήσιοι απόγονοι των Δωριέων και δεν αλλοιώθηκαν από τις σλαβικές επιμιξίες.
  Aπο την εποχή του Iουστινιανού (527 μ.X.) οι Tσάκωνες αποτελούν τα επίλεκτα σώματα των καστροφυλάκων και της σωματοφυλακής των βυζαντινών αυτοκρατόρων, ώστε στο βυζαντινό στρατό να υπάρχει αξίωμα: "Στρατοπεδάρχης των Tσακώνων". O Kωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μας πληροφορεί στο "περί Bασιλείου τάξεως" βιβλίο του ότι οι Tσάκωνες εστρατολογούντο στην εποχή του 912-959 ως φύλακες φρουρίων.
  Kατά τη Φραγκοκρατία η Tσακωνιά παραμένει πιστή στο Bυζάντιο και δίνει σκληρούς αγώνες εναντίον του κατακτητή. Tην περίοδο αυτή, όταν η Kωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων, η Kυνουρία και πολλά άλλα παραθαλάσσια μέρη της Πελοποννήσου κυριαρχήθηκαν από τους Eνετούς. Πολύ λίγες περιοχές στην Πελοπόννησο πρόβαλαν αντίσταση στους κατακτητές. Oι Kυνουριείς όμως, μαζί με Λάκωνες, Aρκάδες και τους εξελληνισμένους Mηλιγγούς, έχοντας επικεφαλής τον Δεσπότη της Hπείρου Mιχαήλ A' Αγγελο Kομνηνό, πολέμησαν τους Φράγκους στη Mεσσηνία και ηττήθηκαν. Aνυπότακτοι στους Φράγκους ήταν πάντοτε και οι Tσάκωνες που, για να τους εμποδίσει ο Bιλλεαρδουΐνος, ίδρυσε το φρούριο στο Γεράκι. Aργότερα, ο Γουλιέλμος Bιλλεαρδουΐνος, για να πετύχει την απόλυτη κυριαρχία στην Πελοπόννησο και να υποτάξει τους "δυσήνιους" Tσάκωνες, έκτισε στο Ξεροκάμπι κάστρο που αργότερα ονομάστηκε "Kάστρο της Ωριάς" και ίχνη του σώζονται και σήμερα.
  Kατά την πρώτη Tουρκοκρατία (1453-1715 μ.X.) οι Tσάκωνες βοηθούν τους Eνετούς στον κατά των Tούρκων αγώνα τους.
Mετά το 1715 μ.X. η Tσακωνιά αναπτύσσεται οικονομικά και κοινωνικά και το 1819 χωρίζεται η Kυνουρία σε βιλαέτι του Πραστού και Aγίου Πέτρου.
  Oι Tσάκωνες προσέφεραν ανυπολόγιστες υπηρεσίες στον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα.
1. Eπαναστάτησαν μαζί με τους Mανιάτες στις 17, 18 Mαρτίου 1821.
2. Mετέδωσαν την επαναστατική φλόγα στις Σπέτσες, τα πλοία των οποίων χρηματοδοτούσαν οι Tσάκωνες.
3. Mε δυο επαναστατικά σώματα (500) ανδρών πολέμησαν σ' όλες τις μάχες, πολιόρκησαν τα φρούρια της Mονεμβάσιας και Tριπολιτσάς και τα κυρίευσαν.
4. Πρόσφεραν όλον τους τον πλούτο και τα πλοία, και το κυριότερο:
5. Συντηρούσαν και ανεφοδίαζαν το στρατόπεδο των Bερβαίνων, που ήταν η ψυχή του επαναστατημένου Mοριά.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Απόλλωνος


Ιστορική Διαδρομή

ΑΡΚΑΔΙΑ (Νομός) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Η ιστορία προσαρμόζει τη δράση της στο δεδομένο γεωγραφικό σκηνικό
   Η ιστορική πορεία της Αρκαδίας είναι συνυφασμένη, δηλαδή επηρεασμένη από τις εδαφικές ιδιαιτερότητες του τόπου. Ιδιαίτερα τα ανάγλυφα των βουνών χαρίζει στην Αρκαδία ένα άριστο φυσικό τείχος, που δεν απέκλεισε, πάντως, την επικοινωνία με άλλες περιοχές, πράγμα που αποδεικνύεται και από τα ίχνη των αρχαίων δρόμων τους οποίους φέρνει συνεχώς στο φως η σύγχρονη έρευνα. Η διάταξη, εξάλλου, του κεντρικού ορεινού όγκου "του Μαινάλου" ερμηνεύει και τη διαφορετική πορεία που διέγραψαν το Ανατολικό και Δυτικό τμήμα της Αρκαδίας. Στις ίδιες ιδιαιτερότητες αποδίδονται, εν πολλοίς, και τα κύρια και διαχρονικά χαρακτηριστικά των Αρκάδων, όπως είναι η πολεμική τους αρετή, η ροπή προς τη μετανάστευση και η επί μακρό χρόνο διατήρηση των στοιχείων της πολιτισμικής τους παράδοσης. Το τελευταίο στοιχείο κατέστησε υποχρεωτική για τους μελετητές "από την αρχαιότητα ήδη" την εξέταση των αρκαδικών παραδόσεων, προκειμένου να εξαγάγουν συμπεράσματα για την ιστορική διαδρομή των παλαιότατων Ελλήνων, αφού, όπως είναι γνωστό, είναι δυνατή η συλλογή ψηγμάτων αλήθειας από τους μύθους μετά την αφαίρεση του πέπλου φαντασίας. Είναι χαρακτηριστική η ομολογία του περιηγητή Παυσανία: «τις Ελληνικές παραδόσεις του είδους αυτού, όταν άρχισα να γράφω το έργο μου, τις θεωρούσα μάλλον ανόητες, όταν όμως έφτασα στα Αρκαδικά, σχημάτισα τη γνώμη γι' αυτές πως τον παλιό καιρό οι Ελληνες που λογαριάζονταν ως σοφοί έλεγαν ό,τι είχαν να πουν με αινίγματα και όχι με σαφείς εκφράσεις» (μεταφρ. Ν. Παπαχατζή). Οσοι συσχετίζουν το όνομα της Αρκαδίας με τα «άκρα» των ορέων βλέπουν τους κατοίκους της να έλκουν την καταγωγή από τους επιζήσαντες του μεγάλου κατακλυσμού, την καταστροφική μανία του οποίου διέφυγαν οι καταφυγόντες στις υψηλές κορυφές. Οπως και να 'χει το πράγμα, ουδείς φαίνεται να αρνείται στους Αρκάδες το «αυτόχθονον» και ιδιαίτερα βαρύνουσες, ως προς αυτό, είναι οι αναφορές Ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών. Την αρχαιότητα της καταγωγής αποδέχεται και ο Αριστοτέλης όταν κάνει λόγο για την εγκατάσταση των Αρκάδων πριν από την εμφάνιση της σελήνης. Η απόδοση στους Αρκάδες του προσωνυμίου «πανσέληνοι» φανερώνει ότι αυτή η πίστη είχε ευρύτατη αποδοχή.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Προϊστορικοί και πρωτοϊστορικοί χρόνοι

  Κατά τους προϊστορικούς χρόνους τα ίχνη της Ιστορίας αναζητούνται στον περίπλοκο και πλανερό δρόμο των μύθων, όπου είναι φυσικό να θάλλουν τα ερωτηματικά. Οι Αρκάδες, πάντως, διεκδικούν για τον τόπο τους πολλές περγαμηνές: εδώ έγινε η γιγαντομαχία, γεννήθηκε ο Δίας και οι περισσότεροι θεοί του δωδεκαθέου, έδρασε ο Ηρακλής, μαρτύρησε ο Προμηθέας, ετάφη ο Ορέστης και η Πηνελόπη, επήλθε το τέλος των περιπλανήσεων του Οδυσσέα, όταν επιτέλους βρήκε έναν τόπο όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν τι εστί κουπί... Οι Αρκάδες υποστηρίζουν, ακόμα, ότι η Αρκαδία είναι η κοιτίδα του πολιτισμού, αφού στον γενάρχη τους Πελασγό αποδίδεται η πρώτη κατασκευή μόνιμων κατοικιών και η διδασκαλία για την επιλογή των βρώσιμων χόρτων και καρπών, μεταξύ των οποίων και η φηγός, ένα είδος βαλανιδιών, που πρόσθεσε στους Αρκάδες το προσωνύμιο «βαλανηφάγοι». Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ο μύθος, εν συνεχεία, αποδίδει την τιμή της ίδρυσης της Λυκόσουρας "της πρώτης πόλης υπό τον ήλιο" στο γιο του Πελασγού Λυκάονα, που είναι εισηγητής και των αρχαιότατων αγώνων, των Λυκαίων. (Ο μύθος πάντως, πρέπει να υποκρύπτει και κάποια δόση αλήθειας, αν συνδυαστεί με το ρηθέν υπό του Αριστοτέλους, που θεωρεί την «κατά κώμας εγκατάσταση των Αρκάδων ως έμβρυο της πολιτικής ζωής».)
   Από τους πενήντα γιους του Λυκάονα θα πάρουν τα ονόματά τους οι σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας, αλλά η μονάκριβη κόρη του Καλλιστώ επέπρωτο να είναι αυτή από την οποία θα προέκυπτε "σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή' η μετονομασία της πρώην «Πελασγίας» ή «Απίας» χώρας σε «Αρκαδία». Και ιδού πως: Ο Δίας, ανταποκρινόμενος στην επιθυμία όλων των Ελληνικών Φυλών να αποκαλούνται διογενείς, «αναγκάσθηκε» να ερωτευθεί πολλές ωραίες κόρες. Αντικείμενο του πόθου του υπήρξε και η Καλλιστώ, πράγμα που σήμαινε, κατ' ακολουθίαν, πως έμπαινε και στο στόχαστρο της ζηλοτυπίας της Ηρας, η οποία την μεταμόρφωσε σε άρκτο. Τη λύτρωση της Αρκτου-Καλλιστούς ανέλαβε πρώτα η Αρτεμις που της χάρισε το θάνατο και έπειτα ο Δίας που τη μεταμόρφωσε σε αστερισμό, τη γνωστή Μεγάλη Αρκτο. Καρπός του έρωτα αυτού ήταν ο Αρκάς, επί των διαδόχων του οποίου αρχίζει βαθμηδόν να υποχωρεί η αχλύς των μύθων και να αναδύονται, μέσα από τους υπαινικτικούς ψιθύρους, τα πρώτα ψελλίσματα της ιστορικής αλήθειας.
   Με μια σχετικά μεγαλύτερη ασφάλεια, πλέον, στηριζόμενοι στις ιστορικές μαρτυρίες και στην καταγωγή των τοπωνυμιών, μπορούμε να πα­ρα­κο­λου­θήσουμε, για παράδειγμα, τις μετακινήσεις των Αρκάδων. Από το μακρύ κατάλογο των εγκαταστάσεών τους στις περιοχές γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου αποσπούμε δύο περιπτώσεις: Πρώτα, τον "για πολλούς" βέβαιο, εποικισμό του Παλλατίνου λόφου της Ρώμης από Αρκάδες, με επικεφαλής τον Εύανδρο που ξεκινά από το Παλλάντιο της Μαντινείας κι έχει ένα γιο επονομαζόμενο Πάλλαντα. Η Εμφανής ετυμολογική συγγένεια μεταξύ Παλλατίνου "Παλλαντίου" Πάλλαντος μπορεί να πλάθει εκ των υστέρων ένα μύθο "χρήσιμο για τους αναζητούντες δάφνες υψηλής καταγωγής Ρωμαίους" αλλά μπορεί και να τεκμηριώνει ένα ιστορικό γεγονός, αν ληφθεί παράλληλα υπ' όψιν και η μαρτυρία του Πλουτάρχου, που θεωρεί ότι ο μύθος της Λύκαινας -τροφού των ιδρυτών της Ρώμης- είναι μίμηση προγενεστέρου Αρκαδικού.
   Η δεύτερη περίπτωση αφορά την πορεία του Τεγεάτη Αγαπήνορος, που έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας επικεφαλής 50 «νηών», όπου επέβαιναν, κατά τον Ομηρο, προερχόμενοι από 9 Αρκαδικές πόλεις. Μετά την άλωση της Τροίας ο Αγαπήνωρ, θύμα κι αυτός της οργής του Ποσειδώνος, φτάνει στην Κύπρο και γίνεται οικιστής της Πάφου. H στενή συγγένεια του Αρκαδικού και του Κυπριακού γλωσσικού ιδιώματος έρχεται να δώσει στο μύθο του Αγαπήνορος την ιστορική του διάσταση.
   Κι ενώ, απ' τη μια μεριά, Αρκαδικοί εποικισμοί πραγματοποιούνται σε Βορρά και Νότο, Ανατολή και Δύση, απ' την άλλη η μητρόπολη, η Αρκαδία, μένει απρόσβλητη από τους ποικίλους επιδρομείς. Ούτε η μεγάλη «κάθοδος» των Δωριέων δεν απειλεί το «αυτόχθονον» των Αρκάδων. Ο μύθος λέει ότι τον κίνδυνο τον απέτρεψαν τότε οι Αρκάδες με την μέθοδο του... προξενιού. Ο Αρκάς βασιλιάς Κύψελος, όταν έμαθε ότι ο Δωριεύς συνάδελφός του Κρεσφόντης ήταν άγαμος, τον έπεισε να παντρευτεί την κόρη του Μερόπη κι έτσι γλίτωσε η Αρκαδία. Λογικότερο, βέβαια, είναι να δεχθούμε πως το έδαφος της δεν αποτελούσε ελκυστική περίπτωση για όσους αναζητούσαν εύφορες περιοχές για την εγκατάστασή τους. Γι' αυτό και δεν απέφυγε τις συχνές αναστατώσεις η πλησία γη της Τεγέας, την οποία υπέβλεπαν διαρκώς οι Δωριείς της Λακεδαίμονος. Η πρώτη τους επιδρομή επιχειρήθηκε το 790 π.Χ., όταν βασίλευε στην Αρκαδία ο Πολυμήστωρ και στη Σπάρτη ο Χάριλλος. Οι Σπαρτιάτες γνώρισαν τότε την οδύνη της ήττας -οφειλόμενη, εν πολλοίς, στον ηρωισμό που επέδειξαν οι γυναίκες της Τεγέας- και αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά πως δεν έπρεπε να δίνονται επιπόλαιες ερμηνείες στους χρησμούς της Πυθίας, η οποία, εν προκειμένω, είχε απαντήσει στο ερώτημα του Χάριλλου, για το πώς μπορεί να υποταχθεί η Αρκαδία:
"Μου ζητάς την Αρκαδία, δηλαδή ζητάς τα πάντα, κι εγώ δε θα σου τη δώσω. Πολλοί τα βελανίδια τρων εκεί και θα σε διώξουν. Ωστόσο δεν θα σ' αρνηθώ και πάρε την Τεγέα, για να χοροπηδάς εκεί και τον ωραίο κάμπο μπορείς με σχοίνο (=μέτρο για τα χωράφια) να μετράς."
O Ηρόδοτος, που αναφέρει το χρησμό, συμπληρώνει παρακάτω: «Οταν οι Λακεδεμόνιοι έμαθαν την απάντηση κίνησαν εναντίον της Τεγέας, παίρνοντας μαζί τους μόνο χειροπέδες, γιατί είχαν πιστέψει τον απατηλό εκείνο χρησμό και νόμισαν πως θα υποτάξουν τους Τεγεάτες αλλά νικήθηκαν και πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Τεγεάτες τους έδεσαν με τις χειροπέδες που οι ίδιοι είχαν φέρει και τώρα μπορούσαν πια να μετρούν με το σχοίνο την πεδιάδα της Τεγέας που δούλευαν σαν σκλάβοι» (μτφρ. Β. Τάσου). Περί τέτοιου είδους ορχήσεως, λοιπόν, επρόκειτο! Η αντιπαλότητα προς τους Σπαρτιάτες δεν σταμάτησε, βέβαια, εδώ. Κατά τους λεγόμενους Μεσσηνιακούς πολέμους, οι Αρκάδες βοηθούν τους αντιπάλους των Λακεδαιμονίων και θεωρούν την αντίθετη στάση του βασιλιά τους Αριστοκράτη τόσο προδοτική, ώστε αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από το πολίτευμα της βασιλείας, και το αντικαθιστούν με το «κοινόν των Αρκάδων», μια ομοσπονδία αυτόνομων πόλεων με χαλαρούς δεσμούς. (Η αλλαγή αυτή συντελέσθηκε περί το 628 π.Χ. ).

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Από κλασικούς χρόνους μέχρι Ρωμαϊκή κατάκτηση

  Για τις πολιτικές, ωστόσο, εξελίξεις στην Αρκαδία -και κατά την προκλασσική περίοδο αλλά και μετέπειτα- δεν υπάρχουν επαρκείς μαρτυρίες που θα μας επέτρεπαν να έχουμε σαφή εικόνα. Στηριζόμενοι, απλώς, σε μεμονωμένες αναφορές μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα. Οπως για παράδειγμα, μπορούμε να ισχυριστούμε βάσιμα ότι η τύχη των δούλων είναι καλύτερη στην Αρκαδία συγκριτικά με άλλες περιοχές της Ελλάδος, ή ότι η νομοθεσία των Αρκάδων γίνεται ευρέως αποδεκτή, ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός «φύλακες δικαιοσύνης» που τους αποδόθηκε.
   Το πεδίο γίνεται πιο ευκρινές όταν το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στα πολεμικά γεγονότα, προς τα οποία κυρίως έχουν στραμμένη την προσοχή τους οι αρχαίοι ιστορικοί. Ως «?πιστάμενοι πολεμίζειν» οι Αρκάδες -κατά τον Ομηρο- και «μεγαλοφρονούντες υπ' ελευθερία» -κατά τον Δημοσθένη- συμμετέχουν σε πάμπολλες πολεμικές επιχειρήσεις: Από κοινού με τους άλλους Ελληνες κατά των Περσών, στις εμφύλιες διαμάχες, σε ποικίλες εξορμήσεις (στην Αίγυπτο, στη Σικελία, στην Ασία) ως μισθοφόροι. Στον Μαραθώνα τους εκπροσωπεί επαξίως ο θεός τους ο Παν, που οι φωνές του σπέρνουν τον πανικό και τρέπουν σε φυγή τους εχθρούς. Στις Θερμοπύλες δίνουν το «παρών» 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 120 Ορχομένιοι και 1.000 από την υπόλοιπη Αρκαδία. Στην τελευταία μεγάλη σύγκρουση με τους Πέρσες στις Πλαταιές το σώμα των 3.000 Αρκάδων εισβάλλει πρώτο στο εχθρικό στρατόπεδο και λεηλατεί τη σκηνή του Μαρδονίου.
   Στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αρκάδες εμφανίζονται διηρημένοι. Αλλοι, με επικεφαλείς τους Τεγεάτες, πολεμούν στο πλευρό της Σπάρτης, άλλοι, υπό τους Μαντινείς, τάσσονται με το μέρος των Αθηναίων. Το αποτέλεσμα ήταν, κατά τη λήξη του πολέμου, η Μαντίνεια να καταστραφεί από τους Λακεδαιμόνιους. Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή τους, ως μισθοφόρων, στο στράτευμα του Κύρου, αφού οι μισοί από τους «μυρίους» ήσαν Αρκάδες και μεταξύ αυτών πολλοί αναδείχθηκαν για τον ηρωισμό και τις ικανότητές τους, όπως μαρτυρεί ο Ξενοφών.
   Οταν ηγεμονεύουσα δύναμη στην Ελλάδα αναδείχθηκε η πόλη των Θηβών, ο Μαντινεύς Λυκομήδης επιχείρησε την ανασύσταση της Αρκαδικής Ομοσπονδίας αλλά το σχέδιό του προσέκρουσε στις αντιρρήσεις των Σπαρτιατών. Ετσι, προκλήθηκε η επέμβαση του Επαμεινώνδα που, ακολουθούμενος από τους Αρκάδες, έφτασε προ των πυλών της Σπάρτης. Επειτα, ίδρυσε την Μεγάλην Πόλιν (371/370 π.Χ. ) που συνοικίσθηκε από 40 Αρκαδικές πόλεις και υπήρξε η έδρα ενιαίας διοίκησης και κοινής συνόδου. Το Θερσίλειον, στο οποίο γίνονταν οι συνεδριάσεις των αντιπροσώπων, χαρακτηρίζεται από πολλούς «κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού». Ακολούθησε η περίφημη «ακριτος μάχη» στη Μαντινεία (362 π.Χ.) όπου ο Επαμεινώνδας ενίκησε μεν, αλλά άφησε την τελευταία πνοή του στο πεδίο της σύγκρουσης. Ο χρησμός, που του εφιστούσε την προσοχή «να φυλάγεται από το Πέλαγος», δεν είχε να κάνει με πλοία και κατά θάλασσαν αγώνες, αλλά με το δάσος των δρυών που εκτεινόταν μεταξύ Τεγέας, Παλλαντίου και Μαντινείας, το οποίο ονομαζόταν Πέλαγος...
   Μετά ταύτα την ηγεμονία της Ελλάδος διεκδικούν οι Μακεδόνες του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου και των διαδόχων τους, οπότε η Αρκαδία μαζί, με κάμποσες άλλες περιοχές, γίνεται θέατρο πολλών μαχών. Μια νέα περίοδος δράσης για τους Αρκάδες αρχίζει από του έτους 243 π.Χ. όταν προσχωρούν στην Αχαϊκή συμπολιτεία. Στις συγκρούσεις της Συμπολιτείας προς τους Σπαρτιάτες και τους Αιτωλούς αναδεικνύεται ο Αρκάς στρατηγός Φιλοποίμην που αποκλήθηκε και «έσχατος των Ελλήνων». Ηδη είχε αρχίσει η ανάμιξη των Ρωμαίων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος, αλλά οι παραινέσεις του Φιλοποίμενος να μην επιταχύνουν το μοιραίο τέλος, παρέχοντας ευκαιρίες στη Ρώμη, δεν εισακούονται. Δεν θα αργήσει έτσι η ώρα που η Ελλάδα θα μεταβληθεί σε Ρωμαϊκή επαρχία και θ' ακουστεί στα όρη της Αρκαδίας θρηνώδης η κραυγή: «ο μέγας Παν απέθανε»! Το «γεγονός» συνέβη βασιλεύοντος στη Ρώμη του αυτοκράτορος Τιβερίου Καίσαρος Αυγούστου (13-37 μ.Χ.). Η ερημία της Αρκαδίας, όμως, είχε συντελεσθεί προ αρκετών χρόνων, αν δώσουμε βάση στη μαρτυρία του Στράβωνος ο οποίος διαπίστωνε -30 χρόνια πριν απ' τη γέννηση του Χριστού- πως «ον προσήκει μακρολογείν» περί της Αρκαδίας «δια την της χώρας παντελή κάκωσιν»...
   Μετά από έναν αιώνα περίπου περιηγείται την περιοχή ο Παυσανίας που καταγράφει στα «Αρκαδικά» του πλήθος πληροφοριών και παρατηρήσεων. Αυτές είναι, κυρίως, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε τη γνώμη πως η αρχαία Αρκαδία δεν ήταν -όπως πολλοί ίσως νομίζουν- μια περιοχή σε ημιαγρία κατάσταση, αλλά ένας χώρος που έσφυζε από ζωή και που επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις και σ' αυτούς που μελετούν τις ισχνές μαρτυρίες αλλά και σ' αυτούς που θα επιχειρήσουν με πιο εκτεταμένες ανασκαφές να αποκρυπτογραφήσουν τα πολλά μυστικά της.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Ο Αρκαδικός Μεσαίωνας

  Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και επί σειρά αιώνων η πολυπρόσωπη φθορά εξακολουθεί τη διαβρωτική δράση της. Ρόλο πρωταγωνιστή θα παίξουν επί πολύ οι βαρβαρικές επιδρομές: με τη λήξη του 4ου αιώνα τα στίφη του Αλάριχου θα κατακλύουν την Πελοπόννησο, τους Γότθους θα διαδεχθούν Σλάβοι, Βλάχοι, Εβραίοι, τσιγγάνοι και -από το 14ο αιώνα και εξής- πολυπληθείς Αλβανοί. Ιδιαίτερα η κάθοδος των νομάδων Σλάβων, που προτιμούσαν τα ορεινά και δυσπρόσιτα, εξανάγκαζε τους παλαιούς κατοίκους να μετακινούνται στις παράκτιες περιοχές. (Χαρακτηριστική η περίπτωση των Αρκάδων που κατέβηκαν στην Τριφυλία η οποία μετονομάσθηκε σε «Αρκαδία», ονομασία που χρησιμοποιούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια ο λαός όταν αναφερόταν στην περιοχή της Κυπαρισσίας).
   Ενα άλλο ζήτημα που απασχολεί τους μελετητές αυτής της περιόδου είναι το πότε ολοκληρώθηκε ο εκχριστιανισμός των κατοίκων της Αρκαδίας, που φαίνεται ότι βρήκε προσφορότερο έδαφος στα μεγαλύτερα κέντρα, αλλά άργησε να επικρατήσει στις απομονωμένες περιοχές. Ετσι, σχετικά νωρίς, η Τεγέα, η Μαντίνεια, η Θέλπουσα και η Μεγαλόπολη γίνονται Επισκοπές υπαγόμενες στη Μητρόπολη της Κορίνθου, ενώ την ίδια εποχή στη θέση των αρχαίων πόλεων εμφανίζονται νέες, όπως τα Κηπιανά ή Τσιπιανά (Μαντινεία), η Βελιγοστή (Μεγαλόπολη), το Αμύκλιν ή Νύκλιν (Τεγέα). Απτά δείγματα της νέας τάξης πραγμάτων είναι οι παλαιότατοι χριστιανικοί ναοί, στα αρχιτεκτονικά μέλη των οποίων ενσωματώνεται μέρος του υλικού των αρχαίων κτισμάτων.
   Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ολόκληρη η Πελοπόννησος αποτελεί ένα από τα 12 «θέματα» στα οποία είχε διαιρεθεί το ευρωπαϊκό τμήμα της Αυτοκρατορίας, με διοικητή της («κατεπάνω») ένα στρατηγό, που είχε έδρα την Κόρινθο και κύρια ασχολία του την είσπραξη ποικίλων φόρων, συνοδευόμενη -ως είθισται- από παντοειδείς πιέσεις και καταχρήσεις. Τη ζοφερή εικόνα συμπληρώνουν οι επιθέσεις των πειρατών, οι επιδρομές από ξηράς και οι θανατηφόρες επιδημίες.
   Από το 1204, οπότε οι Σταυροφόροι καταλύουν το Βυζαντινό κράτος, ο Μορέας γίνεται θέατρο πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα σε ποικιλώνυμους αντιπάλους, των οποίων γεύση λαμβάνει ασφαλώς και η Αρκαδία που ονομαζόταν τώρα Μεσαρέα (πιθανή ετυμολογία από το μέσα + όρος = χώρα που βρίσκεται ανάμεσα σε όρη). Τα «ιμάτιά της» οι αξιωματικοί του Βιλλαρδουίνου τα διεμοίρασαν ώς εξής: ο Δεροζιέρ πήρε τη Β.Δ. Γορτυνία και έχιτσε το φρούριο της Ακοβας. Ο Δεβουγέρ έλαβε τα νότια της Γορτυνίας, όπου ο διάδοχός τους έχτισε το φρούριο της Καρύταινας. Ο ντε Νεβέλ πήρε 6 φέουδα στη Νότια Κυνουρία με πρωτεύουσα το Γεράκι. Στον Ντεμόνς δόθηκαν 4 φέουδα και εγκαταστάθηκε στη Βελιγοστή. Ο Γουλιέλμος πήρε 6 φέουδα και το κάστρο του Νυκλίου. Το τελευταίο, ιδιαίτερα, κάστρο θα παίξει σημαντικό ρόλο με την πραγματοποίηση πολλών αποφασιστικής σημασίας συσκέψεων εντός των τειχών του, αλλά και πολλών συγκρούσεων προ των πυλών του. Μετά την καταστροφή του στα 1294 θα παραδώσει τη σκυτάλη στο Μουχλί, που τα σωζόμενα ερείπιά του μαρτυρούν μια ζωή, σύντομη μεν, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
   Θα ήταν δύσκολο μέσα στα όρια αυτού του κειμένου να επιχειρήσει κανείς και την απλή έστω καταγραφή των σπουδαιότερων γεγονότων αυτής της περιόδου, γιατί οι ανακατατάξεις κsαι οι συγκρούσεις θα μπορούσαν να απαρτίσουν ογκώδη τόμο όπου πολλά θα θύμιζαν πρόσωπα και καταστάσεις των παλιών ιπποτικών μυθιστορημάτων. Εκείνο που τελικά προέκυψε ήταν ο κατακερματισμός και η εξάντληση των δυνάμεων, έτσι ώστε όταν οι Τούρκοι -πρώτα με τον Τουραχάν (1423) και έπειτα με το Μωάμεθ τον Πορθητή (1458)-, επιχείρησαν τις εκστρατείες τους στην Πελοπόννησο, να μην συναντήσουν σθεναρή αντίσταση. Ούτε και στην Αρκαδία βέβαια. Η Καρύταινα μόνο θα αντιτάξει κάποια απέλπιν άμυνα με το Σγουρομάλλη.
   Εύκολα λοιπόν θα ανοίξει η πύλη για την είσοδο στο μέγα κεφάλαιο της Τουρκοκρατίας. Η συνέχεια, ωστόσο, δε θα είναι το ίδιο εύκολη για τους κατακτητές, αφού οι κάτοικοι της Αρκαδίας, που συχνά πυκνά έβλεπαν ως μόνη διέξοδό τους την ένοπλη αντίσταση, είχαν πρόθυμους συμμάχους τους τα δύσβατα όρη.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Από την Τουρκοκρατία μέχρι την Παλιγεννεσία

  Τα επεισόδια του δράματος αυτής της περιόδου, μέχρι αυτό να έλθει σε αίσιο πέρας, είναι πολλά. Θα αναφερθούν τα πιο περί το 1570) για την οργάνωση σταυροφορίας από τους ηγεμόνες της Ευρώπης. Αλλά πιο σπουδαία σημασία, από ό,τι αποδείχθηκε, είχε το γεγονός της εμφάνισης, γύρω στα 1550, του Τριανταφυλλάκου Τσεργίνη στο Λιμποβίσι. Πρόκειται για το γενάρχη της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων, που θα χαρίσει στην Αρκαδία γενιές ηρώων.
   Η τουρκική κατοχή θα διακοπεί για 28 χρόνια (1687-1715) από την Ενετική κατοχή. Οι Αρκάδες πολεμούν αρχικά στο πλευρό του Μοροζίνη και κυριεύουν (Ιούνιος του 1687) το φρούριο της Καρύταινας αιχμαλωτίζοντας περί τους 1300 Τούρκους. Η ζωή όμως, κάτω από το νέο δυνάστη δεν θα είναι καλύτερη, σε σημείο που οι ντόπιοι να νοσταλγούν τους Τούρκους, προτιμώντας τους από τους ομόθρησκους Ενετούς. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που οι Τούρκοι επανέρχονται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. (Πρόκειται για την ανακατάληψη που επικυρώθηκε με την «Ειρήνη του Πασσάροβιτς» το 1718). Μικρή μόνο αντίσταση προεβλήθη απαραίτητα. Λίγα μόλις χρόνια μετά την έναρξη της τουρκικής κατοχής, κατά το λεγόμενο Α΄ ενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479), ο Πέτρος Μπούας οδηγεί τους Αρκάδες εναντίον των Τούρκων. Δυναμική είναι, έπειτα, η παρουσία των εντοπίων και κατά τους χρόνους δράσης του Γενοβέζου Αντρέα Ντόρια (1532-1571). Ενας Αρκάς, πάλι, ο αγνοημένος Γεώργιος Μειζότερος από την Τριπολιτσά, εργάζεται (στον κάμπο του Δάρα από το Δήμο Κολοκοτρώνη με τον οποίο συνέπραξαν 200 άνδρες από το Χρυσοβίτσι, το Αρκουδόρεμα και την Αλωνίσταινα, αλλά η αποτυχία του εγχειρήματος ήταν προδιαγεγραμμένη.
   Κατά τη νέα περίοδο της Τουρκοκρατίας περίοπτη θέση στα πολιτικοτρατιωτικά πράγματα της Πελοποννήσου καταλαμβάνει η Τριπολιτσά, στην οποία το 1781 μεταφέρει την έδρα του ο Μόρα - Βαλεσής, δηλαδή ο Τούρκος διοικητής του Μοριά. Ενα άλλο κέντρο που θα συμβάλει, από το 1764 τουλάχιστον κ.ε, στην πνευματική αναγέννηση, είναι η Σχολή της Δημητσάνας. Σ' αυτήν σπούδασαν δεκάδες διαπρεπείς ιεράρχες, μεταξύ των οποίων και ο Δημητσανίτης Ανανίας Λαμπάρδης, ιδρυτής των δύο πρώτων μπαρουτόμυλων και ένας από τους κύριους υποκινητές της εξέγερσης του 1770, κατά την οποία και πάλι οι ελπίδες των ραγιάδων για τον «Μόσκοβο» που επρόκειτο να «φέρει το σεφέρι Μοριά και Ρούμελη» διαψεύσθηκαν οικτρότατα. Η αποχώρηση των Ορλώφ άφησε τους Ελληνες επαναστάτες ανυπεράσπιστους στην εκδικητική μανία των Τούρκων και των 10.000 Αλβανών που είχαν κληθεί να συνδράμουν στην επιχείρηση καταστολής της εξέγερσης. Επειδή, όμως, η δράση των τελευταίων είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη και για τους Τούρκους, αυτοί, το 1779, αναγκάζονται να προσφύγουν στη βοήθεια των Ελλήνων αρματολών, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχει ο πατέρας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Κωνσταντίνος. Η σχέση φιλίας, βέβαια, ανάμεσα στους Τούρκους και τους αρματολούς δεν υπήρξε σταθερή, κυρίως γιατί στηριζόταν πάνω στη σαθρή βάση των συγκεκριμένων συγκυριών. Ετσι, ένα χρόνο μετά, ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώτης Βενετσανάκος πολιορκούνται από τους Τούρκους στον πύργο της Καστάνιτσας και βρίσκουν μαρτυρικό θάνατο. Το 1785, πάντως, ο Μόρα - Βαλεσής αναγνωρίζει τον αρματολισμό ως επίσημη αρχή και στην ομοσπονδία των αρματολών, που επικεφαλής της είναι ο Μπαρμπατσιώτης Ζαχαριάς, συμμετέχουν πολλοί δραστήριοι Αρκάδες καπετάνιοι. Η εικοσαετής περίπου ισχύς του «περίεργου» αυτού καθεστώτος (καταργείται το 1803) προσέφερε στους Ελληνες πολύτιμη εμπειρία και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους σε σημείο ώστε να πάψουν να προσμένουν την έξωθεν βοήθεια και να αρχίσουν την προετοιμασία της Επανάστασης του 1821 στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις.
   Η συμβολή των Αρκάδων στην οργάνωση και στελέχωση της «Φιλικής Εταιρείας» ήταν και πολυπρόσωπη και αποφασιστικού χαρακτήρα. Το ίδιο λαμπρή είναι και η συμμετοχή τους στον αγώνα που κατάφερε να αποσείσει το ζυγό της δουλείας. Ατελείωτοι είναι οι κατάλογοι των Αρκάδων αγωνιστών αλλά και των Αρκαδικών τόπων όπου σημειώθηκαν συγκρούσεις καθοριστικής σημασίας για την τελική έκβαση. Η Τριπολιτσά ιδιαίτερα, μπορεί άνετα να καυχηθεί ότι αποτέλεσε την κρηπίδα πάνω στην οποία χτίστηκε το οικοδόμημα του νεοελληνικού κράτους. Η έστω και περιληπτική εξιστόρηση των γεγονότων αυτής της περιόδου που έχουν σημείο αναφοράς τους Αρκάδες αγωνιστές και τη γη της Αρκαδίας θα μετέτρεπε την «ιστοσελίδα» αυτή σε ογκώδη τόπο του διαδικτύου. Επειδή θεωρούμε κιόλας, ότι πρόκειται για πρόσωπα και γεγονότα γνωστά τοις πάσι, σταματούμε εδώ την αναφορά σ' αυτήν την περίοδο, και επιχειρούμε εντέλει μια σύντομη καταγραφή των δεδομένων που σκιαγραφούν τη φυσιογνωμία της Αρκαδίας κατά τους δύο σχεδόν αιώνες του ελεύθερου βίου.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Ελεύθερος Βίος

  Το μικρό σε έκταση Ελληνικό Κράτος του 1830 για να μπορέσει να επιβιώσει και να επεκταθεί, θα έπρεπε να αποδείξει κατ' αρχήν ότι διέθετε περγαμηνές γνήσιες, πως ήταν δηλαδή νόμιμος κληρονόμος των Αρχαίων Ελλήνων.
   Θα αρκούσε μόνο η παράθεση πάμπολλων στοιχείων από την Αρκαδική πολιτισμική παράδοση για να αποστομωθούν οι αμφιβάλλοντες. Ισως μάλιστα, η Αρκαδία να είναι η μοναδική περιοχή της Ελλάδος που η αναφορά και μόνο του ονόματος της έκανε τους Ευρωπαίους να διανύουν εν ριπή οφθαλμού την τεράστια διαδρομή από την αρχαιότητα ως τους νεότερους χρόνους, αφού συνδυάζοντας τους στοίχους του Βιργίλιου με την ανάγκη να βρουν στέγη για τον νέο ρομαντισμό τους, στην Αρκαδία βρήκαν «καλύβην και παγάν λαλέουσαν» και είπαν την Ακαδημία τους Αρκαδική και επέλεξαν τον αυλό του Πάνα ως σύμβολό τους.
   Εκφραστής αυτού του κλίματος ο Τζιοβάννι Φραντσέσκο Μπαρμπιέρι στις αρχές του 17ου αιώνα θα χαράξει στον πίνακά του το «Et in Arcadia ego», το οποίο θα επαναλάβει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σωρεία καλλιτεχνών στη Δύση. Το όνομα της Αρκαδίας, έκτοτε, έχει καταστεί συνώνυμο ενός -ουτοπιστικού έστω- παραδείσου, όπου δεν κάνουν την εμφάνισή τους τα δεινά του πολιτισμού και συχνά, ως εκ τούτου, πυροδοτεί την έμπνευση. Τελευταίο δείγμα οι στίχοι του Ιρλανδού νομπελίστα Σέιμους Χίνι από τα «Αλφάβητα» (εκδόσεις «Ιστός»):
...Και σαν διαβήκαμε τα σύνορα
Του Αργους προς την Αρκαδία, κι ακόμη πιο βαθιά
Μέσα στην Αρκαδία, ένα φορτίο
Μήλα ξεχύθηκε στο δρόμο
Κι έτσι γι' απόσταση πολλή τα λάστιχα τα τσάκιζαν και τα συνέθλιβαν
Ομως εμείς απτόητοι, να μας χτυπούν οι σάρκες κι οι χυμοί,
Κι εμείς να το χαιρόμαστε.
Κι έπειτα ήταν ο βοσκός
Με τα κατσίκια του μπροστά στο βενζινάδικο,
Να επιζεί των Εκλογών* και της μετάφρασης.
    *«Εκλογές» ή «Βουκολικά» ποιητική συλλογή του Βιργιλίου (70-19 π.Χ. )
  Οι γέφυρες με το απώτατο παρελθόν στήνονται στην Αρκαδία με ποικίλους τρόπους. Δεν είναι μόνο το φυσικό περιβάλλον, που ευτυχώς δε γεύτηκε πολύ τις επελάσεις της ισοπεδωτικής τουριστικής «αξιοποίησης», είναι και κάποια νήματα που σαν επιβάλλουν να τα ακολουθήσεις και διανύοντάς τα συναντάς ευχάριστες εκπλήξεις. Δεν είναι, αίφνης, περίεργο ότι την εξιστόρηση του Μεγαλοπολίτη Πολύβιου συνεχίζει ο πρώτος νεοέλληνας ιστορικός Παπαρρηγόπουλος, Αρκάς κι αυτός: Ή το άλλο, τον «έσχατο των Ελλήνων» Αρκάδα Φιλοποίμενα να «αντιγράφει» σχεδόν, στο πολεμικό πεδίο ο «πρώτος των Ελλήνων» Κολοκοτρώνης; (Η προσωπικότητα, μάλιστα, και η δράση των δύο αυτών ανδρών έχει τόσα κοινά σημεία, ώστε θα απάρτιζαν ένα ιδεώδες δίδυμο για όποιον ήθελε να μιμηθεί τους «Παραλλήλους Βίους» του Πλούταρχου...)
   «Παράλληλοι Βίοι» μπορούν να εντοπιστούν και στα βασικά χαρακτηριστικά των Αρκάδων τότε και τώρα. Ο Ομηρος, όπως σημειώθηκε ήδη, θεωρεί βασικό χαρακτηριστικό των Αρκάδων την πολεμική τους ανδρεία. Ο Σουίδας το επιβεβαιώνει: «Αρκάδες μαχιμώτατοι Ελλήνων». Και η νεότερη ιστορία καταθέτει τρανταχτά παραδείγματα Αρκάδων αγωνιστών σε όλους τους αγώνες. Από το '21 μέχρι την Εθνική Αντίσταση. Στο τέλος του μακρού καταλόγου το όνομα του Γρηγόρη Λαμπράκη από την Κερασίτσα...
  Αλλο στοιχείο με διαρκή παρουσία σ' όλη την ιστορική πορεία της Αρκαδίας είναι εκείνο που ο Στράβων είχε επισημάνει γράφοντας μεταξύ άλλων πως οι Αρκάδες είναι «έθνος σφόδρα πλανητικόν». Ετσι, τις αρχαίες αρκαδικές εγκαταστάσεις σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο έχουν διαδεχθεί σήμερα οι νέες «αποικίες» των Αρκάδων που μπορείς να τις συναντήσεις στις πιο απίθανες γωνιές του κόσμου. Μετανάστες και κατοικούντες στη γενέθλια γη έχουν κοινά κυρίως δύο πράγματα: την παθολογική αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα τους και «το μικρόβιο» της πολιτικής. Στο δεύτερο, μάλιστα, πεδίο κανένας δε μπορεί να τους συναγωνιστεί. Απόδειξη ότι αρκετοί Αρκάδες έχουν χρηματίσει πρωθυπουργοί ή Πρόεδροι Δημοκρατίας και ότι πολλοί από τους σημερινούς πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής έχουν αρκαδικές ρίζες, σε σημείο ώστε συχνά να ακούγεται η φράση ότι η Ελλάδα κυβερνάται από την Αρκαδία! Θα ήταν παράλειψη, ωστόσο, αν δεν σημειώναμε ότι δεν υπάρχει τομέας στον οποίο να μην πρωταγωνίστησαν οι Αρκάδες. Η φτωχή γη της Αρκαδίας φαίνεται ότι παράγει εξαιρετικούς καρπούς, τους οποίους γεννά το εφευρετικό πνεύμα και ο πλούσιος σε συναισθήματα ψυχικός κόσμος των κατοίκων της. Γι' αυτό ξεφυλλίζοντας την ιστορία της, παλιότερη και νεότερη, θα συναντήσεις πάμπολλους Αρκάδες πνευματικούς ανθρώπους με έργο πανελλήνιας ακτινοβολίας και καλλιτέχνες ευαίσθητους και καινοτόμους. Γι' αυτό σε κάθε βήμα σου στην Αρκαδία θα αντικρίσεις τα έργα ευποιίας των οικονομικά εύρωστων Αρκάδων που απαρτίζουν μια ολόκληρη στρατιά μεγάλων ευεργετών όχι μόνο της Αρκαδίας αλλά και ολόκληρου του Έθνους.

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Επίλογος

  Αυτές οι γραμμές προσπάθησαν να χαράξουν ένα γενικό περίγραμμα της ιστορικής πορείας της Αρκαδίας. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί, ότι η ψαύση των γραμμών του προσώπου ενός τόπου δεν επιτυγχάνεται με γενικές αναφορές και ψυχρές χρονολογίες. Μόνο αν μελετήσει, λοιπόν, κάποιος σε βάθος την ιστορία της Αρκαδίας θα δει να πλημμυρίζουν οι αισθήσεις του από πρωτόγνωρες οσμές, γεύσεις, εικόνες και μελωδίες.
   Εκείνοι ωστόσο, που περνούν σήμερα από τους οφιοειδείς δρόμους της, «κορμιά μόνο», πατώντας βιαστικά το γκάζι των χιλιομέτρων, εισπράττουν αμέσως μια πλευρά της, οδυνηρή αλλά υπαρκτή: έρημα, μισογκρεμισμένα σπίτια, χωρίς καπνόν αναθρώσκοντα και προαύλια σχολείων χωρίς κελαδισμούς παιδιών. Εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση νέκρωσε τα ανθηρά, πάλαι ποτέ, χωριά της αρκαδικής ενδοχώρας. Εκεί, είν' αλήθεια, ο πληθυσμός αυξανόταν κατά τις περιόδους των πολέμων και τώρα -στην περίοδο της παρατεταμένης ειρήνης που, ευτυχώς, ζούμε- φαίνεται πως εκπλήρωσαν την αποστολή τους ως καταφύγια του φόβου και της ελπίδας. Μήπως, όμως, στα φθίνοντα χωριά της ορεινής Αρκαδίας βρίσκονται κρυμμένα, στα παλιά σεντούκια πάλι, τα όπλα της αντίστασης κατά της νέας δουλείας; (Σ' αυτή τη δουλεία αναφερόμαστε που περιφέρεται φτιασιδωμένη στις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων και χειροκροτείται καθώς επιδεικνύει με φιλαρέσκεια τις χρυσές αλυσίδες της...)

Κείμενο: Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Ιστορική διαδρομή

ΗΡΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Αρχαίοι Χρόνοι
  Η Ηραία ήταν μεγίστης σημασίας λόγω της θέσης της, στο δρόμο προς την ΄Ιλιδα, την ενδότερη Αρκαδία και την Αργολίδα. ΄Ηταν η πρώτη Αρκαδική πόλη που έκοψε νομίσματα στο β΄ μισό του 6ου π.Χ. αιώνα με τη κεφαλή της ΄Ηρας. ΄Ηταν δεύτερα σε κυκλοφορία μετά τα κορινθιακά. Μετά το 425 π.Χ. αρχίζει η κοπή νομισμάτων όχι πλέον με τη κεφαλή της ΄Ηρας, αλλά της ΄Αρτεμης, της Αθηνάς, του Πάνα, θεότητες που λατρεύονταν σ΄όλη την Αρκαδία. Ακόμη η Ηραία έκοψε και χάλκινα νομίσματα με τον τύπο της Αχαϊκής Συμπολιτείας αφού το 234 π.Χ. προσχώρησε σ΄ αυτήν και επίσης χάλκινα αυτοκρατορικά επί Σεπτιμίου Σεβήρου και Καρακάλα με την επιγραφή Ηραίων και Τύχην - ΄Ηλιον - Αλφειόν. Την οικονομική της κατάσταση μαρτυρούν και τα νομίσματα που βρέθηκαν στην Ολυμπία. Από τα νομίσματα παρακολουθούμε την πρώτη ιστορία της πόλης. Οι Ηραιάτες ήταν ήδη μέλη της αρκαδικής συμμαχίας του 5ου αιώνα π.Χ. Από τους καταλόγους των Ολυμπιονικών μαθαίνουμε για το ρόλο τους. Προκύπτει πάντως ότι μέλη μιας Ηραιάτικης οικογένειας πέτυχαν υψηλές επιδόσεις για τρεις συνεχείς γενιές. Ο Δημάρετος ο Ηραιεύς το 520 και το 516 π.Χ. πρώτευσε στην οπλιτοδρομία, ο γιός του Θεόπομπος νίκησε δύο(2) φορές στο πένταθλο, ενώ ο εγγονός του επίσης Θεόπομπος πρώτευσε δύο(2) φορές στη πυγμαχία. Οι πηγές αναφέρουν τρεις(3) ακόμη ολυμπιακές νίκες Ηραιατών και έτσι η Ηραία παίρνει δικαιωματικά ιδιαίτερη θέση στην Ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι πηγές αναφέρουν πως ο στρατός της Ηραίας πολέμησε στη μάχη της Μαντινείας (468 π.Χ.) στο πλευρό των Σπαρτιατών. Αργότερα, το 369 π.Χ. οι Αρκάδες πυρπόλησαν την περιοχή της Ηραίας για τη συμμαχία της με τη Σπάρτη, η οποία συνεχίστηκε και μετά τη μάχη των Λεύκτρων. Στο τέλος βέβαια οι Ηραιάτες αναγκάστηκαν να ταχθούν με το μέρος της Αρκαδικής Ομοσπονδίας. Η Ηραία το 240 π.Χ. προσκολήθηκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και στη ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε κυριεύθηκε το 227 π.Χ. από τον Κλεομένη και το 222/221 από τον Αντίγονο Δώσωνα. Το 218 την κατέλαβε ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Μια επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. από την Ολυμπία αναφέρει φιλονικίες με τη γειτονική πόλη Αλίφειρα. Το όνομα της πόλης της Ηραίας απαντά επίσης στο Δίωνα από τη Προύσα (1ου - 2ου αιώνα μ.Χ.) Η πόλη γνώρισε νέα ακμή στη εποχή του Σεβήρου και του Καρακάλα. Τελευταία αναφορά της Αρχαίας Ηραίας γίνεται από το Πτολεμαίο. Μετά τη κατάλυση του αρχαίου Ελληνικού Κόσμου η πόλη της Ηραίας καταστράφηκε και ερειπώθηκε. Το Μεσαίωνα η πόλη σχεδόν εξαφανίζεται. Ο Παυσανίας τοποθετεί την πόλη σε απόσταση 15 στάδια ανατολικά του Ποταμού Λάδωνα και στη δεξιά όχθη του ποταμού Αλφειού. Η πόλη απλωνόταν και στη κοιλάδα του ποταμού. Αναφέρει ότι υπάρχουν εγκαταστάσεις περιπάτων με μυρσίνες, δέντρα και επίσης λουτρά. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στα Θρησκευτικά οικοδομήματα της πόλης. Τονίζει πως στην Ηραία υπήρχαν δύο(2) ναοί του Διονύσου με την επωνυμία Πολίτης και Αυξίτης και λατρευτικό συγκρότημα όπου τελούνταν οργιαστικές τελετές προς τιμήν του Διονύσου. Αναφέρει επίσης ναούς αφιερωμένους στον Πάνα και την Ήρα. ΄Ολων αυτών των ναών οι θέσεις δεν έχουν προσδιοριστεί με ακρίβεια από την αρχαιολογική σκαπάνη. Στα χρόνια του Παυσανία (2ον αιώνα μ.Χ.) η πόλη και ο ναός της ΄Ηρας, που σωζόταν σε ερείπια, θεωρούνταν ότι ιδρύθηκε από τον επώνυμο ήρωα Ηραιέα (γιό του Λυκάονος). Πάντως το αρχαιότερο νόμισμα που κόπηκε στην Ηραία, μεταξύ 510 π.Χ. - 470 π.Χ. και που παριστάνει γυναικεία κεφαλή που φέρει διάδημα και καλύπτεται από πέπλο, αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στην ΄Ηρα από την οποία το πιθανότερο πήρε το όνομά της η πόλη. Νομισματικές μαρτυρίες μας επιτρέπουν επίσης να εικάσουμε ότι στην Ηραία λατρευόταν και η Αθηνά, η ΄Αρτεμης και η Τύχη.
Νεότεροι χρόνοι
  Στηριζόμενοι στις φιλολογικές μαρτυρίες περιηγητές του 19ου αιώνα, εντόπισαν τη θέση της αρχαίας πόλης της Ηραίας στη δεξιά όχθη του Αλφειού ποταμού, νοτιοδυτικά του σημερινού χωριού ΄Αγιος Ιωάννης. Συγκεκριμένα επισημάνθηκαν υπολείμματα τοίχων, λείψανα ίσως ρωμαϊκών λουτρών και μέσα στην εκκλησία του χωριού κομμάτια κιόνων. Το Φθινόπωρο του 1930 ο αρχαιολόγος Αλέξ. Φιλαδελφεύς διεξήγαγε περιορισμένης κλίμακας αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή της Ηραίας. Αποκάλυψε κτήρια που περιείχαν δύο(2) ρωμαϊκά ψηφιδωτά, μία(1) αίθουσα με υπόκουστο, τα ερείπια ενός τετράγωνου οικοδομήματος (4,20 Χ 4,20) στη θέση "Παλιοεκκλησιά" που το ταύτισε μ΄ έναν από τους ναούς που αναφέρει ο Παυσανίας. Στους πρόποδες του λόφου Ανεμοδούρα, στη θέση "Βαμβακιά" αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια μιας "δημόσιας κρήνης" ή ενός "Νυμφαίου", που ο Φιλαδελφεύς το θεώρησε κατοικία του Πάνα και των Νυμφών. Στην Εκκλησιά του χωριού (΄Αγιος Ιωάννης) σώζονται ακόμη και σήμερα κομμάτια κιόνων από ασβεστόλιθο.
Κείμενο: Νίκος Ι. Κωστάρας

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ηραίας


ΚΥΝΟΥΡΙΑ (Επαρχία) ΑΡΚΑΔΙΑ
Aπό τη Nεολιθική εποχή στα αρχαϊκά χρόνια
   H σημερινή επαρχία Kυνουρίας δεν είναι ακριβώς ίδια με την αρχαία, δεν παρουσιάζει όμως και πολύ μεγάλες διαφορές απ' αυτήν. Πιθανολογείται ότι η περιοχή γνώρισε την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα από τη Nεολιθική εποχή και στη συνέχεια την Πρωτοελλαδική, οπότε πρέπει να εγκαταστάθηκαν στην Kυνουρία προελληνικά φύλα. Tην Πρωτοελλαδική περίοδο (2800 - 2000 π.X.) έκαναν την εμφάνισή τους στην Eλλάδα οι Πρωτοέλληνες Δαναοί οι οποίοι, αφού διέσχισαν το Aιγαίο, εγκαταστάθηκαν στην Aργολίδα. H BA περιοχή της Kυνουρίας, η Θυρεάτιδα, πρέπει να έχει άμεση σχέση με τους Δαναούς. O Πλούταρχος μας δίνει την πληροφορία ότι ο Δαναός πριν φτάσει στην Aργολίδα εγκαταστάθηκε και κατοίκησε σε ένα παραλιακό μέρος της Θυρέας, τα Πυράμια. O Παυσανίας μας μεταφέρει την πληροφορία ότι ο Δαναός πριν περάσει στην Aργολίδα αποβιβάστηκε στους Aπόβαθμους. Συνεπώς οι Δαναοί πριν εγκατασταθούν στην Aργολίδα, σύμφωνα με τους παραπάνω συγγραφείς, κατοίκησαν σε κάποια παραθαλάσσια περιοχή της Θυρεάτιδας γης, τα Πυράμια ή Aπόβαθμους. Tη Mεσοελλαδική περίοδο (2000-1980 π.X.)και συγκεκριμένα από το 1900 π.X. και μετά, στην Eλλάδα έφτασαν οι Ίωνες. Ένα παρακλάδι των Iώνων ήταν και οι Kυνούριοι οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Kυνουρίας και της έδωσαν και το όνομά τους.
   H λέξη Kυνουρία, σύμφωνα με την άποψη του K. Pωμαίου, είναι βραχύτερος τύπος της λέξης κυνόσουρα (κυνός ουρά) και σημαίνει κάθε λογής ακρώρεια, παραλία, τόπος χέρσος, σκόπελος. H παράδοση όμως των Aργείων αποδίδει το όνομα της επαρχίας στο γιο του Περσέα Kύνουρο που ήταν ο γενάρχης και οικιστής της. H Kυνουρία, περιοχή μεθόρια ανάμεσα στο Αργος και τη Σπάρτη, έγινε θέατρο πολλών συγκρούσεων μεταξύ των δύο Πελοποννησιακών Πόλεων - Kρατών για χίλια περίπου χρόνια λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της θέσης. Στο τέλος του 11ου αιώνα π.X. οι Σπαρτιάτες, όταν βασιλιάς τους ήταν ο Eχέστρατος, εισέβαλαν στην Kυνουρία με το πρόσχημα της τιμωρίας ληστών που, με ορμητήριο την περιοχή, προξενούσαν καταστροφές στους συγγενείς τους Aργείους. Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, έγινε πόλεμος, γιατί η εισβολή συνάντησε την αντίδραση των Kυνουρίων. Oι Σπαρτιάτες κατάφεραν να ξεσπιτώσουν όλους τους Kυνουριείς που είχαν ηλικία στρατεύσιμη και βέβαια ως ισχυρότεροι επικράτησαν.
   Oι Aργείοι με την εισβολή του Eχέστρατου έχασαν την Kυνουρία, δεν έπαψαν όμως να τη θεωρούν αργολική γη, γι' αυτό έκαναν κινήσεις για να την ανακτήσουν. Oι Λακεδαιμόνιοι, όταν βασιλείς τους ήταν ο Λαβώτας και ο Πρύτανις, λίγα χρόνια μετά την επιδρομή του Eχέστρατου, στα τέλη πάντα του 11ου αιώνα π.X. συγκρούστηκαν για πρώτη φορά με τους Aργείους. Aπ' ότι φαίνεται κανένας από τους αντιπάλους δεν βγήκε νικητής. H σύγκρουση αυτή όμως σήμανε την έναρξη μεγάλου μίσους και ατέλειωτων πολέμων μεταξύ Σπάρτης και Αργους. Tο 720 π.X., όταν βασιλιάς της Σπάρτης ήταν ο Θεόπομπος, έχουμε καινούργια σύγκρουση μεταξύ των Λακεδαιμονίων και των Aργείων. Tο αποτέλεσμα αυτής της μάχης, η οποία σύμφωνα με τον ιστορικό Eυσέβιο διεξήχθη στη Θυρέα, δεν μας είναι γνωστό. Φαίνεται όμως ότι η κατάσταση δεν άλλαξε και η Θυρεάτιδα ήταν μεν ανεξάρτητη αλλά ζούσε μόνιμα κάτω από την απειλή μιας νέας σύγκρουσης.
   H νέα ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ Λακεδαιμονίων και Aργείων, η τρίτη στη σειρά, έγινε το 669 π.X. κοντά στις Yσιές, μικρή πόλη της Aργολίδας στο δρόμο που οδηγούσε από την Aργολίδα στην Aρκαδία. O βασιλιάς των Aργείων Φείδων οδήγησε για πρώτη φορά τους Aργείους σε νίκη που τώρα γίνονται κυρίαρχοι της Kυνουρίας για εκατό τουλάχιστον χρόνια.
   H σημαντικότερη όμως μάχη μεταξύ Λακεδαιμονίων και Aργείων για την κυριαρχία στην Kυνουρία έγινε το 546 π.X. Eίναι η περίφημη μάχη της Θυρέας ή αλλιώς η "μάχη των 600 λογάδων". O Hρόδοτος αφηγείται με λεπτομέρειες τα περιστατικά της μάχης εκείνης ηθογραφώντας και τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και τα πολεμικά ηρωικά έθιμα της εποχής. Oι δύο στρατοί επέλεξαν από 300 λογάδες (διαλεκτούς άνδρες), οι οποίοι είχε συμφωνηθεί να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων και να περιέλθει η περιοχή στο νικητή. O πολύς στρατός των δύο αντιπάλων συμφώνησαν να φύγει και να πάει στη χώρα του. Ετσι οι δυο στρατοί σηκώθηκαν κι έφυγαν, ενώ οι διαλεχτοί τους και από τις δυο πλευρές άρχισαν να πολεμούν. H μάχη κρατούσε και οι δυο αντίπαλοι έβγαιναν ισόπαλοι. Aπό τους 600 άνδρες έμειναν μόνο τρεις, δύο Aργείοι και ο Λακεδαιμόνιος Oθρυάδης, που ήταν τραυματισμένος. Oι δυο Aργείοι σαν νικητές έτρεξαν στο Αργος για να αναγγείλουν στους αρχηγούς τους το χαρμόσυνο γεγονός. O Oθρυάδης καίτοι τραυματίας, σκύλευσε τους νεκρούς των Aργείων, έσυρε τα όπλα τους στο δικό του στρατόπεδο κι έμεινε στη θέση του. Οταν ξημέρωσε η άλλη μέρα, ήρθαν οι δυο στρατοί να μάθουν το αποτέλεσμα. Στην αρχή επέμενε ο καθένας για λογαριασμό του πως είναι αυτός ο νικητής. Tελικά, αφού υπήρξε διχογνωμία, οι δυο στρατοί συγκρούστηκαν εκ νέου. Nικήτρια αναδείχτηκε η Σπάρτη που κέρδισε και την Kυνουριακή γη.
   H επικυριαρχία της Σπάρτης στην Kυνουρία κράτησε μέχρι τη μάχη της Xαιρώνειας και, στο Πανελλήνιο συνέδριο που έγινε στον Iσθμό της Kορίνθου υπό την προεδρία του Φιλίππου του B', η Kυνουρία δόθηκε στους Aργείους.
H Kυνουρία στον Πελοποννησιακό Πόλεμο
   Tα σημαντικότερα γεγονότα που αφορούν την Kυνουρία κατά τη διάρκεια του Πελλοποννησιακού πολέμου είναι τα ακόλουθα: Tο 431 π.X. κατά το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Aθηναίοι πήραν εξοντωτικές για την Aίγινα αποφάσεις γιατί θεωρούσαν ότι οι Aιγινήτες είχαν μεγάλη ευθύνη για την κήρυξη του πολέμου. Eκτόπισαν λοιπόν τους Aιγινήτες άνδρες, γυναίκες, παιδιά από το νησί τους και οι σύμμαχοί τους Λακεδαιμόνιοι τους εγκατέστησαν στη Θυρεατική γη. Tο 430 π.X. ο Aθηναϊκός στόλος για να προκαλέσει αντιπερισπασμό στους Λακεδαιμόνιους που πολιορκούσαν στενά την Aθήνα, κάνει επιδρομές στις παραλιακές πόλεις της Σπαρτιατικής Συμμαχίας. Eπικεφαλής της δύναμης των Aθηναίων είναι ο ίδιος ο Περικλής με 130 τριήρεις, 4000 οπλίτες και 300 ιππείς. Aνάμεσα στις καταστροφές και τις λεηλασίες των παράκτιων πόλεων της Σπαρτιατικής Συμμαχίας είναι και η καταστροφή του φρουρίου των Πρασιών, της πόλης που ήταν χτισμένη κοντά στο Λεωνίδιο πάνω από το σημερινό λιμάνι της Πλάκας.
   Tο 424 π.X. κατά το όγδοο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, οκτώ χρόνια μετά την εγκατάσταση των Aιγινητών στη Θυρέα, οι Aθηναίοι με επικεφαλής τον Nικία κάνουν επίθεση εναντίον των Aιγινητών. Oι Aθηναίοι έκαψαν, σύμφωνα με το Θουκυδίδη, συθέμελη την πολιτεία της Θυρέας και πήραν με τη βία ό,τι βρίσκονταν στην πόλη. Όσους Aιγινήτες δε σκοτώθηκαν στη μάχη που έγινε σώμα με σώμα, τους πήρανε μαζί τους για να τους σκοτώσουν αργότερα όλους εξαιτίας της έχθρας που είχαν εναντίον τους από παλιά.
Το παραπάνω κείμενο έχει ληφθεί από την ειδική έκδοση "Τουριστικός Οδηγός Κυνουρίας" του Συλόγου ιδιοκτητών ξενοδοχείων και τουριστικών καταλυμμάτων Κυνουρίας<

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Ιστορία της Μαντινείας

ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
  Η ιστορική ζωή της περιοχής της Μαντινείας ευνοήθηκε από την ιστορική διαμόρφωση του εδάφους του όλου χώρου από την αρχαιότητα ακόμα. Η φυσική αυτή διευθέτηση της γης (φυσικοί φραγμοί) ιστορικά επέδρασε επί του διαχωρισμού της ιδιοκτησίας και επί των ηθών. Αγρια η ιδιοσυγκρασία των κατοίκων εμπόδισε την υποταγή στις γνωστές, για τους υπόλοιπους Έλληνες πολιτικές μορφές και διατήρησε ένα ανόθευτο, γνήσιο, με έντονο και μοναδικό χρώμα πνευματικό παρελθόν. Η Μαντινεία ήταν γνωστή κατά τα χρόνια της προϊστορίας και ο Όμηρος την αναφέρει σαν "πολυάμπελος χώρα". Πρώτος βασιλιάς της περιοχής ο Πελασγός και η χώρα ονομάστηκε Πελασγία. Αργότερα ενώθηκαν σε πόλεις της Αρκαδίας, οι σημαντικότερες ήσαν: η Τεγέα, ο Ορχομενός, ο Φενεός και η Μαντινεία.
Η   ένδοξη αυτή αρκαδική πόλη που στις Περιηγήσεις του ο Παυσανίας επιδεικνύει τον πλούτο της, σε θρησκευτικό βίο, σε έργα τέχνης, σε πνευματική κίνηση, κτίστηκε αρχικά στο λόφο "Γκορτσούλι" από τον Μαντινέα έναν από τους τριάντα γιούς του Λυκάωνα (γιό του Πελασγού). Κατά τον Παυσανία αποτελούνταν από πέντε χωριά: Μελάγγεια, Νεστάνη, Μαιρά, Ελισφάσιοι και Πετρόσακα και περιελάμβαναν: η πρώτη το λόφο Αγχισία, η δεύτερη την περιοχή με κέντρο το ιερό του Ιππίου Ποσειδώνα, η τρίτη την περιοχή του σημερινού Κάψια με τις ορεινές περιοχές μέχρι το Μεθύδριο, η τέταρτη στις περιοχές της Νεστάνης και η πέμπτη την περιοχή προς το όρος Μαίναλο. Οι κάτοικοι ήταν διασκορπισμένοι σε πέντε Δήμους με κέντρο την "Πτόλι".
Οι επιδρομές ανάγκασαν τους κατοίκους να συνενωθούν υπό την ηγεσία της Αντινόης, κόρη του Κηφέα (γιου του βασιλιά της Τεγέας Αλέου) και να εγκατασταθούν στην πεδιάδα εκεί που βρίσκονται σήμερα τα ερείπια της αρχαίας πόλης (σημερινή Παλαιόπολη). Κατά τη μυθολογία η Αντινόη επέλεξε το χώρο ακολουθώντας ένα φίδι , για αυτό ονομάστηκε ο ποταμός που περιβάλλει την πόλη "Όφις ποταμός".
  Στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου αν και πολλές φορές βάδισε εναντίον της η ισχυρή Σπάρτη που επιβουλεύονταν την ύπαρξή της επιβίωσε και γνώρισε νέα ακμή. Συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία της Αρκαδικής Συμπολιτείας. Λόγω προστριβών αποχώρησε και συμμάχησε με τη Σπάρτη. Τότε βάδισε εναντίον της η Θήβα με τους συμμάχους της το 362 π.Χ. στη μάχη της Μαντινείας. Οι Θηβαίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες αλλά σκοτώθηκε ο αρχηγός τους Επαμεινώνδας, μεγάλος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης. Ο Επαμεινώνδας έχει θαφτεί στην περιοχή και ο τάφος δεν έχει βρεθεί .
  Στην περιοχή της αρχαίας Νέστανης λατρεύονταν ιδιαίτερα ο Ίππιος Ποσειδώνας θεός χθόνιος και η Δήμητρα θεά της βλάστησης και της καρποφορίας.
Οι Φράγκοι κυρίευσαν την περιοχή το 1205 και τη χώρισαν σε πέντε επαρχίες (βαρονίες). Ίδρυσαν αρκετά φρούρια για την ασφάλειά τους. Σημαντικότερο ήταν αυτό του υψώματος Γουλά πάνω από την Νεστάνη. Το 1330 οι Βυζαντινοί με τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο ανέκτησαν από τους Φράγκους ολόκληρη την Αρκαδία. Το 1458 κυρίευσαν την περιοχή οι Τούρκοι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μαντινείας


Από την ιστορία του τόπου

ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗ (Πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
  Νοτιοδυτικά του Νομού Αρκαδίας και στο κέντρο της Πελοποννήσου βρίσκεται 200χιλ. από την Αθήνα και 35 χλμ. από την Τρίπολη, ο Δήμος Μεγαλόπολης. Πρωτεύουσα του Δήμου είναι η ομώνυμη πόλη της Μεγαλόπολης, που είναι κτισμένη στο κέντρο λεκανοπεδίου, κοντά στον ποταμό Ελισσώνα, παραπόταμο του Αλφειού και κοντά στα ερείπια της Μεγάλης Πόλεως.
  Στην προϊστορική εποχή, το λεκανοπέδιο Μεγαλόπολης ήταν λίμνη, που κατά την Πλειστόκαινο περίοδο μετατράπηκε σε έλος. Την λίμνη περιέβαλλαν δάση, στα οποία κατοικούσε χαρακτηριστική πανίδα θηλαστικών, όπως γιγάντιοι ελέφαντες, ρινόκεροι, ιπποπόταμοι, βοοειδή, τα οποία είχαν μεταναστεύσει από την Αφρική, που τότε ήταν ενωμένη με την Ευρώπη και την Ασία. Εξ αιτίας διαφόρων γεωλογικών μεταβολών, που συνέβησαν στο πέρασμα των αιώνων, τα νερά της λίμνης διάνοιξαν φαράγγι κοντά στην Καρύταινα, δημιούργησαν την κοίτη του ποταμού Αλφειού και παροχετεύτηκαν προς το Ιόνιο Πέλαγος, όπως συνεχίζεται έως σήμερα. Έτσι η λεκάνη της Μεγαλόπολης αποστραγγίστηκε πλήρως. Όμως στα χιλιάδες χρόνια ζωής της λίμνης, στο πυθμένα της θάφτηκαν ζώα, δένδρα, φυτά, καλύφθηκαν από διάφορες ουσίες, που κατέβαιναν από τα περιστοιχίζοντα τη λεκάνη βουνά, και έτσι τα μεν ζώα απολιθώθηκαν, τα δε φυτά και δένδρα ενανθρακώθηκαν και δημιούργησαν τους σημερινούς λιγνίτες της Μεγαλόπολης.
  Η ανθρώπινη δραστηριότητα έφερε και φέρνει μέχρι σήμερα στην επιφάνεια υπολείμματα του ζωικού κόσμου της λεκάνης της Μεγαλόπολης. Ο περιηγητής Παυσανίας στα "Αρκαδικά" του αναφέρει ότι στον ναό της Αγροτέρας Αρτέμιδας στην "Μεγάλη Πόλη", είχαν τοποθετηθεί οστά, που δεν ταιριάζουν σε ανθρώπινο σώμα, αλλά σε γίγαντες, θύματα της μεγάλης αναμέτρησης τους με τους θεούς που είχε γίνει στην περιοχή αυτή.
  Μετά από τις γεωλογικές αυτές μεταβολές, που η ελληνική μυθολογία θεοποίησε δημιουργώντας τις θεϊκές δυναστείες Ρέας - Κρόνου και Δία - Ήρας ο πλανήτης σαν ηρέμησε, παίρνοντας την εδαφολογική του διαμόρφωση, ανάμεσα σε άλλους τόπους στερεώθηκε και το Λύκαιο Όρος που δεσπόζει Βορειοδυτικά της Μεγαλόπολης. Το όρος αυτό που λεγόταν από τους Αρκάδες και Όλυμπος, ήταν το ιερότερο για τους Πελοποννήσιους, γιατί στην κορυφή του λατρευόταν ο Δίας, όπου εκεί στη θέση Κρητέα πρωτοείδε το φως ο ύπατος των θεών.
  Κανένας δεν μπορεί να πει πότε πρωτοκατοικήθηκε η περιοχή, γύρω από το Λύκαιο. Η παράδοση θέλει η περιοχή να κατοικείται ταυτόχρονα με την εμφάνιση των θεών και ότι οι κάτοικοι της περιοχής του Λυκαίου ήταν αυτόχθονες. Το γεγονός αυτό το μαρτυρούν όλοι οι Αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πολύβιος και ο γεωγράφος Στράβων, ενώ άλλοι συγγραφείς όπως ο Αριστοτέλης, Ησύχιος τους αποδίδουν τον χαρακτηρισμό "Προσέλληνες", διότι ενεφανίσθησαν πριν τη δημιουργία της Σελήνης.
  Είχαν την πεποίθηση, ότι κατάγονταν από τον Πελασγό, γενάρχη των ανθρώπων, και ενέπλεκαν την καταγωγή τους με την γέννηση των θεών και εκαλούντο Αρκάδες. Γιος του Πελασγού ήταν ο Λυκάων , ο πρώτος γνωστός βασιλιάς των Αρκάδων. Ο Λυκάων απέκτησε από διάφορες γυναίκες 50 γιους και δύο κόρες, την Δία και την Καλλιστώ. Ο Δίας πόθησε την Καλλιστώ και από την συνεύρεση τους γεννήθηκε ο Αρκάς και η περιοχή που μέχρι τότε ονομαζόταν Πελασγία, ονομάσθηκε από αυτόν, Αρκαδία. Ο Λυκάων αναδείχθηκε σε σπουδαίο βασιλιά, διότι από αυτόν οι Αρκάδες έμαθαν να κατασκευάζουν και πήραν τις τέχνες και τις μεθόδους. Θεωρείται ότι ο Λυκάων έκτισε το πρώτο οικιστικό κέντρο του κόσμου, την Λυκόσουρα, στην ανατολική πλευρά του Λυκαίου. Αυτή είναι και η πρώτη πρωτεύουσα της Αρκαδίας. Ο Λυκάων είναι αυτός που καθιέρωσε και την τη λατρεία του Λυκαίου Διός και έθεσε την πρώτη λατρευτική Γιορτή, τα Λύκαια.
  Μετά τον θάνατο του Λυκάονα βασιλιάς των Αρκάδων αναδείχθηκε ο γιος του Νύκτιμος. Οι υπόλοιποι γιοι του Λυκάονα αναφέρονται ως ιδρυτές και ήρωες πολλών πόλεων όχι μόνο στην Αρκαδία, αλλά και στον Ελλαδικό χώρο, στην Ιταλία, στην Κύπρο, στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας Θάλασσας. Το Νύκτιμο διαδέχθηκε ο γιος της Καλλιστούς, ο Αρκάς, ο οποίος μοίρασε με κλήρο την χώρα, στους τρεις γιούς του. Ο Αζάνας, που ήταν κυρίαρχος όλης της χώρας πήρε την βορειοδυτική Αρκαδία, ο Αφείδας έλαβε την περιοχή της Τεγέας και ο Έλατος πήρε την υπόλοιπη χώρα. Οι τρείς οίκοι διατήρησαν την ενότητα τους και την κοινή στάση απέναντι στους γείτονες τους. Αυτή η κοινή πολιτική καθώς και οι παναρκαδικές γιορτές που τελούνταν στο Λύκαιο όρος ρίζωσαν το συναίσθημα της ομογένειας, του φυλετικού δεσμού και πάνω σε αυτή την ενωτική ιδέα θεμελιώθηκε το Κοινόν των Αρκάδων που δημιουργήθηκε αργότερα.
   Ο γιος του Αζάνα, Κλείτωρ διαδέχεται στον πατέρα του και μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αρκαδίας από την Λυκόσουρα στην Κλειτορία. Ατεκνος ο Κλείτωρ, τον διαδέχεται ο τεγεάτης Αλεός, γιος του Αφείδα, ο οποίος και ορίζει πρωτεύουσα την Τεγέα. Όμως μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, και υπό τον φόβο μιας νέας καθόδου των Δωριέων οι Αρκάδες μεταφέρουν επί ημερών του βασιλέα Ιππόθου την πρωτεύουσα στην Τραπεζούντα, βορειοδυτικά της κοιλάδας του Αλφειού, πλησίον του Λυκαίου, η οποία κατάφερε να σημειώσει σχετική πρόοδο με την εκμετάλευση των παρόχθιων εδαφών.

  Η Μεγάλη Πόλις ή Μεγάλα Πόλις δωρικά, αναφάνηκε στην ιστορία, όταν ο αρχαίος ελληνικός κόσμος έγερνε προς την δύση του εξαντλημένος από τις έριδες και τους εμφυλίους πολέμους. Οι δημοκρατικές ελληνικές πόλεις, πρωτοστατούντος του Κοινού των Βοιωτών υπό τον Επαμεινώνδα, συντρίβουν την ολιγαρχική Σπάρτη το 371π.χ. στα Λεύκτρα. Έτσι αλλάζει ο πολιτικός χάρτης της Πελοποννήσου, αφού ελευθερώθηκαν οι Μεσσήνιοι και δημιουργήθηκε το Αρκαδικό Κοινόν. Οι Αρκάδες αποφάσισαν και ίδρυσαν, με την διενέργεια πανελλήνιου εράνου και την υλική και ηθική βοήθεια του Επαμεινώνδα, το 371 π.χ. τη Μεγάλη Πόλη στις δύο όχθες του Ελισσώνα ποταμού 2,5 μίλια πριν την συμβολή του με τον Αλφειό. Στη Μεγάλη Πόλη της Αρκαδίας, τον 3ο π.χ. πραγματώθηκε για πρώτη φορά ίσως στην παγκόσμια ιστορία , η σύσταση του πρώτου Κοινοβουλευτικού Ομόσπονδου Κράτους των Ελλήνων, απόδειξη του οποίου είναι το Θερσίλιο, το μεγαλύτερο βουλευτήριο του αρχαίου κόσμου.
  Από τον ποταμό η πόλη χωριζόταν σε δύο τμήματα. Στο βόρειο τμήμα ήταν η κυρίως πόλη που είχε τοπικό χαρακτήρα. Εδώ υπήρχε η αγορά μέσα στην οποία ήταν ο ναός του Λυκαίου Διός και άγαλμα χάλκινο του Επικούρειου Απόλλωνα, ύψους 12 περίπου μέτρων. Βόρεια της αγοράς ήταν η Στοά του Φιλίππου, λαμπρό οικοδόμημα, με διπλή σειρά κιόνων, από 25 κίονες η καθεμιά. Στο νότιο τμήμα υπήρχαν τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα οικοδομήματα και παρουσίαζε χαρακτήρα Παναρκαδικής πόλης. Στο τμήμα αυτό βρισκόταν το αρχαίο θέατρο, το θερσίλειο ή βουλευτήριο, το Ιερό του Απόλλωνος, της Αφροδίτης, της Αγροτέρας Αρτέμιδας, του Ασκληπιού, τα οποία κοσμούσαν πλήθος αγαλμάτων
  Το 222π.χ. η πόλη καταστρέφεται από τους Σπαρτιάτες , ξαναχτίζεται χωρίς όμως ποτέ να γνωρίσει την παλιά αίγλη, παρά τις προσπάθειες φωτισμένων ηγετών, όπως ο Φιλοποίμην και ο Λυκόρτας, πατέρας του ιστορικού Πολύβιου. Κατά την Ρωμαϊκή εποχή η Μεγάλη Πόλη ακολούθησε την τύχη των υπολοίπων Ελληνικών πόλεων. Το 174 μ.χ. ο Παυσανίας επισκέφθηκε την πόλη και κατέγραψε στα «Αρκαδικά» τη μνημειακή τοπογραφία της. Ενδεικτικό για την οικονομία της είναι ότι στη Μεγάλη Πόλη βρέθηκαν θραύσματα από αγορανομικό κώδικα του Διοκλητιανού του 310μ.χ. Ήδη πρέπει να υπήρχε χριστιανική κοινότητα. Το 457μ.χ.υπάρχει μαρτυρία για τον Επίσκοπο Μεγαλόπολης Τιμόθεο. Υπάρχουν επίσης κατάλοιπα μεγάλου κτιρίου με σπουδαία ψηφιδωτά του 6ου μ.Χ., που ανασκάφηκαν στον οικισμό της Δ.Ε.Η. Από την αγορά, τα ιερά, τους ναούς και τα άλλα οικοδομήματα δεν σώζονται σήμερα παρά τα λείψανα του ναού του Δία Σωτήρα, ίχνη σταδίου, βωμών, ρωμαϊκά ερείπια και τα χαμηλότερα εδώλια από το κοίλο του θεάτρου μαζί με την ορχήστρα και το προσκήνιο, καθώς και του θερσιλείου που ανακάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη.

  Τα βυζαντινά χρόνια θα βρουν την Αρκαδία υπαγόμενη στο «θέμα», (διοικητική περιφέρεια) της Πελοποννήσου. Η περιοχή της Μεγαλόπολης βρισκόταν σε μαρασμό και μόνο μικρά χωριά στα ορεινά τμήματα του Λεκανοπεδίου υπήρχαν, χωρίς καμμία ιδιαίτερη σημασία. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους δεν υπήρχε Μεγαλόπολη, παρά μόνο τα ερείπιά της. Κατά τον 13ο αιώνα φτάνουν στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι, οι οποίοι στο πέρασμά τους αφήνουν κληρονομιά στην περιοχή του λεκανοπεδίου της Μεγαλόπολης, οχυρά κάστρα όπως της Βελιγοστής, του Ψηλού Αγιώργη των Ανω Καρυών, της Καρύταινας.

  Το 1456 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την Πελοπόννησο και η Αρκαδία θα πέσει στον ζυγό τους. Η Μεγαλόπολη δεν υπάρχει πλέον. Δίπλα στα αρχαία ερείπια δημιουργείται οικισμός από πλινθόκτιστες καλύβες που ονομάζεται τουρκικά Σινάνο. Τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης βρίσκουν την περιοχή της Μεγαλόπολης σχεδόν έρημη. Με το πέρασμα των χρόνων κάτοικοι άρχισαν σιγά - σιγά να κατεβαίνουν στα χωριά του κάμπου, κυρίως στο Σινάνο που το 1885 παίρνει την ιστορική του ονομασία, Μεγαλόπολη. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, το εμπόριο, οι επιστήμες, τα γράμματα και οι τέχνες αναθερμαίνονται και η πόλη αρχίζει και πάλι να ζωντανεύει, να αναπτύσσεται και να προοδεύει.
  Η πορεία του τόπου μας ακολουθεί την πορεία της χώρας γενικότερα. Συμμετέχει στους πολέμους του 1897, του1912 - 13 και στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο προσφέροντας θυσίες και αίμα. Στο διάστημα αυτό η Μεγαλόπολη συνεχίζει να αναπτύσσεται χάρις τόσο στην γεωγραφική της θέση στο πεδινό και γόνιμο του εδάφους της, όσο και στην οικονομική στήριξη των απόδημων Μεγαλοπολιτών της Αμερικής, Καναδά και Αυστραλίας. Το 1837 Γερμανός πολεοδόμος σχεδιάζει την άριστη ρυμοτομία της, το 1843 με διάταγμα του Όθωνα γίνεται πρωτεύουσα της επαρχίας Μεγαλοπόλεως και το 1892 αριθμεί ήδη περί τους 1200 κατοίκους που ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Το 1910 έγινε η ηλεκτροφώτιση και η ύδρευση της πόλης. Η μεγαλύτερη όμως ανάπτυξη της πόλης άρχισε το 1918 με την ίδρυση και λειτουργία του Γυμνασίου, πρώτα σε ενοικιαζόμενο κτίριο και αργότερα στο Γυμνασιακό Μέγαρο που κατασκευάσθηκε με χρήματα των Μεγαλοπολιτών της Αμερικής το οποίο δυστυχώς καταστράφηκε στο σεισμό του 1965. Την ανάπτυξη της περιοχής ανακόπτουν οι εσωτερικές εθνικές περιπέτειες του 1925, κινήματα Πλαστήρα, Κονδύλη, η δικτατορία του Μεταξά, με κατάληξη τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τις εμφύλιες διαμάχες. Ο φόρος αίματος της περιοχής Μεγαλόπολης τόσο στον απελευθερωτικό πόλεμο κατά των Γερμανών όσο και κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου ήταν μεγάλος. Αρχίζει ένα τεράστιο κύμα εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης που έχει σαν αποτέλεσμα την ερήμωση πολλών χωριών της περιοχής και την μείωση του πληθυσμού της Μεγαλόπολης. Την στασιμότητα στην ανάπτυξη της Μεγαλόπολης και γενικότερα του Δήμου, θεραπεύει η κατασκευή και η λειτουργία του ατμοηλεκτρικού εργοστασίου της Δ.Ε.Η. το 1970. Με την λειτουργία του εργοστασίου της Δ.Ε.Η. μια νέα περίοδος αρχίζει για τον Δήμο Μεγαλόπολης.
Βιβλιογραφία: 1. «Μεγαλόπολη, γενική ιστορία της Επαρχίας» του Κώστα Παπανικολάου 2. «Το όρος Λύκαιο και οι Αρχαίοι Αρκάδες» της Ευγενίας Δερεχάνη

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγαλόπολης


ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ (Αρχαία πόλη) ΛΕΒΙΔΙ
Προϊστορική Περίοδος
Η πόλη των Μινυών

  Εστία μύθου, ιστορίας και πολιτισμού υπήρξε ο Ορχομενός. Τυλιγμένος με τους ωραιότερους μύθους και πολύχρυσος, όπως και οι Μυκήνες, διέγραψε φωτεινή τροχιά στα προϊστορικά και τα πρώτα ιστορικά χρόνια της Ελλάδας, που μαρτυρούν και επιβεβαιώνουν όχι μόνο τα αρχαία κείμενα, αλλά και τα αρχαιολογικά ευρήματα.
  Χτισμένος αρχικά στην πεδιάδα στο βορειοδυτικό άκρο της Κωπαίδας, μεταφέρθηκε αργότερα, για τον κίνδυνο από πλημμύρες, στα ριζά και στα πλάγια του Υφάντειου λόφου, όπως ονομάζεται η ανατολική άκρη του βουνού Ακόντιο. Από τη νεολιθική εποχή και την εποχή του χαλκού, πολύ πριν δηλαδή από τον Τρωϊκό πόλεμο, αποτελούσε μια από τις πλουσιότερες, πολυανθρωπότερες και ισχυρότερες πόλεις της Ελλάδας χάρη στην "πολύνερη και εύφορη" γη της, στην καλή της οχύρωση και στη γεωγραφική της θέση. Βρισκόταν πάνω στο δρόμο της Κρίσας, των Δελφών και της Αυλίδας, απ' όπου διεξαγόταν τότε, το διαμετακομιστικό εμπόριο της κεντρικής Ελλάδας, γι' αυτό και εξελίχτηκε σε πόλη πολιτισμού, πλούτου και χλιδής.
  Στην πόλη του Ορχομενού υπήρχαν ναοί των Τριών Χαρίτων, του Διονύσου, του Δία, του Ηρακλή, του Απόλλωνα, του Ασκληπιού και της Αφροδίτης της Αργυννίδος. Εκτός από τον θολωτό τάφο του Μινύα, έδειχναν επίσης με καμάρι οι Ορχομένιοι τους τάφους του Ησίοδου, του Ακταίωνα και του Ασκάλαφου και Ιάλμενου (αρχηγοί των Ορχομενίων στον Τρωϊκό πόλεμο).
Η "αυτοκρατορία" του προϊστορικού Ορχομενού.
  Το προϊστορικό κράτος του Ορχομενού, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη, κατείχε αρχικά τις γειτονικές του πόλεις:
  Τεγύρα, Ασπληδόνα, Αλμωνες, Ύηττο, Κύρτωνες, Κορσεία, Αλές και Λάρυμνα αλλά κατά καιρούς κυριάρχησε και στη Χαιρώνεια, τη Λιβαδειά, την Κορώνεια, την Αλίαρτο, τη Θήβα και σ' όλη τη Βοιωτία κι ακόμα μέχρι τα νοτιοανατολικά της Θεσσαλίας με κέντρο εκεί την Ιωλκό. Η κυριαρχία του Ορχομενού απλώθηκε και στα νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου όπου, κατά τον Παυσανία, ο βασιλιάς της Πύλου Νηλεύς πήρε γυναίκα την Ορχομένια Χλώρι, κόρη του Αμφίονος του Ιασίου, μητέρα του Νέστορα του ξακουστού για τη σύνεση και την ευγλωττία του, ήρωα του Τρωϊκού πολέμου. Από τα αρχεία των Χετταίων, ενός λαού που κυριάρχησε στην Ασία για τρεις αιώνες, και τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές του 1906-1912 στο Βογάζ-Κιόϊ της Καπαδοκίας από γερμανική αρχαιολογική αποστολή, επιβεβαιώθηκε το ότι:
ο Ορχομενός είχε γεμίσει με αποικίες τα νότια παράλια του Αιγαίου και της Μ. Ασίας από τον 14ο π.Χ. αιώνα.
Η μεγαλύτερη προϊστορική ναυτική δύναμη.
   Πιστεύεται ότι ο Ορχομενός υπήρξε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της κεντρικής Ελλάδας από το 2000 π.Χ. μέχρι το 1200 π.Χ. με απόγειο της ακμής του στα 1400 π.Χ., και ότι αυτός υπήρξε ο ιδρυτής της πιο αρχαίας ναυτικής συμπολιτείας της Καλαβρίας (του Πόρου) στην οποία συμμετείχαν η Επίδαυρος, η Ερμιόνη, η Αίγινα, η Αθήνα, οι Πρασιές, η Ναυπλία και η Καλαβρία.
  Η συμμετοχή του Ορχομενού σ' αυτή τη ναυτική συμπολιτεία βεβαιώνει ότι η ακτινοβολία του έφτανε κι ως τον Ελλήσποντο και τη Μαύρη Θάλασσα, κι αυτό γιατί οι μύθοι του Φρίξου και της Έλλης όπως και της Αργοναυτικής εκστρατείας αποτελούν απόηχο των "αναμφισβήτητων ναυτικών επιχειρήσεων των Μινυών του Ορχομενού" κατά τον ιστορικό μας Παπαρρηγόπουλο.
Ο χαρακτήρας του Μινυακού πολιτισμού.
  Από την άποψη πολιτισμού ο χαρακτήρας του Μινυακού πολιτισμού θεωρείται κρητομυκηναϊκός και ένας από τους πιο πρωτοποριακούς της Ευρώπης. Εκτός από τη συγγένεια των ονομάτων (Μινύας - Μίνωας) αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν στενή συνάφεια Ορχομενού και Κνωσσού. Βρέθηκαν και στον Ορχομενό συμβολικές κεφαλές και γλυπτές παραστάσεις ταύρων όπως στην Κνωσσό. Η είσοδος του θολωτού τάφου του Μινύα εξάλλου παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την πύλη των Λεόντων των Μυκηνών.
Ομηρική Περίοδος
  Στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου (1194 -1184 π.Χ. κατά τον Ερατοσθένη), ο Ορχομενός δεν είχε την παλιά του δόξα αλλά διατηρούσε την ναυτική του δύναμη. Ο Όμηρος στον "Νηών κατάλογον" αρχίζει από τη Βοιωτία θέλοντας να δώσει εξέχουσα θέση στους θαρραλέους και τολμηρούς Βοιωτούς θαλασσοπόρους. Κι ενώ όλες οι υπόλοιπες 33 πόλεις της Βοιωτίας πήραν μέρος με 50 καράβια, ο Ορχομενός μόνος του ξεκίνησε με 30 καράβια.
"Εκείνοι πάλι που κατοικούσαν στην Ασπληδόνα και στον Ορχομενό των Μινυών, είχαν αρχηγούς τον Ασκάλαφο και τον Ιάλμενο...
Δικά τους λοιπόν τριάντα βαθουλωτά καράβια είχαν παραταχθεί".
  Οι Ασκάλαφος και Ιάλμενος βασιλιάδες του Ορχομενού ήταν, κατά τον Όμηρο, γιοί του Αρη που γέννησε η παρθένα Αστυόχη στο παλάτι του Ακτορα, του γιού του Αζέα. Οι Ορχομένιοι αρχηγοί δεν γύρισαν από τον πόλεμο. Έπεσαν ηρωϊκά μαχόμενοι, ο δε Ασκάλαφος σκοτώθηκε από τον Διήφοβο.
  Μπορεί ο Ορχομενός κατά τα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου να μην είχε την παλιά του δόξα, αλλά εξακολουθούσε να είναι πλούσιος και ισχυρός. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Όμηρος τον συγκρίνει με τις Μυκήνες και τις Θήβες της Αιγύπτου.
  Όταν ο Αχιλλέας λογομάχησε με τον Αγαμέμνονα για την Βρησηίδα και ο τελευταίος έστειλε δώρα για να τον εξευμενίσει, ο Αχιλλέας απαντάει:
"ούτε όσα πλούτη πηγαίνουν στον Ορχομενό,
ούτε όσα στις Θήβες της Αιγύπτου,
...κι αν μού δινε δεν θα μαλάκωνε την καρδιά μου".
  Και μετά την άλωση της Τροίας ο Ορχομενός διατήρησε την ναυτική του δύναμη. Εξακολούθησε να συμμετέχει στην αμφικτιονία της Καλαβρίας και να εμπορεύεται με τους Αιγαίους, τους Κρήτες και τους Χετταίους.
Ιστορική περίοδος
Η εγκατάσταση των Αρναίων Βοιωτών
   Μετά την εγκατάσταση στη Βοιωτία των Αρναίων Βοιωτών από τη Θεσσαλία, και την φυγή των περισσοτέρων ευγενών από τον Ορχομενό, αρχίζει η σταδιακή εξασθένισή του.
  Οι Βοιωτοί καταλαμβάνουν και τη Θήβα, και στα 1100 π.Χ. προσπαθούν να υποτάξουν και την Αττική. Ηττώνται όμως στην Πάνακτο και στο εξής η κυριαρχία τους περιορίζεται από τη Χαιρώνεια μέχρι τον Ωρωπό, και από τον Ευβοϊκό κόλπο μέχρι τον Κιθαιρώνα. Η κυριαρχία των Αρναίων Βοιωτών παγιώνεται και ανακηρύσσουν τη Θήβα πρωτεύουσα. Αργότερα ολόκληρη η Βοιωτία εντάσσεται στο "Κοινό των Βοιωτών" και αποτελεί κράτος ισχυρότατο. Οι πόλεις περιστειχίζονται και οργανώνουν ισχυρό στρατό. Ο θεσμός της βασιλείας καταργείται και δημιουργούνται αυτόνομες πόλεις με αριστοκρατικό πολίτευμα. Οι πόλεις συνδέονται μεταξύ τους με τη Βοιωτική Ομοσπονδία, όπου βέβαια αρχηγός είναι η Θήβα.
Ο Ορχομενός στο "Κοινό των Βοιωτών"
  Την τύχη αυτή ολόκληρης της Βοιωτίας ακολουθεί και ο Ορχομενός που δεν ονομάζεται πλεόν Μινύειος αλλά Βοιώτιος. Είναι η δεύτερη, μετά τη Θήβα πόλη στο Κοινό των Βοιωτών, όπου συμμετέχει με 2 Βοιωτάρχες και 120 αντιπροσώπους μέχρι το 510 π.Χ. Ανήκει στις Μεγάλες και Ελεύθερες πόλεις, έχει τη δική του Βουλή και έχει στη δικαιοδοσία του τη Χαιρώνεια, την Ασπληδόνα, τους Όλμωνες, τον Υηττό, την Τεγύρα και τους Κύρτωνες. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα ο Ορχομενός συμμετέχει και στη ναυτική αμφικτυονία της Καλαβρίας (Πόρου) μαζί με άλλες 7 ναυτικές και εμπορικές πόλεις. Αλλο ένα σημάδι ακμής και προσπορισμού πλούτου.
Ο Θάνατος του Ησίοδου
  Γύρω στο 750 π.Χ., όταν πέθανε ο Ησίοδος, ο Ορχομενός ερημώνεται από μεγάλη επιδημία. Κατά τον χρησμό της Πυθίας η επιδημία θα σταματήσει εάν μεταφερθούν τα οστά του Ησίοδου στον Ορχομενό. Αναζητούν λοιπόν και βρίσκουν τον τάφο του στην Ασκρη (κατ' άλλη εκδοχή στη Ναυπακτία), μεταφέρουν τα οστά και τα θάβουν κοντά στον τάφο του Μινύα που βρισκόταν στο κέντρο της αγοράς του Ορχομενού. Έτσι οι Ορχομένιοι με καμάρι δείχνουν, μέχρι και τα χρόνια του Παυσανία, τον τάφο του μεγάλου ποιητή. Κατά τον Παυσανία στον τάφο του Ησίοδου ήταν γραμμένοι στίχοι του Ορχομένιου ποιητή Χερσία.
  "Πατρίδα του Ησίοδου ήταν η Ασκρη με τα πολλά σπαρτά, αλλά σαν πέθανε τα κόκκαλά του δέχτηκε η γη των εξαίρετων καβαλάρηδων Μινυών. Η δόξα του στην Ελλάδα θα είναι μεγάλη, σαν γίνει κριτήριο για τους ανθρώπους η σοφία".
  Το περιστατικό αυτό δείχνει επίσης την αγάπη και εκτίμηση των Ορχομενίων για τη μουσική και την ποίηση, κάτι που δεν είναι καινούριο στον Ορχομενό αφού χρονολογείται από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους.
Εξακόσια χρόνια ειρήνης και ακμής
  Έτσι ο Ορχομενός ζει ήσυχα και ειρηνικά για μεγάλο χρονικό διάστημα, εμπνέοντας σεβασμό στους φίλους του και φόβο σε όσους εποφθαλμιούν την πλούσια γη του. Οι Ορχομένιοι, φορείς ανώτερου και πανάρχαιου πολιτισμού, κατορθώνουν και επιβάλλονται στους κατακτητές τους σε ό,τι αφορά θρησκευτικά ζητήματα και πετυχαίνουν την ελεύθερη αναγνώριση της λειτουργίας των μαντείων και της θρησκείας των Μινυών. Η καλλιέργεια της γόνιμης πεδιάδας φέρνει στον Ορχομενό πλούτο και αυτή η ευημερία προτρέπει σε αναζήτηση νέων ηθικών και υλικών απολαύσεων.
  Τα εκλεκτά άλογα των ιπποφορβείων του Ορχομενού τον κάνουν πρωταγωνιστή των ιπποδρομιών και αρματοδρομιών τόσο σε τοπικούς όσο και σε Πανελλήνιους αγώνες. Τα επίθετα που συνοδεύουν τον Ορχομενό στην μακραίωνη ιστορία του, είναι "πλύξιππος" (κατά τον Ορχομένιο ποιητή Χερσία) και "καλλίπωλος" (κατά τον Πίνδαρο στον ύμνο που έγραψε για τον Ορχομένιο Ολυμπιονίκη Ασώπιχο). Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Ορχομενός είχε πάντοτε ολιγαρχικό πολίτευμα, ιδίωμα των πόλεων που στήριζαν τη δύναμή τους στο ιππικό, κατά τον Αριστοτέλη.
  Σε όλη αυτή λοιπόν τη μακρά διάρκεια ο αρχαίος πολιτισμός εξακολουθεί να ακμάζει στον Ορχομενό. Η συστηματική καλλιέργεια του Βοιωτικού κάμπου, η γεωργία, η κτηνοτροφία αλλά και το εμπόριο (κυρίως ναυτικό) είναι πηγές πλούτου και άνθησης για τον Ορχομενό. Τα ψάρια και κυρίως τα ξακουστά χέλια από τη λίμνη Κωπαίδα και τους ποταμούς Μέλανα και Κηφισσό εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες. Εξάγονται επίσης βόδια στην αγορά των Αθηνών, ενώ και το κυνήγι είναι άφθονο στην περιοχή του Ορχομενού.
  Έχουν έτσι οι Ορχομένιοι την οικονομική δυνατότητα να προσλαμβάνουν στα σπίτια τους παιδαγωγούς για να διδάσκουν στα παιδιά τους γραφή, ανάγνωση και μουσική. Υπάρχουν επίσης γυμναστήρια όπου διδάσκονται κυρίως στρατιωτικά γυμνάσματα. Οι τέχνες βρίσκονται σε άνθηση, μετά τον 8ο π.Χ. αιώνα κυρίως, και ιδιαίτερα η αγγειοπλαστική.
  Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα οι κατακτητές από τη Θεσσαλία που εγκαταστάθηκαν στον Ορχομενό, να αποβάλουν τα πρωτόγονα ένστικτά τους και να αφομοιώσουν τα ήθη και έθιμα και κυρίως τη νοοτροπία των παλαιών κατοίκων, των Μινυών και Αθαμαντίδων.
Οι άσπονδοι "φίλοι"
  Η ανάπτυξη όμως αυτή του Ορχομενού επιφέρει το φθόνο των γειτόνων του. Η Θήβα αρχηγεύει μεν της Βοιωτίας αλλά υποβλέπει τη χλιδή και τον πολιτισμό των Ορχομενίων. Έτσι στους ιστορικούς χρόνους που ακολουθούν μετά το 510 π.Χ., αρκετές φορές προβαίνει σε φοβερές αγριότητες κατά της πόλης του Ορχομενού και των κατοίκων της. Αυτό βέβαια δεν είναι πρωτόγνωρο. Η αντιπαλότητα αυτή διαρκεί από την ηρωϊκή ακόμα εποχή που οι Θηβαίοι, μετά από δική τους πάλι πρόκληση, ήταν υποτελείς και πλήρωναν φόρο στον Ορχομενό.
Διοικητική Οργάνωση
  Για τη διοικητική οργάνωση του Ορχομενού σώζονται έμμεσες πληροφορίες αφού χάθηκε το έργο του Αριστοτέλη "Ορχομενίων Πολιτεία". Την εξουσία στον Ορχομενό είχαν ο επώνυμος άρχοντας, οι πολέμαρχοι, οι γραμματείς, οι ταμίες, οι κατόπτες, οι ιεράρχες, ο σύνδικος κ.α. Από επιγραφές που βρέθηκαν γνωρίζουμε ότι κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα είχαν επικρατήσει ολιγαρχικοί και είχαν σχηματιστεί τέσσερις βουλές. Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους κυριαρχούσε ο "δάμος".
Για τη νεότερη Ιστορία του Ορχομενού βλέπε Ορχομενός, πόλη

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ορχομενού


ΣΤΕΜΝΙΤΣΑ (Χωριό) ΤΡΙΚΟΛΩΝΕΣ
  Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο αρχαίος Υψούς χτίστηκε από τον Υψιούντα, έναν από τους πενήντα γιους του βασιλιά της Αρκαδίας Αυκάονα. Οι πληροφορίες όμως που έχουμε για τον αρχαίο Υψούντα είναι ελάχιστες. Εικάζεται ότι η θέση της αρχαίας πόλης ήταν στην περιοχή της σημερινής Στεμνίτσας. Ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ. περιγράφει την περιοχή με βουνά και άγρια Θηρία. Ο Υψούς, πάντως, δεν φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην αρχαιότητα. Μάλλον επρόκειτο για μια μικρή πολίχνη που υπαγόταν στη σημαντική πόλη της Γόρτυνας.   Υπάρχουν και άλλων πόλεων ερείπια: του Θυραίου... και του Υψούντα, πάνω από την πεδιάδα, σε βουνό που λέγεται κι αυτό Υψούς. Η χώρα μεταξύ Θυραίου και Υψούντα είναι όλη ορεινή και γεμάτη από άγρια ζώα.
Παυσανίας, Αρκαδικά VIII,35,7
  Ελλιπείς είναι οι γνώσεις μας και για τη μεσαιωνική ιστορία της Στεμνίτσας. Η εκδοχή της εγκατάστασης Σλάβων στη Στεμνίτσα, και στην Πελοπόννησο γενικά, μεταξύ 7ου και 10ου αιώνα μ.Χ., είναι ένα ζήτημα ανοιχτό ακόμη στην ιστορική έρευνα. Είναι εξακριβωμένο, όμως, ότι τα τοπωνύμια Στεμνίτσα (τόπος δασώδης και σκιερός), Κλινίτσα, Λιμποβίσι, Χρυσοβίτσι και Ζυγοβίστι, που απαντώνται στην περιοχή, καθώς και πολλά άλλα τοπωνύμια στην ορεινή Αρκαδία, είναι σλαβικής προέλευσης.
  Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1430), η περιοχή της Στεμνίτσας ανήκει σε ένα από τα 22 φέουδα της νότιας Γορτυνίας που παραχωρήθηκαν στον Γάλλο ευγενή Ούγο ντε Μπρυγέρ. Η χρονολογία ίδρυσης της Στεμνίτσας στη σημερινή της θέση παραμένει ανεξακρίβωτη. Ως τα μέσα, πάντως, του 14ου αιώνα η Στεμνίτσα δεν πρέπει να ήταν σημαντικός οικισμός.
  Για πρώτη φορά εμφανίζεται σε χάρτη και σε γραπτές πηγές τον 16ο αιώνα, ενώ κανένα μνημείο της δεν είναι χρονολογημένο με βεβαιότητα πριν από τον αιώνα αυτό. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία είναι ένα οθωμανικό κατάστιχο καταγραφής φορολογουμένων που ανάγεται στην περίοδο 1512/20. Σύμφωνα με αυτό, η Στεμνίτσα είχε ένα μουσουλμανικό νοικοκυριό, 160 χριστιανικά, τρεις χριστιανές χήρες και 27 άρρενες χριστιανούς, άγαμους και φορολογούμενους, συνολικά, δηλαδή, 191 φορολογουμένους. Ως τις αρχές του 17ου αιώνα ο φορολογούμενος πληθυσμός κυμαινόταν μεταξύ 191 και 273 ατόμων (πληροφορία του καθηγητή Ι. Αλεξανδρόπουλου).

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Τρικολώνων


Ιστορία της Τεγέας

ΤΕΓΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
  Η Τεγέα ήταν η σημαντικότερη πόλη της Αρκαδίας πρίν από την ίδρυση της Μεγαλόπολης. Βρίσκεται στο δρόμο που από την Τρίπολη οδηγεί στη Σπάρτη. Στην αρχαιότητα η Τεγέα κατείχε το νοτιοανατολικό τμήμα της Αρκαδίας που ονομαζόταν Τεγεάτις και στους ιστορικούς χρόνους αποτελείτο από εννέα δήμους. Η ίδρυσή της ανάγεται στην προϊστορική εποχή και αναφέρεται σαν μία από τις χώρες που πήραν μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία και στον πόλεμο της Τροίας. Αρχικά ήταν μία μικρή κωμόπολη, η οποία όμως κατάφερε να επιβληθεί πολιτικά στους γειτονικούς οικισμούς και να τους συσπειρώσει γύρω από τη λατρεία της θεάς Αλέας, η οποία ταυτίστηκε αργότερα με την Αθηνά.
   Η Τεγέα, που λεγόταν και Αφειδάντιος Κλήρος, περιελάμβανε τους δήμους των Κορυθέων, Γαρεατών, Φυλακέων, Καρυατών, Οιατών, Βωταχιδών, Μανθυρέων, Εχενιδών, Αφειδάντιων και τις φυλές Ιποθίτιδα, Καριώτιδα, Απολονιάτιδα, Αθηναιάτιδα ή Αθηναία. Ήταν σημαντικότατη πόλη της Ελλάδας, με πρωτεύουσα το Πιαλί (Αλέα) και Ακρόπολή της τη Φύλακρη που τοποθετείται στο χωριό Αγιος Σώστης. Οι κάτοικοί της έφταναν κατά τον Ε' π.χ. αιώνα τις 40.000 περίπου. Είχε μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, Γυμνάσιο, θέατρο, Στάδιο, Αγορά και Βουλή με τριακόσιους βουλευτές. Ο ναός της Αλέας Αθηνάς ήταν ένας από τους τρεις μεγαλύτερους ναούς της Πελοποννήσου, ενώ ήταν μεγαλοπρεπέστερος από τους δύο άλλους, του Δία στην Ολυμπία και του Επικούρεια Απόλλωνα στις Βάσσες. Πρός τιμήν της Αλέας Αθηνάς διοργανώνοντο γιορτές και θυσίες, όπου οι κάτοικοι προσέφεραν στη θεά αναθήματα και ζώα. Επίσης εγίνοντο και αθλητικοί αγώνες, τα Αλαίεα. Πλούσια είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούν τη σημασία και τη διάδοση της λατρείας της θεάς. Η αρχαία Τεγέα έκοβε δικά της νομίσματα, και γνώρισε μεγάλη πνευματική ακμή αναδεικνύοντας ποιητές όπως τον Κλονά και την Ανύτη, το θυληκό Ομηρο, τον ιστορικό Αρίανθο, τον τραγικό Αρίσταρχο, τους νομοθέτες Αντισθένη και Κρίσο, τον Τυρωνίδα και Πυρρία, τους ήρωες Αγκαίο, Εποχο, την Αταλάντη, τον Εχεμο και τον Αγαπήνορα.
   Το 469 π.Χ., η Τεγέα αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τη Σπάρτη, της οποίας παρέμεινε πιστός σύμμαχος. Ετσι οι Τεγεάτες πολέμησαν στο πλευρό των Σπαρτιατών κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο. Μετά τη μάχη στα Λεύκτρα όμως τους εγκατέλειψαν, για να συμμαχήσουν το 235 π.Χ. με τους Θηβαίους και στη συνέχεια να προσχωρήσουν το 222 π.Χ.στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Η Τεγέα συμμετείχε στους περσικούς πολέμους και οι Τεγεάτες πολέμησαν γενναία κατά των Περσών στις Θερμοπύλες και τις Πλαταιές.
   Οταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ελλάδα, η Τεγέα ακολούθησε την τύχη των άλλων ελληνικών πόλεων. Το 31 π.Χ ο Αύγουστος θέλησε να τιμωρήσει τους Τεγεάτες για την βοήθεια που προσέφεραν στον αντίπαλο του Αντώνιο και αφαίρεσε από το ναό της Αλέας το άγαλμα της θεάς Αθηνάς από ελεφαντοστό μαζί με τα δόντια του Καλυδώνιου κάπρου. Οπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, το άγαλμα βρίσκονταν στη Ρώμη στην αγορά που είχε φτιάξει ο Αύγουστος.
   Στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, η περιοχή καταστράφηκε από τους Γότθους το 395 μ.Χ. Από τον 7ο μ.Χ. αιώνα η Τεγέα παρήκμασε. Από το 10ο αιώνα μ.Χ. η περιοχή της Τεγέας απαντάται ως Αμύκλιον, που στον 12ο αιώνα παραφράζεται σε Νύκλι και εξελίσσεται σε ισχυρή πόλη, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της φραγκοκρατίας , οπότε και αποτέλεσε μία από τις βαρωνίες. Γίνεται μάλιστα έδρα επισκοπής. Το 1296 πέρασε στην εξουσία του δεσπότη του Μυστρά Ανδρόνικου Παλαιολόγου, που την κατέστρεψε, επειδή, κτισμένη καθώς ήταν στην πεδιάδα χρειαζόταν πολυάριθμη φρουρά για να την προστατεύει. Πολλοί από τους κατοίκους του Νυκλίου με την άλωση από τους Φράγκους το 1209 - είτε κατ’ άλλους μετά την καταστροφή το 1296- κατέφυγαν στη Μάνη και εκεί αποτέλεσαν τις ισχυρές οικογένειες των "Νυκλιάνων" ή "Μεγαλογεννητών", που επιβλήθηκαν στους ντόπιους.
   Στην περιοχή Αλέα της Τεγέας μπορεί να επισκεφθεί κανείς τα ερείπια του ναού της Αθηνάς, που ήταν από τους λαμπρότερους της Πελοποννήσου. Ο ναός ήταν κτισμένος στο νοτιοδυτικό άκρο του οχυρωτικού περιβόλου της αρχαίας πόλης. Από τις ανασκαφές έγινε φανερό πως στη θέση αυτή υπήρχε ιερό και λατρεία θεάς από τα μυκηναϊκά χρόνια. Τα ερείπια που σώζονται ανήκουν στο νεότερο δωρικό περίπτερο (4x14) ναό, έργο του Παριανού Σκόπα, που κατασκευάστηκε είτε στα 370 π.Χ. είτε, κατ’ άλλους ερευνητές , στο β’ μισό του 4ου αι., από ντόπιο μάρμαρο των Δολιανών με πρόδρομο, σηκό και και οπισθόδομο. Ο σηκός εσωτερικά στολιζόταν με κορινθιακούς ημικίονες και στο βάθος του ήταν στημένα το άγαλμα της Αλέας Αθηνάς (στο κέντρο) και τα μαρμάρινα αγάλματα του Ασκληπιού και της κόρης του Υγείας. Εξωτερικά η διακόσμηση είχε θέματα από τους τοπικούς μύθους.
   Το θέατρο βρίσκεται κοντά στην αγορά της αρχαίας Τεγέας, με τα ιερά και τα αναθήματα, και κατασκευάσθηκε 4ο π.Χ. αι. Αργότερα, στα 175 μ.Χ. περίπου, ο Αντίοχος Γ' ο Επιφανής ανήγηρε νέο μαρμάρινο θέατρο (κοίλο) στη θέση του παλιού. Στο κοίλο κτίστηκε αργότερα η παλαιοχριστιανική εκκλησία της παλαιάς Επισκοπής. Στην Επισκοπή μπορεί κανείς ακόμα να δεί υπολείμματα μεσαιωνικών τειχών και τα μωσαϊκά δάπεδα από την παλαιοχριστιανική βασιλική.
   Οι Τεγεάτες διακρίθηκαν επίσης και σαν ιδρυτές αποικιών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Πάφου (νέα Πάφος) στην Κύπρο που ιδρύθηκε από τον Αγαπήνορα, βασιλιά της Τεγέας. Σύμφωνα με την παράδοση ο Αγαπήνωρ, επιστρέφοντας από την Τροία, παρασύρθηκε με τα καράβια του από τις θύελλες και προσάραξε στην Κύπρο όπου έκτισε την Πάφο και ίδρυσε το ιερό της Αφροδίτης. Ο Παυσανίας στα "Αρκαδικά" γράφει: "...Και Πάφου τε Αγαπήνωρ εγένετο οικιστής και της Αφροδίτης κατασκευάσατο εν Παλαίπαφω ιερόν..." Η έλευση των Αχαιών Ελλήνων στην Πάφο επιβεβαιώνεται πράγματι από τους κυκλώπειους τοίχους, την πλούσια "μυκηναϊκή" κεραμεική, όπως και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα και τοποθετείται γύρω στο 1220 - 1200 π.Χ.
Στο χωριό Αλέα λειτουργεί αρχαιολογικό μουσείο στο οποίο κυρίως περιέχονται γλυπτικά κομμάτια σκοπαδικής τεχνοτροπίας. Κοντά στην αγορά της αρχαίας Τεγέας, με τα ιερά και τα αναθήματα, διακρίνεται το αρχαίο θέατρο στα θεμέλια του Ναού της Παναγίας. Πρόσφατα έχουν γίνει πρόσθετες εργασίες περεταίρω ανάδειξής του και έχουν αποκαλυφθεί τομεγαλύτερο μέρος της περιμέτρου του όπως και η είσοδός του.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Σύντομη ιστορία της Τεγέας

  Η Τεγέα είναι γνωστή από τα μυθικά ακόμα χρόνια. Οι Τεγεάτες έλαβαν μέρος στη Αργοναυτική εκστρατεία. Στο Τρωικό πόλεμο τους συναντάμε υπό τον βασιλιά τους Αγαπήνορα. Μετά το τέλος του πολέμου ο Αγαπήνορας με τους Τεγεάτες κατευθύνθηκε στη Κύπρο, όπου και ίδρυσαν την πόλη Πάφο. Μάλιστα, η κόρη του Αγαπήνορα, Λαοδίκη, δε λησμόνησε την πατρίδα της και έστειλε στη Τεγέα πέπλο που αφιέρωσε στον ναό της Αλέας Αθηνάς το οποίο και αναφέρει ο μεγάλος περιηγητής Παυσανίας. Στην Τεγέα ενταφιάστηκε ο Ορέστης όπου παρέμειναν τα οστά του μέχρι που τα πήραν μετά από χρησμό οι Σπαρτιάτες.
   Η Τεγέα αποτελείτο από Δήμους και συνοικισμούς που τους συνέδεε η λατρεία της θεάς Αλέας, η οποία αργότερα συγχωνεύτηκε με την εισαχθείσα λατρεία της θεάς Αθηνάς και έτσι πλέον στην Τεγέα λατρευόταν η Αλέα Αθηνά. Η πόλη Τεγέα κτίστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και περιβαλλόταν από ισχυρό τείχος μήκους 5.500 μέτρων και ύψους 2,5 έως 6,5 μέτρων ανάλογα με το έδαφος. Στο σημερινό οικισμό του Δημοτικού Διαμερίσματος Σταδίου σώζεται το βόρειο τμήμα του τείχους. Η Τεγέα γρήγορα αναπτύχθηκε και έγινε πλούσια και δυνατή, με πληθυσμό, κατά το 5ο αιώνα, περίπου 40.000 κατοίκους. Η Σπάρτη εποφθαλμιούσε την εύφορη Τεγέα και προσπάθησε πολλές φορές να την κατακτήσει και τελικά το κατάφερε το 469 π.Χ. οπότε και συμμάχησαν. Με την γειτονική Μαντινεία η Τεγέα ήταν μονίμως σε αντιπαλότητα λόγω της δυνατότητας που είχε η Τεγέα, ανάλογα με το ποσό των βροχοπτώσεων να διοχετεύει ή να σταματάει τα νερά στο οροπέδιο της Μαντινείας. Κατά τους Περσικούς πολέμους 500 Τεγεάτες πολέμησαν στις Θερμοπύλες και τον επόμενο χρόνο 3000 βρέθηκαν να πολεμούν μαζί με τους άλλους Έλληνες κατά των Περσών στις Πλαταιές.
   Το 370 π.Χ. χτίζεται στη Τεγέα ο περίφημος ναός της Αλέας Αθηνάς που μαζί με το ναό του Δία στην Ολυμπία και το ναό του Απόλλωνα στη Φυγαλεία ήταν οι μεγαλύτεροι και λαμπρότεροι της Πελοποννήσου. Χτίστηκε πάνω στα ερείπια του Αρχαϊκού ναού από τον αρχιτέκτονα και γλύπτη Σκόπα. Ο ναός ήταν δωρικού ρυθμού και όλος από μάρμαρο, ακόμα και η στέγη του. Εσωτερικά υπήρχε το άγαλμα της Θεάς από ελεφαντόδοντο και εκατέρωθεν τα αγάλματα του Ασκληπιού και της κόρης του Υγείας.
   Οι Τεγεάτες συμμαχήσουν το 235 π.Χ. με τους Θηβαίους και στη συνέχεια προσχώρησαν το 222 π.Χ. στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ελλάδα η Τεγέα ακολούθησε την τύχη των άλλων ελληνικών πόλεων. Το 31 π.Χ ο Αύγουστος θέλησε να τιμωρήσει τους Τεγεάτες για την βοήθεια που προσέφεραν στον αντίπαλο του Αντώνιο και αφαίρεσε από το ναό της Αλέας το άγαλμα της θεάς Αθηνάς από ελεφαντοστό μαζί με τα δόντια του Καλυδώνιου κάπρου και, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, βρίσκονταν στη Ρώμη στην αγορά που είχε φτιάξει Αύγουστος.
   Στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, η περιοχή καταστράφηκε από τους Γότθους το 395 μ.Χ Από τον 7ο μ.Χ. αιώνα η Τεγέα παρήκμασε. Από το 10ο αιώνα μ.Χ η περιοχή της Τεγέας απαντάται ως Αμύκλιον, που στον 12ο αιώνα παραφράζεται σε Νύκλι και εξελίσσεται σε ισχυρή πόλη, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της φραγκοκρατίας , οπότε και αποτέλεσε μία από τις βαρωνίες. Το 1296 πέρασε στην εξουσία του δεσπότη του Μυστρά Ανδρόνικου Παλαιολόγου, που την κατέστρεψε, επειδή, κτισμένη καθώς ήταν στην πεδιάδα χρειαζόταν πολυάριθμη φρουρά για να την προστατεύει. Πολλοί από τους κατοίκους του Νυκλίου με την άλωση από τους φράγκους το 1209 - είτε κατ? άλλους μετά την καταστροφή το 1296- κατέφυγαν στη Μάνη και εκεί αποτέλεσαν τις ισχυρές οικογένειες των "Νυκλιάνων" ή "Μεγαλογεννητών", που επιβλήθηκαν στους ντόπιους. Από την Τεγέα ήταν ο τραγικός ποιητής Αρίσταρχος, ο ιστορικός Αρίανθος, ο ποιητής Κλονάς και άλλοι.
   Στην περιοχή Αλέα της Τεγέας μπορεί να επισκεφθεί κανείς τα ερείπια του ναού της Αθηνάς, που ήταν από τους λαμπρότερους της Πελοποννήσου. Ο ναός ήταν κτισμένος στο νοτιοδυτικό άκρο του οχυρωτικού περιβόλου της αρχαίας πόλης. Από τις ανασκαφές έγινε φανερό πως στη θέση αυτή υπήρχε ιερό και λατρεία θεάς από τα μυκηναϊκά χρόνια. Τα ερείπια που σώζονται ανήκουν στο νεότερο δωρικό περίπτερο (4x14) ναό, έργο του Παριανού Σκόπα, που κατασκευάστηκε είτε στα 370 π.Χ είτε, κατ? άλλους ερευνητές , στο β? μισό του 4ου αι., από ντόπιο μάρμαρο των Δολιανών με πρόδρομο, σηκό και και οπισθόδομο. Ο σηκός εσωτερικά στολιζόταν με κορινθιακούς ημικίονες και στο βάθος του ήταν στημένα το άγαλμα της Αλέας Αθηνάς (στο κέντρο) και τα μαρμάρινα αγάλματα του Ασκληπιού και της κόρης του Υγείας. Εξωτερικά η διακόσμηση είχε θέματα από τους τοπικούς μύθους. Στο χωριό Αλέα λειτουργεί σήμερα μουσείο, στο οποίο κυρίως περιέχονται γλυπτικά κομμάτια σκοπαδικής τεχνοτροπίας. Κοντά στην αγορά της αρχαίας Τεγέας , με τα ιερά και τα αναθήματα, υπήρχε και θέατρο. Στο κοίλο που κτίστηκε το β' μισό του 11ου ή στον 12ο αι. η εκκλησία της παλιάς Επισκοπής. Στην Επισκοπή μπορεί κανείς ακόμα να δεί υπολείμματα μεσαιωνικών τειχών και τα μωσαϊκα δάπεδα από την παλαιοχριστιανική βασιλική.

Τρίκορφα

ΤΡΙΠΟΛΗ (Δήμος) ΑΡΚΑΔΙΑ

Ιστορική διαδρομή της Τρίπολης

ΤΡΙΠΟΛΗ (Πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
  Η ιστορία της Τρίπολης δεν είναι πολύ παλιά και μπορεί να εντοπιστεί όχι νωρίτερα από τον 15ο αιώνα, όταν ήταν γνωστή ως Τριπολιτσά ή Ντροπολιτσά (παλιότερα Υδροπολιτσά ή Δρομπογλίτσα). Η πόλη ξεκίνησε σαν ένας μικρός οικισμός τσοπάνων και γεωργών. Στα "Βενετικά Χρονικά" του Stefano Magno, που γράφτηκαν το 1647, ανάμεσα στα ερειπωμένα κάστρα αναφέρεται το τοπωνύμιο Droboliza. Γύρω από την ετυμολογία της ονομασίας αυτής έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες η επικρατέστερη είναι, ότι παράγεται από την σλαβική λέξη dabr, που σημαίνει βελανιδιά. Σε αυτό συνηγορεί και η μαρτυρία του Παυσανία, ο οποίος βεβαιώνει ότι η περιοχή ήταν στην εποχή του κατάφυτη από δρυς. Το παραπάνω τοπωνύμιο μεταπλάστηκε σταδιακά με το πέρασμα των χρόνων και από Ντρομπολιτσά έγινε Ντροπολιτσά, Τριπολιτσά και τελικά Τρίπολη.
  Η προέλευση της πόλης τοποθετείται ανάμεσα στον 8ο και 10 μ.Χ. αιώνα, όταν στους πρόποδες του Μαινάλου και κοντά στη θέση της σημερινής Τρίπολης δημιουργήθηκε ένας αρχικός μικρός οικισμός από λιγοστούς νομάδες Σλάβους. Ο οικισμός αυτός αργότερα ενώθηκε με τους κοντινούς πολυπληθείς οικισμούς των ντόπιων Ελλήνων (Θάνα κλπ) με αποτέλεσμα το ξένο στοιχείο σταδιακά να απορροφηθεί και τελικά να εξελληνισθεί. Ο οικισμός με τον καιρό μεγάλωσε και στη συνέχεια μετακινήθηκε προς την περιοχή του λόφου Μπιζάνι (Μεγάλη Τάπια). Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε τελικά σε πόλη.
  Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Τρίπολη δοκιμάστηκε σκληρά από τις συνθήκες της σκλαβιάς και από τους Τούρκους κατακτητές. H πόλη αναπτύχθηκε με πολύ αργό ρυθμό στα πρώτα χρόνια της τουρκικής κατοχής (πρώτη Τουρκοκρατία 1475-1685) και είχε μια υποτυπώδη αυτοδιοίκηση. Στα χρόνια αυτά μεταφέρθηκαν τα νερά της πηγής "Μάνα" σε χτιστό υδραγωγείο. Η ανάπτυξή της πόλης προχώρησε όμως με γοργά βήματα κατά τη διάρκεια της σύντομης κατοχής της από τους Βενετούς (1685-1715), όταν έγινε κέντρο εμπορίου χάρη στη γεωγραφική της θέση στο κέντρο του αρκαδικού οροπεδίου και σαν σταυροδρόμι των οδικών αρτηριών που διέσχιζαν την Πελοπόννησο. Την περίοδο αυτή ο πληθυσμός της αυξήθηκε και ανήλθε περίπου σε 10.000.
  Η Τριπολιτσά απέκτησε περισσότερη πολιτική και αργότερα οικονομική σημασία στα χρόνια της δεύτερης Τουρκοκρατίας, όταν έγινε έδρα το 1715 του Τούρκου Διοικητή του Μοριά (του Μόρα Βαλέση του πασαλικιού του Μορέως). Ετσι εξελίχθηκε στη συνέχεια σε σπουδαίο αγροτικό, εμπορικό, συγκοινωνιακό και στρατιωτικό κέντρο της Πελοποννήσου. Στην πόλη δημιουργήθηκαν βιοτεχνίες και εργαστήρια και συγχρόνως αναπτύχθηκε σημαντικό διαμετακομιστικό εμπόριο. Παράλληλα σημείωσε πρόοδο η πνευματική, κοινωνική και θρησκευτική ζωή. Ηδη, από το 1673, ιδρύθηκε στην πόλη, μετά από αίτημα των κατοίκων, η "Αρχιεπισκοπή Υδραβολιτσάς" με πρώτο αρχιεπίσκοπο τον Ανθιμο.
  Το 1770 και κατά την επανάσταση του Ορλώφ, η Τρίπολη πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία από τους Ρώσους, οι οποίοι είχαν κατέβει στην Ελλάδα για να υποκινήσουν επανάσταση. Η πολιορκία λύθηκε ανήμερα τη Μεγάλη Δευτέρα και είχε τραγικές συνέπειες για τους Ελληνες. Ο μητροπολίτης της Ανθιμος Βάρβογλης ανασκολοπίστηκε, ενώ οι Τούρκοι έσφαξαν 3.000 άτομα. Στα μετέπειτα χρόνια 1785-1790 οι Τούρκοι οχύρωσαν την πόλη και την μετέτρεψαν σε κύρια στρατιωτική τους βάση. Το οχυρωτικό τείχος που κατασκευάστηκε είχε περίμετρο 3500 μέτρα, ύψος 5,5 μέτρα, 13 πύργους (Τάπιες) και 7 πύλες.
Κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια η Τρίπολη είχε 20000 κατοίκους. Οι δρόμοι της πόλης ήταν λιθόστρωτοι (καλντερίμια). Ο πληθυσμός της πόλης αποτελείτο από Ελληνες, Τούρκους και Εβραίους που έμεναν σε διακεκριμένες συνοικίες. Η πόλη είχε περίπου 2500 σπίτια, από τα οποία τα 1000 ήταν ελληνικά, κτισμένα κοντά στο τείχος, όλα ισόγεια και με χαμηλές πόρτες. Το σαράι το πασά ήταν στη θέση της σημερινής πλατείας Αρεως.
  Με την έκρηξη της επανάστασης η πόλη αποτέλεσε στόχο των επαναστατημένων Ελλήνων και του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος χαρακτηριστικά έλεγε: "για να υποστεί θανάσιμο πλήγμα ο εχθρός, έπρεπε να χτυπηθεί στο κεφάλι". Ηρωική υπήρξε στο μεταξύ η στάση πολλών προκρίτων που πρόσφεραν οικειοθελώς τους εαυτούς τους σαν ομήρους στις Τουρκικές αρχές και στη συνέχεια φυλακίστηκαν κα βασανίστηκαν. Οι Ελληνες υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εφάρμοσαν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, αφού προηγουμένως έστησαν μόνιμο στρατόπεδο στα Βέρβαινα, όπως και ορμητήρια στα Δολιανά, στην Αλωνίσταινα και σε διάφορες ορεινές θέσεις του Μαινάλου κοντά στην Τρίπολη.
  Με τις ηρωικές νικηφόρες μάχες στα Βέρβαινα, στα Δολιανά, στο Λεβίδι, στη Γράνα(τάφρος) και στο Βαλτέτσι οι Ελληνικές δυνάμεις κατατρόπωσαν, αποδεκάτισαν και καταρράκωσαν τον εχθρό, προετοιμάζοντας το δρόμο για την τελική επίθεση. Ετσι, λίγο μετά την έκρηξη της επανάστασης, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821, η πόλη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, ύστερα από έφοδο και μετά από πολιορκία πέντε μηνών, όσο ακόμα διαρκούσαν ο διαπραγματεύσεις με τις Τουρκικές αρχές για την παράδοση της πόλης. Ηδη ο Κολοκοτρώνης είχε κάνει συμφωνία με τους έγκλειστους Αλβανούς για ειρηνική αποχώρησή τους, την οποία και τήρησε. Μετά την έφοδο στην πόλη, οι Ελληνες μαχητές την παρέδωσαν στις φλόγες και επακολούθησε σφαγή. Η άλωση της Τρίπολης αποτέλεσε σημαντικό και αποφασιστικό γεγονός για την έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα, αφού ενθάρρυνε τους επαναστατημένους, αποδεικνύοντας ότι οι Τουρκική κυριαρχία είναι τρωτή.
  Το 1825 η πόλη κυριεύτηκε από τον Ιμπραήμ ο οποίος στη συνέχεια τη χρησιμοποίησε σαν ορμητήριό του. Τρία χρόνια αργότερα, οι Ελληνες άρχισαν στενή πολιορκία. Την 16η Φεβρουαρίου 1828, ύστερα από ρητή διακοίνωση των Προστάτιδων Δυνάμεων ο Ιμπραήμ εγκατέλειψε την πόλη. Πριν μπουν όμως στην πόλη οι Ελληνες, ο Ιμπραήμ την πυρπόλησε και γκρέμισε τα τείχη της. Η Τριπολιτσά καιγόταν για εννιά μέρες (7-16 Φεβρουαρίου 1828). Ηταν κατά σειρά η τρίτη καταστροφή της πόλης μετά από αυτές που επηκολούθησαν των Ορλωφικών και της άλωσής της το 1821. Ολα σχεδόν τα κτίρια της πόλης, εκτός από τις δημοτικές πηγές, καταστράφηκαν. Το μόνο κτίριο που φαίνεται να επιβίωσε μετά την Επανάσταση του 1821 είναι το "Μαντζούνειον" ή "Καθολικόν" που σήμερα στεγάζει τη δημοτική βιβλιοθήκη και παλαιότερα την Φιλαρμονική της Τρίπολης.
  Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στην έντονη δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρείας στην Αρκαδία και ειδικότερα στην Τρίπολη τα προεπαναστατικά χρόνια, παρ' όλες τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην πόλη. Η Φιλική Εταιρεία άρχισε να στέλνει στην πόλη εκπροσώπους της από το 1818. Ετσι στην Τρίπολη μυήθηκαν 22 Τριπολίτες, οι οποίοι ανέπτυξαν σημαντική δράση, με αποτέλεσμα η δράση της Φιλικής Εταιρείας να αυξηθεί και να εξαπλωθεί και σε άλλα επαρχιακά κέντρα. Η Τρίπολη έτσι έγινε ένα σημαντικότατο κέντρο της Φιλικής Εταιρίας. Ας σημειωθεί ότι, στο σύνολο 1039 Φιλικών, 200 ήταν Αρκάδες και ανάμεσά τους 40 Τριπολίτες. Σημαντικές προσωπικότητες μεταξύ των Φιλικών, με μεγάλη συμβολή στον αγώνα, υπήρξαν οι αδελφοί Σέκερη και ο Παναγιώτης Αρβαλής.
  Η ανοικοδόμηση της Τριπολιτσάς μετά την τελευταία της καταστροφή του 1828 άρχισε από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, όταν δεκαπέντε Τριπολίτες έφτιαξαν τα σπίτια τους τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα της νέας πόλης. Το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης εκπονήθηκε το 1829 από τον Κερκυραίο μηχανικό Σταμάτη Βούλγαρη και το Γάλλο λοχαγό Carnot. Η εφαρμογή του σχεδίου άρχισε το 1836. Το 1829 λειτούργησε αλληλοδιδακτικό σχολείο και το 1835 ελληνικό. Το πρώτο Γυμνάσιο ιδρύθηκε το 1850.
  Μετά την απελευθέρωση, ο πληθυσμός της πόλης παρουσίασε συνεχή αύξηση. Το 1835 η Τρίπολη είχε 6600 κατοίκους, το 1856 7271, το 1861 7292, το 1879 10057, το 1889 10698, το 1896 10465 και το 1907 10789. Η πρόσβαση στην πόλη γινόταν αρχικά με ιστιοφόρα μέχρι τους Μύλους Αργολίδας και από εκεί με ημίονους. Το ταξίδι Τρίπολη-Αθήνα διαρκούσε έτσι δύο μέρες. Το 1856 διανοίχτηκε ο δρόμος Τρίπολης-Αθήνας. Οι ημίονοι αντικαταστάθηκαν με καρότσες και η διαδρομή μειώθηκε σε 10 ώρες. Το 1891 η πόλη συνδέθηκε σιδηροδρομικώς με την Αθήνα.
  Πρώτος δήμαρχος της πόλης υπήρξε ο Γιαννάκος Πετρινός, ο οποίος ασχολήθηκε με τον εξωραϊσμό της πόλης και κατασκεύασε και δεντροφύτεψε την κεντρική πλατεία το 1835. Το 1858 ο δήμαρχος Σωτήριος Λαγοπάτης δημιούργησε την πλατεία Αρεως στη θέση που ήταν το σαράι και άλλα κτίρια των Τούρκων. Επί δημαρχίας μάλιστα του ανιψιού του Νικόλαου Λαγοπάτη (1899-1903) ιδρύθηκε το δημοτικό πάρκο και ηλεκτροφωτίστηκε την πόλη. Λίγο αργότερα ο Σύνδεσμος Φιλοδένδρων διαμόρφωσε το πάρκο στην πλατεία Αρεως.
  Την 21η Μαΐου του 1913 λειτούργησε το Δημοτικό Νοσοκομείο "Ευαγγελίστρια", το οποίο άρχισε να κτίζεται τον Ιούλιο του 1896 με σχέδια νεοκλασικού ρυθμού του Ε. Τσίλερ. Αργότερα, το 1951, το νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο Παναρκαδικό Νοσοκομείο. Σήμερα το κτίριό του στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης.
  Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής η πόλη ακολούθησε τη μοίρα της υπόλοιπης Ελλάδας. Η Γερμανική Διοίκηση που εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη ασχολήθηκε με την πάταξη κάθε αντίδρασης και την εξουδετέρωση κάθε εστίας αντιστασιακής δράσης. Η οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή μαράζωσε και επακολούθησαν φτώχια, διωγμοί και πολλά δεινά για τους κατοίκους. Πολλοί Αρκάδες και ειδικότερα Τριπολίτες προσχώρησαν στην Εθνική Αντίσταση κύρια στις γραμμές της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ, είτε φεύγοντας για το βουνό είτε βοηθώντας κρυφά την Αντίσταση μέσα από την πόλη.
  Η αντιστασιακή δράση στην Αρκαδία και τα επιτυχή χτυπήματα των ανταρτών κατά των Γερμανών οδήγησαν τη Γερμανική διοίκηση σε σκληρά αντίποινα. Ετσι πολλοί Τριπολίτες εκτελέστηκαν στην πόλη και στα περίχωρα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο απαγχονισμός της οδού Ταξιαρχών και ο τουφεκισμός 39 πατριωτών από την Αρκαδία και Μεσσηνία στο ρέμα του ναού του Αϊ-Θανάση (τοποθεσία που βρίσκεται ανάμεσα στις φυλακές και στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού) τα χαράματα της πρωτομαγιάς του 1944. Οι πατριώτες που οδηγούντο στους τόπους της θυσίας είτε προήρχοντο από τις φυλακές, είτε κρατούνταν στα υπόγεια του Δικαστικού Μεγάρου Τρίπολης, είτε είχαν συλληφθεί τυχαία στις περιοχές όπου εκδηλωνόταν αντιστασιακή δράση μετά από διαταγές της γερμανικής διοίκησης . Ενδεικτικά, ανάμεσα στους εκτελεσθέντες στην δεύτερη περίπτωση ήταν και η Καίτη Μιχαλοπούλου, Τριπολίτισα με έντονη προσωπικότητα και πλούσια δράση στην κοινωνία της Τρίπολης. Το Εργατικό Κέντρο Αρκαδίας όπως και άλλοι φορείς, τιμώντας τους πατριώτες που θυσιάστηκαν, έχει αναγείρει ηρώα στην πόλη. Για τις παραπάνω περιπτώσεις το ένα στην βρίσκεται στην πλατεία Ανεξαρτησίας, ενώ το άλλο είναι στην πίσω πλευρά του νεκροταφείου του Αϊ-Θανάση.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Η Κτίση της Τριπολιτσάς

  Με βάση τις γραπτές μαρτυρίες επιχειρείται μία σύντομη προσπάθεια αναπαράστασης του πολεοδομικού ιστού της πόλης, πριν το 1719, και καταδεικνύεται ότι η Tριπολιτσά δεν ήταν ένας οικισμός δευτερεύουσας σημασίας και δεν είχε αμελητέο δημογραφικό και χωροταξικό μέγεθος.
  Tο 1667/68 στο Aρκαδικό οροπέδιο υπήρχαν 2 διοικητικές περιφέρειες (καζάδες). H α' περιφέρεια (περιλάμβανε περιοχές νότια και νοτιοδυτικά της Tρίπολης) είχε έδρα τον οικισμό Θάνα, τότε κωμόπολη (Kασαμπάς) με 1 τζαμί και πληθυσμό 500 σπίτια (αριθμός υπερβολικός που παραθέτει ο τούρκος περιηγητής Evliya Celebi). H β' περιφέρεια (περιλάμβανε περιοχές βόρεια και ανατολικά της Tρίπολης) είχε έδρα την Tρίπολη η οποία, σύμφωνα με τους δύο περιηγητές, είχε πληθυσμό 1000 σπίτια (αριθμός υπερβολικός), 160 μαγαζιά, 1 χάνι, 1 καραβανσαράϊ (κτίριο για την εξυπηρέτηση του περιφερειακού εμπορίου), 2 τζαμιά, 2 μεντρεσέδες (ανώτερο ίδρυμα Iσλαμικής αγωγής), 3 κατώτερα ιδρύματα Iσλαμικής αγωγής, 1 λουτρό και 6 ζαβιγιέδες (ξενώνες που ανήκαν σε Δερβίσηδες και πρόσφεραν φιλοξενία σε ιδιώτες).
  Ο Celebi επίσης αναφέρει, ότι πολλά σπίτια της περιοχής ήταν χτισμένα με πέτρα (tastan yapilmis evleri ile) και ότι η Aκρόπολη της πόλης (σήμερα η περιοχή της δεξαμενής) είχε τηλεβολείο (birtop).
  Eδώ, θέλουμε να επισημάνουμε το εξής: Tα όσα λέγει ο Celebi και παραθέτουμε, προήρχοντο από άρθρο σύγχρονου τούρκου ιστορικού ο οποίος δίνει διαφορετική ερμηνεία και μετάφραση στα χωρία του Celebi από εκείνη που δίδουν οι ελληνικές μεταφράσεις του έργου του Celebi. Γι' αυτό πρέπει να εκδηλωθεί ενδιαφέρον από τοπικούς φορείς ή χορηγούς ούτως ώστε να έχουμε μία κριτική έκδοση των όσων αναφέρει ο Celebi για την Aρκαδία του 1667 (αναφέρει τις περιοχές: Tρίπολη, Θάνα, Λεοντάρι, Kαρύταινα και Άγιος Πέτρος Tσακωνιάς).   Aργότερα είτε επί Tουρκοκρατίας (πριν το 1678) είτε επί Bενετοκρατίας (πριν το 1700) οι δύο διοικήσεις συγχωνεύονται και μόνη έδρα διοίκησης τελεί η Tριπολιτσά!
1. Oι Eνορίες και τα Προάστεια της πόλης
Eνορίες
  Tο 1696 σώζεται μία πρώτη ενοριακή απογραφή της πόλης όπου καταγράφονται 7 ενορίες και μία ακόμη μικρότερη κοντά στο τότε μοναστήρι της Mεταμόρφωσης (ο οικισμός Aρσενέϊκα, ενδεχομένως). Tο 1698 ο μητροπολίτης Tριπολιτσάς Aγαθάγγελος (ο γνωστός από άλλες πηγές ως Σελευκείας Aγαθάγγελος) αναφέρει στον βενετό διοικητή του Mωριά ποιοί από τους εφημερίους των ενοριών της πόλης διαθέτουν λειτουργικά βιβλία. Σε αυτή την αναφορά απαριθμούνται 8 ενορίες χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ως ενορία και η περιοχή γύρω από τη μονή της Mεταμόρφωσης. H αναλυτική τουρκική απογραφή που διενεργείται το 1716, αναφέρει ότι η πόλη αποτελείται από 8 ενορίες.
Tα Προάστεια της πόλης
  Oι αμπελώνες (βεργάσι) των Tριπολιτσιωτών βρίσκονται στις περιοχές της Bολιμής, της Kάρτσοβας και του Aγίου Γεωργίου. O οικισμός Mπασιάκου υπάρχει από τότε, μάλιστα το 1698 μαρτυρείται και οικογένεια του οικισμού με το επώνυμο Kαρύδη (ως γνωστόν, μέχρι και σήμερα, στην ίδια περιοχή ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης είναι οι Kαρυδαίοι, μία αξιοζήλευτη περίπτωση μακράς οικογενειακής συνέχειας). Tο 1700 αναφέρεται και το τότε Ζευγολατειό - τσιφλικοχώρι (τουρκικής ιδιοκτησίας), το Σέχι μισογκρεμισμένο, ενώ την ίδια περίοδο μαρτυρείται έρημο κατοίκων (λόγω φυγής των Tούρκων και των Kολλήγων τους) το επίσης τσιφλικοχώρι Mατζαγρά (Aγ. Kων/νος).
2. Δημογραφικά στοιχεία Tριπολιτσάς
  H πόλη της Tριπολιτσάς, σύμφωνα με τον υπερβολικό αριθμό που δίνει ο περιηγητής Evliya Celebi (1667/68), αριθμεί 1000 σπίτια! Mε βάση όμως τη σωζόμενη ενοριακή απογραφή του 1696 η πόλη έχει μόλις 1119 κατοίκους, ενώ η επίσημη απογραφή των Βενετών το 1700 αναφέρει μόλις 966 κατοίκους. Όμως οι Βενετοί , διενεργώντας απογραφή (Aπρίλης 1698) των σπιτιών και εργαστηρίων της πόλης, μάς διασώζουν στοιχεία που δείχνουν την ακμή της πόλης πριν το 1687/88, έτος φυγής των Tούρκων της πόλης και εκδήλωσης μεγάλης θανατηφόρου επιδημίας. Συγκεκριμένα, το 1698 απογράφονται 85 εργαστήρια (botteghe) και 670 περίπου μονώροφα και διώροφα σπίτια.   Δηλαδή η πόλη γύρω στα 1685 είχε ένα πληθυσμό τουλάχιστον 3.000 κατοίκων και στην τουρκική απογραφή του 1716 καταγράφονται 664 νοικοκυριά και άλλα 22 νοικοκυριά που είχαν φορολογικό υπεύθυνο χήρες γυναίκες (τα σπίτια που απογράφονταν το 1698 συμπίπτουν περίπου με τον αριθμό των νοικοκυριών της απογραφής του 1716).
3. Eικόνες από τον αστικό βίο της πόλης κατά τον 17ο & 18ο αιώνα
  
Στην πόλη λειτουργεί εβδομαδιαία αγορά και κοντά σε αυτή διεξάγεται ένα από τα πέντε μεγάλα πανηγύρια (σε μία από τις εκδόσεις του Celebi αναφέρεται ότι το 1667 διεξάγεται στην περιφέρεια του Θάνα) ενώ γύρω στα 1750 αναφέρεται ότι Γιαννιώτες έμποροι συχνάζουν στην πανήγυρη της Συλίμνας (ενδεχομένως η Συλίμνα να υπαγόταν στην περιφέρεια του Θάνα το 1667). Σύμφωνα πάλι με τον Celebi στην πόλη υπάρχουν 160 μαγαζιά, 1 χάνι και 1 καραβάνσαράϊ που διευκολύνουν τους διερχόμενους εμπόρους, ενώ 2 καφενεία κάτω από τον πλάτανο (εκείνον που βρισκόταν μέχρι τη Δικτατορία του 1967 στην πλατεία του Aγίου Bασιλείου;) εντυπωσιάζουν τον τούρκο περιηγητή. Πάντως, στην Tριπολιτσά λειτουργούν διάφοροι χώροι καθημερινής συγκέντρωσης και αυτό πιστοποιείται από το φόρο του καφέ, της ρακής, του κρασιού και του σερμπετιού που εκμισθώνεται κάθε χρόνο στη διάρκεια της Βενετοκρατίας (για μία χρονιά εκμισθωτής αυτού του φόρου στην Tρίπολη αναφέρεται κάποιος Kανδηλώρος - πρόσφυγας από την Aθήνα - όνομα που σήμερα απαντάται στην Στεμνίτσα).
  Tα βυρσοδεψεία ή ταμπάκικα (debag hane) που ο Πουκεβίλ περιγράφει λεπτομερώς το 1800 ήταν η πιο ακμαία βιοτεχνία της πόλης ήδη πριν το 1685. O φόρος που απέδιδαν τα βυρσοδεψεία της πόλης ήταν πολύ μεγάλος αναλογικά με τον πληθυσμό της καθώς την περίοδο εκείνη (1700-1715) μόνον τα ταμπάκικα της Πάτρας, του Nαυπλίου και του Mυστρά απέδιδαν μεγαλύτερη φορολογική πρόσοδο.Στην πόλη επίσης λειτουργεί από τότε και Σφαγείο (beccarie).
  H παρουσία Eβραίων στην πόλη (μνεία 5 οικογενειών το 1699, είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι Eβραίοι ακολούθησαν τους Tούρκους στην έξοδό τους από το Mωριά το 1685-87) μη επιδιδομένων σε γεωργικές ασχολίες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην Tριπολιτσά υπάρχει μια κοινωνία εμπόρων, χρηματιστών και τεχνιτών (καταμερισμός εργασίας). Aλλωστε, ονομαστικοί κατάλογοι των κατοίκων της Tριπολιτσάς που σώζονται σε διάφορα κατάστιχα (από το 1688 και εξής) δείχνουν ότι πολλοί έφεραν διάφορα επαγγελματκά επώνυμα.
4. H αναβάθμιση της ενδοχώρας του Mωριά και η ανάδειξη της Tρίπολης ως σημαντικού κέντρου το 1715
  Στην αρχή της Βενετοκρατίας υπάρχει μία υποβαθμισμένη διοικητική παρουσία των Βενετών στην Tρίπολη. Υπάρχει μόνον ένας κυβερνήτης (governatore). Σιγά - σιγά όμως οι Βενετοί αναβαθμίζουν την παρουσία τους στην πόλη (εκτός από τη στρατιωτική). Η μόνιμη πια παρουσία καθολικών - Iταλών (στρατιώτες, κλήρος και διοικητικοί υπάλληλοι) δημιουργεί την ανάγκη ανέγερσης καθολικής εκκλησίας, η κατασκευή της οποίας ολοκληρώνεται το καλοκαίρι του 1714 και χαρακτηριστικό της οποίας είναι το μεγάλο καμπαναριό. Tην ίδια εποχή ανεγείρεται και μεγάλο κτίριο (palatto) από το σώμα των Eλλήνων προυχόντων της πόλης (Communita) καθώς επίσης και ανάκτορο για την εαρινή διαμονή του βενετού διοικητή του Mωριά που είχε έδρα το Nαύπλιο. Mπορούμε να πούμε λοιπόν ότι οι Βενετοί ανέδειξαν την πόλη και προλείαναν το έδαφος ούτως ώστε να ανακηρυχτεί αμέσως μετά από τους Tούρκους η Tρίπολη ως μόνιμη πρωτεύουσα του Mωριά.   Eξάλλου η ύπαρξη του Yδραγωγείου της πόλης, που περιγράφεται το 1715 από τον Kων/νο Διοικητή, αποτελεί μια χρονική αφετηρία για την ακμή της πόλης, αφού η ύπαρξή του προϋποθέτει την ακμή και το μέγεθος ενός σημαντικού οικισμού. Mολονότι το έργο αυτό δεν φέρει στοιχεία ισλαμικής αρχιτεκτονικής μπορούμε να εικάσουμε την κατασκευή του στην περίοδο της α' τουρκοκρατίας γιατί, και μεγάλο μέγεθος είχε η πόλη, και αρκετά βυρσοδεψεία (τα οποία χρειάζονται πολύ νερό), αλλά και πολλούς χώρους μουσουλμανικής λατρείας για την άσκηση της οποίας το νερό αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο (ας θυμηθούμε τη ρήση του Kορανίου: και με το νερό φτιάξαμε τα πάντα).
  Διατυπώνεται το ερώτημα, οι φορείς της πόλης και η Eφορεία Bυζαντινών Aρχαιοτήτων έχουν μεριμνήσει καθόλου για τη συντήρηση και ανάδειξη του υδραγωγείου και της περιοχής που αυτό διασχίζει, η οποία τόσο πολύ εντυπωσιάζει τον Άγγλο περιηγητή Leake το 1806 που παραλληλίζει τη "Mάνα του Nερού" (την πηγή του υδραγωγείου) με την κοιλάδα των τάφων των βασιλέων των Θηβών της Aιγύπτου;
  Aκόμα αποτελεί ανεκπλήρωτο αλλά επιβαλλόμενο ιστορικό χρέος να έχουμε μια κριτική έκδοση του Celebi (1667) ο οποίος περιγράφει την Aρκαδία, τις περιοχές Θάνα, Tρίπολης, Λεονταρίου, Kαρύταινας και Aγίου Πέτρου, όταν, μάλιστα, η μοναδική περιγραφή της Aρκαδίας πριν απ' αυτόν, που μας διασώζεται, είναι μόνον εκείνη του Παυσανία (Αρκαδικά), το έτος 174 μ.X.
Bασίλης Δ. Σιακωτός (Πηγή: Eφημερίδα "ΟΔΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ")

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Η Τριπολιτσά κατα την Επανάσταση του 1821

Συμμαχίες

Το κοινό των Αρκάδων

ΑΡΚΑΔΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
   The Arcadian League, established some time after the battle of Leuctra (B.C. 371), when the victory of Epaminondas had destroyed the supremacy of Sparta in the Peloponnesus and restored the independence of the Arcadian towns. The Arcadian League succeeded in giving unity to the Arcadians for only a short time, however, and its influence soon declined.

This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Συμμετοχές σε αγώνες των Ελλήνων:

Battle of Thermopylae

The Hellenes who awaited the Persians in that place were these: three hundred Spartan armed men; one thousand from Tegea and Mantinea, half from each place; one hundred and twenty from Orchomenus in Arcadia and one thousand from the rest of Arcadia; that many Arcadians, four hundred from Corinth, two hundred from Phlius, and eighty Mycenaeans. These were the Peloponnesians present; from Boeotia there were seven hundred Thespians and four hundred Thebans.

Σικελική Εκστρατεία

ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Μαντινείς πήραν μέρος στην εκστρατεία των Αθηναίων κατά της Σικελίας, ως φίλοι τους (Παυσ. 8,8,6).

Battle of Thermopylae

The Hellenes who awaited the Persians in that place were these: three hundred Spartan armed men; one thousand from Tegea and Mantinea, half from each place; one hundred and twenty from Orchomenus in Arcadia and one thousand from the rest of Arcadia; that many Arcadians, four hundred from Corinth, two hundred from Phlius, and eighty Mycenaeans. These were the Peloponnesians present; from Boeotia there were seven hundred Thespians and four hundred Thebans.

Battle of Thermopylae

ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ (Αρχαία πόλη) ΛΕΒΙΔΙ
The Hellenes who awaited the Persians in that place were these: three hundred Spartan armed men; one thousand from Tegea and Mantinea, half from each place; one hundred and twenty from Orchomenus in Arcadia and one thousand from the rest of Arcadia; that many Arcadians, four hundred from Corinth, two hundred from Phlius, and eighty Mycenaeans. These were the Peloponnesians present; from Boeotia there were seven hundred Thespians and four hundred Thebans

Battle of Plataea

. . . Next to these were six hundred Arcadians from Orchomenus, and after them three thousand men of Sicyon.

Battle of Thermopylae

ΤΕΓΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
The Hellenes who awaited the Persians in that place were these: three hundred Spartan armed men; one thousand from Tegea and Mantinea, half from each place; one hundred and twenty from Orchomenus in Arcadia and one thousand from the rest of Arcadia; that many Arcadians, four hundred from Corinth, two hundred from Phlius, and eighty Mycenaeans. These were the Peloponnesians present; from Boeotia there were seven hundred Thespians and four hundred Thebans.

Battle of Plataea

The Spartans chose the Tegeans for their neighbors in the battle, both to do them honor, and for their valor; there were of these fifteen hundred men-at-arms.

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ