Χωρίς να το αντιλαμβάνεται κανείς ακολουθεί πιστά, γοητευμένος από
το περιβάλλον που συναντά, τον επαρχιακό δρόμο που τον οδηγεί στην πασίγνωστη
γέφυρα Γαρδικίου (Αλεξίου), το όριο των Νομών
Τρικάλων
και
Αρτης αλλά και της
Θεσσαλίας με την Ήπειρο.
Η γέφυρα οφείλει το όνομά της στον Γαρδικιώτικης καταγωγής Αριστείδη
Αλεξίου, που διατηρούσε σ' αυτό το σημείο χάνι, στέκι για ανάπαυση των περαστικών.
Μπροστά μας και μέσα από πανύψηλα έλατα διακρίνουμε τη μονή Ανταποδόσεως της Θεοτόκου.
Το καθολικό της μονής είναι ναός καμαροσκέπαστος στην τοιχοποιϊα του οποίου έχουν
χαραχθεί οι χρονολογίες 183(0) και 1892, ενώ πάνω από την είσοδο σε επιγραφή αναφέρεται
ότι ο ναός αυτός ανακαινίσθηκε και αγιογραφήθηκε το 1842, από τους ζωγράφους Αναγνώστη
και τα παιδιά του Γρηγόρη και Δημήτριο, ενώ μνημονεύουν και τον τόπο καταγωγής
τους το χωριό «Πλέσια» (σ.σ. είναι τα σημερινά Καστανοχώρια των Ιωαννίνων).
Το ναό περιβάλλει διώροφη πτέρυγα κελιών που ανάμεσά τους έχει κτισθεί
ο μονόκλιτος ναϊσκος της Αγ. Ειρήνης. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι το μοναστήρι
ήταν κτισμένο στη θέση « Θεοτόκος» που παραχωρήθηκε στην επισκοπή Σταγών με χρυσόβουλλο
του Ανδρονίκου Παλαιολόγου, το 1336 αλλά και με σιγίλλιο του πατριάρχη Αντωνίου
Δ' , του 1393 όπου αναφέρεται ότι το μοναστήρι αυτό βρίσκεται «εν Ασπροποτάμω»
και έτσι αποκαλείται τοπικά η περιοχή από τις πηγές του ποταμού μέχρι το σημείο
που συναντά τον Καμναϊτικο. Μια άλλη εκδοχή θέλει το μοναστήρι να ήταν κτισμένο
στην αρχή ενός δασικού δρόμου που συνδέει το γειτονικό Γαρδίκι προς τους
Καλαρρύτες.
Δυστυχώς σήμερα είναι ακατοίκητο, αφού ο τελευταίος μοναχός Ιωάσαφ Τσουγιάννης,
που έμεινε και αποκατέστησε τμήματα του μοναστηριού, έφυγε το 1964.
Στο μοναστήρι στις 23 Αυγούστου, ημέρα που πανηγυρίζει διοργανώνεται
τριήμερο γλέντι με χορό, τραγούδια και τις γνωστές καζανιές.
Αφού περάσουμε την γέφυρα Αλεξίου η διαδρομή γίνεται πλέον ανηφορική
καθώς διασχίζει τις γυμνές πλαγιές των
Τζουμέρκων,
απ' όπου πηγάζει ο Μουτσιαρίτης, παραπόταμος του
Αχελώου.
Σε υψόμετρο 1040 και σε αμφιθεατρική θέση ριζώθηκε το ξακουστό Γαρδίκι πυκνοκατοικημένο
και με τα σπίτια του να κρέμονται κυριολεκτικά πάνω στις απόκρημνες απολήξεις
των Τζουμέρκων.
Στο Γαρδίκι ανήκει και ο μικρός οικισμός Παλιοχώρι, που κρατά αντίθετα
με το κεφαλοχώρι, το Γαρδίκι, κατοίκους κυρίως κτηνοτρόφους και το χειμώνα. Μπορεί
η τοποθεσία όπου είναι κτισμένο να μην είναι αυτή που λαχταρά να δει κανείς μετά
από τα όσα συνάντησε στη διαδρομή του, όμως αποζημιώνεται στρέφοντας το βλέμμα
του γύρω από το χωριό, με τα έλατα, τους κέδρους και τις βελανιδιές που καλύπτουν
έκταση 47.000 στρ. Ακούει το κελάρυσμα του Καμναϊτικου ενώ προσπαθεί με το βλέμμα
του να αγγίξει τις κορυφές Καπ-Γκρας, Κόκκινος βράχος, Μακριά Ράχη και Κακαρδίτσα.
Σύμφωνα με την παράδοση η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων
αφού αναφέρουν ότι το Γαρδίκι, η Τζούρτζια και το Παλιοχώρι ανήκαν στην επικράτεια
του βασιλιά Αθάμα με το τελευταίο να αναφέρεται ως η πρωτεύουσά του. Ανασκαφικές
έρευνες δεν πραγματοποιήθηκαν μέχρι σήμερα για να ενισχύσουν αυτές τις απόψεις
αν και παλιότεροι ερευνητές στη θέση «Ρούνες» εντόπισαν ίχνη αρχαίου οικισμού.
Το Γαρδίκι θα αφήσει τη σφραγίδα του και αργότερα αφού εδώ είχε το
αρχηγείο του και σκοτώθηκε από 3000 Αλβανούς μαζί με 20 συντρόφους του ο κλεφταρματωλός
Μεϊντάνης, που καταγόταν από την
Κοζάνη
το Μάρτιο του 1700. Τους Αλβανούς τους έστειλε ο πασάς Τρικάλων γιατί ο Μεϊντάνης
μπήκε μεγαλοπρεπώς πράγμα που θεωρήθηκε ότι μειώνεται η αίγλη του πασά στον οποίο
έστειλαν « πεσκέσι» (σ.σ.δώρο) του κεφάλι του Μεϊντάνη.
Στην Επανάσταση του 1821 έκανε αντίσταση μαζί με τα άλλα Βλαχοχώρια,
όπως την
Κρανιά, το
Χαλίκι, την
Καστανιά,
το
Περτούλι και το
Νεραϊδοχώρι.
Στις αρχές του 1824 πέρασε από την Κακαρδίτσα, ο Καραϊσκάκης άρρωστος πάνω σε
φορείο και φθάνει στα χωριά
Αθαμανία
και Γαρδίκι όταν βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο με τους αρματωλούς Ράγγο των Αγράφων
και το Νικόλαο Στουρνάρη από το Γαρδίκι.
Τέλος από δω καταγόταν ο πατέρας του ποιητή Σπύρου Ματσούκα.
Το ερειπωμένο σήμερα ξωκκλήσι των Αγ. Αναργύρων, που βρισκόταν πάνω
από τον Προφήτη Ηλία συνδέεται με μια παράξενη ιστορία. Κάθε χρόνο της ημέρα της
γιορτής του ναού, ένας δράκος άρπαξε μια νέα κοπέλα του χωριού καθώς χόρευε κι
αυτό γινόταν για χρόνια ώσπου η Παναγία έβαλε τέρμα στο κακό, πετώντας μια τεράστια
πέτρα στο δράκο, που προσπαθώντας να σωθεί, τρύπησε το βουνό Περτούσα και βγήκε
πέρα στο Αρματωλικό. Οι Γαρδικιώτες με καμάρι δείχνουν την πέτρα που την αποκαλούν
«μέγα λιθάρι» στη θέση Τζιάννη. Δυτικά του χωριού ακολουθώντας ένα στενό και απόκρημνο
μονοπάτι συναντάμε το ναό της Αγ. Τριάδος, άλλοτε καθολικό μεγάλης μονής που σώζει
αποσπασματικά τοιχογραφίες το 1750.
Το Γαρδίκι έχει συνδεθεί με το πανηγύρι που διοργανώνουν οι κάτοικοι
τον Δεκαπενταύγουστο, όπου συγκεντρώνονται οι απανταχού Γαρδικιώτες αλλά και πολλοί
επισκέπτες με αποτέλεσμα να « βουλιάζει» το χωριό από κόσμο. Το πανηγύρι κρατά
τέσσερεις μέρες στην πλατεία του χωριού. Στις 17 Αυγούστου γίνεται ο χορός των
γερόντων που κρατούν αναμμένες λαμπάδες στα χέρια και τραγουδούν τοπικά τραγούδια.
Στη συνέχεια παίρνουν τη σκυτάλη όσοι έλαβαν μέρος στους τελευταίους πολέμους,
χορεύοντας περήφανα και λεβέντικα, το τραγούδι «του αητού ο γιυός», κρατώντας
ψηλά γκλίτσες ενώ αναπαριστάνουν και μια μάχη. Ο Δήμος Αιθήκων για ανταπόδοση
προσφέρει στους γέροντες ψητά, κρασί και τσίπουρο, ενώ το γλέντι και οι χοροί...καλά
κρατούν μέχρι και τα μεσάνυχτα στα καφενεία και με τη συνοδεία δημοτικής ορχήστρας.