Το Πουρί βρίσκεται στη βορειονατολική πλευρά του Πηλίου, στο τέρμα
του αμαξωτού δρόμου και σε απόσταση 50χλμ από το
Βόλο.
Ο δρόμος περνάει πρώτα από τη
Ζαγορά,
συνεχίζει βόρεια και σε 6χλμ καταλήγει στο Πουρί. Είναι ασφαλτοστρωμένος και χαραγμένος
στη γραμμή του παλιού καλντιριμιού, που ένωνε τα δύο χωριά. Διέρχεται ανάμεσα
από κτήματα με μηλιές και από μέρη με άγρια βλάστηση. Στο μέσο της διαδρομής είναι
ο χείμαρρος "Καλοκαιρινός", ο οποίος στις δυνατές μπόρες κατεβάζει με
ορμή πολλά νερά, που στο παρελθόν αρκετές φορές έχουν παρασύρει το γεφύρι και
έχουν προξενήσει σοβαρές ζημιές.
Στα δυτικά του γεφυριού, στην τοποθεσία "Μεγαλοβράχος",
το νερό πέφτει με πάταγο από ύψος εκατό και πλέον μέτρων, σχηματίζοντας τους χειμερινούς
μήνες θεαματικό καταρράχτη, το μεγαλύτερο στο
Πήλιο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν στις αρχές Απριλίου του 1912 ήρθε ως εδώ έφιππος,
συνοδευόμενος απ’ το δήμαρχο Ζαγοράς Ιωάννη Κασσαβέτη και πολλούς επισήμους, γοητεύτηκε
πολύ από τη σπάνια ομορφιά του τοπίου και είπε αυτά τα λόγια: «Ουδέποτε εις την
ζωήν μου είδον ωραιοτέραν φύσιν».
Μπροστά από το Πουρί ο δρόμος διακλαδίζεται στα δύο. Η δεξιά διακλάδωση
οδηγεί στην κάτω συνοικία και στις δύο παραλίες του χωριού, την Ελίτσα και τον
Οβριό. Η αριστερή διακλάδωση
οδηγεί στο κέντρο του χωριού, όπου έχει διαμορφωθεί αρκετός χώρος για τη στάθμευση
των αυτοκινήτων.
Το χωριό είναι χτισμένο σε μια κατωφέρεια, που κοιτάζει προς την ανατολή
και έχει απέραντη θέα προς το Αιγαίο πέλαγος. Έχει μακρόστενο σχήμα, με το μεγάλο
άξονα στην κατεύθυνση ανατολής - δύσης. Το μέσο υψόμετρο είναι 450μ αλλά τα κάτω
σπίτια με τα επάνω παρουσιάζουν υψομετρική διαφορά γύρω στα εκατόν πενήντα μέτρα,
γι’ αυτό κανένα σπίτι δεν εμποδίζει τη θέα του άλλου προς το λεβάντη.
Τα περισσότερα σπίτια είναι πέτρινα, σκεπασμένα με πλάκες ή κεραμίδια.
Στην πλειονότητάς τους είναι διώροφα. Αρκετά καινούρια είναι τριώροφα, με πηλιορείτικο
παραδοσιακό σχέδιο. Όλα είναι ασβεστωμένα και καθαρά. Οι αυλές τους στολίζονται
από λογής-λογής πολύχρωμα λουλούδια και καλλωπιστικούς θάμνους. Πολύ ευδοκιμούν
οι καμέλιες, οι γαρδένιες και οι ορτανσίες.
Δεν λείπουν και οι πυκνόφυλλες κληματαριές, που χαρίζουν τα γλυκόχυμα
σταφύλια και τον ελαφρό ίσκιο τους. Στους κήπους καλλιεργούνται λαχανικά και οπωροφόρα
δέντρα. Πολύκλαδα πλατάνια και βαθύσκιές καρυδιές συμπληρώνουν το καταπράσινο
πέπλο, που σκεπάζει το χωριό τους καλοκαιρινούς μήνες.
Είναι πραγματικά λουσμένο στην πρασινάδα το Πουρί. Αυτός ήταν ο λόγος,
που τη δεκαετία του 1950 το τότε κοινοτικό συμβούλιο πρότεινε να μετονομαστεί
σε «Πολύδροσο» τελικά όμως παρέμεινε το παραδοσιακό του όνομα.
Το χειμώνα το Πουρί παρουσιάζει πολύ διαφορετική εικόνα. Τα δέντρα
χάνουν τη φυλλωσιά τους και μένουν με τα γυμνά κλαδιά τους. Πάχος χιονιού γύρω
στο μέτρο είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Υπάρχουν όμως και χειμώνες που το ύψος
του χιονιού ξεπερνάει τα δύο μέτρα. Με το πολύ χιόνι οι άνθρωποι κυκλοφορούν με
τα κύκλα, για να μη βουλιάζουν. Είναι οι μέρες της λευκής γοητείας και της οικογενειακής
θαλπωρής αλλά και μέρες ανησυχίας και ανασφάλειας, που προκαλεί ο συγκοινωνιακός
και κάποτε τηλεπικοινωνιακός και ηλεκτροδοτικός αποκλεισμός του χωριού, ώσπου
ν' ανοιχτεί ο δρόμος απ' τα μηχανήματα και να επισκευαστούν οι ζημιές στα δίκτυα
του τηλεφώνου και του ηλεκτρικού ρεύματος.
Φτάνοντας στο σταθμό θα δούμε στην κάτω μεριά το σχολείο και δίπλα
χώρο παιδικής χαράς, που δημιουργήθηκε φέτος με κοινοτική δαπάνη. Στην επάνω μεριά
είναι το κοινοτικό γραφείο με το ιατρείο, που στεγάζονται σε δύο συνεχόμενα δωμάτια
μιας μικρής ισόγειας ιδιωτικής οικοδομής. Μια εικόνα που δεν δημιουργεί καλή εντύπωση.
Σε παρακείμενο οικόπεδο, που ήδη έχει ισοπεδωθεί, σκοπεύει η κοινότητα να χτίσει
μεγάλη οικοδομή, που θα περιλαμβάνει γραφεία, αίθουσα συγκεντρώσεων και άλλους
χρήσιμους χώρους. Πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την κάλυψη αυτής της βασικής
ανάγκης, όσο γίνεται γρηγορότερα.
Μπροστά από το χώρο στάθμευσης περνάει το κεντρικό καλντιρίμι, που
διασχίζει κάθετα το χωριό. Οδοιπορώντας προς τα επάνω φτάνουμε στην πλατεία του
χωριού, που δεν είναι ενιαία αλλά τριπλή, αποτελούμενη από τρία ανισοϋψομετρικά
επίπεδα.
Η πρώτη πλατεία σκεπάζεται από ένα πελώριο πλάτανο και η δεύτερη,
πιο μεγάλη, από μια γιγάντια φλαμουριά. Είναι στρωμένες με πλάκες και περιφραγμένες
με σιδερένια κάγκελα. Ανεβαίνοντας ακόμη τριάντα φαρδιά πετρόχτιστα σκαλιά φτάνουμε
στην τρίτη πλατεία, όπου είναι χτισμένη η ενοριακή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου
με το επιβλητικό καμπαναριό της. Εκεί είναι και το μνημείο των πεσόντων και στο
πίσω μέρος υπάρχει παιδική χαρά. Κοιτάζοντας ανατολικά, το μάτι χαίρεται όλες
τις αποχρώσεις της πηλιορείτικης χλωρίδας και στη συνέχεια τη γαλάζια απεραντοσύνη
της αιγαιοπελαγίτικης θάλασσας. Σε μέρες ατμοσφαιρικής διαύγειας φαίνονται τα
Σποραδονήσια, νοτιανατολικά και η χερσόνησος της Χαλκιδικής στα βορειοανατολικά.
Κατεβαίνοντας στην κάτω συνοικία δε θα δούμε άλλη πλατεία. Υπάρχει
μόνο ένα καφενομπακάλικο ανάμεσα σε άλλα σπίτια. Στην άκρη της συνοικίας είναι
κοντά-κοντά δύο μικρές εκκλησίες, του Αγίου Παντελεήμονα και της Αγίας Παρασκευής
και παράπλευρα το κοιμητήριο. Απ' τις στέγες των σπιτιών υψώνονται κεραίες τηλεόρασης
και στις περισσότερες αυλές είναι παρκαρισμένα μικρά αγροτικά φορτηγά, που απορείς
πως μπόρεσαν να φτάσουν σ' όλες τις γειτονιές, κυλώντας πάνω στα τσιμενταρισμένα
καλντιρίμια, που οι άνθρωποι και τα μεγάλα ζώα λαχανιάζουν να τα ανεβούν.
Τη νύχτα όλοι οι δρόμοι του χωριού φωτίζονται και το κάνουν ορατό
από πολύ μακριά. Ατενίζοντας από τη θάλασσα τα άσπρα σπίτια του, γαντζωμένα στην
καταπράσινη πλαγιά, έχεις την εντύπωση πως βλέπεις ένα κοπάδι πρόβατα, αλλού πυκνά
και αλλού αραιά, να βόσκουν αμέριμνα. Στο νου σου έρχονται οι στίχοι του ποιήματος
«Το χωριό μας» που έγραψε ο πηλιολάτρης ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Υποθέτω ότι
τους εμπνεύστηκε απ' τη θέα του Πουρίου, όταν πριν από ένα αιώνα απολάμβανε το
αγαπημένο του χόμπι, το ψάρεμα, στα ψαροτόπια μπροστά απ' τον Αι-Γιάννη και τις
Πόρτες.