Το Οικολογικό - Λαογραφικό Μουσείο Φολεγάνδρου ιδρύθηκε το 1988 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο «Η Φολέγανδρος»,
που εδρεύει στην Αθήνα. Διευθυντής του Μουσείου είναι ο φολεγάνδριος ζωγράφος Μάρκος Βενιός ο οποίος είναι και πρόεδρος
του Συλλόγου από την ίδρυσή του το 1984 μέχρι σήμερα. Ο Σύλλογος με επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού αγόρασε το 1985
μια παλιά εγκαταλελειμμένη αγροικία (θεμωνιά) στην Άνω Μεριά Φολεγάνδρου με τον περιβάλλοντα χώρο της, έκτασης 1200 τ.μ.
περίπου. Σκοπός της αγοράς της αγροικίας και της διατήρησής της ήταν αφ' ενός η διάσωση μιας παραδοσιακής μονάδας του
νησιού στην οποία υπάρχουν εμφανή στοιχεία από την κοινωνική και οικονομική ζωή των κατοίκων, που διατηρήθηκαν αυτούσια
από τους μεσαιωνικούς χρόνους ως τα μέσα του 20ού αιώνα, και αφ' ετέρου η ανάδειξη και η παρουσίαση στο κοινό των ιδιαίτερων
αυτών στοιχείων.
Το άγονο-πετρώδες έδαφος του νησιού, οι αλίμενες ακτές, η απουσία ναυτιλίας και οι περιορισμένες εμπορικές
συναλλαγές, αλλά κυρίως οι πειρατικές επιδρομές έως το τέλος του 19ου αιώνα διαμόρφωσαν έναν ιδιότυπο τρόπο διαβίωσης
για τους κατοίκους της Φολεγάνδρου, αυτή της «κλειστής οικονομίας». Κάθε οικογένεια έπρεπε να φροντίζει για την αυτάρκειά
της σε νερό, δημητριακά, λάδι, κρασί, μέλι, κρέας, μαλλί, ακόμη και φάρμακα. Όλα αυτά τα στοιχειώδη προϊόντα τα εξασφάλιζε
η σκληρή δουλειά μέσα στην αγροικία, τη «θεμωνιά», όπως ονομάζεται στην τοπική διάλεκτο.
Το Μουσείο βρίσκεται στην αρχή του οικισμού της Άνω Μεριάς, σε μικρή απόσταση από τη Χώρα, την πρωτεύουσα
του νησιού. Ένα παλιό βραχώδες ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί στη χαμηλή ξύλινη καγκελόπορτα της θεμωνιάς. Ο χώρος περιβάλλεται
με χαμηλό πετρόχτιστο τοίχο. Δεξιά το
παλιότερο κτίσμα της αγροικίας,
άγνωστο από ποιον αιώνα. Οι τοίχοι του με ξερολιθιά, χωρίς επίχρισμα για να μη διακρίνεται από τους πειρατές. Η στέγη, η οροφή
και το πάτωμα με τον
πατροπαράδοτο τρόπο κατασκευής και με υλικά
την πέτρα, το ξύλο, το χώμα.
Οι ελάχιστες
επεμβάσεις συντήρησης στο κτίσμα έγιναν
από ντόπιους γέροντες μαστόρους με παραδοσιακά υλικά και τεχνικές. Οι
ξύλινες πόρτες
αντικαταστάθηκαν αντιγράφοντας ακριβώς τις παλιές. Παράθυρα δεν υπήρχαν. Το κτίσμα αυτό χωρίζεται σε τρεις χώρους: την
κατοικία, το κελλάρι και το φούρνο. Έξω ο βαρύς πέτρινος κύλινδρος για τη σύνθλιψη των ελιών. Πιο κάτω το μικρό αμπέλι, το χωραφάκι,
το πέτρινο δεντρόσπιτο της λεμονιάς. Στη μέση της θεμωνιάς ένας χαμηλός λειασμένος βράχος για το πάτημα των σταφυλιών, ένα
πρωτόγονο πατητήρι. Η παλιά στέρνα δέχεται ακόμη και σήμερα το νερό της βροχής. Δίπλα της μια πέτρινη κατασκευή για το πλύσιμο
των ρούχων στο ύπαιθρο, η πλύστρια. Βόρεια, επίσης από ξερολιθιά χωρίς επίχρισμα, οι μάντρες για το γαϊδούρι (τώρα χώρος υγιεινής
του Μουσείου), την κατσίκα, το χοίρο και το λιθόστρωτο αλώνι.
Βορειοδυτικά της παλιάς βρίσκεται η
νεώτερη κατοικία,
των αρχών του αιώνα, πετρόχτιστη αλλά με εσωτερικά και εξωτερικά επιχρίσματα και ασβεστωμένη, διαμορφωμένη σε τρεις χώρους
-
σάλα,
υπνοδωμάτιο
και
μαγειριό - εξοπλισμένους πλήρως με τα
αντικείμενα
του νοικοκυριού της εποχής. Απ' έξω από την κατοικία η νεότερη θολωτή στέρνα που και αυτή λειτουργεί σήμερα. Στη θεμωνιά δεν
υπάρχει ηλεκτρική εγκατάσταση και έτσι ο φωτισμός γίνεται μόνο με παραδοσιακά μέσα.
Για τις ανάγκες λειτουργίας του Μουσείου χτίστηκαν με παραδοσιακό τρόπο και υλικά το γραφείο με τη βιβλιοθήκη, ξενώνας
και φυλάκειο.
Στην πανσέληνο του Αυγούστου γίνεται στο χώρο του Μουσείου γιορταστική εκδήλωση, με παραδοσιακά δρώμενα (αλώνισμα,
ψήσιμο παστελιού στο φούρνο κ.ά.) και μουσική βραδιά.