1. Θ έ σ η :
Η Βυζαντινή Σταυροπηγιακή
Ιερά
Μονή Αγίου Γεωργίου Μαλεσίνας βρίσκεται στα βορειανατολικά της
Μαλεσίνας
και σ' απόσταση ενός χιλιομέτρου απ' αυτή, σε πευκόφυτη τοποθεσία μέ υψόμετρο
200 μ., που παρέχει πλούσια και πανοραμική τη θέα της γύρω περιοχής, αλλά και
του
Βόρειου Ευβοϊκού, της
Βόρειας
Εύβοιας και της Οπουντίας
Λοκρίδας.
Σ' αυτήν την ξέχωρη γωνιά της Ανατολικής
Λοκρίδας,
ριζωμένο βαθιά στο χρόνο, το μοναστήρι ζει τις δόξες, τις πίκρες και τους αγώνες
του ελληνικού έθνους και συντροφεύει τους ανθρώπους της περιοχής σε λύπες και
χαρές. Αιώνες ο σταυρός στο θόλο του ναού του βιγλίζει από εκεί ψηλά τα πλεούμενα
του Ευβοϊκού. Εκατοντάδες χρόνια και το καντηλάκι του Αγίου ιλαρύνει τη βαριόθυμη
ψυχή του διαβατάρη ναυτικού, θερμαίνει και δυναμώνει την ελπίδα του μεροκαματιάρη
ψαρά, γιγαντώνει τη θέληση και τη δύναμη του ναυαγού, που στον άνισο αγώνα του
με τα κύματα, απιθώνει κάθε ελπίδα του στον Αγιο.
Από τους σεισμούς του 1894 καταστράφηκε ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα
της ιστορικής Μονής, πλην του
Καθολικού
της, για το οποίο γίνεται ευρύτατος λόγος παρακάτω, αλλά και εκείνο λόγω των πολλών
ζημιών του κατέστη ακατάλληλο για τη θεία λατρεία. Έτσι το μοναστήρι ξαναχτίστηκε
από την αρχή λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα, σε στερεότερο τόπο. Τα εγκαίνια του
Καθολικού της νέας Μονής έγιναν στις 23 Απριλίου 1920.
2) Ιστορικά στοιχεία του Μοναστηριού.
Για τη χρονολογία ιδρύσεως του Μοναστηριού δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες.
Ο τελευταίος ηγούμενος του Μοναστηριού (ως ανδρικού) μακαριστός Ανδρόνικος Πετράκος,
πού εκοιμήθη το 1959, τελευταίος κρίκος στη μακροχρόνια αλυσίδα της ζωντανής παράδοσης
του Μοναστηριού, είχε διαβεβαιώσει τον γράφοντα, ότι το Μοναστήρι ιδρύθηκε τον
11ο αιώνα.
Σύμφωνα με μια τοπική παράδοση, δυο μοναχοί, που είχαν φτάσει στη
Μαλεσίνα από το Αγιον Όρος
για έρανο, πληροφορήθηκαν για τη συχνή εμφάνιση φωτεινού σημείου τις νύχτες σ'
ένα βάτο της περιοχής. Επισκέφτηκαν τον τόπο, είδαν το σημείο και παράμειναν εκεί
για πάντα, ιδρύοντας το Μοναστήρι της Παναγίας, που από την τότε ονομασία της
περιοχής επονομάστηκε Παναγία της Μελινίτσας. Η αρχική αφιέρωση στην Παναγία επιβεβαιώνεται
από τη διασωζόμενη επιγραφή πάνω από το παράθυρο του κυρίως ναού, για την οποία
γίνεται λόγος παρακάτω, αλλά και από τις επισημειώσεις, που υπάρχουν πάνω στα
πανάρχαια χειρόγραφα βιβλία της Μονής, τα διασωζόμενα σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη
- Τμήμα Χειρογράφων.
Ο χρόνος που χρειάστηκε να χτιστεί το Μοναστήρι, είχε πολύ μεγάλη
διάρκεια, μας πληροφορεί μια άλλη παράδοση. Το αλάτι μονάχα που χρειάστηκε να
ξοδευτεί σ' αυτό το διάστημα έφτασε τα τριακόσια κιλά. (Σημειωτέον ότι ένα κιλό
ισοδυναμούσε με 24 οκάδες ή τριάντα χιλιόγραμμα).
Η Μονή είναι σταυροπηγιακή, όπως γίνεται γνωστό από την επιγραφή,
από τα δυο διασωζόμενα πατριαρχικά σιγίλλια και από τις επισημειώσεις στα παλιά
βιβλία της Μονής.
Η αλλαγή στην καθιέρωση επήλθε στίς αρχές της Τουρκοκρατίας. Ήδη στους
τούρκικους φορολογικούς καταλόγους του 1540 γίνεται λόγος πλέον για Μοναστήρι
Αγίου Γεωργίου.
Για τις αιτίες αυτών των αλλαγών τίποτε ασφαλώς δεν είναι γνωστό.
Μια παλιά παράδοση στη Μαλεσίνα κάνει λόγο για το όραμα ενός φωτεινού μελισσοκόφινου,
που έβλεπαν συχνά οι κάτοικοι να έρχεται από τη μεριά του Αγίου Γεωργίου της Χιλιαδούς
- περιοχής που ανήκει στη Μαλεσίνα -και να σβύνει πάνω από το Μοναστήρι τους.
Ίσως αυτό το όραμα θεωρήθηκε θέληση του Αγίου. Ίσως η καταστροφή του Καθολικού
στις μέρες της Αλώσεως και η ανέγερση παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου, είχε σαν
αποτέλεσμα την αφιέρωση και του Καθολικού της Μονής στον Αγιο Γεώργιο μετά την
ανακαίνισή του στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα.
Αλλωστε σε μια τέτοια αλλαγή θα συνηγορούσε πολύ και ο αναμφισβήτητος
σεβασμός -μαζί και ο φόβος - των κατακτητών προς τον καβαλάρη Αγιο των χριστιανών.
Αλλαγή υπάρχει επίσης και στην επωνυμία της Μονής, που όλα δείχνουν
πως και αυτή ακολούθησε τη μετωνυμία του χωριού από Μελινίτσα σε Μαλεσίνα, ονομασία,
που επέβαλαν οι έποικοι Βορειοηπειρώτες από το επικρατούν μεταξύ αυτών επώνυμο
"Μαλέσης".
Κατά τη διάρκεια της σκλαβιάς η Μονή του Αγίου Γεωργίου, όπως άλλωστε
και όλα τα μοναστήρια του ελληνικού χώρου, υπήρξε και αυτό για τους κατοίκους
των γύρω χωριών το μόνιμο αποκούμπι και το καταφύγιο των κατατρεγμένων, η άσβεστη
θρυαλλίδα της ελληνικής συνειδήσεως, η αγρυπνούσα μνήμη του Έθνους. Με την πλούσια
βιβλιοθήκη της και τους φωτισμένους πατέρες της ήταν το πνευματικό κέντρο ολόκληρης
της
Λοκρίδας. Απόμακρα από
τα τούρκικα κέντρα, που βρίσκονταν στη
Χαλκίδα
και την Αταλάντη, στήριζε την πίστη του σκλάβου στο Χριστό και αναπτέρωνε την
ελπίδα του για την ανάσταση του Γένους.
Κατά την Εθνεγερσία η Μονή ήταν ο επαναστατικός πυρήνας της Ανατολικής
Λοκρίδας. Διατελούσε κάτω
από τη σκιά του μεγάλου ντόπιου οπλαρχηγού Οδυσσέα Ανδρούτσου και την ξάγρυπνη
προστασία του Μαλεσιναίου μικροκαπετάνιου Γιάννη Ριτσογιάννη, του οποίου την ανδρεία
μνημονεύει ο λαός της
Μαλεσίνας
ακόμα και σήμερα με την παροιμιώδη έκφραση: "Κόβει σαν την πάλα του Ριτσογιάννη".
Οι Τούρκοι στην αρχή του Αγώνα, σύμφωνα με έγγραφες μαρτυρίες της
εποχής, ήρθαν από την Αταλάντη, κατέλαβαν το Μοναστήρι και το πυρπόλησαν, μα οι
κάτοικοι της
Μαλεσίνας με
αρχηγό τους το Γιάννη Ριτσογιάννη κατάφεραν να διώξουν τους Τούρκους, να σβύσουν
τις φωτιές και να σώσουν το καθολικό του.
Μετά την Απελευθέρωση, που οι Βαυαροί του Όθωνα κατάργησαν εκατοντάδες
μοναστήρια του ελλαδικού χώρου (1833), το Μοναστήρι της Μαλεσίνας ήταν ένα από
τα τρία στο
νομό Φθιώτιδας
που παρέμειναν σ' ενέργεια.
Ολόκληρη η
Λοκρίδα
σε χαλεπούς καιρούς κατέφευγε στη Μονή της Μαλεσίνας. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα
του δημάρχου Δαφνησίων (
Λιβανάτες),
που στα 1866 με έγγραφό του προς τον ηγούμενο ζητάει την αποστολή των λειψάνων
του Αγίου "ένεκα ενσκηψάσης νόσου της μηνιγγίτιδος". Τα θαύματα του Αγίου ήταν
αναρίθμητα και τα τάματα και οι δωρεές των πιστών προς το Μοναστήρι το ίδιο.
Το Μοναστήρι στις αρχές του 20ού αιώνα είχε τεράστια περιουσία. Είχε
κτήματα στη
Μαλεσίνα, στο
Μαρτίνο, στη
Λάρυμνα,
στο
Προσκυνά, στο
Παύλο,
στο
Λούτσι, στον Πύργο, στην
Αταλάντη, στον
Αγιο Κωνσταντίνο.
Το μετόχι του στη Δέντρη μονάχα έφτανε τα 2650 στρέμματα καλλιεργήσιμα χωράφια,
83 στρέμματα αμπέλια, 18722 στρέμματα λιβάδια! Το μετόχι αυτό, που το μνημονεύει
κι ο Μελέτιος στη Γεωγραφία του (1728), απαλλοτριώθηκε από τον ΟΔΕΠ το 1931 και
διαμοιράστηκε στους αγρότες των γύρω χωριών. Μικρότερα μετόχια διατηρούσε σ' όλα
τα γύρω χωριά, που τελικά και αυτά απαλλοτριώθηκαν από τον ΟΔΕΠ. Η περιουσία του
Μοναστηριού σήμερα είναι όση περίπου ενός μέσου αγρότη της
Μαλεσίνας.
Το 1923 ιδρύθηκε στο Μοναστήρι Εκκλησιαστική Σχολή, η οποία, ύστερα
από λειτουργία δύο χρόνων, μεταφέρθηκε στη
Λαμία.
Το 1952 το Μοναστήρι παραχώρησε στο
Υπουργείο
Παιδείας δεκαοχτώ στρέμματα από την παρακείμενη πευκόφυτη έκτασή του για την
ίδρυση Μαθητικής Κατασκηνώσεως. Στην δεκαετία του 1980 παραχώρησε εκταση για τη
δημιουργία αθλητικών χώρων της
Μαλεσίνας.
Το 1957 το Μοναστήρι μετατράπηκε σε γυναικείο και ως τέτοιο λειτούργησε
ομαλά μέχρι το 1973, που οι δυο μοναχές αποχώρησαν με τη θέλησή τους. Επακολούθησε
μια περίοδος αρρυθμίας στη λειτουργία του ως το 1987. Στα 1988 στελεχώθηκε από
τρεις μοναχές και έκτοτε λειτουργεί ως γυναικείο. Ηγουμένη είναι σήμερα η Θεολογία
Κράλη.
Σ' αυτά τα τελευταία δώδεκα χρόνια, οι μοναχές, παράλληλα προς το
αξιόλογο πνευματικό και κοινωνικό έργο τους, πρόσθεσαν στο Καθολικό και πρόναο
και υπόγειο παρεκκλήσιο. Έχτισαν νέα πτέρυγα στην ανατολική πλευρά του (αρχονταρίκι,
τράπεζα, κελλιά κ.λπ.), ανακαίνισαν παλιό κτίσμα για χώρο βιβλιοθήκης και πνευματικών
εκδηλώσεων και προωθούν με γοργούς ρυθμούς τη μετασκευή άλλου παλιού κτίσματος
σε ξενώνα. Κατασκεύασαν επίσης δεξαμενή για την αποθήκευση νερού και διενέργησαν
γεώτρυση για την επαρκή ύδρευση της Μονής και δεντροφύτεψαν και εξωράισαν τον
αύλειο και τον περιβάλλοντα χώρο της Μονής.
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος "Όμιλος για τη διάσωση του Βυζαντινού Ναού
της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μαλεσίνας", που ιδρύθηκε το 1992, με χρήματα που
εξοικονόμησε από κρατικές, κυρίως, αλλά και ιδιωτικές πηγές, προέβη σε μια σειρά
εργασιών, υπό την επίβλεψη της
7ης
Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και την εποπτεία της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως
Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του
Υπουργείου
Πολιτισμού στους χώρους και τά κτίσματα της παλαιάς μονής: αποψίλωσε τον περιβάλλοντα
χώρο από τούς θάμνους, καθάρισε τα μπάζα, που δημιούργησε ο καταστροφικός σεισμός
του 1894, επισκεύασε τη στέγη του ναού και, κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, ανέθεσε
σε εργολάβο την εκτέλεση των εργασιών συντηρήσεως των γύρω από το παλαιό Καθολικό
κτισμάτων (τσιμεντενέματα κλπ.). Με τις ενέργειες εξάλλου του ίδιου Συλλόγου και
την από πλευράς του κατάρτιση οικονομικοτεχνικής μελέτης, γίνονται από το κράτος
σήμερα σημαντικές εργασίες διασώσεως και αποκαταστάσεως του ιστορικού καθολικού.
Απόσπασμα: Κώστας Β. Καραστάθης