Η Ριζοσπηλιά, βρίσκεται 19 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Δημητσάνας,
δίπλα στον οδικό άξονα Δημητσάνα Λουτρά Ηραίας, και φτάνει κανείς εκεί αφού διασχίσει
τη Ζάτουνα και την Παναγιά. Είναι χτισμένη στην τελευταία πλαγιά του όρους Εχτίχοβα,
λίγο πριν την απόληξή του στον Αλφειό ποταμό, και αποτελείται από δύο οικισμούς.
Από την Άνω και από την Κάτω Ριζοσπηλιά, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους 1500 περίπου
μέτρα, και το υψόμετρό τους είναι 420 μ. η Άνω Ριζοσπηλιά, και 300 μ. η Κάτω.
Το αρχικό όνομα και των δύο οικισμών του χωριού ήταν Στρούζα, ή στον
πληθυντικό οι Στρούζες, αφού έτσι απαντώνται πολλές φορές μέσα στις ιστορικές
πηγές, ενώ η μετονομασία τους σε Ριζοσπηλιά, έγινε με ανάλογα διατάγματα τα έτη
1927 και 1930. Και ενώ μέσα στην πρώτη επίσημη εμφάνιση των οικισμών του έτους
1836, οι Στρούζες ανήκαν στο Δήμο Βουφαγίων, με τις ανακατατάξεις του 1912, η
Κάτω Ριζοσπηλιά προσαρτήθηκε στο Δήμο Γόρτυνος με το όνομα Κοκορίτσα. Αργότερα,
το έτος 1927 μετονομάστηκε Μικροχώρι και το 1930 αναγνωρίστηκε ως αυτοτελής οικισμός
με το όνομα Κάτω Ριζοσπηλιά. Αναφορικά με την ιστορία και των δύο οικισμών της
Ριζοσπηλιάς, μέχρι σήμερα, η επιστημονική έρευνα δεν έχει εξετάσει επαρκώς την
ιστορική τους πορεία μέσα στους αιώνες που πέρασαν.
Η πρώτη πάντως γραπτή μαρτυρία που έχει άμεση σχέση με το όνομα του
χωριού, προέρχεται από τον κώδικα της μονής Αιμυαλών, τον οποίο δημοσίευσε η Ιωάννα
Γιανναροπούλου μέσα στα Γορτυνιακά, τ. Α', Αθήναι 1972, με τίτλο: Ποικίλα σημειώματα
εκ Γορτυνιακών κτητορικών κωδίκων, Α' Κώδιξ μονής Αιμυαλών (υπ αριθ. 146), σσ.
303-390, μέσα στον οποίο, το έτος 1623, υπάρχει καταχωρημένο το όνομα Δήμος Στρούζας.
Σύμφωνα με την άποψη του ιστορικού και ειδικού Πελοποννησιολόγου ερευνητή, Τάσου
Γριτσόπουλου, το καταχωρημένο ως επώνυμο Στρούζας, είναι πολύ πιθανό να καταχωρήθηκε
ως δηλωτικό του χωριού καταγωγής του ατόμου, και να μην αφορά το πραγματικό επώνυμό
του, γεγονός το οποίο αποδίδει σε κάποιον ειδικό λόγο διάκρισης του ατόμου από
κάποιον άλλο, η ακόμη και σε σφάλμα εκείνου που έκανε την καταχώρηση, λόγω αμάθειας.
Η επόμενη γραπτή μαρτυρία αλλά με σαφή αναφορά στο όνομα του χωριού "της Στρούζας",
προέρχεται από ένα Ενετικό έγγραφο που βρίσκεται μέσα στα αρχεία της μονής Φιλοσόφου,
το οποίο δημοσίευσε ο Τάσος Γριτσόπουλος μέσα στο βιβλίο του Μονή Φιλοσόφου, εν
Αθήναις 1960. Πρόκειται για ένα έγγραφο του έτους 1694, κατεστραμένου σχεδόν στο
σύνολό του λόγω φθοράς, μέσα στο οποίο υπάρχει αυτή η σαφής αναφορά στο όνομα
του χωριού της Στρούζας.
Με βάση τις αδιάσειστες αυτές ιστορικές μαρτυρίες, και με δεδομένο
το γεγονός ότι, η καθιέρωση του ονόματος ενός χωριού προϋποθέτει ύπαρξη πρότερου
βίου, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις, συνήθως, υπολογίζεται περισσότερο
του ενός αιώνα, είναι προφανές ότι, η αρχική κατοίκηση και συνεπώς το ιδρυτικό
έτος της Στρούζας, θα πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον μέσα στο 16ο αιώνα (1500-1600).
Το γεγονός ότι, το χωριό δεν καταγράφεται μέσα στην απογραφή πληθυσμού του έτους
1700, που πραγματοποίησαν οι Βενετοί κατακτητές (1685-1715) στην περιοχή, και
είναι γνωστή ως απογραφή του Βενετού προνοητή Francesco Grimani, σε απόλυτη σχέση
με το γεγονός ότι, έξι (6) χρόνια νωρίτερα, οι ίδιοι την καταγράφουν σε έγγραφό
τους ως χωριό, είναι ένα ζήτημα το οποίο απαιτεί έρευνα, το αποτέλεσμα της οποίας
θα συμβάλει στην ανάδειξη του ιδρυτικού της έτους. Κινούμενοι προς αυτή την κατεύθυνση,
αναφέρουμε ότι, μεταξύ των δύο οικισμών, λίγα μέτρα δίπλα από την "παλιόβρυση
του Πατρινού", υπάρχουν διάσπαρτα αρκετά ερειπωμένα κτίσματα, "τα χαλάσματα" όπως
τα αποκαλούν οι Ριζοσπηλιώτες, τα οποία, κατά την άποψή τους, είναι κατάλοιπα
του αρχικού οικισμού του χωριού τους. Επίσης, στο δρόμο που οδηγεί από την Κάτω
Ριζοσπηλιά προς το χωριό Παλιόκαστρο, πεντακόσια περίπου μέτρα μετά τον οικισμό,
πάνω σε έναν μικρό λοφίσκο που βρίσκεται αριστερά του δρόμου, υπάρχει μια περιοχή
ονομαζόμενη "το Παλιοχώρι", στα όρια της οποίας υπάρχουν ίχνη παλιού οικισμού.
Κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η Γεωργία, η κτηνοτροφία, και η ελαιοπαραγωγή,
αφού το χωριό έχει μεγάλους ελαιώνες, λόγος για τον οποίο στο παρελθόν, μέσα και
έξω από το χωριό λειτουργούσαν αρκετά λιοτρίβια. Στις διάφορες απογραφές, ο πληθυσμός
και των δύο οικισμών της Ριζοσπηλιάς ανά έτος ήταν: Το 1829 είχε 135 κατοίκους,
το 1849 162, το 1851 191, το 1861 148, το 1879 144, το 1889 226, το 1896 187,
το 1907 173, το 1920 181, το 1928 169, το 1940 175, το 1951 218, το 1961 195,
το 1971 128, το 1981 81, το 1991 71, ενώ στην απογραφή του 2001 απογράφηκαν 56
άτομα. Τους χειμερινούς μήνες στη Ριζοσπηλιά κατοικούν εξήντα περίπου μόνιμοι
κάτοικοι, ενώ το καλοκαίρι ο αριθμός τους υπερβαίνει τους εκατό.
Τα σπίτια και των δύο οικισμών με τους μεγάλους και καταπράσινους
κήπους τους, είναι αραιοχτισμένα στην κατάφυτη πλαγιά, ενώ στο κέντρο και των
δύο οικισμών βρίσκονται οι πλατείες τους. Στο διάστημα μεταξύ των δύο οικισμών,
είναι χτισμένος ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου, και ακριβώς δίπλα του
βρίσκεται το σχολείο των οικισμών. Λίγα μέτρα πιο κάτω από τον Αγιο Νικόλαο, βρίσκεται
η παλιά παραδοσιακή βρύση "η παλιόβρυση του Πατρινού", όπως την αποκαλούν οι Ριζοσπηλιώτες,
από την οποία υδρευόταν η Ανω Ριζοσπηλιά. Βόρεια της βρύσης αυτής, και σε απόσταση
πεντακοσίων περίπου μέτρων, βρίσκεται το ξωκλήσι της Παναγίτσας, η μνήμη της οποίας
τιμάται στις 23 Αυγούστου, ενώ λίγα μέτρα βορειότερα, και σε απόσταση εκατό περίπου
μέτρων από τα τελευταία σπίτια της Ανω Ριζοσπηλιάς, βρίσκεται και το ξωκλήσι της
Αγίας Κυριακής. Στα τελευταία σπίτια νοτιοδυτικά της Κάτω Ριζοσπηλιάς, βρίσκεται
το ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, και ακριβώς δίπλα του η ομώνυμη πηγή από την οποία
υδρευόταν ο οικισμός. Στα παλαιότερα χρόνια, στο ξωκλήσι αυτό, στην εορτή του
Αγίου Πνεύματος, γινόταν μεγάλο πανηγύρι που διαρκούσε τρεις ημέρες.
Η περιοχή ιδιοκτησίας της Ριζοσπηλιάς, κατάφυτη από ελαιώνες, καταλήγει
στον έφορο παρόχθιο κάμπο του Αλφειού ποταμού. Στον Αλφειό, καταλήγουν επίσης
και τα όρια του Δήμου Δημητσάνης αλλά του νομού Αρκαδίας, αφού στην άλλη όχθη
του ποταμού αρχίζουν τα όρια του νομού Ηλείας.
Στην Αθήνα λειτουργεί ο Σύλλογος των Ριζοσπηλιωτών, όπου διοργανώνει πολλές και ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Κείμενο: Γεώργιος Παν. Θεοχάρης.Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης