Η πόλη των Iωαννίνων, στο κέντρο του ομώνυμου λεκανοπεδίου, απλώνεται
στις όχθες της λίμνης Παμβώτιδος
καθώς και στην χερσόνησο μήκους 500 μέτρων που σχηματίζεται σε αυτήν. To γεγονός
ότι η πόλη περιβάλλεται από βουνά την κατέστησε - όπως και ολόκληρη την περιοχή
της Hπείρου - αρκετά απομονωμένη αλλά ταυτόχρονα και ανεξάρτητη από τα κατά καιρούς
κέντρα εξουσίας.
Κατά την Ύστερη Aρχαιότητα, σύμφωνα με τον Laterculus Veronensis έναν
κατάλογο των επαρχιών της Αυτοκρατορίας, o oποίος χρονολογείται μεταξύ 328 και
337, η Ήπειρος αποτελούνταν από δύο τμήματα: Την Epirus Nova (= Nέα Ήπειρος),
με πρωτεύουσα το Δυρράχιο,
η οποία οριζόταν στα βόρεια από την επαρχία Πραιβαλίδος, στα ανατολικά από την
επαρχία Μακεδονίας και στα
νότια από την Epirus Vetus (= Παλαιά Ήπειρος). Η Epirus Vetus, στην οποία ανήκε
και η περιοχή της πόλης των Ιωαννίνων, είχε ως πρωτεύουσα τη Nικόπολη.
Από τον Θ΄ αιώνα η περιοχή των Ιωαννίνων αποτέλεσε τμήμα του Θέματος Νικοπόλεως,
το οποίο δημιουργήθηκε στα πλαίσια της νέας πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα ακριβή όρια του Θέματος Νικοπόλεως δεν μας είναι
γνωστά. Για τον λόγο αυτόν δεχόμαστε συμβατικά τα όρια της εκκλησιαστικής επαρχίας
Νικοπόλεως, έτσι όπως ήταν διαμορφωμένα κατά την μέση βυζαντινή περίοδο, δηλαδή
βόρεια τα Ακροκεραύνεια όρη και νότια ο Κορινθιακός
κόλπος.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών
Σύμφωνα με τον ιστορικό του ΣΤ΄ αι. Προκόπιο, ο Iουστινιανός
μετέφερε, για λόγους ασφάλειας, τους κατοίκους της Eύροιας και ίδρυσε μία πόλη
(το 529;) με φυσική οχύρωση μέσα σε μία λίμνη. «ην δε τις ενταύθα πόλις αρχαία,
ύδασιν επιεικώς κατακόρης ούσα, ανόματός τε της του χωρίου φύσεως. Eύροια γαρ
ανέκαθεν ωνομάζετο. Tαύτης δε της Eυροίας ου πολλώ απόθεν λίμνη κέχυται και νήσος
κατά μέσον ανέχει και λόφος αύτη επανέστηκε. Διαλείπει δε η λίμνη τοσούτον, όσον
τινά εν εισόδου μοίρα τη νήσω λελείφθαι. Ένθα δη βασιλεύς τους της Eυροίας μεταβιβάσας
οικήτορας, πόλιν οχυρωτάτην οικοδομησάμενος ετειχίσατο». (Προκόπιος, Περί κτισμάτων,
IV,1,.39-42). H περιγραφή οδήγησε όλους σχεδόν τους ερευνητές στην ταύτιση της
θέσης αυτής με τον χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το κάστρο των Iωαννίνων.
Ωστόσο μία νέα και ίσως πιθανότερη υπόθεση δεν δέχεται την άποψη αυτή,
διότι οι μετεγκαταστάσεις πληθυσμού που οργανώνονταν κατά τον ΣT΄ αιώνα από την
Αυτοκρατορία αποσκοπούσαν στην προστασία των κατοίκων από τους επιδρομείς και
είχαν προσωρινό χαρακτήρα. Συνεπώς, υποστηρίζεται, δεδομένης της προσωρινότητας
παρόμοιων ενεργειών, δεν δικαιολογείται η ταύτιση του χώρου εγκατάστασης των κατοίκων
της Eύροιας με τα Iωάννινα. Αντίθετα ταυτίζεται η Eύροια με τον λόφο Kαστρί στην
όχθη της Aχερουσίας λίμνης.
Aλλά ακόμη και μεταγενέστερα οι σχετικές πληροφορίες είναι ιδιαίτερα πενιχρές
και συμπτωματικές, γεγονός που οφείλεται στην γενικότερη άποψη, ότι είχε ενδιαφέρον
μόνο ό,τι σχετίζονταν με την πρωτεύουσα και με τις πράξεις της κεντρικής εξουσίας.
Αλλωστε λόγω των προαναφερομένων προβληματισμών και της έλλειψης στοιχείων
αδυνατούμε να ταυτίσουμε τα Iωάννινα με την πόλη Eύροια ακνίου (=εκ νέου=νέα),
η οποία βρίσκεται στην Θεσπρωτία και η οποία μνημονεύεται στον "Συνέκδημο" του
Iεροκλή. Στο έργο αυτό του ΣΤ΄ αι., ο Iεροκλής αναφέρεται στην πολιτική γεωγραφία
του Aνατολικού Pωμαϊκού Kράτους και περιλαμβάνει την Eύροια στον κατάλογο των
δώδεκα πόλεων της Παλαιάς Hπείρου. Στις πηγές της Ύστερης Aρχαιότητας και έως
τον Ι' αιώνα η πόλη Iωάννινα δεν αναφέρεται.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών
Το 1082, τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται από τον Βοημούνδο, γιο του Ροβέρτου
Γυισκάδου.Το 1185, πιθανολογείται καταστροφή των Ιωαννίνων από το Νορμανδικό πεζικό,
υπό την αρχηγία του Γουλιέλμου Β', βασιλιά της Σικελίας.
Το 1204, τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται από τον Μιχαήλ Αγγελο Κομνηνό,
ο οποίος εγκαθιδρύει έτσι τη δυναστεία των δεσποτών της Ηπείρου, με πρωτεύουσα
την Αρτα.
Έκτοτε τα Ιωάννινα θ' ακολουθήσουν τις ιστορικές εξελίξεις του καλούμενου
Δεσποτάτου της Ηπείρου, το οποίο, εκτεινόμενο από το Δυρράχιο
μέχρι τη Ναύπακτο, θα διαδραματίσει
ρόλο προπυργίου του βυζαντινού φεουδαρχισμού, στις αλλεπάλληλες επιδρομές των
Φράγκων, Βενετών, Αλβανών και Σέρβων.
Επί των ημερών του Μιχαήλ Α' του Αγγέλου τα Ιωάννινα φέρονται ν' αναπτύσσονται
και να ευημερούν. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, κατά την περίοδο αυτή, συγκεντρώνονται
στα Ιωάννινα επίσημοι και λόγιοι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη,
μετά την κατάληψη αυτής, από τους Φράγκους. Επίσης, κατά την περίοδο αυτή περί
το 1206, σημειώνεται ανακαίνιση των τειχών του φρουρίου και ίδρυση στο μικρό νησί
της λίμνης Παμβώτιδας, στη
Μονή Σπανού,της Σχολής Φιλανθρωπινών και στην αρχαιότατη Μονή του Αγίου Νικολάου
Στρατηγοπούλου, της ομώνυμης Σχολής.
Οι δύο μονές θα αποτελέσουν αργότερα τον πυρήνα της μεγάλης καλλιτεχνικής
ανάπτυξης που γνώρισε το Νησί, κυρίως κατά τον 16ο αιώνα.
Το 1265, τα Ιωάννινα παραχωρούνται από τον Νικηφόρο Α' Αγγελο Κομνηνό,
στον αυτοκράτορα Νίκαιας,
Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, το 1282, τα Ιωάννινα επανέρχονται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου,
υπό την εξουσία του Νικηφόρου Α' του Αγγέλου Κομνηνού. Κατά την περίοδο αυτή,
σημειώνεται και η μεταφορά της έδρας του εκκλησιαστικού πρωθιερέα του Δεσποτάτου
στα Ιωάννινα, η επισκοπή των οποίων φαίνεται να αναβαθμίζεται σε μητρόπολη, λόγω
της ίδρυσης στην Ναύπακτο καθολικής αρχιεπισκοπής, με την παραχώρηση της πόλης
στον Φίλιππο Ταραντίνο.
Το 1296, με τον θάνατο του Νικηφόρου Α' Αγγέλου Κομνηνών, αναλαμβάνει
την εξουσία των Ιωαννίνων και της Ηπείρου, η χήρα του Αννα ως επίτροπος του γιου
τους Θωμά Α'. Κατά την επιτροπεία της, επιτυγχάνεται η υποστήριξη των Βυζαντινών
προς αποφυγή των πιέσεων των Ανδεγαυών. Έτσι, στέλνεται στα Ιωάννινα, αυτοκρατορικός
στρατός, υπό τον Ιωάννη Λάσκαρη, ο οποίος στη συνέχεια κηδεμονεύει το Δεσποτάτο,
σύμφωνα με τις θελήσεις του αυτοκράτορα του Ανδρόνικου Β'.
Το 1318, με τη δολοφονία του Θωμά Α', τελευταίου της δυναστείας των
δεσποτών της Ηπείρου, Αγγέλων Κομνηνών, τα Ιωάννινα συγκεντρώνουν την προσοχή
και τις βλέψεις των Βυζαντινών, των Ανδεγαυών και των Σέρβων. Τελικά, τα Ιωάννινα
υποτάσσονται στο Βυζάντιο, ύστερα από την επέμβαση του Ιωάννη Συργιάννη από το
Βεράτιο, ο οποίος έπεισε τους Ιωαννίτες, να υποταχθούν στον Ανδρόνικο Β', ώστε
να αποκτήσουν την ευμένειά του. Σ' αυτή τη συμφωνία υποταγής, οφείλονται τα δύο
χρυσόβουλα (1319 και 1321) του Ανδρόνικου Β', τα οποία είναι πολύ αποκαλυπτικά
για την ιστορία των Ιωαννίνων και για την εξέλιξη των φεουδαλικών σχέσεων.
Κατά την περίοδο της Βυζαντινής κυριαρχίας, στα Ιωάννινα , την εξουσία
ανέλαβαν διαδοχικά, ο Νικόλαος Ορσίνη, επονομασθείς Ιωάννης Β' Κομνηνός Αγγελοδούκας,
η σύζυγός του Αννα Παλαιολογίνα, ως επίτροπος του γιου τους Νικηφόρου Β' και τέλος
ο Ιωάννης Αγγελος. Το 1339 η βυζαντινή κυριαρχία στα Ιωάννινα, διακόπτεται
από την κατάληψή τους από τους Σέρβους. Τα Ιωάννινα, το 1367, αποδέχονται ως ηγεμόνα
τους τον Θωμά Πρελούμπο ή Πρελούμποβιτς, του οποίου η εξουσία αναδείχθηκε άκρως
τυραννική, αφού κατεδίωξε άγρια και φορολόγισε τους Ιωαννίτες, εξόρισε τον μητροπολίτη
τους και δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία, την οποία λέγεται ότι μοίρασε στους
Σέρβους οπαδούς του.
Έναντι αυτού του στυγνού καθεστώτος, οι Αλβανοί Ιωαννίτες φέρονται,
κατά μια πληροφορία, ότι ζήτησαν προστασία από τους κυριαρχούντες στην Ήπειρο,
Αλβανούς φυλάρχους. Έτσι, αρχίζουν οι αλβανικές επιδρομές κατά των Ιωαννιτών,
οι οποίες οδήγησαν το δεσπότη Θωμά , το 1375, σε επισκευή και ανακαίνιση του φρουρίου
των Ιωαννίνων.
Το 1384, λήγει η τυραννική δεσποτεία του Θωμά Πρελούμποβιτς και αναλαμβάνει
την εξουσία της πόλης η χήρα του, Μαρία Αγγελίνα Παλαιολογίνα. Το 1386, έναντι
της απειλής των Αλβανών φυλάρχων, αναγνωρίζεται δεσπότης της πόλης των Ιωαννιτών
ο Μπουοντελμόντι, ο οποίος επαναφέρει τη μητρόπολη στην έδρα της και εφαρμόζει
συνετή διοίκηση απέναντι στους κατοίκους. Όμως ο Μπουοντελμόντι, πιεζόμενος από
τις συνεχείς αλβανικές επιδρομές και πολιορκούμενος από τον Σπάτα, αναγκάζεται
να ζητήσει την προστασία του σουλτάνου Μουράτ Α', οπότε και σημειώνεται η πρώτη
παρουσία τούρκικων δυνάμεων στα Ιωάννινα.
Με τον θάνατο του Μπουοντελμόντι, κατά το 1408/9, την εξουσία αναλαμβάνει
ο Κάρολος Α' Τόκκος, δούκας της Κεφαλληνίας,
ο οποίος αφού την χάσει από τον Μπουά Σπάτα, την ανακαταλαμβάνει το 1417/8 και
τη διατηρεί μέχρι και το θάνατό του, το 1429. Ο Κάρολος Α' Τόκκος αναπτύσσει τα
Ιωάννινα οικονομικά και πνευματικά και ισχυροποιεί το δεσποτάτο. Τον Κάρολο Α'
διαδέχεται ο Κάρολος Β' Τόκκος.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών
Τα Γιάννενα παραδόθηκαν στους Τούρκους στις 9 Οκτωβρίου του 1430 ύστερα
από διαπραγματεύσεις με τον πολιορκητή τους Σινάν Πασά και αφού πρώτα πέτυχαν
να εκδοθεί αυτοκρατορική διαταγή από το Σουλτάνο Μουράτ το Β΄, γνωστή ως προνομιακός
«ορισμός» του Τούρκου beylerbeyi Σινάν Πασά. Στο έγγραφο αυτό, που θεωρείται ως
ένα από τα πιο παλαιά έγγραφα οθωμανικής αρχής, γραμμένο όμως στην ελληνική γλώσσα,
παραχωρούνται στους Γιαννιώτες σημαντικά προνόμια, ανάλογα με εκείνα που είχαν
κατορθώσει να αποσπάσουν στα 1319 από το Βυζάντιο με το Χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου
Παλαιολόγου, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν οι φορολογικές απαλλαγές και η ελεύθερη
διακίνηση του εμπορίου τόσο μέσα στην πόλη όσο και στις άλλες περιοχές της βυζαντινής
επικράτειας.
Το προνομιακό αυτό καθεστώς αρμονικών σχέσεων ανάμεσα στον κατακτημένο
και τον κατακτητή διατηρήθηκε ως τον Σεπτέμβριο του 1611, οπότε διαδραματίστηκε
στα Γιάννενα ένα σημαντικότατο, αλλά και απροσδόκητο για την εποχή, γεγονός.
Αναφερόμαστε στο επαναστατικό κίνημα του Διονυσίου του Φιλοσόφου που
όχι μόνο κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, αλλά και έγινε πρόξενος αναρίθμητων συμφορών
για τους χριστιανούς, που ως την εποχή εκείνη κατοικούσαν μέσα στο κάστρο. Αποκορύφωμα
υπήρξε ο βίαιος και ομαδικός τους διωγμός από αυτό και η υποχρεωτική τους εγκατάσταση
στην παραλίμνια περιοχή του Σιαράβα. Έχοντας χάσει οι «καστρινοί» ολοκληρωτικά
τις περιουσίες τους και τα στηρίγματά τους, έβλεπαν ως μοναδική σωτήρια λύση,
στο αδιέξοδο που είχαν περιέλθει, τη φυγή προς τη Δύση.
Έτσι δεν άργησαν να υλοποιήσουν τη σκέψη του ξενιτεμού μεταναστεύοντας
κυρίως στις παράλιες πόλεις της Δ. Ιταλίας και προπαντός στη Βενετία. Εκεί οι
περισσότεροι επιδόθηκαν στην προσφιλή τους ασχολία, το εμπόριο, και μέσα σε πολύ
σύντομο χρονικό διάστημα άρχισαν να αναλαμβάνουν, να δημιουργούν πάλι τη χαμένη
περιουσία τους και να αποκτούν μεγαλύτερη οικονομική δύναμη. Όσοι παρέμειναν και
αφού διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν ανάμειξη ούτε καμιά ευθύνη στην ανταρσία του Διονυσίου,
προσπάθησαν να περισώσουν ό,τι τους είχε απομείνει από τις λεηλασίες και τις πυρπολήσεις
στις πρώτες μέρες της σύγχισης. Στη συνέχεια, ξεπερνώντας τη συμφορά και αντιμετωπίζοντας
με καρτερία την πραγματικότητα, κατόρθωσαν να ανοικοδομήσουν το σπιτικό τους.
Έτσι στα 1666, ο περιηγητής Spon μας δίνει μια εικόνα της πόλης τελείως
απρόσμενη ύστερα από τους τόσους κατατρεγμούς των κατοίκων της. Οι πληροφορίες
του μαρτυρούν ότι τα Γιάννενα την εποχή αυτή είναι πολυάνθρωπα και βρίσκονται
σε μεγάλη εμπορική ακμή. Στα 1670 υπάρχουν στα Γιάννενα 4.000 σπίτια,
χριστιανός αρχηγός συντεχνιών, αγορά με 1.900 εργαστήρια και καταστήματα και ετήσια
αξιόλογη εμποροπανήγυρη. Τα στοιχεία αυτά παραδίδει ο Τούρκος περιηγητής και συγγραφέας
του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπή, ανάμεσα στις τόσες άλλες μοναδικές και πολύτιμες
πληροφορίες για την πόλη των Ιωαννίνων, στο γνωστό του έργο.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών
Το 1431,οι κάτοικοι των Ιωαννίνων έγιναν υποτελείς στους Τούρκους,
υπό τον Σινά πασά και εγκαθιδρύεται στα Ιωάννινα η τουρκική κυριαρχία, η οποία
διαρκεί 482 έτη, δηλαδή μέχρι το 1913.
Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα τα υπό τουρκική κυριαρχία Ιωάννινα
παρουσιάζουν γενική πτώση και παρακμή.
Ο 17ος αιώνας αποτελεί την απαρχή της ακμής των Ιωαννίνων. Η οποία
κορυφώνεται στο δεύτερο του 18ου, με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνολογίας.
Η ανάπτυξη αυτή οδηγεί και σε σημαντική πληθυσμιακή αστική συγκέντρωση. Επίσης,
τα Ιωάννινα παρουσιάζουν και λαμπρότατη πνευματική παράδοση αιώνων. Ήδη από το
1206 χρονολογείται η ίδρυση δύο σχολών στις Μονές Σπανού και Ντίλιου, όπου δίδαξαν
και μαθήτευσαν επιφανείς λόγιοι και στοχαστές. Με τις σχολές αυτές διατηρήθηκε
στην Ήπειρο η ελληνική παιδεία και καλλιεργήθηκαν τα ελληνικά γράμματα και η λόγια
παράδοση μέχρι της εποχής του αστικού μετασχηματισμού. Από τα μέσα του 17ου αιώνα,
οι φιλογενείς Ιωαννίτες, επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, χρηματοδότησαν
την ίδρυση νέων σχολών στα Ιωάννινα. Έτσι, ιδρύθηκαν, μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων,
οι σχολές του ηγούμενου Επιφανίου (1648), που αποκαλείται μικρή, η σχολή Γκούμα
(1676), που αποκαλείται μεγάλη, η Μαρουτσαία (1746), η Καπλάνειος (1797) και αργότερα
η Ζωσιμαία (1828).
Από το 18ο αιώνα, τα Ιωάννινα αναδεικνύονται το σημαντικότερο πνευματικό
κέντρο του νέου Ελληνισμού και της προεπαναστατικής πνευματικής Ελλάδας.
Από το 1431 και μέχρι την εποχή του Αλή (1788), πλην του επαναστατικού
κινήματος του Διονυσίου (1611), του επικαλούμενου Σκυλόσοφου, κανένα πολεμικό
ή άλλο αξιόλογο γεγονός δεν συντελείται στα Ιωάννινα. Από το 1788 και για 50 χρόνια
μετά, σημειώνονται, στην πόλη των Ιωαννίνων, γεγονότα εξαιρετικής σημασίας.
Το 1788, ο Αλή ανέρχεται στην εξουσία των Ιωαννίνων εγκαινιάζοντας
το τυραννικό καθεστώς. Για την περίοδο αυτή, η προσωπική ιστορία του Αλή είναι
και η ιστορία Ιωαννίνων αλλά και όλης της Ηπείρου.
Τα Ιωάννινα παρά τη στυγνή τυραννία, αναπτύσσονται συνεχώς. Επί της
εποχής του Αλή κορυφώνεται ο αστικός μετασχηματισμός της πόλης και τα Ιωάννινα
παρουσιάζονται ως το καλύτερο αστικό κέντρο της προεπαναστατικής Ελλάδας. Ειδικότερα,
ο Αλή, για δική του ασφάλεια και πλουτισμό, περιορίζει και διώκει τους μπέηδες
τιμαριούχους και διευρύνει τις προϋποθέσεις αστικής ανάπτυξης των Ιωαννίνων. Επισκευάζει
το φρούριο (1812-1815), ανοίγει δρόμους προς Αρτα,
Θεσσαλία και Παραμυθιά,
υποτάσσει τη Στερεά Ελλάδα και
την Πελοπόννησο, κτίζει ανάκτορα,
ιδρύει στρατιωτική σχολή με Γάλλους καθηγητές, στην οποία έμελλε να φοιτήσουν
οι επισημότεροι οπλαρχηγοί της ελληνικής Επανάστασης και ευνοεί την ανάπτυξη των
εμπορευματικών σχέσεων. Κατά την εποχή αυτή, η τοπική αγορά των Ιωαννίνων, συγκαταλέγεται
μεταξύ των σημαντικότερων του Ελλαδικού χώρου. Όσα συντελέστηκαν, επί δύο αιώνες
στα Ιωάννινα, είχαν επιπτώσεις και στο ιδεολογικό υπόβαθρο των Ιωαννιτών. Οι περισσότεροι
απ΄αυτούς, φέρονται ως θιασώτες των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης. Η ιδεολογική
αυτή μεταβολή, δεν είναι ξένη με τον άμεσο και αναντίρρητο προσανατολισμό των
Ιωαννιτών προς τη ιδέα της απελευθέρωσής τους και προς τα κηρύγματα του Ρήγα και
της Φιλικής Εταιρείας.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ένας από τους
ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, καταγόταν από τα Ιωάννινα, ούτε ότι από το 1816
και μετά πολλοί έμποροι, πολιτικοί και διανοούμενοι Ιωαννίτες φέρονται να έχουν
μυηθεί σ΄ αυτήν. Εξάλλου, από αδιάψευστες πηγές, καταμαρτυρείται η δράση των Ιωαννιτών
Φιλικών, μέσα στην πόλη και μάλιστα μέσα στην αυλή του Αλή πασά. Απ΄αυτούς σημαντικότεροι
φέρονται οι Μάνθος Οικονόμου, Αλ. Νούτσος , Γ. Τουρτούρης, Ι. Κωλέττης, Ι. Βηλαράς,
Σπ. Κολοβός κ.ά. Από το 1819 και μετά, τα Ιωάννινα, εκτός από πνευματικό κέντρο
του νέου Ελληνισμού, καθίστανται συγχρόνως και το σπουδαιότερο πολιτικό κέντρο
εθνικής κίνησης και διαφώτισης. Το 1822 τα Ιωάννινα καταλαμβάνονται από τον Χουρσίτ
πασά και ο Αλής σκοτώνεται στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο νησάκι της λίμνης
Παμβώτιδος. Όσο διαρκούσε
η πολιορκία των Ιωαννίνων, ξεκινούσε κατά τον Μάρτιο του 1821, η Ελληνική Επανάσταση,
στην οποία, λόγω της παρουσίας πολυάριθμου τουρκικού στρατού στην Ήπειρο , δεν
έλαβαν ενεργό μέρος οι Ιωαννίτες και οι Ηπειρώτες. Καθ' όλη τη διάρκεια του Αγώνα,
τα μισοκατεστραμμένα Ιωάννινα, διαδραμάτισαν βάση εξόρμησης του τουρκικού στρατού
προς την αγωνιζόμενη Ρούμελη. Με τη λήξη του Αγώνα, τα Ιωάννινα δεν ευτύχησαν
να συμπεριληφθούν στα απελευθερωθέντα διαμερίσματα, που σχημάτισαν το Ελληνικό
Κράτος. Τα Ιωάννινα απελευθερώθηκαν την 21η Φεβρουαρίου του 1913. Τέλος κατά τον
Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Ιωάννινα καταλήφθηκαν προσωρινά από ιταλικά στρατεύματα,
από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1917, και από τότε και έπειτα, ακολούθησε
την τύχη της υπόλοιπης Ελλάδας.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών
Το 1911 ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων συνειδητοποιώντας τη δεινή
κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ευρύτερη περιοχή ένεκα της τουρκικής επικυριαρχίας
και της οικονομικής δυσπραγίας των κατοίκων ίδρυσε το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς με
στόχο, όπως έγραφε στο «Υπόμνημά» του προς τον Ηπειρωτικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο
της Κωνσταντινούπολης, στις
30 Νοεμβρίου 1911, να προέλθουν από αυτό οι μελλοντικοί επιστήμονες και οι συστηματικοί
εργάτες «της ποθητής ανορθώσεως», οι μελλοντικοί ιερείς και διδάσκαλοι «της υπαίθρου
χώρας». Εκείνη την περίοδο, αλλά και μέχρι τη μεταπολεμική εποχή η Σχολή Βελλάς
διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο, αφού προσέφερε στους οικονομικά ασθενέστερους
νέους της χειμαζόμενης Ηπείρου μία από τις ελάχιστες δυνατότητες να αποκτήσουν
δωρεάν ανώτερη μόρφωση και να ασκήσουν στη συνέχεια το ιερατικό λειτούργημα, ή
να προσληφθούν ως διδάσκαλοι. Οι σπουδαστές εκτός από τα εγκύκλια μαθήματα διδάσκονταν
Θρησκευτικά (Ιερά Ιστορία, Εισαγωγή και Ερμηνεία Καινής Διαθήκης, Κατήχηση, Λειτουργική,
Εκκλησιαστική Ιστορία, Ηθική, Ομιλητική), Γεωπονία (Γεωργία, δενδροκομία, πτηνοτροφία,
σηροτροφία) και Παιδαγωγικά.
Στο κοινωνικό πεδίο παρατηρούμε τη δημιουργία διαφόρων θρησκευτικών
-φιλανθρωπικών συλλόγων [«Ζωοδόχος Πηγή - Φιλόπτωχος» (1908), «Η Θεοτόκος» (1911),
«Παντάνασσα» (1937),] ενώ το 1921 εγκαινιάζεται στα Γιάννινα το παράρτημα του
«Λυκείου Ελληνίδων» που εμπνεύσθηκε και υλοποίησε στην Αθήνα
το 1911 η Καλλιρρόη Παρρέν, με στόχο την ενημέρωση και τη βελτίωση του μορφωτικού
επιπέδου των γυναικών και την παρέμβαση με εκδηλώσεις Τέχνης στην ευρύτερη πολιτιστική
ζωή. Την προστασία της μητρότητας, της βρεφικής και παιδικής ηλικίας μέσω συμβουλευτικών
σταθμών, παιδικών ιατρείων, αλλά και κέντρων παροχής ιματισμού και τροφής, ιδίως
μετά τη Γερμανική κατοχή, είχε ως σκοπό το «Πατριωτικόν ΄Ιδρυμα Ιωαννίνων» (1935).
Στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνος οι συνθήκες ζωής ενός μεγάλου αριθμού
πολιτών ήταν ιδιαίτερα δύσκολες και αρχίζουν να γίνονται αισθητές οι αλλαγές που
επισυμβαίνουν στον ευρύτερο εργασιακό χώρο. Ήδη από το 1919 σχηματίσθηκε στα Γιάννινα
ο πρώτος όμιλος του «Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ελλάδος» και το 1922
το «Πανηπειρωτικόν Εργατικόν Κέντρον Ιωαννίνων» καταγγέλει προς την «Αυτού εξοχότητα
Γενικόν Διοικητήν» της Ηπείρου «την τραγικήν θέσιν» στην οποία βρίσκονται «αι
Εργατικαί τάξεις της πόλεως λόγω της αεργίας, του γλισχρού των ημερομισθίων και
της αφορήτου καταστάσεως πλέον πληγής της αισχροκερδίας». Το 1924 συγκροτείται
ο «Ηπειρωτικός Εκπαιδευτικός Όμιλος», ο οποίος είχε ως στόχο «η παιδεία να γίνη
κτήμα του Έθνους, να στήση τα θεμέλια της απάνω στα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής
ζωής, όπως την διεμόρφωσεν η ιστορική εξέλιξις του Έθνους» και «να θεμελιωθή στον
γνήσιον νεοελληνικόν κόσμον, δηλαδή στη ζωντανή γλώσσα και τη λαϊκή παράδοση».
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή επίσης, το 1923, ιδρύονται η «Πανηπειρωτική
Ένωσις Παλαιών Πολεμιστών» και ο «Πανηπειρωτικός Σύνδεσμος Αναπήρων και θυμάτων
Πολέμου», ενώ από την «Πανηπειρωτική Ένωση» προερχόταν η συντακτική ομάδα που
το 1924 εξέδωσε τη μαχητική εβδομαδιαία Εφημερίδα «Νέος Αγών», η οποία, σύμφωνα
με τον Πέτρο Αποστολίδη, «γινόταν ανάρπαστη». Σε κάθε φύλλο της Εφημερίδας, από
τα ελάχιστα που κυκλοφόρησαν, δημοσιευόταν ένα ποίημα του Γιωσέφ Ελιγιά, ο οποίος
την Πρωτομαγιά του 1923, στην εκδήλωση του Εργατικού Κέντρου Ιωαννίνων, απήγγειλε
αποσπάσματα από το «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη. Είναι μία κρίσιμη περίοδος
τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την πόλη των Ιωαννίνων και τα δρώμενα στο επίπεδο
της εθνικής ζωής, αλλά και στην ενδοχώρα της θέτουν σε δοκιμασία την κοινωνική
συνείδηση και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι στα Γιάννινα αναπτύσσεται
ένα ευδιάκριτο ρεύμα κοινωνικής κριτικής, το οποίο επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση
ρηξικέλευθων νοοτροπιών και στην ωρίμανση των κοινωνικών αιτημάτων. Οι αντίξοες
συνθήκες εργασίας και οι σχέσεις ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζομένους
αρχίζουν να γίνονται και στα Γιάννινα αντικείμενο προβληματισμού, που διακρίνεται
για την ανεπιτήδευτη ανάλυση της κοινωνικής συγκυρίας και την ασίγαστη επιθυμία
για ζωή που να δικαιώνει την ανθρωπικότητα του σκεπτόμενου υποκειμένου. (...)
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους, την 21η Φεβρουαρίου
1913, η πολιτική, η οικονομική, η κοινωνική και κατά συνέπεια η εκπαιδευτική τοπογραφία
βαθμιαίως μεταβάλλεται. Η οργάνωση των Εκπαιδευτηρίων και το πρόγραμμα σπουδών
καθορίζονται πλέον από την κεντρική εξουσία, η οποία ιδρύει, παράλληλα με την
αναδιάρθρωση των Δημοτικών και των Γυμνασίων, το 1914 την «Αστική Σχολή θηλέων
Ιωαννίνων», που διατηρήθηκε μέχρι το 1938. Στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνος
εφαρμόζεται και στα Γιάννινα το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας και η διαβάθμιση
των σπουδών είναι: «κοινά» Δημοτικά Σχολεία, «Ελληνικόν Σχολείον» ή «Σχολαρχείον»,
τετραετούς φοίτησης και τριετή «Αστικά Σχολεία». Από το 1929 τα Δημοτικά και τα
Γυμνάσια γίνονται εξατάξια. Για την κατάρτιση διδασκάλων θεσμοθετήθηκαν τα Διδασκαλεία
και στην πρωτεύουσα πόλη της Ηπείρου από το 1913 λειτούργησε μονοτάξιο Διδασκαλείο
(1913 - 1914) και στη συνέχεια (1914 - 1924) τριτάξιο και από το 1924 ως το 1936
πεντατάξιο. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων οι διευρυμένες
ανάγκες για παροχή στοιχειώδους παιδείας οδήγησαν στην ίδρυση με Νομοθετικό Διάταγμα
(1923) του μονοταξίου Διδασκαλείου (1923 - 1928) όχι μόνο στα Γιάννινα, αλλά και
σε άλλες πόλεις (Αθήνα, Καστοριά,
Μυτιλήνη, Σέρρες,
Χανιά). Στο τριτάξιο «Διδασκαλείο
Αρρένων Ιωαννίνων» γινόταν δεκτοί οι κάτοχοι «ενδεικτικού» β΄ τάξεως τετραταξίου
Γυμνασίου, ή «απολυτηρίου» Αστικού Σχολείου και με εισαγωγικές εξετάσεις ενώ από
το 1917 είχαν δικαίωμα σπουδής και οι γυναίκες. Το «ωρολόγιον πρόγραμμα» έδινε
έμφαση στη διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας (σύνολο 21 ώρες), στις πρακτικές ασκήσεις
(10 ώρες), οι οποίες λάμβαναν χώρα στο πρότυπο Δημοτικό Σχολείο του Διδασκαλείου
και στα Παιδαγωγικά (8 ώρες). Το μάθημα της Φιλοσοφίας είχε εισαγωγικό χαρακτήρα
(3 ώρες στην Α΄ τάξη) και δεν φαίνεται από τα σχετικά έγγραφα να διδασκόταν σε
όλες τις περιόδους, ενώ στο μονοτάξιο Διδασκαλείο (1923 - 1928) αντικαταστάθηκε
από την ψυχολογία. Επρόκειτο για μία κατεύθυνση σπουδών που εστίαζε στην καλλιέργεια
της πρακτικής διάστασης του διδάσκειν και έθετε σε ήσσονα μοίρα τον θεωρητικό
προβληματισμό. Βαθμιαίως η Παιδαγωγική θα αποτελέσει το προνομιακό πεδίο στο οποίο
διαπιστώνεται η διαφορετικότητα των θεωρήσεων για την οργάνωση της εκπαιδευτικής
πράξης και εκδηλώνεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στους οπαδούς των παραδοσιακών και
νεωτεριστικών παιδαγωγικών αντιλήψεων.
Τις πρώτες δεκαετίες πρυτάνευσαν, όπως άλλωστε και στη διαμόρφωση
του επίσημου αναλυτικού προγράμματος των μαθημάτων του Δημοτικού Σχολείου (1913),
οι νοησιαρχικές παιδαγωγικές απόψεις του J. Herbart (1776 - 1841), αλλά από το
1928 μέχρι το 1936 και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της διεύθυνσης του Ευριπίδη
Σούρλα (1929 - 1933) έγινε προσπάθεια να εφαρμοσθούν οι βασικές θέσεις του «Σχολείου
Εργασίας» [G. Kerschensteiner (1845 - 1932) - H. Gandig (1860 - 1932) - J. Dewey
(1859 - 1952)], δηλαδή η παιδαγωγική θεωρία στην οποία η αυτενέργεια του παιδιού
και η καθολική σχέση του με τον περιβάλλοντα φυσικό και κοινωνικό χώρο καταλάμβανε
την προεξέχουσα θέση. Στον ελληνικό χώρο οι αρχές του «Σχολείου Εργασίας» υιοθετήθηκαν
από τους Νικόλαο Καραχρήστο, Μανώλη Τριανταφυλλίδη, Δημήτρη Γληνό, Αλέξανδρο Δελμούζο,
Νικόλαο Εξαρχόπουλο, Σπυρίδωνα Καλλιάφα και τον Κωνσταντίνο Γεωργούλη και κάθε
παιδαγωγός προσπάθησε βεβαίως να τις εφαρμόσει με τον δικό του τρόπο. Ο Ευριπίδης
Σούρλας παράλληλα με τα αξιώματα της «αρχής της συγκεντρωτικής διδασκαλίας» και
της «ελεύθερης πνευματικής εργασίας» πρόβαλε την «αρχή της στενώτερης πατρίδας»,
επιδιώκοντας να καταστήσει σαφή τη μορφωτική αξία των εμβιωμένων στοιχείων (Γλώσσα,
Ιστορία, Τέχνη, Φύση), μία μέθοδο την οποία ο Ηπειρώτης Σχολάρχης επιχείρησε να
εφαρμόσει στα Γιάννινα και με σαφήνεια αναπτύσσει στο βιβλίο του Συγκεντρωτική
διδασκαλία και νεώτερον πρόγραμμα, το οποίο εξέδοσε το 1935.
Η βελτίωση του επιπέδου σπουδών και τα προβλήματα που είχαν αναδειχθεί
από το γεγονός ότι στα Διδασκαλεία γίνονταν δεκτοί νέοι που δεν είχαν αποπερατώσει
την εξατάξια γυμνασιακή μαθητεία και κατά συνέπεια η επαγγελματική τους κατεύθυνση
δεν ήταν πλήρως αποσαφηνισμένη, υπήρξαν τα βασικά επιχειρήματα για την αναδιοργάνωση
του πλαισίου κατάρτισης των δασκάλων. Ο θεσμός των «Παιδαγωγικών Ακαδημιών» δημιουργήθηκε
με το Νόμο 5802 του 1933 και σύμφωνα με το άρθρο 1 «η μόρφωσις των δημοδιδασκάλων,
αμφοτέρων των φύλλων ορίζεται ως έπεται: η μεν γενική συντελείται εις το γυμνάσιον
ή το πρακτικόν λύκειον, η δε επαγγελματική εις διταξίους Παιδαγωγικάς Ακαδημίας».
Η «Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων» λειτούργησε από το 1934 μέχρι το 1982
και ήταν ένα από τα έξι (Αθήνα,
Αλεξανδρούπολη, Ιωάννινα,
Θεσσαλονίκη, Λαμία,
Τρίπολη) Ανώτερα Πνευματικά
Ιδρύματα που επιτέλεσαν στην εποχή τους έναν σημαντικό ρόλο. Όσον αφορά το είδος
των σπουδών, παρατηρούμε την πρόθεση του Νομοθέτη να αναβαθμίσει τα θεωρητικά
μαθήματα και προβλέπεται η διδασκαλία Παιδαγωγικών μαθημάτων (Γενική Παιδαγωγική,
Γενική Διδακτική, Ειδική Διδακτική, Ιστορία της Παιδαγωγικής, Σχολική Νομοθεσία),
Ψυχολογίας (Γενική Ψυχολογία, Ψυχολογία του παιδός και του εφήβου, Ψυχολογία των
ατομικών διαφορών μετ' εφαρμογών), Φιλοσοφίας (Εισαγωγή εις την φιλοσοφία, Στοιχεία
Ηθικής, Αισθητικής και Γνωσιολογίας), Στοιχείων Δημοσίου Δικαίου, Πολιτικής Οικονομίας
και Κοινωνιολογίας. Στη διαμόρφωση της πολιτικής, της κοινωνικής και της πολιτιστικής
ζωής της πόλης μετά την απελευθέρωση σημαντικό ρόλο διεδραμάτιζε ο τοπικός Τύπος
και τα Περιοδικά, αφού η έντυπη διακίνηση των ιδεών προσέδιδε στο στοχασμό το
χαρακτήρα της δημόσιας κατάθεσης, σε μία περίοδο κατά την οποία η έκδοση βιβλίων,
συνήθως, επιστέγαζε μία ευδόκιμη θητεία στον ημερήσιο, ή τον περιοδικό Τύπο. Η
προσεκτική μελέτη των δημοσιευμάτων που συναπαρτίζει την ύλη των Εντύπων μας αποκαλύπτει
το υπόβαθρο των λογοτεχνικών τάσεων, την ποιότητα των αισθητικών κριτηρίων και
τον προσανατολισμό των θεωρητικών αντιλήψεων, τις οποίες αποτύπωναν στα κείμενά
τους είτε με τη σαφή γλώσσα του δοκιμίου, είτε με τον συμβολικό και υπαινικτικό
λόγο της Τέχνης οι Γιαννιώτες λόγιοι. Η πολύπλευρη συγγραφική δράση του Γεωργίου
Χατζή - Πελλερέν (1881 - 1930), που εκφράστηκε μέσα από την κριτική, την ποίηση,
την πεζογραφία, τα θεατρικά κείμενα, το χρονογράφημα και τις ιστορικές μελέτες,
αποτέλεσε μία από τις συνιστώσες της πνευματικής κίνησης στα Γιάννινα στην πρώτη
τριακονταετία του εικοστού αιώνος. Η Εφημερίδα «Ήπειρος», την οποία ο Χατζή -
Πελλερέν εξέδοσε το 1909, αποτέλεσε έναν χώρο στον οποίο υποτυπώθηκαν κατά τη
διάρκεια του Μεσοπολέμου τα διάφορα ρεύματα σκέψης που διαμορφώθηκαν στα Γιάννινα.
Πολυμέρεια χαρακτηρίζει και το έργο του λογοτέχνη Χρήστου Χρηστοβασίλη (1861 -
1937), ο οποίος παράλληλα με τις ηθογραφικές του συνθέσεις συνέγραψε και μελέτες
πολιτικού - εθνικού περιεχομένου και η δημοσιογραφία του χαρακτηριζόταν από τη
γλαφυρότητα του ύφους του.
Εκτός από τις Εφημερίδες, διαύλους κοινοποίησης των ανησυχιών και
των κοινωνικών προβληματισμών της τοπικής λογιοσύνης, μέχρι τη στρατιωτική δικτατορία
(1967), αποτέλεσαν και τα Περιοδικά Ελλοπία (1930), Ηπειρωτικά Φύλλα (1936), Ηπειρωτικά
Γράμματα (1944) και «Ενδοχώρα» (1959), στα οποία παρά την βραχύβια κυκλοφορία
τους εκφράσθηκαν οι μεταλλαγές που συντελούνταν στο πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνος.
Τα λογοτεχνικά μοτίβα του συγκρατημένου λυρισμού, της νοσταλγίας και της προσμονής
συνυφαίνονται σε αρκετές από τις καταθέσεις με τη δοκιμή νέων εκφραστικών τρόπων
και συχνά τα ρητά ή υπόρρητα ερωτήματα για την ουσία της Τέχνης και την κοινωνική
της λειτουργία νοηματοδοτούν ένα τρόπο γραφής που αφορμάται από μία ενσυνείδητη
αντίληψη για το κοινωνικό δέον και το οφείλειν του ανθρώπου ως διαμορφωτή του
κοινωνικού γίγνεσθαι. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για τα περιοδικά Ηπειρωτικά
Χρονικά (1926) και Ηπειρωτική Εστία (1952), μέσω των οποίων έγιναν ευρύτερα γνωστά
τα πορίσματα της ελληνικής και της διεθνούς «Ηπειρωτολογίας». Η έκδοση του πρώτου
οφείλεται σε πρωτοβουλία του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Σπυρίδωνος (1875 - 1956) και
είχε ως στόχο να στεγάσει τις επιστημονικές απόπειρες να ερευνηθεί από ιστορική,
αρχαιολογική, φιλολογική, λαογραφική και γλωσσολογική άποψη το πρόσφατο και απώτερο
παρελθόν της Ηπείρου, ενώ στο δεύτερο φιλοξενήθηκαν, παράλληλα με τις ιστοριοδιφικού
και φιλολογικού χαρακτήρα μελέτες, η λογοτεχνική παραγωγή (ποίηση, πεζά, δοκίμιο,
κριτική) νεοελλήνων, κυρίως Ηπειρωτών, διανοουμένων.
Κατά τη δεκαετία του 1960 η Ήπειρος εξακολουθούσε να είναι μία από
τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της Ελλάδος και τα Γιάννινα αρχίζουν να αποκτούν
τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός σύγχρονου νεοελληνικού αστικού κέντρου. Η διεύρυνση
του κύκλου των επαγγελμάτων και η ανάπτυξη της βιοτεχνίας προσελκύουν κατοίκους
από τις όμορες κοινότητες και πόλεις και η αύξηση του πληθυσμού αναπόφευκτα επενήργησε
στη μορφολογία του κοινωνικού ιστού και στη διαμόρφωση των προτεραιοτήτων και
των κοινωνικών αιτημάτων. Το σημαντικότερο γεγονός αυτή τη δεκαετία στον πνευματικό
χώρο της πόλης ήταν η ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 1964 και η λειτουργία
της Φιλοσοφικής Σχολής, ως παραρτήματος μέχρι το 1970 του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
και αυτοδύναμης στη συνέχεια. Το 1966 εγκαινιάζεται το Τμήμα Μαθηματικών, ενώ
από το 1970 και το 1977 λειτουργούν το Τμήμα Φυσικής και η Ιατρική Σχολή αντίστοιχα,
καθώς και το Τμήμα Χημείας. Σήμερα υπάρχουν στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων δώδεκα
τμήματα, στα οποία φοιτούν 10.000 περίπου φοιτητές. Αυτή καθ' εαυτή η ύπαρξη του
Πανεπιστημίου, αλλά και η συμμετοχή τόσο του ερευνητικού και διδακτικού δυναμικού
του όσο και των φοιτητών στην από κοινού οργάνωση με τους πολιτιστικούς και τους
πολιτικούς φορείς της πόλης διαφόρων επιστημονικών εκδηλώσεων συμβάλλουν στη διαμόρφωση
ενός πολύπτυχου επικοινωνιακού πλαισίου, το οποίο έχει ευεργές επιπτώσεις στην
τοπική κοινωνία.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών
Το Κάστρο, χτισμένο σε μια μικρή χερσόνησο που προβάλλει στη λίμνη Παμβώτιδα, είναι στη σημερινή του μορφή αποτέλεσμα των εκτεταμένων εργασιών που έγιναν από τον Αλή-πασά στις αρχές του 19ου αι. Τα τείχη που έχτισε ενσωμάτωσαν σε πολλά σημεία τμήματα της βυζαντινής οχύρωσης. Μέσα στο τείχος διαμορφώνονται δύο ακροπόλεις: η ΒΑ ακρόπολη και η ακρόπολη Ιτς Καλέ. Στη ΒΑ ακρόπολη ήταν χτισμένα τα ανάκτορα των βυζαντινών ηγεμόνων της πόλης. Σήμερα στην κορυφή της δεσπόζει το τζαμί του Ασλάν πασά (1618). Η ακρόπολη του Ιτς Καλέ (σημαίνει "εσωτερικό φρούριο") βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του κάστρου. Στο κέντρο της υπάρχει το Βυζαντινό Μουσείο, χτισμένο στη θέση που βρισκόταν τον 19ο αι. τα σεράγια του Αλή-πασά. Αριστερά του Βυζαντινού Μουσείου βρίσκονται το Φετιχιέ τζαμί (1795) και ο τάφος του Αλή-πασά.
Το κάστρο υπήρξε ο αρχικός πυρήνας της πόλης. Από τη βυζαντινή πόλη, που είχε 18 μοναστήρια και πλήθος εκκλησιών, σώζονται σήμερα μόνο τα ερείπια ενός βυζαντινού λουτρού του 13ου αι. στην αυλή του Δημοτικού σχολείου. Απέναντι από το λιθόκτιστο αυτό κτίριο βρίσκεται το Σουφαρί Σεράι, η σχολή ιππικού του Αλή-πασά. Μέσα στο κάστρο βρίσκεται επίσης και η Εβραϊκή Συναγωγή, το μοναδικό μνημείο που σώζεται από την άλλοτε ισχυρή εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων. Αξιόλογα είναι επίσης τα παλαιά αρχοντικά της πόλης, όπως το σπίτι του Δεσπότη, το αρχοντικό Μίσιου και το σπίτι του πασά Καλού στα τείχη του κάστρου.
Ενας περίπατος στα γραφικά δρομάκια του Κάστρου ξαναζωντανεύει τους θρύλους του Αλή-πασά και της κυρα-Φροσύνης, τις μνήμες του βυζαντινού παρελθόντος αλλά και της νεώτερης ιστορίας της πόλης.
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών
Είναι κτισμένο σε σχήμα Π, με σαφή διαχωρισμό των χώρων κατοικίας
που βρίσκονται στον όροφο και των αποθηκευτικών - βοηθητικών χώρων που βρίσκονται
στο ισόγειο. Με λιθόκτιστη τοιχοποιία, εμφανή στο ισόγειο, επιχρισμένη στον όροφο
και φέρει κεραμοσκεπή στέγαση.
Το
αρχοντικό Μίσιου ανήκει σε μια από τις σημαντικότερες και πιο παλιές οικογένειες
της Ηπείρου. Το 1844, μετά από πυρπόλυση, κτίσθηκε το υπάρχον αρχοντικό. Είναι
έργο του λαϊκού αρχιτέκτονα και πρωτομάστορα Νικόλαου Γεωργίου Πανταζή ή Λιόλη.
Υπήρξε κατάλυμα πολλών εξεχόντων προσωπικοτήτων. Το 1941 βομβαρδίστηκε. Οι ζημιές
αποκαταστάθηκαν ικανοποιητικά. Από το 1947-1953, στέγασε την υπηρεσία ανοικοδόμησης
του Υ.Δ.Ε. Το 1988, το κτίριο αγοράσθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Σήμερα, επισκευάζεται από την 6η Εφορεία Νεότερων Μνημείων.
Τηλέφωνο: +30 26510 21501
Τηλέφωνο: +30 26510 20515
Πρόκειται για μια από τις λίγες στοές που απόμειναν και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό
και αξιόλογο δείγμα στοϊκών οικοδομημάτων. Βρίσκεται στις οδούς Ανεξαρτησίας &
Χατζηκώστα στα Γιάννενα, είναι ενιαία και αποτελεί ένα συγκρότημα μονόροφων και
διόροφων κτισμάτων με αρκετά στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ιδιαίτερο ενδιάφερον
παρουσιάζουν, η συμμετρική διάταξη των ανοιγμάτων και τα επιμέρους μορφολογικά
στοιχεία, όπως είναι τα περίτεχνα κιγκλιδώματα, τα φουρούσια των μπαλκονιών, το
τοξωτό ανώφλι με τη σιδεριά στην είσοδο της στοάς και το διακοσμητικό πλαίσιο
του ανωφλίου των ανοιγμάτων.
Σήμερα, οι ισόγειοι χώροι είναι ενοικιασμένοι και χρησιμοποιούνται ως καταστήματα
και βιομηχανικοί χώροι εκτός της στοάς (ξυλουργείο - σιδηρουργείο).
Στα πλαίσια αναστηλωτικών έργων έγινε επέκταση - επανακατασκευή τμήματος της Στοάς
και αποκατάσταση της στέγης.
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία περιλαμβάνει και φωτογραφία.
Τηλέφωνο: +30 26510 36231
Τηλέφωνο: +30 26510 79921
Φαξ: +30 26510 75739
Τηλέφωνο: +30 26510 32875
Τηλέφωνο: +30 26510 36156
Είναι κτισμένο σε σχήμα Π, με σαφή διαχωρισμό των χώρων κατοικίας που βρίσκονται
στον όροφο και των αποθηκευτικών - βοηθητικών χώρων που βρίσκονται στο ισόγειο.
Με λιθόκτιστη τοιχοποιία, εμφανή στο ισόγειο, επιχρισμένη στον όροφο και φέρει
κεραμοσκεπή στέγαση. Το αρχοντικό Μίσιου ανήκει σε μια από τις σημαντικότερες
και πιο παλιές οικογένειες της Ηπείρου. Το 1844, μετά από πυρπόλυση, κτίσθηκε
το υπάρχον αρχοντικό. Είναι έργο του λαϊκού αρχιτέκτονα και πρωτομάστορα Νικόλαου
Γεωργίου Πανταζή ή Λιόλη. Υπήρξε κατάλυμα πολλών εξεχόντων προσωπικοτήτων. Το
1941 βομβαρδίστηκε. Οι ζημιές αποκαταστάθηκαν ικανοποιητικά. Από το 1947-1953,
στέγασε την υπηρεσία ανοικοδόμησης του Υ.Δ.Ε. Το 1988, το κτίριο αγοράσθηκε από
το Υπουργείο Πολιτισμού.
Σήμερα, επισκευάζεται από την 6η Εφορεία Νεότερων Μνημείων.
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία περιλαμβάνει και φωτογραφία.
Τηλέφωνο: +30 26510 25989
Το Μουσείο εγκαινιάστηκε το 1995. Το κτήριο (1960), στο οποίο στεγάζεται,
βρίσκεται στο Κάστρο της Πόλης των Ιωαννίνων και λειτουργούσε ως Βασιλικό Περίπτερο.
Φιλοξενεί συλλογές με εικόνες της Μεταβυζαντινής περιόδου (16ος - 19ος αιώνας),
γλυπτά έργα της Παλαιοχριστιανικής και Βυζαντινής περιόδου, με κεραμικά αντικείμενα,
με βιβλία και χειρόγραφα, με αντικείμενα αργυροχοϊας (στεγάζεται σε κοντινό κτήριο
του Μουσείου, στο οποίο μάλιστα γίνεται αναπαράσταση ενός τυπικού εργαστηρίου
αργυροχόου), για τα οποία φημίζεται η πόλη των Ιωαννίνων και με ευρήματα από τις
αρχαιολογικές ανασκαφές την ευρύτερης περιοχής.
Κάποια από τα σημαντικότερα εκθέματα είναι:
Η εικόνα του Αγίου Ιωάννη (β' μισό του 17ου αιώνα, έργο του θ. Πουλάκη)
Χειρόγραφο Ευαγγέλιο (1575)
Τμήμα τοιχογραφίας του Ιερού Ναού της Παναγίας του Βουλγαρελίου Αρτας (1281)
Τμήμα τοιχογραφίας αρχοντικού των Ιωαννίνων (19ου αιώνα, έργο του Α. Δεμίρη)
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών
Το Βυζαντινό Μουσείο βρίσκεται μέσα στο Κάστρο, στην εσωτερική ακρόπολη του Ιτς Καλέ. Στεγάζεται στο ισόγειο του τέως βασιλικού περιπτέρου, που χτίστηκε στη θέση του σαραγιού του Αλή πασά. Στις συλλογές του περιλαμβάνονται εικόνες, γλυπτά, νομίσματα και κεραμικά αντικείμενα που προέρχονται από διάφορες περιοχές της Ηπείρου και χρονολογούνται από την Παλαιοχριστιανική περίοδο έως και το 19ο αι. Στο χώρο του κάστρου λειτουργεί και έκθεση αργυροχρυσοχοϊας με εκκλησιαστικά και κοσμικά αντικείμενα. Η έκθεση στεγάζεται στο λεγόμενο Θησαυροφυλάκιο.
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών
Το Δημοτικό Μουσείο Ιωαννίνων στεγάζεται στο τζαμί του Ασλάν πασά, στη ΒΑ ακρόπολη του κάστρου. Πολύτιμες παραδοσιακές φορεσιές και κοσμήματα από διάφορες περιοχές της Ηπείρου, έργα αργυροχοϊας και κεραμικής και ξυλόγλυπτα έπιπλα συμπεριλαμβάνονται στα εκθέματα του μουσείου, τα οποία καλύπτουν μια χρονική περίοδο από το 18ο έως και τον 20ο αι. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν στις δραστηριότητές τους οι τρεις κοινότητες (Χριστιανική- Εβραϊκή- Τουρκική), που ζούσαν στην πόλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας αποτελεί έργο του καλλιτέχνη Π. Βρέλλη,
ο οποίος επί 13 χρόνια ανέλαβε την εκπόνηση ενός σημαντικού σχεδίου:την αναπαράσταση
σε φυσικό μέγεθος των διαφόρων ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε περιοχές
της Ελλάδας. Για να το επιτύχει αυτό κατασκευάζει κέρινα ομοιώματα. Με σχέδια
δικά του έκτισε το κτήριο (τελείωσε το 1993) το οποίο είναι συνολικού όγκου 2.500.
Η δουλειά του Π. Βρέλλη εκτιθόταν κατά το διάστημα 1975 - 1995 στο χωριό των Ιωαννίνων,
Μουζακαίοι. Τα εκθέματα του Μουσείου καλύπτουν 36 θεματικές ενότητες στις οποίες
παρουσιάζονται διάφορα ιστορικά γεγονότα, μάχες και περίοδοι της ελληνικής ιστορίας
καθώς και σημαντικές προσωπικότητες του Γένους.
Μερικές από τις αναπαραστάσεις που παρουσιάζονται στο Μουσείο είναι:
Κρυφό Σχολειό
Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας
Κλέφτες και Αρματολοί
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ρήγας Βελεστινλής
Κωνσταντίνος Κανάρης
Το στρατηγείο του 1940, στη σπηλιά του Καλπακίου
Οι γυναίκες της Πίνδου (1940)
Μάχη της Κρήτης Μικρά Ασία (1922)
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών
"Κώστας Φρόντζος". Το Λαογραφικό Μουσείο ιδρύθηκε με τη φροντίδα της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών και βρίσκεται στην οδό Μιχαήλ Αγγέλου 42. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν δείγματα ηπειρώτικης λαϊκής τέχνης, αργυροχρυσοχοϊας, κεντητικής, αντικείμενα εκκλησιαστικής τέχνης, είδη οικιακής χρήσης, υφαντά και παραδοσιακές στολές.
1788 - 1851
(Γιάννενα,1788 - Μόσχα, 1851)
´Eνας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Γιος του
Νικηφόρου Τεκελή. Aναγκάστηκε να καταφύγει στη Ρωσία
πριν τελειώσει τις σπουδές του κι από εκεί στο Παρίσι
αφού προηγουμένως άλλαξε το επώνυμό του σε Τσακάλωφ. Το 1813 επέστρεψε στην Ρωσία
και συναντήθηκε στην Οδησσό
με τον Νικόλαο Σκουφά και τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Λίγο αργότερα 1814 ίδρυσαν τη Φιλική
Εταιρεία. ´Oταν το 1821 ανέλαβε την ηγεσία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο Τσακάλωφ
έσπευσε στη Μολδοβλαχία, από την Πίζα
όπου βρισκόταν, για να συμμετάσχει στον αγώνα και συνόδευσε το Δ. Υψηλάντη στην
Ελλάδα ως υπασπιστής του. Ο
Τσακάλωφ με σημαντική συμβολή στην προετοιμασία του Αγώνα, δεν αναμίχθηκε στο
πολιτικά πράγματα και δεν ανέλαβε διοικητικές ή άλλες θέσεις. Μόνο μετά την άφιξη
του Καποδίστρια τον βρίσκουμε υπάλληλο του Γενικού Φροντιστηρίου και πληρεξούσιο
της Ηπείρου στη Δ´ Eθνοσυνέλευση
του ´Aργους (1829).
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταστάθηκε στη Μόσχα,
όπου και πέθανε το 1851 χωρίς καμιά ανάμειξη στα κοινά.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων
1803 - 1873
(Ιωάννινα,1803 - Αθήνα,1873)
Αγωνιστής και απομνημονευματογράφος. Κατέβηκε το 1822 στη νότια Ελλάδα
και πολέμησε στο Μοριά και τη Ρούμελη. Ήταν στο Μεσολόγγι
κατά τη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας και μετά την Έξοδο ακολούθησε τον Καραϊσκάκη
και πήρε μέρος σε επιχειρήσεις στην Αττική
και στην Ανατολική Στερεά υπό τον Δ. Υψηλάντη. Στο ανεξάρτητο κράτος υπηρέτησε
στον τακτικό στρατό και ήταν από τους πρωταγωνιστές της αντικαθεστωτικής εξέγερσης
τον Ναυπλίου του 1862. Έγραψε
απομνημονεύματα που αναφέρονται στην πολιορκία και την Έξοδο τον Μεσολογγίου,
αλλά και σε άλλα συμβάντα ως το τέλος του Αγώνα.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1644-1646 , 1648-1651)
(Following URL information in Greek only)
Μία αττική λήκυθος ευρέθη στα Ιωάννινα.
Ο Ορειβατικός Σύλλογος Ιωαννίνων ιδρύθηκε το έτος 1936 από φιλοπρόοδους Γιαννιώτες, με ιδιαίτερη αγάπη πρός τη φύση και τις αναπανάληπτες ομορφιές των βουνών της Ηπείρου και είναι ένας από τους αρχαιότερους Ελληνικούς Ορειβατικούς Συλλόγους.
Δυσκολία αντιμετωπίζει κανείς στην προσπάθεια ετυμολόγησης του τοπωνυμίου «Iωάννινα». Oι πρώτοι ερευνητές απέδιδαν την προέλευση του ονόματος στον ναό του Aγίου Iωάννου του Προδρόμου, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το τζαμί του Aσλάν πασά. Ο Γ. Xατζηδάκης πίστευε ότι η λέξη είναι σλαβικής προελεύσεως, ενώ, προσφάτως, ο G. Henrich κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το θέμα του ελληνικού γυναικείου ονόματος Iωάννα / Γιάννα, το οποίο δανείστηκαν οι Σλάβοι με τη μορφή Jo(v)ana /Jana, και την προσθήκη του σλαβικού επιθήματος -ina. H αρχική σημασία του τοπωνυμίου ήταν πιθανόν «η γη της Iωάννας/Γιάννας». Βέβαια αυτή η άποψη του Henrich ξεκινάει από την υπόθεση πως η Iωαννίνη, της οποίας ο επίσκοπος αναφέρεται το 879, ταυτίζεται με τα Ιωάννινα και κατά συνέπεια θεωρεί ότι η αρχική ονομασία της πόλης ήταν θηλυκού γένους.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ιωαννιτών
Τηλέφωνο: +30 26510 65922
Φαξ: +30 26510 38600
Τηλέφωνο: +30 26510 65922
Φαξ: +30 26510 26305
Τηλέφωνο: +30 26510 26326, 72968
Τηλέφωνο: +30 26510 26492, 74407
Τηλέφωνο: +3026513 64212
Φαξ: +3026510 76620
Τηλέφωνο: +30 26510 79921
Φαξ: +30 26510 75739
Τηλέφωνο: +30 26510 71079
Φαξ: +30 26510 71079
Τηλέφωνο: +30 26510 22768
Φαξ: +30 26510 22758
Τηλέφωνο: +30 26510 41100
Τηλέφωνο: +30 26510 39274
Φαξ: +30 26510 31453
Τηλέφωνο: +30 26510 25856-9
Φαξ: +30 26510 74034, 74035
Το Grand Palladion Hotel βρίσκεται στα Ιωάννινα και κοντά στο κέντρο αυτής την ενδιαφέρουσας πόλης.
Μια πρόσφατη εκτεταμένη ανακαίνιση σε συνδυασμό με τις συνεχείς προσπάθειες που κάνουμε για τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών που προσφέρουμε στους πελάτες μας, έχουν δημιουργήσει ένα 3 Plus - Star Superior (B'Class) Grand Palladion Hotel.
Σε αυτό το παραδοσιακό και κομψό ξενοδοχείο εγγυόμαστε για ένα ζεστό και φιλικό Ελληνικό καλωσόρισμα.
Τηλέφωνο: +30 26510 90550
Φαξ: +30 26510 90557
Το Grand Serai Congress & Spa είναι χτισμένο στην καρδιά της πόλης των Ιωαννίνων και ήρθε για να προσφέρει μια καινούργια προοπτική στη φιλοξενία. Πρόκειται για ένα αυθεντικό παλάτι, που συνδυάζει το παραδοσιακό στιλ των Ιωαννίνων με στοιχεία από τη Μέση Ανατολή.
Η ανυπέρβλητη πολυτέλεια και οι μοναδικές εγκαταστάσεις εγγυώνται μια εξαιρετική διαμονή 5 αστέρων. Στο ξενοδοχείο Grand Serai Congress & Spa, προσέχουμε και την παραμικρή λεπτομέρεια, δίνουμε έμφαση στην ευχάριστη διαμονή των επισκεπτών και σας καλούμε όλο το χρόνο να ζήσετε και να ικανοποιήσετε την ανάγκη σας για μια «απόδραση» από την καθημερινή ρουτίνα.
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!