gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 100 (επί συνόλου 206) τίτλοι με αναζήτηση: Βιογραφίες  στην ευρύτερη περιοχή: "ΚΡΗΤΗ Νησί ΕΛΛΑΔΑ" .


Βιογραφίες (206)

Αγωνιστές του 1821

Δασκαλογιάννης, Ιωάννης Βλάχος

ΑΝΩΠΟΛΗ (Χωριό) ΣΦΑΚΙΑ

Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη (1786)

  Οι Τούρκοι πάτησαν την Κρήτη γύρω στο 1645 (ο Χάνδακας, δηλαδή το Ηράκλειο, έπεσε το 1669, μετά από εικοσάχρονη πολιορκία). Έτσι, οι πολυβασανισμένοι Κρητικοί αλλάξανε δυνάστη: από τη Βενεθιά στην Τουρκιά.
  Το 1770 ο Ιωάννης Βλάχος ("Δασκαλογιάννης"), εύπορος πλοιοκτήτης, άρχοντας από την Ανώπολη Σφακίων, ηγήθηκε της Επανάστασης των Σφακιανών εναντίον του Τούρκων. Μετά από ένα θριαμβευτικό ξεκίνημα όμως, η Επανάσταση πνίγηκε στο αίμα από τις χιλιάδες του τουρκικού στρατού και ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε, βέβαιος ότι θα πεθάνει, για να μην εξοντωθούν οι Σφακιανοί. Οι Τούρκοι, αν και είχαν υποσχεθεί να μην τον πειράξουν (μόνο να τον εξορίσουν), αθέτησαν την υπόσχεσή τους και τον οδήγησαν στο Ηράκλειο, όπου τον έγδαραν ζωντανό ως δημόσιο θέαμα.
  Στον τόπο του μαρτυρίου είχαν οδηγήσει τον αιχμάλωτο αδελφό του Νικόλαο, τον επονομαζόμενο Χατζή Σγουρομάλλη, ο οποίος δεν άντεξε τη φρίκη και έχασε τα λογικά του.
  Δεκαέξι χρόνια μετά, το 1786, ο μπάρμπα Μπατζελιός (Παντελής), πολεμιστής του Δασκαλογιάννη, συνέθεσε το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, ένα έπος 1034 στίχων, που το υπαγόρευσε στον Αναγνώστη του παπά Σήφη Σκορδύλη, ο οποίος το κατέγραψε, γιατί ο ίδιος ο μπάρμπα Μπατζελιός ήταν εντελώς αγράμματος (το θυμόταν όλο απ' έξω, όπως οι αρχαίοι επικοί ποιητές). Το συγκλονιστικό στιγμιότυπο της αφήγησης περιγράφεται από τον Αναγνώστη (που προφανώς ήταν κι αυτός ριμαδόρος, δηλαδή λαϊκός ποιητής) στο συγκινητικό επίλογο του ποιήματος.
  Εκτός από την ιστορική και την ποιητική αξία του έργου, εντυπωσιακά είναι τα κοινά στοιχεία του με την αρχαία επική ποίηση και ιδιαίτερα με τα ομηρικά έργα μεταξύ των άλλων, η επανάληψη κάποιων φράσεων ή, σπάνια, και ολόκληρων στίχων (απαραίτητο για κάποιους που δεν έγραφαν, αλλά μόνο θυμούνταν απ' έξω τόσες εκατοντάδες στίχους), καθώς και το ότι ξεκινά με επίκληση του ποιητή στο Θεό να τον βοηθήσει να φέρει σε πέρας την προσπάθειά του, όπως ο Όμηρος ξεκινούσε με τη γνωστή επίκληση στη Μούσα. Από τα κυριότερα κοινά στοιχεία όμως είναι η εξιστόρηση των μαχών, ο τρόπος περιγραφής του ήρωα και η αφήγηση των διαλόγων και των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου είναι φανερό ότι ο ποιητής δεν έχει στο νου του μόνο να εξιστορήσει τα γεγονότα, αλλά αναδημιουργεί, με γνήσιο λογοτεχνικό πνεύμα, μέσα στο έργο του ολόκληρο τον κόσμο στον οποίο διαδραματίζεται η τραγωδία γράφει ένα έμμετρο μυθιστόρημα. Το 1978 ο αξέχαστος παπά Αγγελος Ψυλλάκης ηχογράφησε μεγάλο μέρος του τραγουδιού, σε παραδοσιακό σκοπό, στο δίσκο Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη (Calypso 80001).
  Εμείς το παίρνομε από το εξαίρετο βιβλίο του Σφακιανού δημοσιογράφου, ερευνητή και συγγραφέα Πάρι Στ. Κελαϊδή Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (εκδ. «Καράβι και Τόξο», Αθήνα 1978) σε μερική αντιπαραβολή με την έκδοση του Βασίλη Λαούρδα (Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειον Κρήτης 1947) και το μεταφέρομε στη σημερινή ορθογραφία. Για τις υποσημειώσεις συμβουλευτήκαμε αρκετές φορές το αναλυτικό γλωσσάρι του βιβλίου.
Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη ως ιστορική πηγή
  Στην πλήρως σχολιασμένη, ιστορικά και φιλολογικά, έκδοση του Βασίλη Λαούρδα (Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειον Κρήτης 1947) επισημαίνονται τρεις ανακρίβειες στα ιστορικά στοιχεία που δίδει ο μπάρμπα Μπατζελιός:
ότι οι Σφακιανοί δεν ήταν απαλλαγμένοι από φόρους, όπως αναφέρεται στο Τραγούδι, ότι ο Πρωτόπαπας, που ήταν θείος του Δασκαλογιάννη, συνελήφθη στα Σφακιά, σύμφωνα με τις τουρκικές αναφορές της εποχής, και όχι συνοδεύοντας το Δασκαλογιάννη, μαζί με τους άλλους, στο Ηράκλειο, ότι το μαρτύριο του Δασκαλογιάννη συνέβη όχι αμέσως, αλλά μετά από έναν ολόκληρο χρόνο αιχμαλωσίας (17 Ιουνίου 1771). Κατά τον ίδιο το σχολιαστή, οι ανακρίβειες αυτές (παρόλο που πρέπει να κάνουν τον ιστορικό ερευνητή προσεκτικό στην αξιοποίηση του Τραγουδιού) καθόλου δε μειώνουν την αξία του ποιήματος - αντίθετα, «αναβαθμίζουν λογοτεχνικά την πραγματικότητα», εκφράζοντας καθαρότερα αυτά που όφειλε ο ποιητής να τονίσει.
Προγενέστερες εκδόσεις
  Με βάση την έκδοση του Λαούρδα αναφέρουμε τις ακόλουθες προγενέστερες εκδόσεις του Τραγουδιού του Δασκαλογιάννη:
α. από τον Εμμ. Βαρδίδη, Κρητικαί Ρίμαι, Τα Τραγούδια Δασκαλογιάννη και Αληδάκη, Αθήνα 1888,
β. από τον Παύλο Ι. Φαφουτάκη, Συλλογή ηρωϊκών κρητικών ασμάτων, Αθήνα 1889,
γ. από τον Μπορτολή, Το τραγούδι του τσελεπή Δασκαλογιάννη, 1939.
Υπάρχουν επίσης και οι «συνεπτυγμένες μορφές» του, που περιλαμβάνονται στις εκδόσεις:
α. του Legrand (Recueil de chansons populaires grecques, 1874),
β. του Αντώνη Γιανναράκη (Jeannarakis, Ασματα κρητικά μετά διστίχων και παροιμιών, Λειψία 1876).
  Λεπτομέρειες εξάλλου για τα γεγονότα της Επανάστασης του 1770 βλ., μεταξύ άλλων, και στην περισπούδαστη Ιστορία της Κρήτης από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι των καθ' ημάς χρόνων του Βασιλείου Ψιλάκη, εν Χανίοις 1909, τόμ. Γ', κεφ. Δ', σελ. 86-146, και στην Ιστορία της Κρήτης του Ιωάννη Μουρέλλου, Ηράκλειον 1931, τόμ. Α', σελ. 121-221. Βλ. και το συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Αγγελή Δασκαλογιάννης, α΄ έκδ. 1962, ανατύπωση 1979.
Τα παιδιά του Δασκαλογιάννη
  Στο βιβλίο του για την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη ο Πάρις Κελαϊδής αναφέρεται στους παλαιότερους μελετητές που ασχολήθηκαν με το θέμα της τύχης της οικογένειας του αγωνιστή.
Οι μελετητές αυτοί ήταν:
α. ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέας Ανδρεάδης, ο οποίος «εκαυχάτο ότι καταγόταν από την οικογένεια του Δασκαλογιάννη»,
β. ο γέροντας οπλαρχηγός Δημήτριος Ζουδιανός από την επαρχία Μαλεβιζίου, ο οποίος άφησε χειρόγραφα απομνημονεύματα, στα οποία ανέφερε ότι οι απόγονοι του εθνομάρτυρα δεν χάθηκαν,
γ. ο καθηγητής Φιλολογίας και μέλος της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών Ι. Δ. Τζάρτζανος, ο οποίος δημοσίευσε σχετική μελέτη,
δ. ο γνωστός ερευνητής και συγγραφέας Στέργιος Σπανάκης, που αναφέρθηκε στο θέμα σε ομιλία του το 1971, στην επέτειο των 200 ετών από το θάνατο του ήρωα, και
ε. ο εκπαιδευτικός Αντώνιος Τρακάκης, ο οποίος ασχολήθηκε με τη ζωή της μιας θυγατέρας του ήρωα, της Μαρίας.
Με βάση το έργο τους, ο Π. Κελαϊδής αναφέρει τα εξής (σελ. 53-56):
  Τα παιδιά του Δασκαλογιάννη ήταν τέσσερα, ο Ανδρέας Βλάχος, η Μαρία, η Ανθούσα και η Ελευθερούσα. Από αυτούς:
Α. Ο Ανδρέας είχε απογόνους: το Γεώργιο Δασκαλάκη (που επονομαζόταν Τσελεπής για το μεγαλοπρεπές παράστημά του και έγινε αργότερα ο γνωστός ήρωας του 1821), το Μανούσο (που μαζί με τον προηγούμενο ήταν πριν το 1821 καπετάνιοι σε καράβια του συγγενή τους Ανδρέα Κριαρά) και τον Ιωάννη. Τον τελευταίο θαύμασε ο Μέγας Ναπολέων για την ευθυβολία και την παλληκαριά του και τον έκαμε αρχηγό της Σωματοφυλακής που ίδρυσε από ογδόντα Σφακιανούς.
Β. Η Μαρία, που έμεινε μαζί με τον πατέρα της στη φυλακή του Μεγάλου Κάστρου (Ηρακλείου), δόθηκε ως γυναίκα στο διευθυντή Οικονομικών Υποθέσεων της Κρήτης Αμπλού Αχμέτ Πασά, ο οποίος τόσο την αγάπησε, που της επέτρεψε να διατηρήσει τη χριστιανική της πίστη. Όταν αργότερα εκείνος έγινε υπασπιστής του Σουλτάνου, εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και η Μαρία έζησε ως μέλος της εκλεκτής κοινωνίας της Πόλης. Διασκεύασε μάλιστα κρυφά ένα δωμάτιο του σπιτιού τους σε χριστιανικό ναό. Μετά το θάνατο του άντρα της, γύρω στα 1820, εγκαταστάθηκε στην Τήνο, όπου έγινε μοναχή με το όνομα Πελαγία και έζησε ώς το 1823. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έστειλε στην Κρήτη με έξοδά της το Νικόλαο Ζερβό από τα Κούντουρα Μεγαρίδος να βοηθήσει τους επαναστατημένους, και πάλι, συμπατριώτες της αυτός ήταν ο μετέπειτα ήρωας Ζερβονικόλας.
Γ. Η Ανθούσα, η δεύτερη θυγατέρα του Δασκαλογιάννη, που ήταν «όνειρο ξανθής καλλονής», είχε παντρευτεί πριν από την επανάσταση του 1770 το συνεπαρχιώτη της Γεώργιο Δασκαλάκη, επονομαζόμενο Παχύ, λόγω των τεράστιων διαστάσεών του. Είχε γραφτεί αρχικά ότι πνίγηκε σ’ ένα πηγάδι για να γλιτώσει την ατίμωση. Νεώτερα στοιχεία όμως απέδειξαν ότι μετά την Επανάσταση εξορίστηκε με το σύζυγό της από τους Τούρκους στο χωριό Δαφνές της επαρχίας Μαλεβιζίου. Γιος τους ήταν ο Ανδρέας Παχυνάκης, με τη γνωστή δράση στα 1821.
Δ. Η τρίτη κόρη του ήρωα, η Ελευθερούσα, αναγκάστηκε να παντρευτεί τον πλούσιο βαλή της Σμύρνης Γιαλί Χουσεΐν Μπέη. Κατόρθωσε όμως να κάμει χριστιανούς τους δυο γιους της, ο οποίοι αγωνίστηκαν (όπως όλα τα εγγόνια του Δασκαλογιάννη) για την απελευθέρωση του Γένους. Στις ελάχιστες πληροφορίες που δίδουν παλαιότεροι ιστορικοί αναφέρεται ότι η σύζυγος του Δασκαλογιάννη, η Σγουρομάλλινη, με τους αδελφούς του κατέφυγαν στα Κύθηρα. Αδέλφια του εθνομάρτυρα ήταν ο Παύλος, ο Νικόλαος, ο Μανούσος, ο Γεώργιος και η Κατίνα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Κουρμούλης Δημήτριος

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ (Λιμάνι) ΤΥΜΠΑΚΙ
1765 - 1824
(Μεσσαρά Κρήτης 1765 - Ύδρα 1824)
  Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε στην εξέγερση της Κρήτης το 1824. Μετά την καταστολή της πέρασε στην Κάσο και μετά την καταστροφή του νησιού διέφυγε στην Πελοπόννησο. Σύντομα πέρασε στην Αττική και υπό τις διαταγές του Γκούρα αγωνίστηκε εναντίον του Ομέρ Βρυώνη. Αργότερα εντάχθηκε στο σώμα του Δημητρίου Καλλέργη και πήρε μέρος σε πολλές συγκρούσεις. Σκοτώθηκε στη μάχη του Αναλάτου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων


Κουρμούλης Μιχάλης

1765 - 1824
(Μεσσαρά Κρήτης 1765 ­ Ύδρα 1824)
  Οπλαρχηγός του 1821. Στην προεπαναστατική περίοδο ως μουσουλμάνος είχε υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό. Διέθετε μεγάλη δύναμη στη Μεσσαρά και ως «κρυπτοχριστιανός» εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ομογενών του. Αμέσως μετά την έκρηξη της Eπανάστασης πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό της Κρήτης. Το 1823 τοποθετήθηκε από τον Εμμανουήλ Τομπάζη υπαρχηγός του ελληνικού στρατού και αντιστάθηκε στις επιδρομές του Χουσεΐν Πασά. Μετά την υποταγή της Κρήτης ακολούθησε τον Τομπάζη στην Ύδρα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων


Κόρακας Μιχάλης

ΠΟΜΠΙΑ (Κωμόπολη) ΜΟΙΡΕΣ
1797 - 1882
(Πόμπιο Ηρακλείου Κρήτης 1797 ­ 1882)
  Αγωνιστής του 1821, από τους σπουδαιότερους οπλαρχηγούς των μετέπειτα κρητικών επαναστάσεων. Με την έναρξη του αγώνα στη Μεγαλόνησο (Μάϊος 1821) εντάχθηκε στα ένοπλα τμήματα της Μεσσαράς υπό το Μιχάλη Κουρμούλη. Το 1827 αγωνίστηκε εναντίον των δυνάμεων του Κιουταχή στην Αττική. Διορίστηκε υπασπιστής του Δημητρίου Καλλέργη και αργότερα αναδείχτηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους ηγέτες της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων


Κριτοβουλίδης Καλλίνικος

ΧΑΝΙΑ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
1792 - 1868
(Χανιά 1792 ­ Αθήνα 1868)
  Φιλικός και αγωνιστής στην Κρήτη κατά την Επανάσταση του 1821, λόγιος και απομνημονευματογράφος. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Πήρε ενεργό μέρος στην εξέγερση της Μεγαλονήσου και ασχολήθηκε κυρίως με διοικητικά θέματα. Μετά την καταστολή της Επανάστασης κατέφυγε στην Πελοπόννησο. Συμμετείχε στην επιχείρηση της Γραμβούσας και μετά την επιτυχή έκβασή της τοποθετήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση μέλος της τριμελούς διοικητικής Επιτροπής Κρήτης. Μετά το 1830 εγκαταστάθηκε οριστικά στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και ανέλαβε υπηρεσία σε διάφορες θέσεις. Έγραψε και δημοσίευσε "Απομνημονεύματα του περί της αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών".

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων


Αρχαιολόγοι

Ξανθουδίδης Στέφανος

ΑΒΔΟΥ (Χωριό) ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ
1864 - 1928
Ιστορικός , φιλόλογος και λαογράφος

Αρχιτέκτονες

Χερσίφρων ο Κνώσιος, 6ος αι., π.Χ.

ΚΝΩΣΟΣ (Μινωικός οικισμός) ΚΡΗΤΗ
Chersiphron, or, as the name is written in Vitruvius and one passage of Pliny, Ctesiphon, an architect of Cnossus in Crete, in conjunction with his son Metagenes, built or commenced building the great temple of Artemis at Ephesus. The worship of Artemis was most probably established at Ephesus before the time of the Ionian colonization; and it would seem, that there was already at that distant period some temple to the goddess. (Paus. vii. 2. Β§ 4.) We are not told what had become of this temple, when, about the beginning of the 6th century B. C., the Ionian Greeks undertook the erection of a new temple, which was intended for the centre of their national worship, like the temple of Hera at Samos, which was built about the same time by the Dorian colonies. The preparation of the foundations was commenced about B. C. 600. To guard against earthquakes, a marsh was chosen for the site of the temple, and the ground was made firm by layers of charcoal rammed down, over which were laid fleeces of wool. This contrivance was suggested by Theodorus of Samos. The work proceeded very slowly. The erection of the columns did not take place till about 40 years later (B. C. 560). This date is fixed by the statement of Herodotus (i. 92), that most of the pillars were presented by Croesus. This therefore is the date of Chersiphron, since it is to him and to his son Metagenes that the ancient writers attribute the erection of the pillars and the architrave. Of course the plan could not be extended after the erection of the pillars; and therefore, when Strabo (xiv.) says, that the temple was enlarged by another architect, he probably refers to the building of the courts round it. It was finally completed by Demetrius and Paeonius of Ephesus, about 220 years after the foundations were laid ; but it was shortly afterwards burnt down by Herostratus on the same night in which Alexander the Great was born, B. C. 356. It was rebuilt with greater magnificence by the contributions of all the states of Asia Minor. It is said, that Alexander the Great offered to pay the cost of the restoration on the condition that his name should be inscribed on the temple, but that the Ephesians evaded the offer by replying, that it was not right for a god to make offerings to gods. The architect of the new temple was Deinocrates. The edifice has now entirely disappeared, except some remnants of its foundations. Though Pliny (like others of the ancient writers) has evidently confounded the two buildings, yet his description is valuable, since the restored temple was probably built on the same foundations and after the same general plan as the old one. We have also descriptions of it by Vitruvius, who took his statements from a work on the temple, which was said to have been written by the architects themselves, Chersiphron and Metagenes (vii. Praef.12). There are also medals on which the elevation of the chief portico is represented. The temple was Octastyle, Dipteral, Diastyle, and Hypaethral. It was raised on a basement of 10 steps. Its dimensions were 425 X 220 feet. The columns were 127 in number, 60 feet high, and made of white marble, a quarry of which was discovered at a distance of only eight miles from the temple, by a shepherd named Pixodarus. Thirty-six of the columns were sculptured (perhaps Caryatides within the cella), one of them by the great sculptor Scopas (Plin. xxxvi. 14. s. 21: but many critics think the reading doubtful). They were of the Ionic order of architecture, which was now first invented (Plin. xxxvi. 23. s. 56, and especially Vitruv. iv. 1.7, 8). Of the blocks of marble which composed the architrave some were as much as 30 feet long. In order to convey these and the columns to their places, Chersiphron and Metagenes invented some ingenious mechanical contrivances (Vitruv. x. 6, 7, or x. 2.11, 12, ed. Schneider; Plin. xxxvi. 14. s. 21). The temple was reckoned one of the seven wonders of the world, and is celebrated in several epigrams in the Greek Anthology, especially in two by Antipater of Sidon.
  From this account it is manifest that Chersiphron and Metagenes were among the most distinguished of ancient architects, both as artists and mechanicians.
(Plin. H. N. vii. 25. s. 38, xvi. 37. s. 79, xxxvi. 14. s. 21; Vitruv. iii. 2.7, vii. Praef.16; Strab. xiv.; Liv. i. 45; Diog. Laert. ii. 9; Philo Byzant. de VII Orb. Mirac.)

This text is from: A Dictionary of Greek and Roman Antiquities (1890) (eds. William Smith, LLD, William Wayte, G. E. Marindin). Cited Nov 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Μεταγένης ο Κνώσιος, 6ος αι., π.Χ.

Son of Chersiphron of Cnosus

Γλύπτες

Ακέστωρ

Γλύπτης και πατέρας του επίσης γλύπτη Αμφίων.

Acestor (Akestor), a sculptor mentioned by Pausanias (vi. 17.2) as having executed a statue of Alexibius, a native of Heraea in Arcadia, who had gained a victory in the pentathlon at the Olympic games. He was born at Cnossus, or at any rate exercised his profession there for some tine. (Paus. x. 15.4.) He had a son named Amphion, who was also a sculptor, and had studied under Ptolichus of Corcyra (Paus. vi. 3.2); so that Acestor must have been a contemporary of the latter, who flourished about Ol. 82. (B. C. 452.)

Αμφίων

Amphion. A sculptor, son of Acestor, pupil of Ptolichus of Corcyra, and teacher of Piso of Calaureia, was a native of Cnossus, and flourished about B. C. 428 or 424. He executed a group in which Battus, the colonizer of Cyrene, was represented in a chariot, with Libya crowning him, and Cyrene as the charioteer. This group was dedicated at Delphi by the people of Cyrene. (Paus. vi. 3. 2, x. 15.4)

Dipoenus and Scyllis [Daidalidai]

ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ
Sculptors, pupils or sons of Daedalus (Paus). The very first men to become famous as marble sculptors were Dipoenus and Scyllis, born in Crete while the Median empire still existed and before Cyrus began to rule in Persia. This was approximately in the 50th Olympiad [580-577]. They moved to Sicyon, which had long been the home of all such industries.
List of works, referred by ancients:
- Apollo, Artemis, Herakles, and Athena, at Sikyon
- Athena, at Kleonai
- The Dioskouroi, their wives and children, at Argos; ebony and ivory
- Herakles, at Tiryns
- Herakles, in Lydia, plundered by Cyrus (547/6)
- Athena, at Lindos, later in Constantinople (from ca. A.D. 330)

Dipoenus and Scyllis, (Dipoinos kai Skullis), very ancient Greek statuaries, who are always mentioned together. They belonged to the style of art called Daedalian. Pausanias says that they were disciples of Daedalus, and, according to some, his sons. (ii. 15.1, iii. 17.6.) There is, however, no doubt that they were real persons; but they lived near the end, instead of the beginning, of the period of the Daedalids. Pliny says that they were born in Crete, during the time of the Median empire, and before the reign of Cyrus, about the 50th Olympiad (B. C. 580: the accession of Cyrus was in B. C. 559). From Crete they went to Sicyon, which was for a long time the chief seat of Grecian art. There they were employed on some statues of the gods, but before these statues were finished, the artists, complaining of some wrong, betook themselves to the Aetolians. The Sicyonians were immediately attacked by a famine and drought, which, they were informed by the Delphic oracle, would only be removed when Dipoenus and Scyllis should finish the statues of the gods, which they were induced to do by great rewards and favours. The statues were those of Apollo, Artemis, Heracles, and Athena (Plin. H. N. xxxvi. 4.§ 1), whence it seems likely that the whole group represented the seizure of the tripod, like that of Amyclaeus. Pliny adds that Ambracia, Argos, and Cleonae, were full of the works of Dipoenus. (§ 2.) He also says (§§ 1, 2), that these artists were the first who were celebrated for sculpturing in marble, and that they used the white marble of Paros. Pausanias mentions, as their works, a statue of Athena, at Cleonae (l. c.), and at Argos a group representing Castor and Pollux with their wives, Elaeira and Phoebe, and their sons, Anaxis and Mnasinous. The group was in ebony, except some few parts of the horses, which were of ivory. (Paus. ii. 22.6.) Clement of Alexandria mentions these statues of the Dioscuri, and also statues of Hercules of Tiryns and Artemis of Munychia, at Sicyon. (Protrep.; comp. Plin. l. c.) The disciples of Dipoenus and Scyllis were Tectaeus and Angelion, Learchus of Rhegium, Doxycleidas and his brother Medon, Dontas, and Theocles, who were all four Lacedaemonians. (Paus. ii. 32. 4, iii. 17.6, v. 17. 1, vi. 19.9.)

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Dipoenus, (Dipoinos)

A Greek sculptor, born in Crete, who flourished in Argos and Sicyon about B.C. 560. In conjunction with his countryman Scyllis he founded an influential school of sculpture in the Peloponnesus of the Daedalian style.

Αριστοκλής

ΚΥΔΩΝΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΝΙΑ
Aristocles of Cydonia was one of the most ancient sculptors; and though his age could not be clearly fixed, it was certain that he flourished before Zancle was called Messene (Paus. v. 25.6), that is, before 494 B. C.

Κρησίλας, 5ος αιώνας π.Χ.

The school of Phidias had rivals in the naturalistic school which followed Myron, including his son, Lycius, and Cresilas of Cydonia

  Kresilas of Kydonia in Crete (not necessarily identical with the "Ctesilaus" who "made a Doryphoros and a wounded Amazon": Pliny in N.H. 34.75) is often given the Sciarra type, though his style is only known from the Perikles portrait (Ch. 6.3) if the copies we have indeed reproduce the statue noted by Pliny, N.H. 34.74 and Pausanias (1.28.2 -- but omitting the sculptor). "Cydon" probably repeats Kresilas's own ethnic, a slip which may have eliminated another name (Strongylion, whose Amazon is praised by Pliny in N.H. 34.82?); while Phradmon of Argos is known for three other works, all lost.

This extract is from: Andrew Stewart, One Hundred Greek Sculptors: Their Careers and Extant Works. Cited Oct 2003 from Perseus Project URL below, which contains extracts from the ancient literature, bibliography & interesting hyperlinks.


Επτά Σοφοί

Επιμενίδης, 7ος αι π.Χ.

ΚΝΩΣΟΣ (Μινωικός οικισμός) ΚΡΗΤΗ
Epimenides. A poet and prophet of Crete. His father's name was Dosiades or Agesarces. We have an account of him in Diogenes Laertius (i. c. 10), which, however, is a very uncritical mixture of heterogeneous traditions, so that it is difficult, if not altogether imposible, to discover its real historical substance. The mythical character of the traditions of Epimenides is sufficiently indicated by the fact of his being called the son of a nynmph, and of his being reckoned among the Curetes. It seems, however, pretty clear, that he was a native of Phaestus in Crete (Diog. Laert. i. 109; Plut. Sol. 12; de, Defect. Orac. 1), and that he spent the greater part of his life at Cnossus, whence he is sometimes called a Cnossian.
  There is a story that when yet a boy, he was sent out by his father to fetch a sheep, and that seeking shelter from the heat of the midday sun, he went into a cave. He there fell into a sleep in which lie remained for fifty-seven years. On waking he sought for the sheep, not knowing how long he had been sleeping, and was astonished to find everything around him altered. When lie returned home, he found to his great amazement, that his younger brother had in the meantime grown an old man.
  The time at which Epimenides lived, is determined by his invitation to Athens when he had already arrived at an advanced age. He was looked upon by the Greeks as a great sage and as the favourite of the gods. The Athenians who were visited by a plague in consequence of the crime of Cylon, consulted the Delphic oracle about the means of their delivery. The god commanded them to get their city purified, and the Athenians sent out Nicias with a ship to Crete to invite Epimenides to come and undertake the purification. Epimenides accordingly came to Athens, about B. C. 596 or Olymp. 46, and performed the desired task by certain mysterious rites and sacrifices, in consequence of which the plague ceased. The grateful Athenians decreed to reward him with a talent and the vessel which was to carry him back to his native island. But Epimenides refused the money, and only desired that a friendship should be established between Athens and Cnossus.   Whether Epimenides died in Crete or at Sparta, which in later times boasted of possessing his tomb (Diog. Laert. i. 115), is uncertain, but he is said to have attained the age of 154, 157, or even of 299 years. Such statements, however, are as fabulous as the story about his fifty-seven years' sleep.
  According to some accounts, Epimenides was reckoned among the seven wise men of Greece (Diog. Laert. Prooem. § 13; Plut. Sol. 12); but all that tradition has handed down about him suggests a very different character from that of those seven, and he must rather be ranked in the class of priestly bards and sages who are generally comprised under the name of the Orphici; for everything we hear of him, is of a priestly or religious nature: he was a purifying priest of superhuman knowledge and wisdom, a seer and a prophet, and acquainted with the healing powers of plants. These notions about Epimenides were propagated throughout antiquity, and it was probably owing to the great charm attached to his name, that a series of works, both in prose and in verse, were attributed to him, though few, if any, can be considered to have been genuine productions of Epimenides, the age at which he he lived was certainly notan age of prose composition in Greece.
  Diogenes Laertius (i. 112) notices as prose works, one on sacrifices, and another on the Political Constitution of Crete. There was also a Letter on the Constitution which Minos had given to Crete; it was said to have been addressed by Epimenides to Solon; it was written in the modern Attic dialect, and was proved to be spurious by Demetrius of Magnesia. Diogenes himself has preserved another letter, which is likewise addressed to Solon; it is written in the Doric dialect, but is no more genuine than the former. The reputation of Epimenides as a poet may have rested on a somewhat surer foundation; it is at any rate more likely that he should have composed such poetry as Chresmo and Katharmoi than any other (Suidas, s. v. Epimenides; Strab. x ; Paus. i. 14.4). It is, however, very doubtful whether he wrote the Genesis kai Theogonia of the Curetes and Corybantes in 5000 verses, the epic on Jason and the Argonauts in 6500, and the epic on Minos and Rhadamanthys in 4000 verses; all of which works are mentioned by Diogenes. There cannot, however, be any doubt but that there existed in antiquity certain old-fashioned poems written upon skins; and the expression, Epimenideion derma was used by the ancients to designate anything old-fshioned, obsolete, and curious.
  An allusion to Epimenides seems to be made in St. Paul's Epistle to Titus (i. 12). Comp. Fabric. Bibl. Grace. vol. i. pp. 30, &c., 844; Hockh, Kreta, vol. iii. p. 246, &c.; Bode, Gesch. der Hellen. Dichtk. vol. i. p. 463, &c., and more especially C. F. Heinrich, Epimenides aus Creta, Leipzig, 1801, 8vo.

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited April 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Επιμενίδης

ΦΑΙΣΤΟΣ (Μινωικός οικισμός) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Epimenides. A Cretan, contemporary with Solon, and born perhaps in B.C. 659, at Phaestus, in the island of Crete, according to some accounts, or at Cnosus according to others. Many marvellous tales are related of him. It is said that, going by his father's order in search of a sheep, he laid himself down in a cave, where he fell asleep and slept for fifty years, on which legend Goethe has written a poem. He then made his appearance among his fellow-citizens with long hair and a flowing beard, and with a knowledge of medicine and natural history which then appeared more than human. Another story told of this Cretan was that he had the power of sending his soul out of his body and recalling it at pleasure; that he had familiar intercourse with the gods, and possessed the power of prophecy. The event of his life by which he is best known was his visit to Athens at the request of the inhabitants, in order to pave the way for the legislation of Solon by purifications and propitiatory sacrifices. These rites were intended, according to the spirit of the age, to allay the feuds and party dissensions which prevailed there; and, although what he enjoined was mostly of a religious nature (for instance, the sacrifice of a human victim, the consecration of a temple to the Eumenides, and of two altars to Hybris and Anaidea, the two evil powers which were exerting their influence on the Athenians), there can be little doubt that his object was political, and that Solon's constitution would hardly have been accepted had it not been recommended and sanctioned by some person who, like Epimenides, claimed from men little less than the veneration due to a superior being.
  The Athenians wished to reward Epimenides with wealth and public honours, but he refused to accept any remuneration, and demanded only a branch of the sacred olive-tree and a decree of perpetual friendship between Athens and his native city. Epimenides is said to have lived, after his return to Crete, to the age of 157 years. Other accounts give his age as nearly 230 years. Divine honours were paid him by the Cretans after his death. Epimenides composed a theogony and other poems concerning religious mysteries. He wrote also a poem on the Argonautic Expedition, and other works, which are entirely lost. His treatise on oracles and responses, mentioned by St. Jerome, is said to have been the work from which St. Paul quotes in the epistle to Titus.

This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2003 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Ζωγράφοι

Δαμασκηνός Μιχάλης

ΗΡΑΚΛΕΙΟ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
1530 - 1592
Michael Damaskinos became famous at his time (referred 1570-1591). He developed the ability to work in different styles and to create excellent icons in the whole array, from impeccable byzantine to downright italian. Besides, he worked in Venice for the paintings of the church of St. George of the Greeks. He showed a new way to a blending of the traditional orthodox with the contemporary western art, and had many imitators.

Νίκος Κούνδουρος

  Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε το 1954 στο Ηράκλειο Κρήτης. Το 1960 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο. Το 1975 παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στο Κέντρο Εικαστικών και Γραφικών Τεχνών του Λυκούργου Σταυράκου. Από το 1976 έως και το 1978 κάνει τον πρώτο κύκλο της Καλών Τεχνών στη Μασσαλία. Σ'αυτό το διάστημα, δηλαδή τον Ιούνιο του 1977, παίρνει έπαινο από την επιτροπή των καθηγητών για την επίδοσή του στο πρώτο έτος. Μέχρι το 1983 κάνει ειδίκευση στο εργαστήριο της γλυπτικής μετάλλου με τον Κώστα Κουλεντιανό και στο εργαστήριο της ζωγραφικής με τον Joel Kermareg. Στα χρόνια της διαμονής του στην Γαλλία συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις στη salle de jugement της σχολής. Με την επιστροφή του υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία μεταξύ 1983-1985.
Στην Ελλάδα έλαβε μέρος στις ομαδικές εκθέσεις:
10/1986, 10/1987, 10/1988: Φεστιβάλ Αυγής
15-30/5/1990: Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης με τίτλο "Ανάμνηση από τη Θεσσαλονίκη"
10-18/3/1992: Σπίτι της Κύπρου
(η ίδια έκθεση μεταφέρθηκε στη Ρόδο 4-18/3/1992 και στο Βόλο 5/1992)
1992: "Δεύτερη Διεθνής Μπιενάλε Αφίσας του Μεξικού"
1-10/5/1993: toyer δημοτικού θεάτρου Αλεξανδρούπολης
11-28/1/1994: Βαλκανική έκθεση γελοιογραφίας
Πνευματικό Κέντρο δήμου Αθηναίων, κτίριο Κωστή Παλαμά
(Η ίδια έκθεση μεταφέρθηκε στις 5-20/2/2994 στην αίθουσα Αιμίλιος Ριάδης της Διεθνής Έκθεσης της Θεσσαλονίκης και τον Ιούνιο του 1994 στην Αλεξανδρούπολη και Σαμοθράκη
11-21/4/1994: Σπίτι της Κύπρου
8-21/12/1997: Κτίριο Κωστή Παλαμά (ροζ κτίριο)
4/3/2000: Χώρος Σύγχρονης Τέχνης "Elements"
(η ίδια έκθεση μεταφέρθηκε στο κτίριο της "Helexpo" 16-19/3/2000
5η Πανελλήνια έκθεση γελοιογραφίας
27/5 - 4/6/2000: Λειβαδιά
6η πανελλήνια έκθεση γελοιογραφίας
26/5-4/6/2001: Λειβαδιά
Δραστηριότητες
Τον Φεβρουάριο του 1995 γίνεται αναπληρωματικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Πολιτιστικού Οργανισμού του δήμου Καλλιθέας, μέχρι τις 15/10/1996, που παραιτήθηκε για να διδάξει στην εικαστική εκπαίδευση στον ίδιο Οργανισμό.
Τιμητικόν ενθύμημα από τη συμμετοχή του στον ποιητικό διαγωνισμό "Καφεχώρος 1997"
Έργο του ζωγραφικής βρίσκεται στα γραφεία της "Rainbow Computer A.E." στην Αθήνα.
Έπαινος από τη συμμετοχή του στην 5η Πανελλαδική έκθεση Ερασιτεχνών Γελοιογράφων του Λαφυστίου Λειβαδιάς, 27/5/2000
1ος νικητής του διαγωνισμού ζωγραφικής "Αποκτείστε τον δικό σας ζωγραφικό πίνακα" της Pet Line, 19/12/2000

Ιωάννης Παγωμένος

ΜΑΖΑ (Χωριό) ΚΡΥΟΝΕΡΙΔΑ
  Ο Ιωάννης Παγωμένος ήταν ένας από τους πιο εργατικούς, ξεχωριστούς και ευχάριστους από τους γνωστούς κρητικούς ζωγράφους και έχει θαφτεί κάτω από την βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Μάζα. Για περισσότερα από 30 χρόνια (1314-1347) ζωγράφιζε εκκλησίες μονάχος του. Μερικές από αυτές είναι ο Αγιος Γεώργιος στους Κομιτάδες Σφακίων (1314), ο Αγιος Νικόλαος στη Μονή Σελίνου (1315), η Παναγιά στον Αλίκαμπο Αποκορώνου (1316), ο Αγιος Γεώργιος στο χωριό Ανύδροι Σελίνου (1323), ο Αγιος Νικόλαος στη Μάζα Αποκορώνου (1326), ο Μιχαήλ Αρχάγγελος στα Καβαλαριανά κοντά στην Κάντανο Σελίνου (1328), η Παναγιά στα Βειλίτικα κοντά στο Κακοδίκι Σελίνου (1332) και η Παναγιά στη Σκαφίδα κοντά στο Ροδοβάνι Σελίνου (1347).

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Crete TOURnet


Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, El Greco

ΦΟΔΕΛΕ (Χωριό) ΓΑΖΙ
Domenico Theotocopuli (El Greco). One of the most remarkable Spanish artists, b. in Crete, between 1545 and 1550; d. at Toledo, 7 April, 1614. On 15 Nov., 1570, the miniature-painter Giulio Clovio wrote to Cardinal N. Farnese, recommending El Greco to his patron, describing him as a Cretan, who was then in Rome and had been a pupil of Titian. El Greco, however, derived very little influence from his master, for his works, beyond a certain influence of Bassano, Baroccio, Veronese, or Tintoretto, are individual and distinct. El Greco came to Spain in 1577. He signed his name in Greek characters, using the Latin form of his Christian name, and repeatedly declaring himself as a native of Crete. He appeared before the tribunal of the Inquisition at Toledo in 1582, as interpreter for one of his compatriots who was accused of being a Moor; he then definitely announced that he had settled in Toledo. Nothing is known of his parentage or early history, nor why he went to Spain; but in time he became typically Spanish, and his paintings exhibit all the characteristics of the people amongst whom he resided. From very early days he struck out a definite line for himself, glorying in cold tones with blue, in the use of grey and many varied tones of white, and in impressionistic work which foreshadowed ideas in art that were introduced one hundred and fifty years later. His first authenticated portrait is that of his patron and fellow-countryman, Clovio, now at Naples; his last, that of a cardinal, in the National Gallery. His first important commission in Spain was to paint the reredos of the Church of Santo Domingo of Diego at Toledo. He may have been drawn to Spain in connexion with the work in the Escorial, but he made Toledo his home. The house where he lived is now a museum of his works, saved to Spain by one of her nobles.
  His earliest important work is "El Espolio", which adorns the high altar in Toledo, but by far his greatest painting is the famous "Burial of the Count of Orgaz" in the Church of Santo Tome. The line of portraits in the rear of the burial scene represents with infinite skill almost every phase of the Spanish character, while one or two of the faces in the immediate background have seldom, if ever, been equalled in beauty. It is one of the masterpieces of the world. The influence of El Greco in the world of art was for a long time lost sight of, but it was very real, and very far-reaching. Velasquez owed much to him, and, in modern days, Sargent attributes his skill as an arist to a profound study of El Greco's works. El Greco's separate portraits are marvels of discernment; few men have exhibited the complexities of mental emotion with equal success. The largest collection of his works outside of Spain belongs to the King of Rumania, some of the paintings being at Sinaia, others in Bukarest. In the National Gallery of London, in the collections of Sir John Sterling-Maxwell, the Countess of Yarborough, and Sir Frederick Cook, in the galleries of Dresden, Parma, and Naples, and in the possession of several eminent French collectors are fine examples of his work. But to study El Greco's work to perfection one must visit Toledo, Illescas, Madrid, the Escorial, and many of the private collections of Spain, and his extraordinary work will be found worthy of the closest study. He was a man of eccentric habits and ideas, of tremendous determination, extraordinary reticence, and extreme devoutness. He was a constant attendant at the sacraments, made complete arrangements for his funeral before he died, and was buried in the Church of Santo Tome.
GEORGE CHARLES WILLIAMSON.
Transcribed by WGKofron
With thanks to Fr. John Hilkert, Akron, Ohio


This text is cited Nov 2003 from The Catholic Encyclopedia, New Advent online edition URL below.


Ηθοποιοί

Κατράκης Μάνος

ΚΙΣΣΑΜΟΣ (Πόλη) ΧΑΝΙΑ
1908 - 1984
Μέλος του ΕΑΜ Εθνικού Θεάτρου, εξορίστηκε την περιόδο 1947-1952. Ίδρυσε το 1955 το Λαϊκό Θέατρο στο Πεδίο του Αρεως. Μεγάλος ηθοποιός με λαϊκή απήχηση, σπάνιο αγωνιστικό ήθος και εξαίσια μεταλλική φωνή αθάνατων ποιητικών λόγων.

Μινωτής Αλέξης

ΧΑΝΙΑ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
1900 - 1990
Σκηνοθέτης

Λυκούργος Καλλέργης

ΧΟΥΜΕΡΙ (Χωριό) ΓΕΡΟΠΟΤΑΜΟΣ
Ηθοποιός, Σκηνοθέτης, Μεταφραστής, Συνδικαλιστής, Δάσκαλος δραματικής τέχνης, τ. Βουλευτής.   Γεννήθηκε στο Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης. Γιος του Δημοσιογράφου, Σοσιαλιστή ηγέτη Σταύρου Καλλέργη. Βγήκε στο θέατρο με τη Λαϊκή Σκηνή του Καρόλου Κουν με πρώτο ρόλο τον Πανάρετο στην "Ερωφίλη" του Χορτάτζη. 50 χρόνια θητεία στο Ελληνικό Θέατρο. Πήρε μέρος σε άπειρα έργα, δράματα και κωμωδίες, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ιδρυτικό μέλος και πρωταγωνιστής του "Θεάτρου Τέχνης" του Καρόλου Κουν 1942-1952. Πρωταγωνιστής σε διάφορους θιάσους του ελεύθερου θεάτρου στην Αθήνα, Επαρχία, Εξωτερικό. 23 χρόνια πρωταγωνιστικό στέλεχος του Εθνικού θεάτρου. Ερμήνευσε εξέχοντες ρόλους σε πολλά θεατρικά έργα τέχνης του ελληνικού και διεθνούς δραματολογίου (Αρχαία τραγωδία, Σαίξπηρ, Ίψεν, Τσέχωφ, Στρίντμπεργκ, Πιραντέλλο, Γκόγκολ, Γκόρκι, ΟΝηλ, Πρίσλεϊ, Ντύρρενματ κ.α.).
  Πρωταγωνιστής στον ελληνικό Κινηματογράφο, Ραδιόφωνο, Τηλεόραση. Σκηνοθέτης θεάτρου, Ραδιοφώνου, Τηλεόρασης. Μεταφραστής θεατρικών έργων. Καθηγητής Δραματικής Σχολής Εθνικού Θεάτρου και άλλων σχολών. Μέλος της Ε.Ε.Θ.Σ. (Εταιρία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων).
  Γενικός γραμματέας του Σ.Ε.Η. (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών) 1956-1966 και ένα διάστημα Πρόεδρος. Για 5 χρόνια Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος-Ακροάματος (ΠΟΘΑ) και Αντιπρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων Ηθοποιών.
  Το Νοέμβρη του 1977 εξελέγη βουλευτής του Κ.Κ.Ε. στην Α Περ. Αθηνών, για μια τετραετία. Δημοσίευσε άρθρα καλλιτεχνικού και πολιτικού περιεχομένου σε εφημερίδες και περιοδικά.

Ιατροί

Ανδρόμαχος ο Πρεσβύτερος, 1ος αι., μ.Χ.

ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ
Andromachus (Andromachos). A physician of Crete in the age of Nero. He was physician to the emperor, and inventor of the famous medicine, called after him, theriaca Andromachi. It was intended at first as an antidote against poisons, but became afterwards a kind of panacea. This medicine enjoyed so high a reputation among the Romans that the emperor Antoninus, at a later period, took some of it every day, and had it prepared every year in his palace. It consisted of sixty-one ingredients, the principal of which were squills, opium, pepper, and dried vipers.

Andromachus (Andromachos). Commonly called "the Elder", to distinguish him from his son of the same name, was born in Crete, and was physician to Nero, A. D. 54--68. He is principally celebrated for having been the first person on whom the title of " Archiater" is known to have been conferred (Dict. of Ant. s. v. Archiater), and also for having been the inventor of a very famous compound medicine and antidote, which was called after his name " Theriaca Andromachi," which long enjoyed a great reputation, and which retains its place in some foreign Pharmacopoeias to the present day. (Dict. of Ant. s. v. Theriaca). Andromachus has left us the directions for making this strange mixture in a Greek elegiac poem, consisting of one hundred and seventy-four lines, and dedicated to Nero. Galen has inserted it entire in two of his works, and says, that Andromachus chose this form for his receipt as being more easily remembered than prose, and less likely to be altered. The poem has been published in a separate form by Franc. Tidicaeus, Tiguri, 1607, with two Latin translations, one in prose and the other in verse. Some persons suppose him to be the author of a work on pharmacy, but this is generally attributed to his son, Andromachus the Younger.

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Κοτζιάς Γεώργιος

ΧΑΝΙΑ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
1918 - 1977
Neurologist; Pioneered treatment of Parkinson's disease.

Ιστορικές προσωπικότητες

Νέαρχος

ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ
360 - 300
Admiral of Alexander the Great, famous for his exploration of the Indian Ocean and the Persian Gulf.
  Nearchus was born on Crete, but his father Androtimus moved to Amphipolis in Macedonia; here, Nearchus grew up. Androtimus must have been an important man, because his son was educated together with the crown prince, Alexander, the son of king Philip of Macedonia (356-336). When the king sent his son briefly into exile in 337, Nearchus shared the banishment and returned with his friend.
  When Alexander, whose reign had started in 336, invaded Asia in May 334, Nearchus was with him, and at the beginning of the next year, he was appointed satrap of Lycia and Pamphylia. This meant that Nearchus was responsible for the ports in southern Turkey; as long he held them, the Persian navy was forced to sail from Cyprus to the Aegean Sea through open waters, which was very risky. He did his job well: during 333, the Persian commanders Memnon of Rhodes and Pharnabazus were active in the Aegean waters, but they received no reinforcements.
  The naval war ended when Alexander conquered Phoenicia, the Persian naval base. He went on to Egypt and Babylonia, took the Persian capitals Susa, Persepolis, Pasargadae and Ecbatana, pursued the defeated Persian king Darius III Codomannus and went on to the northeastern provinces of the former Achaemenid empire, Bactria and Sogdiana.
  It was at this stage of the war, in the first months of 329, that he recalled Nearchus, who was to come to the east and bring Greek mercenaries. The former satrap of Lycia and Pamphylia shared this command with Asander, who had been satrap of Lydia. It is likely that Nearchus was surprised to see how his youth friend had changed: he was now calling himself Son of Zeus and King of Asia, and wore a diadem and the Persian royal tunic.
  We do not know what Nearchus did during the Sogdian campaign; during the invasion of India (January 326), however, he was one of the two commanders of the Shield bearers, a heavy infantry unit. He was almost immediately replaced by Seleucus, who commanded these men during the battle on the Hydaspes (May).
  Although they were victorious, the Macedonian and Greek soldiers refused to go any further and Alexander decided to return to Babylonia. He ordered the construction of a large fleet, which was to be commanded by Nearchus. The voyage down the Indus lasted from November 326 to July 325. It was not an easy cruise: several times, the Macedonians had to fight a way along resisting native towns. Finally, the reached Patala (Old Indian for 'camp for ships'), modern Bahmanabad, 75 kilometers north-east of Hyderabad.
  Not all soldiers continued to the Ocean. The army was too big to remain united. In June, general Craterus had already left the main force and had gone to Carmania with a third of the soldiers. In August, Alexander and half of what remained of the army set out for a long and difficult march through the Gedrosian desert. Nearchus was to ship the remaining half of the soldiers, c.33,000 men, to Carmania and Babylonia. He was not the first westerner to make the expedition: one Scylax of Caryanda had made the same voyage in the late sixth century BCE.
  Later, Nearchus wrote a book about the naval expedition, which was also to be a voyage of discovery. The Indike is now lost, but its contents are well-known from several sources, especially the Indike by Arrian. It seems to have consisted of two parts: the first half contained a description of India's borders, size, rivers, population, castes, animals -especially elephants-, armies and customs; the second half described Nearchus' voyage home.
  On September 15, Nearchus' set out from Patala, having waited for the Southwest monsoon to subside. It is not easy to reconstruct the voyage in detail, because it was impossible for the ancients to measure distances at sea; all Nearchus' indications of distance are, therefore, merely guesswork and can hardly be relied upon to reconstruct his expedition. Nonetheless, the information in the Indike is sufficient to have a general idea of the route and the troubles encountered.
  Almost immediately after leaving Patala, it was clear that the Macedonian fleet had set out too soon. (Perhaps the native population had forced Nearchus to leave earlier than he wanted to.) The ships encountered adversary winds and it took them almost a week to reach Ocean. Then, they headed for the North, through the laguna between the mouths of the rivers Indus and Hab. This was easier, but when they turned to the East, the renewed Southwest monsoon proved too strong to continue. The Macedonians had to wait and fortified their camp with a wall of stone, fearing enemy attacks. They soon discovered that their supplies were running out. They were forced to hunt for mussels, oysters, and so-called razor-fish and had to drink briny water.
  They had to remain there for twenty-four days, but were able to continue and after several days reached a place called Morontobara or Woman's Harbor (modern Karachi) and reached the mouth of the Hab. They continued along the coast thought the Sonmiani Bay. One night, they camped on the battlefield where Leonnatus, one of Alexander's generals, had defeated the native population, the Oreitans ('Mountain people'). He had left a large food deposit for Nearchus' men: enough for ten days.
  With the wind behind them and sufficient supplies, they were able to speed up their journey and reached the Hingol river. At this point, the Indike describes how a native village was destroyed and its inhabitants were killed. It is remarkable that the author (Arrian/Nearchus) makes no attempt to justify the attack.
  Continuing their voyage, Nearchus and his men arrived in the country of the Fish eaters. (It was a common practice among the Greeks to describe people not by their own name, but by one of their most remarkable customs.) These were very poor people living on the sandy strip of land between the Ocean and the Gedrosian desert, and the Macedonians had big difficulties finding supplies. Fortunately, they found an excellent harbor, called Bagisara (modern Ormara).
  The next stage of the voyage is well-understood: they put in at Colta (Ras Sakani), Calima (Kalat) and an island called Carnine (Astola), where, according to Nearchus, even the mutton had a fishy taste. They continued and passed Cysa (near Pasni) and Mosarna (near Ras Shahid). Here, a Gedrosian pilot joined them, who led them in two days to modern Gwadar, where they were delighted to see date-palms and gardens. Three days later, Nearchus' men surprised Cyisa, a town near modern Ra's Beris and took away their supplies. Next, they anchored near a promontory dedicated to the Sun, called Bageia ('dwelling of the gods') by the natives; it is probably identical to Ra's Kuh Lab.
  From now on, the Macedonians were really hungry, and they must have been happy to see that they could cover large distances. The places that Nearchus mentions in his account of the voyage (Talmena, Canasis, Canate, Taa, Dagaseira - can not be identified, although it is plausible that the last mentioned town is modern Jask. Now Nearchus had reached Carmania and was approaching the Straits of Hormuz. In the Indike, he notes that the country produced corn, vines and many cultivated trees, except the olive tree that the Greeks loved so much. The sailors saw the Oman peninsula, and Nearchus describes how the helmsman of the flagship, Onesicritus, said that they should go over there, and that Nearchus replied that he did not want to expose the fleet to new dangers.
  Nearchus describes Onesicritus as a fool and also mentions that Onesicritus had (later) falsely claimed to have been the fleet-commander. Most scholars accept Nearchus words, but there may be more to it than meets they eyes. Alexander had started to give important commands to two people at the same time, who had to act as colleagues (e.g., Nearchus had shared the command of Alexander's Greek mercenaries with Asander and had been in charge of the Shield bearers with one Antiochus). It is possible that Onesicritus was not just the helmsman of the flagship, but Nearchus' equal, and it is also possible that Alexander had ordered his navy to conquer the Oman peninsula, which was a Persian satrapy, Maka. Perhaps we should not believe Nearchus' own words.
  Two days later, the Macedonian navy reached Harmozeia (modern Minab), one of the largest ports in the Persian Gulf. Here they had a rendez-vous with Alexander, who had marched through the Gedrosian desert. Nearchus had believed Alexander was lost and Alexander had believed that he had lost his navy, so it was a happy encounter.
  It was January 324 when the Macedonian fleet continued its voyage along the coasts of Carmania and Persis. But now, they were traveling along familiar shores and made progress. Among the identifiable places they visited are the island Qeshm, Cape Ra's-e Bostaneh, the island Queys, Band-e Nakhilu, the island Lazeh (where they watched pearl divers), the Bandar-e Shiu promontory, Nay Band, Kangan, the river Mand, Busher, the river Dasht-e Palang, Jazireh-ye Shif and the river Hendiyan, which is the border of Persis and Susiana. Here, the ships could no longer continue along the coast because of the breakers. However, the finally reached the mouth of the Tigris safely.
  When Nearchus heard that Alexander was approaching from the east, he decided to wait for his king at Susa, the capital of Susiana. Here, Alexander celebrated the homecoming of his army and navy. Nearchus, Onesicritus and several others received a golden diadem as a reward for their deeds.
  It was Alexander's wish that his friends and then other Macedonians would marry native women; therefore, Nearchus married to a daughter of Alexander's Persian mistress Barsine. It is not known whether they had children, but it is remarkable that during the conflicts after Alexander's death, Nearchus backed Heracles, the son of Alexander and Barsine, and stayed with his wife. The other Macedonians usually divorced their Persian wives.
  In the last months of Alexander's life, Nearchus was usually with him, which may have something to do with the fact that Alexander was making plans for a naval expedition against the Arabs of modern Yemen. However, Alexander died on June 11, 323 (click here for a discussion of the date). This was the beginning of the era of Alexander's successors, the Diadochi.
  As already said, Nearchus backed the son of his wife, Heracles, but the boy and Barsine were probably killed by Polyperchon, one of the generals fighting for a share of Alexander's inheritance (309). Nearchus spend some time with another general, Antigonus, and educated his son Demetrius. When Demetrius had his first independent command in a war against Ptolemy, Nearchus assisted him. The two were defeated near Gaza (312).
  Nearchus' year of death is unknown.

Jona Lendering, ed.
This text is cited July 2003 from the Livius Ancient History Website URL below, which contains interesting hyperlinks.


Lasthenes

Lasthenes. A Cretan who took a prominent part in urging his countrymen to resist the attack of M. Antonius in B. C. 70. On this account, when the Cretans, after the defeat of Antonius, sent an embassy to Rome to excuse their past conduct, and sue for peace, one of the conditions imposed by the senate was the surrender of Lasthenes and Panares, as the authors of their offence. (Diod. Exe. Legat. xl.; Appian, Sic. 6; Dion Cass. Fragm. 177). These terms were rejected by the Cretans; and in the war that followed against Q. Metellus (B. C. 68) Lasthenes was one of the principal leaders. Together with Panares, he assembled an army of 24,000 men, with which they maintained the contest against the Roman army for near three years: the excellence of the Cretans as archers, and their great personal activity, giving them many advantages in desultory warfare. At length, however, Lasthenes was defeated by Metellus near Cydonia, and fled for refuge to Cnossus, where, finding himself closely pressed by the Roman general, he is said to have set fire to his own house, and consumed it with all his valuables. After this he made his escape from the city, and took refuge in Lyttus, but was ultimately compelled to surrender, stipulating only that his life should be spared. Metellus intended to retain both Lasthenes and Panares as prisoners, to adorn his triumph, but was compelled to give them up by Pompey, under whose protection the Cretans had placed themselves. (Diod. l. c. ; Appian, Sic. 6. 1, 2; Phlegon, ap. Phot.; Dion Cass. xxxvi. 2; Vell. Pat ii. 34.)

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2006 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Ιστορικοί

Cihumnus, Georgius

ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΚΡΗΤΗ
Cihumnus, Georgius, a native of Candace or Chandace, in the island of Crete, lived most probably during the later period of the Greek empire. He wrote a history in verse, beginning with the creation of the world and going down to the reign of David and Solomon, kings of Judaea, which is extant in MS. in the imperial library at Vienna, and was formerly in the library of John Suzzo (Susius) at Constantinople.

Λόγιοι

Λάνδος Αγάπιος

ΗΡΑΚΛΕΙΟ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
1585 - 1657
Κατήρτισε τέσσερις συλλογές βίων αγίων, έκαμε μεταφράσεις ευχών καί ύμνων καί τά συγγράμματα: <<Καλοκαιρινή>>, <<Χριστιανών οδηγία>>, <<Αμαρτωλών Σωτηρία>>, <<Γεωπονικόν>>. Επί δύο αιώνες τά έργα του απετέλεσαν προσφιλές καί επωφελές ανάγνωσμα τού λαού.

Συρίγος Μελέτιος

1585 - 1664
Ιεροκήρυκας και λόγιος

Markos Musuros

ΡΕΘΥΜΝΟΝ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
  A learned Greek humanist, born 1470 at Retimo, Crete; died 1517 at Rome. The son of a rich merchant, he went, when quite young, to Italy, where he studied Greek at Florence, under the celebrated John Lascaris, whom he afterwards almost equalled in classical scholarship. In 1503 he became professor of Greek at Padua, where he taught with great success. Later at Venice, he lectured on Greek, at the expense of the republic, and became a member of the Aldine Academy of Hellenists.
  Musuros rendered valuable assistance to Aldus Manutius in the preparation of the earliest printed editions of the Greek authors, and his handwriting formed the model of Aldus's Greek type. He contributed greatly in giving to the Aldine editions the accuracy that made them famous, while his reputation as a teacher was such that pupils came from all countries to hear him lecture. Erasmus, who had attended his lectures at Padua, testifies to his wonderful knowledge of Latin. To his profound scholarship the editions of Aristophanes, Plato, Pindar, Hesychinus, Athenaeus, and Pausanias owed their critical correctness.
  In 1499 he edited the first Latin and Greek lexicon, “Etymologicum Magnum”, printed by Zacharias Callierges of Crete. In 1516 he was invited by Leo X to Rome, where he lectured in the pope's gymnasium and established a Greek printing-press. In recognition of the beautiful Greek poem prefixed to the editio princeps of Plato, Pope Leo appointed him Bishop of Malvasia (Monemvasia) in the Morea, but Musuros died before starting for his distant diocese.
  Besides numerous editions of different authors he wrote several Greek epigrams which with the elegy on Plato published in the Aldine edition (Venice, 1513) are about his only extant writings.

Edmund Burke, ed.
Transcribed by: Douglas J. Potter
This text is cited June 2003 from The Catholic Encyclopedia, New Advent online edition URL below.


Μαθηματικοί

Χατζιδάκης Ιωάννης

ΜΥΡΘΙΟΣ (Χωριό) ΡΕΘΥΜΝΟ
1844 - 1921

Μάντεις

Ιοφών

ΚΝΩΣΟΣ (Μινωικός οικισμός) ΚΡΗΤΗ
Εδινε χρησμούς σε εξάμετρο και ισχυριζόταν ότι είχαν δοθεί από τον Αμφιάραο στους Αργείους που είχαν εκστρατεύσει κατά των Θηβών (Παυσ. 1,34,4).

Μηχανικοί

Φιλωνίδης ο Χερσονάσιος, 4ος αι., π.Χ.

ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ (Αρχαία πόλη) ΙΝΝΑΧΩΡΙ
Engineer, Land surveyor, chartographer. Son of Zoilos. Engineer of Alexander΄s Army accompanied him to his campaigh to Asia. He is mentioned by Diogenis Laertios as a "surveyor of the lands conquered by Alexander". Work He measured daily, as a "day - measeurer and stepper", the put - back itineraries by the army and prepared a "route diagram" showing the marching way and the surroundings.
  On a scripture found at Olympia is written : "Philonides, son of Zoilos,Chersonesian Cretan, King Alexander΄s day - measurer and stepper of Asia to Olympian Zeus dedicated".

Ancient writers tell the stories of athletes who worked at other jobs and did not spend all their time in training. For example, one of Alexander the Great's couriers, Philonides, who was from Chersonesus in Crete, once won the pentathlon, which included discus, javelin, long jump, and wrestling competitions as well as running. However, just as in the modern Olympics, an ancient athlete needed mental dedication, top conditioning, and outstanding athletic ability in order to make the cut.

Μουσικοί

Σηφογιωργάκης Σπύρος

ΑΓΑΛΙΑΝΟΣ (Οικισμός) ΛΑΜΠΗ
1930
  Ο Σπύρος Σηφογιωργάκης γεννήθηκε το 1930 στο χωριό Αγαλιανός της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Η πρώτη λύρα του αποκτήθηκε σε ηλικία 17 ετών ως αμοιβή από εργασία στο αλώνισμα. Η δεύτερη ένα χρόνο αργότερα αποτέλεσμα φαμεγικής, αλλά και η αιτία να γνωριστεί ο Σπύρος με τον καταξιωμένο λυράρη Αλέκο Καραβίτη και να μεταβεί στην Αθήνα ως υπάλληλος και μαθητής του.
  Η επαφή του κρατά ένα χρόνο, οπότε ο Σπύρος Σηφογιωργάκης επιστρέφει στην Κρήτη κι αρχίζει ουσιαστικά την καριέρα του, μαζί με τους αδελφούς Γιώργη και Γιάννη Μαράκη. Την εποχή εκείνη τα ακούσματα του Σπύρου είναι των Γιώργη Καλογρίδη, Γιώργη Μαρκογιαννάκη, Γιώργη Σταυριανάκη κ.ά. Στο Ρέθυμνο, το 1952 γνωρίζει το γνωστό κατασκευαστή μουσικών οργάνων Μανόλη Σταγάκη και αποκτά την πρώτη πραγματική λύρα που τον συνοδεύει μέχρι και σήμερα. Στο δισκάδικο του Λευτέρη Γαγάνη έρχεται σ' επαφή με τα ακούσματα που προσφέρει πλέον η δισκογραφία, τον Καρεκλά, τον Μπαξεβάνη, το Σκορδαλό, κ.ά.
  Η πρώτη του γνωριμία με την τεχνολογική υποδομή της μουσικής είναι η εκπομπή του Σίμωνα Καρρά, οτο Ρ/Σ Αθηνών και στον Ρ/Σ Ενόπλων Δυνάμεων κατά το 17μηνο της στρατιωτικής του θητείας, στο κέντρο διαβιβάσεων Χαϊδαρίου.
  Έτσι τελειώνοντας τη θητεία του το 1955 έχει ήδη δημιουργήσει τη φήμη του καλού λυράρη, που αρχίζει να απλώνεται σ' ολόκληρη την Κρήτη αρχικά και εκτός Κρήτης αργότερα. Πρώτος του σταθμός εκτός Ελλάδος, παρέα με τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη, το 1ο φεστιβάλ νέων στο Ελσίνκι, συνοδεύοντας χορευτικό κρητικό συγκρότημα, που απέσπασαν το 1ο βραβείο.
  Ακολουθεί περιοδεία στην Ανατολική Ευρώπη και ταξίδι στην Αμερική, όπου ηχογραφείται ο πρώτος δίσκος, "Ο Φάρος", που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να παίζεται και να τραγουδιέται. Επίσης εκεί γνωρίζεται με τον πρόεδρο Τρούμαν απ' τον οποίο παραλαμβάνει τιμητικό βραβείο. Ακολουθούν και άλλες δισκογραφικές επιτυχίες όπως: Δεν έχω άλλα Δάκρυα, Το γράμμα, Ο άτυχος, Η κολασμένη σου ψυχή, Το τραγούδι της μάνας, Στη Γερμανία μακρυά, Έχεις δικαίωμα να κλαις κ.ά.
  Σήμερα ο Σπύρος Σηφογιωργάκης, στο κατώφλι των πενήντα χρόνων προσφοράς και δημιουργίας στην Κρητική μουσική, εξακολουθεί να εργάζεται και να εμφανίζεται σε κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις του νησιού με έδρα πάντα το χωριό Βώρροι Ηρακλείου όπου ζει τα τελευταία χρόνια με τα παιδιά του και τη αγαπημένη σύντροφο Χρυσούλα. Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τη μεγάλη προσφορά της Χρυσούλας που σε πολλές ηχογραφήσεις δίσκων έχει συνοδεύσει το Σπύρο με την εκλεκτή και μοναδική φωνή της.

Βιογραφικό από το ένθετο στο cd 40 Χρόνια Σπύρος Σηφογιωργάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Παπαδογιάννης Νίκος

ΑΓΙΑ (Χωριό) ΚΟΥΛΟΥΚΩΝΑΣ
1916
  Ο Νίκος Παπαδογιάννης γεννήθηκε στην Αγιά Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνου το 1916. Ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τη λύρα σε παιδική ηλικία. Ο ίδιος λέει: «έπαιζα λύρα από την κοιλιά τση μάνας μου». Στην ηλικία των 15 χρονών ήταν ένας έμπειρος και αξιόλογος επαγγελματίας λυράρης. Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση την πραγματοποίησε σε ηλικία 12 χρονών, σε γλέντι στα Λειβάδια Μυλοποτάμου. Όλα τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια που τα έζησε στο χωριό του σημαδεύτηκαν και σφραγίστηκαν έντονα από την πλούσια και αστείρευτη μουσική παράδοση της περιοχής. Ο Νίκος Παπαδογιάννης έφυγε από το χωριό του το 1936, υπηρετώντας την στρατιωτική του θητεία, και το 1939 που απολύθηκε από τον στρατό έμεινε στην Αθήνα, μέχρι το 1964.
  Η παραμονή του στην Αθήνα θα είναι η αιτία που θα σημαδέψει και τη μετέπειτα πορεία του στην καλλιτεχνική αλλά και επαγγελματική του σταδιοδρομία. Στο διάστημα αυτό τον άκουσε για πρώτη φορά ο τότε πρόεδρος των φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος και ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που σε σύντομο χρονικό διάστημα τον διόρισε υπάλληλο στην Τράπεζα Ελλάδος. Στην Αθήνα την περίοδο αυτή πραγματοποίησε, επί σειρά ετών, εβδομαδιαίες εκπομπές στο Ραδιοφωνικό Σταθμό (τότε Ε.Ι.Ρ.) και χάρη στη δεξιοτεχνία και την σπουδαία φωνή του έγινε γνωστός και ξακουστός λυράρης την εποχή εκείνη. Ο Νίκος Παπαδογιάννης τον πρώτο του δίσκο τον ηχογράφησε το 1947, με συνεργάτη τον ανεπανάληπτο Μεσσαρίτη, Λευτέρης Καμπουράκη, που έπαιζε μπουζούκι και μπουλγαρί. Από το δίσκο αυτό, βγήκαν δύο αριστουργήματα της Κρητικής μουσικής, το "Ταμπαχανιώτικο", ο "Καροτσάς" και το ρεθεμνιώτικο συρτό "Μάτια που εύκολα γελούν", που έγιναν μεγάλες επιτυχίες την εποχή εκείνη και σήμερα θεωρούνται κλασικά. Στη συνέχεια και μέχρι το 1964 που ήρθε με μετάθεση από την Αθήνα στο Ρέθυμνο, ο Παπαδογιάννης, με συνεργάτη τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη, ηχογράφησε άλλους τέσσερις δίσκους 78". Στην πόλη του Ρεθύμνου, ο Παπαδογιάννης έμεινε μέχρι το 1970 που μετατέθηκε στα Χανιά, όπου έζησε στα Χανιά, συνταξιούχος πια.

Βιογραφικό Ν. Παπαδογιάννη, Πρωτομάστορες.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Γαργανουράκης Χαράλαμπος

ΑΓΙΟΣ ΘΩΜΑΣ (Χωριό) ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ
1946
  Ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης γεννήθηκε το 1946 στον Αγιο Θωμά Ηρακλείου και από 12 χρονών άρχισε να παίζει λύρα και να τραγουδά ακούγοντας τους παλιούς λυράρηδες του χωριού του. Είναι από τους δεξιοτέχνες της λύρας και άριστος τραγουδιστής. Στη δισκογραφία εμφανίστηκε το 1965 με το δίσκο 45 στροφών «Εχάρισά σου την καρδιά» (Nina Records) και από τότε έχει ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους με δικά του κρητικά τραγούδια και έχει συνεργαστεί με το δάσκαλο του κρητικού λαούτου και συνθέτη Ευάγγελο Μαρκογιαννάκη στο δίσκο «Παίζω με το λαούτο μου» (1976).
  Επίσης εδώ και αρκετά χρόνια είναι ο βασικός ερμηνευτής του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου και έχει στο ενεργητικό του μερικούς από τους σημαντικότερους δίσκους της ελληνικής μουσικής (Θεσσαλικός Κύκλος, Θητεία, Ανεξάρτητα, κ.α.).
  Εκτός από την Κρήτη έχει τραγουδήσει σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και συχνά τον καλούν οι Κρητικοί της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας και της Ευρώπης.
  Συμμετέχει σε πολλές ηχογραφήσεις διαφόρων ειδών μουσικής δημιουργώντας μια απαραίτητη θέση της κρητικής λύρας στη γενική ελληνική ορχήστρα. Είναι παντρεμένος με την Αρετή, και έχει δύο παιδιά, την Εργίνη και τον Νίκο.

Επιμέλεια: Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Φελεσάκης Ιωάννης

ΑΕΡΙΝΟΣ (Οικισμός) ΙΝΝΑΧΩΡΙ
1866 - 1944
  Πρωτομάστορας και αυθεντικός. Καλλιτέχνης υψηλού επιπέδου.
  Ο Φελεσογιάννης ήταν ο χρυσός κρίκος της γενιάς του Ματζουράνα, του Μανιατογιάννη με την γενιά του Χάρχαλη, του Μαριάνου, του Κουνελοκωστή. Ατόφιος ορεσείβιος μουσικός. Με τα χαρίσματα και την σοφία ενός παλιού ανθρώπου. Γεννήθηκε το 1866 στον Αερινό Κισσάμου, στην ορεινή περιοχή των Εννιά Χωριών. Ο Αερινός είναι ένα από τα "ψηλότερα" χωριά των Χανίων και γενικά της Κρήτης. Κτισμένος σε υψόμετρο 800 μέτρων. Όχι όμως και άγονο αυτό το χωριό. Καστανιές, πλατάνια, κήποι και αμπέλια, ρυάκια και πηγές να τρέχουν από τα υψώματα. Ατενίζει τον Aγιο Δίκαιο, τον Μουστάκο, το βαθύ γαλάζιο του πελάγους, κάπου εκεί που απρίζει με την χάρη της η Παναγιά η Χρυσοσκαλίτισσα. Εκεί ο Φελεσογιάννης έζησε όλα του τα χρόνια, στην γειτονιά του, τα Φελεσιανά, λίγο παραπάνω από την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Πρωτόπιασε μια λύρα με γερακοκούδουνα και με αυτό το όργανο συμμετείχε στις χαροκοπιές του χωριού του αλλά και σε όλη την περιφέρεια των Εννιά Χωριών, ακόμα και μέχρι το γειτονικό Σέλινο. Στα λαγούτα είχε τον Βεστομανώλη από την γειτονική Μελισιά της Κισσάμου, τον Σημαντηρόκωστα από τα Σημαντηριανά κ.α.
  Ο Φελεσογιάννης άφησε όμως την λύρα και ασχολήθηκε ως επί το πλείστον με το βιολί, όπου με αυτό το όργανο έγινε πιο γνωστός στον κόσμο. Ήταν αδελφός με την μητέρα του Νικολή Χάρχαλη. Ο Χάρχαλης σαν μαθητευόμενος βιολάτορας από τον Φελεσογιάννη πήρε τα πρώτα του μαθήματα. Αλλά πολλές φορές έτυχε να παίζουν και οι δύο στο ίδιο γλέντι, άλλος στην αρχοντοκάμαρη του σπιτιού, άλλος στον οντά.
  Ο Φελεσογιάννης απόκτησε μεγάλη κτηματική και κτηνοτροφική περιουσία, την οποία διαχειριζόντουσαν τα παιδιά του όταν αυτός έλειπε στις πολυήμερες διασκεδάσεις. Σαν συνθέτης μας άφησε τρείς πανέμορφες μελωδίες. Τον Αερινιώτικο συρτό το 1886, την Ηλέκτρα το 1908 που αποτέλεσε κύριο μέρος στην σειρά συρτών που διασκευάστηκαν μετέπειτα από τον μεγάλο Ανδρέα Ροδινό, την Μπεμπέκα το 1912, έναν σκοπό από τους δυσκολότερους αλλά και από τους πλέον λεβέντικους. Ο Φελεσογιάννης ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα φιλοξενίας και μερακλοσύνης. Έζησε άνετα και όμορφα όλα του τα χρόνια, πάντρεψε τα παιδιά του, βίωσε τα γλέντια και τους μερακλήδες και το 1944 έφυγε από την ζωή. Μια μεγάλη μορφή, μια γνήσια παρουσία στην κρητική μουσική παράδοση.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Σταματογιαννάκης Γεράσιμος

ΑΚΟΥΜΙΑ (Χωριό) ΛΑΜΠΗ
1931
  Ο Γεράσιμος Σταματογιαννάκης γεννήθηκε στ' Ακούμια του Αη Βασίλη τον Αύγουστο του 1931. Τα πρώτα του ακούσματα ήταν οι δίσκοι του γραμμοφώνου του συγχωριανού του Χαρίτου Μαρινάκη που είχε και το μοναδικό γραμμόφωνο στο χωριό. Έβλεπε κι άκουγε τους μπαρμπάδες του, το Νίκο τον Παπουτσιδάκη και το Στεφανή το Στεφανάκη, να εκφράζουν με τη λύρα και το δοξάρι τον πόνο και τη λίγη χαρά των συγχωριανών τους. Την πρώτη του λύρα την κέρδισε βόσκοντας τα βούγια του χωριανού του, του Γιώργη Κουμαντάκη που του την έφτιαξε από ξύλο αχλαδιάς.
  Από τους μπαρμπάδες του έμαθε τις πρώτες του κοντυλιές και σιγά σιγά άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια, με τη συνοδεία του Γιάννη Μαρκογιάννη αρχικά στα Ακούμια και στην επαρχία του Αγίου Βασιλείου και μετά σε διάφορα χωριά σε ολόκληρη την Κρήτη. Συνεργάστηκε επίσης με το Νίκο Μανιά, τον Νίκο τον Καφαντάρη από την Αργυρούπολη, το Γιώργη το Χατζηδάκη, κ.α.
  Το 1957 κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο (78") "Στον ψεύτη κόσμο οι ομορφιές" με μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν δεκάδες δίσκοι με πολλές συνεργασίες. "Tότε ήταν άλλα χρόνια -λέει στους φίλους του- θαρρείς πως υπήρχαν μαγνητόφωνα και δασκάλοι για να βοηθούν το λυρατζή; Τίποτα δεν υπήρχε. Μόνο το μεράκι. Δεν περιμέναμε να ζήσoυμε από τη λύρα και το λαούτο. Παίζαμε για να ομορφαίνομε τις χαρές των ανθρώπων. Γι' αυτό και όταν πιάναμε τα όργανα δεν τ' αφήναμε. Παίζαμε δυό και τρία βράδια συvέχεια χωρίς να κουραστούμε. Μας συνέπαιρνε αυτή η αθάνατη μαγεία της Κρητικής μουσικής. Και τώρα ακόμα εμένα αυτό μ' αρέσει. Έχω κυκλοφορήσει 30 δίσκους μικρούς και μεγάλους. Μα εγώ θέλω να μ' ακούει ο κόσμος να παίζω και να με βλέπει. Να βλέπω κι εγώ τον κόσμο που γλεντάει με τη λύρα μου..." Ο Θανάσης ο Σκορδαλός τον παρακινεί να φύγει από το χωριό του και να κατέβει στο Ρέθυμνο, όπου θα είχε μεγαλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες. Στο καφενεδάκι που άνοιξε στην Εθνικής Αντιστάσεως τον συναντούσαν οι φίλοι του και τα γλέντια φούντωναν συχνά. Ο Γεράσιμος ταξίδεψε και στους Κρήτες της διασποράς στο Σικάγο, Νέα Υόρκη, Τορόντο, Μόντρεαλ, Χαβάη, Γερμανία. Τέσσερις δεκαετίες λοιπόν και ο Γεράσιμος δεν άφησε το δοξάρι από τα χέρια του, παρά όταν το 1986 ένα πρόβλημα υγείας του στέρησε για τρία χρόνια το παίξιμο της λύρας. "Μα είχα τη δύvαμη και το ξεπέρασα και ξανάπιασα ένα βράδυ το δοξάρι στ' Aκούμια για το μεράκι και τους φίλους πάλι, όπως κι όταν ξεκίνησα. Κι ένιωθα και τότε σαν να 'ταν η πρώτη φορά."   Σήμερα ζει στην πόλη του Ρεθύμνου και παίζει κυρίως για τους φίλους του.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Καραβίτης Αλέκος

ΑΚΤΟΥΝΤΑ (Οικισμός) ΛΑΜΠΗ
1904 - 1975
  Ο Αλέκος Καραβίτης γεννήθηκε το 1904 στο χωριό Ακτούντα Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση ασχολήθηκε με τη λύρα από πολύ μικρός, και στα 15 του απέκτησε την πρώτη του λύρα. Λέγεται ότι προτιμούσε να μην πάρει φαΐ και νερό στο βουργιάλι του πηγαίνοντας στα πρόβατα, παρά να φύγει χωρίς να πάρει τη λύρα του. Ανεβαίνει στην Αθήνα το 1921 για να υπηρετήσει τη θητεία του και το 1927 ανοίγει ένα καφενείο-ταβέρνα στη Συγγρού, όπου γίνεται στέκι των Κρητών της Αθήνας.
  Ένα χρόνο μετά ηχογραφεί για πρώτη φορά και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '40 ο Αλέκος Καραβίτης ηχογραφεί δίσκους με συνεργάτες τον Μπαξεβάνη, τον Γ. Κουτσουρέλη, τον Τζουγάνο και τον Στ. Μαυροδημητράκη.
  Το 1953 περιοδεύει με την Δώρα Στράτου σε Ευρώπη και Αμερική. Η προσφορά του Αλέκου Καραβίτη στην μουσική παράδοση της Κρήτης και μάλιστα σε εποχές δύσκολες, είναι ανεκτίμητη. Απέκτησε 3 παιδιά και ήταν από τους λίγους Κρητικούς καλλιτέχνες της εποχής που πέθανε ευκατάστατος (εξ αιτίας των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων) το 1975 χωρίς όμως να παρατήσει ποτέ τη λύρα του...

Επιμέλεια: Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Δάνδολος Γιάννης

ΑΛΦΑ (Χωριό) ΓΕΡΟΠΟΤΑΜΟΣ
1951 - 1983
  «Εγεννήθηκε το 1951 στην Αλφά Μυλοποτάμου (χωριό και του Κώστα Μουντάκη) όπου και τελείωσε το Δημοτικό. Από μικρός είχενε μανία με τη λύρα ο παππούς του είχενε μια λύρα που δεν είχεν ούτε χορδές κι ο Γιάννης τσή ΄βανε κάτι σύρματα πού 'χενε βρει και την εκρέμανε σ' ένα βουργιάλι σε μια χαρουπέ στη χαλέπα (εκεί έβλεπε τα πρόβατα). Έβλεπεν ο πατέρας του το βουργιάλι κι επονήρεψενε και μια στιγμή, στο χωριό, ακούει ο Γιάννης τη λύρα στο σπίτι (την έπαιζεν ο πατέρας του) κι ετρελάθηκε (από το φόβο ντου). Δεν του μάνισε αλλά δεν ήθελε να του πάρει λύρα.
  Ενώ ήτονε φοβερά καλός μαθητής, δεν έδωκε στο Γυμνάσιο (τότε μπαίνανε μ' εξετάσεις), γιατί ήθελε να μάθει λύρα. Όλο το καλοκαίρι έβλεπε πρόβατα ενούς χωριανού ντου κι ετσά εμάζεψενε λεφτά. Υποσχέθηκε στον πατέρα του ότι θα δώσει στο Γυμνάσιο τον άλλο χρόνο έδωκε, πέρασε κι επήγε τρεις ημέρες. Μόνο, έκανε τον άρρωστο, πως πονούσε η κοιλιά ντου, και τόνε παίρνει η μάνα ντου να πάνε στο Ρέθεμνος στο γιατρό αυτός εβάστανε και τα λεφτά κι επήγε κι επήρε τη λύρα.
  Από δεκατεσσάρω χρονώ εργάστηκε στη ΔΕΗ με δικό ντου συνεργείο εξωτερικού φωτισμού, με το οποίο γύρισε όλη την Κρήτη εγκαθιστώντας τους πρώτους στύλους στα χωριά.
  Παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τη μουσική. Έπαιξε κυρίως με τον Αλέκο τον Κοκκαράκη, με το Βαγγέλη το Σκαράκη, με το Στρατή το Μαμαλάκη, αλλά κυρίως με το Μανώλη το Μανιαδάκη αλλά και άλλους. Έπαιξενε στα Χανιά στα «Καναρίνια», στο Ρέθυμνο στο «Τρεχαντήρι», στο «Διόνυσο». Το 1975 παντρεύτηκε κι επήγε στο Ηράκλειο όπου έπαιξε στην «Καλλιθέα». Το 1979 ανέβηκε στην Αθήνα. Ήτανε πολύ καλός μαντιναδολόγος και πολλές μαντινάδες του είχε δώσει για δίσκους και σ' άλλους λυράρηδες. Ελέγανε ότι περνούσε βδομάδα στο κέντρο που έπαιζε χωρίς να πει την ίδια μαντινάδα δυο φορές. Μια φορά ετύχανε σ' ένα πανηγύρι όπου έπαιζε ο Μουντάκης και του λένε: «είναι 'παέ ένα γκοπέλι χωριανό σου, να βγει να παίξει κι αυτό λιγάκι;». Κατεβαίνει ο Μουντάκης κι ανεβαίνει ο Γιάννης, που ξεκινά λέγοντας τη μαντινάδα:
Όσοι δε με κατέχετε, μάθετε πώς με λένε,
είμαι του Μούντη χωριανός, ο Δάνδολος που λένε.
  Έτσι εγνωριστήκανε με το Μουντάκη, ο οποίος εκτίμησε πολύ τη λύρα ντου και τον όρισεν αντικαταστάτη ντου στα Ωδεία των Χανίων και του Ηρακλείου και δάσκαλο στα Ωδεία τση Σητείας, τσ' Ιεράπετρας, του Αγίου Νικολάου και του Τζερμιάδο τη χρονιά 1982-83.
   Ο Γιάννης έβγαλενε τον Ιανουάριο του 1975 μια κασέτα στην Panivar με τον τίτλο «Κρητικοί Αντίλαλοι» και ακολουθήσανε οι δίσκοι «Τσ' αγάπης καρδιοχτύπια» και «Γλεντίστε μαζί μας» και οι δυο αυτοί δίσκοι βγήκανε το 1979 στην εταιρία «Ομαλός» του Σταθόπουλου στα Χανιά και τόνε συνοδεύει στο λαούτο ο Μανώλης ο Μανιαδάκης. Πέθανε στις 27.12.1983 από την καρδιά ντου αφήνοντας δύο κόρες, την Ασπασία και την Ελευθερία.»

Θεόδωρος Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Μουντάκης Κώστας

1926 - 1991
  Ο Κώστας Μουντάκης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1926 στην Αλφά, χωριό της Επαρχίας Μυλοποτάμου, με τις περίφημες πέτρες ("αλφόπετρες"), τις ελιές, τις χαρουπιές και τους ονομαστούς γλεντζέδες. Ήταν το μικρότερο από τα επτά παιδιά του Νίκου και της Καλλιόπης Μουντάκη. Η καταγωγή της οικογενείας του είναι από τον Καλλικράτη Σφακίων και ο προπάππος του, ο Μανούσος, πρωτοπαλίκαρο του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους στο Φραγκοκάστελλο στην Επανάσταση του 1827. Ο πατέρας του, που ήταν ικανός χορευτής αλλά και συνάμα καλός τραγουδιστής (είχε το παρατσούκλι "κελαϊδής"), πέθανε τρεις μόλις μήνες μετά την γέννηση του Κώστα. Τον βάφτισαν στην ιστορική Μονή του Αρκαδίου.
  Τελείωσε το δημοτικό το 1938 και πέτυχε στο ημιγυμνάσιο Πανόρμου, όμως δεν μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές του εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που βρισκόταν η οικογένεια του. Εξάλλου ήδη είχε αρχίσει να τον τραβάει η λύρα, που είναι το κυρίαρχο μουσικό όργανο όχι μόνο στο χωριό του αλλά και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Λύρα έπαιζαν ο μεγάλος του αδερφός, ο Νικήστρατος και ο νονός του ο Στουμπούρης, ενώ ο δάσκαλος του υπήρξε ο Μήτσος ο Καφάτος, ο καλύτερος δεξιοτέχνης του χωριού. Μία αυτοσχέδια λύρα από τάβλι, χορδές από ίνες "αθάνατου" και δοξάρι με τρίχες από ουρά γαϊδάρου ήταν το πρώτο του όργανο όπου "βοσκάκι ακόμα, κίνησε τα δαχτύλια του πάνω στις κοντυλιές της κρητικής μουσικής".
  Παίζοντας για ώρες μόνος του, άρχισε να μαθαίνει τους σκοπούς και τα ξόμπλια τους, τα "μυστικά" της τεχνικής της λύρας και τελειοποίησε την τεχνική του έτσι ώστε, στην κατοχή - 15χρονος πια - έπαιζε στο καφενείο του χωριού για να ξεκουράσει το δάσκαλό του, το Καφφάτο. Όταν λίγο αργότερα, μπόρεσε να "κρατήσει" μόνος του έναν ολόκληρο γάμο χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης! Απέκτησε μάλιστα και την πρώτη του "καλή" λύρα, το 1943, δίνοντας ένα ολόκληρο αρνί και 5 οκάδες τυρί. Ήταν βέβαια εποχή πείνας αλλά "έτσι είναι, η τέχνη θέλει θυσίες".
  Την περίοδο αυτή το Ρέθυμνο είναι ο χώρος όπου η κρητική μουσική γνωρίζει μιαν εξαιρετική ακμή με μεγάλους δεξιοτέχνες όπως ο Αντρέας Ροδινός, ο Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης), ο Αντώνης Καρεκλάς, ο Στέλιος Φουσταλιέρης, που σηματοδοτούν το πέρασμά της σ' ένα ύφος πιο επεξεργασμένο μέσα σ' ένα περιβάλλον με ολοένα αυξανόμενες αστικές επιδράσεις.
  Στα εργαστήρια των οργανοποιών η κρητική λύρα αποκτά τη σημερινή της μορφή, η τεχνική παιξίματος γίνεται όλο και πιο δεξιοτεχνική, το ρεπερτόριο εμπλουτίζεται και επεκτείνεται πέρα από τα τοπικά όρια, αποκτώντας πλέον παγκρήτια διάδοση. Σ' αυτήν την εξελικτική διαδικασία ο Κώστας Μουντάκης θα συμβάλλει αποφασιστικά, ενδυναμώνοντας με την τέχνη του την παρουσία δεξιοτεχνών μουσικών που λειτουργούν ταυτόχρονα ως φορείς της λαϊκής παράδοσης αλλά και ως συνθέτες, με αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος και έργο.
  Το Φεβρουάριο του 1948 αφήνει για πρώτη φορά το χωριό του για ν' ακολουθήσει μια πεντάχρονη στρατιωτική θητεία. Κατατάσσεται στη Χωροφυλακή και τον φέρνουν στα Χανιά, όπου γνωρίζεται με τον Γιώργο και τον Στέλιο Κουτσουρέλη, με τους οποίους και συνεργάζεται παίζοντας για πρώτη φορά στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό που διηύθυνε τότε ο Δασκαλάκης. Ένα χρόνο αργότερα (1949) μετατίθεται στην Αθήνα όπου βρίσκονται και άλλοι σπουδαίοι κρητικοί μουσικοί, όπως ο Θανάσης Σκορδαλός, ο Γιώργος Μουζουράκης κ.α.
  Με τον Βυζιργιάννη για συνοδεία στο λαούτο, απευθύνεται στην ραδιοφωνία, που είχε τότε μεγάλη δύναμη στην προβολή της παραδοσιακής μουσικής, κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη του Σίμωνα Καρά. Το 1951 "περνάει" από τον "αυστηρό" έλεγχο της επιτροπής του Ε.Ι.Ρ. και από τότε ξεκινάει μια στενή συνεργασία με τον Καρά παίζοντας επανειλημμένα στο ραδιόφωνο προβάλλοντας την κρητική μουσική στο πανελλήνιο. Παράλληλα κάνει στέκι του την τοπική ταβέρνα του Μπασιά (πίσω από την Αγια Ειρήνη, στην Αιόλου), όπου έπαιζαν μαζί του και οι δύο σπουδαίοι λαϊκοί βιολάτορες, Ο "Ναύτης" (Κ. Παπαδάκης) και ο Αντρέας Μαριάνος. Είναι η εποχή μετά τον πόλεμο που το βιολί εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερη διάδοση σε σχέση με τη λύρα και χρειάστηκε σκληρός αγώνας των λυράρηδων, με βοηθό σε αυτήν την προσπάθεια τον Σίμωνα Καρά, για να ξανακερδίσει η λύρα τον τίτλο του εθνικού συμβόλου της κρητικής μουσικής. Αναμφίβολα σ' αυτήν την προσπάθεια ο Κ. Μουντάκης έπαιξε αποφασιστικό ρόλο.
  Στην ταβέρνα του Μπασιά θα παίξει σχεδόν 18 χρόνια "σ' ένα υπόγειο χωρίς μικρόφωνο με 10% ποσοστά που μοιραζόμουνα με τα λαγούτα. Αυτός είμαι εγώ!...". Μαζί του λαουτιέρης-πασαδόρος ο Νίκος ο Μανιάς και αργότερα ο Γιάννης Ξυλούρης και ο Μαρκογιάννης ("Στα 300 περίπου τραγούδια που έχω γράψει κι έχω κάνει δίσκους ήταν πολύ σημαντική η παρουσία τους...")
  Το διάστημα 1950-52 είναι αποσπασμένος στο ιδιαίτερο γραφείο του Σοφοκλή Βενιζέλου, όπου του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει τον πολιτικό κόσμο της εποχής ("Αν ήθελα θα μπορούσα να είχα αποκτήσει μεγάλη δύναμη, όμως δεν μου πήγαινε αυτό το κλίμα. Παρά τις γνωριμίες, ουδέποτε επωφελήθηκα, είχα τον εγωϊσμό, την περηφάνεια... Δεν χτυπούσα πόρτες...").
  Έτσι, το 1952, με το τέλος της θητείας του, ξεκινάει ως εργάτης στο εργοστάσιο της Εταιρείας Λιπασμάτων της Δραπετσώνας, όπου και θα μείνει ως το 1967 ("Δύσκολες καταστάσεις. Παντρεύτηκα κιόλας, δυσκολίες, ευθύνες..."). Παράλληλα όμως ξεκινάει με πάθος και μεράκι τον αγώνα του και ως επαγγελματίας λυράρης. Εκτός από το ραδιόφωνο αρχίζει η δισκογραφία. Το 1952 συνοδεύει για πρώτη φορά σε δίσκο τον Στέλιο Κουτσουρέλη στο "Άρπαξα και μπαίλντισα" (Columbia), ενώ το 1954 τραγουδάει για πρώτη φορά σε δίσκο με συνοδεία και πάλι τους αδελφούς Κουτσουρέλη, το "Δεν θέλω μέσα στην καρδιά". Στη συνέχεια, αφού αλλάζει εταιρεία (Οdeon), ξεκινάει με τον "Ζητιάνο" και την "Ρεθυμνιωτοπούλα" έναν μακρύ κατάλογο δισκογραφικών εκδόσεων που τον καθιερώνουν ως τον περισσότερο ηχογραφημένο λυράρη της κρητικής μουσικής. "Πραματευτής", "Ένα ματσάκι γιασεμία", "Αργαλειός", "Μυλωνάδες και μαζώχτρες", "Ερωτόκριτος", "Κρητικός Γάμος", "Αναφορά στον Καζαντζάκη", κ.α.
  Η φήμη του απλώνεται όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και στην Αθήνα και στο πανελλήνιο, καθώς και στους κρητικούς της διασποράς που τον προσκαλούν επανειλημμένα για συναυλίες και μουσικές συνεστιάσεις. Αρχίζει λοιπόν πολυάριθμά ταξίδια στις ΗΠΑ (για πρώτη φορά το 1960), στον Καναδά, την Αυστραλία, τη Γερμανία, τη Ν. Αφρική (1971), φέρνοντας στους μετανάστες τα μηνύματα και τις αισθήσεις της κρητικής μουσικής παράδοσης. Ένα ταξίδι του στην Ινδία, το 1975, τον επηρεάζει βαθύτατα. Εντυπωσιάζεται από το παίξιμο των ανατολίτικων εγχόρδων με δοξάρι και συνειδητοποιεί την ευρύτερη πολιτισμική παράδοση όπου εντάσσεται και η λύρα. Μιλάει μ' ενθουσιασμό για το σαράγκι, το καμαϊτσά, τον κεμανέ. Προβληματίζεται ("Ο λαός μας είναι Ανατολίτης. Οι καταβολές μας, το πιστεύω μας ανατολίτικα δεν είναι; Δεν ανήκουμε στη Δύση... άλλου παπά πετραχήλι...Ποιοι είμαστε όμως; Η Ανατολή έχει μουσική παράδοση, μουσική παιδεία ανεπτυγμένη, έχει θησαυρούς κι ας είναι ξυπόλητη... Εμείς στην εποχή μου με μια σαρδέλα, μια ελιά κι ένα ξεροκόμματο κάναμε τα ζεύκια μας και κρατούσαμε άδολα και άσπιλα την παραδοσή μας. Μήπως λοιπόν η σημερινή χλιδή μας κάνει ζημιά;).
  Αισθάνεται λοιπόν ολοένα επιτακτικότερη την ανάγκη για παιδεία. Έτσι ο δεξιοτέχνης κι ο συνθέτης αρχίζουν να κάνουν τόπο για να προχωρήσει ο δάσκαλος. Το 1976 ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Ελένης Καραϊνδρου συμπράττοντας στα μαθήματα εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων που διοργανώνει στην Γκαλερί "Ώρα", σε συνεργασία και με άλλους μεγάλους δεξιοτέχνες (Τ. Χαλκιά, Ν. Στεφανίδη, Αρ. Βασιλάρη, Αρ. Μόσχο κ.α.). Τρία χρόνια αργότερα (1979) ιδρύει την πρώτη σχολή λύρας στο Ωδείο του Ηρακλείου "Απόλλων" για ν' ακολουθήσουν το Ρέθυμνο (1980), τα Χανιά (1981), ο Αγ. Νικόλαος (1983) και η Αθήνα (1985 στο "Ελληνικό Ωδείο", αν και είχε αρχίσει μαθήματα και παλιότερα στην "Παγκρήτιο Ένωση").
  Με τη συνεργασία του γιου του, του Μάνου Μουντάκη (που ο ίδιος τον παρότρυνε να ακολουθήσει σοβαρές μουσικές σπουδές) συνέχισε ως το τέλος της ζωής του να προβληματίζεται πάνω στη μέθοδο διδασκαλίας της λύρας κι από τα χέρια του εκατοντάδες νέοι μυήθηκαν στα μουσικά της κρητικής μουσικής, ενώ ακόμη περισσότεροι απολαμβάνουν τις αισθήσεις και τα μηνύματά της μέσα από τις ηχογραφήσεις που μας άφησε πολύτιμη κληρονομιά.
  Για τη διδασκαλία του έλεγε: "Δεν τους διδάσκω πεντάγραμμο, αλλά με τον δικό μου τρόπο, στα δάχτυλά τους, τους δείχνω που είναι ο κάθε τόνος. Έτσι μαθαίνουν εύκολα όταν τους τραγουδώ τις νότες. Θέλω μαζί με την τεχνική να καλλιεργούν και την ψυχική τους ευαισθησία. Όχι καλουπαρισμένα πράγματα. Πρέπει ο κάθε λαϊκός μουσικός που εκφράζεται με το συναίσθημα και το ένστικτό του να δημιουργεί ανάλογα με την ψυχική του διάθεση τον χαρακτήρα του, τα γεννήματά του. Να βάλει τον εαυτό του μέσα. Αυτό του δίνω εγώ να καταλάβει. Εγώ θα του πω τις βάσεις, θα του δείξω τις ρίζες, κι ας τονε. Δεν τον καθηλώνω..."
  Ο θάνατος του Κώστα Μουντάκη, τον Γενάρη του 1991, δεν σηματοδοτεί παρά μόνο τη φυσική απουσία του μεγάλου δεξιοτέχνη και δάσκαλου, που εξακολουθεί να εμπνέει και να διδάσκει μέσα από τις ηχογραφήσεις και την υποδομή που δημιούργησε. Έργα ζωής όπως το δικό του δεν μπορεί να το σταματήσει ο θάνατος!

Κείμενο: Λάμπρος Λιάβας
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Μανώλης Ακουμιανάκης (Χαντρακομανώλης)

ΑΝΩ ΜΕΡΟΣ (Χωριό) ΣΥΒΡΙΤΟ
1915
  Μανώλης Ακουμιανάκης, γνωστότερος με το παρώνυμο Χαντρακομανώλης, που το πήρε από τη μάνα του, της οικογένειας των Χανδράκηδων, με ρίζα το Άνω Μέρος Αμαρίου. Γεωργός, λαϊκός οργανοπαίκτης (λυρατζής) και ριμαδόρος, συγκαταλέγεται στους γνήσιους εκφραστές της ποιητικής και καλλιτεχνικής διάθεσης του κρητικού λαού. Γεννήθηκε στο Γερακάρη (1915) και κοντά μισό αιώνα με το σύνθετο ταλέντο του και το σπινθηροβόλο πνεύμα που τον διακρίνει, δίδει ξεχωριστό τόνο στις διάφορες εκδηλώσεις εορταστικού και πανηγυρικού χαρακτήρα μέσα στη Γερακαριανή κοινωνία. Το ταλέντο του στιχοπλόκου στην αρχή κατασπαταλήθηκε σε μια πολύ περιορισμένη θεματογραφία. Τα τελευταία χρόνια σημείωσε ουσιαστική μεταστροφή. Τα στιχουργήματά του (ιδιότυπης τεχνοτροπίας) απλώθηκαν σε ευρύτερους ορίζοντες και φάνηκε ο πηγαίος ποιητάρης με ισοδύναμες επιδόσεις σε όλα τα είδη της Ρίμας (παινετικής, σατιρικής, ιστορικής) - αλλά και με νεανική παραγωγικότητα ώστε να ελπίζουμε και σε επόμενες αξιολογότερες επιτεύξεις. Έχει συνθέσει και γράψει σε ιδιόχειρα πρόχειρα σημειώματα και πολλές άλλες ρίμες και τραγούδια, εκτός από αυτά που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο του «Γερακαριανές Ρίμες και Μνήμες», που είτε δεν σώζονται είτε δεν κρίθηκε σκόπιμο για διαφόρους λόγους να δημοσιευθούν. Εξίσου βέβαια είναι ενδιαφέρουσες και οι «δοξαρές» του στη βροντόλυρα.
  Θυμίζουν τους παλιούς, ανόθευτους κρητικούς σκοπούς και θα είναι κρίμα να μη διασωθούν. Πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο (Μεραρχία Κρητών) και στη Μάχη της Κρήτης που βρέθηκε αδειούχος λόγω τραυματισμού και κατατάχθηκε με την εισβολή στο έμπεδο Ρεθύμνου. Στην Κατοχή οργανώθηκε στον Αγώνα εναντίον των ναζί και τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Εθνικής Αντίστασης. Είναι παντρεμένος με τη Ροδοθέα Ευαγγέλου Ταταράκη και έχει δυο γιους, μια κόρη και εννιά εγγόνια. Ρίμες και μαντινάδες του δημοσιεύονται συχνά σε τοπικές εφημερίδες του Ρεθύμνου, με μεγάλη επιτυχία.

Κείμενο: Κωνσταντίνος Ακουμιανάκης, Επιμ.: Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Νίκος Ξυλούρης

ΑΝΩΓΕΙΑ (Κωμόπολη) ΡΕΘΥΜΝΟ
7/7/1936 - 8/2/1980
  Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης. Είναι 5 χρονών όταν οι κατακτητές Γερμανοί καίνε το χωριό του και μεταφέρουν τους κατοίκους του, πρόσφυγες στο Μυλοπόταμο. Επιστρέφουν στ΄Ανώγεια μετά την απελευθέρωση. Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Στα δώδεκα ο πατέρας του τού αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ΄ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του. Σε ηλικία 17 χρόνων κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο "Κάστρο". Οπως λέει αργότερα σε αφηγήσεις του, εκεί αρχικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. "...Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και 'μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά-σιγά ν' αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική". Στα τέλη του 1958 πραγματοποιεί την πρώτη του ηχογράφηση για δίσκο. Είναι το τραγούδι " Κρητικοπούλα μου" ("μια μαυροφόρα όταν περνά"). Λίγους μήνες πιο πριν είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο, οι οικονομικές δυσκολίες είναι στην αρχή μεγάλες. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος, και 6 χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ. Την επιτυχία του πρώτου εκείνου τραγουδιού ακολουθούν αρκετές ακόμα ηχογραφήσεις σε μικρά δισκάκια. Ακριβώς το 1966 βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ' ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν-Ρέμο και παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο τον "Ερωτόκριτο". Τα πράγματα έχουν γίνει αισθητά καλύτερα γι' αυτόν.
  Τον Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την ανοιχτή "Ανυφαντού", ένα τραγούδι που κυριολεκτικά "σπάει τα ταμεία" μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς έρχεται για πρώτη φορά για εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο "Κονάκι" και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάτε μόνιμα στην πρωτεύουσα. Ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός, με τον οποίο γνωρίζονται στο "Κονάκι", μιλάει γι' αυτόν στον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Ηδη όμως από το 1965 οι δυνατότητές του αλλά και ο χαρακτήρας του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του διευθυντή -τότε- της δισκογραφικής εταιρείας COLUMBIA, του Τάκη Λαμπρόπουλου. Μετά και την επιτυχία της "Ανυφαντούς", το καλοκαίρι του 1970 ο Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ' Ανώγεια, γίνονται κουμπάροι και ξεκινούν μια συνεργασία σε νέα πλαίσια.
  Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης η φωνή του Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη "έντεχνη" δημιουργία επώνυμων συνθετών. Μέσα απ' αυτές τις επιλογές, μέλλεται η γνήσια κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης να αποκτήσουν μια πανελλήνια εμβέλεια, μια δυναμική που ποτέ δεν είχαν στο παρελθόν, όσο μεγάλοι κι αν ήταν οι καλλιτέχνες, τραγουδιστές κι οργανοπαίχτες που την υπηρέτησαν.
  Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο "Χρονικό", μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Εξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος-αναφορά στα "Ριζίτικα" της Κρήτης. Τον Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ "Λήδρα" στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. "Πότε θα κάνει ξαστεριά" ,"Αγρίμια κι αγριμάκια μου"... Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η "Ιθαγένεια" και ο "Στρατής ο θαλασσινός" αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο ("Διόνυσε καλοκαίρι μας", "Συλλογή"), τον Χριστόδουλο Χάλαρη ("Τροπικός της παρθένου", "Ακολουθία") και τον Χρήστο Λεοντή ("Καπνισμένο τσουκάλι"). Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο "Αθήναιον" με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι "Το μεγάλο μας τσίρκο". Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του, βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επώνυμες παρουσίες στο χώρο που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών. "Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν χτες στο Πολυτεχνείο" ενημερώνουν, μετατρέποντας τον ήδη φορτισμένο πολιτικά τραγουδιστή σε "Κόκκινο πανί" της μεταλλαγμένης δικτατορικής κυβέρνησης που ακολουθεί. Από τη "Λύδρα" στην "Αρχόντισσα", μετά στην "Αποσπερίδα". Ξανά στη "Λύδρα", μετά στο "Κύτταρο" και στο "Θεμέλιο". Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα ηχογραφεί τα "Αντιπολεμικά" τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον "Αργαλειό", το "Φιλεντέμ", τον "Πραματευτή" αλλά και το "Μεσοπέλαγα αρμενίζω" ακούγεται ξανά έντονα η φωνή του. Τώρα λέει και πάλι "τραγούδια ζωής". Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται. Υστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την επάρατη νόσο, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ιστοσελίδα http://www.pathfinder.gr

Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης)

1942
  Ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης), αδερφός του αείμνηστου Νίκου Ξυλούρη γεννήθηκε στα Ανώγεια Ρεθύμνου το 1942 από μια οικογένεια με μεγάλη παράδοση στη μουσική. Αρχισε να μαθαίνει λύρα σε ηλικία 9 ετών βόσκοντας τα πρόβατα του ψηλά στον Ψηλορείτη και στην ηλικία των 13 έκανε το πρώτο του γλέντι σε γάμο στα Σίσαρχα. Μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, ο Ψαραντώνης καταφέρνει να καθιερωθεί και επαγγελματικά, σαν ένας πολύ ταλαντούχος καλλιτέχνης με ιδιαίτερο χρώμα στο τραγούδι του και στο παίξιμο της λύρας.
  Στη δισκογραφία εμφανίζεται το 1964 με το δίσκο 45'' "Εσκέφτηκα να σ' αρνηθώ" και ακολουθεί μια πλούσια δισκογραφική δουλειά που αποφέρει εκτός από σημαντικές δημιουργίες, την καθιέρωση του Ψαραντώνη στη συνείδηση του Κρητικού λαού ως ένα ιδιόρρυθμο καλλιτέχνη που δίνει με τους αυτοσχεδιασμούς του το δικό του στίγμα σε κάθε τραγούδι ή μελωδία που ερμηνεύει.
  Εχει εκπροσωπήσει πολλές φορές την Ελλάδα σε διεθνή φεστιβάλ του εξωτερικού. Πρώτη φορά πήρε μέρος σε διεθνές φεστιβάλ το 1982 στην Κολονία σε διοργάνωση του τηλεοπτικού καναλιού WDR. Το 1984 έπαιξε στο Βερολίνο, στις εκδηλώσεις για τα 750 χρόνια από την ίδρυση της πόλης. Εμφανίζεται τακτικά στη Γερμανία, ενώ έχει παίξει στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, το Λουξεμβούργο, τη Σόφια, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, την Ουκρανία, τη Φιλιππούπολη, αλλά και στην Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στο φεστιβάλ "Η Συνάντηση των Πέντε Ηπείρων" που έγινε στο Martigny της Ελβετίας τον Ιούνιο του 1999, κερδίζοντας διθυραμβικές κριτικές.
  Έχει επίσης συνεργαστεί με τους μεγάλους ποιητές και στιχουργούς Μήτσο Σταυρακάκη και Γιώργη Καράτζη και μέσα από τις συνεργασίες του αυτές, έχουν βγει πολύ μεγάλες δισκογραφικές επιτυχίες.
  "Από την απαρχή ο κόσμος διαμορφώνεται με ήχο και ρυθμό. Αυτή η ηχητική δόνηση φανερώνεται στη μουσική του Ψαραντώνη. Ποτέ μου δεν είχα ακούσει τέτοιο ήχο όπως αυτόν που δημιουργεί ο Ψαραντώνης..." Αυτά λεει ο Ruth Roedler, δημοσιογράφος σε κανάλι της Γερμανίας, για τη μουσική του...
  Παντρεύτηκε το 1965 με την Κατερίνα Δουλγεράκη από το Ζαρό Ηρακλείου και έχουν πέντε παιδιά μεταξύ των οποίων το Γιώργη, το Λάμπη και τη Νίκη που ακουλουθούν καλλιτεχνικά τη μουσική ιστορία της οικογενείας τους.

βιογραφία βασισμένη στο ένθετο του cd "30 Χρόνια Ψαραντώνης, επιμέλεια βιογραφικού: Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Ξυλούρης Γιάννης (Ψαρογιάννης)

1943
  Γεννήθηκε στα Ανώγεια του νομού Ρεθύμνης το 1943. Αδερφός των μεγάλων Νίκου και Αντώνη Ξυλούρη (Ψαραντώνη). Εγγονός του Καραμουζαντώνη που έγραψε ιστορία με τη λύρα του, στα πέντε μόλις χρόνια άρχισε να παίζει μαντολίνο, συνέχισε με λύρα και στη συνέχεια έμαθε λαούτο. Σε ηλικία 13 χρόνων συνόδευε άλλοτε με το λαούτο, άλλοτε με τη λύρα τον αδερφό του Νίκο σε εμφανίσεις στα Ανώγεια και στο Ηράκλειο. Μετά από 2 χρόνια άρχισε να συμμετέχει και στις ηχογραφήσεις των αδελφών του με μεγάλη επιτυχία. Στα 18 του φτασμένος πλέον , συνεργάστηκε με τον Κώστα Μουντάκη, ακόμη και σε δισκογραφικές δουλειές του, από τον οποίο επηρεάστηκε πολύ ακόμα και στην μετέπειτα πορεία του.
  Με την πάροδο των χρόνων και πλάι στον Νίκο, άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός σαν ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες στην Κρήτη σε όλα τα παραδοσιακά μουσικά όργανα. Σε πολλά άλλωστε από τα έργα του Γιάννη Μαρκόπουλου με το Νίκο Ξυλούρη, συμμετέχει παίζοντας λύρα και λαούτο. Μετά την αρρώστια και το θάνατο του αδελφού του και επηρεασμένος απ' αυτόν ηχογράφησε την δουλειά με τίτλο "Τα πετραδολάκια", ενώ αργότερα κυκλοφόρησε τις δουλειές "Κρητικός Ήλιος", "Ενότητες", "Ραψωδίες στο λαούτο", "Αυγή Ξανάνταμώσαμε", κ.α.
  Σήμερα ο Γιάννης συνεχίζει την καλλιτεχνική του πορεία με εμφανίσεις σε γλέντια αλλά και μικρότερους χώρους. Έχει παντρευτεί τη Μαρία Καλλέργη και έχει ένα γιο και μια κόρη την Ελευθερία η οποία συνεχίζει την μεγάλη μουσική της οικογένειας καθώς τραγουδάει μαζί με τον πατέρα της σε δίσκους αλλά και σε ζωντανές εμφανίσεις.

Κώστας Βασιλάκης, Πηγή:Ένθετο δίσκου "40 Χρόνια Ψαρογιάννης"
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Νικηφόρος Αεράκης

1945
Ο Νικηφόρος Αεράκης γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1945 στα Ανώγεια Ρεθύμνου όπου εξακολουθεί να ζει και σήμερα με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Με συνεργάτες τους συγχωριανούς του Μύρων Μαυρουδή και Βασίλη Ξυλούρη κυρίως, έπαιζε για σειρά ετών σε γλέντια, με μεγάλη απήχηση ενώ και η δισκογραφική του πορεία φανερώνει τη μεγάλη αποδοχή του κόσμου στην καλλιτεχνική του παρουσία. Κρατώντας μέσα του ευλαβικά τις μνήμες παλιότερων καιρών , αποδίδει πιστά το Ανωγειανό μουσικό ιδίωμα που τον κάνει εύκολα αναγνωρίσμο και αποδεκτό. Η δισκογραφία του πλούσια, με ξεχωριστές στιγμές τη σειρά των ζωντανών ηχογραφήσεων της "Ανωγειανής Παρέας" και του "Ανωγειανού Γάμου".

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Γιώργης Καλομοίρης (Γιώργαντος)

1931
   Ο Γιώργης Καλομοίρης (Γιώργαντος) γεννήθηκε στα Ανώγεια το 1931. Τα πρώτα βήματα στη μουσική, έγιναν από μικρό παιδί, στο Περαχώρι, εκεί που όλοι οι μερακλήδες του χωριού, στην παρέα του; έπαιρναν μαζί και τους πιτσιρικάδες λυράρηδες, για να συμμετέχουνε και αυτοί, σε κείνη την πανδαισία της αντιστοίχησης των συναισθημάτων. Ο Στραβός (Πασπαράκης Μανόλης), ο Κουρκούτης (Μανουράς Γιώργης), ο Κίτσος (Ξυλούρης ο Γιώργης), και ο Σωκράτης ο Κοκορδούλης, είναι οι πρώτοι παλιοί λυράρηδες της εποχής που επηρέασαν τον Καλομοίρη το Γιώργη.
  Ηταν ο Γιωργαντός μόλις 12 χρονών! που έπαιξε για πρώτη φορά Λύρα, με τους μερακλήδες σε παρέα. Οι συνθήκες μέσα στην κατοχή, για ένα παιδί μόλις 12-13 χρονών, δεν ήταν οι κατάλληλες για να αποδώσει στη "θεά Λύρα", αλλά έχοντας δίπλα του, σε όλο το χωριό αυτούς τους αγγέλους μερακλήδες, δεν μπορούσε παρά να επηρεασθεί και να γενεί αποδέκτης, των συναισθημάτων του λαϊκού πολιτισμού και της ευαισθησίας που κουβαλάει ο Ανωγειανός και να διδαχθεί από τους γλεντζέδες, που ανάθρεφαν τόσους και τόσους καλλιτέχνες.
  Το πρώτο επαγγελματικό γλέντι έγινε στ' Ανώγεια το 1948, σ' ένα γάμο και έπαιξαν μαζί με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη που σαν κοπέλια ετότεσας μαθαίνανε μαζί τη λύρα. Ηταν η απαρχή της προοπτικής του καλλιτέχνη, για να ξεπεράσει τα σύνορα του χωριού και άρχισε να κατεβαίνει στο Ηράκλειο, στην Πεδιάδα, στο Μονοφάτσι, στο Ρέθυμνο και σ' όλη την Κρήτη. Πρώτη φορά παίζει στο Ηράκλειο, στου Χαρίλαου την ταβέρνα στον Πόρο. Στη συνέχεια έπαιξε στο πρώτο Κρητικό κέντρο του Ηρακλείου στον "Ερωτόκριτο". Ο Καλομοίρης ο Γιώργης είναι από τους πρώτους λυράρηδες στο Ηράκλειο, που επέβαλαν τη λύρα και γενικότερα την Κρητική Μουσική την δεκαετία των ονείρων, της ευαισθησίας, των τεχνών και των γραμμάτων, την δεκαετία του 60.
  Στην συνέχεια η Κρήτη της Αθήνας, το 1970 τον "απέσπασε" προσφέροντας για εφτά χρόνια την σφραγίδα του στη Κρητική μουσική, στην Αττική στα Κρητικά κέντρα "Κονάκι" και "Αγρίμια" και ξαναγιαέρνει στο Ηράκλειο το 1977 στο "Λιμενικό Περίπτερο" όπου μέχρι και το 1995, δημιουργεί ένα αξεγόραστο και απλό στέκι των μερακλήδων της Κρητικής Μουσικής, δίπλα στην ώρες ώρες φουσκοθάλασσα του Κρητικού πελάγους και άλλες στιγμές, στην απαστράπτουσα από φως και ηρεμία, απέραντη θάλασσα του Μεγάλου Κάστρου, δίπλα στα κάστρα της αρμύρας και του φωτός, τραγουδώντας τους καημούς και τις λαχτάρες ετο "Ζορμπάς".
  Ο Καλομοίρης ο Γιώργης, σε όλη του τη διαδρομή, συνεργάστηκε με κορυφαίους λαγουθιέρηδες μεταξύ άλλων και οι: Φασουλάς Ζάχαρης, Κουμιώτης Γιώργης, Τσαγκαράκης Δημήτρης, Νίκος Μανιάς, Μαρκογιαννάκης Γιάννης, Ξυλούρης Γιάννης, Λαρετζάκης Μανώλης, Χαριτάκης Λάμπρος, Κουμιώτης Μανώλης, Ξυλούρης Βασίλης.
  Πρώτος δίσκος του, 78 στροφών, το 1958 με το εκπληκτικό τραγούδι "Εγινες μάγισσα για με" και "Δυστυχισμένος βρίσκομαι", επόμενος δίσκος 78 στροφών "Κυπριωτοπούλα μου" το 1959, δίσκους μικρούς 45 στροφών έγραφε από το 1958 μέχρι και το 1968 γύρω στους 50. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα τραγού δια, "Μ' άνοιξες στο κορμί πληγές", "Τα δυό σου χέρια να κρατώ", "Τσάκι τσάκι", "Μ' ένα σου όχι στη ζωή", "Πάει και πάει το σταμνί στη βρύση", "Χριστέ και Παναγία μου", "Βαστά καλό λογαριασμό", "Φιλενάδες", "Ηρθε στη βρύση το νερό" και άλλα, συνολικά από το 1969, έγραψε, μέχρι σήμερα, 21 μεγάλους δίσκους.
  Ομως δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αναφερθούμε, πως το ταξίδι της μετανάστευσης των Ελλήνων εκείνες τις δύσκολες δεκαετίες, έφερε πολλούς καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής κοντά στην Κρήτη του Καναδά, την Κρήτη της Αμερικής την Κρήτη της Αυστραλίας και στην Κρήτη της Ευρώπης. Εκεί βρέθηκε ο Γιώργης με τους συνεργάτες του, μεταφέροντας την γλυκιά ζεστασιά και την ευαισθησία, που χωρίς αυτήν οι Κρήτες όπου και να 'ναι αισθάνονται ορφανοί.
  Αυτή η μικρή αναφορά στο έργο στην πορεία και την δημιουργία του Γιώργαντου, σκοπό κυρίως έχει την νέα γενιά, που αν πάει κιανείς σήμερο σ' ένα χωριό της Κρήτης, ένα Ηλιοβασίλεμα και αφήσει το βλέμμα του σε κείνα τα ερημοκαταλύματα, με τα ξερά χόρτα που δέχουνται τσ' αχτίνες του Ήλιου, θέλει δε θέλει, θ' απλώσει το χέρι του και θα ακουμπήσει εκείνες τις ερειπωμένες μνήμες, θα χαϊδέψει εκείνα τα απλά αντικείμενα μέσα στα χαλάσματα και θα διακρίνει εκείνο τον Λαϊκό Πολιτισμό, που ξεπροβαίνει μέσα από το χρόνο, με κείνη την παρουσία του Ήλιου που βαδίζει προς το Χρυσορόδυσμά ντου. Κι ύστερα πιο πέρα μια πεζούλα πετρόχτιστη, στέκει ακόμη στα χαλάσματα και αν κάτσει κιανείς απάνω, η σκέψη, μόνο για σεβασμό και αυτοσεβασμό, θα μπορούσε να μιλήσει. Ο λογισμός μας θα προπατίξει, σ' αυτά τα Αγια Χώματα, με την αξεπέραστη κληρονομιά, είτε λέγεται λαϊκή δημοτική μουσική, είτε δημοτικό τραγούδι, είτε λαϊκή αρχιτεκτονική και αισθητική, είτε ντοπιολαλιά και γενικά εκείνο που λέμε και ενοούμε λεγοντας Λαϊκό πολιτισμό. Χωρίς την Ιστορία μας, χωρίς τη Γλώσσα μας, χωρίς την ίδια μας την ταυτότητα, στις ανακατατάξεις που επιφέρουν, οι αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις και στην σημαντική αλλοτρίωση του χαρακτήρα του ανθρώπου, από την τεχνολογική εξέλιξη, χωρίς την λαϊκή θυμοσοφία, όλα τα άλλα μετριούνται, στις μέρες μας σε κέρδος και χρήμα! Με αυτές τις σκέψεις πιστεύουμε πως απλά καταγράφουμε μια πορεία ενός καλλιτέχνη, που έχει προσφέρει πολλά. Κυρίως όμως, πως αυτά που πρόσφερε έχει ιερό καθήκον, να τα παραδώσει στις ερχόμενες γενιές αμόλευτα και αληθινά.
Ηράκλειο Ιούνιος του 1999

Καλομοίρης Πέτρος, Στιχουργός (από το cd Γιώργης Καλομοίρης)
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Πασπαράκης Μανώλης (Στραβός)

1911 - 1987
  Γεννήθηκε στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου του Νομού Ρεθύμνης, το Φλεβάρη του 1911. Το ψευδώνυμο Στραβός (τυφλός) που έμεινε από τα παιδικά του χρόνια, μετά από ένα σκληρό κτύπημα, μιας απρόσμενης και ύπουλης αρρώστιας (οστρακιά) σε νηπιακή ηλικία, με αποτέλεσμα να μείνει τυφλός σε όλη του την υπόλοιπη ζωή. Έπιασε για πρώτη φορά λύρα στα χέρια του σε ηλικία δέκα χρονών, δώρο του πατέρα του, για να ασχοληθεί μαζί της και να περνά πιο ευχάριστα τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς του από το άδικο κτύπημα της μοίρας του.
  Σε σύντομο χρόνο, παιδί ακόμη, έμαθε να παίζει τους πρώτους σκοπούς με την βοήθεια του συγχωριανού του και παλαιότερου μεγάλου λυράρη της εποχής εκείνης Αντώνη Σκουλά ή Καραμουζαντώνη. Το μεγάλο του πάθος, ο καημός, το μεράκι και η αγάπη του για την μουσική και την λύρα. τον έκαναν να ξεχωρίσει γρήγορα και να γίνει ένας σπουδαίος και ανεπανάληπτος λυράρης.
  Τα στοιχεία εκείνα, του απλού και ρυθμικού τρόπου παιξίματος, μαζί με την πρωτόγνωρη, ιδιότυπη και παθιασμένη χροιά του ήχου της λύρας του, έχουν μείνει έντονα στην μνήμη και στην συνείδηση των ανθρώπων εκείνων που τον έζησαν και τον άκουσαν από κοντά. Η πιο λαμπρή περίοδος της καριέρας του ήταν τα χρόνια, από το 1935 έως το 1960.
  Η περίοδος αυτή που είναι και σταθμός στην ιστορία της Κρητικής μουσικής παράδοσης είναι εκείνη με τα αυθεντικά και ανεπιτήδευτα γλέντια με τις ολονύχτιες καντάδες, τις ατελείωτες παρέες στα καφενεία και τα γλεντοξημερώματα του γάμου, που πολλές φορές κρατούσαν και δυό ολόκληρες εβδομάδες. Με την ατμόσφαιρα και τα βιώματα της περιόδου αυτής, αναθράφηκε και μεγάλωσε και η μετέπειτα γενιά των Ανωγειανών καλλιτεχνών, που στην πορεία ξεχώρισαν και μεγαλούργησαν στο χώρο της Κρητικής μουσικής και όχι μόνο. Η δισκογραφία του Μανόλη Πασπαράκη δυστυχώς είναι ελάχιστη, και οι λόγοι πολλοί, κυρίως όμως η δύσκολη μετακίνηση του στην Αθήνα για ηχογράφηση, λόγω της αναπηρίας του.
  Στο τέλος της δεκαετίας του 60, έγινε μια προσπάθεια για την ηχογράφηση ενός δίσκου 45 στροφών όχι όμως επιτυχημένη. Χάρη όμως στην μέριμνα του συγχωριανού του δασκάλου και πρώην Δήμαρχου των Ανωγείων, Γιώργη Σμπώκου, διασώθηκαν κάποιες ζωντανές ηχογραφήσεις.
  Ο Μανόλης Πασπαράκης παρά την μεγάλη ηλικία του συνέχιζε να παίζει σε παρέες και γάμους του χωριού του μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 70. Αξίζει να σημειώσουμε τις μοναδικές και αθάνατες σειρές, "κοντυλιές του Στραβού" που έχουν μείνει κλασσικές στην ιστορία της Κρητικής μουσικής, καθώς επίσης και την χαρακτηριστική αγαπημένη του μαντινάδα, εμπνευσμένη από τα παιδικά του χρόνια:
"Κόσμο γροικώ, κόσμο πατώ, και κόσμο δεν γνωρίζω
Ω! την παντέρμη την ζωή και πως την νταγιαντίζω"

  Θα ήταν ίσως άδικο να μην αναφέρουμε τους σπουδαίους μαντολινάρηδες, που συνόδευαν το Στραβό στη λύρα, τον Μανόλη Αεράκη ή Μυρωμανόλη την περίοδο 1935-55 και τον Νεοκλή Σαλούστρο την περίοδο 1955-80. Ο θρυλικός Στραβός έφυγε από την ζωή το 1987 σε ηλικία 76 χρόνων, αφήνοντας πίσω, την καλή του γυναίκα και τέσσερα παιδιά.

Βιογραφία του Στραβού στη δισκ. σειρά "Πρωτομάστορες"
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Σκουλάς Βασίλης

1946
  Ο Βασίλης Σκουλάς γεννήθηκε στ' Ανώγεια Ρεθύμνου το 1946, σ' ένα χώρο και μια μεγάλη οικογένεια με παράδοση στη μουσική και γενικότερα στις τέχνες. Εγγονός του Μιχάλη Σκουλά, σπουδαίου λυράρη της εποχής του και γιος του γνωστού λαϊκού ζωγράφου Αλιβιάδη Σκουλά ή Γρυλιού. Αρχίζει να μαθαίνει λύρα στα επτά του χρόνια και σε ηλικία μόλις 16 ετών κατορθώνει να καθιερωθεί ως ένας από τους πρώτους λυράρηδες και τραγουδιστές του νησιού, χαράζοντας ήδη μια δική του πορεία στην κρητική μουσική παράδοση.
  Στο κατώφλι 40 χρόνων συνεχούς και λαμπρής πορείας στο χώρο τόσο του παραδοσιακού όσο και του σύγχρονου κρητικού τραγουδιού, ο Βασίλης Σκουλάς έχει να επιδείξει μια μεγάλη σειρά επιτυχημένων καλλιτεχνικών εμφανίσεων, κοινωνικών και πολιτιστικών, από Αμερική ως την Αυστραλία, τον Καναδά και την Γερμανία, καθώς επίσης και στα στέκια που κατά καιρούς δημιούργησε για τη φιλοξενία της κρητικής μουσικής.
  Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι πέρα από τη γενικότερη προσφορά του στην κρητική μουσική, ο Βασίλης Σκουλάς καθιέρωσε ειδικότερα τις Ανωγειανές κοντυλιές με το μοναδικό εκφραστικό του τρόπο και ταυτόχρονα έγινε ο φορέας επικοινωνίας με τον υπέροχο μαντιναδολογικό πλούτο του τόπου μας.
  Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1965 με συμμετοχή σε δίσκο 45" που περιείχε κοντυλιές με τον Θαν. Σταυρακάκη και τον Νίκο Ξυλούρη, ακολουθεί ο πρώτος δίσκος 33" το 1969, όμως η σημαντικότερη δισκογραφική παρουσία και η αρχή της συνεργασίας του με έντεχνους Ελληνες συνθέτες αρχίζει για το Βασίλη Σκουλά το 1980 με το Σεργιάνισμα στην Κρήτη, και ακολουθούν η Κρητική ανθολογία, τα τραγούδια Του σίδερου και του νερού σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, οι Χίλιες χρυσές αθιβολές, του Ερωντα και του καημού, η Αναφορά στην Κρήτη, ο Πικραμένος αναχωρητής σε ποίηση του Ν. Βρεττάκου, οι Δροσοσταλίδες, και το Αναστορούμαι (1997). Παραλληλα την περίοδο 1981-85 πραγματοποίησε μια σειρά εμφανίσεων στο θέατρο Παρκ με το θεατρικό έργο Καφενείον η Ελλάς και αμέσως μετά με το θίασο του Γιάννη Βόγλη στην παράσταση του έργου του Ν. Καζαντζάκη Καπετάν Μιχάλης, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1995 συμμετέχει με δύο τραγούδια στην Αιολία του Μιχ.Νικολούδη, ερμηνείες που θα σημαδέψουν τη μετέπειτα πορεία του Βασίλη Σκουλά στο έντεχνο Ελληνικό τραγούδι. Το 2002 κυκλοφορεί διπλό cd με μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του αλλά και πολλές διασκευές σε υπέροχα κλασσικά Κρητικά τραγούδια και χορούς. Ο Βασίλης Σκουλάς συνεχίζει ακόμα και σήμερα, με το ίδιο πάθος και μεράκι της νιότης, να δημιουργεί και να εμφανίζεται στο δικό του στέκι, την πασίγνωστη Ντελίνα, στ' Ανώγεια Ρεθύμνου.

Κώστας Βασιλάκης, πηγές : cd "40 Χρόνια Βασίλης Σκουλάς", Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Σκουλάς Δημήτρης

  Ο Δημήτρης Σκουλάς, ως λαουτιέρης, αλλά κυρίως ως τραγουδιστής καλλίφωνος και εξαιρετικά εκφραστικός, είναι ένας από τους σημαντικότερους Κρητικούς μουσικούς της νεότερης γενιάς, αξιοπρόσεκτος όχι μόνο για το ύφος, αλλά και για το ήθος του.
  Γεννήθηκε στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης κι έμεινε εκεί μέχρι που τελείωσε το Γυμνάσιο. Στα 18 του χρόνια ανεβαίνει στην Αθήνα, όπου δίνει εξετάσεις με επιτυχία στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης της Παντείου. Από μικρός ασχολείτο με το μαντολίνο και αργότερα με το λαούτο, ενώ παράλληλα ήταν ψάλτης αυτοδίδακτος. Από φοιτητής ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι και το λαούτο και έχει συνεργαστεί με το Λεωνίδα Κλάδο (δίσκος "Ενας μελαχροινός γιατρός", 1984) και πολλούς άλλους λυράρηδες σε διάφορα κέντρα και σε πολλές δισκογραφικές δουλειές, όπου συμμετέχει με στίχο, τραγούδι και λαούτο.
  Επίσης ήταν βασικό μέλος της Επιτροπής Κρίσης του επταετούς Διαγωνισμού Κρητικής Μαντινάδας, που φιλοξενήθηκε τα έτη... στην εφημερίδα "Κρητικά Επίκαιρα", στην Αθήνα, με την επιμέλεια του κορυφαίου ερευνητή της κρητικής διαλέκτου Ρεθεμνιώτη γιατρού Μιχάλη Καυκαλά, διαγωνισμό που επηρέασε σημαντικά τις εξελίξεις στη σύγχρονη κρητική λαϊκή ποίηση (μαντινάδα και ρίμα).
  Τέλος, συνεργάστηκε ως βασικός ερμηνευτής στην παρουσίαση του Ερωτόκριτου από το λαογράφο Μιχάλη Πριναράκη το 1997, ενώ είχε συνεργαστεί και με το Βαγγέλη Παπαθανασίου στην τελετή έναρξης του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ανοικτού Στίβου το 1998 στην Αθήνα.
  Ζει στην Αθήνα και είναι διοικητικός υπάλληλος του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Σκουλάς Μύρων

1954 - 2002
  Γνήσιος εκφραστής και δημιουργός της μαντινάδας. Χωρίς να είναι επαγγελματίας καλλιτέχνης, διέθετε μεγάλο χάρισμα και μεράκι στο να τραγουδά κάθε στίχο μ' ένα δικό του ξεχωριστό τρόπο. Αυτός ήταν ο Μύρων Σκουλάς...
  Γεννήθηκε το 1954 στα Ανώγεια Ρεθύμνης. Περιοχή με πολλούς μουσικούς, ένας εξ αυτών ήταν και ο Μύρων ο Σκουλάς. Έζησε τα παιδικά του χρόνια σε ένα άκρως παραδοσιακό περιβάλλον όπου νωρίς φάνηκε ότι το ταλέντο του στο να γράφει μαντινάδες ήταν μεγάλο. Επίσης ερασιτεχνικά άρχισε να ασχολείται και με το μαντολίνο. Συνεργάστηκε κυρίως με τον Μιλτιάδη Σκουλά, έναν επίσης πολύ καλό οργανοπαίχτη (μαντολίνο). Δισκογραφικά έχει να επιδείξει αρκετούς προσωπικούς δίσκους, δύο δίσκους σε συνεργασία με τον Μιλτιάδη Σκουλά που έγραψαν ιστορία στο χώρο της Κρητικής μουσικής και αρκετές συμμετοχές.
  Δυστυχώς άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 48 ετών, χτυπημένος από την επάρατη νόσο..."Ο Μύρων ο Σκουλάς ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος και καλλιτέχνης. Ήταν μερακλής και τρομερός μαντιναδολόγος", θυμούνται για τον Μύρωνα Σκουλά οι συγχωριανοί του που τον έζησαν και πέρασαν μαζί του αξέχαστες στιγμές.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Ανδρέας Μαριανάκης (Μαριαναντρίκος)

ΑΝΩΠΟΛΗ (Χωριό) ΣΦΑΚΙΑ
  Ο Ανδρέας Μαριανάκης ή "Μαριαναντρίκος", είναι από τους ανθρώπους που μπορούμε να τους περιγράψουμε με μία μόνο λέξη. Πρωτομάστορας! Την εποχή που τα ακούσματα ήταν τόσο γνήσια, τα όργανα απέδιδαν τόσο μοναδικά την μουσική μας, την εποχή που κυριαρχούσε η παραδοσιακή μουσική έκφραση σε όλο το νησί μας, τότε και ο Ανδρέας Μαριανάκης άκμαζε και μεγαλουργούσε. Γεννήθηκε το 1858 στον Δραπανιά Κισσάμου Χανίων. Η καταγωγή του ήταν από την Ανώπολη Σφακίων. Ο πατέρας του όμως ήρθε από τα Σφακιά και ρίζωσε στην Κίσσαμο, στον Πάνω Δραπανιά. Μερικές φορές φτάνουμε στο σημείο να λέμε «αχ και να είχε εφευρεθεί το κασσετόφωνο χρόνια πρίν» έτσι ώστε αυτοί οι καλλιτέχνες να είχαν καταγραφεί. Οπότε και μένουμε στις μαρτυρίες των παλιών που γνώρισαν από κοντά αυτά τα «θεριά» της μουσικής μας. Ο Ανδρέας Μαριανάκης ήταν από τους πιο ονομαστούς βιολάτορες της εποχής του. Παρόλο που λέγεται ότι το βιολί του «νιαούριζε», οι παλιοί που τον πρόλαβαν μιλούσαν για τέχνιτη και μερακλή μουσικό.
  Καλός οικογενειάρχης, έκανε καλό κουμάντο και απόκτησε σημαντική περιουσία εκείνα τα χρόνια. Απόκτησε πολλά παιδιά, οκτώ στον αριθμό. Ένα από τα παιδιά του ήταν ο θρυλικός Γιώργης Μαριάνος, αυτός ο μεγάλος βιολάτορας. Ο Ανδρέας Μαριανάκης δίδαξε εκείνα τα χρόνια σε πολλούς την τέχνη του βιολιού. Ο μεγάλος Φαντομανώλης, ο Ζερβός, ο Τσιλαρίδης ήταν μερικοί από τους ονομαστούς μαθητές του. Αλλά ακουστικά επίσης παραδειγμάτισε μορφές καλλιτεχνών όπως ο Κουνελοκωστής, ο Χάρχαλης κ.α. Έπαιξε με τους σημαντικότερους λαγουτιέρηδες της γενιάς του σε καθολική έκταση της επαρχίας Κισσάμου, αλλά και εκτός, στην Κυδωνία και στο Σέλινο. Εκτός όμως από καλός βιολάτορας ήταν ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του. Πέντε εκλεκτοί σκοποί αποδίδονται στην συνθετική του δραστηριότητα. Βοριάς συρτός το 1896, Δραπανιανός συρτός το 1900, Πυργιανός συρτός το 1906, Μεσογειανός συρτός το 1908, Σηρικαριανός συρτός το 1912. Οι παραπάνω μελωδίες σήμερα είναι κλασσικές ,παίζονται δε όλες σχεδόν και το κυριότερο, αναγνωρίζονται από τους νεώτερους μουσικούς, παρόλο που μερικές έχουν γίνει «λάφυρα» κάποιων επιτήδειων. Ο Ανδρέας Μαριανάκης έζησε όλα του τα χρόνια στο χωριό του, τον Δραπανιά και εκεί έφυγε από την ζωή, το 1938, αφήνοντας πίσω του έναν άξιο συνεχιστή, τον Γιώργη Μαριάνο, αλλά και ένα πλούσιο μουσικό έργο που σίγουρα μαρτυρά περίτρανα την παρουσία του στα μουσικά πράγματα της Κρήτης.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Μελιδονιώτης Αντώνης (Περικλαντώνης)

ΑΠΟΔΟΥΛΟΥ (Χωριό) ΚΟΥΡΗΤΕΣ
  Τοπικός λυράρης του χωριού Αποδούλου της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης. Γεννήθηκε το 1907 στο Αποδούλου, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1983 (25 Ιουλίου).
  Είναι ο σημαντικότερος μουσικός της τοπικής κοινωνίας, στην οποία βέβαια υπήρχαν και άλλοι μουσικοί (λυράρηδες), όπως ο Νικόλαος Γιαννάκης ή Θραψανιώτης (πριν το 1900 - είχε αυτό το ψευδώνυμο επειδή ασκούσε το επάγγελμα του πιθαρά, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού Θραψανό Ηρακλείου), ο Περικλής Μελιδονιώτης (πατέρας του Περικλαντώνη), ο Χαρίδημος Βολανάκης, ο Σταύρος Βολανάκης, ο Νίκος Βολανάκης κ.λπ. ο τελευταίος ιδίως, ο «Νίκος του Σταύρο», κάτοικος Αυστραλίας εδώ και δεκαετίες, ήταν και περίφημος ριμαδόρος (λαϊκός ποιητής) και σώζονται αρκετές μαντινάδες του, αλλά και σατιρικές ρίμες για διάφορα περιστατικά, όπως ο θάνατος υποζυγίων (γαϊδάρων), συνηθισμένο θέμα σάτιρας μέχρι πριν λίγα χρόνια στα κρητικά χωριά. Οι ρίμες του Νίκο του Σταύρο διακρίνονται για το εξαιρετικό ύφος τους και το λεπτό χιούμορ που αποφεύγει την αισχρολογία.
  Αυτοδίδακτος, και ριμαδόρος επίσης και ο ίδιος, ο Περικλαντώνης διασκέδασε με τη λύρα του την κοινωνία του Αποδούλου και άλλων γειτονικών χωριών, όπως ο Αγιος Ιωάννης, η Αγία Παρασκευή και η Νίθαυρη, παίζοντας στις παρέες, τις καντάδες, τα πανηγύρια και τα γλέντια, χωρίς να παίρνει χρήματα. Εκτός από τα περίφημα αμαριώτικα πεντοζάλια και τους άλλους γνωστούς και σήμερα κρητικούς χορούς, έπαιζε και τους τοπικούς χορούς που συνηθίζονταν στην επαρχία Αμαρίου, δηλαδή τον τριζάλη, το λαζώτη, τον πανωμερίτη (προβατινίστικο), τον κατσαμπαδιανό και το μικρό-μικράκι. Η λύρα του συνοδευόταν με μαντολίνο και σπανιότερα λαούτο, που έπαιζαν αρκετοί Αποδουλιανοί, όπως ο Αγάπιος Φωτάκης (δεινός σατιρικός μαντιναδολόγος), ο Γιώργης Βολανάκης, ο Θεόδωρος Βολανάκης κ.α.
  Ο Περικλαντώνης ασκούσε το επάγγελμα του υποδηματοποιού (τζαγκάρη) και ήταν παντρεμένος με την Ευλαβία Δρυγιαννάκη (1918-2001), με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Περικλή, το Νίκο, το Γιώργη και τη Μαρία. Σώζεται ιδιωτική ηχογράφησή του στη συλλογή του εξαίρετου σύγχρονου Αποδουλιανού λυράρη (και ανηψιού του) Κωστή Εμμ. Φωτάκη («Κωστή του Μανωλιό»), που ζει στο Ηράκλειο.

Θοδωρής Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Χαρίλαος Πιπεράκης (Χαρίλαος ο Κρητικός)

ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ (Επαρχία) ΧΑΝΙΑ
1894
  Γεννήθηκε στους Έρφους Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης το 1924.
  Προικισμένος λυράρης με δεκαετίες θητείας στο κρητικό γλέντι, έπαιξε σε πολλές περιοχές της Κρήτης, κέρδισε το θαυμασμό και παρέμεινε στη μνήμη όλων όσοι τόνε γνώρισαν, ως χαροκόποι (=γλεντιστάδες), ή συνεργάστηκαν μαζί του, ως πασαδόροι λαγουθιέρηδες. Η παρουσία του στην κρητική μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα είναι σεβαστή και υπολογίσιμη.
  Εκτός από τη δεξιοτεχνία του, ήταν από τους μουσικούς που «ήξεραν να στήνουν γλέντι», πράγμα που τον ανέδειξε και τον καθιέρωσε ανάμεσα στους μερακλήδες του καιρού του, εκείνους που «ανάγκαζαν» το λυράρη να προσέχει και την τελευταία λεπτομέρεια στο παίξιμό του, γιατί απαιτούσαν την «καλή λύρα» για να διασκεδάσουν, και είτε τον αντάμειβαν (ηθικά και υλικά, με το τακτικό παρόν τους στα γλέντια του) είτε τον περιφρονούσαν.
  Διέθετε ξεχωριστό, ονομαστό «χρώμα» στο παίξιμό του και «χρωμάτιζε» μ' αυτό όλα τα τραγούδια που έπαιζε, συνθέσεις διαφόρων καλλιτεχνών, προσαρμόζοντάς τα στο ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος του. Παρά το ότι, δυστυχώς, το δισκογραφικό του έργο ήταν περιορισμένο, ο συρτός του «Ζητιάνος» κατατάσσεται στα κλασικά κομμάτια της «χρυσής εποχής» της ρεθεμνιώτικης μουσικής (δεν πρέπει να συγχέεται με το ομότιτλο, αλλά εντελώς διαφορετικό, συρτό του Κ. Μουντάκη). Αλλες δισκογραφικές επιτυχίες του Μαν. Κατσαμά που μπορέσαμε να καταγράψουμε είναι τα : "Σημάδι μου χεις στην καρδιά", "Στην αγάπη μας δε θέλω καταδότες", "Μια ψηλομελαχροινή", "Κάθε καρδιά που αγαπά", "Φεύγω αγάπη μου στα ξένα", "Γιατρός είσαι στην πληγή", με συνοδεία το Γιάννη Μαρκογιαννάκη και τους γιους του Γιώργη και Βασίλη.
  Καλλίφωνος και με μεγάλες φωνητικές αντοχές, ακόμη και την τρίτη συνεχόμενη μέρα του γλεντιού, την ώρα που ξυπνούσε - μετά τον ελάχιστο ύπνο που «έκλεβαν», αν ήταν τυχεροί, σε καμιά γωνιά οι οργανοπαίχτες - «άκουες τη φωνή του σαν τ' αηδονιού» να λέει μαντινάδες στο σιγανό πεντοζάλη, με δυο κύκλους χορευτές τον ένα μέσα στον άλλο, και φυσικά ακουγόταν απ' όλους χωρίς μικρόφωνο. Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το 1996, αφού ταλαιπωρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα από την επάρατη νόσο. Συνέχισε να παίζει με αξιοθαύμαστο κουράγιο ακόμη και λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Τα παιδιά του (οι Κατσαμάδες) συνεχίζουν, το καθένα με τον τρόπο του, τη μουσική παράδοση της οικογένειας.

από κείμενο του Παν. Κουνάδη στο Δίφωνο
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Σηφακάκης Νικηφόρος

ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ (Χωριό) ΣΥΒΡΙΤΟ
  Ένας εξαίρετος άνθρωπος, αισθαντικός λυράρης και καλλιτέχνης οργανοποιός, ολιγογράμματος, αλλά βαθιά φιλοσοφημένος, με πολλές ευαισθησίες και ποικίλα ενδιαφέροντα. Κατάγεται από τους Αποστόλους Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης, αλλά ζει με την οικογένειά του στο γειτονικό Θρόνος Αμαρίου, όπου και εργάζεται «φιλοτεχνώντας μουσικά όργανα» με έμφαση στη λύρα. Το φιλόξενο σπίτι του είναι πόλος έλξης ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την πολιτισμική κληρονομιά της Κρήτης, οι οποίοι πάντα φεύγουν ωφελημένοι από τη σπάνια εργασία του και την πολύτιμη συναναστροφή του.
  Διατηρεί πολύχρονη συνεργασία, ως οργανοποιός, με τον Ψαραντώνη, ενώ οι λύρες του, που η κατασκευή της καθεμιάς μπορεί να διαρκέσει μήνες ή και χρόνο (είναι γεωργός το επάγγελμα), διαφέρουν η μία από την άλλη τόσο στη φωνή όσο και στην εμφάνιση, συχνά μάλιστα και στις διαστάσεις (από λυράκια μέχρι λύρα διπλάσια της συνηθισμένης, το λεγόμενο λυροντσέλο). Διοχετεύοντας στο ξύλο τα συναισθήματά του από την ευαίσθητη σχέση του με το περιβάλλον και τον πολιτισμό (από τα κατσοπρίνια του Ψηλορείτη, που υψώνεται δίπλα στο χωριό του, ώς τον Όμηρο και τον Καζαντζάκη), έχει αποτυπώσει στις λύρες του μορφές όπως του Κύκλωπα ενώ καταβροχθίζει έναν σύντροφο του Οδυσσέα, το διπλό πρόσωπο της ανθρώπινης ψυχής (από μπροστά άνθρωπος κι από πίσω θεριό, που μόνο ο ίδιος ο λυράρης, την ώρα που βαστά το όργανο, το βλέπει -όπως μόνο ο καθένας από μάς γνωρίζει τα σκοτεινά βάθη της ψυχής του), των «αμαθιώ τη βρύση» (τη βρύση των δακρύων, που τόσο συχνά αναφέρεται στα παραδοσιακά μας τραγούδια) κ.τ.λ.
   Αν και ποτέ δεν έπαιξε λύρα ως επαγγελματίας μουσικός, φυλάσσει στο δοξάρι και στα δάχτυλά του σπάνιες σειρές από αμαριώτικα πεντοζάλια («πενταζάλια», στο τοπικό ιδίωμα) και πολύτιμες μνήμες από τις κοντυλιές παλαιότερων λυράρηδων του χωριού του (Θρονιανών), όπως ο πατέρας του, ο Τίτος ο Σπυθούρης, ο Στρατιδάκης, ο Μιχάλης Κουφάκης, ο θείος του Γιώργης Σηφακάκης («πολεμάρχος του 1912») κ.ά. Ο καθένας από αυτούς «έπαιζε στο δικό του μοτίβο, δεν έμοιαζε με τον άλλο». Έπαιζαν λίγα συρτά, αλλά κυρίως «πενταζάλια, σούστες, καστρινά» κ.λπ. Ο Σπυθούρης έπαιζε και τριζάλη, όμως η κοντυλιά αυτή του τριζάλη ξεχάστηκε. Μέρος της μουσικής τους, παιγμένη από το Νικηφόρο, έχει ηχογραφηθεί ανεπίσημα και βρίσκεται σε ιδιωτικές συλλογές.
   Ο ίδιος λέει:
«Δεκάξε χρονώ έσαξα την πρώτη μου λύρα. Ύστερα ασχολήθηκα με τα σίδερα, με τα ελαιουργεία, εγύρισα από το στρατό, από την Αθήνα, κι επειδή η μάνα μου δε μ' άφηνε να παίξω λύρα, για να γιάνω τον καημό μου έκατσα κι εκατασκεύασα μια λύρα με μεράκι, με προσοχή...»
«Δε θέλω να πειράξω τ' άλλα κοπέλια» (=να ανταγωνιστώ τους νέους οργανοποιούς), «γιατί εμείς πρέπει ν' ανοίξομε τσι πόρτες να περάσουνε τα κοπέλια κι εμείς να τρυπώξομεν οι γέροντες, αλλά για να μη με πειράξει κείνο το τρελό και να κάθομαι να παίζω ζάρια και χαρθιά στο καφενείο, κάνω αυτό. Δεν είμαι έμπορας, τροζοκουλτουριάρης είμαι, αλλά για μένα κουλτούρα είναι μία ιδιαιτέρα μόρφωση...»
«Ο προππάπους μου, αφέντης (=ο πατέρας) του παππού μου, ο Σηφογιώργης (=Γιώργης Σηφακάκης), έσαζενε βροντόλυρες κι είχενε τρεις βροντόλυρες κι εκρέμουνταν εις τον τοίχο. Κι όντεν απόθανεν η γυναίκα ντου, επειδή αυτός έκλαιγενε με τη μουσική, το πρωί 'θάψαν τη γυναίκα ντου και το μεσημέρι έπαιζε ντη λύρα στο κατώι. Και τσή 'χενε βγαρμένο το στύλο για να μη φωνιάζει δυνατά. Και μπαίνει η κόρη ντου, η θειά μου η γι-Αντρουλίνα (ήτονε μαμμή), και του λέει: «Για το Θεό, αφεντάκη (=πατερούλη), και το πρωί 'θάψαμε ντη μάνα μου κι εδά παίζεις τη λύρα;» Και στη κάνει: «Αφησέ με, μωρή, να μου περάσει το μεράκι...» Αυτός ήθελενε να ξεσπάσει, ο καθένα μας γυρεύει ένα τρόπο να ξεσπάσει, αλλά πρέπει να πάθεις χιλιάδες περιστατικά στη ζωή σου... Οι βροντόλυρές του δε σώζουνται, δεν προσέχομε, και ο πολύ ρεαλισμός μάς επέταξε την παράδοσή μας πέρα.»

Από ηχογραφημένη συζήτηση με το Γ. Γαβαλά και το Θ. Ρηγινιώτη, τον Απρίλιο του 1999 στο Θρόνος
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Οι Κουτσουρέληδες

ΑΡΜΕΝΟΙ (Χωριό) ΑΡΜΕΝΟΙ
  Στην Κρήτη υπήρξαν μεγάλες μουσικές οικογένειες που κράτησαν ψηλά τα σκήπτρα της μουσικής μας παράδοσης. Οι Κουτσουρέληδες υπήρξαν ας πούμε μουσικοί «από κούνια». Από πάππου προς πάππου, από γενιά σε γενιά, πλήθος οργάνων πέρασε από τα χέρια αυτής της οικογένειας. Ο Αντρέας Κουτσουρέλης από το Αρμενο Χωριό Κισσάμου ήταν ένας παλιός τεχνίτης λαγουτιέρης. Την αγάπη του για την μουσική την μετέδωσε στα παιδιά του. Ο Γιώργης, ο Μανώλης, ο Στέλιος.
  Ο Στέλιος Κουτσουρέλης γεννήθηκε το 1924 στο Καστέλλι Κισσάμου και εκεί μεγάλωσε με τα ακούσματα του πατέρα του και της παλιάς γενιάς των καλλιτεχνών της περιοχής. Μαζί με τα αδέρφια του πορεύθηκε στα μουσικά μονοπάτια της εποχής εκείνης. Η τέχνη βέβαια του Γιώργη ήταν αξεπέραστη, όμως και ο Στέλιος έπαιζε γλυκά και απλά, είχε ήχους που ταιριάζανε τόσο στον χαρακτήρα του, όσο και στην μουσική ιδιομορφία των τοπικών μοτίβων. Από τα γλέντια στο οικογενειακό καφενεδάκι, στα γλέντια της κρητικής υπαίθρου. Αγαπούσε όμως και τα γράμματα και για αυτό τον λόγο τελείωσε και το γυμνάσιο. Η φωνή του ήταν όμορφη και στρωτή. Αλλωστε για τον λόγο αυτό ήταν ο κύριος τραγουδιστής στους δίσκους του Γιώργη. Αγρίμι, Μπαρμπούνι, Φουρνιανός, Συρτάκι, Φιλεντέμ, Κρουσταλλοβραχιωνάτη κ.α. Από τα γλέντια στα ραδιοφωνικά στούντιο μαζί με τα αδέρφια του παρουσίαζαν τις αξέχαστες εκπομπές που πρόβαλλαν την κρητική μουσική σε όλη την Ελλάδα. Με τον θάνατο όμως του αδερφού τους Μανώλη το 1958 σταμάτησαν και οι εκπομπές αλλά και η καλλιτεχνικές τους δραστηριότητες. Ο Στέλιος Κουτσουρέλης εκτός από λαγουτιέρης και τραγουδιστής ήταν και άριστος συνθέτης. Ο κλασσικός πλέον Εννιαχωριανός συρτός έχει μείνει στην μουσική ιστορία του τόπου. Ηχογραφήθηκε με το λαγούτο του Γιώργη, με την λύρα του Κώστα Μουντάκη και με το τραγούδι του Στέλιου. Όταν πρωτάκουσε τον συρτό αυτό ο γίγαντας της κρητικής μουσικής, ο Νικολής Χάρχαλης, του απέδωσε τα εύσημα που μόνο ένας μεγάλος δάσκαλος μπορεί: «Μπράβο Κουτσουρελάκι μικιό, λεβεντιά το σερτουλάκι σου».
  Ο Στέλιος Κουτσουρέλης διορίστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος όπου και σταδιοδρόμισε επαγγελματικά. Στην Αθήνα με κάθε ευκαιρία συνεργάστηκε με πολλούς βιολάτορες και λυράρηδες και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο κρητικό στοιχείο της πρωτεύουσας. Το 1998 όμως υπέστη βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να κουβαλάει αυτή του την παραπληγία μέχρι το καλοκαίρι του 2003 που έφυγε από την ζωή. Αλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο της μουσικής μας άφησε, αλλά το έργο του σίγουρα θα μείνει ζωντανό για τις ερχόμενες γενιές.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Σταγάκης Μανώλης

ΑΡΧΟΝΤΙΚΗ (Χωριό) ΛΑΠΠΑΙΟΙ
1913 - 1995
  Γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1913 στην Αρχοντική Ρεθύμνου από γονείς αγρότες και είχε 10 αδέλφια. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο και μετά ασχολήθηκε με τη γεωργία. Παράλληλα ασχολούνταν και με τη μουσική παίζοντας λύρα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 άρχισε από μόνος του, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και εργαλεία, να φτιάχνει τη δική του λύρα, λόγω του ότι δεν τον συγκινούσαν ιδιαίτερα οι λύρες της εποχής εκείνης. Μετά από αυτή του την ενέργεια άρχισε να ασχολείται συστηματικά με την κατασκευή μουσικών οργάνων. Έτσι ερχόμενος στην πόλη (Ρέθυμνο) γύρω στο 1945, επαγγελματίας λυράρης πια, ανοίγει το πρώτο οργανοποιείο στην οδό Δημακοπούλου δίπλα στην "Μεγάλη Πόρτα" που λειτούργησε μέχρι το 1995.
  Ήταν από τους πιο ονομαστούς οργανοποιούς στην Κρήτη για πάνω από 50 χρόνια. Στην μετέπειτα πορεία του οργανοποιείου γύρω στο 1970-72 παίρνει την σκυτάλη ο Μιχάλης Σταγάκης, γιος του Εμμανουήλ και δουλεύουν παράλληλα. Ο Μιχάλης Σταγάκης έθεσε με τη σειρά του την δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ιστορία της κατασκευής του κατεξοχήν μουσικού οργάνου της Κρήτης.
  Ο Μανώλης Σταγάκης, θεωρείται από τους αναμορφωτές της κρητικής λύρας στην οποία και "έδωσε" αρκετά χαρακτηριστικά του βιολιού και του μαντολίνου, δίνοντας της έτσι μεγαλύτερες μουσικές δυνατότητες. Δυστυχώς το 1995 διεκόπη η συνεχής παραγωγή των περίφημων μουσικών οργάνων των Σταγάκηδων λόγω του απροσδόκητου θανάτου του Μιχάλη Σταγάκη. Όμως μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα και τούτο διότι σήμερα ο γιος του Μιχάλη - Μανώλης (όπως και ο παππούς του) - είναι ήδη ένας οργανοποιός τον οποίο έχουν προτιμήσει πολλοί και καταξιωμένοι καλλιτέχνες του χώρου.
  Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι λυράρηδες της Κρήτης, όπως ο Σκορδαλός, ο Μουντάκης, ο Κλάδος, ο Νίκος ο Ξυλούρης, κ.α., επέλεξαν τα όργανα που κατασκεύαζαν οι Σταγάκηδες. Οι λύρες τους, ακόμα και σήμερα θεωρούνται μεγάλης αξίας και είναι οι πιο ονομαστές στην Κρήτη...

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Φρόσω Γρυλλάκη (Μαντουρού)

ΒΑΘΥΠΕΤΡΟ (Οικισμός) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
1890
  Η Φρόσω Γρυλλάκη-Μαυράκη γεννήθηκε στο Βαθύπετρο, οικισμό του δήμου Αρχανών, γύρω στο 1890. Όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε το Γ. Γρυλλάκη από τα Ανώγεια και κατοίκησαν στις Αρχάνες με την οικογένειά τους. Από μικρό κορίτσι η Φρόσω ένιωθε χαρά για την κρητική ξεφάντωση κι εκεί στην εξοχή, όπου έβοσκε τα πρόβατά της, έφτιαχνε φλογέρες (μαντούρες) με καλάμι κι έπαιζε γλυκούς σκοπούς. Αργότερα έφτιαχνε μόνη της ασκομαντούρες (άσκαυλους) από δέρμα μικρού κατσικιού, όπως είχε μάθει από τους παλαιότερους. Ήταν τόσο όμορφο το παίξιμό της, που είχε μεγάλη αποδοχή και προτίμηση στα γλέντια και τις χαρές. Ειδικά στις αποκριάτικες διασκεδάσεις στις Αρχάνες των μέσων του 20ού αιώνα, που άφησαν εποχή κι έρχονταν να συμμετάσχουν σ' αυτές και μερακλήδες από άλλες περιοχές. Ξακουστή για το όμορφο παίξιμό της, σε ταξίδια της στην Αμερική, όπου πήγαινε να δει τα παιδιά της, η Φρόσω διασκέδαζε στο βαπόρι επιβάτες και πλήρωμα με την ασκομαντούρα της. Λίγα χρόνια πριν το θάνατό της, σε μεγάλη ηλικία, παρουσιάστηκε σε ντοκυμανταίρ για την τοπική μουσική παράδοση από τον Νέστορα Μάτσα.

Βιογραφικά-Φωτογραφίες από την κ. Ειρήνη Ταχατάκη, Αρχάνες
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Παπαδάκης Γιώργος

ΒΑΛΗΣ (Χωριό) ΓΟΡΤΥΝΑ
  Ο Γιώργης Παπαδάκης γεννήθηκε στο Βαλί Καινουργίου του νομού Ηρακλείου (Μεσσαρά). Ο πατέρας του, γλεντζές και με ωραία φωνή, του μετέδωσε την αγάπη για τη μουσική, το τραγούδι και την καλή παρέα και ο ίδιος του αγόρασε μια λύρα όταν ήταν 16 χρονών.
  Παρόλα αυτά δεν ήθελε να γίνει ο γιος του καλλιτέχνης. Ο Γιώργης όμως είχε μεράκι με τη λύρα κι έφευγε από τα χωράφια, όπου ήταν απασχολημένος με γεωργικές εργασίες, για να προλάβει την περίφημη ραδιοφωνική εκπομπή των αδελφών Κουτσουρέλη "Κρητικό Μεσημέρι", μέσω της οποίας έρχεται σ' επαφή με τις μεγάλες μουσικές εκτελέσεις του Σκορδαλού, του Μουντάκη και άλλων δημιουργών. Τα ακούσματα αυτά, όπως επίσης και τα πρώτα του βιώματα στο χωριό με το λυράρη Φίλιππο Λατζουράκη και άλλους οργανοπαίχτες της περιοχής, θα είναι εκείνα που θα τον στρέψουν καθοριστικά στο χώρο της κρητικής μουσικής.
  Από τα 23 του χρόνια ασχολείται επαγγελματικά με τη λύρα, εμφανίζεται σε κέντρα, ταξιδεύει σε περιοδείες στο εξωτερικό, βγάζει δίσκους, πάντα με επιτυχία. Το 1987 συνεργάστηκε δισκογραφικά με το δάσκαλο του κρητικού λαούτου και συνθέτη Ευάγγελο Μαρκογιαννάκη από το Σπήλι Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης δίνοντάς μας το δίσκο "Γιώργος Παπαδάκης".
  Εξάλλου έχει λάβει μέρος με μουσικές γέφυρες σε θεατρικές παραστάσεις, καθώς επίσης και σε εκπομπές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές.
  Έμπειρος και καταξιωμένος πλέον, αλλά και αγαπητός σε όλους τους φίλους της καλής κρητικής μουσικής, δίκαια θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους και αυθεντικότερους Κρητικούς μουσικούς της γενιάς του.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Φαραγκουλιτάκης Μανώλης (Μπαξές)

ΒΟΡΙΖΙΑ (Χωριό) ΖΑΡΟΣ
1923
  Παραδοσιακός χαμπιολάτορας και ασκομπαντουριέρης από τα ορεινά Βορίζα Ηρακλείου, αλλά και επιδέξιος κατασκευαστής των δύο αυτών μουσικών οργάνων, με τα οποία προμηθεύει τους ενδιαφερόμενους.
  Το χαμπιόλι ή σφυροχάμπιολο ή θιαμπόλι και μπαμπιόλι (σουραύλι) και η ασκομπαντούρα ή ασκομαντούρα (άσκαυλος, η γνωστή νησιώτικη τσαμπούνα) είναι κρητικά πνευστά μουσικά όργανα, που η παρουσία τους στο νησί θεωρείται πολύ παλαιότερη από των εγχόρδων, όπως γενικά τα πνευστά και τα κρουστά θεωρούνται τα πρώτα μουσικά όργανα του ανθρώπου.
  Ο Μαν. Φαραγκουλιτάκης, ηλικιωμένος ήδη (γεννήθηκε το 1923), είναι από τους τελευταίους παίχτες πνευστών μουσικών οργάνων που έχουν απομείνει στην Κρήτη. Ικανότατος παίχτης, είναι εμπειρικός και αυτοδίδακτος, δηλαδή ερασιτέχνης, όπως όλοι οι μουσικοί του είδους του, που όμως μετέφεραν επάξια ώς την εποχή μας (σε πανηγύρια, πολυήμερες παρέες και καντάδες, τις οποίες αναπολεί) μια από τις παλαιότερες όψεις της κρητικής μουσικής κληρονομιάς, όψη με εξαιρετικό ενδιαφέρον, που όμως, λόγω των συνθηκών, κινδυνεύει πολύ σοβαρά με εξαφάνιση.
  Ζει στα Βορίζα με την οικογένειά του και έχει συνεργαστεί κατά καιρούς με πολλούς Κρητικούς μουσικούς, όπως ο Ψαραντώνης, οι Σταυρακάκηδες κ.λπ., έχει συμμετάσχει σε πλήθος ηχογραφήσεων, αλλά και σε συναυλίες εντός και εκτός Κρήτης, καθώς και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έχει το ψευδώνυμο Μπαξές, λόγω της αγάπης του, όταν ήταν νέος μερακλής, για την επική φωνή του μεγάλου Ρεθεμνιώτη τραγουδιστή Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξέ (Μπαξεβάνη).
  Ο ίδιος διασώζει την ανάμνηση παλαιότερων συναδέλφων του, όπως ο Καργάκης, «στ' αποπάνω χωριό» [το λεγόμενο Ξετρύπι, την «πάνω μπάντα τω Βοριζώ» -ο Καργάκης «ήπαιζε ασκομαντούρα πολύ (=άριστη), σφυροχάμπιολ' όμως δεν ήπαιζε»], αλλά και συγχρόνων του, όπως ο Καμπουδάκης από τα Σκούρβουλα και ο Πελοπίδας Σαριδάκης από το Ζαρό (πέθανε το 2001), ενώ, ως κατασκευαστής μουσικών οργάνων για δική του πρώτα απ' όλα χρήση, έχει καινοτομήσει εισάγοντας το σφυροχάμπιολο με εφτά τρύπες, αντί για τις παραδοσιακές πέντε των παλιών κρητικών χαμπιολιών. Η καινοτομία αυτή αυξάνει τις δυνατότητες του οργάνου, επιτρέποντας στο μουσικό να πλουτίσει το ρεπερτόριό του και να παίξει αρτιότερα τις μελωδίες του. Ο ίδιος αναφέρει σχετικά: «Τα παλιά είχανε πέντε τρύπες. Εγώ ήμαθα με πέντε. Αλλά τη γ-Κατοχή μέσα ήταν ένα μ-παιδί απ' τη Μιαμού, απ' τ' Αστερούσια, και έπαιζε. Το γνώρισα στ' αεροδρόμιο απού φτιάχνανε οι Γερμανοί στο Ντυμπάκι. Ήταν εκειά χιλιάδες κόσμος κι εδούλευγε. Ήτανε στα σύρματα [συρματοπλέγματα]. Κι εγλεντίζανε κάθ' αργά οι γι-αθρώποι, είντα 'θελα κάμουνε; Και τον είδα εκειά και τον άκουσα μια φορά κι έπαιζε κι έπαιζε με εφτά τρύπες, όπως είν' αυτό ακριβώς.
  Εγώ εβάστουν ένα με πέντε. Και μου λέει: "Κουμπάρε Μανώλη, να σάξεις ένα με εφτά που 'χει πιο πολλά πατήματα και παίζεις άνετα ότι δήποτε κοντυλιά και νά 'ναι". Αυτός ήτανε πιο μεγάλος από μένα.-λεγότανε Χαρίδημος Γερμανάκης.»

Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Μανασάκης Λευτέρης (Γαλιανός)

ΓΑΛΙΑ (Κωμόπολη) ΜΟΙΡΕΣ
  Το μουσικό φαινόμενο που ονομάζεται Λευτέρης Μανασάκης ή Γαλιανός έχει γενέτειρα τη Γαλιά. Η προσφορά του λυράρη στην Κρητική παραδοσιακή μουσική αλλά και τις γενιές που ακολούθησαν τιμήθηκε στις 23 Αυγούστου 2001 με μια συναυλία αφιερωμένη στη μνήμη του. Ο πλούτος της μουσικής του μπορεί να φανεί μόνο κατά προσέγγιση και από μαρτυρίες όσων τον έζησαν από κοντά. Η έρευνα για τη δραστηριότητά του και τη σύντομη ζωή του ξεκίνησε τα Χριστούγεννα του 2000, από μια τυχαία πληροφορία. Η συλλογή υλικού συνεχίζεται ακόμη, με τη δέσμευση και την επιφύλαξη να παρουσιαστούν περισσότερα στοιχεία στο μέλλον. Για την ώρα, μέσα από ένα ταξίδι στο παρελθόν με χαρακτηριστικά στιγμιότυπα, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την εικόνα του Λευτέρη Μανασάκη ή Γαλιανού.
  Βρισκόμαστε στη Γαλιά, προπολεμικά: Η Αδαμαντία Θεοδωράκη έρχεται νύφη από τη Φανερωμένη και λάμπει σαν ήλιος από την ομορφιά. Αλλά και ο μελλοντικός σύντροφος της ζωής της, ο Παπα-Γιάννης Μανασάκης ο Δάσκαλος ξεχώριζε για την ομορφιά, τη λεβεντιά και την αρχοντιά του. Ανθρωποι που τον έζησαν, μιλούν για το παίξιμό του στη λύρα, το μεράκι που καμιά φορά τον έκανε να σηκώνει το ράσο και να σέρνει πρώτος το χορό.
  Το αρχοντικό του Παπα-Γιάννη και της Αδαμαντίας Μανασάκη στη Γαλιά ήταν γεμάτο από μουσικά όργανα, ραδιόφωνο και γραμμόφωνο. Σε αυτό το περιβάλλον γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Λευτέρης (1917) και τα άλλα παιδιά τους: Ο Γιώργος, ο Μανώλης, η Μαρία, η Χαρίκλεια, η Δέσποινα, η Ευαγγελία και η Ελένη η μικρότερη, η αδυναμία του Λευτέρη. Δυστυχώς δεν είναι όλοι κοντά μας.
  Όλα τα αδέρφια ασχολήθηκαν με τη μουσική και το τραγούδι, αλλά ο Λευτέρης ξεχώριζε: από μικρός έμαθε να κατασκευάζει και να παίζει τετράχορδη βιολόλυρα (κουρδισμένη Mi-La-Re-Sol) και μαντολίνο. Του άρεσε να ακούει μουσική από όποια πηγή έβρισκε. Από τα στοιχεία που έχουμε, στα 17 του κιόλας «κρατούσε» ολόκληρα γλέντια και ήταν περιζήτητος, σε συνεργασία με ένα άλλο μουσικό φαινόμενο της περιοχής, τον Καστελλολευτέρη από όπου και η φωτογραφία.
  Αργότερα συνεργάστηκε και με άλλους οργανοπαίκτες, αλλά για την εποχή που μιλάμε τώρα, ο Λευτέρης μαζί με τον Καστελλολευτέρη ξεσήκωναν νέους και γέρους στο χορό. Για να γνωρίσουμε από κοντά αυτόν τον καλλιτέχνη, θα προσπαθήσουμε να φανταστούμε μια μέρα από τη ζωή του σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν ως τώρα προκύψει:
  Βρισκόμαστε στη Γαλιά, ένα καλοκαιρινό πρωϊνό, και ο Λευτέρης παίζει λύρα στο καφενείο του, ενώ το Λενάκι η αδερφή του, απολαμβάνει το περγαμόντο που μόλις την κέρασε. Μετά από λίγο, έρχονται παρέες και τραγουδούν μαζί του. Το απόγευμα ξεκινά με τα πόδια για την Απόλιχνο, όπου τον έχουν καλέσει να παίξει σ’ ένα γλέντι μαζί με τον Καστελλολευτέρη. Στο δρόμο συναντούν δύο παιδιά που έκαναν πως έπαιζαν λύρα με δυο κομμάτια ξύλο. Ο Λευτέρης τους λέει: «Να πείτε στους γονέους σας να σας αγοράσουν αληθινές και θα σας μάθω να παίζετε». Καθώς πλησιάζουν στην Απόλιχνο, οι νοικοκυρές ετοιμάζονται και τους κερνούν με τη σειρά σε όλα τα σπίτια του χωριού. Σε λίγο ξεκινά το γλέντι, στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, κάτω από τον πλάτανο, τη λεμονιά και την καρυδιά όπου του άρεσε να κάθεται. Κάποιοι άλλοι λυράρηδες που θα έπαιζαν μαζί στο γλέντι, παρατούν τα δοξάρια στο άκουσμα του Λευτέρη, όσο κι αν επέμενε ο ίδιος να παραμείνουν. Πιο πέρα τον ακούει προσεκτικά ένας σπουδασμένος του κλασσικού βιολιού, (σύμφωνα με μαρτυρία του Καστελλολευτέρη, ήταν ο Μαλεφιτσάκης) βλέπει ότι το παίξιμό του δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από έναν βιρτουόζο και απορεί: «Θεέ μου, αν είναι δυνατόν να βγαίνει από ένα τέτοιο κομμάτι ξύλο τέτοια αρμονία!». Σ' ένα διάλειμμα του χορού, βλέπει μια παρέα παιδιών να προσπαθούν να χορέψουν, και με το «μικρόβιο» του δασκάλου, τους δείχνει τα βήματα, έπειτα τους παίζει να χορέψουν σωστά. Με τη βιολόλυρα ξεσηκώνει τους πρωτοχορευτές του χωριού, και χορεύουν μόνοι τους σταυρωτά το σιγανό. Το γλέντι κρατά τρία μερόνυχτα. Κάποιες στιγμές ο Λευτέρης με τον Καστελλολευτέρη σκαρφαλώνουν στις σπηλιές πάνω από την εκκλησία και παίζουν. Οι μελωδίες τους απλώνονται παντού και μαγεύουν τους πάντες. Όταν ο Λευτέρης ξεκινούσε να παίζει ένα σκοπό, μπορούσε να κρατήσει και μια και δυo ώρες, μα δε βαριόταν κανείς ν' ακούει.
   Πολλοί θυμούνται, (ανάμεσά τους και ο μαθητής του ο Ανδρέας ο Νικολούδης) να έχουν μετρήσει 113-117 γυρίσματα σ' ένα Μαλεβιζιώτη «δίχως να δευτερώσει γύρισμα»! Τελειώνοντας το γλέντι έπαιρναν το δρόμο για τη Γαλιά.
   Στην τοποθεσία «ανεκουλουρίδα» ανατολικά του χωριού, σταματά και παίζει μερικές κοντυλιές. Οι χωριανοί ανοίγουν τα παράθυρα και βγαίνουν στα σοκκάκια. Ώσπου να φθάσουν στην πλατεία όλοι μαζί ξεκινά νέο γλέντι. Ο Λευτέρης ακούραστος συνεχίζει να παίζει. Ξεκουράζεται λίγο και πηγαίνει για καντάδα στις όμορφες του χωριού και στη διαλεχτή του με τις παρακάτω μαντινάδες (από τον Ανδρέα Νικολούδη): «Ανοιξε το παράθυρο,το κρουσταλλένιο τζάμι
Έχω δυο λόγια να σου πώ και σφάλισέ το πάλι»
«Δώσε τση λάμπας λίγο φως να φέγγει να περάσω,
γιατ' είμαι ξενοχωριανός το δρόμο να μη χάσω».

  Το σούρουπο επιστρέφει στο σπίτι του, παίρνει το Λενάκι στα γόνατά του, της μαθαίνει να γράφει και να διαβάζει. Ακούει μουσική στο ραδιόφωνο, παίζει...Κάπως έτσι θα έπρεπε να ήταν η καθημερινή του ζωή. Μια διαρκής έμπνευση και δημιουργία. Όταν δεν έπαιζε για τον κόσμο που τον λάτρευε, έπαιζε για τον εαυτό του. Η μουσική και η βιολόλυρα ήταν παντοτινή του συντροφιά, ιδιαίτερα στα χρόνια της θητείας του (γύρω στα 1939). Αν ο Λευτέρης Μανασάκης δεν έφευγε τόσο νωρίς, η εξέλιξη της Κρητικής παραδοσιακής μουσικής θα είχε πάρει διαφορετική πορεία. Αν είχε προλάβει να ηχογραφηθεί, όπως ο σύγχρονός του Ανδρέας Ροδινός, θα ήταν σήμερα ανάμεσα στους πρωτομάστορες.
  Έτσι φαίνεται αν κρίνουμε από το έργο που παρέδωσε στα αδέρφια του, ιδίως στο Μανώλη, στους σύγχρονούς του λυράρηδες και μαθητές του και στο σημερινό άξιο συνεχιστή της Γαλιανής σχολής, τον ανηψιό του Γιάννη Τσικνάκη. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η τεράστια προσφορά του Μανώλη Μανασάκη σε αυτή την εξέλιξη, ο οποίος μετά από σοβαρό τραυματισμό στον αριστερό καρπό άλλαξε όργανο: από ακκορντεόν έμαθε να παίζει με υπομονή, επιμονή και πείσμα ένα είδος αυτοσχέδιου μαντολίνου. Έπαιξε τους σκοπούς του χαμένου του αδελφού στο όργανο που ο ίδιος είχε κατασκευάσει, το οποίο σήμερα ονομάστηκε ΛΕΜΑ (Λευτέρης Μανασάκης). Αυτή η καταπληκτική δουλειά ηχογραφήθηκε, κι έτσι έφθασαν ως τις μέρες μας οι σκοποί του Γαλιανού Λευτέρη.
Η σημασία της Γαλιανής μουσικής παράδοσης
  Αναλύοντας τους σκοπούς από την περιοχή της Γαλιάς που έχουν φθάσει σε εμάς, μπορούμε να διαμορφώσουμε βάσιμες υποθέσεις για το παίξιμο του Λευτέρη και για την πιθανή εξέλιξη των μελωδιών.
  Η βασική μελωδία του σκοπού του Γαλιανού έχει κατά καιρούς εμφανισθεί με πολλές παραλλαγές και αυτοσχεδιασμούς, δανείζοντας πολλά στοιχεία σε δισκογραφία και συναυλίες επώνυμων και ανώνυμων μουσικών της περιοχής και της υπόλοιπης Κρήτης. Παρ' όλ' αυτά, όσο εύκολη είναι η μίμηση μιας μελωδίας, τόσο πιο δύσκολη είναι η απόδοση του συγκεκριμένου ύφους της Γαλιανής σχολής, ενώ δυσκολότερο έως αδύνατο είναι να αντιγραφούν οι γαλιανοί σκοποί με ακρίβεια και σεβασμό στην πρωτότυπη δημιουργία. Πρόκειται για μελωδία πλούσια σε ποικίλματα, αν όμως την ανάγουμε στα βασικά της στοιχεία, βλέπουμε ότι κινείται μέσα σε πέντε φθόγγους: do re mi sol la, ενώ τα σημεία έντασης και κορύφωσης κινούνται στο διάστημα τρίτης (mi-do). Εκεί βρίσκεται και η αξία της: απόλυτη οικονομία, απόλυτη ισορροπία ήχων, χωρίς να λείπει ή να περισσεύει τίποτα! Ο σκοπός του Γαλιανού αποτελεί τοπικό ιδίωμα που εξακολουθεί να ερμηνεύεται σε μια εποχή μουσικών γενικεύσεων.
  Η διατήρηση των σκοπών αυτών οφείλεται σε πολλούς συγχωριανούς του που τους μετέδωσαν. Θα ήταν ευχής έργο να είχαμε το χρόνο και τα μέσα να τους συγκεντρώσουμε όλους. Αναφέρω ενδεικτικά κάποιους από τους συνεργάτες του στα γλέντια: Ο Καψαλοστελιανός στο μπουζούκι, ο Αντρεομιχάληςς στην κιθάρα, από τη Γαλιά, ο Σάββας (Κουνδουράκης) από τη Φανερωμένη, ο Κουκλινός ο Κανάκης στη λύρα και ο αδελφός του Μανώλης Μανασάκης στο ΛΕΜΑ, καθώς και ο μαθητής του Ανδρέας Νικολούδης. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που είναι τώρα κοντά μας και πλαισίωσαν με τη δική τους μουσική την βραδιά του αφιερώματος: είναι η κ. Ελένη Ζαχαριουδάκη, η μικρότερη αδελφή του Λευτέρη, ο κ. Μανώλης Φαραγκουλιτάκης (Μπαξές), ο κ. Αλέκος Φανουράκης, πασαδόρος του Ανδρέα Νικολούδη, και ο ανηψιός του, Γιάννης Τσικνάκης με το συγκρότημα «Ακρίτες του Νότου» που αποτελείται από:
  Τον Αλέκο Καλεμάκη, οργανοποιό-οργανοπαίκτη-τραγουδιστή, το Γιάννη Τσικνάκη, την Κατερίνα Καλεμάκη φλογέρα-τραγούδι, το Φανούρη Καλεμάκη κιθάρα και το Γιώργο Στεφανάκη στα κρουστά.
  Μέχρι τώρα φέραμε στη μνήμη των παλαιότερων και γνωρίσαμε στους νεότερους την καταγωγή, στοιχεία από τη ζωή και τη μουσική δημιουργία του Λευτέρη που ενέπνευσε τη γενιά του και τις επόμενες γενεές. Έτσι φθάσαμε στο σήμερα, στη συνέχεια της παράδοσης από το Γιάννη Τσικνάκη, ανηψιό του Μανώλη και του Λευτέρη Μανασάκη.
  Ο Γιάννης Τσικνάκης, έχοντας αυτή τη βαριά κληρονομιά στους ώμους του, φάνηκε αντάξιός της. Αξιοποίησε το χάρισμά του και κατάφερε να μάθει λύρα-έστω και μεγάλος-στα 27 του χρόνια, δουλεύοντας παράλληλα. Σήμερα, διδάσκει τους γαλιανούς σκοπούς στα νέα παιδιά, εκτός του ότι παίζει σε διάφορες εκδηλώσεις και πρόσφατα κυκλοφόρησε η πρώτη του δισκογραφική δουλειά σε συνεργασία με τον Αλέκο Καλεμάκη. Τι ήταν τελικά ο Λευτέρης Μανασάκης; Στα λόγια του κ. Πολύβιου Λιανουδάκη ήταν «μια αστείρευτη πηγή, μια λίμνη ανεξάντλητη».
  Η εικόνα που κυριαρχεί στη δική μου μνήμη είναι ότι ο Λευτέρης ο Μανασάκης ή Γαλιανός ήταν ένας άνθρωπος με έμφυτη χάρη και ομορφιά σε όλες του τις εκδηλώσεις: «έλαμπε σαν ήλιος» ένας ήλιος που φώτιζε όσους ήταν γύρω του. Ήταν άδικο που ο Λευτέρης έφυγε τόσο νωρίς, είναι περισσότερο κι από άδικο ότι τα δάχτυλά του σταμάτησαν να κρατούν το δοξάρι. Μένει όμως η λάμψη του. Αυτή τη λάμψη δε μπόρεσε κανείς να τη σβήσει γιατί βλέπουμε ότι συνεχίζει να εμπνέει, να καθοδηγεί και να δυναμώνει τα βήματα των άξιων συνεχιστών της μουσικής του, και μάλιστα στην εποχή που ζούμε όπου ο μουσικός κόσμος της Κρήτης, δεν έχει πια τοπικά ιδιώματα, έχουν όλα ισοπεδωθεί και εξαφανιστεί. (...)
Από τη συναυλία αφιερωμένη στη μουσική του Μανώλη και Λευτέρη Μανασάκη ή Γαλιανού,
Γαλιά 23.08.01, Προαύλιο Δημοτικού Σχολείου

Κείμενα-παρουσίαση: Α. Μ. Γιαννακοδήμου (Ιστορικός Μουσικής-Μουσικολόγος)
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Μανασάκης Μανώλης

1925 - 1999
  Γεννήθηκε στη Γαλιά Ηρακλείου στις 30 Μαρτίου 1925. Είναι το 5ο παιδί από τα οχτώ που απέκτησαν (τρία αγόρια και πέντε κορίτσια) ο παπα-Γιάννης και η Αδαμαντία Μανασάκη. Μέσα σε ήχους από λύρες, μαντολίνα, βιολιά, ακορντεόν, "μπουζούκια", κιθάρες κ.λπ. μεγάλωνε ο Μανώλης, γιατί στην οικογένεια του παπα-Γιάννη Μανασάκη πατέρας και αδέλφια έπαιζαν κάποιο από τα παραπάνω μουσικά όργανα. Ξεχωριστή όμως ανάμνηση για τον Μανώλη ήταν η μουσική του αδελφού του τού Λευτέρη.
  Ο Λευτέρης ο Γαλιανός, έτσι τον ξεχώριζαν, έγινε γνωστός σ' όλη την Κρήτη, πράγμα αρκετά δύσκολο για τα χρόνια εκείνα, για το χαρακτηριστικό του παίξιμο στη λύρα και τις δικές του συνθέσεις (σσ: ο περίφημος «Γαλιανός συρτός» που αποδίδεται σ' αυτόν περιλαμβάνεται στο μοναδικό δίσκο του Μανώλη). Ο Μανώλης μέχρι το 1944 έπαιζε βιολί, όργανο που συνηθιζόταν στην περιοχή, και ένα είδος μπουζουκιού που είχε φτιάξει ο αδελφός του ο Λευτέρης. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1944 ο Μανώλης από παγιδευμένο αναπτήρα που του «χάρισε» ένας Γερμανός λοχίας, χάνει τ' αριστερό του χέρι από τον καρπό και μένει τυφλός για δυο χρόνια. Πριν βγει ο χρόνος και συγκεκριμένα στις 23.11.44 σκοτώνεται ο Λευτέρης και σε 13 μέρες, στις 6.12.44, ο άλλος αδελφός του, ο Γιώργης. Αδιαφορώντας για νόμους και κανόνες, με πάθος και υπομονή, συνδέοντας το ακατόρθωτο με την ίδια του την ύπαρξη, θα καταφέρει τελικά να ξαναπαίξει το μπουζούκι του...
  Ο Μανώλης Μανασάκης άφησε τον κόσμο τούτο το 1999.

Νίκος Ε. Τζανιδάκης, από το οπισθόφυλλο του δίσκου "Κρήτη"-1990
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Γιάννης Ρηγάκης

ΓΑΥΔΟΣ (Χωριό) ΚΡΗΤΗ
1882 - 1966
Γεννήθηκε στην Γαύδο και από δέκα χρονών κατοίκησε στον Βουτά Σελίνου. Από μικρός στα βάσανα της ζωής, έκανε πολλές δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Ακούγεται σήμερα σαν αξιόλογος δεξιοτέχνης, έλαβε μέρος σε πολλές διασκεδάσεις της εποχής εκείνης σε όλο το Σέλινο. Συνεργάτες του ο Κλειναντώνης, ο Τοπολιανός κ.α.
Επιμέλεια κειμένων: Κώστας Βασιλάκης

Περιστέρης Αντώνης

ΓΕΡΓΕΡΗ (Κωμόπολη) ΡΟΥΒΑ
  Ο Αντώνης Περιστέρης γεννήθηκε στη Γέργερη Ηρακλείου, χωριό με μεγάλη παράδοση και πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή. Ο πατέρας του έπαιζε ασκομαντούρα και ο ίδιος ξεκίνησε με βιολόλυρα, όργανο πολύ διαδεδομένο τη δεκαετία του 1950 στο νομό Ηρακλείου. Του τη δάνειζε περιοδικά ο Δημήτρης Κοκολάκης και μ' αυτήν ξεκίνησε να μαθαίνει από πολύ μικρός, περίπου 12 χρονών. Τα πρώτα του ακούσματα τα πήρε από το Μιχάλη Φραγκιαδάκη (Ρεμαντώνη), που έπαιζε βιολόλυρα, και το Φανούρη Κακουλάκη, που έπαιζε λυράκι (την παλιά κρητική λύρα, με τα γερακοκούδουνα στο δοξάρι).
  Από 16 χρονών ασχολείται επαγγελματικά, ενώ παράλληλα μαθαίνει την τέχνη του επιπλοποιού, την οποία ασκεί μέχρι το 1968. Το 1962 έρχεται στην Αθήνα, όπου παίζει σε διάφορα κρητικά ταβερνάκια της εποχής. Με τον Κώστα Μουντάκη γνωρίζεται από παλιά και, όταν το 1968 ο Μουντάκης αντιμετωπίζει πρόβλημα με την όρασή του, τον αντικαθιστά στου Μπασιά. Ο Αντώνης Περιστέρης έχει ταξιδέψει πολύ στο εξωτερικό καλεσμένος από Κρήτες της Ομογένειας ή δίνοντας συναυλίες με τη Δόμνα Σαμίου, με την οποία συνεργάζεται εδώ και περίπου 30 χρόνια, στο χώρο πάντα της κρητικής παραδοσιακής μουσικής.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της cretan-music.gr


Νικόλαος Τσέγκας

ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ (Χωριό) ΚΙΣΣΑΜΟΣ
1900 - 1966
  Ο Νικόλαος Τσέγκας γεννήθηκε το 1900 και έζησε στη Γραμπούσα Κισσάμου, στη θάλασσα της οποίας άσκησε το επάγγελμα του ψαρά. Στην ίδια θάλασσα χάθηκε το 1966 σε φοβερή θαλασσοταραχή, παρά τις απελπισμένες προσπάθειες της γυναίκας του Μαρίας Τσέγκα να τον σώσει πάνω στη βάρκα τους, τον «Κυριάκο».
  Βαθύς μερακλής και μποέμ της αποχής του, είχε την ικανότητα να συνθέτει σκοπούς, παρόλο που δεν έπαιζε κανένα μουσικό όργανο. Τσι σκοπούς του (που είναι συρτά, η κυρίαρχη μουσική έκφραση της επαρχίας Κισσάμου) τους μάθαινε στους βιολάτορες και τους λαγουθιέρηδες της περιοχής, μεταξύ των οποίων οι μεγάλοι Γ. Μαριάνος, Ν. Χάρχαλης και Γ. Κουτσουρέλης, σφυρίζοντας ή παίζοντας «μπουκόλυρα», δηλ. μιμούμενος τον ήχο του έγχορδου με το στόμα.
  Η προσφορά του στη μουσική παράδοση της δυτικής Κρήτης είναι σημαντική και προέρχεται μόνο από το μεράκι του, χωρίς το παραμικρό ίχνος επαγγελματισμού. Ανάμεσα στα συρτά του ο «Κακαράπης» (ή «Κακράπης», από τοπωνύμιο στη θάλασσα της Γραμπούσας), ένα από τα πιο περίπλοκα και δύσκολα κρητικά τραγούδια (ηχογραφήθηκε κατά καιρούς από τον Γ. Κουτσουρέλη, τον Κ. Μουντάκη και τον Κ. Παπαδάκη-«Ναύτη»), και το "Μπαρμπούνι", γνωστό και ως "Μπεμπέκα", που λέγεται ότι γράφτηκε από τον ενθουσιασμό του για ένα μεγαλόπρεπο μπαρμπούνι που είχε πιάσει, με την αρχική μαντινάδα:
"Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και κόκκινό μου ψάρι,
εγώ 'μαι που σε ψάρεψα κι άλλος δε θα σε πάρει"
  Στο Νίκο Τσέγκα αναφέρεται το γνωστό τραγούδι "Στση Γραμπούσας τ' ακρωτήρι" (αρχικός τίτλος: "Αρμενάκι Τζέκα"), που ηχογραφήθηκε από τον Κώστα Μουντάκη σε δίσκο 45" και περιέχεται επίσης στο δίσκο του " Έτσι τραγουδάει η Κρήτη, νο 1", καθώς και το τραγούδι "Τζέγκας" του Κωστή Παπαδάκη (Ναύτη), στο δίσκο "65 χρόνια Ναύτης", Cretaphone... Συρτά του Νίκου Τσέγκα υπάρχουν, μεταξύ άλλων, στους δίσκους:
Πρωτομάστορες της Κρητικής Μουσικής Ιστορίας (CD Γιώργου Κουτσουρέλη, τραγ. "Μπαρμπούνι" και "Σαράντα μέτρα θάλασσα"), Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Ross Daly, "Ονείρου Τόποι", Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Γιώργος Τζιμάκης Ναύτης,
"65 χρόνια Ναύτης"

Θεόδωρος Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Κωνσταντίνος Μπουλνταδάκης (Καναρίνης)

ΔΡΑΚΟΝΑ (Χωριό) ΚΟΛΥΜΒΑΡΙ
1840
  Για σωθεί ένα όνομα μέχρι την εποχή μας σίγουρα δεν είναι τυχαίο. Και ιδιαίτερα όταν αυτό το όνομα το συνοδεύει μια ολόκληρη παράδοση, τότε αυτό παίρνει διαστάσεις θρύλου.
  Ο Κων/νος Μπουλνταδάκης, ο λεγόμενος Καναρίνης είναι πλέον ένας θρύλος. Ένας θρύλος με σάρκα και οστά, με προσφορά και παράδοση, με ιστορία και περγαμηνές. Παλιός μουσικός, πολύ παλιός. Του 1840 γεννηθής. Την εποχή των Κιόρων, του Βουρογιάννη, του Ματζουράνα, του Μπαλαμπού, την εποχή της μουσικής έξαρσης, την εποχή εκείνη και ο Καναρίνης μεγαλούργησε. Και η λέξη "μεγαλουργώ" είναι πολύ φτωχή για να περιγράψει το πρόσωπο αυτό. Η Δρακώνα Κισσάμου είναι η γενέτειρα του. Βιολάτορας μοναδικός, άριστος λέγανε οι παλαιότεροι που είχαν την τύχη πραγματικά να τον ακούσουν. Σαν τραγουδιστής όμως λέγεται ότι ήταν ανεπανάληπτος, τόσο γλυκός σαν καναρίνι. Έτσι και το παρατσούκλι αυτό τον συνοδεύει μέχρι σήμερα. Για εκείνη την εποχή που τα μεταφορικά μέσα ήταν ανύπαρκτα και πενιχρά τον βρίσκουμε να παίζει σε χωριά πολύ μακρυά από την Δρακώνα, χιλιόμετρα ολόκληρα, μέρες και ώρες για να φτάσει στα γλέντια. Μέχρι το Σφηνάρι, τον Κάμπο, το Αμυγδαλοκεφάλι, αλλά και μέχρι τον Βατόλακο. Συνθέτης από τους "πρώτους". Ο περίφημος "Καρεφυλιανός συρτός" του 1866 που αποτελεί το κύριο γύρισμα του "Ανεμου" του Θανάση Σκορδαλού, ο κλασσικός πλέον "Ινάντιος συρτός" του 1870 που πήγαινε ανάποδα "ινάντια" στον μουσικό χρόνο, ο "Σφηναριώτικος συρτός" του 1875 με τα γλυκά γυρίσματα, ο "Συρτός του Καναρίνη" του 1880 με τα δύσκολα ταλίμια, ο "Τριαλώνης συρτός" και ο "Δρακονιανός συρτός" μελωδίες που σήμερα δυστυχώς δεν ακούγονται. Συνθέτης μεγάλος, αλλά και μουσικό μυαλό έστω και ασπούδαστο. Ένα επεισόδιο όμως σε ένα γαμήλιο γλέντι θα του προκαλέσει μόνιμη εγκεφαλική αναπηρία, έτσι και ο Καναρίνης χωρίς οικογένεια, μόνος και άρρωστος θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο αγαπημένο του χωριό, στις αρχές του περασμένου αιώνα. Το όνομα του όμως ακούγεται ακόμα περήφανα, σαν τον Ινάντιο συρτό που όμοιος του δεν ξαναβγαίνει. Ο βιολάτορας, ο τραδουδιστής, ο συνθέτης, ένας θρύλος. Ο Καναρίνης...

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της cretan-music.gr


Μαριανάκης Γιώργης (Μαριάνος)

ΔΡΑΠΑΝΙΑΣ (Χωριό) ΜΥΘΗΜΝΑ
1891 - 1972
  Ο μεγάλος αυτός δεξιοτέχνης του βιολιού γεννήθηκε στον Δραπανιά Κισσάμου του νομού Χανίων το 1891. Ήταν γιoς του παλιού πρωτομάστορα βιολιστή Ανδρέα Μαριανάκη. Η αγάπη του για την μουσική δεν τον άφησε να μάθει γράμματα. Το βιολί ήταν μέσα στην ψυχή του.
  Από μικρός ήταν προικισμένος με το ταλέντο του μουσικού και σε ηλικία 16 ετών ήταν πλέον ένας περιζήτητος καλλιτέχνης. Με αυτή την ασχολία του έζησε την οικογένεια του. Τον συνόδεψαν στα αναρίθμητα γλέντια του οι λαγουτιέρηδες της περιοχής του, Γιάννης Κουρής, Σταύρος Μαυροδημήτρης, Παντελής Φαραντάκης και ο μεγάλος Γιώργης Κουτσουρέλης, όπου μαζί έγραψαν και δίσκους. Στο σπίτι του στο Δραπανιά έφταναν άτομα από όλο τον νομό Χανίων αλλά και από το Ρέθυμνο.
  Καλλιτέχνες μεγάλοι και φτασμένοι όπως ο Χαρίλαος Πιπεράκης, ο Αλέκος Καραβίτης από τον Γιώργη Μαριάνο διδάχθηκαν τα συρτά. Ο Γιώργης Μαριάνος πραγματικά εκείνη την εποχή, μαζί με τον μεγάλο Νικολή Χάρχαλη είχαν να δούν το σπίτι τους πολλές μέρες λόγω των πολυήμερων γλεντιών. Ήταν πραγματικά ένας μύθος εκείνη την εποχή. Κίσσαμος, Σέλινο, Κυδωνία, Αποκόρωνας, Σφακιά, μες στην πόλη των Χανίων, αλλά και στην Αθήνα, ο Γιώργης Μαριάνος διασκέδασε χιλιάδες κόσμο. Στην εμφάνιση ήταν πολύ επιβλητικός, πάντα με βράκα, στιβάνια κόκκινα ή μαύρα, μεϊτανογέλεκο, σαρίκι και καπότο, ήταν ένας αυθεντικός τύπος κρητικού, που ποτέ μα ποτέ δεν αποχωρίστηκε αυτή την φορεσιά. Μεγάλη επίσης και η προσφορά του στην μάχη της Κρήτης, αφού πολέμησε και σκότωσε Γερμανούς στα Φελελιανά Κισσάμου. Το 1961 υπέστη βαρύ καρδιακό επεισόδιο καθώς βρισκόταν στην Αθήνα με αποτέλεσμα να μην ξαναπαίξει το αγαπημένο του βιολί. Η καρδιά του έπαψε να χτυπά το 1972. Φεύγοντας άφησε πίσω του την λεβέντικη παρουσία του στα μουσικά δρώμενα, την γνησιότητα του παιξίματος του και σφράγισε έντονα μια εποχή που ίσως σήμερα να φαντάζει πολύ μακρινή...

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Ανυφαντάκης Γεώργιος

ΔΡΙΜΙΣΚΟΣ (Χωριό) ΛΑΜΠΗ
  Γεννήθηκε στη Δρύμισκο Αγ. βασιλείου Νομού Ρεθύμνης από τη Μαλαματένια και τον Παύλο Ανυφαντάκη. Η γενιά του κατάγεται από τα Δαριβιανά, αλλά ο πρόγονος του Κων/νος Ανυφαντάκης μετακόμισε στη Δρύμισκο και δημιούργησε εκεί ελαιοτριβείο. Ο Γεώργιος, το μικρότερο παιδί της οικογένειας τελείωσε το Δημοτικό, αλλά ο θάνατος του πατέρα του σε ηλικία μόλις 43 ετών, δεν του επέτρεψε τη φοίτηση του σε γυμνάσιο. Αρχισε να παίζει λύρα από 13 ετών, με μια λύρα που του χάρισε ο συγγενής του Αντώνης Μαράκης. Σταδιακά άρχισε να παίζει σε γάμους και άλλα γλέντια της περιοχής του και δεν άργησε να αναδειχτεί ως ένας από τους πιο αξιόλογους λυράρηδες της περιοχής του. Αριστος λυράρης ο Γιώργος Ανυφαντάκης διασκέδασε τους συγχωριανούς και φίλους του για πάνω από 30 χρόνια. Παντρεύτηκε την Όλγα Δημητρίου Πατσουράκη από τα Λευκώγεια και απέκτησαν 3 γιους. Ένας ακόμα από τους εκατοντάδες ερασιτέχνες παραδοσιακούς μουσικούς που γλέντησαν γενιές Κρητικών σε δύσκολα χρόνια...

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Amiton

ΕΛΕΥΘΕΡΝΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙ
Amiton, of Eleutherae in Crete, is said to have been the first person who sung to the lyre amatory poems. His descendants were called Amitores (Amitores) (Athen. xiv.). There seems some corruption in the text of Athenaeus, as the two names Amiton and Amitores do not correspond. Instead of the former we ought perhaps to read Ametor.

Ιωάννης Βαρδάκης (Κοντόχας)

ΕΠΑΝΩ ΑΡΧΑΝΕΣ (Κωμόπολη) ΗΡΑΚΛΕΙΟ
  Ο Ιωάννης Βαρδάκης (Κοντόχας) ήταν ο σημαντικότερος λυράρης των πλούσιων σε μουσική παράδοση Αρχανών Ηρακλείου Κρήτης. Έζησε ανάμεσα στο τέλος του 19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στις Αρχάνες, απ' όπου καταγόταν, ήταν όμως γνωστός και στην ευρύτερη περιοχή. Σπουδαίος καλλιτέχνης και δεινός ριμαδόρος (λαϊκός ποιητής), με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το στοιχείο της σάτιρας, υπήρξε κοσμαγάπητος και περιζήτητος στα μεγαλύτερα γλέντια της εποχής του, μα και στις απλές εκδηλώσεις, τις χαρές και τα πανηγύρια του λαού μας. Πέθανε κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής (1941-1944).
  Η τοπική λαϊκή μούσα εξύμνησε το χαρακτήρα και τις ικανότητές του με τις μαντινάδες:
Κοντόχα, παιγνιδιάτορα κι όμορφο παλληκάρι,
εγλεντιστή, τραγουδιστή, 'πό το Θεό 'χεις χάρη.
Δεν είδανε τα μάθια μου περβόλι στο χαράκι,
εγλεντιστή, τραγουδιστή ωσάν τον Κοντοχάκη.

  Αναφέρομε το περιστατικό ενός μικρού θαυμαστή του (ήταν ο Μιχάλης Νισιωτάκης πριν από περίπου 70 χρόνια), που σε κάποιο γλέντι τον πλησίασε και του είπε μια μαντινάδα που του είχε μάθει από πριν η μάνα του:
Χαρώ τα 'γώ, λυράρη μου, τα πέντε σου δαχτύλια,
είντ' απαλά, ψιμυδευτά χαϊδεύγουνε τη λύρα!

  Ο Κοντόχας, ενθουσιασμένος, του έδωσε αμέσως την απάντηση με μαντινάδα της στιγμής:
Επαίνεσες με, μάθια μου, κι εγώ δα σε παινέσω
και στσ' ακριβές σου τσι χαρές λύρα πολύ θα παίξω.
  Με το όνομα του Κοντόχα συνδέεται θρύλος για απαγωγή από νεράιδες, που τον μετέφεραν στον Ανεραϊδόσπηλιο (πλησίον των Αρχανών, κάτω από την εκκλησία του Αη Γιάννη του Μαγγανίτη) και τον υποχρέωσαν να του παίξει τη λύρα για να χορέψουν.
  Το θρύλο καταγράφει ο Νίκος Γ. Χριστίδης στο βιβλίο του Ο νεραϊδόσπηλιος, Ηράκλειο 1985, μεταφέροντας λογοτεχνικά την αφήγηση της Μαργής, ηλικιωμένης Αρχανιώτισσας: «[...] Να ξέρετε πως οι ανεράιδες αγαπούν πολύ τις χαρές και τα γλέντια. Για κειονά αρπάζουν τους τραγουδιστάδες και τους λυράρηδες. Τους θέλουνε να τους παίζουνε και να τους τραγουδούνε στους χορούς τους. Για τούτο μια φορά είχε εξαφανιστεί από το σπίτι του δυο μέρες ο λυράρης ο Κοντόχας. Τον βρήκανε, σχεδόν αναίσθητο, κάτω από μια ελιά, στο "Φουρνί", και όταν τον συνεφέρανε και τον ρωτήσανε πώς τό 'παθε, αυτός τους έλεγε:
-Εκειά που καθόμουνα μια μέρα στην αυλή μου και δοκίμαζα στο δοξάρι μου καινούργιες κοντυλιές, νιώθω να μ' αρπάζει μια δύναμη και να με πετά στον αέρα. Εγώ φοβήθηκα και έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τ' άνοιξα, είδα πως βρισκόμουνα στον ανεραϊδόσπηλιο τ' Αι-Γιαννιού. Έμεινα άφωνος μπροστά σ' ό,τι βλέπανε τα μάτια μου. Είδα όμορφες κοπέλες να με παρακαλούνε να παίζω και να τραγουδώ. Κι όταν τους έκανα το χατήρι, αυτές σαν αέρινα πλάσματα χορεύανε με μεγάλη όρεξη. Έπαιζα πολλές ώρες, μέχρι που κουράστηκα. Αυτές όμως επιμένανε να συνεχίσω. Δεν μπορώ, τους έλεγα, θέλω να κοιμηθώ. Τότε, μωρέ παιδιά, είδα "τσ' αγγέλους μου χαχαλιές" [=τα χρειάστηκα, παραλίγο να πεθάνω]. Οι ανεράιδες θυμώσανε. Αρπάξανε πέτρες και ξύλα κι αρχίσανε να τα πετούνε πάνω μου. Εγώ, όσο κι αν ήμουνα κουρασμένος και άυπνος, άρχισα να τρέχω έξω από τη σπηλιά, κατά το φαράγγι. Οι νεράιδες με κυνηγήσανε κι όταν οι δυνάμεις μου σωθήκανε ξάπλωσα κι άκουγα τις πέτρες να πέφτουνε βροχή πάνω μου. Ήμουνα ναρκωμένος. Δεν μπορούσα ούτε να τρέξω πια ούτε να φωνάξω, αν και το ήθελα πολύ. Μόνο που ανοιγόκλεινα τα χείλια μου και προσπαθούσα να σχηματίσω τις φράσεις του "Πάτερ ημών...". Σε λίγο βασίλεψε ο ήλιος, ησυχία παντού. Φαίνεται πως αποκοιμήθηκα, αποκαμωμένος όπως ήμουνα, ή πως οι νεράιδες με νομίσανε ποθαμένο και φύγανε. Πάντως στην κατάσταση αυτή -και έδειχνε τότε τα γρατσουνίσματα που είχε στα χέρια, στα πόδια και στο κεφάλι- με βρήκανε και με φέρανε καβαλάρη στο σπίτι μου.
-Αυτά, παιδιά μου, έπαθε ο Κοντόχας, που παρά λίγο να χάσει η Αρχάνα τον καλύτερό της τραγουδιστή και λυράρη...»
  Δυστυχώς, λόγω των συνθηκών της εποχής, ο Κοντόχας δε μας άφησε ηχογραφημένο ενθύμιο- από το μουσικό και ποιητικό του έργο σώζεται μόνον ένα σατιρικό στιχούργημα που τραγουδούσε σε κάθε ευκαιρία. Με το τραγούδι αυτό, και άλλες μαντινάδες, υπό τους ήχους της λύρας, τον προέπεμψαν φίλοι και συγγενείς στην κηδεία του, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, όπως είπαμε.
  Πρόκειται για ένα ποίημα που ψυχαγώγησε γενιές και γενιές σε δύσκολους καιρούς σκορπώντας πάντα τη χαρά και το κέφι στις συντροφιές. Το διέσωσε ο Αρχανιώτης Μανώλης Ανδρεδάκης, ηλικίας σήμερα περίπου 60 ετών, ο οποίος το έμαθε από τον πατέρα του Ιωάννη Ανδρεδάκη, σήμερα περίπου 90 ετών, νεαρό της εποχής του μεσουρανήματος του Κοντόχα. Από εκείνους σώθηκε όχι μόνον ο στίχος, αλλά και η μελωδία του κομματιού, όπως το τραγουδούσε ο ίδιος ο Κοντόχας, καθώς και μερικά από τα τσαλίμια της φωνής του.
  Το τραγούδι αναφέρεται κατ' αρχάς σε κάποια εύθυμα περιστατικά της ζωής του και στη συνέχεια διακωμωδεί την περίπτωση του κάτη (γάτου) που τρύπωσε στη βράκα του μια χειμωνιάτικη νύχτα για να βρει θαλπωρή. Φαίνεται συντεθειμένο από δύο τουλάχιστον διαφορετικά στιχουργήματα, γεγονός είναι όμως ότι πάντα το τραγουδούσε ως έχει. Φυσικά, για μας πλέον, και η λαογραφική και γλωσσική του αξία είναι μεγάλη. Τμήμα του περιλαμβάνεται στο εξαίρετο βιβλίο Λαογραφικά Αρχανών Κρήτης, των διδασκαλισσών Ελένης Δουνδουλάκη και Ειρήνης Ταχατάκη, σελ. 168-170, και αναδημοσιεύεται στο βιβλίο του Νίκου Μαν. Περακάκη Στου Χρόνου την Ανέμη, Αθήνα 1978, 68-70. [...]

Επιμέλεια:Θοδωρής Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Αννα Καπετανάκη-Κολομβοτσάκη (Κουλουραννιά)

1905 - 1984
  Μια από τις καλύτερες φωνές στην περιοχή Ηρακλείου στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν της Αννας Καπετανάκη ή Κουλουραννιάς.
  Καταγόταν από τις Αρχάνες, από την οικογένεια των Καπετανάκηδων, εγγονή του Αριστάκη Καπετανάκη, που ήταν αδελφός του Γ. Καπετανάκη, αρχηγού της Επανάστασης του 1987 με έδρα τις Αρχάνες. Πολλά μέλη της οικογένειας των Καπετανάκηδων είχαν θαυμάσιες φωνές και ταλέντο στα λαϊκά μουσικά όργανα της Κρήτης. Η φωνή της Αννιάς ήταν φανερή από τα μαθητικά της χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο, σε σημείο που οι δασκάλες της αρκετές φορές την κρατούσαν στο γραφείο για να τους τραγουδεί.
  Κάποτε, που δούλευαν πολλές κοπέλες στο Ηράκλειο, στη σταφιδική (επεξεργασία και συσκευασία σουλτανίνας) δούλευε εκεί και η Αννιά. Με το τραγούδι της την ώρα της εργασίας γινόταν νεκρική σιγή στην αποθήκη. Ήταν του συρμού τότε το τραγούδι «Οσμάν αγάς» το τραγουδούσε τόσο όμορφα, που ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης της είχε και του τραγουδούσε κάθε μέρα, γιατί παρατήρησε ότι έτσι γινόταν περισσότερη δουλειά από τις εργάτριες, μέσα στη σιωπή και την προσήλωσή τους:
Στου βοριά τα παραθύρια έπεσα να κοιμηθώ,
ενωρίς για να ξυπνήσω, να σε σφιχταγκαλιαστώ.
Με τα μάθια μου την είδα τη χανούμη στο γιαλό,
πού 'πλυνε τα δυο τζη χέρια και τον άσπρο τζη λαιμό.

  Είχε ιδιαίτερη επιτυχία σ' ένα πολύ παλιό κρητικό σκοπό με το όνομα τριοπατητηράτος, και σ' αυτόν τραγουδούσε σειρές μαντινάδες. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της ηχογράφησε κάποια μουσικά δείγματα με την ασύγκριτη φωνή της. Μαντινάδες της Κουλουραννιάς:
Ώστο να ζω θα σ' αγαπώ κι άμε κατάγγειλέ με
και δες τα δικαστήρια και καταδίκασέ με.

Μην τον αφήνεις τον καιρό, μάθια μου, να περάσει,
κι άσκημος καταστένεται άθρωπος σα γεράσει.

Ειρήνη Ταχατάκη
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Στελιανή Καπετανάκη

1885 - 1968
Σύγχρονη του λυράρη Κοντόχα, άφησε εποχή με τη μελωδική φωνή της. Στιχουργούσε και τραγουδούσε μαντινάδες και ήταν περιζήτητη στα γλέντια, τις χαρές και τις γιορτές του τόπου. Ήταν θεία της Κουλουραννιάς και κόρη του Αριστάκη Καπετανάκη από τις Αρχάνες. Στα νεανικά της χρόνια ήταν παιδονόμος στο Δημοτικό και Γυμνάσιο Αρχανών. Γι' αυτό τη βρίσκομε σε σχολικές φωτογραφίες της εποχής, αλλά και σε φωτογραφίες από γλέντια. Παρόμοιες φωνές είχαν και η Αντριάνη, ανηψιά της και ο Μανώλης Παχάκης ή Ντιντίνης, γιος της ανεψιά της Ευαγγελίας (το γένος Καπετανάκη και οι δύο).

Ειρήνη Ταχατάκη
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Μανώλης Θεοδωράκης (Θεοδωρομανώλης)

ΕΠΑΝΩΧΩΡΙ (Χωριό) ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΣΕΛΙΝΟ
1778 - 1818
Καταγόταν από το Επανοχώρι Σελίνου, απο τα Μαραγκιανά, μια μικρή γειτονιά της κοινότητας αυτής. Ο ίδιος λεγόταν Μαραγκάκης, άλλαξε όμως το επίθετό του από το όνομα του πατέρα του που λεγόταν Θεόδωρος. Τραγικό το τέλος του, μιας και σκότωσε τον Τούρκο Εμίν Βεργέρη μόνο και μόνο για να μην αφήσει την οικογένεια του στα χέρια αυτού του αιμοβόρου γενίτσαρου. Συνελήφθη από τους Τούρκους στο οροπέδιο του Ομαλού όπου και θανατώθηκε. Η λαϊκή παράδοση όμως εξυμνεί τα κατορθώματα του και την καλλιτεχνική του αξία ώς και σήμερα.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Κακλής Μανώλης

ΕΠΙΣΚΟΠΗ (Χωριό) ΛΑΠΠΑΙΟΙ
  Γεννήθηκε στην Επισκοπή Ρεθύμνου και ασχολείται επαγγελματικά με το λαούτο από το 1969. Από πολύ νεαρή ηλικία είχε την τύχη να ζήσει από κοντά σ' ένα γλεντζέδικο ζωντανό περιβάλλον γεμάτο ακούσματα μουσικά, γνήσια παραδοσιακά, όπως του Μπαξεβάνη και του Νίκου του Μανιά. Οι δύο αυτοί λαγουτιέρηδες τον επηρέασαν βαθύτατα.
  Η τεχνική τους στο λαούτο και η έκφραση στο τραγούδι καθόρισαν την πορεία του νεαρού τότε καλλιτέχνη, ο οποίος πολύ γρήγορα σημείωσε τεράστια πρόοδο και εξέλιξη και μέχρι σήμερα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές της κρητικής μουσικής παράδοσης. Ιδιαίτερα στο τραγούδι διακρίθηκε για την ερμηνεία του που την υπογράμμιζε μοναδικά η εξαιρετική "κρητική" χροιά της φωνής του.
  Έχει να παρουσιάσει πλούσια δισκογραφία και συνεργασίες με μεγάλους καλλιτέχνες όπως Νίκος Μανιάς, Ροδάμανθος Ανδρουλάκης, Ζαχ.Μελεσσανάκης, Θαν. Σκορδαλός, κ.α. και ανελλιπή ζωντανή παρουσία στα κρητικά κέντρα του νησιού, της Ελλάδας γενικότερα αλλά και του εξωτερικού. Η δεκαετία του 70 και του 80 θεωρούνται οι κορυφαίες στην καριέρα του Μ. Κακλή και ιδιαίτερα οι δισκογραφικές του συνεργασίες με το Ροδάμανθο και το Μελεσσανάκη.
  Παρά το σκληρό χτύπημα της μοίρας που έπληξε την οικογένεια του (έχασε την κόρη του Μαρίνα), ο Μανώλης Κακλής με την παρότρυνση των φίλων και θαυμαστών του, συνεχίζει να μαγεύει με το τραγούδι του.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Nίκος Μανιάς

1931
  Ο Νίκος Μανιάς γεννήθηκε το 1931 στην Επισκοπή Ρεθύμνου. Αρχισε από μικρός να ασχολείται με την μουσική και ξεκίνησε με λύρα την οποία όμως γρήγορα εγκατέλειψε για χάρη του λαούτου. Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση την κάνει μόλις 14 ετών πλάι στο λυράρη Κυριάκο Μαυράκη. Η πρώτη δισκογραφική δουλειά κυκλοφορεί το 1953 σε δίσκο 78 στροφών με τον Κώστα Μουντάκη, μια συνεργασία που απέφερε μερικά από τα πιο κλασσικά κομμάτια στην ιστορία της Κρητικής μουσικής.
  Ο Νίκος Μανιάς έχει επίσης να επιδείξει συνεργασίες με μεγάλα ονόματα όπως τον Θανάση Σκορδαλό, το Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη, το Γιώργο Καλομοίρη, το Νίκο Σωπασή, το Βασίλη Σκουλά, το Γεράσιμο Σταματογιαννάκη, κ.α. Ερμήνευσε επίσης με ανεπανάληπτο τρόπο, σειρά τραγουδιών, τα λεγόμενα ταμπαχανιώτικα, που αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία της μουσικής της Κρήτης όπως "Αμέτεμε στην εκκλησιά", "Πες μου και γιάιντα τη χτυπάς", και άλλα συνθέσεις κυρίως του Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη. Πάθος μεράκι και σεβασμός χαρακτηρίζουν τον «άρχοντα» ή και «αηδόνι» της Κρήτης, όπως κατά καιρούς έχει χαρακτηριστεί ο Νίκος Μανιάς. Από το 1958 ζει στο αγαπημένο του Ρέθυμνο, με τη σύζυγό του και τα δύο παιδιά του.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Κατσαμάς Μανώλης

ΕΡΦΟΙ (Χωριό) ΑΡΚΑΔΙ
1924 - 1996
  Γεννήθηκε στους Έρφους Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης το 1924.
  Προικισμένος λυράρης με δεκαετίες θητείας στο κρητικό γλέντι, έπαιξε σε πολλές περιοχές της Κρήτης, κέρδισε το θαυμασμό και παρέμεινε στη μνήμη όλων όσοι τόνε γνώρισαν, ως χαροκόποι (=γλεντιστάδες), ή συνεργάστηκαν μαζί του, ως πασαδόροι λαγουθιέρηδες. Η παρουσία του στην κρητική μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα είναι σεβαστή και υπολογίσιμη.
  Εκτός από τη δεξιοτεχνία του, ήταν από τους μουσικούς που «ήξεραν να στήνουν γλέντι», πράγμα που τον ανέδειξε και τον καθιέρωσε ανάμεσα στους μερακλήδες του καιρού του, εκείνους που «ανάγκαζαν» το λυράρη να προσέχει και την τελευταία λεπτομέρεια στο παίξιμό του, γιατί απαιτούσαν την «καλή λύρα» για να διασκεδάσουν, και είτε τον αντάμειβαν (ηθικά και υλικά, με το τακτικό παρόν τους στα γλέντια του) είτε τον περιφρονούσαν.
  Διέθετε ξεχωριστό, ονομαστό «χρώμα» στο παίξιμό του και «χρωμάτιζε» μ' αυτό όλα τα τραγούδια που έπαιζε, συνθέσεις διαφόρων καλλιτεχνών, προσαρμόζοντάς τα στο ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος του. Παρά το ότι, δυστυχώς, το δισκογραφικό του έργο ήταν περιορισμένο, ο συρτός του «Ζητιάνος» κατατάσσεται στα κλασικά κομμάτια της «χρυσής εποχής» της ρεθεμνιώτικης μουσικής (δεν πρέπει να συγχέεται με το ομότιτλο, αλλά εντελώς διαφορετικό, συρτό του Κ. Μουντάκη). Αλλες δισκογραφικές επιτυχίες του Μαν. Κατσαμά που μπορέσαμε να καταγράψουμε είναι τα : "Σημάδι μου χεις στην καρδιά", "Στην αγάπη μας δε θέλω καταδότες", "Μια ψηλομελαχροινή", "Κάθε καρδιά που αγαπά", "Φεύγω αγάπη μου στα ξένα", "Γιατρός είσαι στην πληγή", με συνοδεία το Γιάννη Μαρκογιαννάκη και τους γιους του Γιώργη και Βασίλη.
  Καλλίφωνος και με μεγάλες φωνητικές αντοχές, ακόμη και την τρίτη συνεχόμενη μέρα του γλεντιού, την ώρα που ξυπνούσε - μετά τον ελάχιστο ύπνο που «έκλεβαν», αν ήταν τυχεροί, σε καμιά γωνιά οι οργανοπαίχτες - «άκουες τη φωνή του σαν τ' αηδονιού» να λέει μαντινάδες στο σιγανό πεντοζάλη, με δυο κύκλους χορευτές τον ένα μέσα στον άλλο, και φυσικά ακουγόταν απ' όλους χωρίς μικρόφωνο. Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το 1996, αφού ταλαιπωρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα από την επάρατη νόσο. Συνέχισε να παίζει με αξιοθαύμαστο κουράγιο ακόμη και λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Τα παιδιά του (οι Κατσαμάδες) συνεχίζουν, το καθένα με τον τρόπο του, τη μουσική παράδοση της οικογένειας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Σαριδάκης Πελοπίδας

ΖΑΡΟΣ (Κωμόπολη) ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ
  Παραδοσιακός μουσικός, παίχτης σφυροχάμπιολου (σουραυλιού), που έζησε και έδρασε στο χωριό Ζαρός Ηρακλείου μέχρι το θάνατό του, το 2001, συμμετέχοντας για δεκαετίες στα τοπικά μουσικά δρώμενα του χωριού του και της ευρύτερης περιοχής, είτε μόνος είτε δίπλα σε λυράρηδες και μαντολινάρηδες.
  Εμπειρικός και αυτοδίδακτος, αφιλοκερδής και σεμνός, εκπροσώπησε επάξια με το ανεπιτήδευτο παίξιμό του την περιφρονημένη πνευστή μουσική της Κρήτης σε εκδηλώσεις και λίγες ηχογραφήσεις. Ταμείο γνώσεων ο ίδιος για τη μουσική παράδοση του νομού Ηρακλείου από την περίοδο του Μεσοπολέμου μέχρι σήμερα, υπήρξε πολύτιμη πηγή πληροφοριών για ερευνητές και λαογράφους.
  Από τους τελευταίους χαμπιολάτορες που εντοπίζονται στο νησί, μετέφερε στη γενιά μας όχι μόνο μια από τις παλαιότερες και γνησιότερες (γι' αυτό και πιο ενδιαφέρουσες) όψεις της κρητικής μουσικής κληρονομιάς (όψη που, λόγω των συνθηκών, κινδυνεύει πολύ σοβαρά με εξαφάνιση), αλλά και το υψηλό ήθος του αυθεντικού ευαίσθητου παλαιινού μερακλή, που εξέφρασε τόσο με τη μουσική του όσο και με τη ζωή του και ειδικότερα με κάθε πράξη και κάθε κουβέντα του. Ο ξαφνικός θάνατός του λύπησε πολλούς νέους ανθρώπους, που τον γνώρισαν, τον εκτίμησαν και διδάχτηκαν απ' αυτόν ήχους και ήθος.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Στεφανάκης Αντώνης

  Μουσικός και κατασκευαστής μουσικών οργάνων από το χωριό Ζαρός Ηρακλείου, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα.
  Έχοντας παρακολουθήσει ειδικές σπουδές οργανοποιίας στη Γερμανία, κατά το διάστημα της εκεί παραμονής του τη σκληρή εποχή της μετανάστευσης, επέστρεψε στην πατρίδα και ειδικεύτηκε στην κατασκευή λαούτου, μαντολίνου και μπουζουκιού, για να γίνει ένας από τους κορυφαίους της Κρήτης σήμερα στον τομέα του, έγκυρος και πασίγνωστος στους ενδιαφερόμενους.
  Παίζει επίσης «λιανή μπαντούρα» (καλαμένιο πνευστό με επικρουστικό γλωσσίδι, διαδεδομένο κάποτε σε όλη την Κρήτη, υπό εξαφάνισιν σήμερα) και είναι από τους τελευταίους μπαντουράρηδες, που εκπροσωπούν στην εποχή μας αυτή την παλαιινή, ιδιότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πλευρά της κρητικής μουσικής, την οποία παρουσιάζει κατά καιρούς συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις και ηχογραφήσεις, είτε μόνος είτε με τη συνοδεία της βιολόλυρας του γιου του Δημήτρη.

Θεοδ. Ι. Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Μπορμπουδάκης Μηνάς

ΗΡΑΚΛΕΙΟ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
  Ο Μηνάς Μπορμπουδάκης γεννήθηκε στις 19.4.74 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σε ηλικία τεσσάρων ετών πήρε τα πρώτα του μαθήματα μουσικής στο Ωδείο "Απόλλων". Από το 1985 συνέχισε τα μαθήματα πιάνου και ανώτερων Θεωρητικών στην τάξη του κ. Γ. Καλούτση. Μετά τις πτυχιακές του εξετάσεις στο πιάνο (άριστα παμψηφεί-1ο βραβείο) και στο Ειδικό Αρμονίας (άριστα παμψηφεί) τον Ιούλιο του 1992, ξεκίνησε μαθήματα σύνθεσης με τον κ. W. Hiller και πιάνου με τον κ. Ο. Dreβler στην ειδική ακαδημία μουσικής του Μονάχου "Richard-Strauss Konservatorium". Τον Ιούνιο του 1997 έδωσε τις διπλωματικές του εξετάσεις στο πιάνο αποσπώντας τη μεγαλύτερη βαθμολογία του ακαδημαϊκού έτους. Από το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους συνεχίζει μεταπτυχιακά στην τάξη της κ. U. Mitrenga. Τον Ιούλιο του 1998 αποφοίτησε από την τάξη σύνθεσης του W. Hiller.
  Εχει εμφανισθεί σε πολυάριθμες συναυλίες τόσο σαν εκτελεστής όσο και σαν συνθέτης στην Γερμανία, Αυστρία, Σερβία, Ρωσία, Γαλλία, Ιαπωνία και Ελλάδα. Στο πρόγραμμα της 4ης Biennale του Μονάχου συμπεριλήφθηκε ο "Κρητικός Χορός", για ορχήστρα χάλκινων πνευστών και κρουστά, που εκτελέσθηκε στην Philharmonie τον Μονάχου. Επίσης, μετά από παραγγελία της Abonnentenorchester der Muenchener Philharmoniker παρουσιάστηκαν τον Ιούλιο του 1995 οι "Τρεις Ισπανικοί Χοροί" για μεγάλη ορχήστρα και χορευτές στην παραπάνω αίθουσα. Στα πλαίσια του 46ου φεστιβάλ νέων του Bayreuth, παίχτηκε και ηχογραφήθηκε (CD Feidman in Bayreuth "Lίlίth') σε πρώτη εκτέλεση η σκηνική του καντάτα "Σαμψών και Δαλιδά" με σολίστ τον παγκοσμίου φήμης κλαρινετίστα Giora Feidman.
  Εργα του έχουν ηχογραφηθεί Από την bayerischer Rundfunk (Προσευχή για ειρήνη, Κρητικός Χορός, Απόηχοι ΙΙ, κ.α.), την ΕΡΤ (σουίτα για φλάουτο, τσέλο και πιάνο), τη σέρβικη ραδιοφωνία και τηλεόραση (Θεσις-Αντιθεσις για ορχήστρα έγχορδων) και έχουν παρουσιασθεί από διάφορα σύνολα μεταξύ των οποίων οι Belgrad Sinfonietta, RSK Kammerorchester, Forum 21 κ.α.
  Το καλοκαίρι του 1994 έλαβε μέρος στο σεμινάριο σύγχρονης μουσικής δωματίου με τον George Crumb στην Πράγα. Το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου συμμετείχε σε σεμινάριο πιάνου με το Ρώσο πιανίστα Α. Nasedkin και το καλοκαίρι του 1995 έλαβε μέρος σαν σύνθετης στο 45ο φεστιβάλ νέων του Bayreuth. Τον Οκτώβριο του 1997 συμμετείχε στο Meisterklasskurs του Ρώσου πιανίστα R. Kehre. Τον Ιούλιο του 1998 έλαβε μέρος σε σεμινάριο σύνθεσης με τον L. Berio. Τo καλοκαίρι του 1995 του απονεμήθηκε η υποτροφία "Richard-Strauss Stipendium" της πόλης του Μονάχου.
Εργα (Επιλογή):
- Σιγή στον πέτρινο κήπο για σοπράνο, φλάουτο, κρουστά 4.10.95 Gasteig
- Απόηχοι της Αρχαιότητας VI για σύνολο 6.5.96 Kaiserslautern
- Αυλωδία για φλάουτα με ράμφος 18.6.96 Karajan Zentrum Wien
- Χορός για κλαρίνο, φωνή, νυκτά όργανα κι ανδρική χορωδία 7.11.96 Εrfurt
- Ερωτικόν για μεγάλη ορχήστρα 7.12.96 Herkulessaal Munchen
- Απόηχοι ΙΙΙ για άλτο φλάουτο και πιάνο 4.9.97 Sapporo Japan
- Χωροχρόνος Ι για 2 κρουστούς και 2 πιάνα 19.1.98 Gasteig
- Κρούσις για 2 ορχήστρες 2.10.99 Philharmonie Gasteig

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής "Λίλιαν Βουδούρη"


Λεονταρίτης Φραγκίσκος

1518 - 1572
Ο πρώτος Ελληνας μουσικοσυνθέτης.

Σταυρακάκης Μήτσος

  Ο Μήτσος Σταυρακάκης ζει στο Ηράκλειο. Ασχολείται με την παραδοσιακή μουσική και κύρια το στίχο, πάνω από 35 χρόνια. Εχει εκδόσει 2 βιβλία με μαντινάδες και ποιήματα:το " Ήλιε μου κοσμογυρευτή" το 1984 και "Στη δίνη των ανέμω" το 1999. Συνεργάστηκε - δίνοντας στίχους- με τον Νικηφόρο Αεράκη στις "Αθιβολές", τον Ψαραντώνη στα "Αναστορήματα" και τις "Ρίζες μου", το Βασίλη Σκουλά στο "Σεργιάνισμα στην Κρήτη", το Νίκο Σωπασή στο "Γλέντια και Ξεφαντώματα", τους Νικηφόρο Σταυρακάκη και Βασίλη Σταυρακάκη στο "Στου κύκλου τα γυρίσματα" σε δίσκους των Χαΐνηδων, το Μήτσο Πασπαράκη στα "Φτερουγίσματα" και το Γιώργη Ξυλούρη (Ψαρογιώργη) στους "Αντίποδες". Η συνεργασία του με τον Ross Daly και το συγκρότημα Λαβύρινθος του οποίου ήταν ιδρυτικό μέλος και είχε την επιμέλεια των στίχων, αρχίζει από το 1980. Το συγκρότημα Λαβύρινθος έφερε ένα καινούργιο ανανεωτικό άνεμο στα μουσικά δρώμενα της Κρήτης γιατί συμμετείχαν σ' αυτό μουσικοί με πολύ ταλέντο και φρέσκες ιδέες. Απέφερε δε την δημιουργία δυο δίσκων, των "Ονείρου τόποι" και "Λαβύρινθος" που θεωρούνται κλασικοί στο είδος τους. Στην τελευταία του δισκογραφική δουλειά που φέρει τον τίτλο "Στη δίνη των ανέμω" ντύνει ο ίδιος μουσικά τους στίχους του, που τραγουδιούνται από το Βασίλη Σταυρακάκη, τη Σπυριδούλα Τουτουδάκη, το Γιώργη Ξυλούρη και τον ίδιο.

από την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Φλουρής Μιχάλης (Καρεκλάς)

ΘΕΟΔΩΡΑ (Χωριό) ΚΟΥΛΟΥΚΩΝΑΣ
1927
Αποσπάσματα από την ανακοίνωση του Θ. Ρηγινιώτη «Λαϊκοί μουσικοί στο Μυλοπόταμο - Η περίπτωση του Μιχάλη Φλουρή ή Καρεκλά από τη Θεοδώρα Μυλοποτάμου», στο Διεθνές Συνέδριο για το Μυλοπόταμο που πραγματοποιήθηκε στο Πάνορμο Μυλοποτάμου το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 2003.
Ξεκίνημα
  Ο Μιχάλης Φλουρής γεννήθηκε το 1927 στο μικρό χωριό Θεοδώρα της επαρχίας Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης, όπου και μεγάλωσε. Παιδί πολυμελούς αγροτικής οικογένειας («δυο αγόρια και έξε αδερφίδες»), έζησε από τα μικρά του χρόνια τη φτώχεια και τη σκληρή αγροτική εργασία, όπως όλα τα παιδιά των χωριών. Τη μουσική πρωτογνώρισε από τους τοπικούς μουσικούς της περιοχής του, όπως ο Χαράλαμπος Σωπασής από τα Χελιανά, ο Μαρκομιχάλης από το Χώνος, ο θείος του Γιάννης Φλουρής από τη Θεοδώρα που «έπαιζε τον πρώτο σκοπό του συρτού» (λυράρηδες και οι τρεις -έπαιζαν λυράκια, απ' αυτά που κυριαρχούσαν τότε), αλλά και ο άλλος θείος του, ο Μύρος, που έπαιζε στην ασκομαντούρα του «πολύ ωραία πεντοζάλι».
  Ο Μιχάλης είχε από παιδί έντονη την έφεση της μουσικής, με αποτέλεσμα, σε προσχολική ηλικία, να ζητήσει μια λύρα από τον παππού του («μια μπερόνα τση καρέκλας έσκισενε -ούτε ταβλί- και μού 'βαλεν ένα συρματάκι και είχε κι ένα, με συχωρείτε, ένα μουλάρι και μού 'καμεν ένα δοξαράκι με τσι τρίχες τσ' οράς») και να κατασκευάσει αργότερα, στο δημοτικό, μόνος του μιαν αυτοσχέδια λύρα παιχνίδι, που την έκρυβε το πρωί έξω απ' το σχολείο, για να μην του τήνε πάρουνε τ' άλλα παιδιά.
  Στα 17 του χρόνια, Οχτώβρη του '45 (1945), έτυχε σ' ένα γάμο στο κοντινό χωριό Μακρυγιάννι, όπου το γλέντι βαστούσε ο διάσημος λυράρης από την πόλη του Ρεθύμνου (κατ' ουσίαν από τα Περιβόλια Ρεθύμνου) Αντώνης Παπαδάκης ή Καρεκλάς συνοδευόμενος, στο λαούτο, από τον έφηβο ακόμη και αργότερα κορυφαίο λαγουθιέρη από το Σπήλι Αγίου Βασιλείου Γιάννη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιάννη). Ο Μαρκογιάννης, όπως και ο Μιχάλης Φλουρής, ήτανε με κοντά παντελόνια - «απού τη γ-κούνια έπαιζε το λαούτο», κατά την έκφραση του Μιχάλη. Ήταν ένας γάμος σχετικά μεγάλος σε κάλεση (πλήθος καλεσμένων), κάπου χίλιοι άνθρωποι, και το γλέντι κρατούσε, κατά το συνήθειο της εποχής, ένα τριήμερο. Ο Μιχάλης πλησίασε τα όργανα, που είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν (ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για το φαγοπότι, μόνο για τη μουσική), και ο μεγάλος Καρεκλάς, βλέποντας το ενδιαφέρον του, τον κάλεσε να καθίσει κοντά τους όλη τη νύχτα και να μαζώνει τα λεφτά από τα χαρίσματα που θα βάνανε στους μουσικούς οι μερακλήδες κατά το χορό τους. Έτσι κι έγινε -κάποια στιγμή μάλιστα ο Καρεκλάς έβαλε το Μιχάλη να τραγουδήσει ένα σκοπό (που μάλλον ήταν ο κολυμπαριανός συρτός, γνωστός από το σπουδαίο βιολάτορα του νομού Χανίων Μαύρο, κατά την ανάμνηση του Μ.Φ.: «όλα ό,τι έπαιζεν ο Καρεκλάς δεν τα θυμούμαι- εκείνο τόνε θυμούμαι πολύ καλά- εκείνο τον εσυχνόπαιζενε») και διαπίστωσε έτσι ότι έχει την αίσθηση του ρυθμού, δηλαδή ξέρει να μπαίνει. Διαπίστωσε επίσης, από την κατασκευή των δαχτύλων του (ιδίως από το σχήμα των νυχιών), ότι αυτός ο νέος «μπορεί να μάθει λύρα». Έτσι, μετά το τριήμερο γλέντι τον κάλεσε ευθέως να έρθει στο Ρέθυμνο και να παραμείνει κοντά του για κάποιο χρονικό διάστημα για να του δείξει λύρα.
  Φύσει συνεσταλμένος, ο Μιχάλης επέστρεψε στη Θεοδώρα (όπου είχε γίνει γνωστό, από στόμα σε στόμα, ότι ο Μιχάλης του Μιχαλογιώργη ετραγούδηξενε στο γάμο) και ζήτησε τη γνώμη και, ουσιαστικά, την άδεια του πατέρα του για να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του σπουδαίου μουσικού. Ο πατέρας του, κατά τη διήγηση του ίδιου του Μ.Φ., δέχτηκε αμέσως (πράγμα που μάλλον πρέπει να μας εντυπωσιάσει, γιατί οι άνθρωποι της εποχής εκείνης συνήθως δεν ήθελαν να γίνουν τα παιδιά τους μουσικοί -μάλιστα τα απέτρεπαν όσο μπορούσαν- γιατί οι μουσικοί, όπως είναι ευνόητο, ήταν άνθρωποι που εργάζονταν νύχτα, αντιμετώπιζαν μεθυσμένους κ.λ.π., συχνά έλειπαν από το σπίτι τους πολλά μερόνυχτα και φυσικά δεν αμείβονταν καθόλου ικανοποιητικά -με δυο λόγια, δεν πρόκοβαν). «Και κι άλλοι του το λέγανε». Έτσι, ο Μιχάλης «μετά λίγες μέρες» πήγε στο Ρέθυμνο και έμεινε αρχικά κοντά στον Καρεκλά και την οικογένειά του (φιλοξενούμενος) δύο μήνες, κατά τους οποίους έμαθε πολλά για το χειρισμό της λύρας.
  Ο ίδιος θυμάται με ευγνωμοσύνη τη φιλοξενία της οικογένειας του Καρεκλά και με ιδιαίτερη αγάπη τη γυναίκα του («πολύ αγαπητή, δε θα την ξεχάσω, μ' αγαπούσε όπως το παιδί τζη»), είναι δε χαρακτηριστικός στην περιγραφή της διδασκαλίας του δασκάλου του [...]
  Τα βράδια πήγαιναν στου Δαμανάκη την ταβέρνα, στον Πλάτανο (κεντρική πλατεία στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου -στα χαρθιά πλατεία Τίτου Πετυχάκη), όπου έκαναν «πρακτική». Ομως μετά τις δέκα η ώρα ο Καρεκλάς έδιωχνε το μαθητή του πίσω στο σπίτι, προφανώς για να μην του μεταδώσει την κακή (και επιβλαβή) συνήθεια του ξενυχτιού. «Καμιά φορά» (θυμάται ο Μιχάλης) «'θελα με πάρει σε κανα γλέντι - ή αρραβώνιασή 'τονε ή βάφτισή 'τονε, θυμάμαι- αλλά πάλι άμα 'θελα πάει δέκα έντεκα η ώρα μ' έδιωχνενε. Δε μ' έφηνε να ξενυχτίσω 'γώ. "Να πας πίσω" μού 'λεγενε».
  Επιστρέφοντας στο χωριό (όπου «δεν τον εγνωρίσανε», γιατί είχε αναζωογονηθεί από την ξέγνοιαστη και ξεκούραστη ζωή στη χώρα), επιδεικνύει με ενθουσιασμό τη νέα του τέχνη σε συγκεντρώσεις συγγενών και φίλων στο πατρικό τους σπίτι -αργότερα επιστρέφει στο Ρέθεμνος για άλλους δυο μήνες, όπου ολοκληρώθηκε η διδασκαλία και επέστρεψε τελικά στο χωριό. Έπαιζε ερασιτεχνικά και το πρώτο ντου γλέντι ήτονε το '48, στου Κωσταντογιάννη το γάμο, εδώ στο χωριό (στη Θεοδώρα). Χωρίς πασαρόρο (συνοδό), ίσα ίσα ένας ξάδερφός του εκράθιε πάσο μ' ένα μαντολινάκι [πράγμα συνηθισμένο την εποχή εκείνη στα χωριά -ενώ ο Καρεκλάς, θυμάται ο Μ.Φ. έπαιζε πάντα με πασαδόρο, συχνά το Μαρκογιάννη και κάποτε το Στέλιο Φουσταλιέρη με το μπουζούκι (μπουλγαρί) του]. Η πρώτη λύρα του Μιχάλη ήταν αγοραστή και κατασκευάστηκε από το Ρεθεμνιώτη οργανοποιό Αντρέα Κανακάκη (ο Καρεκλάς τού τον σύστησε). Αργότερα άρχισε τη δράση του ο διάσημος Ρεθεμνιώτης οργανοποιός Μανώλης Σταγάκης -λύρες του οποίου έπαιξαν όλοι οι Ρεθεμνιώτες μουσικοί της περιόδου εκείνης- και ο Μ.Φ. πήρε και απ' αυτόν λύρα.
  Με την επιστροφή του ο Μιχάλης έλαβε αμέσως από την τοπική κοινωνία του χωριού του το παρανόμι Καρεκλάς (λόγω του διάσημου δασκάλου του), το οποίο δέχτηκε με ικανοποίηση αλλά και με τη μόνιμη σεμνότητά του, και άρχισε να συμμετέχει έντονα στην όλη κοινωνική ζωή του χωριού του και των χωριών της γύρω περιοχής (Χώνος, Αΐμονα, Χελιανά, Αλόιδες, Δοξαρό κ.λπ.), «κατά τα έθιμα του τόπου», όπως λέει. Η παρουσία του ήταν σταθερή σε γάμους, βαφτίσεις, πανηγύρια σε μνήμη αγίων, αλλά και παρέες στο καφενείο, καντάδες κ.λπ.-συχνά τον επαίρνανε οι φίλοι ντου από τα γύρω χωριά κι εκάνανε παρέα στο χωριό τους. Ήταν ο πρώτος «επαγγελματίας» (όπως χαρακτηρίζεται από το κοινό, μαζί με όλους τους μουσικούς της κλάσης του) όλης της περιφέρειας (της γύρω περιοχής), δηλαδή ο πρώτος συστηματικός μουσικός, με πλούτο ρεπερτορίου και δεξιοτεχνία ανώτερη των τοπικών ομοτέχνων του.
  Οι άλλοι μουσικοί του χωριού, καθαροί ερασιτέχνες που κουτσοπαίζανε κάποιο μουσικό όργανο [όπως εκείνοι που ανέφερα στην αρχή, αλλά και ο Κωστονικόλας, που ωστόσο είχε και πεντοζάλι δικό του (δηλ. κοντυλιές του σιγανού πεντοζάλη), άρα πρέπει να ήταν σημαντικός πριν υποτιμηθούν οι «ερασιτέχνες»], εγκατέλειψαν φυσικώ τω λόγω όταν καθιερώθηκε και επιβλήθηκε ο ημιεπαγγελματίας πλέον νέος λυράρης...
  Έτσι άρχισε η αλληλεπίδραση του νεαρού Καρεκλά με τον πληθυσμό των τοπικών κοινωνιών της περιοχής και ιδιαίτερα με τους μερακλήδες της περιφέρειας (χορευτάδες, τραγουδιστάδες, παρεϊστάδες κ.λπ.), όπως οι ονομαστοί χορευτές Κώστας του Κωστογιάννη από τη Θεοδώρα, Μύρος Σαπουντζής από το Μακρυγιάννι (που έγινε ευρύτερα γνωστός λόγω της καθοριστικής παρουσίας του σε χορευτικά συγκροτήματα Κρητών στην Αθήνα -όπου και ζει σήμερα), Δημήτρης Σαμόλης (ή Μπίρμπης) κ.ά. Οι μερακλήδες αυτοί αφ' ενός βρήκαν επιτέλους το νέο άνθρωπο που ικανοποιούσε τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους και αφ' ετέρου επέδρασαν οι ίδιοι στην ποιότητα και το περιεχόμενο της μουσικής του και στην τελειοποίηση του παιξίματός του, με τις απαιτήσεις τους για ποιότητα στην ψυχαγωγία τους.
  Ο Καρεκλάς έγινε ο διασκεδαστής της περιοχής, ο τοπικός βάρδος, και επιτέλεσε όλες τις λειτουργίες που αναφέραμε για τους λαϊκούς μουσικούς της Κρήτης στην αρχή του παρόντος.
  Ως εκ της εποχής του, το ρεπερτόριό του ήταν το κλασικό -και αναγνωρίσιμο στις μέρες μας από το ευρύ κοινό ως κρητικό ρεπερτόριο- όπως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ήδη κατά το τέλος της προηγούμενης περιόδου: κατά κύριο λόγο συρτά (ήδη οι Ρεθεμνιώτες λυράρηδες ηχογραφούσαν κυρίως συρτά από την πρώτη εμφάνιση της δισκογραφίας στην Κρήτη, αρχές της δεκαετίας του 1930, αλλά καθοριστική ήταν και η συμβολή του Θ. Σκορδαλού, που ηχογράφησε δεκάδες συρτά -δικά του και διασκευές- προσφέροντας στους κατά τόπους συναδέλφους του ένα μουσικό θησαυρό), αλλά, ακόμη, και αρκετά πεντοζάλια, μεταξύ των οποίων «ένα χτυπητό πεντοζάλι του Κωστονικόλα, ένα καλό πεντοζαλάκι» και «ηρακλειώτικα». Έπαιζε επίσης σούστα, όπου απέδιδε (ή «προσπαθούσε ν' αποδώσει» κατά τον ίδιο) τα θρυλικά πατήματα του Καρεκλά, και καστρινό (μαλεβιζώτη- «ελαφρύ, σιγανό καστρινό» παίζανε οι προ αυτού μουσικοί της περιοχής, ενώ ο ίδιος έζησε τη μεταβολή του καστρινού προς το ταχύτερο). Όταν υπήρχε συνοδεία πασαδόρου μπορεί να παίζανε και το δύσκολο, μη χορευτικό, σταφιδιανό, αλλά και τα περίφημα, ευρύτατα διαδεδομένα, «ευρωπαϊκά», «ταγκώ, βαλς, φοξ- εδώ τα χορεύαμε. Όμως εχόρευε και σεμνά ο κόσμος, ήτανε διασκεδαστικό να του παίξεις ένα ευρωπαϊκό» [όμως είναι κάπως επιφυλακτικός για τα σημερινά μπουζούκια, από διαίσθηση πιο πολύ] - «τα μάθαμε από δίσκους, όπως ο Μπιθικώτσης, ο Πουλόπουλος, και άλλοι...». Τον Ερωτόκριτο τον γνωρίζει και τον αγαπά [«τον εμάθαμ' από παλιά, είχενε ο θείος μου ο Μύρος το βιβλίο του Ερωτόκριτου, μ' άρεσενε να το λέει εκείνος, να το διαβάζει» -και οι γονείς του όμως ήξεραν αποσπάσματα και τα τραγουδούσαν - «νομίζω από την 300 σελίδα ήταν το απόσπασμα που λέει "λέγει της το με ρώτηξες να σου το πω και γροίκα..."» (είναι ένα από τα πιο δραματικά, γι’ αυτό αγαπητά και πολυτραγουδισμένα, αποσπάσματα του Ερωτόκριτου, από το τελευταίο μέρος του έργου, όπου ο Ερωτόκριτος, μεταμφιεσμένος, διηγείται ψεύτικα στην Αρετή ότι δήθεν ο αγαπημένος της πέθανε, για να δοκιμάσει την αγάπη της)], έπαιζε αποσπάσματα που είχαν ηχογραφηθεί κατά καιρούς από λυράρηδες, όπως ο Ν. Ξυλούρης και ο Κ. Μουντάκης, αλλά και στίχους που θυμόταν ο ίδιος («άπαξ και παίζεις Ερωτόκριτο, όσο θέλεις παίζεις»). Ήταν ένα τραγούδι ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινό, από εκείνα που παρεμβάλλονταν κάποιες στιγμές στο γλέντι «για να ξεκουραστεί κι ο κόσμος», όπως και το Όσο βαρούν τα σίδερα, και λίγα ριζίτικα («τα πασίγνωστα»), όπως το Ριζιμιό χαράκι, η Ξαστεριά, ο Διγενής, Αγρίμια κι αγριμάκια μου, Σαν εβαφτίστη το παιδί κ.τ.τ. («αυτά τα μάθαμ' εμείς από παλιά, από τσι παλιούς, πρι να τα γράψουνε στσι δίσκους»). Ριμαδόροι, που να βγάνουνε μαντινάδες συνεχόμενες («σαν το συναξάρι»), «στ' Ανώγεια ήτονε», στην περιοχή των δικών τους χωριών δε θυμάται.
Επαγγελματισμός
  
Εκτός από την περιοχή του, ο Καρεκλάς συμμετείχε σε αμέτρητα γλέντια πάσης φύσεως στην ευρύτερη περιοχή του Μυλοποτάμου (Λιβάδια, Ζωνιανά, Βενί, Αξό κ.λπ.) και λίγες φορές επεκτάθηκε στ' Αμαριώτικα (βάφτιση στους έρημους εδώ και λίγα χρόνια Γουργούθους Αμαρίου) και σε πιο απομακρυσμένα χωριά: έφτασε μέχρι τη Μεσσαρά, στον Καμαριώτη, ενώ μια φορά πήγε στο Ροδάκινο και μια φορά στη Στεία (Σητεία), λίγο μετά το 1970, όπου έπαιξε σε βάφτιση και σε γάμο.
  Τη λύρα του συνόδευσαν πολλοί πασαδόροι (λαγουθιέρηδες συνοδοί), με τους οποίους συνδέθηκε πάνω απ' όλα φιλικά, γιατί «άμα δεν αγαπάς το συνεργάτη σου, να υπάρχει αθρωπιά...» - εκτός από τους κορυφαίους αδελφούς Μαρκογιάννηδες (Γιάννη και Βαγγέλη) και Ψαρογιάννη, έπαιξε και με πολλούς λαγουθιέρηδες της εποχής από τους λιγότερο γνωστούς πλέον, αλλά στυλοβάτες της κρητικής μουσικής παράδοσης (αφού η λύρα ένιωθε ανασφάλεια πλέον να παίζει μόνη της) και πολύ αγαπητούς στη γενιά τους, όπως οι Ρεθεμνιώτες (από το νομό Ρεθύμνης) Γιώργης Θυμιατζής, Αντρέας Γαλερός και Μανούσος Πανταγιάς, ο Γιάννης Αποστολάκης από την Αγιά Βαρβάρα Ηρακλείου, «έναν από την Ασή Γωνιά, αριστερά έπαιζενε, ξεχνώ τ' όνομά ντου... απ' το Γεράνι ένα μπασαδόρο...» κ.ά. Βέβαια τα πρώτα χρόνια έπαιξε με φυσικό ήχο, χωρίς υποστήριξη από μηχανικά μέσα, αφού δεν υπήρχε ηλεκτρισμός στην περιοχή. Το ρεύμα ήρθε μετά το '66-'67, οπότε άρχισε και η χρήση φορητών ενισχυτών- «αλλά έχω παίξει και με τα μέσα πού 'ναι σήμερα», λέει -γιατί συνέχισε το έργο του μέχρι το 1984, οπότε, μετά από δέκα χρόνια γάμου (παντρεύτηκε το 1974), από τη σκληρότητα της Μοίρας, «έμεινε μόνος».
  Όπως και για όλους τους μουσικούς της εποχής, το οικονομικό κέρδος από τη δουλειά του ήταν στην αρχή μικρό και σταδιακά όλο και μεγαλύτερο («Κέρδος ήτονε... στις αρχές λίγο πράμα. Εκάναμε όμως και καλά γλέντια. Από οικονομικής άποψης, πολύ χρήμα. Όσο επήγαινε ο καιρός τα πράματα ερχότανε πιο καλά...»), αρκετό όμως για να τον βοηθήσει να εκπληρώσει τις προσωπικές και οικογενειακές υποχρεώσεις του παράλληλα με τις αγροτικές εργασίες: «πενήντα χρόνια δούλεψα 'γώ στη λύρα πάνω. Δόξα τω Θεώ, αποπεράτωσα το έργο μου».
  Χαρακτηριστικό όχι μόνο της εποχής, αλλά και του ήθους του ανθρώπου, είναι ένα επεισόδιο στο προαναφερόμενο γλέντι στσι Γουργούθους Αμαρίου, όπου μάλιστα έπαιξε μόνος του, χωρίς πασαδόρο (πράγμα ριψοκίνδυνο για την εποχή): ένας παπάς, πολύ μερακλής, από το κέφι στο οποίο είχε περιέλθει, καθώς χόρευε του έβαλε το πορτοφόλι του στο μπέτη (στο στήθος, μέσα στο πουκάμισό του)- ο Καρεκλάς συγκλονίστηκε και τρόμαξε - και λίγο αργότερα, διακριτικά, του έστειλε πίσω το πορτοφόλι χωρίς καν να κοιτάξει τί είχε μέσα. Ωστόσο, αν και ο Μ.Φ. βρέθηκε στην εποχή που οι λυράρηδες πέρασαν από τον ερασιτεχνισμό στον επαγγελματισμό, παρέμεινε ημιεπαγγελματίας, λόγω των συνθηκών και της περιορισμένης εμβέλειάς του έναντι της κολοσσιαίας, για τα μέτρα του χώρου, εμβέλειας των «μεγάλων».
  Ο συνεσταλμένος χαρακτήρας του («δεν είχα και την απόφαση») και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις [«μέχρι το '68 είχα πέντε αδερφές ελεύθερες, και έτσι έκατσα στο σπίτι 'δώ πέρα και συντήρησα το σπίτι μου» με τη βοήθεια και της λύρας, αλλά και «χωρίς τη λύρα (δηλ. εκτός από τη λύρα), εγώ ασχολήθηκα και με γεωργικά»] δεν του επέτρεψαν να επιδιώξει την καθιέρωση μέσω της δισκογραφίας, βήμα καθοριστικό και τότε και σήμερα, κι έτσι το παίξιμό του δεν αποτυπώθηκε ηχητικά (όπως και τόσων άλλων μουσικών της Κρήτης, που επέδρασαν στις τοπικές κοινωνίες και μόνο τα ονόματά τους πλέον γνωρίζουμε)- αυτό οφείλεται, επιπλέον, στο γεγονός ότι δεν ήταν συνθέτης («δεν έγραψα κομμάθια δικά μου, γιατί είχα μια πολυμελή οικογένεια και είχα υποχρεώσεις, δε μού 'μενε καιρός» - «μόνο τα τελευταία χρόνια έχω δύο σκοπούς μελετήσει και τους παίζω, δύο συρτούς, δική μου μουσική, δικές μου μαντινάδες», οι οποίοι όμως είναι ανέκδοτοι και ήδη ο Καρεκλάς έχει εγκαταλείψει την ενεργό δράση), όμως, αν ήθελε θα μπορούσε να τριμυστηρευτεί (να δραστηριοποιηθεί) και να εμφανίσει πλούσια δισκογραφία, όπως έκαμαν πολλοί, λεηλατώντας το πολύκαρπο και αφύλαχτο, τουλάχιστον στην εποχή του, περιβόλι της μουσικής παράδοσης.
  Στο ρεπερτόριό του περιελάμβανε, μεταξύ άλλων και εκτός από τσι σκοπούς του Καρεκλά (του δασκάλου του), με τους οποίους είχε ξεκινήσει, συρτά του Μουντάκη και του Λεωνίδα Κλάδου (τους οποίους γνώριζε προσωπικά, όπως και τους άλλους Ρεθεμνιώτες «κλασικούς» της εποχής), αλλά ενίοτε (σε παρέα ή γάμο με Χανιώτες γαμπρούς της περιοχής π.χ.) και κομμάθια των μεγάλων μουσικών του νομού Χανίων, όπως ο Χάρχαλης, ο Μαύρος, οι Κουτσουρέληδες, ο Ναύτης κ.λπ., τους οποίους δε γνώριζε, αλλά παρακολουθούσε με θαυμασμό και αγάπη στο ραδιόφωνο. Ωστόσο, καθοριστική ήταν η συνάντησή του με το πρόσωπο και το έργο του Θανάση Σκορδαλού. «Ο πρώτος δάσκαλός μου ήτον ο Καρεκλάς» λέει «μετά, όμως, με την πάροδο του χρόνου, ακούετ' ο Σκορδαλός ο Θανάσης. Εγώ, μόλις άκουσα το Σκορδαλό...» (μορφασμός επιδοκιμασίας). Τον ακούει πρώτα στο ραδιοφωνικό σταθμό Χανίων, σε ζωντανές εκπομπές με το Μαρκογιάννη, τις οποίες παρακολουθεί ανελλιπώς. «Ήρθενε στην έμπνευσή μου ο Θανάσης Σκορδαλός. Κι ο Μουντάκης, βέβαια. Εγώ πρώτα γνωρίστηκα με το Μουντάκη, στου Σταγάκη, και με τον Καλογρίδη το Γιώργη. Αλλά μου μπήκε του Σκορδαλού η μουσική αμέσως- άμα θελ' ακούω το Σκορδαλό...» (κάνει μια εκφραστική χειρονομία που δηλώνει ψυχική ανάταση).
  Η μουσική, αλλά και το ιδιαίτερο ύφος, του Σκορδαλού τον επηρεάζουν εμφανώς, όπως επηρέασαν και πλήθος άλλων «σκορδαλικών» λαϊκών μουσικών του νομού Ρεθύμνης και όχι μόνο- γνωρίζει τους σκοπούς του και τους αποδίδει με τρόπο που ικανοποιεί τους μερακλήδες. «Παίξε μας, Καρεκλά, μια σκορδαλιά!» ήταν μια συνηθισμένη παραγγελία που του δίδανε σε γλέντια. Αργότερα γνώρισε και προσωπικά το Σκορδαλό, σε μια παρέα στη Θεοδώρα, λίγο πριν το 1967, και έπαιξε μαζί του, παίρνοντας και την επιδοκιμασία του και την πιεστική πρόταση να τον ακολουθήσει στο Ηράκλειο (ευνοϊκό χώρο για τους επαγγελματίες μουσικούς), πράγμα που όμως δεν έκανε, λόγω χαρακτήρα.
  Αλλος ένας παράγοντας που συνέβαλε στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Καρεκλά ήταν η μακρόχρονη ενασχόλησή του με την ψαλτική τέχνη. Πρακτικός ψάλτης, μαθήτευσε στους παλαιότερους του χωριού και υπηρετεί ακόμη το ψαλτήρι της Θεοδώρας με ζήλο και αγάπη. Παρακολουθεί όσο μπορεί και τους ψαλτάδες των πόλεων από το ραδιόφωνο. Μιλάει με δέος για τη βυζαντινή μουσική και, όταν ψάλλει, ενθουσιάζεται όπως όταν παίζει τη λύρα του ή τραγουδεί. Αυτή η σχέση συνέβαλε στην καλλιέργεια της φωνής του (ήταν γνωστός ως καλός τραγουδιστής, πράγμα πολύ σημαντικό για τους λαϊκούς μουσικούς σε κάθε εποχή) αλλά και στη μουσική του αυτοσυνειδησία, καθώς ανακαλύπτει τις σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησιαστική μουσική και τη μουσική παράδοση της Κρήτης, πράγμα που τον βοηθά να κατανοήσει καλύτερα αυτό που κάνει ως λαϊκός μουσικός και να μη λειτουργεί μόνο με το ένστικτο (και ο Σκορδαλός, όπως είναι γνωστό, είχε ανάλογες ανησυχίες).
Συμπεράσματα
  Δύο φράσεις συνοψίζουν, κατά τη γνώμη μου, την ιστορία του Καρεκλά: «έκτοτε που έμεινα μόνος...» και «δόξα τω Θεώ, αποπεράτωσα το έργο μου». Πατέρας δύο παιδιών και με το νάμι (τη φήμη) του λαϊκού βάρδου των αναμνήσεων και του εξαιρετικά καλού ανθρώπου, είναι πλέον ένα πρόσωπο των παραμυθιών. Κυριολεκτώ: πρώτα οι παππούδες θα μιλήσουν γι' αυτόν στα μικρά παιδιά, μεταφέροντας το θησαυρό της πολιτισμικής κληρονομιάς μας για άλλη μια γενιά, και έπειτα κάποια από αυτά τα παιδιά θα διαπιστώσουν ίσως -με σχετικό δέος- ότι αυτός ο μαγικός μουσικός είναι στη ζωή και μπορούν, αν θέλουν, να τον γνωρίσουν προσωπικά και να γευτούν μέρος από την εμπειρία των παππούδων τους...
  Εκτός από την προσωπική του ιστορία, χρήσιμη τόσο για τη μοναδικότητα της προσωπικής ιστορίας κάθε ανθρώπου όσο και για τη ζωή της τοπικής κοινωνίας που περνά, σε διαλεκτική σχέση, μέσα από την καλλιτεχνική δράση του, η «περίπτωση του Καρεκλά» παρουσιάζει ενδιαφέρον για δύο ακόμη λόγους: πρώτον, γιατί είναι η μόνη καταγεγραμμένη περίπτωση μαθητή του Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά από τα Περβόλια του Ρεθέμνους, κι έτσι φωτίζεται μια άγνωστη ώς τώρα πτυχή του έργου και της προσωπικότητας του μεγάλου Ρεθεμνιώτη μουσικού, και δεύτερον, γιατί μας δείχνει πώς επέδρασε η ακτινοβολία του Σκορδαλού σε πλήθος τοπικών μουσικών του νομού Ρεθύμνης και όχι μόνο, διαμορφώνοντας ουσιαστικά, κατά ένα μεγάλο μέρος τουλάχιστον (το άλλο μέρος μένει στον Κ. Μουντάκη -και λιγότερο στο Λεωνίδα Κλάδο και τους υπόλοιπους «κλασικούς»), τις εξελίξεις στο μουσικό γίγνεσθαι της Κρήτης…

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της cretan-music.gr


Λαποκωνσταντάκης Γιώργης (Πεδουλάφτης)

ΚΑΒΟΥΣΙ (Χωριό) ΙΕΡΑΠΕΤΡΑ
1915
  Γεννήθηκε στο Καβούσι Ιεράπετρας το 1915. Έμεινε ορφανός σε ηλικία 4 ετών. Έμαθε βιολί μόνος του, έχοντας ακούσματα κυρίως απ' τον πατέρα του αλλά και άλλους βιολάτορες. Σε νεαρή ηλικία ήρθε στην Ιεράπετρα, παίζοντας βιολί στη σχολή χορού Κατσώλη, που λειτουργούσε προπολεμικά στην Ιεράπετρα. Το 1939 έφυγε από την Ιεράπετρα και πήγε στο Ηράκλειο, όπου βρήκε το δεξιοτέχνη του βιολιού Στρατή Καλογερίδη από τον οποίο έμαθε αρκετά για την μουσική. Έχει ακόμα και σήμερα στην κατοχή του παρτιτούρες και ένα δοξάρι του Καλογερίδη. Έζησε αρκετά χρόνια και στην Αθήνα και συμμετείχε σε εκδηλώσεις που οργάνωνε το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ο Λαποκωνσταντάκης, παρά την ηλικία του συνεχίζει και σήμερα να παίζει βιολί σε τοπικές εκδηλώσεις και γλέντια. Το παρατσούκλι Πεδουλάφτης το πήρε από τον προπάππου του, ο οποίος έφτιαχνε ζυγούς για τα ζώα που έσερναν το αλέτρι και έπαιζε πολύ καλά ασκομπαντούρα με συνοδεία νταουλιού. Στα γλέντια τον φώναζαν ζυγολάφτη που με τον καιρό έγινε Πεδουλάφτης. Το 1999 κυκλοφόρησε, με την επιμέλεια του μαθηματικού Σάββα Πετράκη ο δίσκος Γιώργος Λαποκωνσταντάκης (Πεδουλάφτης), με μια σειρά καινούργιες ηχογραφήσεις του μεγάλου βιολάτορα από την Ιεράπετρα που ο δίσκος φέρει το όνομά του.
  Πρόκειται για μια παραγωγή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης του Νομού Λασηθίου που συμπληρώνει, κατά κάποιο τρόπο, τις ηχογραφήσεις του Πεδουλάφτη που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Τα Ραδιοφωνικά» (μαζί με ηχογραφήσεις του Δερμιτζογιάννη, του Παντελή Μπαριταντωνάκη και του Ιωάννη Παπαχατζάκη) που κυκλοφόρησαν από το Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι περίπου την ίδια εποχή. Σήμερα ζει στο Πάνω Χωριό Ιεράπετρας, απ' όπου κατάγεται η γυναίκα του, έχει δυό αγόρια τα οποία παίζουν κιθάρα και πολλές φορές συνοδεύουν τον πατέρα τους.

Σάββας Πετράκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Αντώνης Τζιάκης

ΚΑΚΟΔΙΚΙ (Χωριό) ΚΑΝΤΑΝΟΣ
1890 - 1952
Καταγόταν από το Κακοδίκι Σελίνου, από τους ενεργούς επαγγελματίες λυράρηδες της εποχής του, έπαιξε σε καθολική έκταση της επαρχίας Σελίνου, ακόμα και στην γειτονική επαρχία Σφακίων. Μετρημένος καλλιτέχνης με φήμη που φτάνει ώς τις μέρες μας και με πλουσιότατο ρεπερτόριο.
Επιμέλεια κειμένων: Κώστας Βασιλάκης

Στέλιος Λαϊνάκης

ΚΑΛΑΘΕΝΕΣ (Χωριό) ΧΑΝΙΑ
1950
  Ο Στέλιος Λαϊνάκης ανήκει στην γενιά καλλιτεχνών που «μεστώνει» σήμερα στα μουσικά πράγματα της Κρήτης. Επιστήμονας, μουσικός, οραματιστής. Μια αναμφισβήτητα μεγάλη προσωπικότητα. Γεννήθηκε το 1950 και κατάγεται από τις Καλάθενες Κισσάμου Χανίων, ένα χωριό που κρατά γερά τους δεσμούς με την γνήσια μουσικοχορευτική παράδοση. Χωριό το οποίο γέννησε σημαντικούς καλλιτέχνες όπως ο Ευθύμης Λυραντωνάκης, ο Λεφογιάννης, οι Σγουρομάλληδες, ο Γιώργης Νικολακάκης , ο Σκορδύλης κ.α. Ο Στέλιος Λαϊνάκης σίγουρα επηρεασμένος από την παράδοση του χωριού του αλλά και όλης της περιοχής ξεκίνησε να παίζει λαγούτο. Εκτός όμως από την πρόοδο του στην μουσική, σημαντική και η πρόοδος του στα γράμματα. Την δεκαετία του '70 βρέθηκε στην Ιταλία να σπουδάζει ως αρχιτέκτονας. Το μικρόβιο όμως της μουσικής είχε ριζώσει γερά μέσα του. Εκεί στη Ιταλία γνώρισε δύο από τις πλέον σημαντικές μορφές της παγκόσμιας μουσικολογίας, τον Ρομπέρτο Λεϊντί και την Τούλια Μαγκρίνι. Το ενδιαφέρον του Στέλιου για την έρευνα της μουσικής παράδοσης έδεσε με τις γνώσεις και τις εργασίες των δύο παραπάνω μουσικολόγων, έτσι ώστε και πραγματοποίησαν λεπτομερή έρευνα της κρητικής μουσικής σε καθολική έκταση του νησιού για πάνω από είκοσι χρόνια. Μετά τις σπουδές του ασχολήθηκε ως επί το πλείστον με την μελέτη και συλλογή της γνήσιας μουσικής, αλλά σημαντικές ήταν και συνεργασίες του με άλλους μεγάλους καλλιτέχνες, τόσο σε ερευνητικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Τεχνίτης λαγουτιέρης με άριστο πρίμο παίξιμο, αλλά επίσης με την ίδια δεξιοτεχνία χειρίζεται και το μπουλγαρί. Το τραγούδι του άκρως παραδοσιακό που γυρνάει τις μνήμες στα παλιά καλά χρόνια, στους παλιούς και γνήσιους τραγουδιστάδες. Παθιασμένος με την μουσική, συντρόφευσε με τις πενιές του τον αείμνηστο δάσκαλο Μιχάλη Κουνέλη, τον Κωστή Παπαδάκη ή Ναύτη, τον Μανιό, τον Φώτη Κατράκη και πλήθος παλιών αλλά και νέων βιολιστών. Ιδιαίτερα με τον Κωστή Παπαδάκη ή Ναύτη εμφανιστήκαν μαζί σε δεκάδες εκδηλώσεις στο εξωτερικό, αλλά μαζί πορεύθηκαν και στις έρευνες για την μουσική παράδοση. Ενεργό μέλος του συλλόγου παραδοσιακής μουσικής νομού Χανίων «Ο Χάρχαλης», αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των καλλιτεχνών και του κύρους της μουσικής της δυτικής Κρήτης. Συμμετείχε σε δεκάδες ηχογραφήσεις δίσκων, κυρίως με τον Ναύτη, αλλά ακόμα και σε κατά καιρούς συλλογές που εκδόθηκαν. Αριστος γνώστης των παλαιών πρότυπων συρτών σύμφωνα με τις πατρότητες τους. Σήμερα ο Στέλιος Λαϊνάκης συνεχίζει ακούραστος το έργο του, διατελεί πρόεδρος του συλλόγου παραδοσιακής μουσικής νομού Χανίων «Ο Χάρχαλης». Μαχητής, γνήσιος, μια λαμπρή και άξια παρουσία στο κρητικό μουσικό στερέωμα.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Παναγιώτης Βολανάκης

ΚΑΛΥΔΩΝΙΑ (Χωριό) ΚΟΛΥΜΒΑΡΙ
1924 - 1996
  Από τους εκφραστικότερους καλλιτέχνες ήταν ο Παναγιώτης Βολανάκης.
  Γεννήθηκε το 1924 στην Καληδωνία Κισσάμου. Μαθητής του θρυλικού Νικολή Χάρχαλη. Από την Καληδωνία έτρεχε μικρό παιδί στα Χαρχαλιανά, στην άλλη πλευρά της Κισσάμου για να μάθει βιολί. Τόση ήταν η δίψα του για την μουσική. Και το όργανο αυτό πήρε σάρκα και οστά, χρώματα και τσακίσματα στα δάκτυλα του. Καλλίφωνος, μερακλής, λεβεντιά! Από νέος ξεκίνησε στα γλέντια, σε όλα τα χωριά της Σπάθας και της Κυδωνίας ακόμα. Αγαπητός από τον κόσμο. Συνεργάστηκε με μεγάλους λαγουτιέρηδες όπως ο Γιώργης Κουτσουρέλης, ο Λεφογιάννης, ο Μιχάλης Πολυχρονάκης, ο Λαϊνοστέλιος ο Λαρδιανός κ.α. Στα συρτά είχε μια μοναδική τεχνική. Έπαιζε σειρές με συρτά και οι μαντινάδες του ήταν πάντα χαρακτηριστικές. Τον θυμάμαι λίγο καιρό πριν φύγει όπου με το βιολί του σε μια φιλική παρέα σκόρπισε τέρψη και μελωδίες πραγματικά «αγγελικές». Έπαιζε με πάθος τον Κολυμπαριανό συρτό και τον Ροδοπιανό του Ναύτη.
  Έφυγε από την ζωή το 1996. Και όμως, είχε ακόμα τόσα πολλά να προσφέρει.

Επιμέλεια: Κώστας Βασιλάκης, Πηγές: Αθ. Δεικτάκης "Χανιώτες λαϊκοί μουσικοί"
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της cretan-music.gr


Στρατής Γαλαθιανάκης (Γαλαθιανός)

ΚΑΜΠΟΙ (Οικισμός) ΚΕΡΑΜΕΙΕΣ
1916 - 1986
  Από τα πιο γλυκά βιολιά των Χανίων ήταν ο Στρατής Γαλαθιανάκης. Ο Στρατής ο Γαλαθιανός, ο αξιαγάπητος αυτός άνθρωπος και καλλιτέχνης. Βιολάτορας της παλιάς σχολής, βιολάτορας όμως και με προοδευτικές τάσεις. Μερικοί που ακούν σήμερα τον Στρατή Γαλαθιανό τον παρομοιάζουν με τον Νικολή Σαριδάκη, τον ανεπανάληπτο Μαύρο. Πολλά τα κοινά σημεία τους, ίσως ότι ήσαν και οι δύο τόσοι απλοί και ήρεμοι χαρακτήρες και αυτή τους την απλότητα την έβγαζαν πάνω στα όργανα τους με μελωδίες και νότες. Γεννήθηκε το 1916 στους Κάμπους Κυδωνίας Χανίων, στην ορεινή και τραχειά περιοχή των Κεραμιών. Σε πολύ μικρή ηλικία έχασε τους γονείς του, κατόπιν ήρθε και ο χαμός τριών αδελφών του. Αυτό ήταν η κύρια αιτία ώστε να ξεσπάσει στην μουσική. Στα δεκατρία του πρωτόπιασε το βιολί και δεν άργησε να φανεί η αξία του. Το γλυκό και απαλό του παίξιμο που συνδυαζόταν με τα περήφανα γυρίσματα των χανιώτικων συρτών ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Με τον λαγουτιέρη Δημήτρη Γαλάνη έπαιξε στα περισσότερα γλέντια. Αδελφικοί φίλοι, γίνονταν ένα την ώρα που έπαιζαν μαζί. Δεμένη φιλία και συνεργασία για δεκαετίες. Μαζί τους στα γλέντια, στις παρέες και στους δίσκους ο Θεοχάρης Τζινευράκης, το γλυκόλαλο αηδόνι από τα Νοχιά Κισσάμου. Ο Στρατής Γαλαθιανός πήγε για αρκετό καιρό στην Θεσσαλονίκη όπου και εκεί γλέντησε το κρητικό στοιχείο της Βορείου Ελλάδας. Οι κάτοικοι της μεγάλης πόλης της Μακεδονίας πολύ συχνά έβλεπαν έναν λεβέντη με στιβάνια και κυλότα να διαβαίνει στους δρόμους και πραγματικά ο θαυμασμός διαδεχόταν την έκπληξη. Ο Στρατής Γαλαθιανός σύνθεσε τον δικό του συρτό, τον Λακκιώτικο, μια μελωδία τόσο γλυκειά που παραπέμπει στο πρόσωπο του και μόνο εκεί. Από τον αιφνίδιο θάνατο του Δημήτρη Γαλάνη ο Στρατής Γαλαθιανός έπεσε σε μελαγχολία και ίσως λένε, αυτή ήταν η αιτία να φύγει ο ίδιος από την ζωή, το 1986. Και πραγματικά, είχε ακόμα τόσα πολλά να προσφέρει.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Μάρκος Κ. Παπαδάκης

  Κάμποι Κυδωνίας: Το ωραίο καπετανοχώρι, το χωριό των ηρώων Καλογερήδων, Κοκολογιάννηδων και άλλων, το χωριό των διακεκριμένων επιστημόνων και ρεκτών εμπόρων, τιμίων και ευηπολήπτων ανθρώπων, είναι και η γενέτειρα του κορυφαίου καλλιτέχνη της κρητικής μουσικής Μάρκου Κ.Παπαδάκη. Χαρισματικός και ταλαντούχος ο Μάρκος, σε πολύ νεαρή ηλικία εκέρδισε την αναγνώριση και τη μεγάλη αγάπη των συναδέλφων του, των ειδικών και του φιλόμουσου κοινού. Οι γονείς του δεν τον εμπόδισαν να ξεκινήσει και να πορευτεί στον δρόμο που αυτός ήθελε. Ειδικά η μητέρα του Καλλιόπη, το γένος Μαυρεδάκη, πρώτη διέγνωσε τις ικανότητες του και σαν καμπιανή κι αυτή, στον αείμνηστο καμπιανό επιχειρηματία Ευτύχιο Νικολιουδάκη απευθύνθηκε (έγραψε κι εκείνος μεγάλη ιστορία με την "ΤΕΡΨΗ" στο χανιώτικο εμπόριο και στην κοινωνία με τις κρυφές πράξεις φιλανθρωπίας, αλλά και στην εθνική αντίσταση) και αγόρασε στον γιό της το πρώτο του βιολί...
  Ο Μάρκος είναι αυτοδίδακτος! Ακούοντας τους σπουδαίους εκείνης της εποχής, έμαθε από πολύ μικρό παιδί να παίζει. Σε χρόνο ελάχιστο εξελίχθηκε σ΄ ένα από τα πρώτα βιολιά του Νομού Χανίων. Περιζήτητος από πολύ μικρός, είχε στα 24 του χρόνια κυριαρχήσει!...Γάμοι, βαφτίσεις, πανηγύρια και παρακαλεστός ο Μάρκος!.. Αγάπη του κοινού μεγάλη και συνεργάτες κορυφαίοι πρωτομάστορες: Μενέλαος Κασιανάκης, Χρήστος Γαρμπιδάκης, Βαγγέλης Κουρής και, τελευταία, ο αλησμόνητος και υπέροχος Δημήτρης Γαλάνης.
  Με τον Γαλάνη είχε συνεργασθεί και στην εταιρεία του αληθινού προστάτη των καλλιτεχνών Γ. Ορφανίδη, ανθρώπου σπουδαίου στον οποίο πολλά οφείλει η ελληνική δημοτική και λαϊκή μουσική. Τα εμπορικά σήματα του Ορφανίδη ήταν RCA VICTOR και OLYMPIC. Επτά , λοιπόν, δίσκους 45 στροφών με τον Γαλάνη έχει στο ενεργητικό του ο Μάρκος και ευτυχώς εύκολα ευρίσκονται σήμερα σε κασέτες και σε CD με μεγάλη ζήτηση και δικαιολογημένα: Η φωνή του Μάρκου είναι αρρενωπή με σεμνό ύφος, ταυτόχρονα και άφαλτση, χαριτωμένη, ζεστή, ας πούμε και παραδοσιακή παρ΄ ότι έχει "φορεθεί" πολύ αυτή η λέξη!.. Τον ακούει ο εκατοχρονίτης και αναντρανίζει! "Ετσά ήτονε η κρητική μουσική στα νιάτα μου" σκέφτεται. Τον ακούει η γρε κι αρχίζει τον πανάρχαιο συρτό! Οι μεσότριβοι συλλογούνται και στα φωναχτά επαινούν: "Μπράβο Μάρκο, ο Θεός σχωρέσει σου Γαλάνη, αυτή ΄ναι μουσική!.." Ναι!.. Αυτή ΄ναι μουσική!.. Πρέπει, αγαπητοί αναγνώστες, ν΄ ακούσετε και μόνο τότε θα εννοήσετε γιατί και οι σημερινοί φιλόμουσοι νέοι αγαπούν το έργο του Μάρκου. Ειδικότερα όσοι προτιμούν ακούσματα ρέγκε , "παθαίνουν" και με τη σωστή κρητική μουσική!..
  Ο πρώτος δίσκος των Παπαδάκη και Γαλάνη εσημείωσε τον απίθανο και απρόσμενο για δίσκο 45 στροφών με κρητική μουσική, αριθμό πωλήσεων: 9.000 (εννέα χιλιάδες) αντίτυπα!.. Και σημειώστε: Χωρίς διαφήμιση βέβαια τότε!..
  Στον κόσμο της κρητικής μουσικής κυριαρχούσαν τότε οι γίγαντες, τα ιερά τέρατα Κουτσουρέληδες (Μανώλης, Γιώργης και Στέλιος), Τζιμάκης, Ναύτης, Μαύρος, Κουνέλης, Καστάνης, Πλακιανός κ.α., ο μέγας Χαρίλαος Πιπεράκης, από το Ξηροστέρνι, παρέμενε και εθριάμβευε στην Αμερική, όμως ο Μάρκος όχι μόνο δεν επέρασε σε δεύτερη θέση, αλλά διακρίθηκε, καταξιώθηκε και όσο κανείς άλλος αγαπήθηκε!
  Τίτλοι ασμάτων δισκογραφίας των Παπαδάκη και Γαλάνη: 1) Δεν βρέθηκε στο δρόμο μου, 2) Δόσε μου κι άλλη μαχαιριά (αυτά είναι τα δύο πρώτα χρονολογικά που τον καθιέρωσαν με τις απίστευτα υψηλές πωλήσεις), 3) Λίγη που είναι η ζωή, 4) Κάθε που πιάσεις το χορό (σε στίχους Ευαγγ. Ζαμπετουλάκη), 5) Μια μάγισσα ερώτησα, 6) Μοιάζω με βάρκα έρημη, 7) Συρτός Κεραμιανός, 8) Συρτός, 9) Ω ουρανέ πατέρα μου, 10) Από τον πόνο της καρδιάς, 11) Πότε θα μπω στη μαύρη γη, 12) Συρτός σελινιώτικος, 13) Το κρητικό ντιρλαντά, 14) Κρήτη νησί της ανθρωπιάς. Αυτά περιλαμβάνονται και στο CD, με στίχους του Δ. Βαρδουλάκη, τα δύο τελευταία και με τον Βαγγέλη Κουρή στο λαούτο. Τα δύο της συνεργασίας με τον Γαλάνη που δεν περιλαμβάνονται θα εκδοθούν αργότερα. Το CD τιτλοφορείται "Μάρκος Παπαδάκης - Αξέχαστες επιτυχίες" και δεν είναι το μοναδικό του Μάρκου.
  Μιχάλης Κακογιάννης: "Τι σχέση έχει με τον Μάρκο," θ΄ απορήσετε!.. Ναι!.. Του ανάθεσε ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο ενός βιολιστή κέντρου στην διεθνούς κυκλοφορίας ταινία του τον περίφημο "Ζορμπά" με πρωταγωνιστή τον Αντονυ Κουήν!.. Αν ξαναδείτε την ταινία να προσέξετε τον νεαρό τότε Μάρκο Παπαδάκη στον μικρό του ρόλο!..
  Πιέσεις και παρακλήσεις αντιμετωπίζει σήμερα ο Μάρκος πολλές για επανεμφάνιση! Βέβαια πάντα νοσταλγεί την περίοδο της συνεργασίας του με τον υπέροχο Γαλάνη και ίσως ενδώσει, αλλ΄ όπως δηλώνει, μόνο με συνεργασία σωστών συναδέλφων του!.. Δεν μένει παρά να του ευχηθούμε υγεία και μακροημέρευση!

Μανώλης Χανιώτης από την μηνιαία εφημερίδα των Χανίων "Μήνυμα"
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Γιάννης Κουρμουλάκης

ΚΑΝΤΑΝΟΣ (Χωριό) ΧΑΝΙΑ
1884 - 1959
Από τους ξενιτεμένους μουσικούς της Κρήτης ήταν ο Γιάννης Κουρμουλάκης. Καταγόταν από την Κάνδανο και σε ηλικία είκοσι ετών πρωτόπιασε μια παλιά λύρα στα χέρια του. Στα εικοσιπέντε του έφυγε στον Καναδά όπου και εκεί ασχολήθηκε με την κατασκευή ξύλινων γλυπτών και παράλληλα έπαιζε στα νοσταλγικά γλέντια των ομογενών. Στο λαγούτο μόνιμος συνεργάτης του άλλος ένας ξενιτεμένος, ο Γιώργης Χαρχαλάκης από το Βουλγάρω Κισσάμου. Εκεί έκανε οικογένεια, αλλά ζούσε πάντα με τον πόθο της επιστροφής στο αγαπημένο του νησί. Πέθανε με αυτόν το καϋμό το 1959 στο Μόντρεαλ.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της cretan-music.gr


Φαντάκης Μανώλης (Φαντομανώλης)

ΚΑΤΖΙΑΝΑ (Οικισμός) ΒΟΥΚΟΛΙΕΣ
1877 - 1941
  Ο Μανώλης Φαντάκης (Φαντομανώλης) γεννήθηκε το 1877 στα Κοτσιανά Κισσάμου του νομού Χανίων. Η καταγωγή της οικογενείας του ήταν από τους Κομιτάδες Σφακίων. Από μικρός έδειξε την κλίση του στη μουσική και σε νεαρή ηλικία τον βρίσκουμε να μαθητεύει δίπλα στον κοντοχωριανό του βιολάτορα Ανδρέα Μαριάνο, πατέρα του μεγάλου Γιώργη Μαριάνου. Βέβαια ο μαθητής ξεπέρασε στην τέχνη τον δάσκαλο. Έπαιζε σχεδόν στα πατήματα του Γιώργη Μαριάνου, με ρυθμό και σταθερότητα, λέγεται δέ πώς ήταν καλλίφωνος.Προτιμούσε τα παλιά κισσαμίτικα συρτά και τα απέδιδε πάνω στο βιολί του με μοναδική δεξιοτεχνία. Συνεργάστηκε με μεγάλους λαγουτιέρηδες της εποχής του όπως ο Ανδρέας Κουτσουρέλης, ο Μπερτομανώλης, ο Βαρδής Γιωργακάκης κ.α. Θεωρείται δε από τους πλέον εμφανίσημους μουσικούς της εποχής του, πάντα με γυαλισμένα στιβάνια, τσόχινη φορεσιά, ασημομάχαιρο και καδένα. Με το βιολί του γύρισε όλο τον νομό Χανίων και ακούγεται ότι η φήμη του ξεπέρασε τα όρια του νομού, όπου λέγεται ότι έπαιξε ακόμα και σε άλλους νομούς, πράγμα δύσκολο και σπάνιο για ένα καλλιτέχνη εκείνης της εποχής.Εκτός όμως από τη δεξιοτεχνία του πάνω στο βιολί, ο Μανώλης Φαντάκης έχει να επιδείξει και ένα άριστο συνθετικό έργο. Του αποδίδονται λοιπόν οι εξής σκοποί: 1. Κοτσιανός συρτός το 1912, 2. Συνέχεια Κοτσιανού το 1918, 3. Τοπολιανός συρτός το 1922, 4. Αρμενοχωριανός του Φαντή το 1925. Οι μελωδίες αυτές του Φαντομανώλη διακρίνονται από την λεπτομέρεια και την πλουσιότητα των γυρισμάτων, παίζονται ακόμα και σήμερα και ιδιαίτερα ο Κοτσιανός συρτός και ο Τοπολιανός και μάλιστα με μεγάλη συχνότητα και έχουν ηογραφηθεί κατά καιρούς απο πολλούς καλλιτέχνες, ελάχιστοι όμως είναι αυτοί που τους έχουν αποδώσει σωστά τόσο την μελωδία τους, όσο και την πατρότητά τους. Ο Μανώλης Φαντάκης πέθανε το 1941. Μαρτυρικό πραγματικά το τέλος του, οι Γερμανοί κατακτητές ξέσπασαν πάνω του, όπως και σε κάθε γερο βρακοφόρο εκείνη την μαύρη περίοδο. Έξω από τον Κλάδισσό ποταμό στα Χανιά καθώς βάδιζε, ένα γερμανικό τζίπ τον παρέσυρε και τον σκότωσε. Αδικο τέλος για μια μεγάλη φυσιογνωμία του κρητικού μουσικού στερεώματος.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Φαντάκης Νικολής (Ζερβός)

1899 - 1964
  Σε μια φιλική γιορτή το 1998 άκουσα τον Μιχάλη Κουνέλη να παίζει έναν σκοπό σαν «ακολουθία» μετά τον Καλλεργιανό συρτό του Καραγκιουλέ. Έναν σκοπό που τον είχα ακούσει πολλές φορές από τον ίδιο αλλά και από άλλους βιολάτορες. Ο Μιχάλης Κουνέλης μου είπε «αυτός είναι ο σερτός του Ζερβού». Μου μίλησε και για τον Ζερβό, τον είχε προλάβει στα καλά του. Αλλά και ο Κωστής Παπαδάκης που τον θυμόταν μου είχε πεί για την αξία του. Νικολής Φαντάκης ή Ζερβός. Γεννημένος το 1899 στα Κοτσιανά Κισσάμου. Τα ακούσματά του ήταν πλούσια. Μεγάλωσε με τους ήχους του Νικολή Χάρχαλη, του Φαντομανώλη που ήταν συγχωριανοί και ακροσυγγενείς και βέβαια με του Ανδρέα Μαριάνου. Καταγόταν από τα Σφακιά όπως όλοι οι Φαντάκηδες που κατοικούν σήμερα στα Κοτσιανά και στον Δραπανιά. Έπαιζε με το αριστερό χέρι αλλά και με το δεξί χωρίς να αλλάζει την διάταξη των χορδών. Τέχνη σίγουρα. Την ώρα που έπαιζε κοιτούσε τα πόδια των χορευτών χωρίς να του ξεφεύγει ούτε ένα μέτρο. Πλουσιότατο ρεπερτόριο από συρτά. Τα απέδιδε με μοναδική δεξιοτεχνία και γνησιότητα, ατόφιο κισσαμίτικο παίξιμο. Ο Μιχάλης Κουνέλης μου είπε χαρακτηριστικά ότι του άρεσε να παίζει σταυροπόδι ώρες ολόκληρες. Μερακλής, ντυμένος στα γλέντια πάντα με κρητική φορεσιά. Ο Κωστής Παπαδάκης ή Ναύτης μου μίλησε για την συνθετική του δραστηριότητα. Συρτός του Ζερβού, Βουλγαριανός, Καμάρι συρτός, Συντέκνισσα συρτός. Αξιόλογες και όμορφες πραγματικά μελωδίες. Ο Βουλγαριανός συρτός αποτέλεσε την τελευταία ενότητα στις ηχογραφημένες σειρές του μεγάλου Ροδινού.
  Ο Νικολής Φαντάκης έπαιξε σε πολλά γλέντια και αγαπήθηκε από τον κόσμο. Πέθανε το 1964.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Μανώλης Καρεφυλλάκης

ΚΙΣΣΑΜΟΣ (Επαρχία) ΧΑΝΙΑ
1910
  O Μανώλης Καρεφυλλάκης γεννήθηκε στα Μεσόγεια Κισσάμου το 1910. Οι ευκαιρίες για μια επαφή με τις ζυγιές της εποχής, αποτελούν ξεχωριστό γεγονός για το μικρό Μανώλη, επιπλέον ένα «ειδικό σεμινάριο».
  Σε ηλικία 9-10 χρονών αναγνωρίζεται "επισήμως" οργανοπαίκτης, όταν για πρώτη φορά παίζει για πρώτη φορά παίζει με τη βοήθεια ενός "χοχλιού" στη σχολική εορτή, συρτό, καλαματιανό, πεντοζάλη.
  Στη συνέχεια με εφόδια το μεράκι και το πηγαίο ταλέντο του, μαθήτευσε στους οργανοπαίκτες της νέας γενιάς, αφομοιώνοντας τις μουσικές πληροφορίες και ιδιαιτερότητες - αποσπάσματα μακράς βιωματικής διεργασίας - που συνθέτουν τη μουσική της δυτικής Κρήτης και ιδιαίτερα το συρτό.
  Γρήγορα γίνεται γνωστός στην περιοχή οπότε αρχίζει η συμμετοχή του στα γλέντια, γάμους, κ.τ.λ. σε ολόκληρο το νομό, παίζοντας δίπλα σε αξιόλογους βιολιστές όπως ο Λυραντώνης, ο Μαν. Μυλωνάκης, ο Φοβογιώργης, ο Μαύρος, ο Μαριάνος, ο Χάρχαλης, αλλά και με νεότερους όπως ο Δημ. Χριστοφοράκης, ο Κουνέλης, ο Ναύτης, κ.λπ.
  Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους τραγουδιστές, οι οποίοι γνώριζαν σε βάθος και μπορούσαν να αποδώσουν τις μελωδίες των συρτών με τον παλιό αυθεντικό τρόπο. "Το τραγούδι του εμύριζε Κίσσαμο...αφτιασίδωτο, χωρίς προσποιήσεις, έμοιαζε να σου κουβεντιάζει". Η κατάθεση της συνεισφοράς του δεν περιορίζεται σε μια προσωπική εκδοχή, αλλά κυρίως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του είδους που υπηρετεί. Το τοπικό ιδίωμα γεννά τον τοπικό αοιδό. Ερμηνευτής υψίφωνος όπως οι περισσότεροι της εποχής του, γνωρίζοντας την τέχνη του αυτοσχεδιασμού, κεντούσε πάνω στο απλό, αναδεικνύοντας τη μελωδία δια μέσου του "κώδικα" των συρτών με έκφραση πηγαία, πάθος και αρχοντιά.
"Δυό πράγματα ήταν ο Καρεφυλλομανώλης: Δουλευταράς και μερακλής...Δεν τον έφτασες εσύ στα καλά του. Ότι ήθελε την έκανε τη φωνή του και όπου ήθελε έβγαινε...." Στο παίξιμο, κρατόντας τον παλιό τρόπο, "κοσκινίζει" το λαγούτο δίνοντας μια συνεχή ρυθμική ροή στην ανάπτυξη της μελωδίας, ενώ παράλληλα παρακολουθώντας την εξέλιξη του οργάνου στην εποχή του, σολάρει απλά, σταθερά και με ιδιότυπο χρώμα...

από το cd "Καρεφυλλομανώλης ο Αοιδός", κείμενα Χαράλαμπου Ανουσάκη
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ