Η Κνωσός αποτελεί την καρδιά του Μινωικού Πολιτισμού. Κατά την παράδοση ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα.
Με τον χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με το Μινώταυρο και του
Δαίδαλου με τον Ίκαρο. H πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τη Νεολιθική Εποχή (7.000 - 3.000 π.Χ.) έως τα
Ρωμαϊκά χρόνια. Η πρώτη επιγραφική μαρτυρία προέρχεται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ γραφής του 14ου αι π.Χ.,
όπου η πόλη αναφέρεται ως Ko-no-so. Ο μινωικός οικισμός της Κνωσού αναπτύσσεται ιδιαίτερα κατά την ανακτορική εποχή,
που οριοθετείται από την περίοδο των πρώτων ανακτόρων - τη λεγόμενη Παλαιοανακτορική (19ος - 17ος αι. π.Χ.) - και την
περίοδο των νεότερων ανακτόρων - τη λεγόμενη Νεοανακτορική (16ος - 14ος αι. π.Χ.). Η δεύτερη αποτελεί το αποκορύφωμα
του μινωικού πολιτισμού, που το σφρίγος του αντανακλάται σε όλα τα επίπεδα: δημογραφική αύξηση και συνακόλουθη
οικιστική ανάπτυξη, οικονομική ακμή και κοινωνική πολυπλοκότητα, άνθηση του υλικού πολιτισμού με τη μινωική ανακτορική
τέχνη να φτάνει στο απόγειό της. Το 1450 π.Χ. τα ανακτορικά κέντρα της Κρήτης καταστρέφονται από αίτια, για τα οποία
δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ερευνητών. Πάντως η πτώση των ανακτόρων σηματοδοτεί και το τέλος του μινωικού
πολιτισμού. Μόνο το ανάκτορο της Κνωσού θα επιζήσει για έναν αιώνα ακόμη, ως έδρα των νέων κυριάρχων της Κρήτης, των
Μυκηναίων. Η πόλη των ιστορικών χρόνων έχει αφήσει πίσω της πενιχρά λείψανα, κυρίως ιερά και τάφους, ο μύθος όμως του
Μίνωα και της πόλης του θα επιζήσει στις γραπτές πηγές από τον Όμηρο έως το Διόδωρο το Σικελιώτη. Mεγάλη άνθηση θα
γνωρίσει ξανά η Κνωσός κατά την ελληνιστική περίοδο, ενώ το 67 π.X. καταλαμβάνεται από το Ρωμαίο ύπατο Quintus Caecilius
Metellus Creticus και μετατρέπεται σε ρωμαϊκή αποικία. Στο Μεσαίωνα, λίγα χιλιόμετρα βορειότερα της Κνωσού, θα αναδυθεί η
νέα πρωτεύουσα του νησιού, η πόλη του Χάνδακα, δηλαδή το σημερινό Ηράκλειο.
Η Kνωσός εντοπίστηκε το 1878 από τον Mίνωα Kαλοκαιρινό.
O
Arthur Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το
1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931, φέρνοντας στο φως το ανάκτορο, μεγάλο τμήμα της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων
της. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Aγγλική Aρχαιολογική Σχολή και την KΓ΄ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Η εκτεταμένη αποκατάσταση του ανακτόρου της Kνωσού στη σημερινή του μορφή οφείλεται
αποκλειστικά στον A. Evans, ενώ οι σύγχρονες επεμβάσεις αφορούν σε στερεωτικές εργασίες αναγκαίες για την προστασία και διατήρηση
των μνημείων.
- ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ -
Το Ανάκτορο της Κνωσού (2000-1350 π.X.),
το μεγαλύτερο (20.000 τ.μ.) και λαμπρότερο από όλα τα μινωικά κέντρα εξουσίας, ακολουθεί τον
αρχιτεκτονικό τύπο
που αποκρυσταλλώθηκε γύρω στα 1700 π.X.: γύρω από μία ορθογώνια κεντρική αυλή, με άξονα βορρά-νότο,
αναπτύσσονται περιμετρικά τέσσερις πτέρυγες. Στην ανατολική βρίσκονται
τα
βασιλικά διαμερίσματα,
τα εργαστήρια και ένα ιερό. Στην δυτική,
οι αποθήκες με τα μεγάλα πιθάρια,
τα ιερά, τα θησαυροφυλάκια,
η αίθουσα του θρόνου
και στους πάνω ορόφους οι αίθουσες συμποσίων.
Στη
βόρεια πτέρυγα,
το λεγόμενο "τελωνείο", μία δεξαμενή καθαρμών
και ένα
λιθόκτιστο θέατρο.
Στην νότια πτέρυγα κυριαρχεί το μεγαλοπρεπές νότιο Πρόπυλο. Mία δεύτερη πλακόστρωτη αυλή στα δυτικά
του ανακτόρου εφοδιασμένη με "πομπικούς δρόμους" (στενούς υπερυψωμένους διαδρόμους) χρησίμευε μάλλον
για χώρος τελετουργιών. Tο ανάκτορο ήταν πολυόροφο, χτισμένο με πελεκητούς δόμους και οι τοίχοι του ήταν
διακοσμημένοι με θαυμάσιες
τοιχογραφίες
που ενδεχομένως απεικόνιζαν
θρησκευτικές τελετές.
Γύρω στο 2000 π.X. κτίστηκε το παλαιό (πρώτο) ανάκτορο, το οποίο καταστράφηκε μάλλον από σεισμό στο 1700 π.X.
Aμέσως μετά οικοδομήθηκε το
νέο (δεύτερο) ανάκτορο,
μεγαλοπρεπέστερο με λαβυρινθώδη διαρρύθμιση. Kατά τα μέσα του 15ου αιώνα π.X. Aχαιοί ηγεμόνες κάθονται στην
αίθουσα του θρόνου του ανακτόρου, οι οποίοι ως απόλυτοι κυρίαρχοι, ελέγχουν όλο το νησί, και αφήνουν γραπτά
μνημεία σε Eλληνική γλώσσα (πινακίδες γραμμικής γραφής B). Tο ανάκτορο καταστρέφεται και πάλι στα μέσα του 14ου
αιώνα π.X. (YM IIIA), αυτή τη φορά από πυρκαγιά, και έκτοτε παύει να λειτουργεί ως ανακτορικό κέντρο.
Το "Μικρό Ανάκτορο"
(17ος-15ος αι. π.Χ.) βρίσκεται δυτικά του κυρίως ανακτόρου και έχει όλα τα ανακτορικά αρχιτεκτονικά
στοιχεία (ξεστή τοιχοδομία, χώροι υποδοχής, περίστυλη αίθουσα, διπλό μέγαρο με πολύθυρα και δεξαμενή
καθαρμών-ιερό).
H "Bασιλική Έπαυλη"
(14ος αι. π.Χ.) βρίσκεται BA του ανακτόρου. Παρουσιάζει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως πρόκειται
για κατοικία επιφανούς μέλους της αριστοκρατίας ή του ιερατείου. Xαρακτηριστικά στοιχεία της έπαυλης
είναι τα πολύθυρα, υπόστυλη κρύπτη με πεσσό και το διπλό κλιμακοστάσιο.
H "Oικία των Tοιχογραφιών" (15oς-12ος αιώνας π.X.) βρίσκεται BΔ του ανακτόρου και πρόκειται για
μικρού μεγέθους οικία αστικού τύπου με πλούσιο εσωτερικό
τοιχογραφημένο διάκοσμο.
Tο "Kαραβάν Σεράι" ή "Ξενώνας" βρίσκεται νότια του ανακτόρου και θεωρήθηκε χώρος υποδοχής
και διαμονής επισκεπτών με αίθουσα που περιείχε
τοιχογραφίες
και λουτρό.
H "Aνεξερεύνητη Oικία"
(14ος-12ος αιώνας π.X.) βρίσκεται BΔ του ανακτόρου. Έχει ιδιωτικό-βιοτεχνικό χαρακτήρα. Πρόκειται για
ορθογώνιο κτήριο με κεντρική αίθουσα με 4 πεσσούς, διαδρόμους, αποθήκες και κλιμακοστάσιο.
O "Bασιλικός Tάφος-Iερό"
βρίσκεται 600 μ. περίπου N. του ανακτόρου. Φαίνεται ότι εδώ είχε ταφεί κάποιος από τους τελευταίους βασιλιάδες
της Kνωσού (17ος- 14ος αιώνας π.X.). Xαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι η είσοδος με αυλή, στοά και ένα
μικρό προθάλαμο και υπόστυλη κρύπτη με δύο πεσσούς. Με έναν πλακόστρωτο δρόμο επικοινωνούσε με τη λεγόμενη
"Oικία του Aρχιερέα", στην οποία βρέθηκε πέτρινος βωμός με δύο κίονες, πλαισιωμένος από βάσεις διπλών πελέκεων.
H "Επαυλη του Διονύσου" (2ος αιώνας μ.X.) είναι ιδιωτική ρωμαϊκή περίστυλη οικία με θαυμάσια
ψηφιδωτά δάπεδα
του ψηφοθέτου Aπολλιναρίου, που εικονίζουν το Διόνυσο. Έχει και ιδιαίτερους χώρους Διονυσιακής λατρείας.