Εμφανίζονται 12 τίτλοι με αναζήτηση: Βιογραφίες στην ευρύτερη περιοχή: "ΜΕΓΑΡΑ Αρχαία πόλη ΕΛΛΑΔΑ" .
ΜΕΓΑΡΑ (Αρχαία πόλη) ΕΛΛΑΔΑ
560 - 500
Αρχιτέκτονας, γιός του Ναυστρόφου, γνωστός από το περίφημο υδραυλικό έργου του "Ευπαλίνειο όρυγμα" της Σάμου (530 π.Χ.). Το Ευπαλίνειο όρυγμα ήταν υδραγωγείο, που θαυμάσθηκε και περιγράφτηκε από τον Ηρόδοτο, και έγινε με σκοπό τη μεταφορά νερού από κάποια πηγή προς την πρωτεύουσα της Σάμου. Γι' αυτό το σκοπό ο Ευπαλίνος αναγκάσθηκε να τρυπήσει το όρος Κάστρο. Η σήραγγα που κατασκευάσθηκε έχει μήκος 7 στάδια (1000 μ.) και είναι εσωτερικά κτισμένη με μικρές πολυγωνικές πέτρες ώστε να μην πέφτουν τα τοιχώματα. Οι σημερινοί επιστήμονες θαυμάζουν τον Ευπαλίνο για τις γνώσεις του στην υδραυλική επιστήμη.
Ευπαλίνος: ο αρχιτέκτονας μιας θαυμαστής κατασκευής. Το 1884
ο αρχαιολόγος Ε. Σταματιάδης δημοσιεύει το άρθρο του,"Περί του εν Σάμω ορύγματος
του Ευπαλίνου" με αφορμή τα ευρήματα των ανασκαφών, που πραγματοποιήθηκαν στα
μέσα του 19ου αιώνα κοντά στο χωριό Αγιάδες της Σάμου. Αυτές οι ανασκαφές είχαν
φέρει στο φως ένα υδραγωγείο του 6ου π.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα του
Ε. Σταματιάδη η κατασκευή αυτή αποδίδεται στον Ευπαλίνο τον Μεγαρέα με βάση ένα
χωρίο του Ηροδότου. Ο Ηρόδοτος κάνει μια επαινετική αναφορά στον Ευπαλίνο ως αρχιτέκτονα
του υδραγωγείου της Σάμου και ειδικότερα αναφέρει ότι ο Ευπαλίνος καταγόταν από
τα Μέγαρα κι ότι ήταν γιος του Ναυστρόφου. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης
της Σάμου από τον τύραννο Πολυκράτη, από το 538 έως το 522 π.Χ. ο Μεγαρέας αρχιτέκτονας
κλήθηκε εκεί να κατασκευάσει ένα ιδιαίτερα δύσκολο κι απαιτητικό έργο. Το γεγονός
ότι ο Πολυκράτης επέλεξε τον Ευπαλίνο για να κατασκευάσει το υδραγωγείο αποδεικνύει
ότι αυτός ήταν από τους πιο ικανούς αρχιτέκτονες της εποχής του και ότι η φήμη
του ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της Αττικής.
Μόλις το 1959 ο W. Kastenbein έκανε την πρώτη τοπογραφική μέτρηση,
η οποία αποκάλυψε το κεντρικό μέρος του υδραγωγείου, μια σήραγγα μήκους 1036 μέτρων.
Το 1971 άρχισαν οι συστηματικές ανασκαφές και η διαδικασία αποχωμάτωσης της σήραγγας,
που πραγματοποιήθηκαν από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας υπό
τη διεύθυνση του Ulf Jantzen. Σύμφωνα με τα πορίσματα αυτής της έρευνας, το υδραγωγείο
αρχίζει βόρεια του βουνού Αμπελος, όπου βρίσκονται τα τείχη της αρχαίας Σάμου.
Τα νερά της πηγής, η οποία υπολογίζεται ότι παρείχε 400 κυβικά μέτρα την ημέρα,
συγκεντρώνονταν και διοχετεύονταν σε ένα κρηναίο οικοδόμημα. Έπειτα, από την κρήνη
αυτή το νερό έρεε σε ένα κανάλι μήκους 900 μέτρων μέχρι τη βόρεια πλαγιά του βουνού
Αμπελος. Περίπου τα 710 μέτρα αυτής της διαδρομής σκάφτηκαν από την επιφάνεια
και σκεπάστηκαν με πλάκες, ενώ τα υπόλοιπα 190 μέτρα διασχίζουν υπογείως και σε
σχεδόν ευθεία γραμμή έναν λοφίσκο στους πρόποδες της Αμπέλου. Η πραγματική όμως
πρόκληση για τον οξύ νου του Ευπαλίνου ήταν το βουνό Αμπελος ύψους 273 μέτρων.
Με άριστη εφαρμογή των μηχανικών και των μαθηματικών του γνώσεων, ο Μεγαρέας αρχιτέκτονας
κατάφερε να τρυπήσει το βουνό κατασκευάζοντας μια κανονική σήραγγα. Αυτή η κατασκευή
είχε διατομή 1,75Χ1,75 μέτρα και κλίση σε ελάχιστα σημεία. Στο νότιο τμήμα της
σήραγγας μεγάλα τμήματα ανοίγουν υπογείως για να εξοικονομηθούν δυνάμεις. Έτσι,
κάποια τμήματα της σήραγγας περνούν το ένα πάνω από το άλλο δημιουργώντας ένα
δίκτυο. Από το νότιο στόμιο της σήραγγας το υδραγωγείο συνεχίζει για 500 μέτρα
προς το κέντρο της πόλης.
Πραγματικά, η κατασκευή αυτή είναι άξια θαυμασμού καθώς πρέπει να
αναλογιστούμε ότι πραγματοποιήθηκε με τα πιο απλά εργαλεία της εποχής. Μάλιστα,
το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη διαδικασία διάνοιξης της σήραγγας, καθώς το σκληρό
πέτρωμα του βουνού προσέθετε δυσκολίες στο έργο του Ευπαλίνου. Ωστόσο, ο Ευπαλίνος
ολοκλήρωσε τη σήραγγα σκάβοντας το βουνό ταυτόχρονα κι από τις δύο πλευρές. Η
Η. Kienast (1977) αναφέρει ότι ο Ευπαλίνος εφάρμοσε με επιδεξιότητα τις ποιο απλές
μεθόδους της γεωδαισίας κι έτσι κατόρθωσε να ενώσει τους δύο υπόγειους διαδρόμους.
Τις εκτενείς μελέτες και μετρήσεις του ικανού αυτού αρχιτέκτονα μαρτυρούν τα πολλαπλά
σημάδια με κόκκινο χρώμα που βρέθηκαν πάνω στο βράχο. Φαίνεται ότι ο Ευπαλίνος
είχε σημαδέψει στη ράχη του βουνού την κατεύθυνση της σήραγγας κι ότι έπειτα την
προέβαλε στο εσωτερικό του βουνού.
Οι συνθήκες, οι κατασκευαστικές γνώσεις και οι τεχνικές του 6ου π.Χ.
αιώνα καθιστούν το έργο του Ευπαλίνου αξιέπαινο. Το υδραγωγείο αυτό του Μεγαρέα
αρχιτέκτονα χρησιμοποιήθηκε συνολικά για 1000 περίπου χρόνια και καταστράφηκε
κατά την εισβολή των Αράβων το 666 μ.Χ.
Στις μέρες μας συχνά γίνονται αναγγελίες κι εκτελούνται νέα έργα δημόσιας
χρήσης κι ωφέλειας. Θα ήταν πράγματι ευχής έργον οι αρμόδιοι φορείς να διδαχθούν
από τις ικανότητες του Ευπαλίνου και να μιμηθούν το κατασκευαστικό του επίτευγμα,
ώστε τα έργα που κατασκευάζουν να έχουν την ίδια αντοχή, λειτουργικότητα και διαχρονικότητα
με αυτό που αρχαίου προγόνου μας.
Κείμενο: Ελευθερία Σαμούρη, Ιστορικός-Αρχαιολόγος
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγαρέων
Είναι ο ομώνυμος ιδρυτής του Βυζαντίου που οικίσθηκε από τους Μεγαρείς το 658 π.Χ. Νομίσματα της πόλης φέρουν την προτομή του. Πρόκειται για έναν τολμηρό και άξιο θαλασσοπόρο, γιό σύμφωνα με τον μύθο, του Ποσειδώνα, θεού της θάλασσας, και της Κρέουσας. Γεννήθηκε περί το 687 π.Χ. Οταν οι Μεγαρείς ρώτησαν το μαντείο των Δελφών το 658 π.Χ. πού να ιδρύσουν μια νέα αποικία, έλαβαν την δυσνόητη απάντηση: "απ'εναντίον των τυφλών", δηλαδή απέναντι από τους τυφλούς. Κανείς όμως δεν γνώριζε πόλη με τέτοιο όνομα.
Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, πολλοί Μεγαρείς με ηγέτη τον Βύζαντα μπήκαν στα πλοία και ξεκίνησαν ένα ταξίδι προς το άγνωστο. Είχαν όμως μεγάλη εμπιστοσύνη στον αρχηγό τους. Ετσι, μετά από πολλές περιπλανήσεις ο Μεγαρικός στόλος φθάνει ασφαλής στο λιμάνι στης Χαλκηδόνας, της Μεγαρικής αποικίας που είχε ιδρυθεί πριν 17 χρόνια, το 674 π.Χ. Σύντομα ο Βύζας αντελήφθη ότι η χώρα των τυφλών που ζητούσαν ήταν η Χαλκηδόνα αφού δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι η ακτή απέναντί τους ήταν στρατηγικά πλεονεκτικότερη. Επί πλέον σύμφωνα με τον Στράβωνα, το ψάρεμα εκεί ήταν πολύ εύκολη υπόθεση (βλ. Γεωγραφικά). Με αυτό το όραμα στο μυαλό του, ο Βύζας οδήγησε τους Μεγαρείς στην απέναντι από την Χαλκηδόνα ακτή και ίδρυσε τη νέα πόλη ΒΥΖΑΝΤΙΟ το 657 π.Χ. που έμελλε να παίξει έναν τόσο σπουδαίο ιστορικό ρόλο στα μετέπειτα χρόνια.
Το ταξίδι του Βύζαντος. To 657 π.Χ. ο Βύζας, γιος του βασιλιά
Νίσου κατά μια παράδοση, ως επικεφαλής μιας αποικιακής επιχείρησης που είχε οργανώσει
η πόλη των Μεγάρων, οδήγησε τους Μεγαρείς αποίκους στην περιοχή του Βοσπόρου.
Εκεί οι Μεγαρείς ίδρυσαν μια νέα πόλη, στην οποία έδωσαν το όνομα του ιδρυτή της,
το Βυζάντιο. Σύμφωνα με τον Στράβωνα [64π.Χ.-23 μ.Χ.] οι Μεγαρείς έφτασαν εκεί
υπακούοντας σ' ένα χρησμό, που είχαν λάβει από το μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός
αυτός αποκαλούσε "τυφλούς" τους συμπολίτες τους, που λίγα χρόνια πριν, το 685π.Χ.,
είχαν ιδρύσει στη ασιατική ακτή του Βοσπόρου την Χαλκηδόνα. Πράγματι, κατά μιαν
έννοια ήταν «τυφλοί», καθώς δεν είχαν αντιληφθεί ότι η περιοχή, που βρισκόταν
ακριβώς απέναντι από το σημείο, που οι ίδιοι είχαν αποικήσει ήταν ιδανικότερη
για τη διεξαγωγή του εμπορίου και την αλιεία. Σε αυτή την περιοχή, η οποία συγχρόνως
διακρινόταν για τη στρατηγική της θέση, ο Βύζας θεμελίωσε μια από τις πιο σημαντικές
πόλεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, τόσο το ταξίδι με σκοπό τον αποικισμό
όσο και η άφιξη κι η οργάνωση μιας νέας αποικίας χαρακτηρίζονταν από πλήθος αντιξοοτήτων.
Οπως μας πληροφορεί η Α.Ραμού-Χαψιάδη [1982], η εγκατάσταση των αποίκων γινόταν
είτε σε ακατοίκητη περιοχή, οπότε οι ελλείψεις ήταν πολλές είτε σε κατοικημένη
περιοχή, οπότε συχνά οι άποικοι έρχονταν σε ένοπλη σύγκρουση με τους αυτόχθονες.
Ανάλογες συγκρούσεις παρατηρήθηκαν και στην περίπτωση του Βυζαντίου,
όπου οι Σκύθες και οι Θράκες επιτέθηκαν κατά των Μεγάρων. Μάλιστα, ο Στράβων αναφέρεται
σε μια επιδρομή των Σκυθών, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Βύζας και οι υπόλοιποι
άνδρες του Βυζαντίου απουσίαζαν από την πόλη. Τότε η Φιδάλεια, η σύζυγος του Βύζαντος,
αντιμετώπισε με ευφυΐα και γενναιότητα τους πολιορκητές. Λέγεται ότι η ίδια μαζί
με τις γυναίκες και τα παιδιά μάζεψαν τα φίδια της περιοχής και τα έριξαν κρυφά
τη νύχτα μέσα στο στρατόπεδο των εχθρών. Έντρομοι από το γεγονός αυτό, οι Σκύθες
αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Οι Μεγαρείς άποικοι για να τιμήσουν την Φιδάλεια
έστησαν το άγαλμά της δίπλα σ' αυτό του συζύγου της στην αγορά της πόλης.
Το ταξίδι του Βύζαντος και η ίδρυση του Βυζαντίου εντάσσονται σε μια
γενικότερη κίνηση των παράκτιων ελληνικών πόλεων. Η κίνηση αυτή, γνωστή ως δεύτερος
ελληνικός αποικισμός εκδηλώθηκε από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ. (ο πρώτος ελληνικός
αποικισμός είχε ήδη πραγματοποιηθεί από τον 11ο έως τον 9ο π. Χ. αιώνα). Ο J.Boαrdman
(1964)αναφέρει ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας των πόλεων - κρατών μέχρι τότε είχε
επιφέρει προβλήματα πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσεως. Ο αριθμός των
ακτημόνων πολιτών και των μικροκαλλιεργητών, που υπέφεραν από ένδεια αυξανόταν
και συγχρόνως οι διαμάχες στους πολιτικούς κύκλους των πόλεων - κρατών ήταν συχνές.
Έτσι, στις αποικίες στέλνονταν συνήθως πολίτες με χαμηλό εισόδημα αλλά και όσοι
κρίνονταν επικίνδυνοι για την ισορροπία της πολιτικής ζωής της πόλης τους. Ένας
επιπλέον ρόλος των αποικιών είναι ότι αποτελούσαν εμπορικούς σταθμούς, νέες αγορές,
όπου διακινούνταν τα προϊόντα της μητρόπολης, δηλαδή, της πόλης που ίδρυε την
αποικία. Επικεφαλής των επίδοξων αποίκων μιας πόλης ήταν ο οικιστής, ο οποίος
προερχόταν από τον κύκλο των ευγενών. Όπως μας πληροφορεί ο J.Berard (1960) ανάμεσα
στις υποχρεώσεις του οικιστή ήταν να επιλέγει τον τόπο εγκατάστασης, να τειχίζει
την πόλη, να διανέμει την καλλιεργήσιμη γη σε κλήρους, να ορίζει που πρέπει να
κτιστούν τα σπίτια και να αναγείρει ναούς προς τιμή των Θεών. Ακριβώς αυτή την
ιδιότητα κατείχε ο Βύζας.
Είναι πράγματι γεγονός ότι η επιλογή της περιοχής κι η ίδρυση του
Βυζαντίου από τον Βύζαντα αποτέλεσαν ορόσημο για την παγκόσμια ιστορία. Το όνομα
του Μεγαρέα οικιστή συνδέθηκε με την αίγλη, τον πολιτισμό και τη δόξα της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, η οποία υπήρξε μια από τις πιο ισχυρές αυτοκρατορίες, που γνώρισε
ποτέ ο κόσμος. Το έμβλημα του Βυζαντίου αντικατοπτρίζει μέχρι τις μέρες μας την
ελληνική ιδεολογία κι η συνεισφορά σ' αυτό του Βύζαντος και γενικότερα των Μεγαρέων
υπήρξε μεγάλη.
Κείμενο: Ελευθερία Σαμούρη, Ιστορικός-Αρχαιολόγος
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Μεγαρέων
A noble aristocrat who lived an unsettled life as in his time a number of political changes occured in Megara and throughout Greece. Because he was a member of the defeated aristocratic party ge was exiled and moved to Sicilly, Euboea, Viotia and Sparta. Even though he was welcome in all these states he always longed to return home. Indeed he returned home, sided with the new order of things but deeply inside him he remained an aristocrat and never changed his political beliefs. In his elegies, of which only 1389 verses have survived, the reader can see the poet's prejudice for the aristocrats against the democrats.
Η πόλη των Μεγάρων εξαιτίας της μακραίωνης πορείας της μέσα στο χρόνο και λόγω
των ιδιαιτεροτήτων της πολιτιστικής της παράδοσης αποτελεί πλούσιο πεδίο για ιστορική
και αρχαιολογική έρευνα. Όπως μας πληροφορεί η Emi!y Vermeule (1983) αρχαιολογικό
ευρήματα που ήρθαν στο φως στη θέση Παλαιόκαστρο αποδεικνύουν ότι στη Μεγαρική
γη είχαν εγκατασταθεί πληθυσμοί ήδη από την Πρωτοελλαδική περίοδο (3000-2000 π.Χ.)
Με αφετηρία αυτή την περίοδο εγκατάστασης τα Μέγαρα αναπτύχθηκαν αρχικά ως οικισμός,
έπειτα ως "πόλις" και στη συνέχεια ως πόλη-κράτος. Σαφή εικόνα αυτής της ανάπτυξης
αλλά και αυθεντικά δείγματα του πολιτισμού και της νοοτροπίας της Μεγαρικής κοινωνίας
μας παρέχουν τα έργα ιστορικών προσωπικοτήτων, που έδρασαν στα Μέγαρα. Ιδιαίτερα
σημαντική πηγή για την ιστορία της πόλης μας θεωρείται και το ποιητικό έργο του
Θέογνη, καθώς ο ποιητής αυτός μας πληροφορεί για την κοινωνική πραγματικότητα
και την πολιτική ζωή της εποχής του.
Ο Θέογνης γεννήθηκε γύρω στο 570 π.Χ και υπολογίζεται ότι έζησε έως
το 480 π.Χ. καθώς στο έργο του αναφέρεται και στα Μηδικά. Ήταν ελεγειακός ποιητής,
δηλαδή συνέθεσε ελεγείες, ένα είδος ποίησης που ήταν ευρέως διαδεδομένο κατά τα
αρχαϊκά χρόνια. Από το έργο του Θέογνη μας έχουν διασωθεί 1389 στίχοι, που χωρίζονται
σε δύο βιβλία. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας που πραγματοποίησε η Jacq
de Romelly (1997), ο ίδιος ο Θέογνης μας αποκαλύπτει μέσα από το έργο του, το
όνομά του, την καταγωγή του από την πόλη των Μεγάρων καθώς και στοιχεία αναφορικά
με το βίο του. Από την ίδια πηγή μαθαίνουμε πως η οικογένειά του ανήκε στον αριστοκρατικό
κύκλο. Ωστόσο, η ανάμειξη με τα πολιτικά πράγματα είχε για το Θέογνη και το οικογενειακό
του περιβάλλον, ακριβό αντίτιμο. Το πραξικόπημα και η κατάληψη της εξουσίας από
τον Θεαγένη προκάλεσαν πολιτική αναστάτωση στα Μέγαρα, που διατηρήθηκε για αρκετές
δεκαετίες μετά την ανατροπή του. Μέσα σε αυτό το κλίμα και επειδή είχε εμπλακεί
στις έριδες των φατριών, ο Θέογνης έχασε όλη του την περιουσία. Αν υπέφερε μόνο
από τη δήμευση της περιουσίας του ή αν επιπλέον εξορίστηκε δεν το γνωρίζουμε με
βεβαιότητα. Όμως, η απώλεια των κτημάτων του και η έκπτωση του από τον κύκλο των
ευγενών, σημάδεψαν τόσο τη ζωή όσο και το έργο του. Ο Louis Mac Neil (1939) αναφέρει
ότι : "Ήταν από εκείνους που είπαν ψέματα πολύ αργά, μπλεγμένοι στις αιώνιες
φατρίες κι αντιδράσεις της πόλης ? κράτους". Επιπλέον, οι Ρ. Easterling και
B. Knox (1999), που πραγματοποίησαν μια διεξοδική ανάλυση του έργου του Μεγαρέα
ποιητή, θεωρούν τον Θέογνη ως "σεισμογράφο" της πολιτικής και κοινωνικής ζωής
της πόλης του. Ειδικότερα, ο ασταθής κόσμος της πολιτικής και η απουσία της αρετής
σκιαγραφούνται έντονα στο πρώτο βιβλίο του ποιητή. Σαφές παράδειγμα μας παρέχουν
οι στίχοι 39 - 40 όπου αναφέρει: "Αυτή η πόλη είναι έγκυος και φοβούμαι μήπως
γεννήσει τιμωρό της κακοήθους αλαζονείας μας". Σ' αυτό το δίστιχο ο ποιητής εκφράζει
το φόβο του για το ενδεχόμενο επιβολής τυραννίδας. Επίσης στους στίχους 213 -
216 παρουσιάζει τη συμπεριφορά των συμπολιτών του αναφορικά με την πολιτική γράφοντας
:"Ψυχή μου, να συμπεριφέρεσαι σε όλους τους φίλους σου με πονηριά ανακατεύοντας
τη διάθεση που ο καθένας έχει υιοθετήσει τον χαρακτήρα του χταποδιού, που κουλουριάζεται
πονηρά παίρνοντας την εμφάνιση του βράχου στον οποίο πρόκειται να προσκολληθεί".
Παράλληλα, ο Θέογνης θεωρεί το χρήμα ως καταστρεπτικό παράγοντα για
την πόλη των Μεγάρων και για το ήθος των πολιτών της. Ο S. West (19781), ο οποίος
συγκέντρωσε τις πληροφορίες για τα αρχαϊκά Μέγαρα στο βιβλίο του "Testimonia Historica"
αναφέρει ότι ο Θέογνης αντιδρά σε μια τάξη νεόπλουτων, που πίεζαν να γίνουν δεκτοί
με γάμο, δωροδοκία ή πολιτική αναταραχή στους κύκλους που κυβερνούσαν κληρονομικά.
Η στάση του ποιητή απέναντι στα πλούτη είναι εμφανή ς στους στίχους 713-718 του
α' βιβλίου του, όπου γράφει: "Στο πλήθος των ανθρώπων υπάρχει ο εξής τρόπος διάκρισης,
τα πλούτη, τα άλλα, όπως φαίνεται, δεν ωφελούν σε τίποτα, ούτε κι αν ήταν δυνατό
να είσαι μυαλωμένος όπως ο ίδιος ο Ραδάμανθυς. Αλλά πρέπει ο καθένας να βάλει
καλά στο νου του ότι ο πλούτος έχει για όλους την πιο μεγάλη δύναμη". Ο Θέογνης
αισθάνεται πως έχει χάσει τον προσανατολισμό του μέσα στη Μεγαρική κοινωνία, όπου
κανείς δεν ξέρει πως να αποφύγει τη μομφή. Στους στίχους 367-368 αναφέρει χαρακτηριστικά:
"Δεν μπορώ να καταλάβω τη νοοτροπία των συμπολιτών μου και πως σκέφτονται, γιατί
ούτε όταν τους ευεργετώ ούτε όταν τους κάνω κακό τους ευχαριστώ".
Τη φήμη του ηθικολόγου αποδίδει στον Θέογνη ο Ισοκράτης, ο οποίος
τον κατατάσσει ανάμεσα στους καλύτερους συμβούλους για την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Πολλές από τις "εντολές", που μας διδάσκει ο Θέογνης είναι απλά διατυπωμένα δίστιχα,
που μας μεταφέρουν την παραδοσιακή ελληνική ηθικολογία, δηλαδή σεβασμό για τους
Θεούς, τους γονείς, τους ξένους. Στους στίχους 28-32 του α' βιβλίου του αναφέρει:
"Να είσαι συνετός κι ούτε να προσπαθείς να αποκτήσεις από πράξεις κακές ή άδικες
τιμές ή διακρίσεις ή πλούτο". Ο Loyd JonesI1975) παρατηρεί ότι ο Θέογνης σε αντίθεση
με άλλους ελεγειακούς ποιητές, όπως ο Τυρταίος, προσαρμόζει την ομηρική επική
γλώσσα σε ένα κόσμο σκέψης και αισθήματος. Για παράδειγμα εξυμνεί την ομορφιά
της νεότητας στους στίχους 984-988: "Γιατί γρήγορα φεύγει σαν σκέψη η λαμπρή νιότη,
ούτε κι η ορμή των αλόγων είναι πιο γρήγορη, που μεταφέρουν τον οπλισμένο με δόρυ
βασιλιά στη μάχη μανιασμένα, καθώς απολαμβάνουν το τρέξιμό τους μέσα από το σιτοφόρο
πεδίο». Το τελευταίο ιστορικό γεγονός, το οποίο ο Θέογνης αναφέρει στο έργο του
είναι η περσική εισβολή. Στους στίχους 773-782 του α' βιβλίου ο ποιητής κάνει
επίκληση στον Απόλλωνα να σώσει τα Μέγαρα. Στους ίδιους όμως στίχους αποκαλύπτεται
και η ελληνική διχόνοια μπροστά στον εισβολέα: "Αληθινά, εγώ τουλάχιστον φοβούμαι
καθώς βλέπω την αμυαλιά και την εμφύλια σύγκρουση που φθείρει το λαό των Ελλnνων,
αλλά εσύ Φοίβε, σπλαχνίσου μας και φύλαγε την πόλη μας ετούτη".
Το έργο του Θέογνη είναι μοναδικής αξίας καθώς είναι ένας από τους
λίγους Ελληνες ποιητές κι ο μόνος ποιητής της αρχαϊκής εποχής, που το έργου του
έχει σωθεί ως πλήρες σώμα κι όχι αποσπασματικά. Η πατρότητα ορισμένων από τους
1389 στίχους του διεκδικείται κι από άλλους ποιητές, όμως αυτό δεν μειώνει ούτε
ελάχιστα την προσφορά του στην ποίηση. Με το πρωτότυπο περιεχόμενο των στίχων
του εισάγει την ποίηση της εποχής του σε μια νέα τροχιά, ενώ με την ιδιότητά του
ως ηθικολόγος, ο Θέογνης μπορεί να διδάξει στις σύγχρονες γενιές αξίες αναλλοίωτες
στο χρόνο. Μήπως άλλωστε τα προβλήματα και τα διλήμματα που αυτός πραγματεύεται
δεν είναι κοινά και στις μέρες μας; Μήπως οι πραγματικότητες, που περιγράφει ο
Θέογνης απασχολούν και χαρακτηρίζουν ακόμα και σήμερα τη μεγαρική κοινωνία;
Κείμενο: Ελευθερία Σαμούρη, Ιστορικός-Αρχαιολόγος
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγαρέων
Theognis. Of Megara, an ancient elegiac and gnomic poet, said to have flourished B.C. 548 or 544. He may have been born about 570, and would therefore have been eighty at the commencement of the Persian Wars, 490, at which time we know from his own writings that he was alive. Theognis belonged to the oligarchical party in his native city, and in its fates he shared. He was a noble by birth, and all his sympathies were with the nobles. They are, in his poems, the agathoi and esthloi, and the commons the kakoi and deiloi, terms which, in fact, at that period, were regularly used in this political signification, and not in their later ethical meaning. He was banished with the leaders of the oligarchical party, having previously been deprived of all his property; and most of his poems were composed while he was an exile. Most of his political verses are addressed to a certain Cyrnus, the son of Polypas. The other fragments of his poetry are of a social, most of them of a festive, character. They place us in the midst of a circle of friends who formed a kind of convivial society; all the members of this society belonged to the class whom the poet calls "the good." The collection of gnomic poetry which has come down to us under the name of Theognis contains, however, many additions from later poets. The genuine fragments of Theognis, with some passages which are poetical in thought, have much that helps us to understand his times.
This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
Theognis. Of Megara, an ancient elegiac and gnomic poet, whose reputed works form
the most extensive collection of gnomic poetry, that has come down to us under
any one name; but, unfortunately, the form in which these remains exist is altogether
unsatisfactory. Most of our information respecting the poet's life is derived
from his writings.
He was a native of Megara, the capital of Megaris, not of Megara Hyblaea,
in Sicily; as Harpocration justly argues from a line of his poetry (v. 783), in
which he speaks of his going to Sicily, evidently as to a country which was not
his native land, and as appears also from other passages of his writings. Harpocration
is, however, in error, when he charges Plato with having fallen into a mistake,
in making Theognis a citizen of Megara in Sicily (Leg. i.); for we can have no
hesitation in accepting the explanation of the Scholiast on Plato, that Theognis
was a native of Megara in Greece, but received also the citizenship as an honour
from the people of Megara Hyblaea, whom he is known to have visited, and for whom
one of his elegies was composed, as is proved by internal evidence. From his own
poems also we learn that, besides Sicily, he visited Euboea and Lacedaemon, and
that in all these places he was hospitably received. The circumstances which led
him to wander from his native city will presently appear.
The time at which Theognis flourished is expressly stated by several
writers as the 58th or 59th Olympiad, B. C. 548 or 544. It is evident, from passages
in his poems, that he lived till after the commencement of the Persian wars, B.
C. 490. These statements may be reconciled, by supposing that he was about eighty
at the latter date, and that he was born about B. C. 570. Cyril and Suidas make
him contemporary with Phocylides of Miletus.
Both the life and writings of Theognis, like those of Alcaeus, are
inseparably connected with the political events of his time and city. The little
state of Megara had been for some time before the poet's birth the scene of great
political convulsions. After shaking off the yoke of Corinth, it had remained
for a time under the nobles, until about the year B. C. 630, when Theagenes, placing
himself at the head of the popular party, acquired the tyranny of the state, from
which he was again driven by a counter revolution, about B. C. 600. The popular
party, into whose hands the power soon fell again, governed temperately for a
time, but afterwards they oppressed the noble and rich, entering their houses,
and demanding to eat and drink luxuriously, and enforcing their demand when it
was refused; and at last passing a decree that the interest paid on money lent
should be refunded (palintokia, Plut. Quaest. Graec. 18). They alto banished many
of the chief men of the city; but the exiles returned, and restored the oligarchy
(Arist. Polit. v. 4.3). Several such revolutions and counter-revolutions appear
to have followed one another; but we are not informed of their dates.
Theognis was born and spent his life in the midst of these convulsions,
to which a large portion of his poetry relates, most of that portion having evidently
been composed at a time when the oligarchical party was oppressed and in exile.
To this party Theognis himself belonged, and in its fates he shared. He was a
noble by birth; and all his sympathies were with the nobles. They are, in his
poems, the agathoi and esthloi, and the commons the kakoi and deiloi, terms which,
in fact, at that period, were regularly used in this political signification,
and not in their later ethical meaning.(1)
It would seem that, in that particular revolution, from which Theognis
suffered, there had been a division of the property of the nobles, in which he
lost his all, and was cast out as an exile, barely escaping with his life, " like
a dog who throws every thing away in order to cross a torrent"; and that
he had also to complain of treachery on the part of certain friends in whom he
had trusted. In his verses he pours out his indignation upon his enemies, " whose
black blood he would even drink". He laments the folly of the bad pilots by whom
the vessel of the state had been often wrecked, and speaks of the common people
with unmeasured contumely. Amidst all these outbursts of passion, we find some
very interesting descriptions of the social change which the revolution had effected.
It had rescued the country population from a condition of abject poverty and serfdom,
and given them a share in the government. "Cyrnus" he exclaims, " this
city is still a city, but the people are others, who formerly knew nothing of
courts of justice or of laws, but wore goat-skins about their ribs, and dwelt
without this city, like timid deer. And now they are the good (agathoi); and those
who were formerly noble (esthloi) are now the mean (deiloi): who can endure to
see these things? " The intercourse of common life, and the new distribution of
property, were rapidly breaking down the old aristocracy of birth, and raising
up in its place an aristocracy of wealth. "They honour riches. and the good marries
the daughter of the bad, and the bad the daughter of the good, wealth confounds
the race (emixe genos). Thus, wonder not that the race of citizens loses its brightness,
for good things are confounded with bad". These complaints of the debasement of
the nobles by their intermixture with the commons are embittered by a personal
feeling; for he had been rejected by the parents of the girl he loved, and she
had been given in marriage to a person of far inferior rank (pollon emou kakion);
but Theognis believes that her affections are still fixed on him. He distrusts
the stability of the new order of things, and points to a new despotism as either
established or just at hand.
Most of these political verses are addressed to a certain Cyrnus,
the son of Polypas; for it is now generally admitted that the same Polupaides,
which has been sometimes supposed to refer to a different person, is to be understood
as a patronymic, and as applying to Cyrnus. From the verses themselves, as well
as from the statements of the ancient writers, it appears that Cyrnus was a young
man towards whom Theognis cherished a firm friendship, and even that tender regard,
that pure and honourable paidepastia, which often bound together men of different
ages in the Dorian states. From one passage it appears that Cyrnus was old enough,
and of sufficient standing in the city, to be sent to Delphi as a sacred envoy
(theoros) to bring back an oracle, which the poet exhorts him to preserve faithfully.
There is another fragment, also of a political character, but in a different tone,
addressed to a certain Simonides; in which the revolution itself is described
in guarded language, which indicates the sense of present danger; while in the
verses addressed to Cyrnus the change is presupposed, and the poet speaks out
his feelings, as one who has nothing more to fear or hope for.
The other fragments of the poetry of Theognis are of a social, most
of them of a festive character. They "place us in the midst of a circle of friends.
who formed a kind of eating society, like the philislia of Sparta, and like the
ancient public tables of Megara itself". All the members of this society belong
to the class whom the poet calls "the good". He addresses them, like Cyrnus and
Simonides, by their names, Onomacritus, Clearistus, Democles. Demonax, and Timagoras,
in passages which are probably fragments of distinct elegies, and in which allusion
is made to their various characters and adventures; and he refers, as also in
his verses addressed to Cyrnus, to the fame conferred upon them by the introduction
of their names in his poems, both at other places, where already in his own time
his elegies were sung at banquets, and in future ages. A good account of these
festive elegies is given in the following passage from Muller: "The poetry of
Theognis is full of allusions to symposia: so that from it a clear conception
of the outward accompaniments of the elegy may be formed. When the guests were
satisfied with eating, the cups were filled for the solemn libation; and at this
ceremony a prayer was offered to the gods, especially to Apollo, which in many
districts of Greece was expanded into a paean. Here began the more joyous and
noisy part of the banquet, which Theognis (as well as Pindar) calls in general
komos, although this word in a narrower sense also signified the tumultuous throng
of the guests departing from the feast. Now the Comos was usually accompanied
with the flute : hence Theognis speaks in so many places of the accompaniment
of the flute-player to the poems sung in the intervals of drinking; while the
lyre and cithara (or phorminx) are rarely mentioned, and then chiefly in reference
to the song at the libation. And this was the appropriate occasion for the elegy,
which was sung by one of the guests to the sound of a flute, being either addressed
to the company at large, or (as is always the case in Theognis) to a single guest".
Schneidewin traces a marked distinction in the style and spirit of those portions
of the poems of Theognis, which he composed in his youth and prosperity, and those
which he wrote in his mature age, and when misfortunes had come upon him.
As to the form in which the poems of Theognis were originally composed,
and that in which the fragments of them have come down to us, there is a wide
field for speculation. The ancients had a collection of elegiac poetry, under
his name, which they sometimes mention as elegeia, and sometimes as epe, and which
they regarded as chiefly, if not entirely, of a gnomic character (Plat. Menon.).
Xenophon says that "this poet discourses of nothing else but respecting the virtue
and vice of men, and his poetry is a treatise (sungramma) concerning men, just
as if any one skilled in horsemanship were to write a treatise about horsemanship"
(Xenoph. ap. Slob. Florileg. lxxxviii). To the same effect Isocrates mentions
Hesiod, Theognis, and Phocylides, as confessedly those who have given the best
advice respecting human life (kai gar toutous phasi men aristous gegenesthai sumboulous
toi bioi toi ton anthropon); and, from the context, it may it inferred that the
works of these poets were used in Greek education (Isocrat. ad Nicoel. 42). Suidas
enumerates, as his works, an Elegy eis tous sothentas ton Supakousion en tei poliorkiai;
Gnomic Elegies, to the amount of 2800 verses (Gnomai di elegeias eis epe bo);
a Gnomology in elegiac verse, and other hortatory counsels, addressed to Cyrnus
(kai pros Kurnon, ton autou epomenon, Gnomologian di edegeion kai heteras hupothekas
parainetikas). Suidas adds, that these poems were all of the epic form (ta panta
epikos), a phrase which can only be explained by taking the word epic in that
wide sense, of which we have several other instances, one of which (Plat. Men.)
has been noticed above, as including poems in the elegiac verse; for all the remains
of Theognis which we possess are elegiac, and there is no sufficient reason to
suppose that he wrote any epic poems, properly so called, or even any gnomic poems
in hexameter verse. Had he done so, the fact would surely have been indicated
by the occasional appearance of consecutive hexameters in the gnomic extracts
from his poems. The passage of Plato, sometimes quoted to show that he wrote epic
poetry, seems to us to prove, if anything, the very opposite.
The poems, which have come down to us, consist of 1389 elegiac verses,
consisting of gnomic sentences and paragraphs, of one or more couplets; which
vary greatly in their style and subjects, and which are evidently extracted from
a number of separate poems. Even in the confused account of Suidas we trace indications
of the fact, that the poetry of Theognis consisted of several distinct elegies.
In what state the collection was in the time of Suidas, we have not sufficient
evidence to determine; but, comparing his article with his well-known method of
putting together the information which he gathered from various sources, we suspect
that the work which he calls Gnomai di elegeias eis epe bo, was a collection similar
to that which has come down to us, though more extensive, and with which Suidas
himself was probably acquainted, and that he copied the other titles from various
writers, without caring to inquire whether the poems to which they referred were
included in the great collection. Xenophon, in the passage above cited, refers
to a collection of the poetry of Theognis; though not, as some have supposed,
to a continuous gnomic poem; and it is evident that the collection referred to
by Xenophon was different from that which has come down to us, as the lines quoted
by him as its commencement are now found in the MSS. as vv. 183--190.
The manner in which the original collection was formed, and the changes
by which it has come into its present state, can be explained by a very simple
theory, perfectly consistent with all the facts of the case, in the following
manner.
Theognis wrote numerous elegies, political, convivial, affectionate,
and occasional, addressed to Cyrnus, and to his other friends. In a very short
time these poems would naturally be collected, and arranged according to their
subjects, and according to the persons to whom they were addressed; but at what
precise period this was done we are unable to determine: the collection may have
been partly made during the poet's life, and even by himself; but we may be sure
that it would not be left undone long after his death.
In this collection, the distinction of the separate poems in each
great division would naturally be less and less regarded, on account of the uniformity
of tile metre, the similarity of the subjects, and -in the case especially of
those addressed to Cyrnus- the perpetual recurrence of the same name in the different
poems. Thus the collection would gradually be fused into one body, and, first
each division of it, and then perhaps the whole, would assume a form but little
different from that of a continuous poem. Even before this had happened, however,
the decidedly gnomic spirit of the poems, and their popularity on that account,
would give rise to the practice of extracting from them couplets and paragraphs,
containing gnomic sentiments; and these, being chosen simply for the sake of the
sentiment contained in each individual passage, would be arranged in any order
that accident might determine, without reference to the original place and connection
of each extract, and without any pains being taken to keep the passages distinct.
Thus was formed a single and quasi-continuous body of gnomic poetry, which of
course has been subjected to the common fates of such collections; interpolations
from the works of other gnomic poets, and omissions of passages which really belonged
to Theognis; besides the ordinary corruptions of critics and transcribers. Whatever
questions may be raised as to matters of detail, there can be very little doubt
that the socalled poems of Theognis have been brought into their present state
by some such process as that which has been now described.
In applying this theory to the restoration of the extant fragments
of Theognis to something like their ancient arrangement, Welcker, to whom we are
indebted for the whole discovery, proceeds in the following manner. First, he
rejects all those verses which we have the positive authority of ancient writers
for assigning to other poets, such as Tyrtaeus, Mimniermus, Solon, and others;
provided, of course, that the evidence in favour of those poets preponderates
over that on the ground of which the verses have been assigned to Theognis. Secondly,
he rejects all passages which can be proved to be merely parodies of the genuine
gnomes of Theognis, a species of corruption which he discusses with great skill.
Thirdly, he collects those passages which refer to certain definite persons, places,
seasons, and events, like the epigrams of later times; of these he considers some
to be the productions of Theognis, but others manifest additions. His next class
is formed of the convivial portions of the poetry; in which the discrimination
of what is genuine from what is spurious is a matter of extreme difficulty. Fifthly,
he separates all those paragraphs which are addressed to Polypaides; and here
there can be no doubt that he has fallen into an error, through not perceiving
the fact above referred to, as clearly established by other writers, that that
word is a patronymic, and only another name for Cyrnus. Lastly, he removes from
the collection the verses which fall under the denomination of paidika, for which
Suidas censures the poet; but, if we understand these passages as referring to
the sort of intercourse which prevailed among the Dorians, many of them admit
of the best interpretation and may safely be assigned to Theognis, though there
are others, of a less innocent character, which we must regard as the productions
of later and more corrupt ages. The couplets which remain are fragments from the
elegies of Theognis, mostly addressed to Cyrnus, and referring to the events of
the poet's life and times, and the genuineness of which may, for the most part,
be assumed; though, even among these, interpolations may very probably have taken
place, and passages actually occur of a meaning so nearly identical, that they
can hardly be supposed to have been different passages in the works of the same
poet, but they seem rather to have been derived from different authors by some
compiler who was struck by their resemblance.
The poetical character of Theognis may be judged of to a great extent,
from what has already been said, and it is only necessary to add that his genuine
fragments contain much that is highly poetical in thought, and elegant as well
as forcible in expression.
Commentary:
(1) For a full illustration of the meanings of these words, see
Welcker's Prolegomena ad Theogn., and an excellent note in Grote's History of
Greece: "The ethical meaning of these words is not absolutely unknown, yet
rare, in Theognis: it gradually grew up at Athens, and became popularized by the
Socratic school of philosophers as well as by the orators. But the early or political
meaning always remained, and the fluctuation between the two has been productive
of frequent misunderstanding. Constant attention is necessary, when we read the
expressions hoi agathoi, esthloi, beltistoi, kalokagathoi, chpestoi, &c.,
or on the other hand, hoi kakoi, deiloi, &c., to examine whether the context
is such as to give to them the ethical or the political meaning".
This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Sep 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
430 - 360
Ο Ευκλείδης ήταν αρχικά μαθητής της ελεατικής σχολής και κατόπιν μαθητής του Σωκράτη, θεωρείται δε ο ιδρυτής της Μεγαρικής σχολής. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, επειδή οι Μεγαρείς ήσαν σύμμαχοι των Σπαρτιατών, ο Ευκλείδης μεταμφιέζετο σε γυναίκα ώστε να μπορεί να επισκέπτεται και να παρακολουθεί, με κινδυνο της ζωής του, τα μαθήματα του δασκάλου του. Μετά τη θανάτωση του Σωκράτη ο Πλάτων τον αναφέρει τιμητικά στα έργα του. Η σπουδή του της ελεατικής φιλοσοφίας και η μεταγενέστερη της Σωκρατικής επηρέασαν από κοινού τον Ευκλείδη προσδίδοντάς του την πατρότητα της Μεγαρικής σχολής η οποία πρέσβευε ένα μείγμα των δύο φιλοσοφιών που προαναφέρθηκαν.
Από τούς αναφερόμενους από τον Λαέρτιο έξι φιλοσοφικούς διαλόγους του Ευκλείδη δεν διασώζεται κανένας. Ως επιφανέστεροι διάδοχοί του αναφέρονται οι Ευβουλίδης και Διόδωρος Κρόνος οι οποίοι ανέπτυξαν αυτή τη σοφιστική υπερβολικά.
Euclides, (Eukleides). A native of Megara, founder of the Megaric,
or Eristic sect. Endowed by nature with a subtle and penetrating genius, he early
applied himself to the study of philosophy. The writings of Parmenides first taught
him the art of disputation. Hearing of the fame of Socrates, Euclid determined
to attend upon his instructions, and for this purpose removed from Megara to Athens.
Here he long remained a constant hearer and zealous disciple of the moral philosopher;
and when, in consequence of the enmity which subsisted between the Athenians and
Megareans, a decree was passed by the former that any inhabitant of Megara who
should be seen in Athens should forfeit his life, he frequently came to Athens
by night, from the distance of about twenty miles, concealed in a long female
cloak and veil, to visit his master. Not finding his propensity to disputation
sufficiently gratified in the tranquil method of philosophizing adopted by Socrates,
he frequently engaged in the business and the disputes of the civil courts. Socrates,
who despised forensic contests, expressed some dissatisfaction with his pupil
for indulging a fondness for controversy. This cir cumstance probably proved the
occasion of a separation between Euclid and his master; for we find him, after
this time, at the head of a school in Megara, in which his chief employment was
to teach the art of disputation. Debates were conducted with so much vehemence
among his pupils that Timon said of Euclid that he had carried the madness of
contention from Athens to Megara. That he was, however, capable of commanding
his temper appears from his reply to his brother, who, in a quarrel, had said,
"Let me perish if I be not revenged on you.""And let me perish,"
returned Euclid, "if I do not subdue your resentment by forbearance and make
you love me as much as ever."
In argument Euclid was averse to the analogical method of reasoning,
and judged that legitimate argument consists in deducing fair conclusions from
acknowledged premises. He held that there is one supreme good, which he called
by the different names of Intelligence, Providence, God; and that evil, considered
as an opposite principle to the sovereign good, has no existence. The supreme
good, according to Cicero, he defined to be that which is always the same. In
this doctrine, in which he followed the subtlety of Parmenides rather than the
simplicity of Socrates, he seems to have considered good abstractly as residing
in the Deity, and to have maintained that all things which exist are good by their
participation of the first good, and, consequently, that there is, in the nature
of things, no real evil. It is said that when Euclid was asked his opinion concerning
the gods, he replied, "I know nothing more of them than this: that they hate
inquisitive persons."
This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
Eucleides (Eukleides), a native of Megara, or, according to some less probable accounts, of Gela. He was one of the chief of the disciples of Socrates, but before becoming such, he had studied the doctrines, and especially the dialectics, of the Eleatics. Socrates on one occasion reproved him for his fondness for subtle and captious disputes. (Diog. Laert. ii. 30.) On the death of Socrates (B. C. 399), Eucleides, with most of the other pupils of that philosopher, took refuge in Megara, and there established a school which distinguished itself chiefly by the cultivation of dialectics. The doctrines of the Eleatics formed the basis of his philosophical system. With these he blended the ethical and dialectical principles of Socrates. The Eleatic dogma, that there is one universal, unchangeable existence, he viewed in a moral aspect, calling this one existence the Good, but giving it also other names (as Reason, Intelligence, &c.), perhaps for the purpose of explaining how the real. though one, appeared to be many. He rejected demonstration, attacking not so much the premises assumed as the conclusions drawn, and also reasoning from analogy. He is said to have been a main of a somewhat indolent and procrastinating disposition. He was the author of six dialogues, none of which, however, have come down to us. He has frequently been erroneously confounded with the mathematician of the same name. The school which lie founded was called sometimes the Megaric, sometimes the Dialectic or Eristic. (Diog. Laert. ii. 106-108; Cic. Aead. ii. 42; Plut. de Fratr. Am. 18.)
Η Μεγαρική Σχολή Φιλοσοφίας. Ο 5ος και ο 4ος π.Χ. αιώνας υπήρξαν
ιδιαίτερα γόνιμοι όσον αφορά την καλλιέργεια του πνεύματος. Οι άνθρωποι της εποχής
διακατέχονταν από πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις και εξέταζαν με κριτική
διάθεση τις παραδοσιακές αντιλήψεις και τους μύθους. Η αναζήτηση της αλήθειας
και η αμφισβήτηση της παράδοσης εκφράστηκε κυρίως με τη φιλοσοφία, η οποία από
τον 6ο π.Χ. αιώνα και εξής γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση. Τα προβλήματα που απασχόλησαν
τους φιλόσοφους ήταν η προέλευση και η λειτουργία εννοιών όπως το Όν, η Γνώση,
η Αλήθεια, ο Νόμος, η Φύση, η Μεταφυσική, η Πολιτεία, η Ηθική, η Τέχνη, το Υπερβατικό,
το Απόλυτο. Γενικότερα, οτιδήποτε αφορούσε ή σχετιζόταν με τη ζωή και τον ?νθρωπο
ήταν δυνατό να αποτελέσει φιλοσοφικό πρόβλημα. Απαραίτητη προϋπόθεση του φιλοσοφικού
στοχασμού είναι η απορία, να αναρωτηθούμε δηλαδή για την ίδια μας την ύπαρξη και
για τον κόσμο που μας περιβάλλει και με οδηγό τον διάλογο με τον εαυτό μας, να
φτάσουμε πρώτα στην αυτογνωσία κι έπειτα στη γνώση του κόσμου. Οι μέθοδοι προσέγγισης
κι ανάλυσης των εννοιών που επινόησαν οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας ποικίλουν.
Ορισμένες από αυτές είναι η επαγωγική, η. παραγωγική, η αναλογική, η διαιρετική,
η απορητική, η διαλεκτική, η ιστορική γενετική κ.α. Ποικίλα είναι επίσης και τα
φιλοσοφικά ρεύματα και οι Φιλοσοφικές σχολές που διαμορφώθηκαν στον αρχαίο κόσμο
κι ανάμεσα σ' αυτές αξιόλογη θέση κατέχει και η Μεγαρική Σχολή.
Ιδρυτής της Μεγαρικής Σχολής Φιλοσοφίας υπήρξε ο Ευκλείδης,
ο οποίος υπολογίζεται ότι έζησε το 450 - 380 π.Χ. Ο Ευκλείδης ήταν μαθητής του
Σωκράτη και, όπως πληροφορούμαστε από τον "Φαίδωνα" τον Πλάτωνα, ήταν παρών κατά
την εκτέλεση της θανατικής ποινής του μεγάλου φιλοσόφου. Μάλιστα, μετά το θάνατο
του Σωκράτη, πολλοί μαθητές του μαζί με τον Πλάτωνα κατέφυγαν από την Αθήνα στα
Μέγαρα, όπου φιλοξενήθηκαν από τον Ευκλείδη. Ως απόδειξη της μαθητείας του δίπλα
στον Σωκράτη παρουσιάζονται κι ορισμένοι σωκρατικοί διάλογοι, που συνέγραψε ο
Μεγαρέας φιλόσοφος.
Ως φιλόσοφος ο Ευκλείδης θέλησε να συνδυάσει τη διαλεκτική με την
ηθική, συνδέοντας έτσι συχνά την Σωκρατική με την Ελεατική φιλοσοφία. Όμως που
εστιάζονταν οι αναζητήσεις του και ποια ακριβώς ήταν τα διδάγματά του; Για τον
Ευκλείδη το Όν είναι Ένα και ταυτίζεται με το "Αγαθόν". Το 'Αγαθόν' αποτελεί το
ανώτατο αντικείμενο της φιλοσοφίας του, και το οποίο ταύτισε με το "Εν" των Ελεατών
και δίδαξε ότι αυτό αποτελεί τη μόνη πραγματικότητα. Το ανώτατο αυτό "Αγαθόν"
ο Ευκλείδης το ονόμασε Φρόνηση, Θεόν, Νούν, Δίκαιον. Επιπλέον, αρνήθηκε την ύπαρξη
του αντιθέτου προς αυτό, δηλαδή του Κακού, άποψη που διακρίνεται και στην Πλατωνική
φιλοσοφία. Από τον Διογένη τον Λαέρτιο (Π, 9) μαθαίνουμε ότι τα γνωρίσματα που
απέδιδε ο Ευκλείδης στο "Αγαθόν" ταυτίζονται με εκείνα που αναγνώρισαν οι Ελεάτες
στο Όν. Ειδικότερα, τα γνωρίσματα του "αγαθού" είναι: η αιωνιότητα, το αμετάβλητο,
το αγέννητο και το ανόλεθρο.
Αυτή η θεώρηση κατεύθυνε τον Ευκλείδη στο συμπέρασμα ότι, οτιδήποτε
κινείται, μεταβάλλεται και γενικά υπόκειται σε γένεση και φθορά, στην πραγματικότητα
δεν είναι υπαρκτό. Ο Γ. Κωσταράς (2000) αναφέρει ότι αυτή ακριβώς η τάση του Ευκλείδη
να αποδείξει ότι η αισθητή εικόνα του κόσμου είναι απάτη τον έφερε πιο κοντά στη
Διαλεκτική και Εριστική Φιλοσοφία. Όσον αφορά τις αποδείξεις των φιλοσοφικών στοχασμών
του ο Μεγαρέας φιλόσοφος δεν αμφισβητούσε τις προϋποθέσεις ("λήμματα"), αλλά τα
συμπεράσματα ("επιφοράν"). Πραγματοποιώντας μία επισκόπηση της Μεγαρικής Σχολής,
ο W. Guthrie (1969) αναφέρει ότι οι προθέσεις των Μεγαρικών φιλοσόφων υπό τον
Ευκλείδη δεν εκτείνονταν σε θέματα εκτός της παιδείας και της ηθικής. Ήταν άνθρωποι
της θεωρίας και χρησιμοποιούσαν κυρίως τη διαλεκτική και τη σωκρατική μέθοδο των
ερωταποκρίσεων.
Μετά τον θάνατο του Ευκλείδη το 380 π.Χ. η Μεγαρική Σχολή συνέχισε
την πορεία της στον κόσμο του Φιλοσοφικού στοχασμού αποκλίνοντας, όμως, σημαντικά
από τα διδάγματα του ιδρυτή της. Αυτή την εποχή οι Μεγαρείς Φιλόσοφοι παύουν να
ενδιαφέρονται για πρακτικά θέματα, ακολουθούν περισσότερο την Εριστική, μελετούν
διάφορα παράδοξα και προσεγγίζουν με πρωτότυπο τρόπο προβλήματα της λογικής. Βασικά
στοιχεία σύνδεσης της Μεγαρικής Σχολιής με την Εριστική αποτελούν οι ευφυείς επινοήσεις
και τα γνωστά της σοφίσματα. Η νέα αυτή τάση στη Φιλοσοφική σκέψη της Μεγαρικής
Σχολής εκπροσωπείται από νέους φιλοσόφους, οι οποίοι διαδέχτηκαν τον Ευκλείδη,
όπως ο Ευβουλίδης, ο Διόδωρος ο Κρόνος κι ο Στίλπων.
Ο Ευβουλίδης. ο οποίος συγκαταλέγεται στους διαδόχους του Ευκλείδη,
καταγόταν από την Μίλητο. Αυτός άσκησε έντονη κριτική κατά της θεωρίας περί κατηγοριών
του Αριστοτέλη, καθώς επίσης και κατά του αριστοτελικού ορισμού της κίνησης. Μάλιστα
είναι πιθανόν ορισμένα χωρία των πραγματειών του Αριστοτέλη να αποτελούν απάντηση
του μεγάλου σοψού στις επικρίσεις των Μεγαρικών. Ειδικότερα, όπως πληροφορούμαστε
από τον G. Ryle (1970), σι Μεγαρικοί υπό τον Ευβουλίδη όριζαν ως πραγματικό αυτό
που πραγματοποιείται κάποια στιγμή μέσα στο παρόν. Ως δυνατό όριζαν αυτό που παρουσιάζεται
ως υπαρκτό μέσα στο παρόν ή το μέλλον. Το αναγκαίο το ταύτιζαν με αυτό που ισχύει
κάθε στιγμή και επομένως δεν θα είναι ποτέ ψεύτικο, ενώ το μη αναγκαίο είναι αυτό
που είναι ήδη ή θα γίνει κάποια στιγμή ψευδές.
Επιπλέον, ο Ευβουλίδης ήταν δεινός "τεχνουργός" σοφισμάτων. Ένα από
τα σοφίσματα που του αποδίδονται είναι ο "ψευδόμενος" με το οποίο ο φιλόσοφος
διερωτάται: αν κάποιος παραδεχτεί ότι αυτή τη στιγμή ψεύδεται, αυτό που λέει είναι
αλήθεια ή ψέμα; ?λλο σόφισμα του Ευβουλίδη ήταν ο "εγκεκαλυμμένος". Πρόκειται
για ένα εριστικό παίγνιο με βάση το ρήμα "γνωρίζω" και τις σημασίες του: "Λες
ότι γνωρίζεις τον αδερφό σου. Τον άνθρωπο που ήλθε αυτή ακριβώς τη στιγμή έχοντας
το κεφάλι καλυμμένο δεν τον γνώρισες. Κι όμως είναι ο αδερφός σου". ?λλο σόφισμα:
Θεωρείται φαλακρός ένας άνθρωπος όταν έχει μόνο μία τρίχα; ή δύο; ή τρεις; ή μέχρι
πόσες;
Από τους γνωστούς εκπροσώπους της Μεγαρικής Σχολής θεωρείται κι ο
Διόδωρος ο Κρόνος από την Καρία. Αυτός έγινε διάσημος για τη θεωρία του για το
αδύνατο της κινήσεως και της φθοράς και για την απόδειξη του περί δυνατού, η οποία
φέρει το όνομα "κυριεύων". Η επιχειρηματολογία αυτής της απόδειξης μας διασώθηκε,
κυρίως, από τις Διατριβές του Επίκτητου και αποτελείται, κατά κύριο λόγο, από
το συνδυασμό των εξής προτάσεων: καθετί πραγματοποιημένο είναι οπωσδήποτε αληθινό'
το αδύνατο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι συνέπεια του δυνατού' δεν είναι
δυνατό να θεωρηθεί ως πραγματικό ο,τιδήποτε δεν είναι αληθές στο παρόν ούτε και
θα είναι στο μέλλον. Γενικά, τίποτα δεν θεωρείται δυνατό, αν ούτε είναι ούτε πρόκειται
να είναι αληθινό. Έτσι, σύμφωνα με τον Ο. Gigon (1974), οι Μεγαρικοί, ερμηνεύοντας
το πραγματικό ως δυνατό, κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι πραγματοποιείται εκείνο
που είναι δυνατό να υπάρξει. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες που αναφέρονται
στο θάνατο του Διόδωρου του Κρόνου.
Συγκεκριμένα, ο Διογένης ο Λαέρτιος (ΙΙ 9, 96) αναφέρει ότι το 306 π.Χ. ο Διόδωρος
δεν κατάφερε να δώσει απάντηση στα διαλεκτικά προβλήματα που του υπέβαλε ο Στίλπων,
ενώ παρακολουθούσε τη συζήτηση ο βασιλιάς Πτολεμαίος. Τότε ο βασιλιάς ειρωνεύτηκε
τον Διόδωρο για την άγνοιά του. Ο Διόδωρος έφυγε προσβεβλημένος και συνέγραψε
ολόκληρο σύγγραμμα για να απαντήσει στον Στίλπωνα. Όμως στη συνέχεια έπεσε σε
βαριά κατάθλιψη κι έτσι πέθανε.
Τον Διόδωρο τον Κρόνο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Μεγαρικής Σχολής
ο Στίλπων, ο οποίος υπολογίζεται ότι έζησε περίπου το 380-310 π.Χ. Ο Στίλπων,
πιστός καθώς ήταν στη μεταφυσική αρχή της ενότητας, πολέμησε τη θεωρία των ιδεών
του Πλάτωνα, η οποία εισήγαγε την πολλαπλότητα του ΕΙΝΑΙ. Για να αναιρέσει τις
ιδέες του Πλάτωνα χρησιμοποίησε τον εξής συλλογισμό: Αν ο άνθρωπος υπάρχει ως
ιδέα, δεν είναι δυνατό να υπάρχει κι ως άνθρωπος μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες,
π.χ. ως άνθρωπος που τρέχει η μιλά. Σταδιακά ο Στίλπων στράφηκε στην ηθική φιλοσοφία
και πλησίασε τους Κυνικούς. Δίδασκε ότι το ανώτατο αγαθό είναι η απάθεια. Ο σοφός,
έλεγε ο Στίλπων, είναι τόσο αυτάρκης, ώστε δεν έχει ανάγκη από φίλους για να είναι
ευτυχισμένος. Μάλιστα, όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέστρεψε και λεηλάτησε
τα Μέγαρα, ρώτησε τον Στίλπωνα τι έχασε. Ο Στίλπων απάντησε: "Δεν είδα κανένα
να αποκομίζει την επιστήμη". Η Μεγαρική Σχολή Φιλοσοφίας έσβησε στις
αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. Οι Μεγαρικοί φιλόσοφοι διαφύλαξαν ακριβέστερα από τις
άλλες φιλοσοφικές σχολές την σωκρατική φιλοσοφική κληρονομιά. Με τους αξιόλογους
φιλοσόφους της Σχολής τους, τα Μέγαρα άφησαν τη δική τους σφραγίδα στον κόσμο
του πνεύματος.
Κείμενο: Ελευθερία Σαμούρη, Ιστορικός-Αρχαιολόγος
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγαρέων
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!