gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 5 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία για το τοπωνύμιο: "ΣΙΑΤΙΣΤΑ Πόλη ΚΟΖΑΝΗ".


Ιστορία (5)

Σελίδες επίσημες

  Τι ώθησε τους πρώτους οικιστές να έρθουν και να ριζώσουν σ' αυτό τον τόπο παραμένει άγνωστο. Ακόμη δε γνωρίζουμε με ακρίβεια την προέλευσή τους ούτε το χρόνο ίδρυσης και την ετυμολογική ρίζα του ονόματος της πόλης. Υποθέσεις υπάρχουν πολλές. Φαίνεται πάντως πιο πιθανή η άποψη πως η Σιάτιστα είναι δημιούργημα των δύσκολων συνθηκών που επικράτησαν στον ελληνικό χώρο λίγο πριν και μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς κατά την ασταμάτητη προέλαση των Οθωμανών έποικοι από τα βάθη της Μ. Ασίας έρχονταν να εγκατασταθούν στις ελληνικές πεδιάδες, απωθώντας τους παλιούς χριστιανούς κατοίκους προς τα άγονα ορεινά μέρη.
  Οι αρχικοί οικιστές, κάτοικοι γειτονικών πεδινών χωριών και νομάδες ποιμένες, ίδρυσαν τις δύο συνοικίες που συναποτελούν τη Σιάτιστα: τη Γεράνεια πρώτα και τη Χώρα, το διοικητικό κέντρο, ύστερα.
  Aργότερα, από τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, η οχυρή τοποθεσία της πόλης, που εξασφάλιζε σχετικά ελεύθερη ζωή, προσέλκυσε κι άλλους κατοίκους από τις γειτονικές Ηπειρο και Θεσσαλία αλλά και από μακρινότερες περιοχές, οι οποίοι επιζητούσαν καταφύγιο από τις διώξεις των Τούρκων και των Αλβανών. Από τα μέσα του 17ου αιώνα αρχίζει η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της πόλης που θα διαρκέσει αδιάπτωτη ως τις αρχές του 19oυ αιώνα.
  Η οικονομική ανάπτυξη θα στηριχτεί κατά κύριο λόγο στο εμπόριο που διεξήγαγαν οι Σιατιστινοί έμποροι -οι πραματευτάδες - μαζί με τους εμπόρους άλλων Μακεδονικών πόλεων όπως η Κοζάνη, η Καστοριά, η Εδεσσα, η Νάουσα, η Θεσσαλονίκη, το Μελένικο κ.ά. με τη θαλασσοκράτειρα Βενετία μέσω Δυρραχίου ως το 1750 περίπου και στη συνέχεια με τις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντροδυτικής Ευρώπης.
  Αφθονες είναι οι γραπτές μαρτυρίες από τα κρατικά Αρχεία της Βενετίας, της Αυστροουγγαρίας και των Βαλκανικών χωρών για την πετυχημένη δράση των Σιατιστινών εμπόρων.
  Ζώντας στις χώρες της Ευρώπης και ασκώντας δραστήρια το εμπόριο σώρευαν πλούτη, τα οποία εξασφάλιζαν ανέσεις στην καθημερινή ζωή και τους έδιναν τη δυνατότητα να χτίζουν θαυμαστά παλάτια, τ' αρχοντικά.
  Παράλληλα παρακολουθούσαν τις πολιτικοκοινωνικές και πνευματικές αλλαγές που συντελούνταν στην Ευρώπη κι αφομοίωναν τις καινούργιες ιδέες που έφερναν στην Ευρώπη ο Διαφωτισμός κι η Γαλλική Επανάσταση.
  Πρώτο μέλημά τους υπήρξε η Παιδεία κι η απελευθέρωση του Γένους από τα δεινά της σκλαβιάς. Η Σιάτιστα ευτύχησε να διαθέτει ένα από τα παλιότερα σχολεία στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, στο οποίο δίδαξαν επιφανείς Διδάσκαλοι, και ανέδειξε μεγάλους λογίους και αγωνιστές που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για τη μεγάλη υπόθεση της λευτεριάς. Σιατιστινοί, λόγου- χάρη, ήταν ο Γ. Παπαζώλης που πρωτοστάτησε στα Ορλωφικά, οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου, εκδότες της πρώτης ελληνικής εφημερίδας στη Βιέννη (1790) με τίτλο ΕΦΗΜΕΡΙΣ και συvεργάτες του Ρήγα, ο συμμάρτυρας του Ρήγα Θεοχάρης Τουρούντζιας, οι Μανούσηδες, ο ξακουστός λόγιος Γ. Ζαβίρας, οι δάσκαλοι Δ. Καρακάσης, Μιχ. Παπαγεωργίου, Μιχ. Δούκας και Δημ. Αργυριάδης, ο πρόκριτος Γ. Νιόπλιος και ο Ν. Kασoμoύλης που πρωτοστάτησαν στην κήρυξη της Eπανάστασης στη Μακεδονία (1822) και πλήθος άλλων σημαντικών ανδρών.
  Τα πλούτη της πόλης από τη μία εξασφάλιζαν σχετικά ελεύθερη ζωή κατά παραχώρηση της οθωμανικής διοίκησης και από την άλλη τραβούσαν σαν το μαγνήτη τα φθονερά βλέμματα των άτακτων Τουρκαλβανών. Κατ' επανάληψη, από το 1784 ως το 1830 δοκίμασαν να μπουν στην πόλη και να την κουρσέψουν. Όλες όμως οι απόπειρες κατέληξαν σε αποτυχία, χάρη στην ηρωική αντίσταση των κατοίκων. Η Σιάτιστα, όπως κι η υπόλοιπη Μακεδονία, παρά τους αγώνες της δεν είχε την τύχη ν' απολαύσει ελεύθερη ζωή αμέσως μετά τη λήξη της Επανάστασης του 1821 και την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους.
  Από οικονομική άποψη ο 19ος αιώνας είναι για την πόλη περίοδος μαρασμού και δημογραφικής κάμψης.
  'Ομως το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της δεν κάμπτεται. Οι Σιατιστινοί συμμετέχουν ενεργά σ' όλες τις κινήσεις που σημειώνονται στη Μακεδονία με αφορμή το γνωστό πρόβλημα των Εθνοτήτων, ιδρύουν σχολεία και παίρνουν μέρος σ' όλους τους αγώνες για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού.
  Θρυλική στη μνήμη των Σιατιστινών εξακολουθεί να παραμένει η καπετάνισσα Περιστέρα.
  Κορυφαίες στιγμές υπήρξαν η συμμετοχή στο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1909) και η μάχη της Σιάτιστας, την 4η Νοεμβρίου 1912, που έφερε την πολυπόθητη λευτεριά. Απολαμβάνοντας από το 1912 ως σήμερα η Σιάτιστα τον ελεύθερο βίο γνώρισε περιόδους κάμψης και ανάπτυξης.
  Σήμερα ως Δήμος η Σιάτιστα χάρη στην εργατικότητα των κατοίκων της, που κατά πλειοψηφία απασχολούνται στη Γουνοποιία, γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη κι έχει αλλάξει όψη. Διατηρεί όμως πολλά στοιχεία από την παλιά αρχοντιά της, ενώ ποτέ δεν έχασε το φιλελεύθερο φρόνημά της. Απόδειξη οι μάχες της Βίγλας και του Φαρδύκαμπου (4-6 Μαρτίου 1943), όταν οι κάτοικοι της Σιάτιστας και της γύρω περιοχής, με την καθοδήγηση της μοναδικής στην πόλη αντιστασιακής Οργάνωσης, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αψηφώντας τις συνέπειες της Κατοχής, χτύπησαν και αιχμαλώτισαν έναν ιταλικό λόχο πρώτα κι ύστερα ολόκληρο και πάνοπλο τάγμα Ιταλών .
  Θα κλείσουμε την σύντομη ιστορική αναδρομή με αναφορά στη μετανάστευση που σημάδεψε τη Σιάτιστα. Από το 1887 - σύμφωνα με την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ του Ι.Αποστόλου- άρχισε η μετανάστευση στο νέο κόσμο (Αμερική) που έγινε εντονότερη το 1904 και 1908. Ρεύμα μετανάστευσης παρατηρείται και το 1917 προς το νέο κόσμο και μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο προς Γερμανία και Αυστραλία.   Σήμερα υπάρχουν Σιατιστινοί σε όλα τα μέρη του κόσμου. Κανένας ξενιτεμένος Σιατιστινός δεν ξεχνά την πατρίδα. Απόδειξη οι μικρές και μεγάλες δωρεές τους, που βοηθούν και ομορφαίνουν τη Σιάτιστα. Απόδειξη η παρουσία τους στις μεγάλες γιορτές μας, απόδειξη η παρουσία τους στα δρώμενα της πόλης μας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σιάτιστας


Μάχες

Η μάχη της Σιάτιστας

4/11/1912

4η Νοεμβρίου 1912
( πώς φθάσαμε στις 4 Νοεμβρίου 1912 μέρα απελευθέρωσης της Σιάτιστας)

  Η Σιάτιστα είχε ενεργό δράση στο Μακεδονικό Αγώνα. Συμμετείχε από το 1903 στον εξοπλισμό ομάδας ένοπλης δρασης που είχε δημιουργήσει ο Ίων Δραγούμης.
  Στις 22 Ιουλίου 1904 ο Παύλος Μελάς, που επισκέφθηκε μυστικά τη Σιάτιστα, ίδρυσε την Εθνική Επιτροπή Σιάτιστας.
  Όταν στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1904 εμφανίσθηκε ο Παύλος Μελάς, ως αρχηγός πλέον αντάρτικου σώματος με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, η Εθνική Επιτροπή Σιάτιστας ενίσχυσε το Σώμα του με Σιατιστινούς πλήρως εξοπλισμένους.
  Η Εθνική Επιτροπή βοηθούσε τα ανταρτικά σώματα που περνούσαν από την πόλη, διόρισε οδηγούς, διοργάνωσε το ταχυδρομείο των σωμάτων, άρχισε τη μεταφορά όπλων και πυρομαχικών και προοδευτικά μύησε στον αγώνα ολόκληρη την κοινωνία της Σιάτιστας. Έτσι ολόκληρη η κοινότητα έκρυβε και προστάτευε τους άντρες των αντάρτικων σωμάτων και βοηθούσε στη μεταφορά όπλων.
  Το πρώτο σώμα του Σιατιστινού οπλαρχηγού Περδίκα αποτελούνταν από 10 Σιατιστινούς νέους.Το 1906 συγκροτήθηκε και νέο σώμα από 30 Σιατιστινούς με τη διεύθυνση των Μακεδονομάχων Σπύρου και Παύλου Τσαούση, το οποίο εξοπλίσθηκε από την Εθνική Επιτροπή και στάλθηκε στη βουλγαρόφωνη ζώνη.
  Μια τέτοια προϊστορία δικαιολογεί τη συμπεριφορά των κατοίκων της πόλης στις 12 Οκτωβρίου 1912. Τη μέρα αυτή η Σιάτιστα απελευθερώθηκε μόνη της από τον τουρκικό ζυγό και επαναστατημένη δέχθηκε το Κρητικό σώμα των εθελοντών ενώ ακόμα ο Ελληνικός στρατός βάδιζε από Ελασσώνα προς Σέρβια. Η διαπίστωση αυτή καταγράφεται από το συνταγματάρχη Ν. Κλαδά σε έκθεσή του:
  "Ο Ελληνικός στρατός εξησφάλισε και εμονιμοποίησε την ελευθερίαν της Σιατίστης, αλλά δεν την απηλευθέρωσεν υπό την καθαράν σημασίαν του στρατιωτικού όρου, καθ όσον η ενθουσιώδης αύτη πόλις απηλευθερώθη μόνη της."
  Από το Σεπτέμβριο του 1912, πριν ακόμα η Ελλάδα κηρύξει επίσημα τον πόλεμο κατά της Τουρκίας (4 Οκτωβρίου 1912) η Εθνική Επιτροπή Σιάτιστας μέσω του Εθνικού Κέντρου του Μοναστηρίου πληροφορήθηκε πως επίκειται η κήρυξη του πολέμου και ότι, πριν προελάσουν τα Ελληνικά στρατεύματα, θα προπορευθούν αρκετά εθελοντικά προσκοπικά Σώματα με σκοπό να καταλάβουν επίκαιρα μέρη της Δυτικής Μακεδονίας.Ταυτόχρονα της ζητήθηκε να φροντίσει τα προσκοπικά σώματα που θα περνούσαν από την περιοχή της.   Πράγματι η Επιτροπή φρόντισε τα διερχόμενα προσκοπικά σώματα έως ότου το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου αποφάσισε όχι μόνο να διευκολύνει τη διέλευση του εθελοντικού προσκοπικού σώματος των αρχηγών Μακρή και Καραβίτη αλλά και να υψώσει η πόλη την Γαλανόλευκη και με τα όπλα στα χέρια να διώξει τις Τουρκικές αρχές και να υποδεχθεί πανηγυρικά το εθελοντικό σώμα των αρχηγών Μακρή και Καραβίτη. Τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου με υπόδειξη των αρχηγών ο αγωνιστής του Μακεδονικού αγώνα Σπ.Τσαούσης έκοψε τα τηλεγραφικά σύρματα και άλλοι μετέφεραν όπλα από τις κρύπτες της Γαλατινής για να συμπληρωθεί ο οπλισμός των υπερασπιστών της πόλης. Την ίδια νύχτα επέδωσαν στον Μουδίρη της πόλης το ακόλουθο έγγραφο των αρχηγών:

Προς τον Σταθμάρχην Σιατίστης
Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου σε διατάσσομεν, όπως αμέσως εκκενώσης
την πόλιν, διότι θα προελάση αύριον ο Ελληνικός Στρατός προς
απελευθέρωσιν αυτής...
Οι αρχηγοί
Μακρής, Καραβίτης.

  Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου βρήκε την πόλη ελεύθερη.Το Τουρκικό απόσπασμα είχε φύγει για τη Νεάπολη.
  Οι Σιατιστινοί ύψωσαν την Ελληνική σημαία και με αυτοσχέδιο οπλισμό υποδέχτηκαν το εθελοντικό σώμα στον Αγιο Νικάνορα. Τουρκικός στρατός από τη Νεάπολη προσπάθησε το απόγευμα της ίδιας μέρας να αποκαταστήσει το γόητρό του αλλά εκδιώχθηκε από τους υπερασπιστές της πόλης, Εθελοντές και Σιατιστινούς.Το εθελοντικό σώμα των Μακρή και Καραβίτη στη συνέχεια έφυγε για τον αρχικό του στόχο τη Γαλατινή.
  Οι κάτοικοι της πόλης φοβούνταν νέα τουρκική επιδρομή και έπαιρναν τα μέτρα τους: Τα γυναικόπαιδα συγκεντρώθηκαν σε ασφαλή σπίτια και αγγελιοφόρος έσπευσε στα εθελοντικά σώματα των Καούδη, Δηληγιαννάκη και Σεϊμένη να τα παρακαλέσει να έρθουν για ενίσχυση της Σιάτιστας-τα συνάντησε στο Παλιόκαστρο. Οι εθελοντές ήρθαν, έμειναν λίγες μέρες μέχρις ότου ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την Κοζάνη.
  Στις 15 Οκτωβρίου τα εθελοντικά σώματα αναχώρησαν και η Εθνική επιτροπή ανέθεσε στους οπλαρχηγούς Σπύρο Τσαούση, Καραπιπέρη και Λιόλιο Τσαούση τη φρούρηση της πόλης. Ταυτόχρονα έστειλε τους Αθ. Κανατσούλη και Ι. Αποστόλου στην Κοζάνη, να ζητήσουν από τις εκεί ελληνικές Στρατιωτικές αρχές την αποστολή ελληνικού στρατού να καταλάβει τη Σιάτιστα, πράγμα που έγινε.
  Στις 19 Οκτωβρίου το ανεξάρτητο Σύνταγμα ευζώνων υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Γεννάδη μπήκε στη Σιάτιστα και την απελευθέρωσε, και με τη σημασία πια του στρατιωτικού όρου. Στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία έγινε η δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης και την επομένη το σύνταγμα έφυγε.
  Οι ατυχίες της 5ης Μεραρχίας στη Βεύη και το Αμύνταιο έδωσαν ελπίδες στους Τούρκους, που εξαπέλυσαν επιθέσεις εναντίων των εθελοντικών σωμάτων και κατέστρεψαν πολλά χωριά στην περιοχή της Καστοριάς.
  Στη Σιάτιστα βρίσκονταν εθελοντικά σώματα με Γενικό αρχηγό τον Γεώργιο Κατεχάκη. Στις 3 Νοεμβρίου οι πρόκριτοι δέχονται την ακόλουθη επιστολή:

Προς τον λαόν Σιατίστης
Αύριον πρωϊ περί την πρώτην ώραν (τουρκιστί) να αποστείλητε πέντε
προκρίτους δια να παραδώσητε την πόλιν άλλως θα βαδίσω εναντίον αυτής
και θα την βομβαρδίσω.
Λειψίστη 2 Νοεμβρίου 1912
Μεχμέτ Πασάς
Γενικός αρχηγός του στρατεύματος

  Οι πρόκριτοι ζήτησαν προθεσμία για να το σκεφτούν, στην πραγματικότητα για να προετοιμαστούν και να φθάσουν οι ενισχύσεις.Από την Κοζάνη ήρθε ο Συνταγματάρχης Ηπίτης με πάνω από 5000 άνδρες και τρία πεδινά πυροβόλα. Στη δύναμη αυτή εντάχτηκε και ο λόχος των δασκάλων της Κρήτης. Την ίδια μέρα ήρθαν εθελοντικά σώματα υπό τους Γεώργιο Παπαδόπετρο, Παν. Φιωτάκη, Μιχαήλ Τσόντο και δύναμη υπό τον αξιωματικό Γεώργιο Καπιτσίνη.
  Προς το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου ήρθε και ο αρχηγός των Γαριβαλδηνών Αλ.Ρώμας με το επιτελείο του, τον ποιητή Μαβίλη, τον καθηγητή Κονδύλη, Γερακάρη και άλλους.
  Στις 4 Νοεμβρίου έγινε η μάχη, φονική, σκληρή, αποτελεσματική. 70 Έλληνες και 400 Τούρκοι νεκροί. Μια ακόμα ελληνική πόλη ελεύθερη και μια καθοριστική αποτυχία του τουρκικού στρατού, γιατί λέγεται πως η μάχη της Σιάτιστας ήταν το τελευταίο "χαρτί" της Τουρκίας στη Μακεδονία, που χάρη στους γενναίους Σιατιστινούς και Κρήτες εθελοντές το έχασε.
(περίληψη από το βιβλίο ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ του Ι. Αποστόλου)

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Σιάτιστας


Μάχες Βίγλας & Φαρδύκαμπου

4/5/1943 - 6/5/1943
  Μνημείο Φαρδύκαμπου. Ανάμνηση των μαχών της Βίγλας και του Φαρδύκαμπου (4-6 Μαρτίου 1943), όταν οι κάτοικοι της Σιάτιστας και της γύρω περιοχής, με την καθοδήγηση της μοναδικής στην πόλη αντιστασιακής Οργάνωσης, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αψηφώντας τις συνέπειες της Κατοχής, χτύπησαν και αιχμαλώτισαν έναν ιταλικό λόχο πρώτα κι ύστερα ολόκληρο και πάνοπλο τάγμα Ιταλών .

Αρθρογραφίες

  Η 28η Οκτωβρίου του 1940 μας βρήκε μαθητές καθισμένους στα θρανία της Tρίτης τάξης του Τραμπάντζειου Γυμνασίου Σιατίστης. Είχαν περάσει οι καλοκαιρινές μας διακοπές, όταν ανέμελα απολαμβάναμε τον ελεύθερο χρόνο μας τρέχοντας απάνω κάτω στις γειτονιές και παίζοντας. Είχε τελειώσει και ο τρύγος, το μεγάλο πανηγύρι της Σιάτιστας, που όλοι ήταν στο πόδι τρέχοντας να προλάβουν να τελειώσουν τη συγκομιδή των σταφυλιών, που αποτελούσε ένα σταθερό έσοδο για την οικιακή οικονομία σε κάθε οικογένεια.
  Είχαμε ξεκινήσει και πάλι με όρεξη τα μαθήματά μας και ξαφνικά πρωί πρωί της Δευτέρας απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα η είδηση ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο και ότι στα αλβανικά σύνορα είχαν αρχίσει κιόλας οι μάχες και οι Ιταλοί στρατιώτες είχαν περάσει στο ελληνικό έδαφος. Δεν ξέραμε τι να πούμε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο απορημένοι απ’ το απρόσμενο γεγονός. Δεν μπορούσαν να φανταστούμε εκείνη την ώρα πως η ζωή μας άλλαζε, πως μπαίναμε σε μια περίοδο που όλα άλλαζαν δραματικά, πως η μέρα αυτή ήταν η αρχή μιας νέας περιόδου της ζωής μας με ταλαιπωρίες και άγνωστες σε μας περιπέτειες, που η διάρκειά τους θα ήταν τόσο μεγάλη.
  Το Γυμνάσιό μας επιτάχθηκε για τις ανάγκες της επιστράτευσης και τα μαθήματά μας σταμάτησαν για μια εβδομάδα περίπου. Στις αίθουσές του ντύνονταν οι στρατιώτες που καλούνταν να καταταγούν για να υπηρετήσουν την πατρίδα. Έφταναν εκεί τόσο οι Σιατιστινοί όσο και οι κάτοικοι των γύρω χωριών και, αφού φορούσαν το χακί και έπαιρναν τον απαραίτητο εξοπλισμό τους, όπλα παλάσκες, καραβάνες, παγούρια, σχηματίζονταν οι μονάδες και χωρίς καθυστέρηση ξεκινούσαν πεζοί για το μέτωπο. Ανάμεσα σε αυτούς που κατατάχθηκαν ήταν και οι δικοί μας καθηγητές και δάσκαλοι. Τις μέρες αυτές τρέχαμε κι εμείς και βλέπαμε τους στρατιώτες μας που φεύγανε. Μπροστά οι αξιωματικοί με τις επωμίδες και τα αστέρια τους και πίσω συντεταγμένοι οι στρατιώτες. Τότε αρχίσαμε να μαθαίνουμε τους βαθμούς των αξιωματικών και υπαξιωματικών και να τους αναγνωρίζουμε από τα διακριτικά τους. Τους βλέπαμε όλους με περηφάνια, νιώθαμε σιγουριά πως οι εχθροί δεν πρόκειται να πατήσουν τα χώματα της πατρίδας.
  Την επόμενη εβδομάδα ξανάρχισαν τα μαθήματα στο Γυμνάσιο. Συνήλθαμε από τα πρώτα δυσάρεστα συναισθήματα και αρχίσαμε να παίρνουμε θάρρος κυρίως από το γεγονός ότι τις πρώτες κιόλας μέρες οι εχθροί απωθήθηκαν πίσω στην Αλβανία και ο στρατός μας προχωρούσε κι άρχισε να καταλαμβάνει πόλεις της Βόρειας Ηπείρου. Κάθε φορά που έπεφτε μια πόλη στα ελληνικά χέρια χτυπούσε χαρμόσυνα η μεγάλη καμπάνα του Αγίου Δημητρίου, αναγγέλλοντας την πτώση της Κορυτσάς και σε συνέχεια Χιμάρα, Τεπελένι, Πόγραδετς κ.λπ. Τις μέρες αυτές περνούσαν από τη Σιάτιστα οι πρώτοι αιχμάλωτοι Ιταλοί στρατιώτες. Όλα αυτά τα γεγονότα μας γέμιζαν χαρά και ενθουσιασμό. Έτσι που πήγαιναν τα πράγματα πιστεύαμε πως γρήγορα θα τελείωνε και ο πόλεμος.
  Μια είδηση όμως λύπησε βαθύτατα, ιδιαίτερα εμάς του μαθητές του Γυμνασίου. Από τους πρώτους πεσόντες στο μέτωπο ήταν και ο καθηγητής μας Παναγιώτης Γράβας. Σε μια εξόρμηση μια σφαίρα τον βρήκε κατάστηθα και τον έριξε νεκρό. Τον θυμάμαι ακόμα που δάκρυσε, όταν στο μάθημα της Ιστορίας μας μιλούσε για το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έδειχνε τέτοια λύπη και συγκίνηση το πρόσωπό του, που τη μετέδιδε και σε μας. Ήταν ένας σιατιστινός φλογερός πατριώτης κι ένας άριστος δάσκαλος.
  Ο χειμώνας του 1940-41 ήταν βαρύς. Οι σιατιστινές γυναίκες θέλοντας να βοηθήσουν βάλθηκαν να πλέκουν μάλλινες κάλτσες, γάντια, φανέλες, για να τα στέλνουμε στα παιδιά μας στο μέτωπο, που αντιμετώπιζαν κι έναν άλλο εχθρό, το δριμύ κρύο, τα χιόνια και την παγωνιά με συνέπεια τα φοβερά κρυοπαγήματα. Ο πόλεμος συνεχιζόταν και ο ηρωικός στρατός πολεμούσε ασταμάτητα. Όμως ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων έπρεπε να καμφθεί. Το μοναδικό παράδειγμα αντίστασης στον Αξονα, που καθυστερούσε την εφαρμογή των πολεμικών σχεδίων του και μείωνε απελπιστικά το γόητρο του, έπρεπε να εκλείψει. Ποιος άλλος ευρωπαϊκός στρατός μπόρεσε να υψώσει το ανάστημά του και να πολεμήσει τον ως τότε αήττητο Αξονα όπως ο Ελληνικός;
  Στις 6 Απριλίου 1941 η χιτλερική Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας και από κοντά και η σύμμαχός της Βουλγαρία. Ο μικρός Δαβίδ υπέκυψε τελικά ύστερα από άνισο αγώνα στη δύναμη των πολλών Γολιάθ. Ήταν πριν από το Πάσχα του 1941. Βγαίναμε απάνω στο εικονοστάσι της Αγίας Τριάδας κοντά στο Βρέτο και βλέπαμε τις φάλαγγες των στρατιωτών μας, ηρώων του πολέμου της Αλβανίας, να γυρνούν στην πατρίδα. Ρωτούσαμε με αγωνία τους πρώτους που έφτανα αν είδαν κάποιον δικό μας, αν ακολουθούσε κι αυτός. Η αγωνία έτρωγε τον καθένα από αυτούς που περίμεναν τους δικούς τους. Κουρασμένοι οι στρατιώτες μας, ταλαιπωρημένοι από την πολύμηνη μάχη στα αλβανικά βουνά αγκάλιαζαν τους δικούς τους πνίγοντας την πίκρα τους για την «άδοξη» επιστροφή, χαρούμενοι όμως που γύριζαν στη ζεστασιά του σπιτιού τους.
  Τώρα πια άρχιζε η περίοδος της Κατοχής κι όλοι μας μικροί και μεγάλοι σκεπτόμασταν με αγωνία για το αύριο. Από τη Σιάτιστα πέρασαν κάποιες μονάδες γερμανών στρατιωτών πάνω σε μοτοσικλέτες και έψαχνα για άγγλους στρατιώτες. Προχωρούσαν χωρίς αντίσταση πια κατευθυνόμενοι προς Κοζάνη ή Γρεβενά χωρίς να δίνουν σημασία σε κανένα. Η Ελλάδα είχε μοιραστεί σε τρεις ζώνες κατοχής. Η περιοχή μας μαζί με τα Γρεβενά και την Καστοριά ανήκαν στην Ιταλική ζώνη ενώ η Κοζάνη στη Γερμανική. Στη Σιάτιστα εγκαταστάθηκε μια ομάδα ιταλών στρατιωτών σε ένα σπίτι που είχαν επιτάξει στην περιοχή της Φούρκας. Αυτή ήταν η περιβόητη Φινάντσα, που έπιασε αμέσως δουλειά. Έψαχναν για όπλα που τυχόν δεν παραδόθηκαν και προσπαθούσαν να φοβίσουν τον κόσμο, απαιτούσαν να τους χαιρετούν οι πολίτες με φασιστικό τρόπο. Θυμάμαι ένα περιστατικό που με έκανε να αισθανθώ απεριόριστη αγανάκτηση και λύπη. Πίσω από τον Αγιο Δημήτριο στο πάρκο του Ν. Δήμου ήταν η γνωστή στους μεγαλύτερους καϊσιά και γύρω από τον κορμό της είχε χτιστεί πεζούλι κι εκεί τοποθετήθηκε ένα παγκάκι, όπου καθόμασταν για ξεκούραση. Ένας ιταλός στρατιώτης που περνούσε είδε έναν ηλικιωμένο σιατιστινό που καθόταν και δεν σηκώθηκε να τον χαιρετήσει. Τον πλησίασε, του έκανε παρατήρηση στα ιταλικά και με όλη τη δύναμη του έδωσε ένα χαστούκι που ο ταλαίπωρος ταλαντεύτηκε, έτοιμος να πέσει. Σήμερα ακόμη θυμάμαι αυτήν την εικόνα.
  Στη φινάντσα έφερναν Σιατιστινούς με την κατηγορία ότι είχαν όπλο κρυμμένο κι ότι έπρεπε να το παραδώσουν κι όταν ο κατηγορούμενος αρνιόταν, άρχιζε το ξύλο μέχρις αναισθησίας. Τι όμως να παραδώσει, αφού όπλο κρυμμένο δεν είχε;
  Η φοίτηση και τα μαθήματα στο γυμνάσιο συνεχίζονταν αν και με λιγότερους καθηγητές. Για το φόβο των Ιταλών σταματήσαμε να λέμε την προσευχή και να ψάλλουμε τον Εθνικό Ύμνο στο προαύλιο και τα πραγματοποιούσαμε μέσα κλείνοντας την πόρτα της εισόδου. Αργότερα σταμάτησε κι αυτό. Οι καθηγητές μας με υψηλό αίσθημα ευθύνης και πατριωτισμού, ήρωες πραγματικοί συνέχιζαν τη δουλειά τους με αμείωτο ενδιαφέρον για τους μαθητές τους. Ποιον να θυμηθώ πρώτα; Το μαθηματικό μας Δ. Σπύρου, του οποίου το ενδιαφέρον για το Γυμνάσιο της πατρίδας του ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο επέβαλε η υπαλληλική του ιδιότητα, τον Αγαπητό Τσοπανάκη, μετέπειτα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αργότερα ακαδημαϊκό, τον ευγενέστατο και πάντα μειλίχιο Ι. Ρόσιο και άλλους τόσους!   Εδώ θεωρώ υποχρέωση μου να αναφερθώ σε ένα περιστατικό που με αφορούσε προσωπικά. Το καλοκαίρι του 1942 κι ο γιατρός και πάνω απ’ όλα άνθρωπος Λάζαρος Στρακαλής, αδερφός του μετέπειτα Δημάρχου Μιλτιάδη Στρακαλή, διέγνωσε αδενοπάθεια, μια κατάσταση προφυματίωσης, όπως είπε στους γονείς μου. Κάθε απόγευμα επί μήνες παρουσίαζα πυρετό και έχανα βάρος. Τον Οκτώβριο που άρχισαν τα μαθήματα πήγα κάποιες μέρες και παρακολούθησα. Μια μέρα ζαλίστηκα στο δρόμο και έπεσα. Με μεγάλο κόπο και βοήθεια γύρισα στο σπίτι και έκλαψα. Τίποτε χειρότερο δεν μπορούσε να μου συμβεί από το να στερηθώ τα μαθήματα στο Γυμνάσιο. Οι καθηγητές μου Σπύρου και Τσοπανάκης με ειδοποίησαν ότι θα έρχονταν στο σπίτι, για να μου κάνουν μαθήματα. Πραγματικά ήρθαν δυο ή τρεις φορές και ξαφνικά σταμάτησαν και δεν ξαναήρθαν. Δεν μπορούσα να εξηγήσω το λόγο και ούτε φυσικά να ρωτήσω το γιατί, άλλωστε μετά δυο εβδομάδες συνήλθα κάπως και άρχισα να παρακολουθώ τα μαθήματα. Την αιτία της απότομης διακοπής την έμαθα πολλά χρόνια αργότερα από το περιοδικό ΣΙΑΤΙΣΤΙΝΑ (τεύχος 2, 1959, Α. Τσοπανάκη, Σιάτιστα 1941-1943, σελ. 19, υποσημ. 5). Ο καθηγητής Αγαπητός Τσοπανάκης, γράφοντας για το Γυμνάσιό μας στην περίοδο της Κατοχής, αναφέρεται στο περιστατικό αυτό λέγοντας ότι, για να είναι τυπικά εντάξει για την ενέργειά τους αυτή, την έθεσαν υπόψη του κ. γυμνασιάρχη, ο οποίος τους είπε ότι απαγορεύεται από το νόμο και ότι θα το ανέφερε στον επιθεωρητή. Ύστερα από αυτό αναγκάστηκαν να σταματήσουν τα κατ’ οίκον μαθήματα.
  Η κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Πριν νυχτώσει έπρεπε να βρισκόμαστε στα σπίτια μας και δεν επιτρεπόταν να βγούμε παρά μόνο την επομένη το πρωί. Όλα αυτά μας πίεζαν και μας έκαναν να νιώθουμε την έλλειψη της ελευθερίας, την πίκρα της σκλαβιάς, ενώ άρχισε μέσα μας να φουντώνει η αγανάκτηση κατά του κατακτητή. Περιμέναμε. Πιστεύαμε πως κάποια στιγμή κάποιοι θα έπαιρναν τα όπλα, θα ξεκινούσαν τον αγώνα για την απελευθέρωση. Η είδηση ότι από την Ακρόπολη της Αθήνας κάποιοι τολμηροί νέοι κατέβασαν τη γερμανική σημαία μας γέμισε χαρά και ελπίδες. Υπήρχαν Έλληνες που σήκωναν το κεφάλι στους κατακτητές. Κοντά σ’ αυτά έκανε εμφάνιση και το φάσμα της πείνας. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της Κατοχής τα μαγαζιά άδειασαν. Λάδι, ζάχαρη, καφές και ό,τι πουλιόταν στα μπακάλικα εξαφανίστηκαν. Τα χρήματα έχασαν την αξία τους κι έγιναν απλά κουρελόχαρτα. Ένα σκληρός αγώνας επιβίωσης άρχιζε. Όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και άλλα παρεμφερή επαγγέλματα ήταν σε καλύτερη μοίρα. Οι άλλοι έπρεπε να τρέχουν στα χωριά πουλώντας προίκες κοριτσιών, ρούχα δακτυλίδια, ρολόγια κι ό,τι άλλο πολύτιμο είχαν, αρκούσε να εξασφάλιζαν λίγο σιτάρι, καλαμπόκι και ό,τι άλλο φαγώσιμο παραγόταν στα χωριά. Η κατάσταση χειροτέρευε μέρα με τη μέρα και ο αγώνας της επιβίωσης γινόταν κάθε μέρα και πιο δύσκολος. Μέσα στις παιδικές ακόμα καρδιές θέριευε η αγανάκτηση και η έχθρα για τους κατακτητές. Περιμέναμε μια είδηση, να ακούσουμε πως κάπου οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν, πως πήραν τα όπλα κατά των κατακτητών. Προς το τέλος του '42 φήμες κυκλοφορούσαν παντού ότι στα βουνά υπάρχουν αντάρτικες ομάδες. Ακούσαμε πως ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, κατόρθωμα που το έμαθε όλος ο κόσμος και πέρα από την Ελλάδα. Επιτέλους κάποιο φως φάνηκε στο σκοτάδι της Κατοχής. Οι συζητήσεις στο σχολείο μεταξύ μας ήταν περιορισμένες στα μαθήματά μας. Όλοι κάτι ακούγαμε, κάτι ξέραμε, μα σπάνια μιλούσαμε.
  Ένα απόγευμα - ήταν στα τέλη του Φλεβάρη του 1943- με πλησίασε με τρόπο συνωμοτικό ένας από τους συμμαθητές μου - ήμασταν ήδη στην πέμπτη τάξη - και μου είπε πως ήρθε κάποιος από την αντίσταση και πως θέλει να μας μιλήσει. Θα έρχονταν κι άλλοι συμμαθητές κι αν ήθελα μπορούσα να πάω κι εγώ. Χωρίς σκέψη και με προθυμία, άλλο που δε θέλαμε δηλαδή, το απόγευμα μέρα ακόμη πήγαμε με το συμμαθητή, γείτονα και επιστήθιο φίλο μου, το Γιάννη το Νάκο. Με το Γιάννη γεννηθήκαμε το ίδιο βράδυ, παίζαμε μαζί, πήγαμε μαζί στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και υπηρετήσαμε μαζί στο στρατό στην ίδια μονάδα. Ήταν ένα τίμιο, θαρραλέο, σοβαρό και έξυπνο παιδί που μπορούσες να βασίζεσαι πάνω του για όλα. Φτάσαμε στη Γεράνεια, στο Αρχοντικό της Πούλκως. Μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε μια σκάλα και περάσαμε σε ένα δωμάτιο κάπως στενόμακρο. Πρώτη φορά πηγαίναμε εκεί και από τότε δε μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναπάω. Ήταν κι άλλοι στο δωμάτιο, γύρω στα 8-10 άτομα, στην πλειονότητα μαθητές. Καθίσαμε σε ένα ξύλινο πάγκο και περιμέναμε. Σε ένα τραπέζι έκαιγε ένα μεγάλο κερί και έδινε λιγοστό φως στον ημισκότεινο χώρο. Σε λίγο ήρθε ο άνθρωπος της αντίστασης, ένας ψηλός ξερακιανός τύπος με μικρά στρόγγυλα γυαλιά και χωρίς καθυστέρηση ή συστάσεις και χαιρετούρες άρχισε να μας μιλάει. Μας είπε για την κατάσταση στην Ελλάδα, για τους κατακτητές, για τον αγώνα που πρέπει να κάνουμε για να τους διώξουμε από την πατρίδα μας. Είπε πως σε άλλα μέρη της Ελλάδας είχε οργανωθεί και ξεσηκωθεί ο κόσμος και οι αντάρτες έδιναν μάχες χτυπώντας, όπου μπορούσαν, τους κατακτητές. Μας είπε ακόμη πως η λευτεριά κερδίζεται με αγώνα και θυσίες, πως έχουμε συμμάχους τους δημοκρατικούς λαούς που πολεμούν κατά του φασισμού και του ναζισμού. Μίλησε για τη φτώχια, για την πείνα και για όλα τα δεινά που έφεραν οι κατακτητές. Όσο μιλούσε εμείς ακούγαμε χωρίς μιλιά, χωρίς ερώτηση. Κάναμε συνειρμούς κάτι με το Κρυφό Σχολειό, κάτι με τη Φιλική Εταιρεία, κάτι με το Ρήγα κ.λπ. φέραμε στο μυαλό μας τους αγώνες του 21. Μήπως έτσι ή κάπως έτσι δεν ξεκίνησε ο αγώνας τότε; Τότε δε θυσιάστηκαν Έλληνες, για να ελευθερώσουν την Πατρίδα; Αυτά δε μαθαίναμε και στο Δημοτικό σχολείο και στο Γυμνάσιο; Πέρασε αρκετή ώρα, είχε προχωρήσει η νύχτα και έπρεπε να φύγουμε. Τον εκπρόσωπο της αντίστασης δεν τον ξαναείδαμε, ακούσαμε μόνο ότι τον έπιασαν κάπου στην περιοχή και τον κρέμασαν.
  Όταν βγήκαμε έξω τρομάξαμε από το σκοτάδι. Παρέα με το Γιάννη πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Από τον κεντρικό δρόμο δεν μπορούσαμε να πάμε, γιατί περνούσε μπροστά από τη φινάντσα. Με προφύλαξη πήγαμε από τα στενά σοκάκια κάτω από τον Aγιο Χριστόφορο, πίσω από το λόφο του Αη Λια. Κατεβήκαμε στο Μπούνο και μετά πήραμε τον ανήφορο για τα σπίτια μας. Σε όλο το δρόμο δε συναντήσαμε κανένα, ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Οι δικοί μας αλαφιασμένοι, μη γνωρίζοντας το λόγο της αργοπορίας μας έβαλαν τις φωνές, με το δίκιο τους φυσικά, για τη λαχτάρα που τους δώσαμε. Πού ήμασταν; Εκεί που θέλαμε να ακούσουμε ότι είχε ξεκινήσει ο αγώνας για την απελευθέρωση της πατρίδας.
  Την άλλη μέρα πήγαμε κανονικά στο Γυμνάσιο νιώθοντας διαφορετικά, κάπως περήφανοι. Είχαμε την αίσθηση ότι ξαφνικά γίναμε άνδρες και μπορούσαμε κάτι να προσφέρουμε στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Λίγες μέρες αργότερα οι Ιταλοί εξαφανίστηκαν από τη Σιάτιστα. Φαίνεται ότι πήραν πληροφορίες ότι στη γύρω περιοχή κινούνταν αντάρτικες ομάδες και έφυγαν προς τα Γρεβενά.   Κάναμε μάθημα και λόγω έλλειψης καθηγητών είχαμε συνδιδασκαλία πέμπτη και έκτη τάξη μαζί. Μας έκανε μάθημα ο γυμνασιάρχης, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της αίθουσας και εμφανίστηκε ο Νάσιος, ένας πιτσιρίκος τύπος γαβριά με ένα παιδικό θρασύ πρόσωπο, στάθηκε εκεί χωρίς να προχωρήσει μέσα. Όλοι τον βλέπαμε απορημένοι.
  Κυρ δάσκαλι, είπιν ου καπιτάνιους ν’ απουλύκ’ς τα πιδιά, θα ουμιλήσ’ κι να παν ν’ ακουσ’ν.
  Τα είπε και εξαφανίστηκε ξαφνικά και γρήγορα, όπως είχε έρθει. Όλοι μείναμε σκεπτικοί. Ύστερα από λίγο ο γυμνασιάρχης μας είπε να φύγουμε, ήταν άλλωστε η τελευταία ώρα διδασκαλίας. Ο Νάσιος είχε δίκαιο. Στη Σιάτιστα είχε έρθει μια ομάδα ανταρτών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) κι ο αρχηγός μιλούσε εκείνη την ώρα στον κόσμο. Σε λίγες μέρες, στις αρχές του Μάρτη ξεκίνησε και ο ένοπλος αγώνας στην περιοχή μας με αποκορύφωμα τη θρυλική μάχη του Φαρδύκαμπου. Μετά τη μεγάλη αυτή μάχη και την αιχμαλωσία ενός ιταλικού τάγματος το Γυμνάσιό μας σταμάτησε τη λειτουργία του. Οι καθηγητές μας κατέβηκαν υποχρεωτικά στην Κοζάνη. Εκεί τους βρήκαμε τον Ιούνιο, όταν κατεβήκαμε για λίγες μέρες και δώσαμε εξετάσεις, για να πάρουμε το ενδεικτικό της Πέμπτης τάξης. Στη συνέχεια οι συμμαθητές σκορπίσαμε. Όσοι μπορούσαν συνέχισαν στην Κοζάνη, άλλοι πιθανόν αλλού και πολλοί σταμάτησαν μη μπορώντας να συνεχίσουν για πολλούς λόγους. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ανήκω κι εγώ. Μετά την απελευθέρωση άρχισε να λειτουργεί ξανά το ιστορικό μας Γυμνάσιο. Με διαταγή της Κυβέρνησης δόθηκε η ευκαιρία σε μας να δώσουμε εξετάσεις και να πάρουμε το απολυτήριο ως «κατ’ιδίαν διδαχθέντες». Και αυτό κάναμε.
Μαθητές στο Τραμπάντζειο Γυμνάσιο κατά τη διάρκεια του πολέμου
του Αντώνη Σκούλιου

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σιάτιστας


Links

  Siatista is built on the west slope of Mount Velia, which is a continuation of the Siniatsiko range. The original settlement must have sprung up at the start of the 15th century after the Ottoman conquest and the subsequent withdrawal of the Christians to the mountains of the region.
  As early as 1600 Siatista had grown into a sizable town with a considerable manufacturing industry. The residents worked at the trades of the weaver, furrier, wine-maker and stock breeder, while many of their compatriots piled goods on their mules and peddled them well into central Europe (Budapest, Vienna), not to mention Venice and Russia.
  In 1697, the town became the seat of the metropolitan of Prespes and Ochrid. In the 18th and 19th centuries, its wealth made it the target of frequent raids by Turkish Albanians, but its economic prosperity was shaken by the bankruptcy of many businesses after the crisis in Austria (circa 1800), a consequence of the Napoleonic Wars.
  Beginning in the 18th century, Siatistan merchants living abroad sent donations towards the upkeep of schools and the formation of libraries in their homeland, which was the birthplace of many noteworthy men of letters, as well as freedom fighters in the 19th and 20th century.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ