Η αρχαία Αμφίπολη ιδρύθηκε ως αποικία των Αθηναίων το 438/7 π.Χ., σε μια θέση στρατηγικής σημασίας, κοντά στις
εύφορες εκβολές του ποταμού
Στρυμόνα και στα χρυσοφόρα κοιτάσματα του όρους
Παγγαίου. Η περιοχή γύρω από τον ποταμό είχε κατοικηθεί ήδη από τη Νεολιθική εποχή, ενώ από τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα, με την ίδρυση των ιωνικών αποικιών, η μακεδονική ενδοχώρα έρχεται σε στενότερη επαφή με το νοτιοελλαδικό και μικρασιατικό ελληνισμό και δέχεται την πολιτιστική του επίδραση, γεγονός που αποτυπώνεται και στο αρχαιολογικό υλικό της περιόδου.
Οι Αθηναίοι πρωτοεμφανίζονται το 476 π.Χ. στην
Ηιόνα
και δημιουργούν μια βραχύχρονη εγκατάσταση στο πόλισμα Εννέα Οδοί, που γρήγορα αφανίστηκε. Θα επανέλθουν, όμως, στα χρόνια του Περικλή, οπότε και ο Αθηναίος στρατηγός Άγνωνας ίδρυσε την Αμφίπολη. Επρόκειτο για μια μεγάλη επιτυχία των Αθηναίων, των οποίων μόνιμος στόχος ήταν η εξασφάλιση του ελέγχου της πλούσιας ενδοχώρας του Στρυμόνα και των μεταλλείων του Παγγαίου. Η επιτυχία τους ωστόσο υπήρξε και πάλι βραχύχρονη, αφού στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του Πελοποννησιακού Πολέμου (422 π.Χ.) η Αμφίπολη αποσκίρτησε από τη μητρόπολη Αθήνα και παρέμεινε αυτόνομη πόλη ως την ένταξή της στο βασίλειο της Μακεδονίας από τον Φίλιππο Β΄ (357 π.Χ.).
Στην εποχή των Μακεδόνων η Αμφίπολη αναδείχτηκε σε ισχυρή πόλη με εσωτερική αυτονομία και με σημαντική οικονομική και πολιτιστική άνθιση. Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει μεγάλο μέρος από τα τείχη, τα ιερά, τα ιδιωτικά και
δημόσια κτήρια της πόλης. Στο
βόρειο σκέλος
του
τείχους αποκαλύφθηκε η μεγαλύτερη και πιο οχυρή πύλη της πόλης (πύλη Γ), στην οποίαν κατέληγε η κατασκευασμένη από ξύλινους πασσάλους
γέφυρα του Στρυμόνα.
Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.), η Αμφίπολη ορίζεται πρωτεύουσα της Πρώτης Μερίδος της Μακεδονίας. Η Ρωμαϊκή Εποχή είναι για την Αμφίπολη περίοδος ακμής μέσα στο πλαίσιο της κοσμοκρατορίας
των Ρωμαίων. Σταθμός της Εγνατίας Οδού και πρωτεύουσα μιας πλούσιας ενδοχώρας, η πόλη διατηρεί την οικονομική και πολιτιστική της αίγλη, παρά τις καταστροφές και λεηλασίες που θα υποστεί κατά καιρούς. Με την υποστήριξη και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ιδιαίτερα του Αυγούστου και του Αδριανού, παραμένει ένα από τα σημαντικά αστικά κέντρα της Μακεδονίας ως την ύστερη αρχαιότητα.
Η ακμή της πόλης αντικατοπτρίζεται στα μνημειακά κτήρια με τα
ψηφιδωτά δάπεδα
και τις
τοιχογραφίες,
αλλά και στα ευρήματα που οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως.
Ιερά
Ξεχωριστή θέση μέσα στην πόλη κατείχαν ιερά αφιερωμένα σε τοπικές θεότητες και δαίμονες, όπως ήταν η μούσα Κλειώ, ο Ρήσσος ήρωας ιππέας, η Νύμφη, ο ποταμός Στρυμόνας και προπαντός η 'Αρτεμη Ταυροπόλος. Σημαντικές ωστόσο πληροφορίες δίνουν τα ευρήματα και για την λατρεία των Ολύμπιων Θεών, όπως του Πυθίου Απόλλωνα, της Άρτεμης, της Αφροδίτης, καθώς και του Ηρακλή, των Διοσκούρων, του Ασκληπιού. Επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής της πόλης αποτελούσε η λατρεία της Άρτεμης Ταυροπόλου, ενώ στα Ελληνιστικά και στα Ρωμαϊκά χρόνια έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής η λατρεία των Αιγύπτιων θεών και των ανατολικών θεοτήτων Κυβέλης και Άττη. Μπροστά στο βόρειο τείχος της πόλης έχει ανασκαφεί μικρό διμερές ιερό γυναικείας θεότητας, θεσμοφόριο ή νυμφαίο. Στο μεγαλύτερο χώρο του βρέθηκε ένα φρεάτιο που περιείχε γυναικεία ειδώλια και ένας
αποθέτης με πολλά αγγεία, τοποθετημένα με τάξη κοντά στους τοίχους. Μερικά από τα ευρήματα αυτά χρονολογούνται στον 5ο αιώνα π.Χ.
Δημόσια και ιδιωτική ζωή
Η οικονομία της Αμφίπολης στηριζόταν στον γεωργικό πληθυσμό που καλλιεργούσε τον
εύκαρπον αυλώνα του Στρυμόνος.
Μεγάλος όμως ήταν και ο αριθμός των εμπόρων, των βιοτεχνών, των τεχνιτών και των δούλων. Η οικονομική άνθιση της πόλης αντικατοπτρίζεται στις πλούσιες σειρές των νομισμάτων που έκοψε η πόλη στην περίοδο της αυτονομίας της, μάλιστα στα χρόνια των Μακεδόνων ήταν η έδρα του βασιλικού νομισματοκοπείου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μας πληροφορούν για την διοικητική οργάνωση της
πόλης, η οποία με θεσμούς και ειδικούς άρχοντες ασκεί τον έλεγχο του εμπορίου και προστατεύει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών της.
Από τα σημαντικότερα κτήρια που έχουν έρθει στο φως είναι το
Γυμνάσιο,
όπου εκπαιδεύονταν και ασκούνταν οι νέοι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χαραγμένος σε μαρμάρινη στήλη
Εφηβαρχικός Νόμος.
Κοντά στο Γυμνάσιο εντοπίζεται και το θέατρο της Αμφίπολης. Η ευμάρεια της πόλης υποστηρίζεται από την παραγωγή των τοπικών εργαστηρίων,
αγγείων, έργων κοροπλαστικής, γλυπτικής και μικροτεχνίας. Η τοπική καλλιτεχνική παραγωγή διαμορφώνεται κάτω από τις επιδράσεις της αττικής
και της ιωνικής τέχνης του Βόρειου Αιγαίου πριν ενταχθεί στην ελληνιστική κοινή των Μακεδόνων. Ευρήματα από τα
τοιχογραφημένα σπίτια,
τα ιερά και τους τάφους συμπληρώνουν την ιστορική εικόνα, δίνοντας σημαντικές πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλης.
Νεκροταφεία
Οι νεκροί θάβονταν έξω από τα τείχη της πόλης σε τάφους διαφόρων κατηγοριών ανάλογων με την κοινωνική και οικονομική τους
κατάσταση. Οι μνημειακοί τάφοι του μακεδονικού τύπου ανήκαν προφανώς σε άρχοντες της πόλης. Τα κτερίσματα των τάφων, αγγεία, ειδώλια,
όπλα, κοσμήματα μαρτυρούν τον πλούτο των κατοίκων και την άνθιση της τέχνης στην αρχαία Αμφίπολη. Επιτάφιο μνημείο είναι και ο περίφημος
λέων της Αμφίπολης,
που χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ. και αποδίδεται στον Λαομέδοντα, ναύαρχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΜΦΙΠΟΛΗ
Η
χριστιανική Αμφίπολη
καταλαμβάνει το χώρο της αρχαίας ακρόπολης. Με το τέλος του αρχαίου κόσμου, η μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην
Κωνσταντινούπολη και η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του, ευνόησαν μια νέα περίοδο άνθισης της Αμφίπολης ως χριστιανικού προσκυνήματος. Στα μέσα του 1ου αι μ.Χ πέρασε από την πόλη ο Απόστολος Παύλος κατά την πορεία του από τους
Φιλίππους στη
Θεσσαλονίκη.
Κατά τον 6ο μεταχριστιανικό αιώνα στη θέση των ειδωλολατρικών ιερών της αρχαίας ακρόπολης, υψώνονταν πλέον οι μνημειακοί ναοί της νέας θρησκείας. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τέσσερις τρίκλιτες βασιλικές του 5ου και 6ου αι. μ.Χ. με θαυμάσια
ψηφιδωτά δάπεδα.
Το εντυπωσιακότερο βυζαντινό μνημείο του χώρου είναι ο
περίκεντρος εξαγωνικός ναός
του 6ου αι., ένας από τους λίγους παλαιοχριστιανικούς περίκεντρους ναούς στον ελλαδικό χώρο. Την ακμή της πόλης στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους βεβαιώνουν και άλλα ευρήματα, όπως επιγραφές, ανάγλυφα, επιτύμβιες στήλες,
αγγεία, νομίσματα και έργα μικροτεχνίας.
Παρά τη συρρίκνωσή της σε σχέση με την αρχαία πόλη, η Αμφίπολη των παλαιοχριστιανικών χρόνων θα πρέπει να εκτεινόταν και εκτός των οχυρωματικών της τειχών. Ο λοιμός, όμως, του 6ου αιώνα και οι μετακινήσεις Σλαβικών
πληθυσμών στην συνέχεια οδήγησαν στη σταδιακή υποβάθμιση της πόλης και τελικά επέφεραν την διάλυσή της ως αστικού κέντρου. Μετά τον 9ο αιώνα, ο οικιστικός πυρήνας μετατοπίσθηκε στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου αναπτύχθηκε
μια πόλη-λιμάνι, γνωστή με το όνομα Χρυσούπολις και με διάρκεια ζωής ως τον 16ο αιώνα. Στην περιοχή του Δέλτα του Στρυμόνα ανεγείρονται διάσπαρτα κτίσματα των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων, τα οποία σχετίζονται είτε
με μετόχια του
Αγίου Όρους
είτε με το λιμάνι της
Χρυσούπολης
και τους δρόμους που οδηγούσαν από τα παράλια στην ενδοχώρα. Πάνω στα ερείπια της ιστορικής Αμφίπολης δημιουργείται ένας μικρός οικισμός, το Μαρμάριον, ο οποίος
εξυπηρετούσε τις ανάγκες στάθμευσης των ταξιδιωτών, που διέβαιναν το Στρυμόνα από το πέρασμα που ήταν γνωστό ως
Πόρος του Μαρμαρίου. Η ζωή στο Μαρμάριο συνεχίστηκε στους μεταβυζαντινούς και πρώιμους οθωμανικούς
χρόνους.