Είναι ένα από τα ονομαστότερα μοναστήρια του Θεσσαλικού χώρου, βρίσκεται
στις ανατολικές πλαγιές του Τιτάριου όρους απέναντι από τον
Όλυμπο
σε υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων. Πότε ακριβώς ιδρύθηκε δεν είναι γνωστό. Στο καθολικό,
στη νότια πλευρά υπάρχει η χρονολογία 1832, αυτή όμως αναφέρεται σε ανακαίνισή
του. Το ίδιο συμβαίνει και με την χρονολογία 1761 που υπάρχει στο παρεκκλήσι της
Μονής, τον Αγιο Χαράλαμπο. Εκεί, στην πρόθεση του ιερού, υπάρχει και η επιγραφή
SNMΩ γεγονός που οδήγησε ορισμένους να ισχυριστούν ότι χτίστηκε το 1040 μ.Χ. ενώ
την Μονή ανήγαγαν στη βυζαντινή εποχή κατά τα τέλη της μακεδονικής δυναστείας
του 11ου αιώνα. Ωστόσο η επιγραφή SNMΩ δεν μπορεί να αποτελεί χρονολογία ανέγερσης
εκτός αν ο χρόνος και οι συνεχείς κακοποιήσεις της επιγραφής από αδαείς και μη,
διαφοροποίησαν τα στοιχεία. Έτσι αυτό το οποίο είναι βέβαιο είναι, ότι ολόκληρο
το συγκρότημα αποτελεί οπωσδήποτε μεταβυζαντινό κτίσμα. Τόσο το καθολικό του μοναστηριού
όσο και το παρεκκλήσι ανήκουν στην κατηγορία των λεγόμενων μονόχωρων δρομικών
ναών που καλύπτονται από ξύλινη δίρριχτη στέγη.
Η Μονή συγκροτούνταν από κελιά, στα οποία διέμεναν οι μοναχοί, καθώς
επίσης από αποθήκες και υπόγεια. Στο ανατολικό μέρος υπήρχε ο ναός και στο μέσο,
περίβολο με δύο κρήνες και μυστικό υδραγωγείο με δύο θύρες εισόδου και εξόδου.
Η νότια περιοχή αποτελούνταν από πολλούς βοσκότοπους και τεμάχια αγρών διαμορφωμένα
με πεζούλια και υδατοδεξαμενές σε διάφορα σημεία ενδεικτικά καλλιέργειας λαχανόκηπων.
Όπως αναφέρεται στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ι. Β. Στεφανίδου, Αθήνα
1948 σελ.738, η Μονή διέθετε μεγάλη περιουσία που προέρχονταν από δωρεές των κατοίκων.
Κατά τα χρόνια της δουλείας γνώρισε μεγάλη ακμή προσφέροντας εθνικές υπηρεσίες
στον αγώνα της ελευθερίας. Κατέστη κέντρο εθνικής αντίστασης και εφοδιασμού των
αρματολών και κλεφτών της περιοχής
Ολύμπου
-
Πιερίας.
Αξιοσημείωτη υπήρξε και η προσφορά της στον τομέα της μόρφωσης με
τη λειτουργία κρυφού σχολειού και της φιλανθρωπίας με την προσφορά συσσιτίου στους
φτωχούς.
Η Μονή πυρπολήθηκε το 1667 επί Διονυσίου Γ', ενώ γύρω στα 1700 καταστράφηκε
από επιδρομές Τουρκαλβανών. Στα 1761 ξανακτίστηκε και επεκτάθηκε για να εξυπηρετήσει
το πλήθος των μοναχών που έμεναν σ’ αυτή. Στο συγκρότημα υπήρχε παλιότερα και
η κατοικία του Επισκόπου καθώς και ένας μικρός ναίσκος στο όνομα του Ευαγγελιστού
Ματθαίου. Τελευταία επιδρομή εναντίον της Μονής έγινε στις 30 Νοεμβρίου του 1943
από τους Ιταλούς. Σήμερα λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι.
Στο εσωτερικό του καθολικού υπάρχει ένα ωραιότατο ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο
τέμπλο. Η επιφάνειά του χωρίζεται γενικά σε τρεις οριζόντιες ζώνες. Η πρώτη (η
χαμηλότερη) αποτελείται από ορθογώνια θωράκια τις λεγόμενες ποδιές, που σχηματίζονται
από χαμηλούς πεσσίσκους και περιέχουν ζωγραφιστό διάκοσμο. Η δεύτερη ζώνη είναι
μια κιονοστοιχία, στην οποία στηρίζονται οι Δεσποτικές εικόνες. Στη συνέχεια ακολουθεί
το λεγόμενο επιστήλιο που περιλαμβάνει εικόνες αγίων προσώπων και τέλος τοποθετείται
το Δωδεκάορτο που είναι μια σειρά εικόνων μέσα σε ανάγλυφα τόξα, παριστάνοντας
τις δώδεκα γιορτές που αναφέρονται στη ζωή του Χριστού. Επίστεψη όλων αυτών αποτελεί
ο Εσταυρωμένος. Εξέχουσα θέση στο τέμπλο κατέχει και το πανέμορφο βημόθυρό του.
Στις επάλληλες ζώνες του υπάρχουν μικρές παραστάσεις, όπως του Ευαγγελισμού της
Θεοτόκου και άλλων αγίων προσώπων. Αυτές περικλείονται από γλυπτές διακοσμήσεις
φυτών και ζώων.