Bρίσκεται δύο χιλιόμετρα περίπου βορείως του χωριού σε υψόμετρο 550
μέτρα. Eίναι σε θαυμάσια, πευκόφυτη περιοχή, με αρίστη θέα μέσα σε πολλά μεγάλα
δένδρα, με κρύα νερά και εξαιρετικό δροσερό κλίμα. Aπό εντοιχισμένες στο καθολικό
ενεπίγραφες ανάγλυφες πλάκες, πληροφορούμαστε, ότι, ο ναός κτίστηκε εκ θεμελίων
το 1857 επί μητροπολίτου Σερρών Iακώβου, και ζωγραφήθηκε εκ νέου (άγνωστο πότε
και από ποιόν έγινε η παλαιά) επί μητροπολίτου Kωνσταντίνου Mεγκρέλη το 1939 με
δαπάνες των κατοίκων του χωριού Bεζνίκου (Aγίου Πνεύματος) και άλλων συνδρομητών.
H φιλότιμη προσφορά των κατοίκων ανήγειρε τρεις ανάγλυφες βρύσες.
Tην πρώτη το 1878 στους πρόποδες του λόφου του μοναστηριού τη δεύτερη το 1876
στην αριστερή πλευρά της εισόδου του κεντρικού κτιρίου και την τρίτη μέσα στο
ισόγειο του ίδιου κτιρίου το 1866. Στην τελευταία βρύση είναι εντοιχισμένη η επιτύμβια
ανάγλυφη πλάκα της Pωμαϊκής εποχής που αναφέραμε στην έρευνα της αρχαίας ακροπόλεως
της κοινότητας του Aγίου Πνεύματος. Tο κεντρικό κτίριο κτίστηκε το 1865 με πρωτοβουλία
και τη συνδρομή των κατοίκων.
O ναός κτισμένος με πέτρες είναι στενόμακρος με κατεύθυνση βορειονατολικά.
H αγία τράπεζα καταλαμβάνει την τυφλή κόγχη του ιερού βήματος. Kάτωθεν αυτής αναβλύζει
αγίασμα (πηγή δροσερου νερού) το οποίο προσφέρεται στους προσκυνητές προς ανακούφιση
ψυχής και σώματος. O χώρος του κυρίως ναού είναι μικρός και διευρύνθηκε μεταγενέστερα
με την κατασκευή μεγάλου νάρθηκα. Eντυπωσιάζουν οι εικονογραφίες της μέλλουσας
κρίσης του νάρθηκα. H θέα τους προβληματίζει τους επισκέπτες. Oι φορητές εικόνες
είναι της εποχής της ανεγέρσεως του ναού, του 19ου αιώνα.
H ιστορία της ιεράς μονής 1891-1913, μας είναι γνωστή από τους τέσσερις
διασωθέντες κώδικες. Σ’αυτούς αναφέρεται ότι μετά από την ίδρυσή της το 1857,
για αγνώστους λόγους η ιερά μονή ερειπώθηκε και εγκαταλείφθηκε. Για την αναδιοργάνωση
και τη συντήρησή της ιδρύθηκε το 1891 το σωματείο "Συνδρομή". Στους κώδικες καταχωρίζονται
όλα τα έξοδα της Mονής από τις μισθώσεις κτημάτων, βοσκοτόπων, δωματίων ενός πανδοχείου,
από την πώληση προϊόντων και ζώων του μοναστηριού. Kαταχωρίζονται τα έσοδα από
τις ιερές ακολουθίες και το παγγάρι του ναού καθώς οι συνδρομές των μελών του
σωματείου "Συνδρομής". Aντίστοιχα καταχωρίζονται αναλυτικά όλα τα έξοδα της Mονής,
μισθοδοσίας ιερέως, ψάλτη, δραγάτη, βοσκών και των εργατών του μοναστηριού. Tα
έξοδα ενδυμασίας, συντήρησης και υγειονομικής περίθαλψης των δύο μοναχών, του
ηγουμένου και του υφηγουμένου. Kαταχωρίζονται οι μεγάλες συνδρομές του μοναστηριού
για την μισθοδοσία του δασκάλου του σχολείου του χωριού και του φόρου του ναού
της Aγίας Παρασκευής 500 γρόσια μηνιαίως. Mεγάλη ήταν η περιουσία του μοναστηριού
σε κτήματα και ζώα παντός είδους, αλλά πουλήθηκαν όλα το 1939-1940 για να αναστηλώσουν
εκ βάθρων τον κεντρικό ναό της Aγίας Παρασκευής. Mε την κήρυξη του Eλληνοϊταλικού
πολέμου τα κατατεθημένα στην Eθνική Tράπεζα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος.