Τα Πάμφιλα είναι το βορειότερο χωριό του διευρυμένου Δήμου της
Μυτιλήνης.
Απέχουν 7 χιλιόμετρα από τη
Μυτιλήνη
και είναι χτισμένα σε υψόμετρο 50 μ. από τη θάλασσα. Με τις σημερινές γεωμορφολογικές
συνθήκες υπάρχει μερική οπτική επαφή με τη θάλασσα, γεγονός που προκαλεί ερωτηματικά
σχετικά με την ασφάλεια του χωριού σε περίπτωση πειρατικής επιδρομής. Φαίνεται
όμως ότι την έλλειψη οχυρού, στο οποίο θα κατέφευγαν οι κάτοικοι σε μια τέτοια
περίπτωση, αναπλήρωνε η ύπαρξη των λεγόμενων πύργων. Τέτοιου είδους πύργοι θεωρούνται
οι σωζόμενες σήμερα κατοικίες του Χατζησάββα, των Βοστάνηδων και του Σάλτα. Πρόκειται
για πολυώροφα (συνήθως τριώροφα), σχεδόν τετράγωνης κάτοψης κτίρια, που είναι
χτισμένα στις παρυφές του χωριού ή και μέσα σ’ αυτό με σαφή αμυντικό προσανατολισμό.
Η παλαιότερη μέχρι στιγμής αναφορά για το χωριό γίνεται το 1566/7
και βρίσκεται στη «Λεσβιάδα Ωδή» του Σταυράκη Αναγνώστη, ο οποίος αντέγραψε από
τον απολεσθέντα παλαιότερο κώδικα της Μητροπόλεως Μυτιλήνης σχετικό κατάλογο των
υπαγομένων στη Μητρόπολη χωριών. Η φορολογική απογραφή του 1840 κατέγραψε 186
οικογένειες, όμως ο πραγματικός πληθυσμός πρέπει να ήταν μεγαλύτερος. Κατά το
1849 τα Πάμφιλα διέθεταν 300 περίπου σπίτια και το 1908 550, όλα χριστιανικά.
Η πρώτη επίσημη ελληνική απογραφή του 1928, κατέγραψε στο χωριό έναν πληθυσμό
2.198 κατοίκων, συμπεριλαμβανομένων και των προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Μεταπολεμικά
ο πληθυσμός έπεσε και έφτασε το 1971 στους 1.482.
Κέντρο αναφοράς του χωριού είναι ασφαλώς ο εντυπωσιακός ναός της Αγίας
Βαρβάρας, ρυθμού βασιλικής, ο οποίος άρχιζε να χτίζεται στη θέση παλαιότερου μικρότερου
ναού το 1859 και ολοκληρώθηκε το 1881, οπότε έγιναν και τα εγκαίνιά του.
Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται το καλλιμάρμαρο «Βοστάνειο» δημοτικό
σχολείο, χτισμένο στα 1928 με χορηγία των Παναγιώτη και Γεωργίου Βοστάνη, το οποίο
και διαδέχθηκε επάξια το ταπεινό δημοτικό σχολείο, το αναφερόμενο από το 1840.