Αρχαίος δήμος στα βορειοανατολικά της Αττικής, δίπλα στον Ευβοϊκό
κόλπο. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως το ιερό της Νεμέσεως - το σημαντικότερο
της θεότητας αυτής στην αρχαία Ελλάδα - το φρούριο, δημόσια κτίρια, κατάλοιπα
οικιών και πολλούς ταφικούς περιβόλους. Η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή
εμφανίζεται συνεχής από τα νεολιθικά χρόνια, αλλά η παρουσία ιερού επιβεβαιώνεται
αρχαιολογικά από τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα. Ο αρχαϊκός ναός καταστράφηκε από
τους Πέρσες κατά την εισβολή του 480-479 π.Χ., όπως και πολλά άλλα οικοδομήματα
της Αττικής. Ακολούθησε περίοδος ακμής κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, οπότε το ιερό απέκτησε
την οριστική αρχιτεκτονική του μορφή. Για το ιερό ενδιαφέρθηκε και ο Ηρώδης Αττικός,
που ίσως επισκεύασε τον μεγάλο ναό. Ακολούθησε περίοδος παρακμής, που ολοκληρώθηκε
με την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας.
Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν από τους Dilettanti το 1813 και
τον Δημ. Φίλιο το 1880. Ακολούθησαν οι ανασκαφές του Βαλ. Στάη στο διάστημα 1890-1892,
που έφεραν στο φως το ιερό, το φρούριο και πολλούς ταφικούς περιβόλους, καθώς
και μία σύντομη έρευνα του Ευθ. Μαστροκώστα το 1958. Από το 1975 έως σήμερα ο
χώρος ανασκάπτεται και μελετάται συστηματικά με χρηματοδότηση της Αρχαιολογικής
Εταιρείας και υπό την διεύθυνση του Βασ. Πετράκου.
Τα σημαντικότερα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου είναι:
Το Ιερό της
Νεμέσεως. Ο χώρος του ιερού διαμορφώθηκε με την κατασκευή ισχυρών ισοδομικών
αναλημματικών τοίχων στα βόρεια και τα ανατολικά για την στήριξη των χωμάτων. ΄Ενας μικρός
ναός των αρχών του 6ου π.Χ. αιώνα - η ύπαρξη του οποίου διαπιστώνεται μόνο από
τις λακωνικές κεραμίδες της στέγης που έχουν διασωθεί - και ο πώρινος δωρικός
ναός που καταστράφηκε από τους Πέρσες, προϋπήρχαν του ανδήρου, αλλά είχαν ήδη
καταστραφεί όταν αυτό κτίσθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. Στη συνέχεια ανοικοδομήθηκαν
οι δύο ναοί που είναι σήμερα ορατοί.
Ο μικρός ναός
κτίσθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. με πολυγωνική τοιχοδομία και έχει διαστάσεις
10 Χ 6μ. Αξιόλογα αγάλματα βρέθηκαν στο εσωτερικό του.
Ο μεγαλύτερος
ναός κτίσθηκε μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., βόρεια του προηγούμενου
και πολύ κοντά σε αυτόν. Είναι δωρικός περίπτερος με 6 Χ 12 κίονες, πρόναο και
οπισθόδομο με δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες και διαστάσεις 21,40 Χ 10,05μ.
Παλαιότερα θεωρήθηκε ότι ήταν έργο του ίδιου αρχιτέκτονα που κατασκεύασε το
ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, το λεγόμενο "Θησείο" στην Αγορά
των Αθηνών και το ναό του ΄Αρεως στις Αχαρνές.
Σε ορισμένα σημεία φαίνεται ότι η εργασία δεν ολοκληρώθηκε και οι
μετόπες και τα αετώματα έμειναν αδιακόσμητα.
Στο εσωτερικό φυλασσόταν
το περίφημο άγαλμα της θεάς,
έργο του μαθητή του Φειδία Αγοράκριτου. Το άγαλμα ήταν κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο
και η
βάση
του - που έφερε ανάγλυφη διακόσμηση - από μάρμαρο του Διονύσου.
Η βάση αυτή έχει αποκατασταθεί από μία πληθώρα θραυσμάτων
που βρέθηκαν διασκορπισμένα. Απεικονίζει την παρουσίαση της Ελένης στην μητέρα
της Νέμεση από τη Λήδα και χρονολογείται περί το 420 π.Χ.
Ανατολικά του ναού σώζονται τα θεμέλια του βωμού, διαστάσεων 3,25 Χ 7,80μ. Μία
στοά κατά μήκος της βόρεια πλευράς του τεμένους και μία μικρή κρήνη μπροστά της
συμπληρώνουν το χώρο.
Το φρούριο.
Αποτελείται από έναν εξωτερικό περίβολο μήκους 800 μ. και ένα μικρότερο εσωτερικό,
που περιβάλλει την κορυφή του λόφου. Η κύρια είσοδος του εξωτερικού περιβόλου
βρίσκεται στα νότια και προστατεύεται από ορθογώνιους πύργους εκατέρωθεν της πύλης.
Ορθογώνιοι πύργοι έχουν κατασκευασθεί και σε άλλα σημεία του τείχους. Στο εσωτερικό
του περιβόλου έχουν βρεθεί ιδιωτικά και δημόσια κτίρια, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν
το θέατρο και το γυμνάσιο. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και η αγορά του δήμου. Στην κορυφή του
λόφου - εντός του εσωτερικού οχυρωματικού περιβόλου - υπήρχαν οι στρατιωτικές
εγκαταστάσεις. Δύο μικρά λιμάνια στην παραλία κάτω από το φρούριο - το ανατολικό
και το δυτικό - χρησίμευαν για τα πλοία που ήλεγχαν το πέρασμα του Ευβοϊκού. Το
φρούριο του Ραμνούντα, όπως και αυτό του Σουνίου στη νότια άκτη της Αττικής,
πιστεύεται πως κατασκευάσθηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου
για τον έλεγχο των πλοίων που μετέφεραν σιτηρά προς την Αθήνα.
Οδός και ταφικά μνημεία.
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τμήμα της αρχαίας οδού που οδηγούσε στο δήμο του Ραμνούντα,
περνούσε μπροστά από ιερό της Νεμέσεως και κατέληγε στο φρούριο.
Κατά μήκος της οδού βρέθηκαν και πολλοί πολυτελείς
ταφικοί περίβολοι
των κλασικών χρόνων, που έφεραν αξιόλογα επιτύμβια ανάγλυφα, ναΐσκους και στήλες.
Αρκετοί από τους περιβόλους αυτούς έχουν αναστηλωθεί.