Η Μονή Αρκαδίου
βρίσκεται σε υψόμετρο 500 μ. περίπου, στις βορειοδυτικές υπώρειες του Ψηλορείτη, 23 χμ νοτιοανατολικά του Ρεθύμνου. Αν και η παράδοση συσχέτιζε την ίδρυση της μονής με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αρκάδιο (5ος αι.), η έρευνα κατέδειξε ότι η ίδρυση και το όνομα της μονής θα πρέπει να οφείλονται σε κάποιον μοναχό Αρκάδιο.
Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία το Καθολικό
της Μονής κτίστηκε το 1587 αντικαθιστώντας παλαιότερη εκκλησία. Ο ναός που σώζεται σήμερα αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, απόρροια της Βενετοκρατίας στην Κρήτη. Το μοναστήρι αποτελείται από ένα συγκρότημα κτιρίων, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει το Καθολικό, ενώ τα κελλιά των μοναχών, οι βοηθητικοί και αποθηκευτικοί χώροι παρατάσσονται περιμετρικά μιας μεγάλης
κεντρικής αυλής.
Στα χρόνια της ακμής της η Μονή Αρκαδίου ήταν ένα από τα πλουσιότερα μοναστήρια της Κρήτης, σημαντικό κέντρο αντιγραφής χειρογράφων, αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα εργαστήρια εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής στον
ευρύτερο ελληνορθόδοξο χώρο.
Με την έκρηξη της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης του 1866, 943 Έλληνες - στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα - κατέφυγαν στη μονή που πολιορκήθηκε από τους Τούρκους. Στις 8 Νοεμβρίου ο Κωστής Γιαμπουδάκης ανατίναξε τη μονή βάζοντας φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της. Πολιορκητές και πολιορκημένοι θάφτηκαν στα συντρίμμια του μοναστηριού που έκτοτε καθιερώθηκε ως πανανθρώπινο σύμβολο ελευθερίας.
Στη Μονή λειτουργεί σήμερα μουσείο, όπου εκτίθενται τα εκκλησιαστικά και ιστορικά κειμήλια που διασώθηκαν της καταστροφής του 1866. Μεταξύ αυτών μεταβυζαντινές εικόνες, χειρόγραφα, χρυσοκέντητα άμφια, καθώς και το λάβαρο
και όπλα της εξέγερσης του 1866.