Το ιερό του Σουνίου
είναι ένα από τα σημαντικότερα ιερά της Αττικής. Σποραδικά ευρήματα των προϊστορικών χρόνων μαρτυρούν ανθρώπινη
εγκατάσταση στην περιοχή, αλλά δεν φαίνεται να σχετίζονται με την ύπαρξη κάποιας σημαντικής λατρείας. Για πρώτη
φορά το "Σούνιον Ιερόν" αναφέρεται στην Οδύσσεια, ως το σημείο όπου αποβιβάσθηκε ο Μενέλαος κατά το ταξίδι της
επιστροφής από την
Τροία για να θάψει τον πηδαλιούχο του πλοίου
του Φρόντη Ονητορίδη.
Τα ευρήματα αυξάνουν σημαντικά κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., μαρτυρώντας την ύπαρξη οργανωμένης λατρείας σε
δύο σημεία του ακρωτηρίου, ένα νοτιότερο - όπου το τέμενος του Ποσειδώνα- και ένα δεύτερο περί τα 500 μ. προς τα ΒΑ του
πρώτου, όπου το ιερό της Αθηνάς.
Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. στα δύο αυτά τεμένη γίνονται αξιόλογες αναθέσεις, αλλά η αρχιτεκτονική μορφή των χώρων
παραμένει απέριττη μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., οπότε οι Αθηναίοι ξεκινούν την κατασκευή ενός επιβλητικού πώρινου
ναού στο τέμενος του Ποσειδώνα. Το έργο, όμως, δεν ολοκληρώνεται αφού ναός και αναθήματα καταστρέφονται από τους Πέρσες
κατά την εισβολή του 480 π.Χ. Ο υπόλοιπος 5ος αιώνας π.Χ. υπήρξε για το Σούνιο -όπως και για ολόκληρη την Αττική- περίοδος ακμής,
οπότε ολοκληρώνεται ένα σημαντικό οικοδομικό πρόγραμμα και στα δύο ιερά. Προς το τέλος του αιώνα και κατά τη διάρκεια του
Πελοποννησιακού Πολέμου οι Αθηναίοι προχωρούν και στην οχύρωση της Σουνιακής άκρης. Από τον 1ο αιώνα π.Χ. τα ιερά φαίνεται
πως παρακμάζουν και όταν στα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα ο περιηγητής Παυσανίας περιπλέει τη χερσόνησο, αποδίδει εσφαλμένα τον
επιβλητικό ναό της άκρης στην Αθηνά, ένδειξη της παρακμής του χώρου.
Η θέση του ναού παρέμεινε γνωστή και τα μεταγενέστερα χρόνια, όπως μαρτυρούν οι αναφορές των νεώτερων περιηγητών,
που επισκέφθηκαν το χώρο πριν από την έναρξη των ανασκαφών, αλλά και τα
χαράγματα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει αυτό
του Λόρδου Βύρωνα. Οι ανασκαφές στο χώρο άρχισαν το 19ο αιώνα. Οι ανασκαφές των Dilettanti το 1825 και του Γερμανού αρχιτέκτονα
Doerpfeld το 1884 ήταν περιορισμένης έκτασης και έγιναν στο χώρο του ιερού του Ποσειδώνα. Η συστηματική έρευνα άρχισε από την
Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τη διεύθυνση του Β. Στάη και τη συνεργασία του αρχιτέκτονα Αν. Ορλάνδου και διήρκεσε από το 1897 έως το
1915. Από το 1994 νέες ανασκαφές διεξάγονται από την Αρχαιολογική Εταιρεία στο φρούριο.
Ναός του Ποσειδώνα
Ένας πρώτος επιβλητικός ναός άρχισε να ανοικοδομείται στο ίδιο σημείο με το σωζόμενο κλασικό, στα τέλη της αρχαϊκής εποχής.
Ήταν πώρινος, δωρικός με εξωτερική κιονοστοιχία 6 Χ 13 κιόνων και εσωτερική κιονοστοιχία για τη στήριξη της στέγης. Οι διαστάσεις του ήταν
ελαφρά μικρότερες του μεταγενέστερου κλασικού. Πριν ολοκληρωθεί η εργασία, ο ναός καταστράφηκε από τους Πέρσες. Ο νέος ναός - τα
κατάλοιπα του οποίου είναι σήμερα ορατά- ήταν και αυτός δωρικός με 6Χ13 κίονες, αλλά από μάρμαρο Αγριλέζας και χωρίς εσωτερική κιονοστοιχία.
Οι διαστάσεις του στυλοβάτη στην κρηπίδα ήταν 13,47 Χ 31,12 μ. Η ανοικοδόμησή του τοποθετείται στη δεκαετία του 450-440 π.Χ. και παλαιότεροι
μελετητές θεώρησαν ότι ήταν έργο του ίδιου αρχιτέκτονα, που κατασκεύασε το
ναό του Ηφαίστου ("Θησείο")
στην
Αγορά,
της
Νεμέσεως
στο
Ραμνούντα
και του Αρεως, ίσως στις Αχαρνές.
Ο ναός έφερε
γλυπτό διάκοσμο
από παριανό μάρμαρο ο οποίος, όμως, δεν διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση.
Η
ζωφόρος
της ανατολικής πλευράς απεικόνιζε κενταυρομαχία και το ανατολικό αέτωμα - από το οποίο σώζεται μόνο μία καθιστή γυναικεία
μορφή - πιστεύεται πως απεικόνιζε τη διαμάχη του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την κατοχή της Αττικής γης.
Σήμερα διατηρούνται οι δύο παραστάδες της ανατολικής πλευράς και αρκετοί από τους κίονες του ανατολικού τμήματος του ναού,
ενώ το δυτικό τμήμα έχει καταστραφεί μέχρι και τη θεμελίωση.
Φρούριο
Η Σουνιακή άκρη οχυρώθηκε το 412 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, για να ελέγχεται πιο
αποτελεσματικά η θαλάσσια μεταφορά των σιτοφόρων πλοίων προς την Αθήνα. Η χρήση διαφορετικών τεχνικών και υλικών
πιστεύεται ότι δηλώνει επισκευές και προσθήκες, που έγιναν κατά τη διάρκεια του Χρεμωνιδείου Πολέμου και μετά (266-229 π.Χ.).
Το ιερό του Ποσειδώνα καταλαμβάνει τη ΝΑ άκρη του φρουρίου. Η οχύρωση αρχίζει από τη ΒΑ γωνία του, εκτείνεται προς τα
βόρεια και στρέφεται προς τα δυτικά. Στη δυτική άκρη του βορείου σκέλους της οχύρωσης κατασκευάστηκαν επί της ακτής νεώσοικοι
για τη φύλαξη δύο πολεμικών πλοίων. Στο εσωτερικό του φρουρίου ήρθε στο φως τμήμα κεντρικής οδού, κατάλοιπα οικιών και δεξαμενές
για τη φύλαξη νερού.
Τέμενος Αθηνάς
Βρίσκεται στο λόφο περίπου 500 μ. προς τα ΒΑ του ιερού του Ποσειδώνα. Και εδώ ο χώρος ισοπεδώθηκε με την κατασκευή
ενός πώρινου πολυγωνικού περιβόλου, εντός του οποίου κατασκευάστηκαν ο ναός της Αθηνάς, ένας μικρότερος προς τα βόρεια και οι
βωμοί. Ενα βαθύ όρυγμα στα ΝΑ του τεμένους χρησιμοποιήθηκε ως αποθέτης για τα αρχαϊκά αναθήματα, που κατέστρεψαν οι Πέρσες.
Ο ελλειψοειδής περίβολος προς τα ΒΔ του τεμένους έχει ερμηνευτεί ως το "ηρώο του Φρόντη".
Από το
ναό της Αθηνάς διατηρείται μόνο η θεμελίωση του οικοδομήματος και του βάθρου του λατρευτικού αγάλματος.
Ο ορθογώνιος σηκός έφερε στο μέσο τέσσερις ιωνικούς κίονες για τη στήριξη της στέγης. Ιδιομορφία του ναού - την οποία αναφέρει και
ο Βιτρούβιος- ήταν η ύπαρξη εξωτερικής κιονοστοιχίας μόνο στην ανατολική και τη νότια πλευρά του ναού. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν
ότι ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδος ανοικοδομήθηκε μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ κατά άλλους ο σηκός ανήκε στα χρόνια πριν τα
Περσικά, επισκευάστηκε μετά τις καταστροφές των χρόνων αυτών και η κιονοστοιχία προστέθηκε περί τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.
Άλλη ιδιαιτερότητα του χώρου ήταν η τοποθέτηση του βωμού προς τα νότια του ναού.