Προϊστορικός οικισμός και νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3000-1900 π.Χ.) που βρίσκεται σε εύφορο και στρατηγικό σημείο του Ευβοϊκού κόλπου, κοντά στη Χαλκίδα.
Οι έρευνες στην Μάνικα έχουν προ πολλού συμπληρώσει δεκαετία, ωστόσο ένα μικρό τμήμα του οικισμού έχει ανασκαφεί, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του (περίπου 600 στρέμματα) έχει καλυφθεί από οικοδομές και έτσι δεν υπάρχει περαιτέρω δυνατότητα ανασκαφικής έρευνας. Το μεγαλύτερο μέρος του νεκροταφείου που υπολογιζόταν σε περισσότερους από 5000 τάφους, πρέπει να έχει καταστραφεί από την ανεξέλεγκτη δόμηση. Μόνο μερικές εκατοντάδες τάφοι έχουν ανασκαφεί, ενώ παραμένουν επισκέψιμοι λίγες δεκάδες από αυτούς.
Είναι αναμφισβήτητο ότι ο
οικισμός της Μάνικας ήταν μια ολόκληρη πόλη αν και όχι τόσο πυκνά δομημένη, αφού διαπιστώθηκε ανασκαφικά ότι υπήρχαν και αρκετοί ακάλυπτοι χώροι. Η μεγάλη ακμή του οικισμού πρέπει να οφείλεται στο ότι έλεγχε την κυριότερη θαλάσσια οδό επικοινωνίας της εποχής εκείνης, τον Ευβοϊκό κόλπο, ενώ διακινούσε και κατεργαζόταν τον οψιανό και κυρίως τα μέταλλα, στα οποία ώφειλε και
τη μεγαλύτερή του ανάπτυξη. Από τον J. Davis χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους οικισμούς της εποχής της Χαλκοκρατίας στην Ελλάδα, αν όμως εξετάσει κανείς βαθύτερα τα πράγματα θα διαπιστώσει ότι μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί άλλος μεγαλύτερος σε έκταση. Δεν επιδέχεται επίσης αμφισβήτηση ότι η πόλη αυτή είχε ένα αρκετά κανονικό πολεοδομικό σχέδιο, επειδή και στα πιο απομακρυσμένα σημεία συναντάται ο προσανατολισμός των σπιτιών με
διεύθυνση Β-Ν ή Α-Δ. Ο προσανατολισμός αυτός φαίνεται ότι επηρεαζόταν από τους δύο φυσικούς άξονες, την ακτή και τον αρχαίο δρόμο που έβαιναν παράλληλα με κατεύθυνση Β - Ν .
Το μεγαλύτερο ανασκαμμένο τμήμα του οικισμού που σώζεται μέχρι σήμερα είναι ο
τομέας Ι, όπου έχουν εντοπιστεί δημόσια κτήρια και κατοικίες σε μεγάλη πυκνότητα. Υπάρχουν ορθογώνια κτήρια με αυλές, το ένα δίπλα στο άλλο. Ο ένας δρόμος οδηγεί μάλλον προς την θάλασσα, ενώ σ' αυτόν καταλήγουν άλλοι δρόμοι με διεύθυνση Α- Δ . Τα κτήρια στο σημείο αυτό χρονολογούνται στην πρώιμη Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, αν και υπάρχουν λίγα προγενέστερα λείψανα. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να έχουν δύο ασυνήθιστα πεταλοειδή κτήρια με χοντρούς τοίχους που είναι πολύ πιθανό ότι ανήκαν σε «σιτοβολώνες» της εποχής και χρονολογούνται επίσης στην Πρωτοελλαδική ΙΙ.
Δεν αποκλείεται στο σημείο αυτό να υπήρχαν σημαντικά κτήρια και χώροι αποθήκευσης όπου συγκεντρωνόταν το πλεόνασμα της παραγωγής, το οποίο πιθανώς προερχόταν από τις δύο μεγάλες πεδιάδες, του Ληλαντίου πεδίου και της ποτάμιας κοιλότητας των Ψαχνών. Τα οικοδομήματα αυτά ασφαλώς θα ήταν δημόσια και θα ελέγχονταν από κάποιον ηγεμόνα. Υποθέτουμε ότι η ίδια κεντρική εξουσία θα ήταν υπεύθυνη για την παραγωγή, συγκέντρωση και μεταφορά των αγαθών. Το πλεόνασμα
(κυρίως του σιταριού) όταν υπήρχε θα μπορούσε να εξάγεται στις φτωχότερες περιοχές, οι οποίες λόγω του άγονου εδάφους των παρήγαν μικρές ποσότητες κριθαριού, όπως για παράδειγμα τα νησιά των Κυκλάδων. Ο ρόλος αυτός της Μάνικας ή καλύτερα της προϊστορικής Χαλκίδας, ως παραγωγικού και εμπορικού κέντρου σε μία στρατηγική θέση μεταξύ Αττικής, Βοιωτίας, Θεσσαλίας και Κυκλάδων είναι πολύ σημαντικός για μας προκειμένου να ανασυστήσουμε την οικονομική βάση της Πρώιμης Χαλκοκρατίας και τα γεωγραφικά της πλαίσια.
Τα κτήρια της Μάνικας αυτά πρέπει να είχαν επίπεδη οροφή, επειδή στις ανασκαφές απουσιάζουν τελείως λείψανα κεραμιδιών. Ένα άλλο στοιχείο είναι τα λιθόστρωτα που υπάρχουν σε ανοιχτούς και κλειστούς χώρους. Παρόμοια λιθόστρωτα παρατηρήθηκαν και σε άλλους Πρωτοελλαδικούς οικισμούς, όπως το Λινοβρόχι, η Μαγούλα Ερέτριας και η Καλογερόβρυση. Το σχήμα των
κτηρίων είναι συνήθως ορθογώνιο, ενώ οι αψιδωτές κατασκευές είναι σπανιότερες και συνήθως ατυπικές. Αναρωτιέται κανείς ποιά χρήση είχαν αυτά τα κτήρια με το αψιδωτό σχήμα. Μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε κανένα κτίσμα μεγαροειδούς τύπου που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δημόσιο, παρόμοιο με αυτά που βρέθηκαν στην Θήβα,
τα Ακοβίτικα της Μεσσηνίας, τη
Λέρνα της Αργολίδας
και αλλού. Πάντως αν υπήρχε ανάκτορο θα έπρεπε να βρισκόταν σε κάποια ψηλή θέση όπως είναι ο τομέας Ι.
Κάτι που παρατηρείται στα σπίτια της Μάνικας είναι ότι οι εστίες είναι πολύ σπάνιες ή σχεδόν ανύπαρκτες, φαίνεται λοιπόν ότι οι κάτοικοι του οικισμού χρησιμοποιούσαν φορητά μαγκάλια (πύραυνα). Θραύσματα αυτών ή και ολόκληρα δείγματα έχουν βρεθεί στον τομέα Ι. Υπολείμματα καύσης βρέθηκαν σε στενό χώρο μιας κατοικίας
της Πρωτοελλαδικής ΙΙΙ περιόδου που είχε ερμηνευθεί όμως ως τροφοπρομηθευτική κατασκευή. Ένα άλλο θέμα είναι η ύδρευση ενός τόσο μεγάλου οικισμού. Πηγάδια που βρέθηκαν σε πολλά από τα κτήρια της Μάνικας δείχνουν ότι η πόλη υδρευόταν κανονικά από τον πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής.
Η σημασία του
νεκροταφείου της Μάνικας είναι ιδιαίτερα σπουδαία γιατί από εκεί προέρχονται και τα περισσότερα ευρήματα
(
αγγεία,
μετάλλινα εργαλεία και σκεύη).
Αν και οι τάφοι που ανασκάφηκαν δεν υπερβαίνουν τις τρεις εκατοντάδες, αποτελούν ένα σπάνιο ταφικό σύνολο, το οποίο έχει μελετηθεί διεξοδικά από κατασκευαστική άποψη, από πλευράς ευρημάτων αλλά και σκελετικών υπολειμμάτων.
Πρόκειται για μνημειώδεις
λαξευτούς τάφους που η κατασκευή τους φαίνεται απόρροια μιας καλά οργανωμένης και ιεραρχημένης κοινωνίας. Το σκελετικό υλικό μελετάται από το τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ετοιμάζεται πλήρης δημοσίευσή του, η οποία, σε συσχετισμό με τα
κτερίσματα θα συμβάλει στην καλύτερη γνώση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Παρόμοια εργασία σε μικρότερη όμως κλίμακα έχει γίνει σε ένα μικρό σύνολο τάφων
που είχαν προέλθει από την ανασκαφή του 1982. Η ύπαρξη χαραγμάτων πάνω σε ανθρώπινα οστά του νεκροταφείου αποτελεί ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο που έχει μέχρι σήμερα μελετηθεί αρκετά. Αν και παρόμοιες επεμβάσεις πάνω σε ανθρώπινα οστά έχουν παρατηρηθεί και σε άλλες θέσεις της Εποχής του Χαλκού εκτός Ελλάδας, όπως στην Βουλγαρία και την Πολωνία, το φαινόμενο αυτό στον ελλαδικό χώρο θεωρήθηκε ως μοναδικό. Η μελέτη τους από τους Μ. Φουντουλάκη, Κ Ζαφειράτο και J. Musgrave απέδειξε ότι οι περισσότερες από αυτές είχαν γίνει σκόπιμα. Οι γνώμες που προτάθηκαν για την ερμηνεία τους (κόψιμο των τενόντων για να λυθεί η νεκρική ακαμψία, φόβος του νεκρού) αδυνατούν να εξηγήσουν τα διάφορα είδη των επεμβάσεων.
Τα κτερίσματα του νεκροταφείου είναι κατά βάση ελλαδικά, υπάρχουν όμως και πολυπληθή κτερίσματα
ανατολικού και
κυκλαδικού τύπου.
Τα ανατολικού τύπου αγγεία που βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Μάνικας χρονολογούνται στην Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο και είναι συχνά περισσότερα από τα
κυκλαδικά. Παρόμοια ανατολικού τύπου κεραμεική έχει βρεθεί και στις Κυκλάδες (Καστρί
Σύρου,
Πάρος,
Δήλος) και έχει στηρίξει θεωρίες περί εισβολής ανατολικών φύλων. Στην ηπειρωτική Ελλάδα υπάρχει ένα έντονο διεθνιστικό κλίμα σε πλαίσιο ανταλλαγών και ένας συρμός που ευνοούσε την διάδοση κυκλαδικών και ανατολικών πολιτισμικών στοιχείων. Ωστόσο, δεν αποκλείεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις να υπήρξε στην Εύβοια ή στην Στερεά Ελλάδα εγκατάσταση μικρών ομάδων από την Μικρά Ασία ή το Αιγαίο που τελικά
αφομοιώθηκαν από τον ντόπιο πληθυσμό. Ο οικισμός, ωστόσο, έχει καθαρά ελλαδικό χαρακτήρα.
Τα ευρήματα από τη Μάνικα εκτίθενται στο
Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας
Κείμενο: Αδαμάντιος Σάμψων