Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Κέρκυρας, στην είσοδο της Αδριατικής θάλασσας, προσδιόρισε από πολύ νωρίς τον ιδιαίτερο ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσει το νησί στην πλοκή της ιστορίας της Μεσογείου. Η Κέρκυρα, στο δρόμο των καραβιών και των μετακινήσεων, υπήρξε διαχρονικά αντικείμενο συνεχών διεκδικήσεων από όλους τους κατά καιρούς κυρίαρχους, πρωταγωνιστώντας σε όλα τα μεγάλα γεγονότα της πολιτικής ιστορίας της Ευρώπης. Στο πέρασμα των αιώνων, η πόλη της Κέρκυρας διατηρήθηκε ζωντανή. Η εικόνα της σήμερα ουσιαστικά αποτελεί μία χαρτογράφηση της ιστορίας των διαφορετικών φάσεων της ανάπτυξής της και της δημιουργικής συνύπαρξης των πολιτισμών, που εναλλακτικά αυτή φιλοξένησε. Σήμερα, η παλιά πόλη της Κέρκυρας αποτελεί το «ιστορικό κέντρο» μιας ευρύτερης πόλης που αντιπροσωπεύει και σήμερα ό,τι αντιπροσώπευε πάντα στην ιστορία της. Μία πόλη στο σταυροδρόμι της Ανατολής και Δύσης, του Βορρά και του Νότου, που εξακολουθεί να αναμειγνύει πολιτισμούς, να συνθέτει έναν ιδιαίτερο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, με έντονο ευρωπαϊκό συμβολισμό.
Η αρχαία πόληΗ αρχαία παραθαλάσσια πόλη, που ίδρυσαν Κορίνθιοι άποικοι τον 8ο αι. π.Χ.στη χερσόνησο του Κανονιού, αναπτύχθηκε ανάμεσα σε δύο φυσικά λιμάνια και σύντομα αναδείχτηκε σε σημαντική ναυτική και εμπορική δύναμη. Στην ίδια θέση διατηρήθηκε η πόλη κατά τους κλασσικούς, ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Η χερσόνησος του Κανονιού, που είναι σήμερα προάστιο της σημερινής πόλης, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονης πόλης πάνω από αρχαία. Οι ανασκαφές φανέρωσαν ότι μια ολόκληρη πόλη κοιμόταν κάτω από τη γη.
Η μεσαιωνική πόληΣτα μέσα του 6ου μ.Χ αιώνα και έχοντας πλέον αλλάξει παντελώς οι συνθήκες ανάπτυξης των πόλεων, το κέντρο της πόλης της Κέρκυρας μεταφέρεται σε γειτονική και φυσικά οχυρή θέση, στο σημερινό Παλαιό Φρούριο, με την χαρακτηριστική μορφολογία των δύο επιβλητικών βράχων, στοιχείο που προσδιόρισε την ονομασία της νέας πόλης. Με την ονομασία "Κορυφώ", "Κορφοί", που στη Δύση επικράτησε ως "Corfu", αναπτύχθηκε η μεσαιωνική πόλη, ακολουθώντας τις τύχες και τις αγωνίες του Βυζαντινού κράτους ανά τους αιώνες. Ο μεσαιωνικός οικισμός δεν διέφερε από τις τυπικές οχυρωμένες μικρές πόλεις της εποχής, με τα χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία των λεπτών τειχών, με επάλξεις που διακόπτονται από ψηλούς τετραγωνικούς και κυκλικούς πύργους. Παράλληλα με την οχυρωμένη μεσαιωνική πόλη, από το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, διαμορφώθηκε στην αμέσως εκτός των τειχών περιοχή ένας μικρός, αλλά διαρκώς αναπτυσσόμενος οικισμός, το «ξωπόλι» (borgo).
Η ενετική ΚέρκυραΟι τέσσερις αιώνες (1386-1797) κατά τους οποίους η Κέρκυρα στη συνέχεια διοικήθηκε από την Βενετία, αποδέχοντάς την ως "άρχοντα-προστάτη", προσδιόρισαν κατά κύριο λόγο την ιδιαιτερότητα των χαρακτηριστικών του νησιού, εφ΄ όσον σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές, αυτό δεν γνώρισε ποτέ τον Οθωμανικό ζυγό. Η μεγάλη σημασία που απέδιδαν οι Βενετοί στη γεωγραφική θέση της Κέρκυρας για την ανάπτυξη του εμπορίου, είχε σαν αποτέλεσμα την υλοποίηση ενός σημαντικού μεγέθους εξελισσόμενου προγράμματος οχυρωματικών έργων, που θα την εξασφάλιζε από τις τουρκικές κυρίως επιθέσεις. Τα οχυρωματικά έργα της πόλης υλοποιήθηκαν σε 4 κατασκευαστικές φάσεις και καθόρισαν την ανάπτυξη και δομή της πόλης, αυτήν που διατηρείται ουσιαστικά αναλλοίωτη έως σήμερα. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, στην εντός των τειχών πόλη έχει ήδη εξαντληθεί κάθε δυνατή εκμετάλλευση του εδάφους.
Τα δύο Φρούρια (Παλαιό & Νέο) της Κέρκυρας είναι σημαντικότατα μνημεία στρατιωτικής αρχιτεκτονικής, που περικλείουν όλες τις βασικές εξελίξεις της αμυντικής τέχνης από τον 15ο έως τον 19ο αι. Είναι έργα κορυφαίων αρχιτεκτόνων και μηχανικών της εποχής, από τα τελειότερα συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν στην Μεσόγειο, αποδεικνύοντας την μοναδικότητά τους κατά την ίδια την αμυντική τους χρήση. Είναι γνωστό ότι το οχυρωματικό έργο της Κέρκυρας άντεξε πέντε Οθωμανικές πολιορκίες και δεν κυριεύτηκε ποτέ. Για περισσότερο από 120 χρόνια (1669-1797) η Κέρκυρα παραμένει η πρωτεύουσα της Βενετικής Δημοκρατίας στην Ανατολή, ως τελευταίο ευρωπαϊκό προπύργιο, μαζί με την Βιέννη, απέναντι στις οθωμανικές επεκτάσεις του 17ου και 18ου αιώνα.
Η Κέρκυρα του 19ου αι.Στα χρόνια που ακολούθησαν την αποχώρηση των Ενετών (1797) επαναλήφτηκε για μια ακόμη φορά στην ιστορία της Κέρκυρας ένα σενάριο επάλληλων διεκδικήσεων και αντίστοιχων εναλλαγών στην εξουσία των κυρίαρχων δυνάμεων της πολιτικής ιστορίας της Ευρώπης: Δημοκρατικοί Γάλλοι (1797-1799), Ρωσοτουρκική κατοχή και Επτάνησος Πολιτεία (1799-1807), Αυτοκρατορικοί Γάλλοι (1807-1814). Η πτώση του Ναπολέοντα (1814) ήταν η αιτία που οδήγησε στην εύκολη απομάκρυνση των Γαλλικών στρατευμάτων και την ανακήρυξη, με την συνθήκη των Παρισίων (1815), των «Ενωμένων κρατών των Ιονίων νήσων» σαν ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος, κάτω από την άμεση και αποκλειστική προστασία της Μ. Βρετανίας. Κατά τον 19ο αιώνα, οι μετασχηματισμοί του αστικού τοπίου προκύπτουν κυρίως από τις επεμβάσεις των Αγγλων (1814-1864) στο αμυντικό σύστημα, που αφορούσαν σποραδικές κατεδαφίσεις τειχών και οχυρώσεων και καθαιρέσεις αρκετών προσκτισμάτων στους σημαντικούς δρόμους και ελεύθερους χώρους. Ο πολεοδομικός ιστός όμως παραμένει ανέπαφος και παραπέμπει (μέχρι σήμερα) στη μακρινή μεσαιωνική τάξη πραγμάτων. Το αστικό τοπίο καθορίστηκε κυρίως από την αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα της περιόδου αυτής, έτσι ώστε η γενική αίσθηση του τρισδιάστατου χώρου της Παλιάς Πόλης σήμερα αποπνέει μεταγενέστερες της μεσαιωνικής εποχές εκφράζοντας, ανάλογα με το αρχιτεκτονικό ύφος των οικοδομών που κυριαρχούν, ένα λιτό μανιερισμό με στοιχεία αναγεννησιακά και μπαρόκ ή έναν κλασικισμό με νεοπαλλαδιανά και νεοκλασικά χαρακτηριστικά.
Από το 1830 περίπου, μια σειρά Ελλήνων τεχνικών παίρνει στα χέρια της και την επίσημη αρχιτεκτονική. Ο αρχιτέκτονας που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν τον τομέα είναι ο Κερκυραίος αρχιτέκτονας Ιωάννης Χρόνης (1800-1879). Όλα τα μεγάλα, με κοινωνική σκοπιμότητα, κτίρια της πόλης, που δείχνουν και την ιδιαίτερη πολιτιστική ακμή του τόπου τον 19ο αιώνα, είναι δεμένα με το όνομα του προικισμένου Κερκυραίου αρχιτέκτονα. Σε αυτόν οφείλονται τα νεοκλασικού χαρακτήρα κτίρια της Ιονικής Τράπεζας (σημ. Μουσείο Χαρτονομισμάτων), της Ιονίου Βουλής και το Χρηματιστήριο, αλλά και πολλές σημαντικές ή και απλούστερες κατοικίες και κυρίως το μέγαρο της οικογένειας του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια. Με τη μαρμάρινή του πρόσοψη, με τις κομψές κορινθιακές παραστάδες, θεωρείται από τα ωραιότερα μνημεία της νεότερης Ελλάδας.
ΝαοδομίαΗ αποκοπή από τη Βυζαντινή παράδοση από τον 13ο αιώνα, τα 100 χρόνια της Ανδηγαυικής κατάκτησης και στη συνέχεια η επαφή με τη Βενετία για τέσσερις αιώνες, έδωσαν τον ρόλο του πρωταγωνιστή στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική του νησιού στις ξένες επιδράσεις και τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης, ιδιαίτερα στην τέχνη της Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Ο τύπος που επικράτησε στην κερκυραϊκή (αλλά και γενικότερα την επτανησιακή) ναοδομία, ήταν της μονόκλιτης ξυλόστεγης και σπάνια της τρίκλιτης βασιλικής. Οι περισσότερες από τις εκκλησίες που διατηρούνται σήμερα χτίστηκαν κατά τον 16ο και 17ο αιώνα και ακολουθούν τα αναγεννησιακά και μανιεριστικά κυρίως πρότυπα. Στα μνημεία αυτά ο τύπος της μονόκλιτης βασιλικής εμφανίζεται αρκετές φορές με την ιδιοτυπία ενός περιμετρικού διαδρόμου σε σχήμα Π ("εξωνάρθηκα"). Οι κερκυραϊκοί ναοί συνδυάζονται επίσης πάντοτε με την κατοικία του ιερέα, που μπορεί να είναι ενωμένη με τον κύριο όγκο τους ή να είναι ανεξάρτητο μονόροφο ή διόροφο πρόσκτισμα. Οι εκκλησίες συνοδεύονται από ψηλά κωδωνοστάσια πυργοειδή ή μορφής διάτρητου τοιχώματος με ελικωτά πτερύγια.
Ενώ οι όψεις τους είναι απέριττες, το εσωτερικό των εκκλησιών, όπως διαμορφώνεται κυρίως μετά τον 17ο αιώνα, είναι πλούσια διακοσμημένο και ιδιαίτερα υποβλητικό. Οι εκκλησίες ήταν σε μεγάλο βαθμό ιδιόκτητες ή ανήκαν σε αδελφότητα οικογενειών ή συντεχνιών, ενώ λίγες ανήκαν στο δημόσιο. Επαγγελματικές συσσωματώσεις και πλούσιοι κάτοικοι έκαναν να εξαρτάται η τιμή και η αξιοπρέπειά τους από την αξία της διακόσμησης των ναών τους. Οι πολλές παραγγελίες εικόνων έκαναν την πόλη να γίνει ένα πραγματικό κέντρο υποδοχής καλλιτεχνών του μεταβυζαντινού χώρου (Πελοπόννησος, Κρήτη), οι οποίοι κατά τις οδηγίες που δέχονταν από τους εντολείς τους έπρεπε να συνδυάζουν τα βυζαντινά στοιχεία με αυτά της ιταλικής ευλάβειας. Η ώσμωση πολιτισμών και ευαισθησιών των δύο κόσμων έδωσε θαυμάσια δείγματα στην αγιογραφία, με αποτέλεσμα στην Κέρκυρα σήμερα να φυλάσσονται μοναδικές συλλογές εικόνων μεταβυζαντινής τέχνης και η ιστορία της τέχνης να αποκτήσει μια ξεχωριστή σχολή, αυτήν της Επτανησιακής τέχνης, που ξεπέρασε σύντομα τα σύνορα του νησιού για να απλωθεί, τον 18ο αιώνα στη Νότιο Ιταλία (Μπάρι, Λέτσε) αλλά και στη Βενετία, το Τριέστε και σε πολλές δαλματικές πόλεις.
ΑρχιτεκτονικήΗ πυκνή και πολυώροφη δόμηση της Παληάς Πόλης όπως και η μορφολογία των κτηρίων που αφομοιώνει χαρακτηριστικά διαχρονικής πολιτιστικής διεργασίας σε πλήρη αρμονία και συνέχεια, συνθέτουν μία μοναδική ενότητα με διεθνή αξία και με ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας και των καλών τεχνών. Τα κτίρια της Ενετικής περιόδου, είτε πρόκειται για δημόσια κτήρια και εκκλησίες, είτε για αρχοντικές κατοικίες, αποτελούν σήμερα ένα σπάνιο δείγμα αρχιτεκτονικής, που ενώ αναπτύχθηκε σε ελληνικό χώρο είχε άμεση εξάρτηση από τα ξένα σύγχρονά της πρότυπα, αντιπροσωπεύοντας την ελληνική συμμετοχή στα κινήματα του δυτικού πνεύματος (Αναγέννησης, Μπαρόκ). Παράλληλα, η Κέρκυρα όντας από τους λίγους χώρους του ελληνισμού στους οποίους ο πολιτισμός εξελίχθηκε ομαλά και δεν διακόπηκε βίαια, αποτελεί μοναδικό διατηρημένο παράδειγμα ομαλής μετάβασης στον νεοκλασικισμό, που, όπως και στη Δύση, ακολούθησε ως φυσική συνέχεια των προηγούμενων μορφών, δένοντας με αυτές με μοναδική ομοιογένεια.
Τα κτίρια του 19ου αιώνα, με εκφραστική λιτότητα και ιδιαίτερα προσεγμένη κατασκευή, μαρτυρούν, λόγω της πρωιμότητάς τους, για τις διαφορές που υπήρξαν κάποτε μεταξύ του νησιού από τη μία πλευρά και οποιασδήποτε περιοχής των Βαλκανίων από την άλλη, χωρών δηλαδή και λαών που σχεδόν στο σύνολό τους αποτελούσαν την ίδια εποχή τις ευρωπαϊκές επαρχίες μιας κατά τα άλλα μεγάλης αυτοκρατορίας, όπως αυτής των Τούρκων σουλτάνων. Εκτός από το μορφολογικό ενδιαφέρον της, η Κέρκυρα είναι σημαντική και για την μελέτη της εξέλιξης της αστικής πολυκατοικίας, αφού είναι η πρώτη ελληνική πόλη στην οποία εμφανίζεται ο θεσμός της οριζόντιας ιδιοκτησίας.
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!