Το φημισμένο ιερό του Ολύμπιου Δία και κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων βρίσκεται στη ΒΔ Πελοπόννησο, στους πρόποδες του Κρονίου λόφου, μέσα σε μία καταπράσινη κοιλάδα που ανοίγεται στη συμβολή των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου. Στην περιοχή αναπτύχθηκαν αλλεπάλληλοι οικισμοί ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, παράλληλα με αρχέγονες λατρείες θεοτήτων και ηρώων, που διαμόρφωσαν και τον πυρήνα των πελοποννησιακών μύθων. Έτσι, όταν ο Δίας έφτασε στην Ολυμπία γύρω στο 10ο αι. π.Χ., είχε να εκτοπίσει τον πατέρα του Κρόνο, τη Γαία και τον Πέλοπα, μυθικό βασιλιά της Πελοποννήσου, πρόγονο του Αγαμέμνονα και θεμελιωτή των αθλητικών αγώνων.
Το τέμενος της ´Αλτης έμελλε να εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα πανελλήνια ιερά της αρχαιότητας με διάρκεια ζωής έως τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα, οπότε παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε οριστικά. Από το 776 π.Χ. και κάθε τέσσερα χρόνια τελούνταν τα Ολύμπια, ενώ τα τετραετή διαστήματα που μεσολαβούσαν μεταξύ των αγώνων, οι Ολυμπιάδες, αποτέλεσαν βασικό χρονολογικό σύστημα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες συμπυκνώνουν το ιδεώδες του ελληνικού ανθρωπισμού: ειρηνική άμιλλα μεταξύ ελευθέρων και ίσων ανδρών, σε έναν αγώνα ρώμης και αντοχής που επιφυλάσσει στο νικητή ένα στεφάνι ελιάς και τον έπαινο της πατρίδας του. Οι τελευταίοι αγώνες της αρχαιότητας τελέστηκαν το 393 μ.Χ., ενώ οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες αναβίωσαν το 1896 στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας συγκεντρώνει ένα από τα πλουσιότερα σύνολα αρχιτεκτονικών μνημείων και έργων τέχνης που βρέθηκαν επί ελληνικού εδάφους. Ο αρχαϊκός ναός της Ήρας και ο κλασικός του Δία αποτελούν δύο ορόσημα στην εξέλιξη του δωρικού ρυθμού, όπως μπορούμε να την παρακολουθήσουμε από τον 6ο στον 5ο αι. π.Χ. Κάθε αιώνας προσθέτει τα δικά του λαμπρά οικοδομήματα που σταδιακά θα διαμορφώσουν τον σύνθετο καμβά της τοπογραφίας του ιερού: τον 6ο και 5ο αι. προστίθεται κοντά στους δύο μεγάλους ναούς η σειρά των Θησαυρών, πολλοί από τους οποίους ανεγέρθηκαν από τις μακρινές ελληνικές αποικίες, τον 4ο αι. το λαμπρό Φιλιππείο, αφιέρωμα του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά μετά τη νίκη του στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. Τον κύκλο θα κλείσει το Νυμφαίο του Ηρώδη του Αττικού το 157-160 μ.Χ. Εκτός του ιερού τεμένους της ´Αλτης, τα κτίρια πυκνώνουν ακόμη περισσότερο σε μια ζώνη που περιλαμβάνει τις αθλητικές εγκαταστάσεις, αλλά και τις υποδομές για την εξυπηρέτηση αθλητών και επισκεπτών, όπως ξενώνες και λουτρά. Την περιοχή οριοθετούν στα βορειοδυτικά η παλαίστρα και το γυμνάσιο του 3ου αι. π.Χ. και στα ανατολικά το στάδιο. Ο ιππόδρομος χάθηκε από τις πλημμύρες του Αλφειού, μόνο η αρχική του θέση έχει εντοπιστεί.
Η Ολυμπία μάς χάρισε έναν ανεκτίμητο πλούτο κινητών ευρημάτων, μεταξύ αυτών και δύο από τα διασημότερα αγάλματα της αρχαιότητας, τον Ερμή με το βρέφος Διόνυσο (4ος αι. π.Χ.) του Πραξιτέλη και τη Νίκη του Παιωνίου (περ. 420 π.Χ.), το γλυπτό που καθόρισε, ως διαχρονικό πρότυπο, την εικονογραφική αλληγορία της νίκης. Ωστόσο, το πλέον πολύτιμο και θρυλικό έργο της Ολυμπίας έχει χαθεί για πάντα: το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα του Δία, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Το άγαλμα αποδίδεται στον Φειδία, το μεγάλο γλύπτη που επίσης φιλοτέχνησε τη χρυσελεφάντινη Αθηνά του Παρθενώνα. Το άγαλμα του Δία, το οποίο έφτανε τα 13 μ. ύψος, ο Φειδίας το δημιούργησε σε ειδικά διαμορφωμένο εργαστήριο, που είχε κατασκευαστεί δίπλα και προσομοίαζε το ναό του Δία. Το εργαστήριο του Φειδία ήρθε στο φως κατά τις ανασκαφές, μαζί με υπολείμματα πρώτων υλών, μήτρες και εργαλεία που μας επιτρέπουν να πλησιάσουμε έναν από τους μεγαλύτερους γλύπτες της αρχαίας Ελλάδας την ώρα που φιλοτεχνεί ένα αριστούργημα. Τα ευρήματα αυτά, καθώς και οι απεικονίσεις και περιγραφές του αγάλματος σε αρχαίες πηγές, είναι όλα όσα γνωρίζουμε σήμερα για το χρυσελεφάντινο Δία του Φειδία. Το ίδιο το άγαλμα, σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και καταστράφηκε σε πυρκαγιά το 475 μ.Χ.
Περίπου μισό αιώνα αργότερα, στο παρηκμασμένο πλέον ιερό της Ολυμπίας, οι σεισμοί σώριασαν τα αλλοτινά αγέρωχα κτίρια σε ερείπια· οι συνακόλουθες πλημμύρες των ποταμών και οι κατολισθήσεις από τον Κρόνιο λόφο καταδίκασαν το αρχαίο ιερό να μείνει θαμμένο για αιώνες έως ότου η αρχαιολογική σκαπάνη το ξαναέφερε στο φως.