Εμφανίζονται 4 τίτλοι με αναζήτηση: Πληροφορίες για τον τόπο στην ευρύτερη περιοχή: "ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ Αρχαία πόλη ΕΛΛΑΔΑ" .
ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ (Αρχαία πόλη) ΕΛΛΑΔΑ
1. Division of Peiraeeus and Munychia. Peiraeeus (Peiraieus: Eth. Peiraieis)
was a demus belonging to the tribe Hippothontis. It contained both the rocky heights
of the peninsula, and was separated from the plain of Athens by the low ground
called Halipedon, mentioned above. Munychia (Mounuchia) was included in Peiraeeus,
and did not form a separate demus. Of the site of Munychia there can no longer
be any doubt since the investigations of Curtius (De Portubus Athenarum, Halis,
1842); Ulrichs also had independently assigned to it the same position as Curtius.
Munychia was the Acropolis of Peiraeeus. It occupied the hill immediately above
the most easterly of the two smaller harbours, that is, the one nearest to Athens.
This hill is now called Kastella. It is the highest point in the whole peninsula,
rising 300 feet above the sea; and at its foot is the smallest of the three harbours.
Of its military importance we shall speak presently. Leake had erroneously given
the name of Munychia to a smaller height in the westerly half of the peninsula,
that is, the part furthest from Athens, and had supposed the greater height above
described to be the Acropolis of Phalerum.
2. Fortifications and Harbours. The whole peninsula of Peiraeeus, including
of course Munychia, was surrounded by Themistocles with a strong line of fortifications.
The wall, which was 60 stadia in circumference (Thuc. ii. 13), was intended to
be impregnable, and was far stronger than that of the Asty. It was carried up
only half the height which Themistocles had originally contemplated (Thuc. i.
93); and if Appian (Mithr. 30) is correct in stating that its actual height was
40 cubits, or about 60 feet, a height which was always found sufficient, we perceive
how vast was the project of Themistocles. In respect to thickness, however, his
ideas were exactly followed: two carts meeting one another brought stones, which
were laid together right and left on the outer side of each, and thus formed two
primary parallel walls, between which the interior space (of course at least as
broad as the joint breadth of the two carts) was filled up, not with rubble, in
the usual manner of the Greeks, but constructed, through the whole thickness,
of squared stones, cramped together with metal. The result was a solid wall probably
not less than 14 or 15 feet thick, since it was intended to carry so very unusual
a height. (Grote, vol. v. p. 335; comp. Thuc. i. 93.) The existing remains of
the wall described by Leake confirm this account. The wall surrounded not only
the whole peninsula, but also the small rocky promontory of Etioneia, from which
it ran between the great harbour and the salt marsh called Halae. These fortifications
were connected with those of the Asty by means of the Long Walls, which have been
already described. It is usually stated that the architect employed by Themistocles
in his erection of these fortifications, and in the building of the town of Peiraeeus,
was Hippodamus of Miletus; but C. F. Hermann has brought forward good reasons
for believing that, though the fortifications of Peiraeeus were erected by Themistocles,
it was formed into a regularly planned town by Pericles, who employed Hippodamus
for this purpose. Hippodamus laid out the town with broad straight streets, crossing
each other at right angles, which thus formed a striking contrast with the narrow
and crooked streets of Athens. (Hermann, Disputatio de Hippodamo Milesio, Marburg,
1841.)
The entrances to the three harbours of Peiraeeus were rendered very
narrow by means of moles, which left only a passage in the middle for two or three
triremes to pass abreast. These moles were a continuation of the walls of Peiraeeus,
which ran down to either side of the mouths of the harbours; and the three entrances
to the harbours (Ta kleithra ton limenon) thus formed, as it were, three large
sea-gates in the walls. Either end of each mole was protected by a tower; and
across the entrance chains were extended in time of war. Harbours of this kind
were called by the ancients closed ports (kleistoi limenes), and the walls were
called chelai, or claws, from their stretching out into the sea like the claws
of a crab. It is stated by ancient authorities that the three harbours of the
Peiraeeus were closed ports (Hesych. s. v. Zea; Schol. ad Aristoph. Pac. 145;
comp. Thuc. ii. 94; Plut. Demetr. 7; Xen. Hell. ii. 2. 4); and in each of them
we find remains of the chelae, or moles. Hence these three harbours cannot mean,
as Leake supposed, three divisions of the larger harbour since there are traces
of only one set of chelae in the latter, and it is impossible to understand how
it could have been divided into three closed ports.
This extract is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
Peiraeus (Peiraieus) or Piraeus. Now Porto Leone or Porto Dracone. The
most important of the harbours of Athens, was situated in the peninsula about
five miles southwest of Athens. This peninsula, which is sometimes called by the
general name of Piraeeus, contained three harbours: Piraeeus proper on the western
side, by far the largest of the three; Zea on the eastern side, separated from
the Piraeus by a narrow isthmus; and Munychia (Pharnari), still farther to the
east. The northern part of the great harbour of the Piraeus was divided into three
smaller harbours: Zea for corn-vessels, Aphrodisium for merchant-ships in general,
and Cantharus for ships of war. It was through the suggestion of Themistocles
that the Athenians were induced to make use of the harbour of Piraeeus. Before
the Persian Wars their principal harbour was Phalerum, which was not situated
in the Piraean peninsula at all, but lay to the east of Munychia. At the entrance
of the harbour of the Piraeus there were two promontories--the one on the right-hand,
called Alcimus (Alkimos), on which was the tomb of Themistocles, and Eetionea
(Eetioneia), where the Four Hundred built a fortress. The Piraeus had a good-sized
population, especially of resident aliens, who were attracted by its facility
for trade. The town was strongly fortified by Themistocles, and was connected
with Athens by the Long Walls, due to Pericles. The narrow entrance to its harbour
was protected by two great mole-heads, across which a huge chain could be drawn
to keep out hostile ships.
The town had a fine agora, which stood in the centre of the
place, and temples to Zeus Soter, Athene Soteira, and Aphrodite; and fine halls
or stoai.
This text is cited Oct 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
Τοπογραφία
Ο Πειραιάς βρίσκεται στο βόρειο τμήμα των δυτικών ακτών του νομού Αττικής εντός
του Σαρωνικού κόλπου. Οι μαρτυρίες αρχαίων γεωγράφων και ιστορικών όπως ο Στράβωνας
(1.58) ο Σουΐδας και ο Αρποκρατίονας επιβεβαιώνουν την γεωλογική ιστορία της περιοχής,
σύμφωνα με την οποία, ο Πειραιάς ήταν νησί πριν από την τεταρτογενή γεωλογική
περίοδο, οπότε οι προσχώσεις του ποταμού Κηφισού και άλλων χειμάρρων της Αττικής,
οδήγησαν στη δημιουργία της ακτής που ένωσε τον Πειραιά με χερσόνησο της Αττικής
καθώς και τη δημιουργία του Αλίπεδου (ελώδους εκτάσεως που κάλυπτε μεγάλο τμήμα
της περιοχής, και την έκανε δύσβατη) (Πανάγος 1968, σ.65).
Κατά τους κλασικούς χρόνους η γεωμορφολογία των παραλίων της Αττικής,
μήκους 24 μιλίων, ήταν ευνοϊκή για τον ελλιμενισμό των πλοίων της εποχής σε πολλά
σημεία κατά μήκος της ακτογραμμής, με αποτέλεσμα την λειτουργία πολλών μικρών
λιμανιών (fig.1
).
Η επιλογή του Πειραιά για τη διαμόρφωση του επινείου της Αθήνας έγινε
κατά τους αρχαίους χρόνους, όπως και στη σύγχρονη εποχή (1834) λόγω της προστασίας
που προσφέρει η θέση του, της γεωμορφολογίας των τριών φυσικών λιμένων που των
αποτελούν και της γειτνίασης με την Αθήνα.
Ο κεντρικός λιμένας του Πειραιά ο Κάνθαρος βρίσκεται στη δυτική πλευρά της χερσονήσου
και είναι ένα απόλυτα προστατευμένο φυσικό λιμάνι (fig.2).Στην
ανατολική πλευρά της Πειραϊκής χερσονήσου και εκατέρωθεν του λόφου Μουνιχίας διαμορφώνονται
οι λιμένες Ζέας και Μουνιχίας. Ανατολικότερα ο κόλπος του Φαλήρου λειτουργούσε
ως βασικός λιμένας των Αθηναίων πριν από την ίδρυση του Πειραιά.
Ιστορική Πορεία
Η μόνη περιοχή του Πειραιά από την οποία υπάρχουν τεκμήρια κατοίκησης από τις
αρχές της αττικής προϊστορίας (τα πρώτα ευρήματα είναι νεολιθικά όστρακα), είναι
το ιερό της Μουνιχίας Αρτέμιδος στη δυτική άκρη του ομώνυμου λιμανιού (Σταϊνχάουερ
2000, 10-13).
Η κατοίκηση του Πειραιά ουσιαστικά ξεκίνησε με την υποκίνηση του Αθηναϊκού
δήμου από το Θεμιστοκλή για τη δημιουργία και οχύρωση του επινείου της Αθήνας
το 479 π.Χ.
Πρώτος εκείνος, όταν έγινε άρχων το 493/92 π.Χ., έστρεψε το ενδιαφέρον
των Αθηναίων προς τη θάλασσα, επισήμανε την εξαιρετική θέση του Πειραιά, ναυπήγησε
ισχυρό εμπορικό και πολεμικό στόλο και σε μικρό χρονικό διάστημα, οχύρωσε την
πόλη και τους φυσικούς λιμένες της. Τα οχυρωματικά έργα για την σύνδεση του επινείου
με την Αθήνα συνεχίστηκαν από τον Κίμωνα που θέλησε να ολοκληρώσει το σχέδιο του
Θεμιστοκλή κτίζοντας τα δύο Μακρά τείχη, το Φαληρικό τείχος και το Βόρειο τείχος
και αργότερα (445 π.Χ.) από τον Περικλή, που έκτισε το Νότιο (ή μεσαίο) τείχος
ανάμεσα στο Φαληρικό και το Βόρειο τείχος.
Ο Περικλής ήταν εκείνος που ανέθεσε την σύνταξη σχεδίου για την πόλη του Πειραιά στον περίφημο αρχιτέκτονα της εποχής Ιππόδαμο από τη Μίλητο. Με δεδομένες τις λιμενικές εγκαταστάσεις που είχαν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί νωρίτερα, ο σχεδιασμός της πόλης έγινε σε μία αδόμητη, αλλά καλά οχυρωμένη περιοχή, που έμελλε να αποτελέσει το λιμενικό εμπορικό κέντρο της Μεσογείου και το ναυτικό στρατηγείο της Αθήνας. Σχεδιάστηκε σε άμεση σχέση με το «άστυ» με γενεσιουργά στοιχεία της δομής της τη γεωμορφολογία των τριών φυσικών λιμένων της και την διαγώνια χάραξη των Μακρών Τειχών που υλοποιούσαν στο αττικό τοπίο, το δίπολο «άστυ- επίνειο» κατά την εποχή ακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Κατά τον 3ο π. Χ. αιώνα εγκαταστάθηκε στη Μουνιχία η μακεδονική φρουρά
και ο Πειραιάς αποτέλεσε ένα από τα ισχυρά οχυρά στα οποία στηρίχθηκε η μακεδονική
κυριαρχία στην Ελλάδα. (Σταϊνχάουερ, 2000, 30).
Κατά τη μακεδονική κατοχή του Πειραιά λειτουργούν κυρίως οι ναύσταθμοι ενώ η πόλη οδηγείται σε μαρασμό. Μετά την απελευθέρωση του λιμανιού το 229 π.Χ. η σχέση «άστεως-επινείου» δεν αποκαταστάθηκε παρά μόνο κατά τους νεώτερους χρόνους.
Πριν τους ρωμαϊκούς χρόνους το λιμάνι χρησιμοποιήθηκε για λίγο αποκομμένο
από την Αθήνα ενώ στην αρχή των κυρίως ρωμαϊκών χρόνων καταστράφηκε (86π. Χ.)
από το Σύλλα μετά από μακρόχρονη πολιορκία. Η ολοκληρωτική καταστροφή των οχυρώσεων
και των λιμενικών εγκαταστάσεων του Πειραιά είχε ως αποτέλεσμα να μην προσφέρει
πλέον το λιμάνι καμία ασφάλεια για τους ναυτιλλομένους και εμπόρους και να οδηγηθεί
στην ερήμωση.
Από τα λείψανα των οχυρώσεων και των λιμενικών εγκαταστάσεων και κτηρίων
του αρχαίου λιμένος ελάχιστα έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Επί σειρά ετών άλλωστε,
ο Πειραιάς αποτελούσε κέντρο εμπορίας άσβεστου η οποία κατασκευαζόταν σε καμίνια
με χρήση αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών από τον κατεστραμμένο λιμένα (Αγγελόπουλος
1898, 43).
Η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας είχε καλύψει ήδη από το τέλος της
αρχαιότητας, μεγάλο μέρος από τις αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις καθώς και μεταγενέστερες,
υστερορωμαϊκές προβλήτες που ήταν ακόμη ορατές κάτω από την επιφάνειά της στις
αρχές του 19ου αιώνα.
Ο σχεδιασμός της σύγχρονης πόλεως και του λιμένα του Πειραιά έγινε
μετά την ανακήρυξη της Αθήνας ως Πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους το 1834,
από τους Κλεάνθη και Schaubert ακολουθώντας και πάλι το ιππποδάμειο σύστημα .Η
εξέλιξη του Πειραιά στο κυριότερο επιβατικό και εμπορικό λιμάνι της χώρας, η εγκατάσταση
μεγάλων βιομηχανικών μονάδων και νέων λιμενικών εγκαταστάσεων κατά μήκος της σύγχρονης
ακτογραμμής, ο βομβαρδισμός του λιμανιού του Πειραιά κατά το ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο,
και τέλος η νέα ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, οδήγησαν στον αφανισμό, σχεδόν,
του πιο εξελιγμένου λιμενικού και αστικού κέντρου της Κλασικής Ελλάδας.
Έρευνες
Η έρευνα της πόλης-λιμανιού του Πειραιά ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα από
τους ξένους περιηγητές και χαρτογράφους ( E. Dodwell 1801-1806, W. M. Leake 1821),
ερευνητές όπως o E. Curtius (1841), ο H. N. Ulrichs (1843) και τοπογράφους όπως
ο C. Von Strantz (1861), ενώ συστηματική αποτύπωση των ορατών αρχαίων λειψάνων
και μια πολύ σημαντική αποκατάσταση της αρχαίας πόλης έγινε από τους E. Curtius
- A. Kaupert με τη συνεργασία του τοπογράφου G. v. Alten, με τη σύνταξη των Χαρτών
της Αττικής (fig.3)
και το συνοδευτικό κείμενο του A. Milchhοfer (Curtius E. - Kaupert J. A. 1881).
Τα περισσότερα από τα στοιχεία που αποτυπώθηκαν στις αρχές του 19ου
αιώνα δεν υπάρχουν πια αφού εξαφανίστηκαν κάτω από νέα λιμενικά έργα και την κατασκευή
σύγχρονου λιμένα του Πειραιά που έγινε με ταχύτατους ρυθμούς, χωρίς να επιτρέψει
καν την πρόχειρη αποτύπωση των μνημείων.
Οι αρχαιολογικές έρευνες που έχουν γίνει στο λιμάνι του Πειραιά ξεκίνησαν
κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου ανοικοδόμησης της σύγχρονης πόλης, ως σωστικές
ανασκαφές, οι οποίες ακόμα και σήμερα αποτελούν τη μόνη οδό έρευνας στον πυκνοδομημένο
ιστό της σύγχρονης πόλης και στις σκληρές επεμβάσεις που έχει υποστεί ο αρχαίος
λιμενικός χώρος λόγω της εκβιομηχάνισης της χρήσης του.
Οι ανασκαφές που έγιναν κατά την πρώτη περίοδο ανοικοδόμησης της πόλης
από το 1880 έως το 1920, από τον Δραγάτση, αποκάλυψαν στο χώρο του λιμανιού τους
Νεώσοικους και από την αρχαία πόλη, το θέατρο της Ζέας, τη νότια στοά του Εμπορίου,
το «Σηράγγειον» και τον οίκο των Διονυσιαστών (Σταϊνχάουερ 2000, 60). Η σημαντικότατη
ανασκαφή μίας συστοιχίας 20 νεωσοίκων στην ανατολική πλευρά της Ζέας από τον Δραγάτση
και η αποτύπωσή τους από τον Doerpfeld αποτέλεσαν την κύρια πηγή των γνώσεων που
έχουμε για τη μορφή και τις διαστάσεις των νεωσοίκων, το μέγεθος των τριηρών και
τον τρόπο καθέλκυσής τους. Από το σύνολο αυτό σήμερα σώζεται ένα μικρό τμήμα στο
υπόγειο πολυκατοικίας (fig.15.)
Τα αποτελέσματα αυτής της περιόδου αρχαιολογικών ερευνών συγκεντρώθηκαν
στο βιβλίο του W. Judeich, (Topographie von Athen, 1931).
Οι πιο πρόσφατες ανακαλύψεις της Σκευοθήκης του Φίλωνος στον πολεμικό
λιμένα της Ζέας, της Μακράς Στοάς και των Νεωσοίκων της Μουνιχίας, καθώς και ένας
μεγάλος αριθμός κατοικιών, δεξαμενών και λατομείων που έγιναν από το 1960 μέχρι
περίπου το 1990 από την αρχαιολογική υπηρεσία συγκεντρώνονται στη δ. διατριβή
του V. K. v. Eickstedt ( Beitrδge zur Topographie des antiken Piraeus, 1991).
Λιμενικές Εγκαταστάσεις
Kεντρικός Λιμένας Κανθάρου (see Λιμένας
Πειραιώς port)
Λιμένας Ζέας (see Πασαλιμάνι)
Λιμένας Μουνιχίας (see Μικρολίμανο)
Γενικά.
Νεώσοικοι Ζέας και Μουνιχίας.
Οι νεώσοικοι είναι τα αρχαιότερα δημόσια κτήρια του Πειραιά. Κατά τον Πλάτωνα
οι πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις οφείλονται ήδη στον Θεμιστοκλή. (Σταϊνχάουερ,
Γ.Α. 2000, σ. 60). Σύμφωνα με διαγράμματα των επιμελητών των νεωρίων το σύνολο
των νεωσοίκων στα τρία λιμάνια ήταν 378 από τους οποίους οι 83 βρίσκονταν στη
Μουνιχία, οι 196 στη Ζέα και οι 94 στον Κάνθαρο.
Στη Ζέα οι νεώσοικοι ήταν μοιρασμένοι κατά μήκος της ακτής του λιμανιού,
σε δύο ομάδες ανατολικά και δυτικά. Στο κέντρο του χώρου η κλίση του εδάφους δεν
ευνοούσε την εγκατάστασή τους. Σε μία παραλία συνολικού μήκους 1120m ήταν συνεπώς
εγκαταστημένοι 196 νεώσοικοι πλάτους 6. 50m, γεγονός που έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα
ότι μερικοί από αυτούς ήταν τοποθετημένοι σε δύο επάλληλες σειρές. Το γεγονός
αυτό υποστηρίζεται και από την αποτύπωση των ιχνών τους στο χάρτη του Πειραιά
από τον Kaupert (Curtius, E. - Kaupert, J. A. (1881). Από τους νεώσοικους της
δυτικής πλευράς του λιμένα της Ζέας δεν σώζεται πλέον κανένα ίχνος ενώ από την
ανατολική, διατηρείται ένα μικρό τμήμα σε υπόγειο χώρο πολυκατοικίας (γωνία Ακτής
Μουτσοπούλου και οδού Σηραγγείου) (fig.15)
Οι νεώσοικοι, ανά δύο, αποτελούσαν ένα επίμηκες υπόστεγο, που καλυπτόταν
από μία δίρριχτη στέγη και έκλεινε στο πίσω μέρος του με συνεχή τοίχο (fig.16).
Σύμφωνα με τη διάταξη των νεωσοίκων της Ζέας (fig.17)
τα υπόστεγα ήταν οργανωμένα σε ομάδες των 10 νεωσοίκων, χωρισμένες με μεσοτοιχία
και εξυπηρετούνταν με είσοδο ( από ένα εξωτερικό διάδρομο) στη μέση του πίσω τοίχου
(η είσοδος διαπιστώνεται στη Μουνίχια) (Σταϊνχάουερ, Γ. Α., 2000, σ. 64). Σε κάθε
νεώσοικο ανελκυόταν μία μόνο τριήρης -ή δύο μικρότερα πλοία κατά μήκος στον ίδιο
χώρο- πάνω στη επικλινή «σκάρα», με κλίση μικρότερη από 10% και μήκος που θα έπρεπε
να εκτείνεται μερικά μέτρα μέσα στη θάλασσα και εκτός του στεγασμένου χώρου. Στη
Ζέα αυτή αποτελείται από δύο παράλληλα σε απόσταση 4. 00m χαμηλά τοιχία πάνω στα
οποία στερεωνόταν ένα ξύλινο δάπεδο, που αλειφόταν με λίπος κατά μήκος του άξονα
στον οποίο γλίστραγε η ράχη της καρένας (τρόπις) πλαισιωμένη από τα «φαλάγγια».
Στους νεώσοικους της Μουνιχίας, που περιγράφει ο von Alten (Curtius E. - Kaupert
J.A.,1881, σ. 14-15) και ανεσκάφησαν πρόσφατα, η σκάρα αποτελείται από λίθινες
πλάκες με υποδόκια για την στερέωση του ξύλινου πατώματος. (Σταϊνχάουερ Γ.Α.,
2000, σ. 63)
Οι νεώσοικοι χωρίζονταν μεταξύ τους με κιονοστοιχίες, από αράβδωτους
κίονες πάνω σε μεμονωμένες κυβοειδείς βάσεις, οι οποίες είχαν διαφορετικό ύψος
και πλήθος κιόνων ανάλογα με το αν αντιστοιχούσαν στην κορυφή ή στην κοιλότητα
της στέγης. Οι πρώτες ήταν ψηλότερες και αραιότερες, ενώ οι δεύτερες ήταν χαμηλότερες
και πυκνότερες και κατέληγαν στο πίσω μέρος τους σε μία αντηρίδα του τοίχου. Ανάμεσα
στην κρηπίδα και στην κιονοστοιχία υπήρχε διάδρομος κίνησης του προσωπικού και
μεταφοράς των απαραίτητων για της εργασίες συντήρησης υλικών. Έτσι το ελεύθερο
πλάτος κάθε νεώσοικου διαμορφωνόταν στην περίπτωση της Ζέας σε 5. 60m (στη Μουνιχία
είναι 5. 30m ) ενώ το μήκος έφθανε έως την ακτογραμμή στα 42. 00m.
Οχυρώσεις
Η οχύρωση της πόλης και του λιμανιού ξεκίνησε από τον Θεμιστοκλή το 493π. Χ. ,
πριν από την οικοδόμηση της πόλης, με τις δύο μεγάλες Αστικές πύλες εισόδου στον
Πειραιά από την Αθήνα. Στο σημείο αυτό, που έφερε το κύριο βάρος της άμυνας της
πόλης, το τείχος έχει το μεγαλύτερο πάχος (5. 00m), την πιο ισχυρή, συμπαγή, κατασκευή
και την προστασία μιας πυκνής διάταξης, τεράστιων διαμέτρου 10. 00m κυκλικών πύργων
(Σταϊνχάουερ,Γ.Α., 2000, σ.45). (fig.18)Στα
ερείπια των πύργων που πλαισιώνουν την δυτικότερη πύλη διακρίνονται δύο οικοδομικές
φάσεις η θεμιστόκλεια με τους κυκλικούς πύργους και η κονώνεια κατά την οποία
αντικαταστάθηκαν από ορθογώνιους.
Η πορεία του βόρειου τείχους δυτικά προς την Ηετιώνεια ακτή έχει διαπιστωθεί
από μια σειρά ανασκαφών διατηρώντας τη συμπαγή κατασκευή του και το πλάτος του.
Η Τρίτη σωζόμενη Πειραϊκή πύλη βρίσκεται στο λόφο Καστράκι της Ηετιώνειας
ακτής. Στη θέση αυτή κατέληγε το παλαιό τείχος του Θεμιστοκλή, ενώ ανατολικά αυτού
κτίστηκε το 411 από τους "Τετρακόσιους", τείχος στραμμένο προς το εσωτερικό
του λιμανιού για τον εμπoδισμό του κατάπλου του αττικού στόλου (Garland R. (1987),
σ.149, Θουκ.VIII 90). Ίχνη αυτής της οχύρωσης ενδεχομένως να διατηρούνται ως μία
από τις οικοδομικές φάσεις του Κονώνειου τείχους (fig.23)
και της Ηετιώνειας πύλης που εκτείνονται ακόμη και σήμερα κατά μήκος της ομώνυμης
ακτής. Τόσο στα τείχη όσο και στην πύλη σώζονται τουλάχιστον τρεις οικοδομικές
φάσεις. Η πύλη ανήκει στον απλό (χωρίς εσοχή ή εσωτερική αυλή) τύπο. Αποτελείται
από (μία πλάτους 3. 70m) είσοδο με δίφυλλη θύρα, που πλαισίωναν δύο πύργοι, αρχικά
ορθογώνιοι, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα, στην ελληνιστική εποχή εγκιβωτίστηκαν
σε κύκλους, διαμέτρου περίπου 10. 00m. Οι πύργοι σώζονται σήμερα σε ύψος 3. 00
και 5. 00 αντίστοιχα. (Σταϊνχάουερ,Γ.Α.,2000, σ.49)
Το τείχος που περιέβαλε την πειραϊκή χερσόνησο, ακολουθώντας την ακτογραμμή
σώζεται σήμερα σε αρκετά καλή κατάσταση και σε μήκος περίπου 2, 5 χιλιόμετρων
από την είσοδο της Ζέας έως την είσοδο του Κανθάρου. Το τείχος του Θεμιστοκλέους
(493-404 π. Χ. ), ήταν μικρότερο από το σωζόμενο Κονώνειο το οποίο επεκτάθηκε
για να καλύψει όλη την περίμετρο της χερσονήσου, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα
απόβασης. Το τείχος ήταν κατασκευασμένο σε απόσταση 20. 00-40. 00 m από τη θάλασσα
και ήταν πολύ στενότερο (3. 10-3. 40m) από εκείνο της βόρειας οχύρωσης της πόλης.
Η κατασκευή του δεν είναι συμπαγής όπως εκείνη της βόρειας οχύρωσης αλλά χρησιμοποιείται
η "έμπλεκτος τεχνική" κατά την οποία κατασκευάζονται οι δύο παρειές
του τείχους από λιθοδομή ενώ το εσωτερικό γεμίζεται από πέτρες και λάσπη.
Η οχύρωση δεν συνεχιζόταν μέσα στη θάλασσα, αλλά κατάληγε σε δύο ορθογώνιους
πύργους στις δύο άκρες της εισόδου του, η οποία έκλεινε με μία αλυσίδα.
Τα λείψανα των οχυρώσεων του λιμένα και της πόλης (fig.19,
fig.20,
fig.21
& fig.22)
βρίσκονται κατά μήκος της Πειραϊκής χερσονήσου, σε όλο σχεδόν το μήκος της Ηετιώνειας
ακτής, βορειανατολικά της πόλεως καθώς και πίσω από την περιοχή της Σύγχρονης
Καστέλας. (fig 23).
Σε κάποια σημεία σώζεται σε ύψος μέχρι οκτώ δόμων, ενώ σε μήκος 2
χιλιομέτρων (σε αποστάσεις από 45 έως 100 μέτρα, ανάλογα με την μορφή της ακτογραμμής
σώζονται 22 ορθογώνιοι πύργοι (4. 00x6. 00) (Σταϊνχάουερ, Γ.Α.,2000, σ 52). Από
τους πύργους που όριζαν τις εισόδους στους λιμένες σώζονται ακόμη ένας στην ανατολική
πλευρά της Ζέας και εκείνοι της Μουνιχίας ο ενώ στον λιμένα του Κανθάρου καταστράφηκαν
κατά την κατασκευή της σύγχρονης λιμενολεκάνης.
Λειτουργία.
Κυρίαρχο στοιχείο στην πολεοδομική συγκρότηση και κοινωνικοοικονομική διάρθρωση
της ισχυρής αυτής (κατά τους κλασικούς χρόνους) πόλης - λιμάνι είναι η ταυτόχρονη
παρουσία του Ναυστάθμου και της στρατιωτικής βάσης της Αθήνας και του εμπορικού
λιμενικού κέντρου της Ανατολικής Μεσογείου. Κατά τον σχεδιασμό και την ανοικοδόμηση
της πόλης του Πειραιά κυρίαρχοι λειτουργικοί άξονες της πόλης θεωρήθηκαν οι τρεις
λιμένες και οι απαραίτητοι χώροι που θα υποστήριζαν τις λειτουργίες τους, ενώ
στο κέντρο του χερσαίου χώρου που τους περιέβαλλε χωροθετήθηκαν τα δημόσια κτήρια
και γύρω από αυτά και στους λόφους επεκτάθηκε η κατοικία
Το κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, ο Κάνθαρος, κάλυπτε την εμπορική κίνηση
ενώ ήταν συγχρόνως ο δεύτερος σε μέγεθος πολεμικός ναύσταθμος των Αθηναίων
Οι λιμένες της Ζέας και της Μουνιχίας καλύπτονταν μόνο από τις εγκαταστάσεις
του ναυστάθμου, «του νεωρίου».
Το κείμενο παρατίθεται τον Αύγουστο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του
R.G.Z.M. Roman-Germanic Central Museum
Peiraeus. About 7-8 km SW of the upper city of Athens. The deme and harbor town
occupied the spacious peninsula of Akte, the rocky hill of Mounychia to the E,
the lower ground in between these two, and a small tongue of land called Eetioneia
on the W. The irregularities of the coastline created three natural harbors: Kantharos,
the great main harbor on the W, Zea, the small round harbor between Akte and Mounychia,
and the little inlet of Mounychia below the hill to the SE.
Hippias, son of Peisistratos, had fortified Mounychia late in the
6th c. B.C., but it was Themistokles who first realized the possibilities of the
site and converted it into a strongly fortified harbor town. After the defeat
of the Persians at Salamis in 480 B.C., he persuaded the Athenians to complete
the scheme he had inaugurated during his archonship in 493-492 B.C. (Thuc. 1.93).
Thucydides implies that he even thought of making Peiraeus the main asty in place
of the ancient upper town; and in fact it became a kind of duplicate city, not
a mere maritime suburb. The well-known Milesian architect Hippodamos was brought
in to develop the site according to a systematic plan (Arist. Pol. 2.5).
In 411 B.C. the oligarchs made an abortive attempt to build a fortress
on Eetioneia (Thuc. 8.90, 92). After Athens' crushing defeat by the Peloponnesians
in 404 B.C., the fortifications of Peiraeus were dismantled, together with the
Long Walls which joined the harbor town to the city (Xen. Hell. 2.2.23). But a
few years later they were repaired, with Persian help, through the efforts of
the admiral Konon (Xen. Hell. 4.8; cf. IG II2 1656.64). The city suffered badly
in the assault by the Roman general Sulla in 86 B.C. (Plut. Sulla 14) and this
time the walls were not rebuilt. Strabo found the town reduced to a small settlement
round the harbors and the shrine of Zeus Soter (9.1.15.396; ef. 14.2.9.654.).
Finds here have been mainly fortuitous and sporadic; visible and accessible
remains are scanty. Bits of the walls, found at many different points, show a
nice variety in style of masonry, as analyzed by Scranton, and obviously belong
to a number of periods. A stretch of wall on Mounychia hill, in Lesbian masonry,
probably belongs to Hippias' fortification. The slight remains which can be assigned
to the work of Themistokles do not fully bear out Thucydides' statement that this
wall was built wholly of solid masonry throughout, instead of having the usual
rubble filling and upper structure of brick. Inevitably the remains belong chiefly
to the later phases, to Konon's reconstruction, and to later repairs attested
by inscriptions, which show that the maintenance of the walls was indeed an expensive
and complicated task (IG II2 244, ca. 337-336 B.C., cf. Dem. 19.125; II2 463,
307-306 B.C.; II2 834, ca. 299-298 B.C.; by this time the Long Walls seem to have
been abandoned).
The general line of the fortifications is fairly clear. On the N the
Themistoklean Wall included the Kophos Limen (Blind Harbor) a N extension of Kantharos,
but the Kononian Wall took a line more to the S, partly on moles, and excluded
this area. On Akte have been found slight traces of a cross wall running SE to
NW and cutting off the SW segment of the peninsula. This probably belongs to the
Themistoklean line. The Kononian Wall followed the coast of Akte closely, and
impressive remains have survived in this sector. At all three harbor mouths the
fortifications were continued on moles, narrowing the entrances. The wall was
provided with stairways and with many projecting towers at close intervals on
vulnerable stretches. The principal gate, through which the road to Athens passed,
was just to the W of--i.e. outside--the point where the N Long Wall joined the
city wall. Another gate was built a little farther E, within the area enclosed
by the Long Walls. Similarly access was provided in the neighborhood of the junction
with the S Long Wall, by means of a postern inside and a larger gate outside.
Another important gate was at the N end of the Peninsula of Eetioneia, near the
Shrine of Aphrodite.
The great harbor, Kantharos, was devoted mainly to commerce. On its
E side was the emporion, with a line of stoas, of which slight remains have been
found. Inscribed boundary stones indicate that the area between a certain street
and the sea was designated as public property. It was towards the N part of this
area that in 1959 a spectacular find of bronze sculpture, including a fine archaic
Apollo, was made; the statues had apparently been mislaid at the time of the destruction
by Sulla.
According to Demosthenes (22.76, 23.207) the shiphouses (neosoikoi)
were among the glories of Athens. Fourth c. inscriptions (IG, II2, 1627-1631)
tell us that there were 94 ship-sheds in Kantharos, 196 in Zea, and 82 in Mounychia.
Thus Zea was the main base of the war fleet. Remains have been found at various
points, especially in Zea.
An inscription of the second half of the 4th c. B.C. (IG II2 1668)
found N of Zea, gives detailed specifications for the construction of a great
skeuotheke or arsenal for the storage of equipment, a long rectangular structure
divided into three lengthwise by colonnades. Philon is named as the architect.
The general orientation of Hippodamos' rectangular street plan was
probably very close to that of the center of the modern town. The lines of two
apparently important streets crossing one another have been determined near the
Plateia Korais. But there are indications that in some outlying parts a different
orientation was used. Various boundary-markers, in addition to those mentioned
above (IG I2 887-902), bear witness to the Hippodamian process of nemesis or careful
allocation of sites. Peiraeus had two agoras (Paus. 1.1.3): one near the sea and
the emporion; the other, called Hippodameia after the planner, in the interior,
probably to the W of Mounychia.
The great theater (Thuc. 8.93.1) was built into the W slope of Mounychia;
it was used not only for dramatic performances but occasionally for meetings of
the Ekklesia. Better preserved and more visible is a smaller theater built in
the 2d c. B.C. a little to the W of the Zea harbor. We hear of an Old Bouleuterion
(IG II2 1035.43f) and an Old Strategion (ibid., 44). Thus public buildings of
the upper city were apparently duplicated in the harbor town.
Of the numerous shrines, some were duplicates of shrines in the upper
city; some were peculiar to Peiraeus; several were foreign importations, notably
a Shrine of Bendis, which was probably on top of the hill of Mounychia. East of
Zea and at the SW foot of Mounychia remains have been found which may be assigned
to the Shrine of Asklepios. On the coast to the S of this are niches in which
were probably set dedications to Zeus Meilichios and Philios; and a curious bathing
establishment which may perhaps be associated with a shrine called the Serangeion,
belonging to a healing hero called Serangos. Slight remains at the N end of Eetioneia
have been attributed to the Shrine of Aphrodite Euploia, founded by Themistokles
and restored by Konon. A colonnaded enclosure whose remains came to light just
N of the Plateia Korais seems to have belonged to the Dionysiastai, votaries of
Dionysos. Many shrines are known from the ancient authors and from inscriptions.
Artemis was worshiped on Mounychia, and Xenophon (2.4.1 1ff) indicates that a
broad way led from the Hippodamian agora to the Artemision and the Bendideion.
Of all he saw at Peiraeus (admittedly his account is rather sketchy) Pausanias
thought the Sanctuary of Athena Soteira and Zeus Soter most worth seeing; its
location is not known.
R. E. Wycherley, ed.
This text is from: The Princeton encyclopedia of classical sites,
Princeton University Press 1976. Cited Nov 2002 from
Perseus Project URL below, which contains 11 image(s), bibliography & interesting hyperlinks.
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!