Εμφανίζονται 14 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία στην ευρύτερη περιοχή: "ΚΥΔΩΝΙΑ Επαρχία ΧΑΝΙΑ" .
Archidamus was king of the Lacedaemonians for twenty-three years, and Agis his son succeeded to the throne and ruled for fifteen1 years. After the death of Archidamus his mercenaries, who had participated in plundering the shrine, were shot down by the Lucanians, whereas Phalaecus, now that he had been driven out of Lyctus, attempted to besiege Cydonia (343/2 B.C.). He had constructed siege engines and was bringing them up against the city when lightning descended and these structures were consumed by the divine fire, and many of the mercenaries in attempting to save the engines perished in the flames. Among them was the general Phalaecus. But some say that he offended one of the mercenaries and was slain by him. The mercenaries who survived were taken into their service by Eleian exiles, were then transported to the Peloponnese, and with these exiles were engaged in war against the people of Elis. When the Arcadians joined the Eleians in the struggle and defeated the exiles in battle, many of the mercenaries were slain and the remainder, about four thousand, were taken captive. After the Arcadians and the Eleians had divided up the prisoners, the Arcadians sold as booty all who had been apportioned to them, while the Eleians executed their portion because of the outrage committed against the oracle.
This extract is from: Diodorus Siculus, Library (ed. C. H. Oldfather, 1989). Cited Oct 2003 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.
It was against this ever-victorious Polycrates that the Lacedaemonians now made war, invited by the Samians who afterwards founded Cydonia in Crete.
The island of Crete seemed to be favorably disposed (B.C. 74) towards
Mithridates, king of Pontus, from the beginning, and it was said that they furnished
him mercenaries when he was at war with the Romans. It is believed also that they
recommended to the favor of Mithridates the pirates who then infested the sea,
and openly assisted them when they were pursued by Marcus Antonius. When Antonius
sent legates to them on this subject, they made light of the matter and gave him
a disdainful answer. Antonius forthwith made war against them, and although he
did not accomplish much, he gained the title of Creticus for his work. He was
the father of the Mark Antony who, at a later period, fought against Octavius
Ceasar at Actium. When the Romans declared war against the Cretans, on account
of these things, the latter sent an embassy to Rome to treat for peace. The Romans
ordered them to surrender Lasthenes, the author of the war against Antonius, and
to deliver up all their pirate ships and all the Roman prisoners in their hands,
together with 300 hostages, and to pay 4000 talents of silver.
As the Cretans would not accept these conditions, Metellus was chosen
as the general against them. He gained a victory over Lasthenes at Cydonia. The
latter fled to Gnossus, and Panares delivered over Cydonia to Metellus on condition
of his own safety. While Metellus was besieging Gnossus, Lasthenes set fire to
his own house there, which was full of money, and fled from the place. Then the
Cretans sent word to Pompey the Great, who was conducting the war against the
pirates, and against Mithridates, that if he would come they would surrender themselves
to him. As he was then busy with other things, he commanded Metellus to withdraw
from the island, as it was not seemly to continue a war against those who offered
to give themselves up, and he said that he would come to receive the surrender
of the island later. Metellus paid no attention to this order, but pushed on the
war until the island was subdued, making the same terms with Lasthenes as he had
made with Panares. Metellus was awarded a triumph and the title of Creticus with
more justice than Antonius, for he actually subjugated the island (B.C. 69).
Appian, The Foreign Wars (Sic.1.6., ed. Horace White, 1899)
And colonists were sent forth by the Aeginetans both to Cydonia in Crete and to the country of the Ombrici.
ΣΟΥΔΑ (Κωμόπολη) ΧΑΝΙΑ
Ετυμολογείται από τη λατινική λέξη suda = χαρακώματα, χάρακας, στενή
δίοδος. Γι ' αυτό ο Parhley (I , 189) λέει, ότι σούδα και χάραξ είναι συνώνυμα
και συνεπώς οι Σαρακηνοί αποβιβάστηκαν εδώ στη Σούδα: The Saracenic conquerors
of Crete... first landed at Suda, and the Akroteri is called by Bysantine historians
of the event, the promontory Kharax, Sulda and Kharax are synonymous words in
the writers of the lower empire. Για τους θαλασσοκράτορες Βενετούς δεν είχε μεγάλη
σπουδαιότητα, γιατί οι γαλέρες τους ήταν πλοία ελαφρά και τα σήκωναν τα νερά του
λιμανιού των Χανίων και του Χάντακα όπου είχαν και τους ταρσανάδες τους και τις
ναυπηγούσαν. Η ασφάλεια του όμως τους ενδιέφερε και γι' αυτό κτίσανε το φρούριο
στο νησάκι της εισόδου του για να τον προστατεύει.
Στον μυχό του, στην culata, όπως την έλεγαν όπου σήμερα βρίσκεται
ο ραδιοφωνικός σταθμός Χανίων, οι Βενετοί είχαν κάμει αλυκές (Saline 175), με
ετήσια παραγωγή 110.000 μουζούρια αλάτι. (βλ. Στ. Σπανάκη, Μνημεία κ.λ.π., IV,
S. 180, Καστροφύλακα, Κ 263). Οι Τούρκοι έλεγαν την περιοχή Τούζλα, που σημαίνει
στην τούρκικη γλώσσα αλυκή, γιατί "τουζ" λέγεται τουρκικά το αλάτι. Ο κόλπος της
Σούδας υπήρξε τον 15ο, 16ο και 17ο αιώνα φωλεά κουρσάρων, όπως μας πληροφορεί
ο Foscarini στην Έκθεση του .... li anni adierto fu ricetto et nido di corsari.
Το 1571 ο τουρκικός στόλος έκαμε απόβαση στη Σούδα και κατέστρεψε την περιφέρεια
των Χανίων. (Foscarini , Pashley, I, 29 και Ν. Σταυράκη, Στατ. 137). Το Μάη του
1822 αποβιβάστηκαν στην Τούζλα 84 φορτηγά, που τα συνόδεψαν 40 πολεμικά, 10000
Τούρκοι, Αιγύπτιοι και Αρβανίτες με αρχηγό το γαμπρό του Μεχμέτ Αλή, τον Χασάν
Πασά, για να καταστείλει την επανάσταση των Κρητών.
Το 1870 ο Ρεούφ Πασάς αποξήρανε τις αλικιές και έκτισε εκεί συνοικισμό,
τον οποίο ονόμασε Αζιζιέ προς τιμήν του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ και εγκατέστησε
150 οικογένειες Τούρκων που ζούσαν στη νησίδα του φρουρίου. Σήμερα έχει το όνομα
Κάτω Σούδα. Ο συνοικισμός αποτελούσε τότε ιδιαίτερο Δήμο. Ό ?γγλος πλοίαρχος Spratt
εθάυμασε τα καθαρά νερά του κόλπου, όπου αντανακλάται ο καταγάλανος Κρητικός ουρανός,
γι 'αυτό έκανα εδώ το μπάνιο τους σύμφωνα με την Μυθολογία οι σειρήνες πριν να
πέσουν στο κόλπο να πνιγούν, ύστερα από τη νίκη των Μουσών. Την εποχή της Κρητικής
Πολιτείας 1898 - 1913, η Σούδα έγινε επίκεντρο ενδιαφέροντος των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τη περίοδο αυτή κτίστηκε και ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου.
Η Σούδα δοκιμάστηκε και τον Α και τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Στην ακτή
προς το Ακρωτήρι τορπιλίστηκε τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο το υπερωκεάνιο Μινεβάσκα
27000 τόνων. Το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο χρησιμοποιήθηκε σαν λιμάνι ανεφοδιασμού
και εξόρμησης του Αγγλικού στόλου. Ο Τσώρτσιλ ήθελε να το κάμει "αμφίβιο ακρόπολη"
κατά την έκφραση του (Απομνημονεύματα Β2, 619) αλλά δεν το κατόρθωσε ως ομολογεί
ο ίδιος. ( σελ. 343 - 346, Στέργιος Σπανάκης, Κρήτη Β' τόμος, Έκδοση Βαγγέλη Απ.
Σφακιανάκη, Ηράκλειο Κρήτης )
Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σούδας
Πληροφορίες για το λιμάνι της Σούδας υπάρχουν στο ενημερωτικό φυλλάδιο της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Γραφείο Χανίων) το οποίο μπορείτε να δείτε στην ακόλουθη σύνδεση
ΧΑΝΙΑ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
Η Πόλη των Χανίων είναι κτισμένη σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες πάνω στα ερείπια της αρχαίας Κυδωνίας , την οποία κατά την μυθολογία ίδρυσε ο Κύδων και αναφέρεται από τον Όμηρο ως μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Κρήτης, ενώ οι Κύδωνες θεωρούνται ως προελληνικό φύλο. Οι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούν την Κυδωνία "μητέρα των άλλων κρητικών πόλεων". Πολλές είναι οι εκδοχές όσον αφορά την ετυμολογία του τοπωνυμίου της πόλης. Κατά την μυθολογία ιδρυτής της είναι ο Κύδων υιός του Μίνωα και της νύμφης Ακακκαλίδος. Πιθανόν επίσης από παραφθορά του ονόματος Χθονία που ήταν ένα από τα αρχαία ονόματα της Κρήτης, να προέρχονται τα Χανιά. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή προέρχεται από το Αραβικό Χάνι ή τέλος από την αλχανία κώμη (προάστιο ή συνοικία της Κυδωνίας).
Η ιστορία της πόλης των Χανιών ξεκινά από την Νεολιθική εποχή όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα που υπάρχουν (3η-2η χιλιετία π.χ ).
Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, η πόλη των Χανίων διατήρησε την ακμή της, αφού μεταξύ άλλων διέθετε και Θέατρο. Τα υλικά του θεάτρου χρησιμοποιήθηκαν από τους ενετούς το 1583 για την ανοικοδόμηση των τειχών της πόλης. Οι Ρωμαίοι που διέβλεπαν τη στρατηγική σημασία του νησιού και το ρόλο που μπορούσε να παίξει στα κατακτητικά τους σχέδια στο χώρο της Ανατολής αποφάσισαν να καταλάβουν την Κρήτη. Η Κυδωνία ήταν η πρώτη πόλη που συγκρούστηκε με τους Ρωμαίους. Παρά τη σθεναρή όμως αντίσταση που πρόβαλε, η πόλη υποδουλώθηκε στις ασύγκριτα μεγαλύτερες δυνάμεις του κατακτητή. Ο πόλεμος εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Κρήτη, που μέσα σε δύο χρόνια είχε καταληφθεί εξ ολοκλήρου.
Στην περίοδο αυτή τα ενδιαφέροντα του Βυζαντίου επικεντρώνονται στην Ανατολή. Η Κρήτη όπως και όλες οι άλλες επαρχίες πέφτουν σε αφάνεια και ιστορικό λήθαργο. Το 330μ.Χ. ο Μ. Κωνσταντίνος αποσπά την Κρήτη από την Κυρηναϊκή και την προσαρτά στην Ιλλυρία. Αργότερα η Κρήτη αποτελεί ιδιαίτερο θέμα αυτοτελή δηλαδή διοικητική περιφέρεια κάτω από βυζαντινό στρατηγό, που κατέχει την ενδέκατη θέση ανάμεσα στους 64 αξιωματούχους του βυζαντινού κράτους Διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Κρήτης εξακολουθεί να είναι η Γόρτυνα. Ο πληθυσμός της Κρήτης καθαρά ελληνικός, έχει ασπαστεί εξ ολοκλήρου τον Χριστιανισμό. Επίσης σοβαρές για την Κρήτη συνέπειες έχουν οι επιδρομές των Αράβων. Οι επιδρομές αυτές αποκρούονται με τα πενιχρά μέσα της εποχής και ματαιώνονται τα σχέδια των Αράβων. Οι αραβικές επιδρομές μαζί με τις θεομηνίες έχουν τις καταστροφικότερες τους συνέπειες και συντελούν, μεταξύ των άλλων, στην παρακμή πολλών πόλεων και στις βαθιές αλλαγές στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Δεν διαθέτει ακόμα η Κρήτη ισχυρή και οργανωμένη άμυνα κι ο βυζαντινός στόλος βρίσκεται σε αδυναμία να προστατεύσει την ευαίσθητη αυτή περιοχή.
Κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας (824-961 μ.Χ.) κι επί αυτοκράτορα Μιχ. Τραυλού με αφορμή μια κρίση που ξεσπά στο μουσουλμανικό στοιχείο της Ισπανίας, ο Αργηγός της Κόρδοβας Αμπού Χαψ Ομάρ αναγκάζεται να μετακινηθεί με το λαό του, αναζητώντας νέο τόπο εγκατάστασης Ο λαός αυτός στοιχείο πειρατικό και τυχοδιωκτικό, κατορθώνει την εγκατάσταση του το 824μ.χ στην Κρήτη. Ανοίγει λοιπόν μια νέα περίοδος στο ιστορικό κεφάλαιο της Κρήτης που στάζει αίμα και δάκρυ. Από ανεύρεση αραβικών νομισμάτων σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Άραβες, δεν καταλαμβάνουν ολόκληρο το νησί, αφού. για την άσκηση των πειρατικών τους επιδρομών χρειάζονται μόνο παράλια ορμητήρια Ο Χάνδακας αποτελεί το ισχυρότερο κέντρο εξόρμησης και ένα τόπο όπου συγκεντρώνονται τα λάφυρα των διαρπαγών και της λεηλασίας. Η Κρήτη αποκόβεται από τον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Βυθίζεται στο πυκνό πνευματικό σκοτάδι μιας μακρόχρονης αραβικής νύχτας.
Με την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά και την ένταξη της και πάλι στον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αρχίζει μια νέα περίοδος, που διαρκεί 250 χρόνια. Κύριο μέλημα του Βυζαντίου είναι η αποκατάσταση και σταθεροποίηση της εξουσίας στο νησί. Για να το πετύχουν όμως αυτό οι βυζαντινοί και να αποτρέψουν μελλοντικό αραβικό κίνδυνο, οργανώνουν την άμυνα του νησιού και κατασκευάζουν ισχυρά οχυρωματικά έργα στα παράλια και σε άλλες επίκαιρες θέσεις. Στην περίοδο αυτή σημειώνεται ένα μοναδικό πολιτικό γεγονός ,που αναφέρεται στη στάση την οποία οργανώνει ο Δούκας της Κρήτης κατά του αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού (1092-1093).
Κατά την Ενετοκρατία όταν οι ενετοί κατέλαβαν την πόλη άρχισαν να την ανοικοδομούν, κι έχτισαν φρούριο στην κορυφή του λόφου με το όνομα Καστέλι που ακούγεται ως σήμερα. Στο Καστέλι έχτισαν τη μητρόπολη τους, το παλάτι του Ρετούρη (Διοικητή), και τις κατοικίες των μεγάλων αξιωματούχων, που για λόγους ασφαλείας το οχύρωσαν. Γύρω από το Καστέλλι αναπτύχθηκε μια άλλη οικιστική ενότητα γνωστή ως βούργοι, δηλαδή προάστια. Λίγα χρόνια αργότερα το 1266 οι Γενοβέζοι, αντίπαλοι των ενετών μπόρεσαν να καταλάβουν την πόλη, την οποία αφού λεηλάτησαν, παρέδωσαν στη φωτιά. Οι ενετοί έχτισαν πάλι την πόλη ακολουθώντας ενετικά πρότυπα αρχιτεκτονικής. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα σώζονταν ακόμα οι επιβλητικές είσοδοι των παλατιών των ενετών αρχόντων και κυριαρχούσε η γοτθική αρχιτεκτονική. Η οχύρωση της πόλης άρχισε το 1336 και κράτησε 20 χρόνια. Τα τείχη όμως αυτά δεν κρίθηκαν ικανά να προστατεύσουν την πόλη στην πολιορκία των Τούρκων, που μετά από δίμηνη πολιορκία η πόλη έπεσε στις 22 Αυγούστου 1645 .Οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, για να προστεθούν ακόμα και ορισμένα νέα, λογχίζοντας με τους μιναρέδες τους τον κρητικό ουρανό. Τα Χανιά όπως και οι άλλες πόλεις της Κρήτης που καταλήφθηκαν, παίρνουν ανατολίτικη όψη.
Παρά τις προσπάθειες, ωστόσο, των ενετών να ενισχύσουν την άμυνα του
νησιού ώστε να αντέξει σε πιθανή τουρκική επίθεση, το μέλλον της ήταν προδιαγραμμένο.
Οι Τούρκοι καταβάλλουν έντονες προσπάθειες να κυριαρχήσουν στην πολύτιμη για τον
έλεγχο της Μεσογείου Κρήτη. Μετά από μια ρευστή περίοδο που συνοδεύεται από επιδρομές,
λεηλασίες διπλωματικές και άλλες ενέργειες στις οποίες περιλαμβάνονται οι προσπάθειες
και των δύο πλευρών να προσεταιριστούν το ντόπιο πληθυσμό, αρχίζει τελικά στα
1645 η εκστρατεία κατάληψης της Κρήτης από τους Τούρκους.
Με την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους στις 22 Αυγούστου 1645,
οι νέοι κατακτητές στην προσπάθεια τους να προσεταιριστούν το ντόπιο πληθυσμό,
επαναφέρουν τον ορθόδοξο επίσκοπο Κυδωνίας στην αρχαία του έδρα, αποκαθιστώντας
έτσι την εκκλησιαστική τάξη.
Η μεγάλη Επανάσταση του 1821 όμως προκαλεί ένα ισχυρό κραδασμό στις
σχέσεις των δύο λαών. Στην πόλη των Χανίων όπου έχει συγκεντρωθεί το σύνολο σχεδόν
του μουσουλμανικού πληθυσμού της υπαίθρου, οργανώνονται μεγάλες σφαγές του Χριστιανικού
στοιχείου. Μετά το τέλος της Επανάστασης, η Κρήτη παραχωρείται στον αιγύπτιο ηγεμόνα
Μεχμέτ Αλή έως το 1841 οπότε και επανέρχεται στην τουρκική εξουσία. Το 1878 υπογράφεται
η συνθήκη της Χαλέπας. Την εποχή αυτή το Κρητικό ζήτημα έχει πάρει διεθνείς διαστάσεις
και αποτελεί ένα από τα ακανθώδη προβλήματα στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας με
έντονη ανάμιξη και των "Μεγάλων Δυνάμεων" της εποχής . Κατά τον Ιανουάριο του
1897, σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης από τους Τούρκους και η πυρπόληση
των χριστιανικών συνοικιών, δημιουργούν μεγάλη αναταραχή και επισπεύδουν τον ερχομό
της αυτονομίας του νησιού.
Με την ίδρυση της "Κρητικής Πολιτείας" στα 1898 υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο
της Ελλάδας, τα Χανιά γνωρίζουν την μεγαλύτερη ακμή στην ιστορία τους, ως πρωτεύουσα
της Κρήτης. Μέσα στο ιδιόρρυθμο αυτό κλίμα ωριμάζουν οι προϋποθέσεις για την ένωση
με την Ελλάδα, κυρίως μετά την επανάσταση του Θερίσου το 1905 όπου αναδείχθηκε
και η ηγετική μορφή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 γίνεται
και τυπικά η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, με συμβολική ύψωση της ελληνικής
σημαίας στο Φρούριο του Φιρκά. Από τότε η Κρήτη ακολουθεί τις τύχες του ελληνικού
κράτους και τα Χανιά ξαναγίνονται σιγά σιγά μια απλή επαρχιακή πόλη.
Ακολουθεί η μεγάλη "μάχη της Κρήτης" ένα έπος του Β' παγκοσμίου πολέμου,
για να βρεθεί και πάλι τραυματισμένη από τους βομβαρδισμούς του Β΄ παγκοσμίου
πολέμου.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Χανίων
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!