Μεγάλο και ιστορικό χωριό βρίσκεται πάνω στον οδικό άξονα προς την
Έμπαρο και τη
Βιάννο.
Η ιστορία του χωριού αρχίζει από τα βαθύτατα χρόνια μιας και στην περιφέρειά του
βρέθηκαν νεολιθικά εργαλεία.
Το σύγχρονο χωριό θα πρέπει να οικοδομήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα,
τότε που οι Βενετσιάνοι προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στο νησί. Η σημαντικότητα
της Βιάννου για τους Βενετούς, όπως αποδείχνουν οι εγκαταστάσεις και η εκμετάλλευση
του Βιαννίτικου οροπεδίου προκάλεσε το ενδιαφέρον των κατακτητών για τη διατήρηση
των υπαρχόντων δρόμων που εξασφάλιζαν την επικοινωνία στο εσωτερικό του νησιού.
Η θέση του χωριού, πάνω στο δρόμο αυτόν σίγουρα θα προκάλεσε το ενδιαφέρον των
Βενετσιάνων.
Ίσως για το λόγο αυτό να δημιουργήθηκε ισχυρό βενετσιάνικο κέντρο
στην περιοχή που απαιτούσε και φύλαξη και εγκατάσταση στρατού ή δύναμης τήρησης
της τάξης. Τα κτίρια και τα άλλα οικοδομήματα που συναντά κανείς στο χωριό αποδείχνουν
του λόγου το αληθές.
Στην περιφέρεια του χωριού βρίσκονται πολλά εξωκλήσια άλλα διατηρημένα
και άλλα ερειπωμένα με πλούσιες παραδόσεις και θρύλους, ενώ τα τοπωνύμια προκαλούν
το μελετητή σε γόνιμες υποθέσεις για την ιστορία της περιοχής.
Χτισμένο στο ανατολικό πρανές μιας λοφοσειράς που κλείνει από τα νοτιοανατολικά
την πλούσια ελαιοπαραγωγική λεκάνη με τα χιλιάδες ελαιόδεντρα, το χωριό δεσπόζει
πάνω στον οδικό άξονα
Αρκαλοχώρι
- Παναγιά -
Έμπαρος -
Βιάννος.
Βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 360 μέτρων στους δυτικούς πρόποδες των Λασιθιώτικων
βουνών και απέχει από το Αρκαλοχώρι περίπου δέκα χιλιόμετρα.
Η περιοχή του χωριού φαίνεται ότι έχει κατοικηθεί από τα αρχαιότατα
χρόνια πολύ πριν από το μινωικό κόσμο από αυτόχθονες κατοίκους της μεγαλονήσου.
Στην περιφέρεια που χωριού ανακαλύφτηκε νεολιθικός χρηστικός πέλεκυς από σερπεντινίτη
λίθο. Εξάλλου εξαιτίας της πολύ κοντινής απόστασης που χωρίζει το χωριό από την
αρχαία έδρα των Αρκάδων θα ήταν παράξενο να μην υπήρχε κάποιος οικισμός, ή μια
αρκαδική κώμη στην περιοχή σε όλα τα ιστορικά χρόνια.
Σύμφωνα με την παλιότερη την κοινοτική διοικητική διαίρεση η Παναγιά
αποτελούσε ξεχωριστή κοινότητα και ανήκε στην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου,
ενώ κατά την εποχή της Οθωμανοκρατίας, αλλά και τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας
αργότερα η Παναγιά ήταν έδρα ξεχωριστού και ομώνυμου Δήμου.
Από το 1577 και μετά το χωριό αναφέρεται σε όλες τις απογραφές και
από όλους τους Βενετσιάνους και Οθωμανούς απογραφείς. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι
κατά την απογραφή του 1583 στο χωριό κατοικούν 278 κάτοικοι, ενώ στην πρώτη τουρκική
απογραφή του 1671 στην Παναγιά χρεώνουνται 87 χαράτσια.
Το όνομα του χωριού κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται, στο μοναστήρι
της Παναγιάς της Ψωμοπούλας. Στην παλαιά αυτή εκκλησία διακρίνονται σπαράγματα
μωσαϊκών βυζαντινής εποχής που θεωρούνται ότι ανήκουν στη δεύτερη βυζαντινή περίοδο
(δηλαδή μετά το 961) και ίσως ακόμη παλιότερης εποχής. Αν αποδειχτεί αυτό τότε
μπορούμε να αναζητήσουμε την ίδρυση του χωριού στα χρόνια της πρωτοβυζαντινής
περιόδου.
Σε όλες τις περιπέτειες της Μεγαλονήσου μέχρι και την τελευταία περίοδο
της δικτατορίας το χωριό πρόσφερε στους εθνικούς αγώνες θυσίες. Οι κάτοικοί του
είναι φιλόξενοι, περιποιητικοί και πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τον περαστικό. Μεταξύ
τους υπάρχει ζηλευτή αγάπη και σύμπνοια, ενώ ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού
είναι από τους πιο δραστήριους στην περιοχή του Δήμου.
Στο κέντρο του σημερινού χωριού υπάρχουν ακόμη βενετσιάνικα κτίρια
που χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους και είναι ενταγμένα στη σύγχρονη ζωή του
χωριού. Ο «Θόλος» η «Βρύση», οι «Δεξαμενές» είναι μερικά από αυτά τα βενετσιάνικα
κτίρια. Υπάρχουν όμως και νεότερα που διασώζουν την πιο πρόσφατη ιστορία και ανάπτυξη
του χωριού, όπως η ερειπωμένη τώρα φάμπρικα, το παλιό εργοστάσιο με τα διατηρητέα
του μηχανήματα που μπορεί να αποτελέσει σημαντικό για το χωριό κόσμημα αν φροντιστεί
κατάλληλα.
Στην περιφέρεια του χωριού υπάρχουν πολλά και παλαιά εξωκλήσια που
τα συνοδεύουν πολλοί μύθοι και θρύλοι του παρελθόντος. Ονομαστό ερείπιο βυζαντινής
εκκλησίας είναι το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου του Αγριμολόγου με το γραφικό μύθο
που το συνοδεύει. Αλλα αξιόλογα και όμορφα μέρη που αξίζει κανείς να γνωρίσει
είναι το παλαιό εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου και το χάνι του Μούλεφε πάνω στην
Περατόστρατα που οδηγεί έξω από το λεκανοπέδιο του χωριού.
Η Περατόστρατα είναι ο πανάρχαιος δρόμος που ένωνε την περιοχή της
ανατολικής Μεσαράς με την επαρχία Βιάννου και τα ιερά της Σύμης του
Μύρτου
και της
Ιεράπετρας. Έρχεται
από την περιοχή του
Γαλατά
και του Αρκαλοχωρίου, διασχίζει τα Ρουσοχώρια, περνά κάτω από το
Νιπηδητό
και από το μεσόφρυδο του βουνού οδηγεί στο λεκανοπέδιο της Εμπάρου κι από κει
είτε στο οροπέδιο του Λασιθίου (σπήλαιο Ψυχρού) είτε στα ιερά της Σύμης, της Μύρτου
και της Ιεράπετρας.
Την Περατόστρατα με στάση στο Μούλεφε χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα
καραβάνια αυτοκινήτων για να προσφέρουν στους τουρίστες μια εντυπωσιακή διαδρομή
και εμπειρία πάνω από τον αρχαίο μινωικό δρόμο και την ανάβαση στα Λασηθιώτικα
βουνά από μια δύσκολη αλλά πανέμορφη παρθένα φύση.