Μία από τις τρεις αρχαίες πόλεις της
Αμοργού
βρίσκεται επάνω από το λιμάνι των
Καταπόλων,
στη νότια πλαγιά του λόφου. Τα ερείπια της αρχαίας πόλης, όπως και των άλλων πόλεων της Αμοργού, αναγνώρισε
το 1837 ο Λ. Ρωs (L. Ros), ο οποίος όχι μόνον περιέγραψε αναλυτικά όλα τα, τότε καλύτερα, σωζόμενα οικοδομήματα,
αλλά ταύτισε και μερικά από τα αναφερόμενα στις επιγραφές, όπως το θέατρο. Τα ευρήματα από τις πρώτες "ανασκαφές"
της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών το 1888
-τα περισσότερα σήμερα στο
Μουσείο Σύρου-
κυρίως οι επιγραφές, προσέθεσαν νέες πληροφορίες για την ιστορία της πόλεως από τους Ελληνιστικούς χρόνους
(από τον 3ο αιώνα π.Χ.) έως τη Ρωμαϊκή περίοδο (τον 3ο αιώνα μ.Χ.).
Οι συστηματικές όμως επιφανειακές και ανασκαφικές έρευνες άρχισαν
το 1981 από τη Λίλα Μαραγκού, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Iωαννίνων, υπό την
αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Τα κτιριακά λείψανα και τα πάμπολλα
κινητά ευρήματα άλλαξαν ριζικά την εικόνα που συνάγεται από τις πληροφορίες των
επιγραφών. Έτσι, από το 1985 διαπιστώθηκε ότι η παλαιότερη κατοίκηση στη Μινώα
ανάγεται στην Ύστερη Νεολιθική περίοδο, την 4η π.Χ. χιλιετία. Τα κινητά ευρήματα,
χειροποίητη κεραμική, πήλινα ειδώλια και αιχμές βελών οψιανού από την κορυφή του
λόφου (υψ. 255μ. από τη θάλασσα) και από τα σπήλαια στη βόρεια κλιτύ αποτελούν
αψευδείς μαρτυρίες για την παλαιότερη εγκατάσταση στην 4η π.Χ. χιλιετία.
Για τη συνέχιση της ζωής και στη νότια πλαγιά του λόφου κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, την 3η π.Χ. χιλιετία,
μαρτυρούν τα θραύσματα μαρμάρινων Κυκλαδικών ειδωλίων, πήλινων αγγείων και οψιανών,
που βρέθηκαν διάσπαρτα κάτω από τα ερείπια των μεταγενεστέρων κτισμάτων των Ιστορικών
χρόνων. Στη 2η π.Χ. χιλιετία, κατά την Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού, φαίνεται
πως, για άγνωστους ακόμα λόγους, δεν συνεχίστηκε η ζωή στο βουνώδη λόφο, αλλά μετατοπίστηκε
στην περιοχή του λιμένος, κοντά στη βόρεια ακτή, στo Ξυλοκερατίδι, όπου έχουν εντοπιστεί σημαντικά λείψανα
του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
Στους πρώιμους Ιστορικούς χρόνους ανάγεται ο πρώτος οικιστικός πυρήνας
της πόλεως της Μινώας. Τα πρόσφατα αρχαιολογικά
δεδομένα κατέδειξαν ότι εντοπίζεται στα χαμηλότερα άνδηρα της νότιας πλαγιάς
του λόφου, στην ίδια θέση που είχαν εγκατασταθεί, σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση,
γύρω στον 11ο π.Χ. αιώνα, οι Ίωνες άποικοι. Έκτοτε, συνεχής κατοίκηση στην ίδια
θέση φαίνεται ότι δεν επέτρεψε τη διάσωση εκτεταμένων οικοδομικών λειψάνων των
λεγόμενων Πρωτο-Γεωμετρικών χρόνων (11ος - 10ος π.Χ. αιώνας), ενώ πολυάριθμα είναι
τα κινητά ευρήματα, κυρίως κεραμική. Στην περίοδο αυτή χρονολογείται ο τοίχος
του περιβόλου με τη θυσία θεμελίων, που περικλείει τον πρώτο λατρευτικό χώρο,
εκεί όπου στους Ελληνιστικούς χρόνους, τον 3ο π.Χ. αιώνα, κτίστηκε ο μαρμάρινος
ναός.
Σε μικρή απόσταση από το λατρευτικό χώρο βρέθηκαν πάμπολλα, ποικίλων
ειδών αντικείμενα και αποκαλύφθηκαν σημαντικά κτιριακά
λείψανα χρονολογούμενα στην πρώιμη και μέση Γεωμετρική περίοδο, στον 9ο και
8ο π.Χ. αιώνα. Ξεχωριστή θέση μεταξύ των κτιριακών καταλοίπων έχει ο ταφικός περίβολος.
Στον επικλινή χώρο του ταφικού περιβόλου σώθηκαν δώδεκα τουλάχιστον
πυρές από την καύση των νεκρών, ανδρών και γυναικών, καθώς και μία ταφή βρέφους
μέσα σε αμφορέα (εγχυτρισμός). Οι καλύτερα σωζόμενες πυρές παρέχουν πολύμορφες
πληροφορίες για τον τρόπο που έκαιγαν τους νεκρούς, συνήθως τοποθετημένους επάνω
σε εσχάρα ξύλων μέσα σε αβαθή κοιλότητα, λαξευμένη στο μαλακό φυσικό βράχο, για
το φύλο του νεκρού καθώς και για τις λατρευτικές πράξεις, μετά από την ολοκλήρωση
της καύσης.
Από το είδος των αντικειμένων που βρέθηκαν με τα οστά, τα κτερίσματα
που συνόδευαν το νεκρό, εύκολα διαπιστώνεται το φύλο και συχνά η ιδιότητα του
νεκρού: τα σιδερένια όπλα, ξίφος, εγχειρίδια, αιχμές δοράτων κτλ. ασφαλώς προδίδουν
πολεμιστή, ενώ σε γυναίκες ανήκουν τα χάλκινα κοσμήματα, πόρπες, περόνες, δακτυλίδια,
ψέλλια (βραχιόλια), καθώς και τα πήλινα σφονδύλια για το γνέσιμο. Η περίοπτη θέση
των πυρών-καύσεων, ακριβώς δίπλα από την πύλη, τα πλούσια κτερίσματα και ο προστατευτικός
περίβολος, δείγμα σεβασμού των κατοπινών κατοίκων της πόλης για τους τάφους των
προγόνων, επιτρέπουν την υπόθεση πως πρόκειται για τάφους "ευγενών", για ένα είδος
"ιερού των κεκμηκότων".
Στην ίδια περίοδο με τις καύσεις των νεκρών, που θυμίζουν τις περιγραφές
του Ομήρου για τα έθιμα ταφής, χρονολογούνται η κλίμαξ, που οδηγεί στο λατρευτικό
χώρο και στα ανώτερα άνδηρα του οικισμού, καθώς και ο παρόδιος αγωγός απορροής
των ομβρίων υδάτων. Βρίσκονται στά δυτικά του ταφικού περιβόλου και είναι λαξευμένα
στο φυσικό βράχο.
Στο τέλος της Γεωμετρικής περιόδου, περίπου στον ύστερο 8ο π.Χ. αιώνα,
ο οικισμός, για άγνωστους ακόμα λόγους, τειχίζεται, στα σημεία όπου δεν είναι
φυσικά οχυρωμένος, όπως στην Ανατολική κλιτύ και στα κατώτερα άνδηρα, στην "Κάτω
πόλη". Το τείχος
με τους πύργους-προμαχώνες προσδίδει στον οικισμό τη μορφή οχυρωμένης πόλης. Πρόκειται
για έναν από τους καλύτερα σωζόμενους τειχισμένους οικισμούς των προκλασσικών
χρόνων στον γεωγραφικό χώρο των Κυκλάδων.
Στη φυσική Ακρόπολη,
στη μοναδική προσπελάσιμη ανατολική πλαγιά, το τείχος σώζεται σε μήκος 40μ. και
ύψος 3,20μ., με την πυλίδα και τον ορθογώνιο πύργο στη ΒΑ απόληξη. Λίγα μέτρα
από την πυλίδα, στην κορυφή του βουνώδους λόφου, βρίσκεται το Ιερό. Ισχυρός αναλημματικός
καμπυλόγραμμος τοίχος περικλείει το λατρευτικό κτιριακό συγκρότημα, που αποτελείται
από ένα ορθογώνιο τραπεζιόσχημο "οίκο" με κτιστό θρανίο για τα αναθήματα, έναν
"πρόδομο" με λίθινη τράπεζα προσφορών στα ανατολικά και δύο πλευρικά διαμερίσματα
στη βόρεια πλευρά.
Από το είδος των κινητών ευρημάτων, πήλινα και μεταλλικά αντικείμενα,
αγγεία και σκεύη, ειδώλια, λύχνοι, σφονδύλια, σιδερένια και χάλκινα όπλα και κοσμήματα,
καθώς και από τα κατάλοιπα οργανικών υλών, άνθρακες, τέφρα, οστά και κέρατα ζώων,
συνάγονται η χρονολόγηση και ο χαρακτήρας της λατρείας στο Ιερό. Τα παλαιότερα
ευρήματα ανάγονται στο τέλος της 4ης και στις αρχές της 3ης π.Χ. χιλιετίας και
αποτελούν σημαντική μαρτυρία για την πρώτη χρήση του
χώρου στην προϊστορική περίοδο. Το κτιριακό, όμως, συγκρότημα χρονολογείται
σύμφωνα και με τη συμμαρτυρία της τοιχοδομίας και της αρχιτεκτονικής μορφής στο
τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα. Είναι σύγχρονο με το προστατευτικό τείχος που περικλείει
τον παρακείμενο οικισμό στα ανώτερα άνδηρα της ακρόπολης καθώς και την Κάτω πόλη.
Όπως διαπιστώνεται από τα κινητά ευρήματα, η ζωή του ιερού διαρκεί
τουλάχιστον χίλια χρόνια,από τον ύστερο 8ο π.Χ. αιώνα έως και τον 3ο-4ο μ.Χ. αιώνα.
Η ταύτιση της λατρευόμενης θεότητας έως τους αρχαϊκούς χρόνους, τον 6ο π.Χ. αιώνα,
είναι προβληματική. Το είδος των ευρημάτων και θραύσμα ενεπίγραφου αγγείου του
4ου π.Χ. αιώνα με το όνομα του Διονύσου, καθώς και ο χαρακτήρας των λατρευτικών
πράξεων, στηρίζουν την ταύτιση της λατρευόμενης θεότητας με το Διόνυσο έως και
τους όψιμους ελληνιστικούς χρόνους. Τότε, σύμφωνα με τη μαρτυρία των ευρημάτων,
κυρίως λύχνων, ο Διόνυσος εξομοιώνεται με τον αιγυπτιακής προέλευσης Σάραπι, ο
οποίος λατρεύεται έως και τον πρώιμο 4ο μ.Χ. αιώνα.
Από την Αρχαϊκή περίοδο (650-480 π.Χ.) και τους Κλασσικούς χρόνους
(480-330 π.Χ.), μολονότι τα πολυάριθμα κινητά ευρήματα και οι επιγραφές αποτελούν
αψευδείς μαρτυρίες για τη συνέχιση της ζωής στην πόλη της Μινώας, ελάχιστα οικοδομικά
λείψανα έχουν έως τώρα αποκαλυφθεί. Ευάριθμα όμως είναι τα έως το 1991 αποκαλυφθέντα
στην Κάτω Πόλη κτιριακά κατάλοιπα, κυρίως δημόσια οικοδομήματα των Ελληνιστικών
χρόνων (330-31 π.Χ.) και της Ρωμαιοκρατίας (31 π.Χ. - πρώιμος 4ος μ.Χ. αιώνας).
Στους πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους, στον όψιμο 4ο π.Χ. αιώνα, χρονολογείται
η διαμόρφωση της μνημειακής μαρμάρινης πύλης, με τις λιθόκτιστες παραστάδες, το
μονόλιθο κατώφλι και το λίθινο διπλό αγωγό.
Η πύλη βρίσκεται στη Βόρεια απόληξη του οχυρωματικού πύργου και σε
επαφή με τον τοίχο του ταφικού περιβόλου. Εσωτερικά της πύλης, Β από το κατώφλι
βρίσκεται η λαξευμένη στο φυσικό βράχο κλίμαξ, που οδηγεί στα ανώτερα άνδηρα της
πόλεως, στο λατρευτικό χώρο και στο ΒΔ εργαστηριακό συγκρότημα. Στο λατρευτικό
χώρο δεσπόζει ο μαρμάρινος Ναός με το λατρευτικό άγαλμα στο σηκό. Η ακέφαλη ενδεδυμένη
ανδρική μορφή πιθανώς εικονίζει τον Απόλλωνα. Βορειοδυτικά από το ναό, σε υψηλότερο
άνδηρο βρίσκεται το Εργαστήριο Κεραμικής με τον κλίβανο
και το φρέαρ, λαξευμένα στο φυσικό βράχο.
Στην πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα χρονολογείται
και το Γυμνάσιο, γνωστό από τις επιγραφές. Μολονότι δεν έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή,
το οικοδόμημα του Γυμνασίου, με τον άριστης διατήρησης οικίσκο του αποχωρητηρίου,
έχει μνημειακό χαρακτήρα.
Από την τοιχοδομία των επιφανειακά ορατών κτιριακών λειψάνων βορείως
του Γυμνασίου συνάγεται ότι τα παρακείμενα κτίσματα ανήκουν σε οικοδομήματα δημόσια
και λατρευτικού χαρακτήρα. Με σχετική βεβαιότητα ταυτίστηκαν τα κτιριακά κατάλοιπα
ΒΑ από το Γυμνάσιο με τη γνωστή από τις επιγραφές στοά της Αγοράς της πόλεως της
Μινώας. Tά κινητά ευρήματα, η σύνδεση με τον αγωγό υδροδοτήσεως και η αρχιτεκτονική
μορφή του κτίσματος οδήγησαν στην ταύτιση με το Σαραπείον, που αναφέρεται στις
επιγραφές των όψιμων ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων. Λαμπρό δείγμα της ακμής
της Μινώας στους Ρωμαϊκούς χρόνους, κυρίως το 2ο μ.Χ. αιώνα, εκτός από τα κινητά
ευρήματα, αποτελεί η μνημειακή Δεξαμενή
δυτικά από το Γυμνάσιο, εντός του οποίου βρίσκεται κατακρημνισμένο ένα από τα
τόξα της.
Από τα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, όταν η Αμοργός συγκαταλέγεται στις
"φυγάδες νήσους", στους τόπους εξορίας Ρωμαίων πολιτικών, η ζωή σταδιακά μετατοπίζεται
στο λιμένα και,
μετά από την επικράτηση του Χριστιανισμού, τον 4ο μ.Χ. αιώνα, η πόλις της Μινώας
εγκαταλείπεται οριστικά.
Κείμενο : Καθ. Λίλα Μαραγκού