gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 1 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία για το τοπωνύμιο: "ΡΕΘΥΜΝΟΝ Πόλη ΚΡΗΤΗ".


Ιστορία (1)

Σελίδες επίσημες

Βυζαντινά χρόνια και Ενετοκρατία
  Οι πληροφορίες μας για το Ρέθυμνο τόσο για την Α΄ Βυζαντινή περίοδο (325-824) όσο και κατά τη φάση της αραβοκρατίας (824-961) είναι ελάχιστες. Η απελευθέρωση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά το 961 και η ένταξή της ξανά στη βυζαντινή αυτοκρατορία σηματοδοτεί την έναρξη της Β΄ Βυζαντινής περιόδου που διήρκεσε μέχρι την άφιξη των Βενετών στον νησί, το 1204. Στη φάση το σύνολο των κατοικιών περιβλήθηκε με τείχη και το Castrum Rethemi αποτέλεσε την πρώτη μορφή οχυρωμένου οικισμού, που αργότερα οι Βενετοί ονόμασαν Castel Vecchio.
  Η περίοδος της Βενετοκρατίας τυπικά ξεκινά το 1204, οπότε με την Δ΄ Σταυροφορία η Κρήτη πέρασε στα χέρια του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού που αργότερα την παραχώρησε στους Βενετούς. Το 1206 όμως ο Γενουάτης πειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε κατέλαβε το νησί και η Βενετία κατόρθωσε να το πάρει πίσω ουσιαστικά το 1210. Οι Κρητικοί αντέδρασαν στους κατακτητές κι έτσι από 1211 ως το 1367 εκδηλώθηκε σειρά επαναστάσεων. Παρά τις αντιδράσεις οι Βενετοί προέβησαν σε μια σειρά από διοικητικές αλλαγές σύμφωνα με τις οποίες το νησί διαιρέθηκε σε έξι τμήματα και αργότερα, το 14ο αι. σε τέσσερα με πρωτεύουσες τα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Χάνδακα και τη Σητεία. Σ΄ ολόκληρο το νησί ανώτατη εξουσία είχε ο Δούκας (Duca) που η έδρα του βρισκόταν στο Χάνδακα. Σε κάθε μία από τις επαρχίες Χανίων, Ρεθύμνου και Σητείας διοικούσε ο Ρέκτορας (Rettore) με τη βοήθεια των δύο Συμβούλων (Consiglieri).
Η καταστροφή του 1571και η Κρητική Αναγέννηση
  Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 η θέση των Βενετών στην Ανατολή άρχισε να κλονίζεται Στο Ρέθυμνο ήδη από το 1537/38 άρχισε να καταστρώνεται πρόγραμμα οχυρωματικών έργων το οποίο ανατέθηκε στο βερονέζο αρχιτέκτονα Michele Sanmicheli. Ανάμεσα στα σχέδια που έκανε ήταν και εκείνο του χερσαίου τείχους της πόλης που θεμελιώθηκε το 1540 και ολοκληρώθηκε το 1570.
  Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα λεηλάτησε τον Αποκόρωνα, τα περίχωρα των Χανίων, το Ρέθυμνο και τη Σητεία.
  Η επιδρομή του Ουλούτζ- Αλή στις 7 Ιουλίου 1571 ήταν καταστροφική. Oι Τούρκοι βρήκαν έρημη της πόλη, τη λεηλάτησαν και την τύλιξαν στις φλόγες. Τα περισσότερα σπίτια κάηκαν, τα τείχη του Castel Vecchio και το χερσαίο τείχος που μόλις είχε ολοκληρωθεί αφανίστηκαν. Όλα αυτά στάθηκαν η αιτία για να παρθεί η απόφαση της κατασκευής φρουρίου πάνω στο λόφο του Παλαιοκάστρου μέσα στο οποίο σχεδίαζαν να χτίσουν και τα σπίτια της πόλης. Πράγματι το 1573, όταν ρέκτορας ήταν ο Alvise Lando, έγινε η θεμελίωση του κάστρου. Τα αρχικά σχέδια έκανε ο αρχιτέκτονας Sforza Palllavicini και την επίβλεψη ανέλαβε ο μηχανικός Gian Paolo Ferrari.
  Μετά την ολοκλήρωση της Φορτέτζας διαπιστώθηκε ότι ο χώρος ήταν πολύ περιορισμένος για να μπορέσει να περιλάβει όλες τις κατοικίες, οπότε αποφασίστηκε ότι ο χώρος του κάστρου θα φιλοξενούσε τη βενετική διοίκηση, τη λατινική επισκοπή και τις στρατιωτικές αρχές και θα χρησίμευε ως καταφύγιο για τους κατοίκους σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης.
  Μετά την ανέγερση του φρουρίου της Φορτέτζας και το πέρασμα των χρόνων οι βενετοί είχαν πια εδραιώσει τη θέση τους στο νησί. Έτσι το τρίτο τέταρτο του 16ου αι., ο χαρακτήρας της πόλης άρχισε να γίνεται αναγεννησιακός σύμφωνα με τα βενετσιάνικα πρότυπα. Στη φάση αυτή εντάσσεται η ανέγερση πολυτελών δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων και η πόλη αποκτά, όπως και η Βενετία, κεντρική πλατεία (piazza), Λέσχη Ευγενών (Loggia), κρήνες όπως η Rimondi, μέγάλο ηλιακό ρολόϊ, κεντρική οδό και μικρές παρακαμπτήριες που οδηγούσαν στους ναούς, τα μοναστήρια, τα αρχοντικά και τις απλές κατοικίες. Τα περισσότερα από τα λαμπρά αυτά οικοδομήματα με τα ποικίλα θυρώματα, άλλοτε απλά και άλλοτε εξαιρετικά μνημειακά στέκουν ακόμα και σήμερα μάρτυρες της λαμπρής αυτής φάσης της ρεθεμνιώτικης ιστορίας. Μέσα σ΄ αυτό το αναγεννησιακό περιβάλλον στο οποίο οπωσδήποτε υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο προέκυψε η σύζευξη των δύο πολιτισμών με σημαντικές επιδράσεις στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο. Λόγιοι, όπως ο Μάρκος Μουσούρος, ο Ζαχαρίας Καλλιέργης και οι αδερφοί Βεργίκιοι διέπρεψαν στην Ευρώπη, ενώ ο Γ. Χορτάτζης, ο Τρώιλος και ο ποιητής του Κρητικού Πολέμου Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής διακρίθηκαν για τις λογοτεχνικές τους ικανότητες και συνέβαλαν στην άνθιση της κρητικής λογοτεχνίας. Αλλά και η αναγέννηση στη ζωγραφική, εκφράστηκε από καλλιτέχνες όπως ο Εμμανουήλ Λαμπάρδος και Εμμανουήλ Μπουνιαλής που αποτέλεσαν άξιους εκπροσώπους της λεγόμενης Κρητικής Σχολής.
Η πολιορκία του Ρεθύμνου
  Το 1645 αποβιβάστηκαν τα πρώτα τουρκικά στρατεύματα στα Χανιά και αμέσως άρχισε η πολιορκία της πόλης που μετά από δύο μήνες παραδόθηκε. Ο μεγάλος βενετοτουρκικός πόλεμος του 17ου αιώνα είχε ξεκινήσει. Στις 29 Σεπτέμβρη 1646 τα στρατεύματα του Χουσεϊν Πασά έφθασαν μπροστά στα τείχη της πόλης του Ρεθύμνου που ήδη είχε αποδυναμωθεί εξαιτίας των τακτικών επιδρομών που έκαναν από πριν οι εγκατεστημένοι πλέον στην περιοχή των Χανίων Τούρκοι.
  Οι πολίτες και οι άμαχοι συγκεντρώθηκαν μέσα στο φρούριο όπου η κατάσταση ήταν δραματική λόγω του λοιμού, των τραυματιών και της έλλειψης τροφίμων και κυρίως πυρομαχικών. Όταν ο δοιηκητής συνειδητοποίησε την αδυναμία γα περαιτέρω άμυνα σήκωσε λευκή σημαία και διαπραγματεύτηκε, ευτυχώς με ευνοϊκούς όρους, την παράδοση του Ρεθύμνου: όσοι κάτοικοι επιθυμούσαν μεταφέρθηκαν στο Χάνδακα ενώ όσοι έμειναν έγιναν φόρου υποτελείς στο Σουλτάνο. Η Φορτέτζα του Ρεθύμνου παραδόθηκε στους Τούρκους στις 13 Νοεμβρίου 1646.
Aπό την Τουρκοκρατία στην Αυτονομία (1669 - 1897)
  Η επικράτηση των Τούρκων στο Ρέθυμνο (1669-1898), όπως και σε ολόκληρη την Κρήτη, έφερε σημαντικές αλλαγές τόσο στον διοικητικό, οικονομικό και πληθυσμιακό τομέα αλλά κυρίως στον πνευματικό και στον καθημερινό τρόπο ζωής. Η Κρήτη που αποτελούσε πλέον μία μεγάλη περιφέρεια χωρίστηκε αρχικά σε τρία διαμερίσματα : του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και των Χανίων και αργότερα και του Λασιθίου, καθένα από τα οποία διοικείτο από έναν πασά. Η εικόνα της πόλης άλλαξε ριζικά.
  Οι κατακτητές εγκαταστάθηκαν στα βενετσιάνικα αρχοντικά, τα εμπλούτισαν με τα δικά τους αρχιτεκτονικά στοιχεία και τόνισαν ακόμα περισσότερο την παρουσία τους με τους με τα τζαμιά και τους μιναρέδες που ύψωσαν. Στα αλλοτινά στενάκια του βενετσιάνικου ιστού της πόλης του Ρεθύμνου ξεπρόβαλαν τώρα τα «σαχνισιά», τα κιόσκια που πρόσθεσαν στις προσόψεις των σπιτιών δίνοντας στην πόλη το δικό τους χαρακτήρα, αυτόν της μουσουλμανικής πόλης. Πολλές από τις εκκλησίες καταστράφηκαν και άλλες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Ο πνευματικός μαρασμός που ακολούθησε ήταν αναμενόμενος. Η άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών της «Κρητικής αναγέννησης» ήταν πια παρελθόν. Οι σφαγές και οι λεηλασίες κατά των χριστιανών και των περιουσιών τους οδήγησαν τους κρητικούς σε μια σειρά από εξεγέρσεις και επαναστάσεις ανάμεσα στις οποίες και αυτή του 1821 που έγινε στο πλαίσιο του συνολικού ξεσηκωμού των Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών.
  Ούτε όμως με την επανάσταση του 1821 η Κρήτη δεν κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία της και η παραχώρησή της στον Αιγύπτιο Αντιβασιλιά Μεχμέτ Αλή (1830-1841) δεν αποτέλεσε παρά μια μικρή ανακούφιση για το χριστιανικό πληθυσμό του νησιού που εξακολούθησε να μάχεται για την ελευθερία του. Όσο περνούσαν τα χρόνια οι συνεχείς αγώνες έφερναν κάποια αποτελέσματα και οι χριστιανοί όλο και κατακτούσαν κάποια προνόμια σχετικά με την ανεξιθρησκία και την απόκτηση περιουσίας. Τίποτα όμως δεν ικανοποιούσε τους κρητικούς που αυτό που αποζητούσαν ήταν η πλήρης απελευθέρωσή τους και η ένωσή τους με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο κορυφαίος αγώνας δόθηκε με την Μεγάλη Κρητική Επανάσταση που κράτησε από το 1866 έως το 1869 με σημαντικότερο γεγονός το Ολοκαύτωμα του Αρκαδιού. Ακόμα και μετά το συγκλονιστικό αυτό γεγονός και το ύψιστο αγώνα για ελευθερία η Κρήτη εξακολουθούσε να παραμένει κάτω από την Τούρκικη κυριαρχία με τις ίδιες συνθήκες γεγονός που οδήγησε σε νέα επανάσταση, αυτήν του 1878 με την οποία εξασφαλίστηκαν αρκετά θρησκευτικά και πολιτικά προνόμια με κυριότερο το ότι μπορούσε ο Γενικός Διοικητής Κρήτης να είναι Κρητικός. Αντί όμως τα πράγματα να πηγαίνουν όλο και στο καλύτερο, από το 1890 έως το 1895 οι Τούρκοι σκλήρυναν ακόμα περισσότερο τη στάση τους απέναντι στους ντόπιους και με τη συμπεριφορά τους οδήγησαν στην επανάσταση του 1897 με την οποία κατοχυρώθηκε η Αυτονομία της Κρήτης.
  Σημαντικότερο γεγονός του αγώνα για ελευθερία ήταν η δραματική κατάληξη της πολιορκίας της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, όπου οι πολιορκημένοι προκειμένου να παραδοθούν στους Τούρκους προτίμησαν να κλειστούν στην πυριτιδαποθήκη και να την ανατινάξουν δίνοντας με τον πιο γενναίο τρόπο τον αγώνα τους για την ελευθερία. Πρωταγωνιστής του Αρκαδικού δράματος ήταν ο πυρπολητής της πυριτιδαποθήκης, ο ήρωας Κωστής Γιαμπουδάκης από το Αδελε Ρεθύμνου.
Αυτονομία - Ένωση - Νεώτερα Χρόνια
  Το 1897 ήταν η τελευταία χρονιά τουρκικής κατοχής της Κρήτης. Το 1898 εγκαταστάθηκαν Ρώσοι στρατιώτες στο νησί και στις 9 Δεκεμβρίου ο πρίγκιπας Γεώργιος ήρθε στα Χανιά ως ύπατος Αρμοστής. Η Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η οργάνωση της Κρήτης ως αυτόνομης πολιτείας με δικό της Σύνταγμα και δική της Κυβέρνηση. Η περίοδος της αυτονομίας ήταν δημιουργική για όλους τους τομείς τόσο της οικονομικής όσο και της πνευματικής ζωής του Ρεθύμνου. Έγιναν πολλά έργα υποδομής, πολυτελή ιδιωτικά και δημόσια κτήρια, ενώ σημειώθηκε μια σημαντική πνευματική δράση όπως αποδεικνύει η ύπαρξη κινηματογράφου και θεατρικών χώρων. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε δημιουργικά ως την 1η Δεκεμβρίου 1913 οπότε και έγινε η ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα. Και ενώ όλα πήγαιναν καλά, η ένωση και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η Ελλάδα αντέστρεψαν τη δημιουργική ανάπτυξη του Ρεθύμνου και ολόκληρης της Κρήτης. Η κατάσταση θα ανακάμψει ξανά μόνο μετά το 1924 όταν, μετά το Μικρασιατικό Πόλεμο, έφυγαν και οι τελευταίοι Τουρκοκρητικοί και ήλθαν στη θέση τους οι πρόσφυγες φέρνοντας μαζί τον πολιτισμό και το δημιουργικό τους πνεύμα που έμελλε να εμπλουτίσει και να ωθήσει το Ρέθυμνο σε μια νέα οικονομική και πνευματική άνθιση.
  Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα αποτελέσει ίσως την κυριότερη αιτία οπισθοδρόμησης και μαρασμού σε όλα τα επίπεδα. Η πτώση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών και ο βομβαρδισμός του Ρεθύμνου το Μάιο του 1941 ήταν η αρχή για μια σειρά από πολύνεκρες μάχες όπου ο άμαχος πληθυσμός μέσα σε μια έξαρση γενναιότητας και πατριωτισμού έδωσε ένα καλό μάθημα στους κατακτητές. Παρόλα αυτά οι γερμανοί κατάφεραν να υπερισχύσουν και να εγκατασταθούν στο Ρέθυμνο ασκώντας έλεγχο στη ζωή, τη διοίκηση και την οικονομία του τόπου.
  Οι αφόρητες συνθήκες ζωής και η καταπίεση του κατακτητή από το 1941 έως το 1944 οδήγησαν στην ανάπτυξη και στο Ρέθυμνο ισχυρού αντιστασιακού μετώπου που έδρασε ενεργά σε πολλά σημεία του νομού. Τη λήξη της Γερμανικής κατοχής ακολούθησε περίοδος φτώχιας και αθλιότητας που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1960, τότε που με το πρώτο φως το ηλεκτρισμού άρχισε να ανάβει και η ελπίδα για καλύτερες μέρες. Από το 1960 μέχρι σήμερα το Ρέθυμνο βρίσκεται σε μία συνεχή τροχιά ανάπτυξης γεγονός στο οποίο συνέβαλε τα μέγιστα και η τουριστική ανάπτυξη που άρχισε να γίνεται εμφανής από το τέλος τις δεκαετίας του 1960 και κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1970

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουρισμού Ρεθύμνου


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ