Εμφανίζονται 33 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία στην ευρύτερη περιοχή: "ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ Επαρχία ΑΡΚΑΔΙΑ" .
ΟΡΕΣΘΕΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΒΑΛΤΕΤΣΙ
Κατά την επίθεσή τους κατά της Αρκαδίας οι Λακεδαιμόνιοι εισέβαλαν στη Φιγαλεία, νίκησαν τους κατοίκους της σε μάχη και άρχισαν πολιορκία. Οταν το τείχος κινδύνευε να κυριευτεί οι Φιγαλείς, οι οποίοι είτε απέδρασαν είτε έφυγαν υπόσπονδοι στους Λακεδαιμόνιους, ζήτησαν χρησμό στους Δελφούς για την απελευθέρωση της πόλης τους. Ο χρησμός που τους δόθηκε όριζε ότι η Φιγαλεία θα ελευθερωνόταν μόνο αν πολεμούσαν και σκοτώνονταν εκατό διαλεχτοί Ορεσθάσιοι. Η βεβαιότητα του θανάτου δεν πτόησε τους Ορεσθάσιους, οι οποίοι πολέμησαν με ενθουσιασμό εναντίων των Λακεδαιμονίων και πράγματι σκοτώθηκαν όλοι, έτσι όμως εκπληρώθηκε ο χρησμός και ελευθερώθηκε η Φιγαλεία (Παυσ. 8,39,3-5).
ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΤΡΙΠΟΛΗ
Ο Αντωνίνος Α΄ ή Παλαιότερος, όπως τον ονομάζει ο Παυσανίας, έκανε το Παλλάντιο πόλη από κώμη που ήταν και παραχώρησε στους κατοίκους του ελευθερία και απαλλαγή από τους φόρους (Παυσ. 8,43,1). Αλλά και σε άλλες ελληνικές πόλεις φέρθηκε καλά, ανοικοδομώντας κάποιες που γκρεμίστηκαν από σεισμούς και προσφέροντας χρηματική βοήθεια σε όσες είχαν ανάγκη. Εμεινε επίσης γνωστός και για άλλο ένα μέτρο που πήρε με γνώμονα το συμφέρον των πολιτών: Μέχρι την εποχή του, όσοι Ελληνες ήταν Ρωμαίοι πολίτες αλλά τα παιδιά τους θεωρούνταν Ελληνες δεν είχαν δικαίωμα ν' αφήσουν σ' αυτά την περιουσία τους, η οποία περιερχόταν σε ξένους ή στα ταμεία του κράτους. Ο Αντωνίνος Α΄ επέτρεψε σ' αυτούς τους πολίτες ν' αφήνουν την περιουσία τους στα παιδιά τους, δείχνοντας περισσότερο φιλανθρωπία παρά ενδιαφέρον για συσσώρευση πλούτου στα ταμεία του κράτους (Παυσ. 8,43,4-5).
ΤΕΓΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Tεγεάτες λέγανε ότι παλιά Τεγέα λεγόταν η περιοχή στην οποία υπήρχαν 8 κοινότητες: οι Γαρεάται, οι Φυλακείς, οι Καρυάται, οι Κορυθείς, οι Πωταχίδαι, οι Οιάται, οι Μανθυρείς και οι Εχευήθεις. Οταν έγινε βασιλιάς ο Αφείδας προστέθηκαν και οι Αφείδαντες (Παυσ. 8,45,1-2).
ΒΑΛΤΕΤΣΙ (Χωριό) ΑΡΚΑΔΙΑ
Αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς
στάθηκε η μάχη του Βαλτετσίου (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των
τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τρίπολη.
Ο Μουσταφά Μπέης επικεφαλής ισχυρής τουρκικής δύναμης κατέβηκε από την Ηπειρο
για να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα και να ενισχύσει την πολιορκημένη πόλη.
Κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε
στο δρόμο του, πυρπόλησε τη Βοστίτσα,
έλυσε την πολιορκία του Αργους
και της Ακροκορίνθου και
τελικά μπήκε στην πολιορκημένη πόλη στις 6 Μαΐου του 1821. Ο Κολοκοτρώνης επέτρεψε
στον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους
μέσα στην πόλη.
Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούμενη πόλη ο
Θ. Κολοκοτρώνης ίδρυσε στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι, αντιλαμβανόμενος
τη στρατηγική σημασία της περιοχής, Εκεί συγκεντρώθηκαν οι περισσότερες οργανωμένες
επαναστατικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ.
Μαυρομιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς.
Για την άμυνα του στρατοπέδου φτιάχτηκαν και οργανώθηκαν ταμπούρια στους γύρω
λόφους και εγκαταστάθηκε φρουρά.
Στις 24 Απριλίου ο Μουσταφά Μπέης επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000
ανδρών επέδραμε στο Βαλτέτσι, στοχεύοντας να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να
αιφνιδιάσει τους συγκεντρωμένους αγωνιστές. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου,
αμύνθηκαν ηρωϊκά. Οι Τούρκοι όμως κυρίευσαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη μερική
διάλυση του στρατοπέδου, και μάλιστα κυρίευσαν μερικά ζώα του εφοδιασμού όπως
και προμήθειες του ελληνικού σώματος. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά
του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυρομιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας
με ισχυρό σώμα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, με αποτέλεσμα αυτοί να τραπούν
σε άτακτη φυγή. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα τουρκικά σώματα μέχρι
τη Μάκρη.
Αμέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτήθηκε γρήγορα κάτω από την άμεση επίβλεψη
του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος ενίσχυσε και οργάνωσε τις σκοπιές, την επιμελητεία
και τα ταμπούρια και τοποθέτησε φρουρά 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κυρ. Μαυρομιχάλη.
Στη συνέχεια κατέφθασαν στο Βαλτέτσι προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώματα από
τις γύρω περιοχές.
Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάμπεης επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης 10.000
Τουρκαλβανών αποφάσισε να ξαναχτυπήσει τους Ελληνες στο Βαλτέτσι. Χώρισε τις δυνάμεις
του σε πέντε τμήματα. Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη
θέση Καλογερικό) και τις Αραχαμίτες,
ένα έμεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που
θα κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων
και μια οπισθοφυλακή εφοδιασμένη με κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή
του Βαλτετσίου. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο στρατόπεδο από δύο κατευθύνσεις αλλά
οι ελληνικές δυνάμεις αντιστάθηκαν ηρωικά από τα ταμπούρια. Κάποια στιγμή κατέφθασε
ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι
με 700 άνδρες και πλαγιοκόπησε με επιτυχία τους Τούρκους. Μάλιστα, αψηφώντας ο
ίδιος τον κίνδυνο, κατάφερε να σπάσει το κλοιό και να εισέλθει στο στρατόπεδο
για να εμψυχώσει τους υπερασπιστές. Στη συνέχεια κατέφθασε και ο Πλαπούτας με
800 άνδρες, ο οποίος από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς
το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε
έγκαιρα.
Η μάχη αυτή κράτησε 23 ώρες, οπότε οι Τούρκοι αποφάσισαν να υποχωρήσουν
όταν πληροφορήθηκαν ότι καταφθάνουν ελληνικές δυνάμεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων.
Αυτό όμως το αντελήφθηκε ο Κολοκοτρώνης και διέταξε γενική αντεπίθεση. Με την
επίθεση των Ελλήνων μαχητών, η αρχική υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων μετατράπηκε
σε άτακτη φυγή. Οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους Ελληνες κατευθύνθηκαν προς την
Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πολλοί πετώντας τα όπλα τους
για να καθυστερήσουν τους Ελληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους.
Μετά από 23 ώρες μάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι
υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 600 νεκροούς και πολλούς τραυματίες. Οι Ελληνες
είχαν ελάχιστες - μόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυματίες - ενώ κυρίευσαν πολλά όπλα
και πολεμοφόδια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Η μάχη αυτή σε συνδυασμό
με τις άλλες νικηφόρες μάχες πού δόθηκαν στην περιοχή (Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών
και Λεβιδίου), δυνάμωσε το ηθικό των επαναστατών και έμελε να προετοιμάσει την
άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να μην ξαναβγούν από την πολιορκούμενη
πόλη.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών
ΔΙΠΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΦΑΛΑΝΘΟΣ
Στη Διπαία οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν τους Αρκάδες πλην των Μαντινέων, οι οποίοι δεν πήραν μέρος στη μάχη (Παυσ. 3.11.7, 8.8.6).
ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Stalemate after the Battle of Mantinea
The alliances of the various city-states shifted often in the repeated
conflicts that took place in Greece during these early decades of the fourth century
B.C. The threat from Thessaly faded with Jason's murder in 370 B.C., and the former
enemies Sparta and Athens momentarily allied against the Thebans in the battle
of Mantinea in the Peloponnese in 362 B.C. Thebes won the battle but lost the
war when its great leader Epaminondas fell at Mantinea and no credible replacement
for him could be found. The Theban quest for dominance in Greece was over. Xenophon
adroitly summed up the situation after 362 B.C. with these closing remarks from
the history that he wrote of the Greeks in his time (Hellenica ): "Everyone
had supposed that the winners of this battle would be Greece's rulers and its
losers their subjects; but there was only more confusion and disturbance in Greece
after it than before". The truth of his analysis was confirmed when the naval
alliance led by Athens dissolved in the mid-350s B.C. in a war among the leader
and the allies. All the efforts of the various major Greek states to extend their
hegemony over mainland Greece in this period therefore ended in failure. By the
mid 350s B.C., no Greek city-state had the power to rule more than itself on a
consistent basis. The struggle for supremacy in Greece that had begun eighty years
earlier with the outbreak of the Peloponnesian War had finally ended in a stalemate
of exhaustion that opened the way for a new power-- the kingdom of Macedonia.
This text is from: Thomas Martin's An Overview of Classical Greek History from Homer to Alexander, Yale University Press. Cited Sep 2002 from Perseus Project URL below, which contains bibliography & interesting hyperlinks.
ΣΚΟΠΗ (Χωριό) ΤΡΙΠΟΛΗ
Πολέμησαν οι Μαντινείς, οι Αθηναίοι και οι Αργείοι εναντίον των Λακεδαιμονίων του Αγι (Παυσ. 8,8,6). Στη μάχη αυτή, που ο Θουκυδίδης τη χαρακτηρίζει τη μεγαλύτερη απ' όσες είχαν γίνει ανάμεσα σε Ελληνες για χρόνια, νίκησαν οι Λακεδαιμόνιοι (Θουκ. 5,74,1).
Η ιππομαχία που ο Παυσανίας λέει ότι έγινε μέσα στο δάσος Πέλαγος πρέπει να έγινε στον ανοικτό παρά τη Σκοπή χώρο, γιατί το Πέλαγος δεν έφτανε ως τη Σκοπή (Εκδ. Αθηνών, Παυσανίου Περιήγησις, τόμος 4, σελ. 215, σημ. 1). Τη μάχη περιγράφει αναλυτικά ο Ξενοφών (Ξενοφ. Ελλ. 7,5,15 κπ).
ΤΕΓΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Λακεδαίμονες με αρχηγό το Χάριλλο και έχοντας παρανοήσει χρησμό εξεστράτευσαν με μεγάλη σιγουριά κατά της Τεγέας παίρνοντας μαζί τους και "πέδες" για να δέσουν τους Τεγεάτες που θα έπιαναν αιχμαλώτους. Στη μάχη που δόθηκε νίκησαν οι Tεγεάτες και μετά έδεσαν με τις πέδες τους Σπαρτιάτες αιχμαλώτους και τους έβαλαν δέσμιους να καλλιεργούν τα χωράφια τους (Εκδ. Αθηνών, Παυσανίου Περιήγησις, τόμ. 2, σελ. 323, σημ. 2). Ο Παυσανίας είδε στο Ναό της Αθηνάς Αλέας τις σκουριασμένες πια πέδες , που τις είχαν αναθέσει (Παυσ. 8,47,2).
...When the Lacedaemonians heard the oracle reported, they left the other Arcadians alone and marched on Tegea carrying chains, relying on the deceptive oracle. They were confident they would enslave the Tegeans, but they were defeated in battle.Those taken alive were bound in the very chains they had brought with them, and they measured the Tegean plain with a rope by working the fields. The chains in which they were bound were still preserved in my day, hanging up at the temple of Athena Alea.
ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Λακεδαιμόνιοι με βασιλιά τον Αγησίπολι νίκησαν σε μάχη τους Μαντινείς, οι οποίοι κλείστηκαν μέσα στα τείχη της πόλης. Ο Αγησίπολις δεν μπόρεσε να τους αναγκάσει με άλλο τρόπο να ρίξουν τα τείχη, γι’ αυτό έκανε το εξής: έφραξε την έξοδο του ποταμού Οφεως από την πόλη, με αποτέλεσμα να πάρουν νερό και να αρχίσουν να υποχωρούν τα τείχη, που ήταν φτιαγμένα με πλιθιά. Τότε οι Μαντινείς αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο Αγησίπολις άφησε ένα μικρό μέρος της πόλης να κατοικείται, το υπόλοιπο όμως το κατεδάφισε και υποχρέωσε τους κατοίκους να διαλύσουν την ενιαία πόλη και να φτιάξουν πάλι ξεχωριστές κώμες, όπως πριν τον πρώτο συνοικισμό της Μαντίνειας. Οι κάτοικοι επέστρεψαν στην πόλη μετά τη μάχη των Λεύκτρων, με τη βοήθεια των Θηβαίων (Παυσ. 8,8,7-10).
Οταν οι Μαντινείς επέστρεψαν στην πόλη τους μετά τη μάχη των Λεύκτρων συμμάχησαν με τους Σπαρτιάτες. Αρχικά ο Αρατος τους επανέφερε με τη βία στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Εκείνοι όμως τον νίκησαν και ξαναπροσχώρησαν στους Λακεδαιμόνιους, μέχρι που ο Αντίγονος Δώσων κατέλαβε και λεηλάτησε τη τη Μαντίνεια, στην οποία έφερε νέους κατοίκους από το Αργος και από αλλού. Οι νέοι αυτοί Μαντινείς δέχτηκαν τον Αντίγονο ως οικιστή τους και ονόμασαν την πόλη Αντιγόνεια. Το όνομα Μαντίνεια το επανέφερε ο αυτοκράτορας Αδριανός δέκα γενιές αργότερα (Παυσ. 8,8,11-12).
ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Η ιστορική ζωή της περιοχής της Μαντινείας ευνοήθηκε από την ιστορική
διαμόρφωση του εδάφους του όλου χώρου από την αρχαιότητα ακόμα. Η φυσική αυτή
διευθέτηση της γης (φυσικοί φραγμοί) ιστορικά επέδρασε επί του διαχωρισμού της
ιδιοκτησίας και επί των ηθών. Αγρια η ιδιοσυγκρασία των κατοίκων εμπόδισε την
υποταγή στις γνωστές, για τους υπόλοιπους Έλληνες πολιτικές μορφές και διατήρησε
ένα ανόθευτο, γνήσιο, με έντονο και μοναδικό χρώμα πνευματικό παρελθόν. Η Μαντινεία
ήταν γνωστή κατά τα χρόνια της προϊστορίας και ο Όμηρος την αναφέρει σαν "πολυάμπελος
χώρα". Πρώτος βασιλιάς της περιοχής ο Πελασγός και η χώρα ονομάστηκε Πελασγία.
Αργότερα ενώθηκαν σε πόλεις της Αρκαδίας, οι σημαντικότερες ήσαν: η Τεγέα, ο Ορχομενός,
ο Φενεός και η Μαντινεία.
Η ένδοξη αυτή αρκαδική πόλη που στις Περιηγήσεις του ο Παυσανίας επιδεικνύει
τον πλούτο της, σε θρησκευτικό βίο, σε έργα τέχνης, σε πνευματική κίνηση, κτίστηκε
αρχικά στο λόφο "Γκορτσούλι" από τον Μαντινέα έναν από τους τριάντα γιούς του
Λυκάωνα (γιό του Πελασγού). Κατά τον Παυσανία αποτελούνταν από πέντε χωριά: Μελάγγεια,
Νεστάνη, Μαιρά, Ελισφάσιοι και Πετρόσακα και περιελάμβαναν: η πρώτη το λόφο Αγχισία,
η δεύτερη την περιοχή με κέντρο το ιερό του Ιππίου Ποσειδώνα, η τρίτη την περιοχή
του σημερινού Κάψια με τις ορεινές περιοχές μέχρι το Μεθύδριο, η τέταρτη στις
περιοχές της Νεστάνης και η πέμπτη την περιοχή προς το όρος Μαίναλο. Οι κάτοικοι
ήταν διασκορπισμένοι σε πέντε Δήμους με κέντρο την "Πτόλι".
Οι επιδρομές ανάγκασαν τους κατοίκους να συνενωθούν υπό την ηγεσία της Αντινόης, κόρη του Κηφέα (γιου του βασιλιά της Τεγέας Αλέου) και να εγκατασταθούν στην πεδιάδα εκεί που βρίσκονται σήμερα τα ερείπια της αρχαίας πόλης (σημερινή Παλαιόπολη). Κατά τη μυθολογία η Αντινόη επέλεξε το χώρο ακολουθώντας ένα φίδι , για αυτό ονομάστηκε ο ποταμός που περιβάλλει την πόλη "Όφις ποταμός".
Στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου αν και πολλές φορές βάδισε
εναντίον της η ισχυρή Σπάρτη που επιβουλεύονταν την ύπαρξή της επιβίωσε και γνώρισε
νέα ακμή. Συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία της Αρκαδικής Συμπολιτείας. Λόγω προστριβών
αποχώρησε και συμμάχησε με τη Σπάρτη. Τότε βάδισε εναντίον της η Θήβα με τους
συμμάχους της το 362 π.Χ. στη μάχη της Μαντινείας. Οι Θηβαίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες
αλλά σκοτώθηκε ο αρχηγός τους Επαμεινώνδας, μεγάλος πολιτικός και στρατιωτικός
ηγέτης. Ο Επαμεινώνδας έχει θαφτεί στην περιοχή και ο τάφος δεν έχει βρεθεί .
Στην περιοχή της αρχαίας Νέστανης λατρεύονταν ιδιαίτερα ο Ίππιος Ποσειδώνας
θεός χθόνιος και η Δήμητρα θεά της βλάστησης και της καρποφορίας.
Οι Φράγκοι κυρίευσαν την περιοχή το 1205 και τη χώρισαν σε πέντε επαρχίες (βαρονίες). Ίδρυσαν αρκετά φρούρια για την ασφάλειά τους. Σημαντικότερο ήταν αυτό του υψώματος Γουλά πάνω από την Νεστάνη. Το 1330 οι Βυζαντινοί με τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο ανέκτησαν από τους Φράγκους ολόκληρη την Αρκαδία. Το 1458 κυρίευσαν την περιοχή οι Τούρκοι.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μαντινείας
ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ (Αρχαία πόλη) ΛΕΒΙΔΙ
Προϊστορική Περίοδος
Η πόλη των Μινυών
Εστία μύθου, ιστορίας και πολιτισμού υπήρξε ο Ορχομενός. Τυλιγμένος
με τους ωραιότερους μύθους και πολύχρυσος, όπως και οι Μυκήνες,
διέγραψε φωτεινή τροχιά στα προϊστορικά και τα πρώτα ιστορικά χρόνια της Ελλάδας,
που μαρτυρούν και επιβεβαιώνουν όχι μόνο τα αρχαία κείμενα, αλλά και τα αρχαιολογικά
ευρήματα.
Χτισμένος αρχικά στην πεδιάδα στο βορειοδυτικό άκρο της Κωπαίδας,
μεταφέρθηκε αργότερα, για τον κίνδυνο από πλημμύρες, στα ριζά και στα πλάγια του
Υφάντειου λόφου, όπως ονομάζεται η ανατολική άκρη του βουνού Ακόντιο.
Από τη νεολιθική εποχή και την εποχή του χαλκού, πολύ πριν δηλαδή από τον Τρωϊκό
πόλεμο, αποτελούσε μια από τις πλουσιότερες, πολυανθρωπότερες και ισχυρότερες
πόλεις της Ελλάδας χάρη στην "πολύνερη και εύφορη" γη της, στην καλή
της οχύρωση και στη γεωγραφική της θέση. Βρισκόταν πάνω στο δρόμο της Κρίσας,
των Δελφών και
της Αυλίδας, απ'
όπου διεξαγόταν τότε, το διαμετακομιστικό εμπόριο της κεντρικής Ελλάδας, γι' αυτό
και εξελίχτηκε σε πόλη πολιτισμού, πλούτου και χλιδής.
Στην πόλη του Ορχομενού υπήρχαν ναοί των Τριών Χαρίτων, του Διονύσου,
του Δία, του Ηρακλή, του Απόλλωνα, του Ασκληπιού και της Αφροδίτης της Αργυννίδος.
Εκτός από τον θολωτό τάφο του Μινύα, έδειχναν επίσης με καμάρι οι Ορχομένιοι τους
τάφους του Ησίοδου, του Ακταίωνα και του Ασκάλαφου και Ιάλμενου (αρχηγοί των Ορχομενίων
στον Τρωϊκό πόλεμο).
Η "αυτοκρατορία" του προϊστορικού Ορχομενού.
Το προϊστορικό κράτος του Ορχομενού, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη,
κατείχε αρχικά τις γειτονικές του πόλεις:
Τεγύρα,
Ασπληδόνα, Αλμωνες,
Ύηττο, Κύρτωνες,
Κορσεία, Αλές
και Λάρυμνα αλλά
κατά καιρούς κυριάρχησε και στη Χαιρώνεια,
τη Λιβαδειά, την Κορώνεια,
την Αλίαρτο, τη
Θήβα και σ' όλη
τη Βοιωτία κι ακόμα μέχρι τα νοτιοανατολικά της Θεσσαλίας με κέντρο εκεί την Ιωλκό.
Η κυριαρχία του Ορχομενού απλώθηκε και στα νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου όπου,
κατά τον Παυσανία, ο βασιλιάς της Πύλου
Νηλεύς πήρε γυναίκα την Ορχομένια Χλώρι, κόρη του Αμφίονος του Ιασίου, μητέρα
του Νέστορα του ξακουστού για τη σύνεση και την ευγλωττία του, ήρωα του Τρωϊκού
πολέμου. Από τα αρχεία των Χετταίων, ενός λαού που κυριάρχησε στην Ασία για τρεις
αιώνες, και τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές του 1906-1912 στο Βογάζ-Κιόϊ της
Καπαδοκίας από γερμανική αρχαιολογική αποστολή, επιβεβαιώθηκε το ότι:
ο Ορχομενός είχε γεμίσει με αποικίες τα νότια παράλια του Αιγαίου και της Μ. Ασίας
από τον 14ο π.Χ. αιώνα.
Η μεγαλύτερη προϊστορική ναυτική δύναμη.
Πιστεύεται ότι ο Ορχομενός υπήρξε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της
κεντρικής Ελλάδας από το 2000 π.Χ. μέχρι το 1200 π.Χ. με απόγειο της ακμής του
στα 1400 π.Χ., και ότι αυτός υπήρξε ο ιδρυτής της πιο αρχαίας ναυτικής συμπολιτείας
της Καλαβρίας (του
Πόρου) στην οποία συμμετείχαν η Επίδαυρος,
η Ερμιόνη, η Αίγινα,
η Αθήνα, οι Πρασιές,
η Ναυπλία και
η Καλαβρία.
Η συμμετοχή του Ορχομενού σ' αυτή τη ναυτική συμπολιτεία βεβαιώνει
ότι η ακτινοβολία του έφτανε κι ως τον Ελλήσποντο και τη Μαύρη Θάλασσα, κι αυτό
γιατί οι μύθοι του Φρίξου και της Έλλης όπως και της Αργοναυτικής εκστρατείας
αποτελούν απόηχο των "αναμφισβήτητων ναυτικών επιχειρήσεων των Μινυών του
Ορχομενού" κατά τον ιστορικό μας Παπαρρηγόπουλο.
Ο χαρακτήρας του Μινυακού πολιτισμού.
Από την άποψη πολιτισμού ο χαρακτήρας του Μινυακού πολιτισμού θεωρείται
κρητομυκηναϊκός και ένας από τους πιο πρωτοποριακούς της Ευρώπης. Εκτός από τη
συγγένεια των ονομάτων (Μινύας - Μίνωας) αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν στενή
συνάφεια Ορχομενού και Κνωσσού.
Βρέθηκαν και στον Ορχομενό συμβολικές κεφαλές και γλυπτές παραστάσεις ταύρων όπως
στην Κνωσσό. Η είσοδος του θολωτού τάφου του Μινύα εξάλλου παρουσιάζει πολλές
ομοιότητες με την πύλη των Λεόντων των Μυκηνών.
Ομηρική Περίοδος
Στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου (1194 -1184 π.Χ. κατά τον Ερατοσθένη),
ο Ορχομενός δεν είχε την παλιά του δόξα αλλά διατηρούσε την ναυτική του δύναμη.
Ο Όμηρος στον "Νηών κατάλογον" αρχίζει από τη Βοιωτία θέλοντας να δώσει
εξέχουσα θέση στους θαρραλέους και τολμηρούς Βοιωτούς θαλασσοπόρους. Κι ενώ όλες
οι υπόλοιπες 33 πόλεις της Βοιωτίας πήραν μέρος με 50 καράβια, ο Ορχομενός μόνος
του ξεκίνησε με 30 καράβια.
"Εκείνοι πάλι που κατοικούσαν στην Ασπληδόνα και στον Ορχομενό των Μινυών,
είχαν αρχηγούς τον Ασκάλαφο και τον Ιάλμενο...
Δικά τους λοιπόν τριάντα βαθουλωτά καράβια είχαν παραταχθεί".
Οι Ασκάλαφος και Ιάλμενος βασιλιάδες του Ορχομενού ήταν, κατά τον
Όμηρο, γιοί του Αρη που γέννησε η παρθένα Αστυόχη στο παλάτι του Ακτορα, του γιού
του Αζέα. Οι Ορχομένιοι αρχηγοί δεν γύρισαν από τον πόλεμο. Έπεσαν ηρωϊκά μαχόμενοι,
ο δε Ασκάλαφος σκοτώθηκε από τον Διήφοβο.
Μπορεί ο Ορχομενός κατά τα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου να μην είχε την παλιά
του δόξα, αλλά εξακολουθούσε να είναι πλούσιος και ισχυρός. Είναι χαρακτηριστικό
το ότι ο Όμηρος τον συγκρίνει με τις Μυκήνες και τις Θήβες
της Αιγύπτου.
Όταν ο Αχιλλέας λογομάχησε με τον Αγαμέμνονα για την Βρησηίδα και ο τελευταίος
έστειλε δώρα για να τον εξευμενίσει, ο Αχιλλέας απαντάει:
"ούτε όσα πλούτη πηγαίνουν στον Ορχομενό,
ούτε όσα στις Θήβες της Αιγύπτου,
...κι αν μού δινε δεν θα μαλάκωνε την καρδιά μου".
Και μετά την άλωση της Τροίας ο Ορχομενός διατήρησε την ναυτική του
δύναμη. Εξακολούθησε να συμμετέχει στην αμφικτιονία της Καλαβρίας και να εμπορεύεται
με τους Αιγαίους, τους Κρήτες και τους Χετταίους.
Ιστορική περίοδος
Η εγκατάσταση των Αρναίων Βοιωτών
Μετά την εγκατάσταση στη Βοιωτία των Αρναίων Βοιωτών από τη Θεσσαλία,
και την φυγή των περισσοτέρων ευγενών από τον Ορχομενό, αρχίζει η σταδιακή εξασθένισή
του.
Οι Βοιωτοί καταλαμβάνουν και τη Θήβα, και στα 1100 π.Χ. προσπαθούν
να υποτάξουν και την Αττική. Ηττώνται όμως στην Πάνακτο και στο εξής η κυριαρχία
τους περιορίζεται από τη Χαιρώνεια μέχρι τον Ωρωπό,
και από τον Ευβοϊκό κόλπο μέχρι τον Κιθαιρώνα.
Η κυριαρχία των Αρναίων Βοιωτών παγιώνεται και ανακηρύσσουν τη Θήβα πρωτεύουσα.
Αργότερα ολόκληρη η Βοιωτία εντάσσεται στο "Κοινό των Βοιωτών" και αποτελεί
κράτος ισχυρότατο. Οι πόλεις περιστειχίζονται και οργανώνουν ισχυρό στρατό. Ο
θεσμός της βασιλείας καταργείται και δημιουργούνται αυτόνομες πόλεις με αριστοκρατικό
πολίτευμα. Οι πόλεις συνδέονται μεταξύ τους με τη Βοιωτική Ομοσπονδία, όπου βέβαια
αρχηγός είναι η Θήβα.
Ο Ορχομενός στο "Κοινό των Βοιωτών"
Την τύχη αυτή ολόκληρης της Βοιωτίας ακολουθεί και ο Ορχομενός που
δεν ονομάζεται πλεόν Μινύειος αλλά Βοιώτιος. Είναι η δεύτερη, μετά τη Θήβα πόλη
στο Κοινό των Βοιωτών, όπου συμμετέχει με 2 Βοιωτάρχες και 120 αντιπροσώπους μέχρι
το 510 π.Χ. Ανήκει στις Μεγάλες και Ελεύθερες πόλεις, έχει τη δική του Βουλή και
έχει στη δικαιοδοσία του τη Χαιρώνεια, την Ασπληδόνα, τους Όλμωνες, τον Υηττό,
την Τεγύρα και τους Κύρτωνες. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα ο Ορχομενός συμμετέχει
και στη ναυτική αμφικτυονία της Καλαβρίας (Πόρου) μαζί με άλλες 7 ναυτικές και
εμπορικές πόλεις. Αλλο ένα σημάδι ακμής και προσπορισμού πλούτου.
Ο Θάνατος του Ησίοδου
Γύρω στο 750 π.Χ., όταν πέθανε ο Ησίοδος, ο Ορχομενός ερημώνεται από
μεγάλη επιδημία. Κατά τον χρησμό της Πυθίας η επιδημία θα σταματήσει εάν μεταφερθούν
τα οστά του Ησίοδου στον Ορχομενό. Αναζητούν λοιπόν και βρίσκουν τον τάφο του
στην Ασκρη (κατ'
άλλη εκδοχή στη Ναυπακτία), μεταφέρουν τα οστά και τα θάβουν κοντά στον τάφο του
Μινύα που βρισκόταν στο κέντρο της αγοράς του Ορχομενού. Έτσι οι Ορχομένιοι με
καμάρι δείχνουν, μέχρι και τα χρόνια του Παυσανία, τον τάφο του μεγάλου ποιητή.
Κατά τον Παυσανία στον τάφο του Ησίοδου ήταν γραμμένοι στίχοι του Ορχομένιου ποιητή
Χερσία.
"Πατρίδα του Ησίοδου ήταν η Ασκρη με τα πολλά σπαρτά, αλλά σαν
πέθανε τα κόκκαλά του δέχτηκε η γη των εξαίρετων καβαλάρηδων Μινυών. Η δόξα του
στην Ελλάδα θα είναι μεγάλη, σαν γίνει κριτήριο για τους ανθρώπους η σοφία".
Το περιστατικό αυτό δείχνει επίσης την αγάπη και εκτίμηση των Ορχομενίων
για τη μουσική και την ποίηση, κάτι που δεν είναι καινούριο στον Ορχομενό αφού
χρονολογείται από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους.
Εξακόσια χρόνια ειρήνης και ακμής
Έτσι ο Ορχομενός ζει ήσυχα και ειρηνικά για μεγάλο χρονικό διάστημα,
εμπνέοντας σεβασμό στους φίλους του και φόβο σε όσους εποφθαλμιούν την πλούσια
γη του. Οι Ορχομένιοι, φορείς ανώτερου και πανάρχαιου πολιτισμού, κατορθώνουν
και επιβάλλονται στους κατακτητές τους σε ό,τι αφορά θρησκευτικά ζητήματα και
πετυχαίνουν την ελεύθερη αναγνώριση της λειτουργίας των μαντείων και της θρησκείας
των Μινυών. Η καλλιέργεια της γόνιμης πεδιάδας φέρνει στον Ορχομενό πλούτο και
αυτή η ευημερία προτρέπει σε αναζήτηση νέων ηθικών και υλικών απολαύσεων.
Τα εκλεκτά άλογα των ιπποφορβείων του Ορχομενού τον κάνουν πρωταγωνιστή
των ιπποδρομιών και αρματοδρομιών τόσο σε τοπικούς όσο και σε Πανελλήνιους αγώνες.
Τα επίθετα που συνοδεύουν τον Ορχομενό στην μακραίωνη ιστορία του, είναι "πλύξιππος"
(κατά τον Ορχομένιο ποιητή Χερσία) και "καλλίπωλος" (κατά τον Πίνδαρο
στον ύμνο που έγραψε για τον Ορχομένιο Ολυμπιονίκη Ασώπιχο). Είναι χαρακτηριστικό
το ότι ο Ορχομενός είχε πάντοτε ολιγαρχικό πολίτευμα, ιδίωμα των πόλεων που στήριζαν
τη δύναμή τους στο ιππικό, κατά τον Αριστοτέλη.
Σε όλη αυτή λοιπόν τη μακρά διάρκεια ο αρχαίος πολιτισμός εξακολουθεί
να ακμάζει στον Ορχομενό. Η συστηματική καλλιέργεια του Βοιωτικού κάμπου, η γεωργία,
η κτηνοτροφία αλλά και το εμπόριο (κυρίως ναυτικό) είναι πηγές πλούτου και άνθησης
για τον Ορχομενό. Τα ψάρια και κυρίως τα ξακουστά χέλια από τη λίμνη Κωπαίδα και
τους ποταμούς Μέλανα και Κηφισσό εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες. Εξάγονται επίσης
βόδια στην αγορά των Αθηνών, ενώ και το κυνήγι είναι άφθονο στην περιοχή του Ορχομενού.
Έχουν έτσι οι Ορχομένιοι την οικονομική δυνατότητα να προσλαμβάνουν
στα σπίτια τους παιδαγωγούς για να διδάσκουν στα παιδιά τους γραφή, ανάγνωση και
μουσική. Υπάρχουν επίσης γυμναστήρια όπου διδάσκονται κυρίως στρατιωτικά γυμνάσματα.
Οι τέχνες βρίσκονται σε άνθηση, μετά τον 8ο π.Χ. αιώνα κυρίως, και ιδιαίτερα η
αγγειοπλαστική.
Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα οι κατακτητές από τη Θεσσαλία που εγκαταστάθηκαν
στον Ορχομενό, να αποβάλουν τα πρωτόγονα ένστικτά τους και να αφομοιώσουν τα ήθη
και έθιμα και κυρίως τη νοοτροπία των παλαιών κατοίκων, των Μινυών και Αθαμαντίδων.
Οι άσπονδοι "φίλοι"
Η ανάπτυξη όμως αυτή του Ορχομενού επιφέρει το φθόνο των γειτόνων
του. Η Θήβα αρχηγεύει μεν της Βοιωτίας αλλά υποβλέπει τη χλιδή και τον πολιτισμό
των Ορχομενίων. Έτσι στους ιστορικούς χρόνους που ακολουθούν μετά το 510 π.Χ.,
αρκετές φορές προβαίνει σε φοβερές αγριότητες κατά της πόλης του Ορχομενού και
των κατοίκων της. Αυτό βέβαια δεν είναι πρωτόγνωρο. Η αντιπαλότητα αυτή διαρκεί
από την ηρωϊκή ακόμα εποχή που οι Θηβαίοι, μετά από δική τους πάλι πρόκληση, ήταν
υποτελείς και πλήρωναν φόρο στον Ορχομενό.
Διοικητική Οργάνωση
Για τη διοικητική οργάνωση του Ορχομενού σώζονται έμμεσες πληροφορίες
αφού χάθηκε το έργο του Αριστοτέλη "Ορχομενίων Πολιτεία". Την εξουσία
στον Ορχομενό είχαν ο επώνυμος άρχοντας, οι πολέμαρχοι, οι γραμματείς, οι ταμίες,
οι κατόπτες, οι ιεράρχες, ο σύνδικος κ.α. Από επιγραφές που βρέθηκαν γνωρίζουμε
ότι κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα είχαν επικρατήσει ολιγαρχικοί και είχαν σχηματιστεί
τέσσερις βουλές. Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους κυριαρχούσε ο "δάμος".
Για τη νεότερη Ιστορία του Ορχομενού βλέπε Ορχομενός,
πόλη
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ορχομενού
ΤΕΓΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Η Τεγέα ήταν η σημαντικότερη πόλη της Αρκαδίας
πρίν από την ίδρυση της Μεγαλόπολης.
Βρίσκεται στο δρόμο που από την Τρίπολη
οδηγεί στη Σπάρτη. Στην αρχαιότητα
η Τεγέα κατείχε το νοτιοανατολικό τμήμα της Αρκαδίας που ονομαζόταν Τεγεάτις και
στους ιστορικούς χρόνους αποτελείτο από εννέα δήμους. Η ίδρυσή της ανάγεται στην
προϊστορική εποχή και αναφέρεται σαν μία από τις χώρες που πήραν μέρος στην αργοναυτική
εκστρατεία και στον πόλεμο της Τροίας. Αρχικά ήταν μία μικρή κωμόπολη, η οποία
όμως κατάφερε να επιβληθεί πολιτικά στους γειτονικούς οικισμούς και να τους συσπειρώσει
γύρω από τη λατρεία της θεάς Αλέας, η οποία ταυτίστηκε αργότερα με την Αθηνά.
Η Τεγέα, που λεγόταν και Αφειδάντιος Κλήρος, περιελάμβανε τους δήμους
των Κορυθέων, Γαρεατών, Φυλακέων,
Καρυατών, Οιατών, Βωταχιδών,
Μανθυρέων, Εχενιδών, Αφειδάντιων
και τις φυλές Ιποθίτιδα, Καριώτιδα, Απολονιάτιδα, Αθηναιάτιδα ή Αθηναία. Ήταν
σημαντικότατη πόλη της Ελλάδας, με πρωτεύουσα το Πιαλί (Αλέα)
και Ακρόπολή της τη Φύλακρη που τοποθετείται στο χωριό Αγιος
Σώστης. Οι κάτοικοί της έφταναν κατά τον Ε' π.χ. αιώνα τις 40.000 περίπου.
Είχε μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, Γυμνάσιο, θέατρο, Στάδιο, Αγορά και Βουλή με τριακόσιους
βουλευτές. Ο ναός της Αλέας Αθηνάς ήταν ένας από τους τρεις μεγαλύτερους ναούς
της Πελοποννήσου, ενώ ήταν μεγαλοπρεπέστερος από τους δύο άλλους, του Δία στην
Ολυμπία και του Επικούρεια
Απόλλωνα στις Βάσσες. Πρός
τιμήν της Αλέας Αθηνάς διοργανώνοντο γιορτές και θυσίες, όπου οι κάτοικοι προσέφεραν
στη θεά αναθήματα και ζώα. Επίσης εγίνοντο και αθλητικοί αγώνες, τα Αλαίεα. Πλούσια
είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούν τη σημασία και τη διάδοση της λατρείας
της θεάς. Η αρχαία Τεγέα έκοβε δικά της νομίσματα, και γνώρισε μεγάλη πνευματική
ακμή αναδεικνύοντας ποιητές όπως τον Κλονά και την Ανύτη, το θυληκό Ομηρο, τον
ιστορικό Αρίανθο, τον τραγικό Αρίσταρχο, τους νομοθέτες Αντισθένη και Κρίσο, τον
Τυρωνίδα και Πυρρία, τους ήρωες Αγκαίο, Εποχο, την Αταλάντη, τον Εχεμο και τον
Αγαπήνορα.
Το 469 π.Χ., η Τεγέα αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τη Σπάρτη, της
οποίας παρέμεινε πιστός σύμμαχος. Ετσι οι Τεγεάτες πολέμησαν στο πλευρό των Σπαρτιατών
κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο. Μετά τη μάχη στα Λεύκτρα
όμως τους εγκατέλειψαν, για να συμμαχήσουν το 235 π.Χ. με τους Θηβαίους
και στη συνέχεια να προσχωρήσουν το 222 π.Χ.στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Η Τεγέα συμμετείχε
στους περσικούς πολέμους και οι Τεγεάτες πολέμησαν γενναία κατά των Περσών στις
Θερμοπύλες και τις Πλαταιές.
Οταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ελλάδα, η Τεγέα ακολούθησε την τύχη
των άλλων ελληνικών πόλεων. Το 31 π.Χ ο Αύγουστος θέλησε να τιμωρήσει τους Τεγεάτες
για την βοήθεια που προσέφεραν στον αντίπαλο του Αντώνιο και αφαίρεσε από το ναό
της Αλέας το άγαλμα της θεάς Αθηνάς από ελεφαντοστό μαζί με τα δόντια του Καλυδώνιου
κάπρου. Οπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, το άγαλμα βρίσκονταν στη Ρώμη στην αγορά
που είχε φτιάξει ο Αύγουστος.
Στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, η περιοχή καταστράφηκε από τους
Γότθους το 395 μ.Χ. Από τον 7ο μ.Χ. αιώνα η Τεγέα παρήκμασε. Από το 10ο αιώνα
μ.Χ. η περιοχή της Τεγέας απαντάται ως Αμύκλιον, που στον 12ο αιώνα παραφράζεται
σε Νύκλι και εξελίσσεται σε ισχυρή πόλη, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της φραγκοκρατίας
, οπότε και αποτέλεσε μία από τις βαρωνίες. Γίνεται μάλιστα έδρα επισκοπής. Το
1296 πέρασε στην εξουσία του δεσπότη του Μυστρά Ανδρόνικου Παλαιολόγου, που την
κατέστρεψε, επειδή, κτισμένη καθώς ήταν στην πεδιάδα χρειαζόταν πολυάριθμη φρουρά
για να την προστατεύει. Πολλοί από τους κατοίκους του Νυκλίου με την άλωση από
τους Φράγκους το 1209 - είτε κατ’ άλλους μετά την καταστροφή το 1296- κατέφυγαν
στη Μάνη και εκεί αποτέλεσαν τις ισχυρές οικογένειες των "Νυκλιάνων"
ή "Μεγαλογεννητών", που επιβλήθηκαν στους ντόπιους.
Στην περιοχή Αλέα της Τεγέας μπορεί να επισκεφθεί κανείς τα ερείπια
του ναού της Αθηνάς, που ήταν από τους λαμπρότερους της Πελοποννήσου. Ο ναός ήταν
κτισμένος στο νοτιοδυτικό άκρο του οχυρωτικού περιβόλου της αρχαίας πόλης. Από
τις ανασκαφές έγινε φανερό πως στη θέση αυτή υπήρχε ιερό και λατρεία θεάς από
τα μυκηναϊκά χρόνια. Τα ερείπια που σώζονται ανήκουν στο νεότερο δωρικό περίπτερο
(4x14) ναό, έργο του Παριανού Σκόπα, που κατασκευάστηκε είτε στα 370 π.Χ. είτε,
κατ’ άλλους ερευνητές , στο β’ μισό του 4ου αι., από ντόπιο μάρμαρο των Δολιανών
με πρόδρομο, σηκό και και οπισθόδομο. Ο σηκός εσωτερικά στολιζόταν με κορινθιακούς
ημικίονες και στο βάθος του ήταν στημένα το άγαλμα της Αλέας Αθηνάς (στο κέντρο)
και τα μαρμάρινα αγάλματα του Ασκληπιού και της κόρης του Υγείας. Εξωτερικά η
διακόσμηση είχε θέματα από τους τοπικούς μύθους.
Το θέατρο βρίσκεται κοντά στην αγορά της αρχαίας Τεγέας, με τα ιερά
και τα αναθήματα, και κατασκευάσθηκε 4ο π.Χ. αι. Αργότερα, στα 175 μ.Χ. περίπου,
ο Αντίοχος Γ' ο Επιφανής ανήγηρε νέο μαρμάρινο θέατρο (κοίλο) στη θέση του παλιού.
Στο κοίλο κτίστηκε αργότερα η παλαιοχριστιανική εκκλησία της παλαιάς Επισκοπής.
Στην Επισκοπή μπορεί κανείς ακόμα να δεί υπολείμματα μεσαιωνικών τειχών και τα
μωσαϊκά δάπεδα από την παλαιοχριστιανική βασιλική.
Οι Τεγεάτες διακρίθηκαν επίσης και σαν ιδρυτές αποικιών. Χαρακτηριστική
είναι η περίπτωση της Πάφου
(νέα Πάφος) στην Κύπρο που ιδρύθηκε από τον Αγαπήνορα, βασιλιά της Τεγέας. Σύμφωνα
με την παράδοση ο Αγαπήνωρ, επιστρέφοντας από την Τροία,
παρασύρθηκε με τα καράβια του από τις θύελλες και προσάραξε στην Κύπρο
όπου έκτισε την Πάφο και ίδρυσε το ιερό της Αφροδίτης. Ο Παυσανίας στα "Αρκαδικά"
γράφει: "...Και Πάφου τε Αγαπήνωρ εγένετο οικιστής και της Αφροδίτης κατασκευάσατο
εν Παλαίπαφω ιερόν..." Η έλευση των Αχαιών Ελλήνων στην Πάφο επιβεβαιώνεται πράγματι
από τους κυκλώπειους τοίχους, την πλούσια "μυκηναϊκή" κεραμεική, όπως και άλλα
αρχαιολογικά ευρήματα και τοποθετείται γύρω στο 1220 - 1200 π.Χ.
Στο χωριό Αλέα λειτουργεί αρχαιολογικό
μουσείο στο οποίο κυρίως περιέχονται γλυπτικά κομμάτια σκοπαδικής τεχνοτροπίας.
Κοντά στην αγορά της αρχαίας Τεγέας, με τα ιερά και τα αναθήματα, διακρίνεται
το αρχαίο θέατρο στα θεμέλια του Ναού της Παναγίας. Πρόσφατα έχουν γίνει πρόσθετες
εργασίες περεταίρω ανάδειξής του και έχουν αποκαλυφθεί τομεγαλύτερο μέρος της
περιμέτρου του όπως και η είσοδός του.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών
Η Τεγέα είναι γνωστή από τα μυθικά ακόμα χρόνια. Οι Τεγεάτες έλαβαν
μέρος στη Αργοναυτική εκστρατεία. Στο Τρωικό πόλεμο τους συναντάμε υπό τον βασιλιά
τους Αγαπήνορα. Μετά το τέλος του πολέμου ο Αγαπήνορας με τους Τεγεάτες κατευθύνθηκε
στη Κύπρο, όπου και ίδρυσαν την πόλη Πάφο. Μάλιστα, η κόρη του Αγαπήνορα, Λαοδίκη,
δε λησμόνησε την πατρίδα της και έστειλε στη Τεγέα πέπλο που αφιέρωσε στον ναό
της Αλέας Αθηνάς το οποίο και αναφέρει ο μεγάλος περιηγητής Παυσανίας. Στην Τεγέα
ενταφιάστηκε ο Ορέστης όπου παρέμειναν τα οστά του μέχρι που τα πήραν μετά από
χρησμό οι Σπαρτιάτες.
Η Τεγέα αποτελείτο από Δήμους και συνοικισμούς που τους συνέδεε η
λατρεία της θεάς Αλέας, η οποία αργότερα συγχωνεύτηκε με την εισαχθείσα λατρεία
της θεάς Αθηνάς και έτσι πλέον στην Τεγέα λατρευόταν η Αλέα Αθηνά. Η πόλη Τεγέα
κτίστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και περιβαλλόταν από ισχυρό τείχος μήκους
5.500 μέτρων και ύψους 2,5 έως 6,5 μέτρων ανάλογα με το έδαφος. Στο σημερινό οικισμό
του Δημοτικού Διαμερίσματος Σταδίου σώζεται το βόρειο τμήμα του τείχους. Η Τεγέα
γρήγορα αναπτύχθηκε και έγινε πλούσια και δυνατή, με πληθυσμό, κατά το 5ο αιώνα,
περίπου 40.000 κατοίκους. Η Σπάρτη εποφθαλμιούσε την εύφορη Τεγέα και προσπάθησε
πολλές φορές να την κατακτήσει και τελικά το κατάφερε το 469 π.Χ. οπότε και συμμάχησαν.
Με την γειτονική Μαντινεία η Τεγέα ήταν μονίμως σε αντιπαλότητα λόγω της δυνατότητας
που είχε η Τεγέα, ανάλογα με το ποσό των βροχοπτώσεων να διοχετεύει ή να σταματάει
τα νερά στο οροπέδιο της Μαντινείας. Κατά τους Περσικούς πολέμους 500 Τεγεάτες
πολέμησαν στις Θερμοπύλες και τον επόμενο χρόνο 3000 βρέθηκαν να πολεμούν μαζί
με τους άλλους Έλληνες κατά των Περσών στις Πλαταιές.
Το 370 π.Χ. χτίζεται στη Τεγέα ο περίφημος ναός της Αλέας Αθηνάς
που μαζί με το ναό του Δία στην Ολυμπία και το ναό του Απόλλωνα στη Φυγαλεία ήταν
οι μεγαλύτεροι και λαμπρότεροι της Πελοποννήσου. Χτίστηκε πάνω στα ερείπια του
Αρχαϊκού ναού από τον αρχιτέκτονα και γλύπτη Σκόπα. Ο ναός ήταν δωρικού ρυθμού
και όλος από μάρμαρο, ακόμα και η στέγη του. Εσωτερικά υπήρχε το άγαλμα της Θεάς
από ελεφαντόδοντο και εκατέρωθεν τα αγάλματα του Ασκληπιού και της κόρης του Υγείας.
Οι Τεγεάτες συμμαχήσουν το 235 π.Χ. με τους Θηβαίους και στη συνέχεια
προσχώρησαν το 222 π.Χ. στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την
Ελλάδα η Τεγέα ακολούθησε την τύχη των άλλων ελληνικών πόλεων. Το 31 π.Χ ο Αύγουστος
θέλησε να τιμωρήσει τους Τεγεάτες για την βοήθεια που προσέφεραν στον αντίπαλο
του Αντώνιο και αφαίρεσε από το ναό της Αλέας το άγαλμα της θεάς Αθηνάς από ελεφαντοστό
μαζί με τα δόντια του Καλυδώνιου κάπρου και, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας,
βρίσκονταν στη Ρώμη στην αγορά που είχε φτιάξει Αύγουστος.
Στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, η περιοχή καταστράφηκε από τους
Γότθους το 395 μ.Χ Από τον 7ο μ.Χ. αιώνα η Τεγέα παρήκμασε. Από το 10ο αιώνα μ.Χ
η περιοχή της Τεγέας απαντάται ως Αμύκλιον, που στον 12ο αιώνα παραφράζεται σε
Νύκλι και εξελίσσεται σε ισχυρή πόλη, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της φραγκοκρατίας
, οπότε και αποτέλεσε μία από τις βαρωνίες. Το 1296 πέρασε στην εξουσία του δεσπότη
του Μυστρά Ανδρόνικου Παλαιολόγου, που την κατέστρεψε, επειδή, κτισμένη καθώς
ήταν στην πεδιάδα χρειαζόταν πολυάριθμη φρουρά για να την προστατεύει. Πολλοί
από τους κατοίκους του Νυκλίου με την άλωση από τους φράγκους το 1209 - είτε κατ?
άλλους μετά την καταστροφή το 1296- κατέφυγαν στη Μάνη και εκεί αποτέλεσαν τις
ισχυρές οικογένειες των "Νυκλιάνων" ή "Μεγαλογεννητών", που
επιβλήθηκαν στους ντόπιους. Από την Τεγέα ήταν ο τραγικός ποιητής Αρίσταρχος,
ο ιστορικός Αρίανθος, ο ποιητής Κλονάς και άλλοι.
Στην περιοχή Αλέα της Τεγέας μπορεί να επισκεφθεί κανείς τα ερείπια
του ναού της Αθηνάς, που ήταν από τους λαμπρότερους της Πελοποννήσου. Ο ναός ήταν
κτισμένος στο νοτιοδυτικό άκρο του οχυρωτικού περιβόλου της αρχαίας πόλης. Από
τις ανασκαφές έγινε φανερό πως στη θέση αυτή υπήρχε ιερό και λατρεία θεάς από
τα μυκηναϊκά χρόνια. Τα ερείπια που σώζονται ανήκουν στο νεότερο δωρικό περίπτερο
(4x14) ναό, έργο του Παριανού Σκόπα, που κατασκευάστηκε είτε στα 370 π.Χ είτε,
κατ? άλλους ερευνητές , στο β? μισό του 4ου αι., από ντόπιο μάρμαρο των Δολιανών
με πρόδρομο, σηκό και και οπισθόδομο. Ο σηκός εσωτερικά στολιζόταν με κορινθιακούς
ημικίονες και στο βάθος του ήταν στημένα το άγαλμα της Αλέας Αθηνάς (στο κέντρο)
και τα μαρμάρινα αγάλματα του Ασκληπιού και της κόρης του Υγείας. Εξωτερικά η
διακόσμηση είχε θέματα από τους τοπικούς μύθους. Στο χωριό Αλέα λειτουργεί σήμερα
μουσείο, στο οποίο κυρίως περιέχονται γλυπτικά κομμάτια σκοπαδικής τεχνοτροπίας.
Κοντά στην αγορά της αρχαίας Τεγέας , με τα ιερά και τα αναθήματα, υπήρχε και
θέατρο. Στο κοίλο που κτίστηκε το β' μισό του 11ου ή στον 12ο αι. η εκκλησία της
παλιάς Επισκοπής. Στην Επισκοπή μπορεί κανείς ακόμα να δεί υπολείμματα μεσαιωνικών
τειχών και τα μωσαϊκα δάπεδα από την παλαιοχριστιανική βασιλική.
ΤΡΙΠΟΛΗ (Πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Η ιστορία της Τρίπολης δεν είναι πολύ παλιά και μπορεί να εντοπιστεί
όχι νωρίτερα από τον 15ο αιώνα, όταν ήταν γνωστή ως Τριπολιτσά ή Ντροπολιτσά (παλιότερα
Υδροπολιτσά ή Δρομπογλίτσα). Η πόλη ξεκίνησε σαν ένας μικρός οικισμός τσοπάνων
και γεωργών. Στα "Βενετικά Χρονικά" του Stefano Magno, που γράφτηκαν το 1647,
ανάμεσα στα ερειπωμένα κάστρα αναφέρεται το τοπωνύμιο Droboliza. Γύρω από την
ετυμολογία της ονομασίας αυτής έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες
η επικρατέστερη είναι, ότι παράγεται από την σλαβική λέξη dabr, που σημαίνει βελανιδιά.
Σε αυτό συνηγορεί και η μαρτυρία του Παυσανία, ο οποίος βεβαιώνει ότι η περιοχή
ήταν στην εποχή του κατάφυτη από δρυς. Το παραπάνω τοπωνύμιο μεταπλάστηκε σταδιακά
με το πέρασμα των χρόνων και από Ντρομπολιτσά έγινε Ντροπολιτσά, Τριπολιτσά και
τελικά Τρίπολη.
Η προέλευση της πόλης τοποθετείται ανάμεσα στον 8ο και 10 μ.Χ. αιώνα,
όταν στους πρόποδες του Μαινάλου και κοντά στη θέση της σημερινής Τρίπολης δημιουργήθηκε
ένας αρχικός μικρός οικισμός από λιγοστούς νομάδες Σλάβους. Ο οικισμός αυτός αργότερα
ενώθηκε με τους κοντινούς πολυπληθείς οικισμούς των ντόπιων Ελλήνων (Θάνα κλπ)
με αποτέλεσμα το ξένο στοιχείο σταδιακά να απορροφηθεί και τελικά να εξελληνισθεί.
Ο οικισμός με τον καιρό μεγάλωσε και στη συνέχεια μετακινήθηκε προς την περιοχή
του λόφου Μπιζάνι (Μεγάλη Τάπια). Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε τελικά σε
πόλη.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Τρίπολη δοκιμάστηκε σκληρά από τις
συνθήκες της σκλαβιάς και από τους Τούρκους κατακτητές. H πόλη αναπτύχθηκε με
πολύ αργό ρυθμό στα πρώτα χρόνια της τουρκικής κατοχής (πρώτη Τουρκοκρατία 1475-1685)
και είχε μια υποτυπώδη αυτοδιοίκηση. Στα χρόνια αυτά μεταφέρθηκαν τα νερά της
πηγής "Μάνα" σε χτιστό υδραγωγείο. Η ανάπτυξή της πόλης προχώρησε όμως
με γοργά βήματα κατά τη διάρκεια της σύντομης κατοχής της από τους Βενετούς (1685-1715),
όταν έγινε κέντρο εμπορίου χάρη στη γεωγραφική της θέση στο κέντρο του αρκαδικού
οροπεδίου και σαν σταυροδρόμι των οδικών αρτηριών που διέσχιζαν την Πελοπόννησο.
Την περίοδο αυτή ο πληθυσμός της αυξήθηκε και ανήλθε περίπου σε 10.000.
Η Τριπολιτσά απέκτησε περισσότερη πολιτική και αργότερα οικονομική
σημασία στα χρόνια της δεύτερης Τουρκοκρατίας, όταν έγινε έδρα το 1715 του Τούρκου
Διοικητή του Μοριά (του Μόρα Βαλέση του πασαλικιού του Μορέως). Ετσι εξελίχθηκε
στη συνέχεια σε σπουδαίο αγροτικό, εμπορικό, συγκοινωνιακό και στρατιωτικό κέντρο
της Πελοποννήσου. Στην πόλη δημιουργήθηκαν βιοτεχνίες και εργαστήρια και συγχρόνως
αναπτύχθηκε σημαντικό διαμετακομιστικό εμπόριο. Παράλληλα σημείωσε πρόοδο η πνευματική,
κοινωνική και θρησκευτική ζωή. Ηδη, από το 1673, ιδρύθηκε στην πόλη, μετά από
αίτημα των κατοίκων, η "Αρχιεπισκοπή Υδραβολιτσάς" με πρώτο αρχιεπίσκοπο
τον Ανθιμο.
Το 1770 και κατά την επανάσταση του Ορλώφ, η Τρίπολη πολιορκήθηκε
χωρίς επιτυχία από τους Ρώσους, οι οποίοι είχαν κατέβει στην Ελλάδα για να υποκινήσουν
επανάσταση. Η πολιορκία λύθηκε ανήμερα τη Μεγάλη Δευτέρα και είχε τραγικές συνέπειες
για τους Ελληνες. Ο μητροπολίτης της Ανθιμος Βάρβογλης ανασκολοπίστηκε, ενώ οι
Τούρκοι έσφαξαν 3.000 άτομα. Στα μετέπειτα χρόνια 1785-1790 οι Τούρκοι οχύρωσαν
την πόλη και την μετέτρεψαν σε κύρια στρατιωτική τους βάση. Το οχυρωτικό τείχος
που κατασκευάστηκε είχε περίμετρο 3500 μέτρα, ύψος 5,5 μέτρα, 13 πύργους (Τάπιες)
και 7 πύλες.
Κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια η Τρίπολη είχε 20000 κατοίκους. Οι δρόμοι
της πόλης ήταν λιθόστρωτοι (καλντερίμια). Ο πληθυσμός της πόλης αποτελείτο από
Ελληνες, Τούρκους και Εβραίους που έμεναν σε διακεκριμένες συνοικίες. Η πόλη είχε
περίπου 2500 σπίτια, από τα οποία τα 1000 ήταν ελληνικά, κτισμένα κοντά στο τείχος,
όλα ισόγεια και με χαμηλές πόρτες. Το σαράι το πασά ήταν στη θέση της σημερινής
πλατείας Αρεως.
Με την έκρηξη της επανάστασης η πόλη αποτέλεσε στόχο των επαναστατημένων
Ελλήνων και του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος χαρακτηριστικά έλεγε: "για να υποστεί
θανάσιμο πλήγμα ο εχθρός, έπρεπε να χτυπηθεί στο κεφάλι". Ηρωική υπήρξε στο μεταξύ
η στάση πολλών προκρίτων που πρόσφεραν οικειοθελώς τους εαυτούς τους σαν ομήρους
στις Τουρκικές αρχές και στη συνέχεια φυλακίστηκαν κα βασανίστηκαν. Οι Ελληνες
υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εφάρμοσαν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την
πόλη, αφού προηγουμένως έστησαν μόνιμο στρατόπεδο στα Βέρβαινα,
όπως και ορμητήρια στα Δολιανά,
στην Αλωνίσταινα και σε διάφορες
ορεινές θέσεις του Μαινάλου
κοντά στην Τρίπολη.
Με τις ηρωικές νικηφόρες μάχες στα Βέρβαινα, στα Δολιανά, στο Λεβίδι,
στη Γράνα(τάφρος) και στο Βαλτέτσι
οι Ελληνικές δυνάμεις κατατρόπωσαν, αποδεκάτισαν και καταρράκωσαν τον εχθρό,
προετοιμάζοντας το δρόμο για την τελική επίθεση. Ετσι, λίγο μετά την έκρηξη της
επανάστασης, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821, η πόλη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων,
ύστερα από έφοδο και μετά από πολιορκία πέντε μηνών, όσο ακόμα διαρκούσαν ο διαπραγματεύσεις
με τις Τουρκικές αρχές για την παράδοση της πόλης. Ηδη ο Κολοκοτρώνης είχε κάνει
συμφωνία με τους έγκλειστους Αλβανούς για ειρηνική αποχώρησή τους, την οποία και
τήρησε. Μετά την έφοδο στην πόλη, οι Ελληνες μαχητές την παρέδωσαν στις φλόγες
και επακολούθησε σφαγή. Η άλωση της Τρίπολης αποτέλεσε σημαντικό και αποφασιστικό
γεγονός για την έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα, αφού ενθάρρυνε τους επαναστατημένους,
αποδεικνύοντας ότι οι Τουρκική κυριαρχία είναι τρωτή.
Το 1825 η πόλη κυριεύτηκε από τον Ιμπραήμ ο οποίος στη συνέχεια τη
χρησιμοποίησε σαν ορμητήριό του. Τρία χρόνια αργότερα, οι Ελληνες άρχισαν στενή
πολιορκία. Την 16η Φεβρουαρίου 1828, ύστερα από ρητή διακοίνωση των Προστάτιδων
Δυνάμεων ο Ιμπραήμ εγκατέλειψε την πόλη. Πριν μπουν όμως στην πόλη οι Ελληνες,
ο Ιμπραήμ την πυρπόλησε και γκρέμισε τα τείχη της. Η Τριπολιτσά καιγόταν για εννιά
μέρες (7-16 Φεβρουαρίου 1828). Ηταν κατά σειρά η τρίτη καταστροφή της πόλης μετά
από αυτές που επηκολούθησαν των Ορλωφικών και της άλωσής της το 1821. Ολα σχεδόν
τα κτίρια της πόλης, εκτός από τις δημοτικές πηγές, καταστράφηκαν. Το μόνο κτίριο
που φαίνεται να επιβίωσε μετά την Επανάσταση του 1821 είναι το "Μαντζούνειον"
ή "Καθολικόν" που σήμερα στεγάζει τη δημοτική βιβλιοθήκη και παλαιότερα
την Φιλαρμονική της Τρίπολης.
Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στην έντονη δραστηριότητα της Φιλικής
Εταιρείας στην Αρκαδία και ειδικότερα στην Τρίπολη τα προεπαναστατικά χρόνια,
παρ' όλες τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην πόλη. Η Φιλική Εταιρεία
άρχισε να στέλνει στην πόλη εκπροσώπους της από το 1818. Ετσι στην Τρίπολη μυήθηκαν
22 Τριπολίτες, οι οποίοι ανέπτυξαν σημαντική δράση, με αποτέλεσμα η δράση της
Φιλικής Εταιρείας να αυξηθεί και να εξαπλωθεί και σε άλλα επαρχιακά κέντρα. Η
Τρίπολη έτσι έγινε ένα σημαντικότατο κέντρο της Φιλικής Εταιρίας. Ας σημειωθεί
ότι, στο σύνολο 1039 Φιλικών, 200 ήταν Αρκάδες και ανάμεσά τους 40 Τριπολίτες.
Σημαντικές προσωπικότητες μεταξύ των Φιλικών, με μεγάλη συμβολή στον αγώνα, υπήρξαν
οι αδελφοί Σέκερη και ο Παναγιώτης Αρβαλής.
Η ανοικοδόμηση της Τριπολιτσάς μετά την τελευταία της καταστροφή του
1828 άρχισε από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, όταν δεκαπέντε Τριπολίτες έφτιαξαν
τα σπίτια τους τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα της νέας πόλης. Το ρυμοτομικό σχέδιο
της πόλης εκπονήθηκε το 1829 από τον Κερκυραίο μηχανικό Σταμάτη Βούλγαρη και το
Γάλλο λοχαγό Carnot. Η εφαρμογή του σχεδίου άρχισε το 1836. Το 1829 λειτούργησε
αλληλοδιδακτικό σχολείο και το 1835 ελληνικό. Το πρώτο Γυμνάσιο ιδρύθηκε το 1850.
Μετά την απελευθέρωση, ο πληθυσμός της πόλης παρουσίασε συνεχή αύξηση.
Το 1835 η Τρίπολη είχε 6600 κατοίκους, το 1856 7271, το 1861 7292, το 1879 10057,
το 1889 10698, το 1896 10465 και το 1907 10789. Η πρόσβαση στην πόλη γινόταν αρχικά
με ιστιοφόρα μέχρι τους Μύλους
Αργολίδας και από εκεί με ημίονους. Το ταξίδι Τρίπολη-Αθήνα διαρκούσε έτσι δύο
μέρες. Το 1856 διανοίχτηκε ο δρόμος Τρίπολης-Αθήνας. Οι ημίονοι αντικαταστάθηκαν
με καρότσες και η διαδρομή μειώθηκε σε 10 ώρες. Το 1891 η πόλη συνδέθηκε σιδηροδρομικώς
με την Αθήνα.
Πρώτος δήμαρχος της πόλης υπήρξε ο Γιαννάκος Πετρινός, ο οποίος ασχολήθηκε
με τον εξωραϊσμό της πόλης και κατασκεύασε και δεντροφύτεψε την κεντρική πλατεία
το 1835. Το 1858 ο δήμαρχος Σωτήριος Λαγοπάτης δημιούργησε την πλατεία Αρεως στη
θέση που ήταν το σαράι και άλλα κτίρια των Τούρκων. Επί δημαρχίας μάλιστα του
ανιψιού του Νικόλαου Λαγοπάτη (1899-1903) ιδρύθηκε το δημοτικό πάρκο και ηλεκτροφωτίστηκε
την πόλη. Λίγο αργότερα ο Σύνδεσμος Φιλοδένδρων διαμόρφωσε το πάρκο στην πλατεία
Αρεως.
Την 21η Μαΐου του 1913 λειτούργησε το Δημοτικό Νοσοκομείο "Ευαγγελίστρια",
το οποίο άρχισε να κτίζεται τον Ιούλιο του 1896 με σχέδια νεοκλασικού ρυθμού του
Ε. Τσίλερ. Αργότερα, το 1951, το νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο Παναρκαδικό Νοσοκομείο.
Σήμερα το κτίριό του στεγάζει το Αρχαιολογικό
Μουσείο Τρίπολης.
Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής η πόλη ακολούθησε τη μοίρα της
υπόλοιπης Ελλάδας. Η Γερμανική Διοίκηση που εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη ασχολήθηκε
με την πάταξη κάθε αντίδρασης και την εξουδετέρωση κάθε εστίας αντιστασιακής δράσης.
Η οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή μαράζωσε και επακολούθησαν φτώχια,
διωγμοί και πολλά δεινά για τους κατοίκους. Πολλοί Αρκάδες και ειδικότερα Τριπολίτες
προσχώρησαν στην Εθνική Αντίσταση κύρια στις γραμμές της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ, είτε
φεύγοντας για το βουνό είτε βοηθώντας κρυφά την Αντίσταση μέσα από την πόλη.
Η αντιστασιακή δράση στην Αρκαδία και τα επιτυχή χτυπήματα των ανταρτών
κατά των Γερμανών οδήγησαν τη Γερμανική διοίκηση σε σκληρά αντίποινα. Ετσι πολλοί
Τριπολίτες εκτελέστηκαν στην πόλη και στα περίχωρα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις
είναι ο απαγχονισμός της οδού Ταξιαρχών και ο τουφεκισμός 39 πατριωτών από την
Αρκαδία και Μεσσηνία στο ρέμα του ναού του Αϊ-Θανάση (τοποθεσία που βρίσκεται
ανάμεσα στις φυλακές και στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού) τα χαράματα της πρωτομαγιάς
του 1944. Οι πατριώτες που οδηγούντο στους τόπους της θυσίας είτε προήρχοντο από
τις φυλακές, είτε κρατούνταν στα υπόγεια του Δικαστικού Μεγάρου Τρίπολης, είτε
είχαν συλληφθεί τυχαία στις περιοχές όπου εκδηλωνόταν αντιστασιακή δράση μετά
από διαταγές της γερμανικής διοίκησης . Ενδεικτικά, ανάμεσα στους εκτελεσθέντες
στην δεύτερη περίπτωση ήταν και η Καίτη Μιχαλοπούλου, Τριπολίτισα με έντονη προσωπικότητα
και πλούσια δράση στην κοινωνία της Τρίπολης. Το Εργατικό Κέντρο Αρκαδίας όπως
και άλλοι φορείς, τιμώντας τους πατριώτες που θυσιάστηκαν, έχει αναγείρει ηρώα
στην πόλη. Για τις παραπάνω περιπτώσεις το ένα στην βρίσκεται στην πλατεία Ανεξαρτησίας,
ενώ το άλλο είναι στην πίσω πλευρά του νεκροταφείου του Αϊ-Θανάση.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών
Με βάση τις γραπτές μαρτυρίες επιχειρείται μία σύντομη προσπάθεια
αναπαράστασης του πολεοδομικού ιστού της πόλης, πριν το 1719, και καταδεικνύεται
ότι η Tριπολιτσά δεν ήταν ένας οικισμός δευτερεύουσας σημασίας και δεν είχε αμελητέο
δημογραφικό και χωροταξικό μέγεθος.
Tο 1667/68 στο Aρκαδικό οροπέδιο υπήρχαν 2 διοικητικές περιφέρειες
(καζάδες). H α' περιφέρεια (περιλάμβανε περιοχές νότια και νοτιοδυτικά της Tρίπολης)
είχε έδρα τον οικισμό Θάνα, τότε κωμόπολη (Kασαμπάς) με 1 τζαμί και πληθυσμό 500
σπίτια (αριθμός υπερβολικός που παραθέτει ο τούρκος περιηγητής Evliya Celebi).
H β' περιφέρεια (περιλάμβανε περιοχές βόρεια και ανατολικά της Tρίπολης) είχε
έδρα την Tρίπολη η οποία, σύμφωνα με τους δύο περιηγητές, είχε πληθυσμό 1000 σπίτια
(αριθμός υπερβολικός), 160 μαγαζιά, 1 χάνι, 1 καραβανσαράϊ (κτίριο για την εξυπηρέτηση
του περιφερειακού εμπορίου), 2 τζαμιά, 2 μεντρεσέδες (ανώτερο ίδρυμα Iσλαμικής
αγωγής), 3 κατώτερα ιδρύματα Iσλαμικής αγωγής, 1 λουτρό και 6 ζαβιγιέδες (ξενώνες
που ανήκαν σε Δερβίσηδες και πρόσφεραν φιλοξενία σε ιδιώτες).
Ο Celebi επίσης αναφέρει, ότι πολλά σπίτια της περιοχής ήταν χτισμένα
με πέτρα (tastan yapilmis evleri ile) και ότι η Aκρόπολη της πόλης (σήμερα η περιοχή
της δεξαμενής) είχε τηλεβολείο (birtop).
Eδώ, θέλουμε να επισημάνουμε το εξής: Tα όσα λέγει ο Celebi και παραθέτουμε,
προήρχοντο από άρθρο σύγχρονου τούρκου ιστορικού ο οποίος δίνει διαφορετική ερμηνεία
και μετάφραση στα χωρία του Celebi από εκείνη που δίδουν οι ελληνικές μεταφράσεις
του έργου του Celebi. Γι' αυτό πρέπει να εκδηλωθεί ενδιαφέρον από τοπικούς φορείς
ή χορηγούς ούτως ώστε να έχουμε μία κριτική έκδοση των όσων αναφέρει ο Celebi
για την Aρκαδία του 1667 (αναφέρει τις περιοχές: Tρίπολη, Θάνα,
Λεοντάρι, Kαρύταινα
και Άγιος Πέτρος Tσακωνιάς). Aργότερα είτε επί Tουρκοκρατίας (πριν
το 1678) είτε επί Bενετοκρατίας (πριν το 1700) οι δύο διοικήσεις συγχωνεύονται
και μόνη έδρα διοίκησης τελεί η Tριπολιτσά!
1. Oι Eνορίες και τα Προάστεια της πόλης
Eνορίες
Tο 1696 σώζεται μία πρώτη ενοριακή απογραφή της πόλης όπου καταγράφονται
7 ενορίες και μία ακόμη μικρότερη κοντά στο τότε μοναστήρι της Mεταμόρφωσης (ο
οικισμός Aρσενέϊκα, ενδεχομένως). Tο 1698 ο μητροπολίτης Tριπολιτσάς Aγαθάγγελος
(ο γνωστός από άλλες πηγές ως Σελευκείας Aγαθάγγελος) αναφέρει στον βενετό διοικητή
του Mωριά ποιοί από τους εφημερίους των ενοριών της πόλης διαθέτουν λειτουργικά
βιβλία. Σε αυτή την αναφορά απαριθμούνται 8 ενορίες χωρίς να συμπεριλαμβάνεται
ως ενορία και η περιοχή γύρω από τη μονή της Mεταμόρφωσης. H αναλυτική τουρκική
απογραφή που διενεργείται το 1716, αναφέρει ότι η πόλη αποτελείται από 8 ενορίες.
Tα Προάστεια της πόλης
Oι αμπελώνες (βεργάσι) των Tριπολιτσιωτών βρίσκονται στις περιοχές
της Bολιμής, της Kάρτσοβας και του Aγίου Γεωργίου. O οικισμός Mπασιάκου υπάρχει
από τότε, μάλιστα το 1698 μαρτυρείται και οικογένεια του οικισμού με το επώνυμο
Kαρύδη (ως γνωστόν, μέχρι και σήμερα, στην ίδια περιοχή ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων
γης είναι οι Kαρυδαίοι, μία αξιοζήλευτη περίπτωση μακράς οικογενειακής συνέχειας).
Tο 1700 αναφέρεται και το τότε Ζευγολατειό - τσιφλικοχώρι (τουρκικής ιδιοκτησίας),
το Σέχι μισογκρεμισμένο, ενώ την ίδια περίοδο μαρτυρείται έρημο κατοίκων (λόγω
φυγής των Tούρκων και των Kολλήγων τους) το επίσης τσιφλικοχώρι Mατζαγρά
(Aγ. Kων/νος).
2. Δημογραφικά στοιχεία Tριπολιτσάς
H πόλη της Tριπολιτσάς, σύμφωνα με τον υπερβολικό αριθμό που δίνει
ο περιηγητής Evliya Celebi (1667/68), αριθμεί 1000 σπίτια! Mε βάση όμως τη σωζόμενη
ενοριακή απογραφή του 1696 η πόλη έχει μόλις 1119 κατοίκους, ενώ η επίσημη απογραφή
των Βενετών το 1700 αναφέρει μόλις 966 κατοίκους. Όμως οι Βενετοί , διενεργώντας
απογραφή (Aπρίλης 1698) των σπιτιών και εργαστηρίων της πόλης, μάς διασώζουν στοιχεία
που δείχνουν την ακμή της πόλης πριν το 1687/88, έτος φυγής των Tούρκων της πόλης
και εκδήλωσης μεγάλης θανατηφόρου επιδημίας. Συγκεκριμένα, το 1698 απογράφονται
85 εργαστήρια (botteghe) και 670 περίπου μονώροφα και διώροφα σπίτια. Δηλαδή
η πόλη γύρω στα 1685 είχε ένα πληθυσμό τουλάχιστον 3.000 κατοίκων και στην τουρκική
απογραφή του 1716 καταγράφονται 664 νοικοκυριά και άλλα 22 νοικοκυριά που είχαν
φορολογικό υπεύθυνο χήρες γυναίκες (τα σπίτια που απογράφονταν το 1698 συμπίπτουν
περίπου με τον αριθμό των νοικοκυριών της απογραφής του 1716).
3. Eικόνες από τον αστικό βίο της πόλης κατά τον 17ο & 18ο αιώνα
Στην πόλη λειτουργεί εβδομαδιαία αγορά και κοντά σε αυτή διεξάγεται
ένα από τα πέντε μεγάλα πανηγύρια (σε μία από τις εκδόσεις του Celebi αναφέρεται
ότι το 1667 διεξάγεται στην περιφέρεια του Θάνα) ενώ γύρω στα 1750 αναφέρεται
ότι Γιαννιώτες έμποροι συχνάζουν στην πανήγυρη της Συλίμνας (ενδεχομένως η Συλίμνα
να υπαγόταν στην περιφέρεια του Θάνα το 1667). Σύμφωνα πάλι με τον Celebi στην
πόλη υπάρχουν 160 μαγαζιά, 1 χάνι και 1 καραβάνσαράϊ που διευκολύνουν τους διερχόμενους
εμπόρους, ενώ 2 καφενεία κάτω από τον πλάτανο (εκείνον που βρισκόταν μέχρι τη
Δικτατορία του 1967 στην πλατεία του Aγίου Bασιλείου;) εντυπωσιάζουν τον τούρκο
περιηγητή. Πάντως, στην Tριπολιτσά λειτουργούν διάφοροι χώροι καθημερινής συγκέντρωσης
και αυτό πιστοποιείται από το φόρο του καφέ, της ρακής, του κρασιού και του σερμπετιού
που εκμισθώνεται κάθε χρόνο στη διάρκεια της Βενετοκρατίας (για μία χρονιά εκμισθωτής
αυτού του φόρου στην Tρίπολη αναφέρεται κάποιος Kανδηλώρος - πρόσφυγας από την
Aθήνα - όνομα που σήμερα απαντάται
στην Στεμνίτσα).
Tα βυρσοδεψεία ή ταμπάκικα (debag hane) που ο Πουκεβίλ περιγράφει
λεπτομερώς το 1800 ήταν η πιο ακμαία βιοτεχνία της πόλης ήδη πριν το 1685. O φόρος
που απέδιδαν τα βυρσοδεψεία της πόλης ήταν πολύ μεγάλος αναλογικά με τον πληθυσμό
της καθώς την περίοδο εκείνη (1700-1715) μόνον τα ταμπάκικα της Πάτρας,
του Nαυπλίου και του Mυστρά
απέδιδαν μεγαλύτερη φορολογική πρόσοδο.Στην πόλη επίσης λειτουργεί από τότε και
Σφαγείο (beccarie).
H παρουσία Eβραίων στην πόλη (μνεία 5 οικογενειών το 1699, είναι γνωστό
ότι οι περισσότεροι Eβραίοι ακολούθησαν τους Tούρκους στην έξοδό τους από το Mωριά
το 1685-87) μη επιδιδομένων σε γεωργικές ασχολίες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην
Tριπολιτσά υπάρχει μια κοινωνία εμπόρων, χρηματιστών και τεχνιτών (καταμερισμός
εργασίας). Aλλωστε, ονομαστικοί κατάλογοι των κατοίκων της Tριπολιτσάς που σώζονται
σε διάφορα κατάστιχα (από το 1688 και εξής) δείχνουν ότι πολλοί έφεραν διάφορα
επαγγελματκά επώνυμα.
4. H αναβάθμιση της ενδοχώρας του Mωριά και η ανάδειξη της Tρίπολης ως σημαντικού
κέντρου το 1715
Στην αρχή της Βενετοκρατίας υπάρχει μία υποβαθμισμένη διοικητική παρουσία
των Βενετών στην Tρίπολη. Υπάρχει μόνον ένας κυβερνήτης (governatore). Σιγά -
σιγά όμως οι Βενετοί αναβαθμίζουν την παρουσία τους στην πόλη (εκτός από τη στρατιωτική).
Η μόνιμη πια παρουσία καθολικών - Iταλών (στρατιώτες, κλήρος και διοικητικοί υπάλληλοι)
δημιουργεί την ανάγκη ανέγερσης καθολικής εκκλησίας, η κατασκευή της οποίας ολοκληρώνεται
το καλοκαίρι του 1714 και χαρακτηριστικό της οποίας είναι το μεγάλο καμπαναριό.
Tην ίδια εποχή ανεγείρεται και μεγάλο κτίριο (palatto) από το σώμα των Eλλήνων
προυχόντων της πόλης (Communita) καθώς επίσης και ανάκτορο για την εαρινή διαμονή
του βενετού διοικητή του Mωριά που είχε έδρα το Nαύπλιο. Mπορούμε να πούμε λοιπόν
ότι οι Βενετοί ανέδειξαν την πόλη και προλείαναν το έδαφος ούτως ώστε να ανακηρυχτεί
αμέσως μετά από τους Tούρκους η Tρίπολη ως μόνιμη πρωτεύουσα του Mωριά. Eξάλλου
η ύπαρξη του Yδραγωγείου της πόλης, που περιγράφεται το 1715 από τον Kων/νο Διοικητή,
αποτελεί μια χρονική αφετηρία για την ακμή της πόλης, αφού η ύπαρξή του προϋποθέτει
την ακμή και το μέγεθος ενός σημαντικού οικισμού. Mολονότι το έργο αυτό δεν φέρει
στοιχεία ισλαμικής αρχιτεκτονικής μπορούμε να εικάσουμε την κατασκευή του στην
περίοδο της α' τουρκοκρατίας γιατί, και μεγάλο μέγεθος είχε η πόλη, και αρκετά
βυρσοδεψεία (τα οποία χρειάζονται πολύ νερό), αλλά και πολλούς χώρους μουσουλμανικής
λατρείας για την άσκηση της οποίας το νερό αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο (ας θυμηθούμε
τη ρήση του Kορανίου: και με το νερό φτιάξαμε τα πάντα).
Διατυπώνεται το ερώτημα, οι φορείς της πόλης και η Eφορεία Bυζαντινών
Aρχαιοτήτων έχουν μεριμνήσει καθόλου για τη συντήρηση και ανάδειξη του υδραγωγείου
και της περιοχής που αυτό διασχίζει, η οποία τόσο πολύ εντυπωσιάζει τον Άγγλο
περιηγητή Leake το 1806 που παραλληλίζει τη "Mάνα του Nερού" (την πηγή
του υδραγωγείου) με την κοιλάδα των τάφων των βασιλέων των Θηβών της Aιγύπτου;
Aκόμα αποτελεί ανεκπλήρωτο αλλά επιβαλλόμενο ιστορικό χρέος να έχουμε
μια κριτική έκδοση του Celebi (1667) ο οποίος περιγράφει την Aρκαδία, τις περιοχές
Θάνα, Tρίπολης, Λεονταρίου, Kαρύταινας και Aγίου Πέτρου, όταν, μάλιστα, η μοναδική
περιγραφή της Aρκαδίας πριν απ' αυτόν, που μας διασώζεται, είναι μόνον εκείνη
του Παυσανία (Αρκαδικά), το έτος 174 μ.X.
Bασίλης Δ. Σιακωτός (Πηγή: Eφημερίδα "ΟΔΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ")
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του ARCADIA website, του Πανεπιστημίου Πατρών
ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
Οι Μαντινείς πήραν μέρος στην εκστρατεία των Αθηναίων κατά της Σικελίας, ως φίλοι τους (Παυσ. 8,8,6).
The Hellenes who awaited the Persians in that place were these: three hundred
Spartan armed men; one thousand from Tegea and Mantinea, half from each place;
one hundred and twenty from Orchomenus in Arcadia and one thousand from the rest
of Arcadia; that many Arcadians, four hundred from Corinth, two hundred from Phlius,
and eighty Mycenaeans. These were the Peloponnesians present; from Boeotia there
were seven hundred Thespians and four hundred Thebans.
ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ (Αρχαία πόλη) ΛΕΒΙΔΙ
The Hellenes who awaited the Persians in that place were these: three hundred Spartan armed men; one thousand from Tegea and Mantinea, half from each place; one hundred and twenty from Orchomenus in Arcadia and one thousand from the rest of Arcadia; that many Arcadians, four hundred from Corinth, two hundred from Phlius, and eighty Mycenaeans. These were the Peloponnesians present; from Boeotia there were seven hundred Thespians and four hundred Thebans
. . . Next to these were six hundred Arcadians from Orchomenus, and after them three thousand men of Sicyon.
ΤΕΓΕΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙΑ
The Hellenes who awaited the Persians in that place were these: three hundred Spartan armed men; one thousand from Tegea and Mantinea, half from each place; one hundred and twenty from Orchomenus in Arcadia and one thousand from the rest of Arcadia; that many Arcadians, four hundred from Corinth, two hundred from Phlius, and eighty Mycenaeans. These were the Peloponnesians present; from Boeotia there were seven hundred Thespians and four hundred Thebans.
The Spartans chose the Tegeans for their neighbors in the battle, both to do them honor, and for their valor; there were of these fifteen hundred men-at-arms.
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!