Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα κι ενώ το Αγιώνυμον Ορος ταρασσόταν από
το ζήτημα των κολλυβάδων τρεις μοναχοί από τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου της
Μονής
Ιβήρων, ο γηραιός Αβέρκιος, ο νεώτερος Γερβάσιος από την Πελοπόννησο και ο
δόκιμος μοναχός Σεραπίων, κατέφυγαν στη Χίο, για να συναντήσουν τον επίσης από
το
Αγιον Ορος καταφυγόντα
εκεί Αρχιεπίσκοπον Κορίνθου Μακάριον Νοταρά.
Λίγες μόνο ημέρες έμειναν κοντά στον Μακάριο οι τρεις μοναχοί. Επειτα,
αφού περιόδευσαν πολλά μέρη της Αγιοτόκου νήσου, για να βρουν κατάλληλο τόπο,
ώστε να συνεχίσουν τη μοναστική τους ζωή, έφτασαν και στην πρώτη από τη Χώρα πολίχνη
των
Μαστιχοχωρίων. Η θέση
του ναϊσκου του Προφήτη Ηλία των
Αρμολίων,
όπου αρχικά φιλοξενήθηκαν, αποδείχθηκε ακατάλληλη για τους τρεις φιλέρημους μοναχούς,
οι οποίοι απoφάσισαν να αναζητήσουν καινούργιο πιο ήσυχο τόπο. Αφού επισκέφθηκαν
όλα τους γύρω από τα Αρμόλια ναίσκους, έφτασαν και στη θέση Κακονούργιακα προς
το βόρειο και ανατολικό μέρος του χωριού. Το σημείο αυτό θεώρησαν ότι ήταν ο ζητούμενος
τόπος, γι΄αυτό από τη χαρά τους ανεφώνησαν και οι τρεις μαζί: «Ιδού το βρετόν!».
Δηλαδή «βρήκαμε αυτό που ζητούμε». Στη θέση αυτή υπήρχε ναίσκος, αφιερωμένος στη
Υπεραγία Θεοτόκο, που ετιμάτο στις 8 Σεπτεμβρίου. Στο σημείο, όπου βρέθηκε η ιερή
εικόνα της Παναγίας ανάβλυζε Αγίασμα. Σε ένα κελλί εκεί κοντά εμόναζε ο Λεόντιος.
Οι τρεις Αγιορείτες μοναχοί, Αβέρκιος, Γερβάσιος και Σεραπίων έμειναν κοντά στον
Λεόντιο και εφησύχαζαν, δοξολογώντας τον Κύριον. Ο Λεόντιος μετά το τέλος της
έριδος των κολλυβάδων επέστρεψε στο Αγιον Ορος.
Με τη πάροδο του χρόνου το μικρό ησυχαστήριο των τριων μοναχών άρχισε
να παίρνει μορφή μοναστηρίου. Ο ενάρετος βίος των ευσεβών ασκητών προσέλκυε συνεχώς
κοντά τους νέους μοναχούς. Με την προσωπική εργασία των ασκητών και με τη συνδρομή
ευλαβών χριστιανών ο Ναός ανακαινίσθηκε, καλλωπίσθηκε και συμπληρώθηκε με σημαντικό
αριθμό κελλιών. Λειτούργησε ως ανδρώα Μονή με κοινοβιακό σύστημα κάτω από την
πνευματική καθοδήγηση του σεβασμίου Γέροντα Αβερκίου, και κατέστη σεβαστό μοναστήρι
υπό την επωνυμία Βρετού. Το πόσο διήρκεσε η Ηγουμενία του Γέροντα Αβερκίου δεν
είναι γνωστό. Ανεπαύθη σε βαθύ γήρας ειρηνικά στο κελλί του. Τον διεδέχθη επάξια
ο μοναχός Γερβάσιος, ο οποίος με τη σεμνή πολιτεία του και τις θεάρεστες αρετές
του επαύξησε τον σεβασμό και την υπόληψη της Μονής. Με την άοκνη εργασία, την
προσωπική και των μοναχών επέτυχε την ανακαίνιση και την επέκταση της Μονής και
την εκχέρσωση των ακαλλιέργητων γαιών. Εφρόντισε ακόμη να τις φυτεύσει με καρποφόρα
δένδρα, ενώ δεν παρέλειψε να καλλωπίσει τις γύρω από τη Μονή ανώμαλες και άγριες
περιοχές. O Hγούμενος Γερβάσιος ετελεύτησε πριν προλάβει να ξεκινήσει την οικοδόμηση
του νέου και μεγαλύτερου ναού, που εσχεδίαζε. Το έργο του ανέλαβε να συνεχίσει
ο από την Καλαμωτή Καπίτων ή Καπήτων, άνδρας σεβάσμιος, ενάρετος και ομότροπος
των προκατόχων του, ο οποίος με θαυμαστή δραστηριότητα ξεκίνησε την οικοδόμηση
του ναού. Για τον σκοπό αυτό εζήτησε τη συνδρομή και τη βοήθεια των κατοίκων των
Αρμολίων και άλλων γειτονικών χωριών, οι οποίοι με προθυμία, άοκνο ζήλο και θρησκευτική
αφοσίωση ανταποκρίθηκαν΄ και επέτυχαν να κτισθεί περικαλλής και ευμεγέθης Ναός
στο σημείο, όπου ήταν κτισμένος ο ναίσκος της Παναγίας.
Τα εγκαίνια του Ναού, που αφιερώθηκε στην Υπεραγία Θεοτόκο, ετέλεσε
με μεγαλοπρέπεια ο τότε Μητροπολίτης Χίου Διονύσιος στις 8 Σεπτεμβρίου του έτους
1815. Τόσο μάλιστα ο Μητροπολίτης εξεπλάγη από την αγιότητα των σεβασμίων μοναχών
και το πνευματικό έργο που επιτελείτο, ώστε εδώρησε στη Μονή όλα τα κανονικά του
δικαιώματα από τα εγκαίνια του Ναού και όρισε να τελούνται, σύμφωνα με την εκκλησιαστική
τάξη, με αγρυπνίες και μεγαλοπρέπεια, δύο εορτές ετησίως προς τιμή της Παναγίας,
μια την Παρασκευή της Διακαινησίμου Εβδομάδος, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής και μια
στις 8 Σεπτεμβρίου, εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου και συγχρόνως ημέρα των εγκαινίων
του Ναού. Επί των ημερών του Ηγουμένου Καπίτωνα η Μονή Βρετού έφτασε σε μεγάλη
ακμή, εγνώρισε αίγλη, πνευματική ακτινοβολία και τιμή από τους πιστούς που έφευγαν
πλήρεις ψυχικής αγαλλίασης. Με τη θεόφρονα καθοδήγηση του Ηγουμένου της και με
την μέχρι αυτοθυσίας προσφορά των μοναχών η Μονή επέτυχε τη στήριξη των χριστιανών
και την ανύψωση της θρησκευτικότητας και του εθνικού φρονήματος των κατοίκων της
περιοχής στα τυραννικά χρόνια της τουρκοκρατίας.
Κατά τη γενική συμφορά του 1822 η Μονή Βρετού υπέστη τα ίδια φρικτά
ανοσιουργήματα και κακουργήματα με την υπόλοιπη μαρτυρική Χίο. Οι θεοφιλώς ασκούμενοι
εκεί μοναχοί δέχθηκαν σαν άκακα πρόβατα τον δια πυρός και μαχαίρας θάνατον και
η Μονή κατάστράφηκε ολοσχερώς. Το φονικό γιαταγάνι της οργής των Τούρκων κατέσφαξε
τον Ηγούμενο Καπίτωνα και τους μοναχούς. Μόνον ο μοναχός Μεθόδιος κατάφερε να
ξεφύγει την οργή των μανιασμένων Τούρκων και να καταφύγει στο Αγιον Ορος, όπου
συνέχισε τον ασκητικό του βίο. Μετά από έξη χρόνια μοναστικής ζωής στο Αγιον Ορος,
το έτος 1828, επέστρεψε στη Μονή, την οποία βρήκε εντελώς κατεστραμένη. Μαζί με
τον υποτακτικό του, δόκιμο μοναχό Παγκράτιο Πουλαζέλη εγκαταστάθηκε στα ερείπια
της Μονής. Λίγο αργότερα ήλθε κοντά τους να εγκαταβιώσει ο επίσης από το Αγιον
Ορος μοναχός Γερβάσιος και κατόπιν τέταρτος, ο διάκονος Νεόφυτος Χατζής. Πολύ
σύντομα η κατεστραμμένη Μονή Βρετού με την εργατικότητα και τον μόχθο των δραστήριων
μοναχών πήρε άλλη όψη και μορφή. Λίγο λίγο η ζωή άρχισε να ξαναγυρίζει στους χώρους
που δεν ήταν πια ερείπια. Μοναχοί και ευλαβείς πολίτες της πολίχνης των Αρμολίων,
αλλά και των γύρω περιοχών εργάζονταν νυχθημερόν για την ανέγερση του Ναού, για
την επισκευή των κελλιών, για την καλλιέργεια των κτημάτων. Το έτος 1866 επί της
εποχής του ογδοηκονταετούς πλέον Μεθοδίου η Μονή Βρετού αυξήθηκε, ευημέρησε και
απέκτησε την προηγούμενη ανθηρή κατάσταση, αίγλη και ακμή. Σύμφωνα με «εμβατικιώδεις»
επιστολές άρχισαν και πάλι να τελούνται, όπως οι από της συστάσεως της Μονής δύο
Θεομητορικές εορτές με τις θεσπισμένες αγρυπνίες και τη συμμετοχή πλήθους ευσεβών
χριστιανών. Με την πάροδο του χρόνου όμως η Μονή Βρετού ελλείψει ηγουμένου, άρχισε
να παρακμάζει και τα εισοδήματα από τα κτήματά της να μην αποδίδονται σε αυτή.
Τελικά, σύμφωνα με τον νέον περί Μονών νόμον, η Μονή τέθηκε στη διοίκηση του Ηγουμενοσυμβουλίου
της
Νέας Μονής
και τα κτήματά της κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα. Κατά τα τελευταία χρόνια ο ιερομόναχος
Νικόδημος από τα
Θυμιανά εργάσθηκε
με ζήλο για την ανακαίνιση και λειτουργία της Μονής. Με τις ακάματες ενέργειές
του κατασκευάσθηκε καινούργιο καμπαναριό και με τις δωρεές των πιστών και τη βοήθεια
της κοινότητας Αρμολίων τσιμεντοστρώθηκε ο δρόμος που οδηγεί από το χωριό στη
Μονή.
Δεν είναι γνωστό κατά πόσο η σημερινή μορφή της Μονής πλησιάζει την
αρχική. Δεσπόζει πάντως του λόφου, επάνω στον οποίον είναι περίτεχνα κτισμένη
αρχιτεκτονικά συνδυάζει τον αυστηρό εκκλησιαστικό τύπο των Μονών του Αγίου Ορους
με τη χάρη της λαικής αρχιτεκτονικής του αρχιπελάγους. Ενα πανύψηλο κυπαρίσσι,
που συμπληρώνει στην εξώθυρα την ιεροπρέπεια του χώρου, υποδέχεται τον ευλαβικό
προσκυνητή. Η πρόσοψη της Μονής ακτινοβολεί τα ελληνικά χρώματα, το λευκό των
κτισμάτων και του περιτειχίσματος, με το αιγαιοπελαγίτικο μπλέ χρώμα στα παράθυρα.
Ο στενός διάδρομος μετά την εξώθυρα με τα θολωτά τόξα νησιώτικου τύπου και το
λίθινο δάπεδο, ενώ δεξιά και αριστερά υπάρχουν κτίσματα, οδηγούν στο εσωτερικό
της Μονής, προς την πύλη του Καθολικού.
Εις το υπέρθυρο της εισόδου του Ναού κτητορική επιγραφή μαρτυρεί ότι
ο Ναός επερατώθη επί Ηγουμενίας του Καπίτωνος εκ Καλαμωτής και υπό Μαστρο-Γιάννη
Πρασηνά αρχιτέκτονος. Ο πεντάτμητος Ναός με τη θολωτή στέγη είναι αφιερωμένος
στη Ζωοδόχο Πηγή και κτίσθηκε στο σημείο, όπου βρέθηκε η ιερή εικόνα της Παναγίας,
επάνω στα ερείπια παλαιάς εκκλησίας, αφιερωμενης στην Παναγία. Εντός του Ναού
φυλάσσεται η θαυματουργή επάργυρος εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, όπου μόνον τα ιερά
πρόσωπα της Παναγίας και του Θείου Βρέφους είναι ακάλυπτα. Αρκετά περίτεχνο το
Τέμπλο με χρονολογία 1744 θεωρείται το από τα ωραιότερα της νήσου, δεσπόζει επιβλητικά
του κυρίως Ναού, όπου είναι αγιογραφημένες οι εικόνες του Χριστού, της Παναγίας,
του Τιμίου Προδρόμου και η εικόνα του Γενεθλίου της Παναγίας δίπλα από την εικόνα
της Ζωοδόχου Πηγής. Η υπογραφή και στις δυο εικόνες της Παναγίας μαρτυρεί ότι
αμφότερες είναι έργα του ιδίου αγιογράφου, του Γεωργίου με χρονολογία ιστόρησής
τους το έτος 1817. Στην αριστερή πλευρά του Αγίου Βήματος και μέσα σε Λειψανοθήκη
φυλάσσονται τεμάχια από τα Ιερά Λείψανα της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Ελευθερίου,
του Αγίου Χαραλάμπους, της Αγίας Μαρίνης και του Αγίου Παντελεήμονος. Μερικά Λείψανα
των Αγίων μετέφεραν οι κτήτορες Πατέρες από το Αγιον Ορος. Αριστερά του Καθολικού
μικρή κλίμακα οδηγεί στον κάτω χώρο του Αγιάσματος. Εδώ βρίσκεται ανακαινισμένος
ο παλαιός ναίσκος της Παναγίας. Στο σημείο, όπου ευρέθη η Αγία Εικόνα αναβλύζει
αενάως Αγίασμα, το οποίο συλλέγουν δύο λίθινες λεκάνες, ευρισκόμενες η μια στην
είσοδο και η άλλη εντός του ναίσκου, όπου είναι εντοιχισμένη η ανευρεθείσα Εικόνα
της Παναγίας.
Η λειτουργικότητα της Μονής συμπληρώνεται από τα κελλιά των μοναχών,
το Ηγουμενείον, την Τράπεζα, το Μαγειρείον, τα κελλάρια, τα εργαστηρια, το Σκευοφυλάκιον
το Οστεοφυλάκιον, τους χώρους φιλοξενίας που είναι θερινοί και χειμερινοί, τους
αποθηκευτικούς χώρους και άλλα. Σήμερα με τις ευλογημένες προσπάθειες του Μητροπολίτου
Χίου Διονυσίου Δ΄ η Μονή Βρετού αγκαλιάζει στοργικά τα ευλαβικά τέκνα του Θεού
και προσφέρει απλόχερα το Θείο Ελεος του Υψίστου, τιμώντας την Κυρία Θεοτόκο με
μεγαλοπρέπεια και πάλι, όπως και την εποχή της ίδρυσής της, με τις δυο μεγάλες
εορτές, της Ζωοδόχου Πηγής και του Γενεθλίου της Θεοτόκου.
Ευχαριστούμε τη συγγραφέα Πόπη Χαλκιά-Στεφάνου