gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 31 τίτλοι με αναζήτηση: Βιογραφίες  στην ευρύτερη περιοχή: "ΜΑΓΝΗΣΙΑ Νομός ΘΕΣΣΑΛΙΑ" .


Βιογραφίες (31)

Αγωνιστές του 1821

Αντωνίου Στυλιανός

ΣΚΙΑΘΟΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ

Εθνικοί ευεργέτες

Αλέξανδρος Πάντος

ΖΑΓΟΡΑ (Κωμόπολη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ
1888 - 1930
ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ.
  Γεννήθηκε στην Ζαγορά στα 1888. Ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία, εγκαταστάθηκε στο Βόλο όπου φοίτησε στο Γυμνάσιο εντυπωσιάζοντας με την έξοχη φιλομάθειά του και την προσήνεια του ήθους του. Γράφτηκε εν συνεχεία στην Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου από το οποίο αποφοίτησε, μετά από λαμπρές σπουδές, αριστούχος στα 1910. Κατά την περίοδο των απελευθερωτικών πολέμων 1912-1913 πήρε μέρος σ΄ αυτούς σαν απλός στρατιώτης και τιμήθηκε αργότερα με πολεμικό αναμνηστικό μετάλλιο.
  Μετά τον θάνατο της μητέρας του στα 1914, με την οποία έμενε μέχρι τότε στον Βόλο, έφυγε στο Παρίσι για ευρύτερες σπουδές στον τομέα των πολιτικών και κοινωνικών επιστημών.
  Χαρακτήρας απλός, με αστείρευτη φιλανθρωπία και μεγάλο ζήλο για την πνευματική καλλιέργεια, συγκινούνταν πάντοτε από τα μεγαλόπνοα έργα κοινωνικής ευποιΐας. Από νεαρώτατη ηλικία τον βασάνιζε η σκέψη για το πώς θα έπρεπε καλύτερα να χρησιμοποιήσει την μεγάλη του περιουσία προς όφελος της σπουδάζουσας Ελληνικής νεολαίας, γι΄ αυτό σε δεδομένη στιγμή έσπευσε να την κληροδοτήσει στο 'Εθνος επιλέγοντας την ίδρυση της επωνύμου Σχολής Πολιτικών Επιστημών με πρότυπο αυτήν των Παρισίων.
  Πέθανε το 1930 σε ηλικία 42 ετών. Η Πάντειος Σχολή ξεκίνησε την λειτουργία της ένα χρόνο αργότερα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς


Ιατροί

Θεόδωρος Αφεντούλης

1824 - 1893
  Γεννήθηκε στην Ζαγορά το 1824. Τα εγκύκλια μαθήματα παρακολούθησε εκεί και έπειτα στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα φιλοξενούμενος στο σπίτι του συγγενή του καθηγητή Ν. Κωστή. Τον Σεπτέμβριο του 1843 πήγε στο Μόναχο όπου συνέχισε τις σπουδές του και στα 1846 (σε ηλικία 22 ετών) αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Συνέχισε την μετεκπαίδευσή του για άλλα δύο χρόνια στο Παρίσι και στην Βουδαπέστη.
  Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1849 διορίστηκε υφηγητής της Γενικής Παθολογικής Ανατομίας και στα 1856 ανέλαβε την έδρα της Φαρμακολογίας, απ΄ τα 1883 δε αρχίζει να διδάσκει και την Βοτανική. Με την ίδρυση του Τζανείου Νοσοκομείου διορίστηκε διευθυντής του. Για όλα του τα μαθήματα συνέγραψε ειδικά και βασικά στον τομέα τους εγχειρίδια και μετέφρασε επίσης πολλά έργα από την γερμανική βιβλιογραφία. Εκδότης του περιοδικού "Ιατρική Εφημερίς", δημοσίευσε σ΄ αυτό, όπως και σε διάφορα άλλα, πολυάριθμες και πρωτότυπες μελέτες.
  Μια άλλη πλευρά της πανεπιστημιακής του δραστηριότητας υπήρξαν οι παραδόσεις του. Δεινός ρήτορας και βαθύς γνώστης της επιστήμης του, ο Αφεντούλης είχε την ικανότητα να συναρπάζει το ακροατήριό του σε σημείο μάλιστα που στις παραδόσεις του κάθε φορά να τρέχει πλήθος φοιτητών, όχι μόνον της Ιατρικής, αλλά και των άλλων Σχολών.
  Διετέλεσε κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής το 1868-69 και πρύτανις το 1887-88. Σαν πρύτανις εισηγήθηκε και πέτυχε να εγκριθεί το σχέδιό του για ίδρυση Πανεπιστημιακού Γυμναστηρίου με λουτρά και Αναγνωστηρίου στην Λέσχη των φοιτητών.
  Την άλλη πλευρά της προσωπικότητάς του την δίνει η καλλιτεχνική του φύση. Είχε βαθειά λογοτεχνική κατάρτιση και για πολλά χρόνια υπήρξε κριτής σε ποιητικούς διαγωνισμούς. Μετέφρασε επίσης αρκετά ξένα αριστουργήματα όπως το "Νάθαν" του Λέσσιγκ και το "Μαρία Στιούαρτ" του Σίλλερ. Την λογοτεχνική του παραγωγή συγκέντρωσε σε τρείς τόμους με τον τίτλο "Φιλολογικά Πάρεργα". Ο Κωστής Παλαμάς επισημαίνοντας την πνευματική του παρουσία, γράφει: "Ρήτορας μέχρι των πρυτανικών λογοδοσιών του, ποιητής μέχρι των επιστημονικών του συγγραφών, ρεμβαστής και ζωγράφος ρομαντικών ερώτων και πολίτης με φιλοπατρίαν καραδοκούσαν πάντοτε εν επιφυλακή".
  Την τρίτη πλευρά της προσωπικότητάς του την δίνει το ζωηρό ενδιαφέρον του για τα κοινά και η ενεργή συμμετοχή του σ΄ αυτά. Στα ζητήματα του Πειραιά (όπου διετέλεσε και Δήμαρχος), στην επανάσταση της Θεσσαλίας το 1854 και το 1856 της Κρήτης και σ΄ εκείνες του 1878, παίρνει δραστήρια μέρος. Το 1863 εξελέγη και αντιπρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης.
  Πέθανε τον Απρίλιο του 1893. Η πολύτιμη βιβλιοθήκη του σώζεται σήμερα στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζαγοράς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς


Αντώνιος Κωμανός

  Σπούδασε στην Γερμανία, Αυστρία, και Παρίσι και αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Ιατρικής το 1876 στο Στρασβούργο. 'Επειτα, αφού εγκαταστάθηκε στο Κάϊρο, άρχισε την εξάσκηση του επαγγέλματός του.
  Το 1892 ο Χεδίβης της Αιγύπτου Χιλμή Αμπάς ο Β', διακρίνοντας το σπάνιο επιστημονικό ταλέντο του Κωμανού, τον προσέλαβε σαν ιδιαίτερο γιατρό των ανακτόρων του και αρχηγό του πολιτικού και στρατιωτικού του οίκου. Επί πλέον, για τις υπηρεσίες του, του απένειμε τον υψηλότατο τίτλο του "Πασσά", τίτλο που σπανιότατα απονέμονταν σε Ευρωπαίους.
  Τα "Απομνημονεύματα" του, που κυκλοφόρησαν στα 1920, έκαναν μεγάλη εντύπωση και προ- κάλεσαν μαζί με τις ευμενείς κριτικές των λογίων, τα θερμά συγχαρητήρια γνωρίμων του Μοναρχών της Ευρώπης. Η ευρεία δε εγκυκλοπαιδική του μόρφωση και τα σπάνια κοινωνικά του προσόντα, καθιστούσαν την παρουσία του απαραίτητη σε κάθε επιστημονική συγκέντρωση της Αιγύπτου. Για αρκετό μάλιστα χρονικό διάστημα υπήρξε διευθυντής του Νοσοκομείου του Καΐρου, αναβαθμίζοντάς το σε σημείο επίζηλο.
  Ο Κωμανός εξάσκησε για πολλά χρόνια και την οφθαλμολογία, την οποία σπούδασε ιδιαίτερα και είχε ειδικευτεί σ΄ αυτήν.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς


Ιστορικοί

Κορδάτος Γιάννης

1891 - 1961
Μαρξιστής ιστορικός και ένας από τους πρωτεργάτες του ελληνικού Κομμουνιστικού Κινήματος.

  Ο Γιάννης Κορδάτος (1891-1961), ιστορικός, πολιτικός και κοινωνιολόγος, γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου. Φοίτησε σε Λύκεια της Σμύρνης και της Πόλης και τελείωσε το Γυμνάσιο στο Βόλο. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα.
  Είναι από τους ιδρυτές της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του Σοσιαλεργατικού Κόμματος (1918), και διετέλεσε γενικός γραμματέας του (1920-1924) και διευθυντής του δημοσιογραφικού οργάνου του. Το τεράστιο έργο του Γιάννη Κορδάτου καλύπτει ολόκληρη την εποχή από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τις σύγχρονες εθνικές, πολιτικές και κοινωνικές περιπέτειες που συντάραξαν τον τόπο μας. Βαθύς μελετητής και οξυδερκής κριτικός, ο Κορδάτος εξετάζει και αναλύει με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού την ελληνική πραγματικότητα σε όλες τις φάσεις της. Το έργο του δεν είναι προϊόν δουλειάς γραφείου, αλλά μιας έντονης ζύμωσης με τα πράγματα και τις καταστάσεις, είναι προϊόν της συμμετοχής του Κορδάτου στην ιστορία.
  Το τελευταίο του έργο, ο «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» υπήρξε, μπορούμε να πούμε, έργο ζωής για τον Κορδάτο, μια και το δούλευε είκοσι ολόκληρα χρόνια, από το 1940 ως το 1960, και δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας όσο ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός βρισκόταν στη ζωή, γιατί κανένας εκδότης δεν αναλάμβανε- για λόγους ευνόητους- να το εκδώσει.
  Οι δύο ογκώδεις τόμοι αυτού του έργου συνοψίζουν μια μακρόχρονη κριτική έρευνα του Γιάννη Κορδάτου «πάνω στο μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα που συγκλόνισε τον κόσμο, τον χριστιανισμό και το λαϊκό ηγέτη και επαναστάτη το Χριστό». Ο Κορδάτος εξετάζει αντικειμενικά και προσεκτικά τις Γραφές αλλά και όλες τις σύγχρονες τις εξωχριστιανικές πηγές, φέρνοντας στην επιφάνεια συγκλονιστικά στοιχεία που αποκαλύπτουν τι υπήρξε πραγματικά αυτό που σήμερα καθιερώθηκε σαν θρησκεία. Η μεγάλη κοινωνική επανάσταση του Ναζωραίου, η αλήθεια γύρω από την διδασκαλία, τη σταύρωση και την ανάστασή του κι ακόμα η μετέπειτα εξελικτική πορεία του χριστιανισμού που τον «διαμόρφωσε σε ιδεολογία της άρχουσας τάξης», αφηγημένα από τον Κορδάτο και ντοκουμενταρισμένα με όλα τα αρχαία κείμενα εκείνης της εποχής, συνθέτουν στην ιστορία της χριστιανικής θρησκείας και του ιδρυτή της όπως δεν γράφτηκε ποτέ μέχρι σήμερα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς


Diocles

ΠΕΠΑΡΗΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΣΚΟΠΕΛΟΣ
Diocles. Of Peparethus, the earliest Greek historian, who wrote about the foundation of Rome, and whom Q. Fabius Pictor is said to have followed in a great many points. (Plut. Rom. 3, 8; Fest. s. v. Romam.) How long he lived before the time of Fabius Pictor, is unknown. Whether he is the same as the author of a work on heroes (peri heroon suntagma), which is mentioned by Plutarch (Quaest. Graec. 40), and of a history of Persia (Persika), which is quoted by Josephus (Ant.Jud. x. 11.1), is likewise uncertain, and it may be that the last two works belong to Diocles of Rhodes, whose work on Aetolia (Aitolika) is referred to by Plutarch. (De Flum. 22.)

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Λόγιοι

Ρήγας Γεώργιος

ΣΚΙΑΘΟΣ (Κωμόπολη) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
1884 - 1960
  Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 20 Νοεμβρίου του 1884 και από τη μητέρα του ήταν συγγενής του Παπαδιαμάντη. Φοίτησε για δύο χρόνια στο Βαρβάκειο όπου δίδασκε ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και το 1901 πήρε δίπλωμα από το Διδασκαλείο αθηνών. Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε δημοδιδάσκαλος στη Σκιάθο όπου υπηρέτησε ως το 1940. Το 1920 φοίτησε για ένα χρόνο στο Ιερατικό Φροντιστήριο της Ριζαρείου Σχολής, χειροτονήθηκε ιερέας και έγινε αμέσως οικονόμος και αρχιερατικός επίτροπος Σκιάθου. Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Ιουλίου 1960 και κηδεύτηκε στο νησί του με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων.
   Ασχολήθηκε από νωρίς με συλλεκτική ικανότητα και ευσυνειδησία με τη λαογραφία του νησιού του και συγχρόνως φανέρωσε την αγάπη του στη βυζαντινή μουσική και την υμνογραφία. Συνδέθηκε στενά από τα πρώτα του χρόνια με τους δύο Αλέξανδρους της Σκιάθου και η γνωριμία του αυτή τον βοήθησε πολύ στις κατόπιν πνευματικές του επιδόσεις. Ο οικονόμου Γεώργιος Ρήγας υπήρξε ακούραστος και δημιουργικός ερευνητής, αυθεντία στα ζητήματα του Τοπικού της Εκκλησίας μας και λαογράφος με ευσυνειδησία και βαρύτητα. Ηταν ακόμα μεθοδικός δάσκαλος και εξαίρετος τελετουργός. Το πέρασμα του από το σχολείο και την εκκλησία της Σκιάθου άφησε πραγματικά εποχή.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σκιάθου


Λογοτέχνες

Πέτρος Μάγνης

ΖΑΓΟΡΑ (Κωμόπολη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ
1880 - 1953
  Στην Ζαγορά γεννήθηκε, το 1880 και ο νεοέλληνας ποιητής Πέτρος Μάγνης (Κων/νος Κωνσταντινίδης). Υπήρξε ένας από τους αναμορφωτές της λογοτεχνικής ζωής των παροικιών της Αιγύπτου και ο εισηγητής του δημοτικισμού σαν γλώσσας της τέχνης και του στοχασμού. Συνεπής στους αγώνες του και τις πνευματικές του πεποιθήσεις, με το ποιητικό του έργο θεωρείται, μαζί με τον Καβάφη, ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος του απόδημου λογοτέχνη που κρατάει μέσα του άσβηστη την μνήμη της γενέτειράς του.
  Στην Ζαγορά, στο δρόμο προς την συνοικία της Μεταμορφώσεως, βρίσκεται ο πατρογονικός του πύργος, από τα τυπικότερα δείγματα πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, στην είσοδο του οποίου τα λογοτεχνικά σωματεία εντοίχισαν αναμνηστική πλάκα με ανάγλυφη την μορφή του.
  Πέθανε στην Αλεξάνδρεια στα 1953. Κατ΄ επιθυμία του, η τεράστια φιλολογική του βιβλιοθήκη που αποτελούνταν από 3.000 βιβλία και πάνω από 3.500 περιοδικά, όλα σπάνιες εκδόσεις της Ελληνικής ομογένειας της Αιγύπτου, δωρήθηκε στην Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς


Απόστολος Κωνσταντινίδης

  Αδελφός του Πέτρου Μάγνη. Γεννήθηκε στη Ζαγορά, σπούδασε στον Βόλο, έπειτα στην Σμύρνη και εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο βαμβακιού. Η κοινωνική, εθνική και φιλανθρωπική του δράση επί σειρά ετών ως προέδρου Σωματείων, ήταν σημαντική. Η Εκκλησία και η Ελληνική Πολιτεία αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του τον τίμησαν με παράσημα και τιμητικές διακρίσεις.
  Μεγάλη ήταν όμως και η συνεισφορά του στα νεοελληνικά γράμματα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και συντάκτης σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες του Αιγυπτιώτικου Ελληνισμού ("Σεράπιον", "Νέα Ζωή", "Φάρος" κ.ά.). Διηγήματά του δημοσιεύθηκαν με το ψευδώνυμο Πήλιος Ζάγρας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ζαγοράς


Μουσικοί

Παρασκευάς Απόστολος

ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ (Χωριό) ΒΟΛΟΣ
Γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία Bόλου. Aπόφοιτος του Δημοτικού Ωδείου Bόλου και του Σύγχρονου Ωδείου Θεσσαλονίκης με Πτυχίο και Δίπλωμα κιθάρας αντίστοιχα και με Aριστα παμψηφεί. Συνέχισε τις σπουδές του στο Instituto Superior de Arte στην Aβάνα της Kούβας και κατόπιν στο πανεπιστήμιο της Bοστώνης αποφοιτώντας με Master και Διδακτορικό στη Σύνθεση.
  Δάσκαλοί του, που επηρέασαν τη μουσική του σκέψη υπήρξαν οι: Θόδωρος Aντωνίου, Lukas Foss, Leo Brouwer και ο κιθαριστής Alirio Diaz. O Lukas Foss τον περιέγραψε σαν έναν εξαιρετικά χαρισματικό συνθέτη - κιθαριστή. Ο Aπ. Παρασκευάς έχει αποσπάσει τα τελευταία δέκα χρόνια τις πιο αξιόλογες κριτικές από τον ελληνικό και ξένο τύπο για το έργο του.
  Εργα του έχουν παιχτεί σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία και έχει εμφανιστεί ως σολίστ με ορχήστρες όπως οι New England Conservatory Orchestra, Newton Symphony Orchestra, Florida International University Symphony Orchestra, Ορχήστρα Σύγχρονης Ελληνικής Μουσικής, ALEA III, Boston University Symphony Orchestra και New Music Ensemble του Πανεπιστημίου της Βοστώνης. Επίσης σε μεγάλες αίθουσες συναυλιών όπως: Carnegie Hall της Νέας Υόρκης (το CD του οποίου κυκλοφορεί με τον τίτλο A night at Carnegie Hall), Tsai Performance Center της Βοστώνης, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, WertheimPerforming Arts Center/Miami και σε διεθνή φεστιβάλ μουσικής όπως: Συνέδριο - Φεστιβάλ Κιθάρας Κέρκυρας, Συνέδριο συνθετών στο Μαϊάμι των ΗΠΑ, Φεστιβάλ Κιθάρας Βόλου, Bath International Festival (England), International Guitar Festival of Havana (Cuba), International Guitar Festival of Esztergom (Hungary), GFA International Convention (USA), Andres Segovia Festival (USA), και το Music Festival of Varadero (Cuba).
  Ο Απόστολος Παρασκευάς έχει αποσπάσει το δίπλωμα τιμής καλλιτεχνών από το Palacio de Junco (Κούβα), τιμητικό δίπλωμα από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, Δεύτερο Βραβείο στο διαγωνισμό σύνθεσης του ΣΚΩΑ (Ελλάς), Πρώτο Βραβείο στο διαγωνισμό σύνθεσης (Call for Scores) του Εθνικού Συλλόγου Συνθετών Αμερικής για το 1997, Πρώτο Βραβείο στο διαγωνισμό σύνθεσης (Γ. Α. Παπαϊωάννου) και έχει προταθεί από την Αμερικάνικη Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών για το βραβείο σύνθεσης Charles Ives για τα έτη 1996, 97.
  Είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Συνεδρίου - Φεστιβάλ Κιθάρας (Ελλάδα), διδάσκει τις τάξεις κιθάρας στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης και είναι μέλος των BMI (Broadcast Music Inc.), Society of Composers/USA (SCI) και της Eνωσης Ελλήνων Μουσουργών.
 Eργα του εκδίδονται από τον μουσικό εκδοτικό οίκο Παπαγρηγορίου - Νάκα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής "Λίλιαν Βουδούρη"


Πεζογράφοι

Μωραϊτίδης Αλέξανδρος

ΣΚΙΑΘΟΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
1850 - 1929
  Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 15 Οκτωβρίου του 1850. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Το 1866 πηγαίνει στην Αθήνα όπου τελειώνει το ελληνικό σχολείο και το 1871 αποφοιτά από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο και εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1872 γίνεται τακτικό μέλος του φιλολογικού συλλόγου "Παρνασσός", ενώ το 1874 παίρνει για πρώτη φορά το χρίσμα του δημοσιογράφου. Το 1880 διορίζεται καθηγητής στο Βαρβάκειο και το 1881 ονομάζεται διδάκτορας της φιλοσοφίας. Το 1886 λαμβάνει το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος. Ταξίδεψε κατ' επανάληψη στους Αγιους Τόπους, στην Κωνσταντινούπολη και στο Αγιο Ορος, ενώ το 1901 παντρεύτηκε στην Αθήνα την Αγγελική Φουλάκη.
   Το 1921 έλαβε το εθνικό αριστείο των γραμμάτων και των τεχνών και τον Ιανουάριο του 1928 γίνεται πρόεδρος μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η ευχαριστήρια επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Ακαδημίας ήταν και η μόνη του επαφή, αφού δεν έλαβε μέρος σε καμία συνεδρία.
   Το 1929 στη Σκιάθο γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός και ονομάζεται Ανδρόνικος. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου αρρωσταίνει και πεθαίνει το μεσημέρι της 25ης Οκτωβρίου 1929. Στην κηδεία του που έγινε την επόμενη μέρα, το θερμό επικήδειο εκφώνησε ο Γ. Ρήγας. Ο Μωραϊτίδης καλλιέργησε όλα τα λογοτεχνικά είδη και το έργο του διαπνεόταν από ιδιαίτερο λυρισμό, βαθιά θρησκευτικότητα καθώς και από αγάπη προς τη Σκιάθο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σκιάθου


Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος

ΣΚΙΑΘΟΣ (Κωμόπολη) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
1851 - 1911
  Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα ο "Μετανάστης" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι", ενώ παράλληλα άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης.
   Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετερήδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην παρτίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία. Η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα και τον επικήδειο εκφώνησε ο Γ. Ρήγας. Στις 22 Νοεμβρίου 1912 τον τάφο του επισκέφτηκε η Μαρία Βοναπάρτη και το 1925 στήθηκε η προτομή του, έργο του Θ. Θωμόπουλου.
   Το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το οποίο είναι σήμερα διεθνώς αναγνωρισμένο, επηρεάστηκε άμεσα από το νησί στο οποίο γεννήθηκε και πέθανε, το νησί που αγάπησε και ύμνησε όσο κανένας άλλος, αλλά και από τους ανθρώπους του, τις πραγματικές ιστορίες των οποίων μετέφερε γράφοντας. Υπήρξε ένας άριστος μελετητής της ανθρώπινης ψυχολογίας και των ηθών της εποχής του. Με την απαράμιλλη και γεμάτη λυρισμό πένα του, έγραψε χωρίς αμφιβολία τα κορυφαία ηθογραφήματα της νεότερης Ελλάδας. Ετσι, το ονομά του μας παραπέμπει στο ν ησί του, αλλά παράλληλα, στο άκουσμα της λέξης "Σκιάθος", δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε το μεγάλο αυτό λογοτέχνη, που σφράγισε ανεξίτηλα το νησί του ακριβώς όπως αυτό σφράγισε το έργο του.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σκιάθου


Πολιτικοί

Νικόλαος Γκατζής

ΕΥΞΕΙΝΟΥΠΟΛΗ (Κωμόπολη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ
25/3/1939
Βουλευτής

Συγγραφείς

Δημητριάδης Επιφάνιος-Στέφανος

ΣΚΙΑΘΟΣ (Κωμόπολη) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
  Ο Επιφάνειος-Στέφανος Δημητριάδης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1760 και ανήκε σε αρχοντική οικογένεια του νησιού. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Σκιάθο και κατόπιν μαθήτευσε σε σχολεία του Πηλίου, των Αμπελακίων, της Κωνσταντινούπολης και των Παραδουνάβιων περιοχών. Αρχισε να εργάζεται στο Βουκουρέστι για τον ηγεμόνα Νικόλαο Μαυρογένη, μαζί με το Ρήγα Φεραίο. Ετσι οι δύο άνδρες έγιναν στενοί συνεργάτες και φίλοι. Η γνωριμία με μία φλογερή προσωπικότητα σαν αυτή του Ρήγα ήταν φυσικό να επηρεάσει βαθιά το ανήσυχο πνεύμα του Επιφάνειου Δημητριάδη.
   Το 1787 επέστρεψε στην Ελλάδα, καταρχάς στη στη Σκιάθο και κατόπιν στην Ύδρα και τον Πόρο, ενώ ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, την Κωνσταντινούπολη, τη Μολδαβία και το Βουκουρέστι. Το 1798 επανήλθε στη Σκιάθο, όπου και παντρεύτηκε. Το 1802 διορίστηκε βοεβόδας της Σκιάθου και το 1803-1805 βοεβόδας της Αλοννήσου. Η συνεισφορά του στις προεπαναστατικές κινήσεις των Βλαχάβα, Σταθά, Νικοτσάρα ήταν σημαντική. Το 1807 παραβρέθηκε στη Συνέλευση που έγινε στη Μονή Ευαγγελίστριας, όπου γνωρίστηκε με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Από το 1811 περιόδευε στην Ελλάδα διδάσκοντας. Η έναρξη της Επανάστασης τον βρήκε στην Κέα, απ' όπου επέστρεψε αμέσως στη Σκιάθο για να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του για την κάθοδο τους στον αγώνα. Το Σεπτέμβριο του 1821 τον συναντάμε να πολεμά στην άλωση της Τρίπολης, ενώ συνεχίζει να προσφέρει αδιάκοπα, ως την τελευταία του στιγμή στον αγώνα του Γένους τόσο τις στρατιωτικές του υπηρεσίες, όσο και τις διδασκαλικές του. Πέθανε το 1827 στη Σκιάθο.
   Ηταν πολυγραφότατος και καλλιέργησε όλα τα είδη του πεζού και ποιητικού λόγου. Από τα πολλά έργα του ο ίδιος έκδοσε μόνο δύο. Έγραφε με ευχέρεια τόσο την αρχαία όσο και τη νεοελληνική γλώσσα, ενώ γνώριζε ακόμα γαλλικά και ιταλικά. Κατείχε την ιστορία και είχε φιλοσοφική κατάρτιση και λογοτεχνική πνοή. Το διδασκαλικό του κήρυγμα το οποίο τροφοδοτούνταν από την ελληνομάθεια και το θερμό πατριωτισμό του, στάθηκε πραγματικά οδηγός για τον υπόδουλο ελληνισμό. Ο Επιφάνειος-Στέφανος Δημητριάδης είναι ένας σπουδαίος εκπρόσωπος του Ελληνικού Διαφωτισμού και ανήκει στους Διδάσκαλους του γένους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Σκιάθου


Δημητριάδης Γεώργιος (ο Αθηναίος)

1760 - 1824
Από τους πρωτοπόρους του νεοελληνικού θεάτρου

Νιρβάνας Παύλος

ΣΚΟΠΕΛΟΣ (Κωμόπολη) ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ
Επισκέψιμο το διατηρητέο σπίτι του στη γειτονιά του Αγιάννη.

Συνθέτες

Βαγγέλης Παπαθανασίου

ΒΟΛΟΣ (Πόλη) ΜΑΓΝΗΣΙΑ

Λοϊζος Μάνος

ΓΛΩΣΣΑ (Χωριό) ΣΚΟΠΕΛΟΣ
1937 - 1982
Αγάπησε και έζησε στη Γλώσσα πολλά καλοκαίρια.

Σχετικές με τον τόπο

Ρήγας Φεραίος

ΚΙΣΣΟΣ (Χωριό) ΖΑΓΟΡΑ-ΜΟΥΡΕΣΙ
Ρήγας Φεραίος(βλ.Βελεστίνο). Στο χωριό δίδαξε ως δάσκαλος τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Προτομή του υπάρχει στο χώρο του σχολείου.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ

ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ (Χωριό) ΒΟΛΟΣ
  Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε γύρω στα 1868 στη Βαρειά της Μυτιλήνης. Ταξιδεύοντας σε αναζήτηση δουλειάς φθάνει και στο Βόλο και το Πήλιο στα 1899 περίπου, όπου και παραμένει 30 χρόνια. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει μέσα στην πόλη του Βόλου, κυρίως σε καφενεία, ταβέρνες, χάνια και στα γύρω από το Βόλο χωριά, σε αρχοντικά, εκκλησίες και καταστήματα.
  Στη Μακρινίτσα ζωγραφίζει στο καφενείο, που φέρει το όνομά του και χρονολογείται από το 1910, στον ανατολικό τοίχο στα δεξιά της εισόδου μια τοιχογραφία διαστάσεων 3,15x2,50 με θέμα τον Κατσαντώνη στα Τζουμέρκα. Η ζωγραφική σύνθεση αναπαριστά ένα γλέντι του πρωτοκλέφτη Κατσαντώνη με τα παλικάρια του σε ένα ορεινό τοπίο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Κοινότητας Μακρινίτσας


Τύραννοι

Λυκόφρων 404-390 π.Χ.

ΦΕΡΕΣ (Αρχαία πόλη) ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΡΑΙΟΣ
Lycophron. A citizen of Pherae, where he put down the government of the nobles and established a tyranny. Aiming further at making himself master of the whole of Thessaly, he overthrew in a battle, with great slaughter (B. C. 404), the Larissaeans and others of the Thessalians, who opposed him, adherents, no doubt, of the Aleuadae. (Xen. Hell. ii. 3. 4.) Schneider (ad Xen. l. c.) conjectures that the troops and money obtained in the preceding year by Aristippus of Larissa from Cyrus the Younger were intended to resist the attempts of Lycophron (Xen. Anab. i. 1. 10). In B. C. 395, Medius of Larissa, probably the head of the Aleuadae, was engaged in war with Lycophron, who was assisted by Sparta, while Medius received succours from the opposite confederacy of Greek states, which enabled him to take Pharsalus. (Diod. xiv. 82.) Of the manner and period of Lycophron's death we know nothing. He was probably the father of Jason of Pherae.

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2006 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Ιάσων, 390-369 π.Χ.

Jason (Iason), tyrant of Pherae and Tagus of Thessaly, was probably the son of Lycophron, who established a tyranny on the ruins of aristocracy at Pherae, about the end of the Peloponnesian war, and aimed at dominion overall the Thessalians (Xen. Hell. ii. 3.4; Diod. xiv. 82). From this passage of Diodorus we know that Lycophron was still alive in B. C. 395, but we cannot fix the exact time at which Jason succeeded him, nor do we find anything recorded of the latter till towards the close of his life. Wyttenbach, however (ad Plut. Mor. p. 89, c.), may possibly be right in his conjecture that the Prometheus who is mentioned by Xenophon as engaged in struggles against the old aristocratic families of Thessaly, with the aid of Critias, was no other than Jason (Xen. Mem. i. 2.24, Hell. ii. 3.36). It is at least certain that the surname in question could not have been applied more appropriately. He not only adopted, but expanded the ambitious designs of Lycophron, and he advanced towards the fulfilment of his schemes ably, energetically, and unscrupulously. In B. C. 377 we find him aiding Theogenes to seize the Acropolis of Histiaea in Euboea, from which, however, the latter was afterwards dislodged by the Lacedaemonians under Therippidas or Herippidas (Diod. xv. 30). In B. C. 375 all the Thessalian towns had been brought under Jason's dominion, with the exception of Pharsalus, which had been entrusted by the citizens to the direction of Polydamas. Alcetas I., king of Epeirus, was associated with him rather as a dependent than an ally, and Thebes was leagued with him from enmity to Sparta, from which latter state, though it had supported Lycophron (Diod. xiv. 82), he held aloof, probably because of its connection with Pharsalus (Xen. Hell. vi. 2, 13), and also from the policy of taking the weaker side. He already kept in his pay 6000 picked mercenaries, with whose training he took personally the greatest pains; and if he could unite Thessaly under himself as Tagus, it would furnish him, in addition, with a force of 6000 cavalry and more than 10,000 foot. The neighbouring tribes would yield him a body of lightarmed troops, with which no others could cope. The Thessalian Penestae would effectually man his ships, and of these he would be able to build a far larger number than the Athenians, as he might calculate on possessing as his own the resources of Macedonia and all its ship-timber. If once therefore the lord of Thessaly, he might fairly hope to become the master of Greece; and when Greece was in his power, the weakness of the Persian empire, as shown especially by the retreat of the Ten Thousand and the campaigns of Agesilaus in Asia, opened to him an unbounded and glorious field of conquest (Xen. Hell. vi. 1. 4-12; comp. Isocr. ad Phil.; Diod. xv. 60; Val. Max. ix. 10). But the first step to be taken was to secure the dominion of Pharsalus. This he had the means of effecting by force, but he preferred to carry his point by negotiation, and accordingly, in a personal conference with Polydamas, he candidly set before him the nature and extent of his plans and his resources, represented to him that opposition on the part of Pharsalus would be fruitless, and urged him therefore to use his influence to bring over the town to submission, promising him the highest place, except his own, in power and dignity. Polydamas answered that he could not honourably accept his offer without the consent of Sparta, with which he was in alliance ; and Jason, with equal frankness, told him to lay the state of the case before the Lacedaemonians, and see whether they could adequately support Pharsalus against his power. Polydamas did so, and the Lacedaemonians replied that they were unable to give the required help, and advised him to make the best terms he could for himself and his state. Polydamas then acceded to the proposal of Jason, asking to be allowed to retain the citadel of Pharsalus for those who had entrusted it to him, and promising to use his endeavors to bring the town into alliance with him, and to aid [p. 555] him in getting himself chosen Tagus. Soon after this, probably in B. C. 374, Jason was elected to the office in question, and proceeded to settle the contingent of cavalry and heavy-armed troops which each Thessalian city was to furnish, and the amount of tribute to be paid by the perioikoi, or subject people. He also entered into an alliance with Amyntas II., king of Macedonia (Xen. Hell. vi. 1.2-19; Diod. xv. 60; Plut. Pol. Praec. 24, Reg. et Imp. Apoph. Epam. 13). In B. C. 373 Jason and Alcetas I., king of Epeirus, came to Athens, with which they were both in alliance at the time, to intercede on behalf of Timotheus, who was acquitted, on his trial, in a great measure through their influence (Dem. c. Tim.; Corn. Nep. Tim. 4). In B. C. 371, after the battle of Leuctra, the Thebans sent intelligence of it to Jason, as their ally, requesting his aid. Accordingly, he manned some triremes, as if he meant to go to the help of the Thebans by sea; and having thus thrown the Phocians off their guard, marched repidly through their country, and arrived safely at Leuctra. Here the Thebans were anxious that he should join them in pressing their victory over the enemy; but Jason (who had no wish to see Thebes any more than Sparta in a commanding position) dissuaded them, by setting forth the danger of driving the Lacedaemonians to despair. The latter he persuaded to accept a truce, which would enable them to secure their safety by a retreat, representing himself as actuated by a kindly feeling towards them, as his father had been on terms of friendship with their state, and he himself still stood to them in the relation of proxenus. Such is the account of Xenophon (Hell. vi. 4.20, &c.). According to that of Diodorus, Jason arrived before the battle, and prevailed on both parties to agree to a truce, in consequence of which the Spartan king, Cleombrotus, drew off his army; but Archidamus had been sent to his aid with a strong reinforcement, and the two commanders, having united their forces, returned to Boeotia, in defiance of the compact, and were then defeated at Leuctra (Diod. xv. 54). This statement, however, cannot be depended on. On his return through Phocis, Jason took Hyampolis and ravaged its land, leaving the rest of the country undisturbed. He also demolished the fortifications of the Lacedaemonian colony of Heracleia in Trachinia, which commanded the passage from Thessaly into southern Greece, evidently (says Xenophon) entertaining no fear of an attack on his own country, but wishing to keep open a way for himself should he find it expedient to march to the south (Xen. Hell. vi. 4.27; comp. Diod. xv. 57, who refers the demolition of Heracleia to B. C. 370). Jason was now in a position which held out to him every prospect of becoming master of Greece. The Pythian games were approaching, and he proposed to march to Delphi at the head of a body of Thessalian troops, and to preside at the festival. Magnificent preparations were made for this, and much alarm and suspicion appear to have been excited throughout Greece. The Delphians, fearing for the safety of the sacred treasures, consulted the oracle on the subject, and received for answer that the god himself would take care of them (Comp. Herod. viii. 36; Suid. s. v. emoi melesei tauta kai leukas korais). Jason, having made all his preparations, had one day reviewed his cavalry, and was sitting in public to give audience to all comers, when he was murdered by seven youths, according to Xenophon and Ephorus, who drew near under pretence of laying a private dispute before him. Two of the assassins were slain by the body guard, the rest escaped, and were received with honour in all the Grecian cities to which they came -a sufficient proof of the general fear which the ambitious designs of Jason had excited. The fact, however, that his dynasty continued after his death shows how fully he had consolidated his power in Thessaly (Xen. Hell. vi. 4.28-32). It does not clearly appear what motive his murderers had for the deed. Ephorus (ap. Diod. xv. 60) ascribed it to the desire of distinction, which seems to point to a strong political feeling against his rule; and this is confirmed by the anecdote of a former attempt to assassinate him, which accidentally saved his life by opening an impostume from which he was suffering, and on which his physicians had tried their skill in vain (Cic. de Nat. Deor. iii. 28; Val. Max. i. 8. Ext. 6; comp. Xen. Hell. vi. 1.14; Diod. xv. 57). Valerius Maximus (ix. 10, Ext. 2) tells us that the youths who murdered him were excited by revenge because they had been punished with blows for an assault on one Taxillus, a gymnasiarch. According to Diodorus (xv. 60), some accounts mentioned Jason's own brother and successor, Polydorus, as his murderer.
  An insatiable appetite for power -to use his own metaphor- was Jason's ruling passion (Arist. Pol. iii. 4, ed. Bekk. ephe peinein hote me turannoi); and to gratify this, he worked perseveringly and without the incumbrance of moral scruples, by any and every means. With the chief men in the several states of Greece, as e. g. with Timotheus and Pelopidas (Plut. Pelop. 28), he cultivated friendly relations; and the story told by Plutarch and Aelian of the rejection of his presents by Epaminondas, shows that he was ready to resort to corruption, if he saw or thought he saw an opportunity. (Plut. de Gen. Soc. 14, Apoph. Reg. et Imp. Epam. 13; Ael. V. H. xi. 9). We find also on record a maxim of his, that a little wrong is justifiable for the sake of a great good (Arist. Rh/et. i. 12.31; Plut. Pol. Praec. 24). He is represented as having all the qualifications of a great general and diplomatist--as active, temperate, prudent, capable of enduring much fatigue, and no less skilful than Themistocles in concealing his own designs and penetrating those of his enemies (Xen. Hell. vi. 1.6; Diod. xv. 60; Cic. de Off. i. 30). Pausanias tells us that he was an admirer of the rhetoric of Gorgias; and among his friends he reckoned Isocrates, whose cherished vision of Greece united against Persia made him afterwards the dupe of Philip (Paus. vi. 17; Isocr. Ep. ad Jas. Fil.).

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Jan 2006 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Jason of Pherai (d. 370 BC). Ruler of Thessaly, who was the son of the tyrant of Pherai (just north of Volos). When his father died in 380 BC he succeeded him, and took control of the whole of Thessaly with his 6000 mercenaries.
  The situation in Thessaly was then infested with constant battles between the various aristocratic families of the area, and Jason found support from Athens and Thebes. When Thebes had defeated the Spartans at the battle of Leuctra Jason intermediated so that the Spartan army could go home.
  He wanted to create a state of hegemony in Greece, and had the strongest military power of his time, with 20 000 foot soldiers and a cavalry of 8000. He also built a fleet and planned a pan-Hellenic attack on the Persians.
  In 370 BC he wanted to lead the Pythian Games but a group of young Thessalian aristocrats murdered him. Philip II of Macedonia was to continue his plans.

This text is cited Sept 2003 from the In2Greece URL below.


Αλέξανδρος 369-358 π.Χ.

Alexander (Alexandros), tyrant of Pherae. The accounts of his usurpation vary somewhat in minor points; Diodorus (xv. 61 ) tells us that, on the assassination of Jason, B. C. 370, Polydorus his brother ruled for a year, and was then poisoned by Alexander, another brother. According to Xenophon (Hell. vi. 4.34), Polydorus was murdered by his brother Polyphron, and Polyphron, in his turn, B. C. 369, 1 by Alexander--his nephew, according to Plutarch, who relates also that Alexander worshipped as a god the spear with which he slew his uncle (Plut. Pelop). Alexander governed tyrannically, and according to Diodorus, differently from the former rulers, but Polyphron, at least, seems to have set him the example. The Thessalian states, however, which had acknowledged the authority of Jason the Tagus (Xen. Hell. vi. 1.4, 5, &c.; Diod. xv. 60), were not so willing to subinit to the oppression of Alexander the tyrant, and they applied therefore (and especially the old family of the Aleuadae of Larissa, who had most reason to fear him) to Alexander, king of Macedon, son of Amyntas II. The tyrant, with his characteristic energy, prepared to meet his enemy in Macedonia, but the king anticipated him, and, reaching Larissa, was admitted into the city, obliged the Thessalian Alexander to flee to Pherae, and left a garrison in Larissa, as well as in Cranon, which had also come over to him (Diod. xv. 61). But the Macedonian having retired, his friends in Thessaly, dreading the vengeance of Alexander, sent for aid to Thebes, the policy of which state, of course, was to check a neighbour who might otherwise become so formidable, and Pelopidas was accordingly despatched to succour them. On the arrival of the latter at Larissa, whence according to Diodorus (xv. 67) he dislodged the Macedonian garrison, Alexander presented himself and offered submission; but soon after escaped by flight, alarmed by the indignation which Pelopidas expressed at the tales he heard of his cruelty and tyrannical profligacy. These events appear to be referable to the early part of the year 368. In the summer of that year Pelopidas was again sent into Thessaly, in consequence of fresh complaints against Alexander. Accompanied by Ismenias, he went merely as a negotiator, and without any military force, and venturing incautiously within the power of the tyrant, was seized by him and thrown into prison (Diod. xv. 71; Plut. Pelop; Polyb. viii. 1). The language of Demosthenes (c. Aristocr.) will hardly support Mitford's inference, that Pelopidas was taken prisoner in battle. The Thebans sent a large army into Thessaly to rescue Pelopidas, but they could not keep the field against the superior cavalry of Alexander, who, aided by auxiliaries from Athens, pursued them with great slaughter; and the destruction of the whole Theban army is said to have been averted only by the ability of Epaminondas, who was serving in the campaign, but not as general.
  The next year, 367, was signalized by a specimen of Alexander's treacherous cruelty in the massacre of the citizens of Scotussa; and also by another expedition of the Thebans under Epaminondas into Thessaly, to effect the release of Pelopidas. According to Plutarch, the tyrant did not dare to offer resistance, and was glad to purchase even a thirty days' truce by the delivery of the prisoners. During the next three years Alexander would seem to have renewed his attempts against the states of Thessaly, especially those of Magnesia and Phthiotis, for at the end of that time, B. C. 364, we find them again applying to Thebes for protection against him. The army appointed to march under Pelopidas is said to have been dismayed by an eclipse (June 13, 364), and Pelopidas, leaving it behind, entered Thessaly at the head of three hundred volunteer horsemen and some mercenaries. A battle ensued at Cynoscephalae, wherein Pelopidas was himself slain, but defeated Alexander; and this victory was closely followed by another of the Thebans under Malcites and Diogiton, who obliged Alexander to restore to the Thessalians the conquered towns, to confine himself to Pherae, and to be a dependent ally of Thebes. (Plut. Pel.; Diod. xv. 80; comp. Xen. Hell. vii. 5.4)
  The death of Epaminondas in 362, if it freed Athens from fear of Thebes, appears at the same time to have exposed her to annoyance from Alexander, who, as though he felt that he had no further occasion for keeping up his Athenian alliance, made a piratical descent on Tenos and others of the Cyclades, plundering them, and making slaves of the inhabitants. Peparethus too he besieged, and " even landed troops in Attica itself, and seized the port of Panormus, a little eastward of Sunium." Leosthenes, the Athenian admiral, defeated him, and relieved Peparethus, but Alexander delivered his men from blockade in Panormus, took several Attic triremes, and plundered the Peiraeeus (Diod. xv. 95; Polyaen. vi. 2; Demosth. c. Polycl.).
  The murder of Alexander is assigned by Diodorus to B. C. 367. Plutarch gives a detailed account of it, containing a lively picture of a semibarbarian palace. Guards watched throughout it all the night, except at the tyrant's bedchamber, which was situated at the top of a ladder, and at the door of which a ferocious dog was chained. Thebe, the wife and cousin of Alexander, and daughter of Jason, concealed her three brothers in the house during the day. caused the dog to be removed when Alexander had retired to rest, and having covered the steps of the ladder with wool, brought up the young men to her husband's chamber. Though she had taken away Alexander's sword, they feared to set about the deed till she threatened to awake him and discover all : they then entered and despatched him. His body was cast forth into the streets, and exposed to every indignity. Of Thebe's motive for the murder different accounts are given. Plutarch states it to have been fear of her husband, together with hatred of his cruel and brutal character, and ascribes these feelings principally to the representations of Pelopidas, when she visited him in his prison. In Cicero the deed is ascribed to jealousy. (Plut. Pel.; Diod. xvi. 14; Xen. Hell. vi. 4.37; Cic. de Off. ii. 7. See also Cic. de Inv. ii. 49, where Alexander's murder illustrates a knotty point for special pleading; also Aristot. ap. Cic. de Div. i. 25 ; the dream of Eudemus.)

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Λυκόφρων 355-352 π.Χ.

Lycophron. A son, apparently, of Jason, and one of the brothers of Thebe, wife of Alexander, the tyrant of Phlerae, in whose murder he tool part together with his sister and his two brothers, Tisiphonus and Peitholaus. On Alexander's death the power appears to have been wielded mainly by Tisiphonus, though Diodorus says that he and Lycophron made themselves joint-tyrants, with the aid of a mercenary force, and maintained their ascendancy by cruelty and violence. (Xen. Hell. vi. 4. 37; Con. Narr. 50; Diod. xvi. 14; Plut. Pel. 35; Clint. F. H. vol. ii. App. Ch. 15). In B. C. 352, by which time it seems that Tisiphonus was dead, Philip of Macedon, on the application of the Aleuadae and their party, advanced into Thessaly against Lycophron, who was now chief ruler. The latter was aided by the Phocians, at first under Phayllus, without success, and then with better fortune under Onomarchus, who defeated Philip in two battles and drove him back into Macedonia ; but soon after Philip entered Thessaly again, and Onomarchus, having also returned front Boeotia to the assistance of Lycophron, was defeated and slain. Lycophron, and his brother Peitholaus, being now left without resource, surrendered Pherae to Philip and withdrew from Thessaly with 2000 mercenaries to join their Phocian allies under Phayllus. An antithetic sarcasm, quoted by Aristotle, seems to imply that they did not give their services for nothing. In the hostilities between Sparta and Megalopolis, in this same year (B. C. 352), we find among the forces of the former 150 of the Thessalian cavalry, who had been driven out from Pherae with Lycophron and Peitholaus. (Diod. xvi. 35-37, 39; Paus. x. 2; Just. viii. 2; Dem. Olynth. ii.; Isocr. Phil.; Arist. Rhet. iii. 9. 8). From the downfall of Lycophron to the battle of Cynoscephalae, in B. C. 197, Thessaly continued dependent on the kings of Macedonia.

This text is from: A dictionary of Greek and Roman biography and mythology, 1873 (ed. William Smith). Cited Oct 2006 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Φιλικής Εταιρείας μέλη

Κομμητάς Στέφανος

ΚΩΦΟΙ (Χωριό) ΑΛΜΥΡΟΣ
1770 - 1830
Λόγιος κληρικός , δάσκαλος και δεινός αντίπαλος του Κοραή.

Φιλόσοφοι

Ellopion

ΠΕΠΑΡΗΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΣΚΟΠΕΛΟΣ
Ellopion, of Peparethus, a Socratic philosopher, who is mentioned only by Plutarch (De Gen. Socrat.)

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ