Οι Μυκήνες βρίσκονται πάνω σ΄ ένα χαμηλό ύψωμα που δέσποζε της
αργολικής πεδιάδας, κοντά στον οδικό άξονα που οδηγούσε από τον
Αργολικό κόλπο προς Βορρά (Κόρινθος, Αθήνα, κλπ.).
Ο λόφος κατοικήθηκε από την Νεολιθική εποχή αλλά κατά την Ύστερη Εποχή
του Χαλκού γνωρίζει μεγάλη ακμή (1350-1200 π.Χ.), παρέχοντας το όνομά του σ΄ έναν
πολιτισμό που επεκτάθηκε σ΄όλο τον ελληνικό χώρο.
Τρανά
κυκλώπεια τείχη
περιβάλλουν την
ακρόπολη
εκτός από την νότια πλευρά, όπου μία απότομη χαράδρα εξασφαλίζει φυσική άμυνα.
Τα τείχη οικοδομήθηκαν σε τρεις φάσεις (περ. 1350 π.Χ., 1250 π.Χ. και 1225 π.Χ.).
Η οχυρή
ακρόπολη
περιέλαβε τα
ανάκτορα,
πυρήνας των οποίων ήταν το λεγόμενο
μέγαρο, όπου βρισκόταν και
η "αίθουσα του θρόνου".
Εδώ δεσπόζει και η μνημειακή
"πύλη των Λεόντων",
ενώ στον προστατευτικό κλοιό των τειχών της Ακρόπολης συμπεριλήφθηκε και
ο
"Ταφικός Κύκλος Α" με τους βασιλικούς λακκοειδείς τάφους,
που μαζί με τον εκτός των τειχών
ταφικό κύκλο Β΄
και τους μνημειακούς
θολωτούς τάφους
απέδωσαν το
θησαυρό των ευρημάτων,
τα οποία εκτίθενται σήμερα στο
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
και στο τοπικό
Αρχαιολογικό Μουσείο των Μυκηνών.
Οι Μυκήνες κατοικήθηκαν ως το 468 π.Χ., οπότε καταλαμβάνονται από τους Αργείους και εκδιώκεται ο πληθυσμός τους.
Η ακρόπολη επανακατοικείται στον 3ο αιώνα π.Χ. για ένα διάστημα, όταν όμως το 2ο αι. μ.Χ. ο περιηγητής Παυσανίας
θα επισκεφτεί το χώρο, αυτός ήταν πλέον εγκαταλελειμμένος από πολύ πριν.
Το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ξεκίνησε τις ανασκαφές που τον οδήγησαν στην ανακάλυψη των "πολύχρυσων Μυκηνών" του Ομήρου.
Τη σκυτάλη παρέλαβε από το 1864 ως το 1902, ο πατέρας της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στην Ελλάδα, Χρήστος Τσούντας, που ερεύνησε τα
ερείπια των ανακτόρων, της υπόγειας κρήνης και πολλών θαλαμωτών τάφων. Η συστηματική διερεύνηση του χώρου συνεχίστηκε (1920-23, 1939, 1950-57)
από τον καθ. Alan Wace, έναν από τους σημαντικότερους μελετητές της μυκηναϊκής αρχαιολογίας. Στα 1952-55 οι ανασκαφές των καθ. Γ. Μυλωνά
και Ι. Παπαδημητρίου από την Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών θα φέρουν στο φως τον Ταφικό Κύκλο Β΄, καταδεικνύοντας με τον πλέον πειστικό τρόπο
ότι η γη των Μυκηνών δεν είχε εξαντλήσει ακόμη τα μυστικά της.