gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 51 τίτλοι με αναζήτηση: Χλωρίδα  στην ευρύτερη περιοχή: "ΕΛΛΑΔΑ Χώρα ΕΥΡΩΠΗ" .


Χλωρίδα (51)

Ανάμεικτα

ΕΛΑΤΙΑ (Δάσος) ΔΡΑΜΑ
  Η χλωρίδα των δασών Ελατιάς περιλαμβάνει πάνω από 700 είδη με πολλά ενδημικά της βαλκανικής χερσονήσου καθώς και με πολλά σπάνια για τη χώρα μας. Η βλάστηση αποτελείται από δάση δρυός στα χαμηλά υψόμετρα, στη συνέχεια δάση οξιάς και ψηλότερα, δάση κωνοφόρων με ερυθρελάτη και δασική πεύκη.
  Αλλα είδη δένδρων και θάμνων που απαντώνται είναι: ελάτη, μαύρη πεύκη, κέδρα, λεύκη, ιτιές, σορβιά, σφενδάμια, φράξος, σκλήθρα, κρανιά, γαύρος, οστρυά, αδριανός, κουφοξυλιά, αγριοτριανταφυλλιές, μύρτιλλο κ.ά, ενώ υπάρχει και πλήθος αγριολούλουδων και μανιταριών (βωλίτες, κοπρίνοι, αμανίτες κ.ά).
(Κείμενο: Μιχάλης Μαναρίδης, Χαρητάκης Παπαϊωάννου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Δράμας (2000).

ΜΕΝΟΙΚΙΟ (Βουνό) ΣΕΡΡΕΣ
  Το φυσικό περιβάλλον του Μενοικίου χαρακτηρίζεται από τα υπεραιωνόβια δένδρα καστανιάς, από τα δάση οξιάς και ελάτης υψηλότερα καθώς και από τα ορεινά υπο-αλπικά λιβάδια με πλούσια ποώδη βλάστηση στις κορυφές του.
  Η χλωρίδα που συνθέτει την υψηλή βλάστηση του βουνού περιλαμβάνει επίσης: υβριδογενή ελάτη, μαύρη πεύκη, κέδρα, δρύες, αρκουδοπούρναρο, γαύρο, ιτιές, σκλήθρα, σορβιές, σφενδάμια, φράξο, κρανιά, αγριοτριανταφυλλιές, μύρτιλλο κ.ά. Ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και η ποώδης βλάστηση λόγω της σπανιότητας και του μεγάλου αριθμού των ειδών: κρίνος ο μάρταγος, σαξιφράγες, τσάι του βουνού (σιδηρίτης), αγριογαρύφαλλα, ίριδες, παιώνια, κενταυρέες, καμπανούλες, αγριοπανσές, θυμάρι, ορχιδέες, δακτυλόριζες κ.ά.
(Κείμενο: Μιχάλης Μαναρίδης, Χαρητάκης Παπαϊωάννου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Δράμας (2000).

Η χλωρίδα των Στενών του Νέστου

ΝΕΣΤΟΣ (Ποταμός) ΕΛΛΑΔΑ
  Βοτανικός κήπος 23.800 στρεμμάτων. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αξίας της βλάστησης των Στενών του Νέστου. Περίπου 500 είδη από τα οποία 23 είναι χαρακτηρισμένα ως σημαντικά και κάποια από αυτά προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις. Το μεγαλείο της φύσης των Στενών, την άνοιξη και το καλοκαίρι κυρίως, είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία που αξίζει να ζήσει κανείς και να πάρει μαζί του εικόνες που θα μείνουν για πάντα στη μνήμη του. Σημαντική συμβολή στο θαύμα αυτό της φύσης έχουν οι ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν, δηλαδή ο συνδυασμός του ηπειρωτικού με μεσογειακό κλίμα.
  Μεταξύ των ιδιαίτερα σημαντικών ειδών της χλωρίδας των Στενών συγκαταλέγονται τα: Haberlea Rodopensis, Iris Reichenlachii, Coniolimon sortorii, Saxifraga stribrhyi, Satureja pilosa, Trachelium jacquinii.
  Ομως η βλάστηση των Στενών του Νέστου δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με λόγια. Ενδεικτικά μόνο μπορούμε να αναφέρουμε μερικά από τα πλέον γνωστά είδη της χλωρίδας που θα συναντήσουμε: Λεύκα, Ιτιά, Μελιά, Φτελιά, Σκλήθρο, Πλατάνι, Πυράκανθος, Λυγαριά, Αγράμπελη, Αγριοτριανταφυλλιά, Σφεντάμι, Βελανιδιά, Αγριοκουμαριά, Κέδρος, Σπαράγγι, Γιασεμί, Αγριοαχλαδιά, Κουτσουπιά, Συκιά, Κισσός, Αρκουδόβατος, Μυρτιά, Γεράνι, Σαμπούκος, Δυόσμος, Αγριοφουντουκιά, Τριφύλλι, Φλαμουριά, Οστριά, Ελιά, Αγριομηλιά και... τελειωμό δεν έχει!
(κείμενο: Θανάσης Μουσόπουλος, Ε. Κορωνάκη-Τσοτανίδου, Γιάννης Χαραλαμπίδης, Νίκος Γερμαντζίδης, Νάντια Νάκου, Ευγενία Πατρώνη)
Το κείμενο παρατίθεται το Νοέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ξάνθης (2003).

Η χλωριδα στα Ορεινα της Ξάνθης

ΞΑΝΘΗ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Η ελεύθερη διακίνηση στα ορεινά της Ροδόπης, μας δίνει την ευκαιρία να ανακαλύπτουμε και να γευόμαστε τις μοναδικές ομορφιές της. Το ενδιαφέρον για την περιοχή ολοένα μεγαλώνει από απλούς φυσιολάτρες, ντόπιους και ευρωπαίους. Αλλά και από ειδικούς μελετητές. Αυτή η περιοχή διαθέτει κάτι ξεχωριστό και πρωτόγνωρο, γιατί ανταμώνουν και χωρίζουν εδώ δύο κόσμοι. Τα οικοσυστήματα της Κεντρικής Ευρώπης και της Μεσογείου.
  Η βλάστηση της Ροδόπης παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Υπάρχουν πολλά ενδημικά φυτά.
  1150 τετραγωνικά χιλιόμετρα είναι οι δασικές εκτάσεις της Ορεινής Ξάνθης. Δάση αμιγή αλλά και λειβάδια κα ξέφωτα μέσα σ’ αυτά. Οι οξυές και οι δρυς κυριαρχούν, περίπου 80% αλλά και πεύκα δασικά, έλατα, καστανιές και τα πανέμορφα ερυθρελάτη και σημύδα, δέντρα της κεντρικής Ευρώπης που τα νότια όριά τους είναι στη Ροδόπη. Στην περιοχή της Κούλας, ανάμεσα στην κορφή Γυφτόκαστρο, την ψηλότερη της Θράκης, 1827μ και στο χωριό Δημάριο, ζει το μοναδικό σε ομορφιά και σπάνιο κωνοφόρο, το πενταβέλονο πεύκο. Γεμάτη από δασικά συμπλέγματα η Ορεινή Ξάνθη. Τραχώνι, Δρυμός, Ωραίο, Θέρμες, Εχίνος, Σάτρες, Κοτύλη, Μύκη, Γέρακας, Κιμμέρια κ.ά.
(κείμενο: Θανάσης Μουσόπουλος, Ε. Κορωνάκη-Τσοτανίδου, Γιάννης Χαραλαμπίδης, Νίκος Γερμαντζίδης, Νάντια Νάκου, Ευγενία Πατρώνη)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Νοέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ξάνθης (2003).

ΣΑΜΑΡΙΑ (Εθνικός δρυμός) ΧΑΝΙΑ
  Από τη χλωρίδα, ονομαστά είναι τα αιωνόβια τεράστια Κυπαρίσσια, που από τα αρχαία χρόνια χρησιμοποιούνταν για τη ναυπήγηση πλοίων, από δε τους Μινωίτες για τους κίονες των ανακτόρων της Κνωσού κλπ.
  Συνολικά υπάρχουν στο φαράγγι της Σαμαριάς 450 είδη της Κρητικής χλωρίδας, από τα οποία 70 είναι ενδημικά, φύονται δηλαδή μόνο σε αυτό.
(Κείμενο: Αντώνης Πλυμάκης)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Χανίων.

Ο φυτικός κόσμος

ΣΗΤΕΙΑ (Επαρχία) ΛΑΣΙΘΙ
  Εκπληκτική είναι η ποικιλία των φυτικών ειδών και η πολυμορφία των φυσικών σχηματισμών που διαθέτει η Κρήτη. Σε καμία άλλη περιοχή του κόσμου ίσης έκτασης δεν συναντά κανείς τέτοια ποικιλία φυτικού πλούτου. Υπάρχουν 2.108 είδη αυτοφυών φυτών από τα οποία 302 είναι ενδημικά. Όλα τα φαράγγια, ενώ καταπράσινοι ελαιώνες, αμπέλια και περιβόλια καλύπτουν τις χαμηλές πλαγιές, τους λόφους και τα πεδινά. Σε κάθε βήμα του ο επισκέπτης θα αισθανθεί την παρουσία αυτού του φυτικού πλούτου, θα χαρεί το χρώμα και την ομορφιά και θα νιώσει το άρωμα των λουλουδιών και των φυτών της Κρήτης, η οποία από την αρχαιότητα θεωρείται παράδεισος αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, ενώ σκηνές της παραδοσιακής αγροτικής και ποιμενικής ζωής εμψυχώνουν το τοπίο και ξαφνιάζουν με την γνήσια αυθεντικότητά τους.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο του Οργανισμού Ανάπτυξης Σητείας.

ΧΑΝΙΑ (Νομός) ΚΡΗΤΗ
  Η διαμόρφωση του εδάφους και το κλίμα, καθιστούν την περιοχή των Χανίων παράδεισο για χιλιάδες φυτά και ζώα. Τα κρινάκια της θάλασσας, το λάβδανο, τα κυκλάμινα, οι κρητικές τουλίπες, το σφενδάμι και κυρίως τα μοναδικά δίκταμος και μαλοτύρα - με τη μαντζουράνα, που αποτελούν ιαματικά βρασταρόχορτα, είναι άφθονα. Στο οροπέδιο του Ομαλού βρίσκει κανείς το σταμναγκάθι. Αποξηραμένα ή φρεσκοκομμένα, μπορεί κανείς να βρει τα σπουδαιότερα απ' τα θεραπευτικά βότανα και χόρτα στη Δημοτική Αγορά και στις λαϊκές αγορές.
  Συνολικά συναντάμε πάνω από 200 ενδημικά φυτά της Κρήτης, εκ των οποίων το 30% βρίσκεται αποκλειστικά στο νομό Χανίων.
(Κείμενο: Δρ. Αναστασία Καλπάκη-Γεωργουλάκη)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Νομού Χανίων (2002).

Links

ΔΑΣΟΧΩΡΙ (Χωριό) ΞΑΝΘΗ
Ένα από τα ωραιότερα υδροχαρή δάση αναπτυσσόταν στις όχθες του Νέστου από τους Τοξότες μέχρι τη θάλασσα, το δάσος του Κοτζά-Ορμάν. Υπήρχαν πολλά είδη δέντρων εκεί, όπως η μαύρη και η άσπρη λεύκη, η δρυς, η πεδινή πτελέα, σφένδαμος και σκλήθρο. Υπήρχε θαμνώδης, ποώδης και αναρριχόμενη βλάστηση. Το δάσος του Κοτζά-Ορμάν καταστράφηκε παλιά από τις λευκοκαλλιέργιες, ενώ σήμερα καταστρέφεται από την αλμύρα της θάλασσας, με αποτέλεσμα η Διεύθυνση Γεωργίας να αντικαταστήσει τις λευκοκαλλιέργιες με αυτές της ακακίας.

Δίκταμο (Ρίγανη Δίκταμος)

ΔΙΚΤΗ (Βουνό) ΛΑΣΙΘΙ
Δίκταμο. ( origanum dictamnus ) Είναι αυτοφυές στα βουνά της Κρήτης. Φυτρώνει σε απόκρημνα σημεία και αναπτύσσεται γιατί δεν είναι εύκολο στα ζώα να το φτάσουν. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι γιατρεύει όλες τις αρρώστιες. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς το αναφέρουν ως άριστο επουλωτικό πληγών. Έλεγαν ότι όταν πληγωνόταν ένα αγριοκάτσικο από βέλος, εκείνο έτρεχε να βρει δίκταμο να φάει για να θεραπευτεί. Η μυθολογία αναφέρει ότι η Αφροδίτη η θεά του έρωτα κατέβηκε στην Κρήτη να πάρει δίκταμο και να το χρησιμοποιήσει σαν φάρμακο.
Στην Κρήτη πιστεύουν ότι είναι το φυτό του έρωτα για αυτό και η άλλη του ονομασία είναι έρωντας. Πιστεύουν ότι προκαλεί ερωτική διάθεση.

Τα βότανα της Κρήτης

ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ

Seed Expedition

ΣΜΟΛΙΚΑΣ (Βουνό) ΗΠΕΙΡΟΣ
Pages of The Alpine Garden Society

ΤΥΧΕΡΟ (Δήμος) ΣΟΥΦΛΙ
Η ύπαρξη χαμηλών βουνών και λόφων, οι μικρές κλειστές και ανοικτές κοιλάδες, ανοικτά δρυοδάση, πευκοδάση με ανοίγματα και λιβάδια διάσπαρτα με βράχια και θάμνους, ποτάμια, χείμαρροι, υγρές περιοχές από τη μια πλευρά και η απέραντη και εύφορη κοιλάδα του ‘Εβρου από την άλλη, αποτελούν το πολυσχιδές ανάγλυφο της περιοχής.

Αναφορές αρχαίων συγγραφέων

Βύσσος

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
Ο Παυσανίας χαρακτηρίζει την Ηλεία εύφορο μέρος για την καλλιέργεια πολλών ειδών καρπών, τονίζει όμως ότι ιδιαίτερα παράγει βύσσο, δηλαδή εκλεκτή ποικιλία λιναριού (Παυσ. 6,26,6).

Η Ιρις (ιριδα)

  There is still another distinction, which ought not to be omitted,--the fact, that many of the odoriferous plants never enter into the composition of garlands, the iris and the saliunca, for example, although, both of them, of a most exquisite odour. In the iris, it is the root only that is held in esteem, it being extensively employed in perfumery and medicine. The iris of the finest quality is that found in Illyricum, and in that country, even, not in the maritime parts of it, but in the forests on the banks of the river Drilon and near Narona. The next best is that of Macedonia, the plant being extremely elongated, white, and thin. The iris of Africa occupies the third rank, being the largest of them all, and of an extremely bitter taste.
  The iris of Illyricum comprehends two varieties--one of which is the raphanitis, so called from its resemblance to the radish, of a somewhat red colour, and superior in quality to the other, which is known as the "rhizotomus." The best kind of iris is that which produces sneezing when handled. The stem of this plant is a cubit in length, and erect, the flower being of various colours, like the rainbow, to which circumstance it is indebted for its name. The iris, too, of Pisidia is far from being held in disesteem. Persons who intend taking up the iris, drench the ground about it some three months before with hydromel, as though a sort of atonement offered to appease the earth; with the point of a sword, too, they trace three circles round it, and the moment they gather it, they lift it up towards the heavens
The iris is a plant of a caustic nature, and when handled, it causes blisters like burns to rise. It is a point particularly recommended, that those who gather it should be in a state of chastity. The root, not only when dried, but while still in the ground, is very quickly attacked by worms. In former times, it was Leucas and Elis that supplied us with the best oil of iris, for there it has long been cultivated; at the present day, however, the best comes from Pamphylia, though that of Cilicia and the northern climates is held in high esteem. (Pliny Nat. 21.19)

Λινάρι

ΗΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΗΛΕΙΑ
Ο Παυσανίας χαρακτηρίζει αξιοθαύμαστο το λινάρι της Ηλείας. Το περιγράφει λεπτό όπως το Εβραϊκό λινάρι αλλά όχι τόσο ξανθό όσο εκείνο (Παυσ. 5,5,2).

Particulars connected with the truffle

The following peculiarities we find mentioned with reference to the truffle. When there have been showers in autumn, and frequent thunder-storms, truffles are produced, thunder contributing more particularly to their developement; they do not, however, last beyond a year, and are considered the most delicate eating when gathered in spring. In some places the formation of them is attributed to water; as at Mytilene, for instance, where they are never to be found, it is said, unless the rivers overflow, and bring down the seed from Tiara, that being the name of a place at which they are produced in the greatest abundance. The finest truffles of Asia are those found in the neighbourhood of Lampsacus and Alopeconnesus; the best in Greece are those of the vicinity of Elis. (Pliny Nat.19.13)

Θύον

ΚΥΛΛΗΝΗ (Βουνό) ΚΟΡΙΝΘΙΑ
Με ξύλο θύου είχε κατασκευαστεί το ξόανο του Ερμή στο Ναό του επάνω στην Κυλλήνη (Παυσ. 8,17,2). Στο τζάκι της Καλυψώς έκαιγαν ξύλα κέδρου και θύου και μοσχοβόλαγε το νησί (Ομηρος ε.60).

Η Ιρις (ιριδα)

ΛΕΥΚΑΔΑ (Νησί) ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ
  There is still another distinction, which ought not to be omitted,--the fact, that many of the odoriferous plants never enter into the composition of garlands, the iris and the saliunca, for example, although, both of them, of a most exquisite odour. In the iris, it is the root only that is held in esteem, it being extensively employed in perfumery and medicine. The iris of the finest quality is that found in Illyricum, and in that country, even, not in the maritime parts of it, but in the forests on the banks of the river Drilon and near Narona. The next best is that of Macedonia, the plant being extremely elongated, white, and thin. The iris of Africa occupies the third rank, being the largest of them all, and of an extremely bitter taste.
  The iris of Illyricum comprehends two varieties--one of which is the raphanitis, so called from its resemblance to the radish, of a somewhat red colour, and superior in quality to the other, which is known as the "rhizotomus." The best kind of iris is that which produces sneezing when handled. The stem of this plant is a cubit in length, and erect, the flower being of various colours, like the rainbow, to which circumstance it is indebted for its name. The iris, too, of Pisidia is far from being held in disesteem. Persons who intend taking up the iris, drench the ground about it some three months before with hydromel, as though a sort of atonement offered to appease the earth; with the point of a sword, too, they trace three circles round it, and the moment they gather it, they lift it up towards the heavens
The iris is a plant of a caustic nature, and when handled, it causes blisters like burns to rise. It is a point particularly recommended, that those who gather it should be in a state of chastity. The root, not only when dried, but while still in the ground, is very quickly attacked by worms. In former times, it was Leucas and Elis that supplied us with the best oil of iris, for there it has long been cultivated; at the present day, however, the best comes from Pamphylia, though that of Cilicia and the northern climates is held in high esteem. (Pliny Nat. 21.19)

Μανιτάρια

Τα μανιτάρια

ΓΡΕΒΕΝΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Τα μανιτάρια αποτελούν ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν το μωσαϊκό της χλωρίδας του νομού Γρεβενών. Παράλληλα όμως αποτελούν και ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν το στίγμα και τη φυσιογνωμία του νομού συνολικά. Τα μανιτάρια και γενικότερα οι μύκητες αποτελούν μια πολυάριθμη ομάδα οργανισμών που κατατάσσονται στα φυτά (κρυπτόγαμα θαλλόφυτα). Παρουσιάζουν όμως σημαντικές διαφορές τόσο από τα πράσινα φυτά, όσο και από τα φύκη και τα βακτήρια, με αποτέλεσμα να ταξινομούνται σήμερα - άτυπα - σ' ένα τρίτο βασίλειο, ανάμεσα στο φυτικό και το ζωικό. Είναι ετερότροφοι οργανισμοί που παίρνουν τις απαραίτητες οργανικές ενώσεις από ζωντανούς ή νεκρούς οργανισμούς. Αυτό που αποκαλούμε μανιτάρι, δεν είναι παρά μόνο το ορατό μέρος του οργανισμού, το καρπόσωμα, που βρίσκεται πάνω απ' την επιφάνεια του υποστρώματος. Το καρπόσωμα του μύκητα αντιστοιχεί με τον καρπό των φανερόγαμων φυτών. Μέσα ή επάνω στο υπόστρωμα βρίσκεται το σώμα του μύκητα, ο θαλλός. Ο θαλλός αποτελείται από μικροσκοπικούς νηματοειδείς σωλήνες, τις μυκηλιακές υφές, που σπάνια φαίνονται με γυμνό μάτι και οι οποίοι παράγουν τα καρποσώματα. Τα καρποσώματα, σ' αντίθεση με το θαλλό, ζουν από λίγες ώρες ως λίγες ημέρες και στη συνέχεια αποσυντίθενται αφού είναι ευπρόσβλητα από έντομα, βακτήρια και ζύμες. Εξαίρεση αποτελούν τα καρποσώματα με ξυλώδη ή φελλώδη σύσταση που μπορούν να ζήσουν πάνω από ογδόντα χρόνια.
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας Γρεβενών.

Οι ποικιλίες των μανιταριών

  Στα δρυοδάση που κυριαρχούν στην ημιορεινή ζώνη των Γρεβενών καρποφορούν τα πολύτιμα είδη του γένους Boletus (Καλογεράκια και Βασιλικά), οι Κοκκινούσκες (Amanita caesarea), τα Ζαρκαδίσια (Macrolepiota procera), τα Χτενάκια (είδη του γένους Ramaria), τα Αρνάκια (Hericium erinaceus και Hericium clathroides), τα Νεραντζάκια (Cantharellus cibarius) και δεκάδες είδη που ανήκουν στα γένη Cortinarius, Lactarius, Russulla, Conocybe, Entoloma, Pluteus, Hygrocybe, Xerocomus κ.λ.π. Δε λείπουν όμως και τα θανατηφόρα είδη του γένους Amanita όπως τα Amanita phalloides, Amanita verna και Amanita panthrina.
  Οσο ανεβαίνουμε υψομετρικά προς την ορεινή ζώνη, τη θέση της βελανιδιάς παίρνουν τα μαύρα πεύκα, τα έλατα, οι οστρυές, οι γαύροι, τα σφενδάμια και τα ρόμπολα. Εκατοντάδες είδη μανιταριών εμφανίζονται εκεί στις βροχερές περιόδους, συχνά σε μεγάλες ποσότητες. Την άνοιξη κυριαρχούν τα δύο θανατηφόρα είδη του γένους Gyromitra, λίγες απ' τις περιζήτητες Μορχέλλες και κάποια από τα δασόβια είδη του γένους Agaricus. Το φθινόπωρο εμφανίζονται είδη που ανήκουν στα γένη Suillus, Cortinarius, Lactarius, Russulla, Macrolepiota, Mycena, Collybia, Marasmius, Tricholoma, Coprinus, Psathyrella, Ramaria, Conocybe, Hygrophorus, Hygrocybe, Laccaria, Otidea, Lycoperdon, Geastrum, Hydnum, Hydnellum, Pholiota κ.λ.π. Στα δάση με τις οξυές απαντώνται δεκάδες είδη μανιταριών. Από αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα περιζήτητα Boletus edulis (Βασιλικά της οξυάς), των οποίων η καρποφορία ευνοείται από ζεστά και βροχερά καλοκαίρια, το Ζουρλομάνταρο (Amanita muscaria) με τη γνωστή παραισθησιογόνα δράση, το Βρωμομάνταρο (Phallus impudicus), τα μανιτάρια των Κενταύρων, των Σατύρων και των Μαινάδων της μυθολογίας. Ιδιαίτερη αξία για όσους ενδιαφέρονται για την ποικιλία των χρωμάτων και των μορφών των μανιταριών, αποτελεί η Βάλια Κάλντα που συνδυάζει την παρουσία πεύκου, οξυάς, θάμνων και λιβαδιών με άφθονα νερά.
  Στα λιβάδια, τα βοσκοτόπια και τα ξέφωτα των δασών, αφθονούν στις βροχερές περιόδους της άνοιξης, του καλοκαιριού και του φθινοπώρου τα πολύτιμα είδη του γένους Agaricus που είναι γνωστά ως Πρόβεια (Agaricus campestris και Agaricus macrosporus). Αλλα είδη των λιβαδιών είναι τα Αγιωργίτικα (Calocybe gambosa) που εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη, οι Αλεποπορδές (Calvatia utriformis, Bovista plumpea και Vascellum pratense), τα Coprinus niveus, Marasmius oreades, Macrolepiota excoriata, Lepiota oreadiformis, Leucoagaricus leucothites, Panaeolus sphinctrinus, Stropharia semiglobata, Stropharia coronilla καθώς και τα είδη του γένους Hydrocybe με τα λαμπερά χρώματα.
  Στις όχθες του Αλιάκμονα και του Βενέτικου αναπτύσσονται δεκάδες είδη που ευνοούνται από την αυξημένη υγρασία και την παρουσία των υδρόφιλων δέντρων. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα φαγώσιμα είδη του γένους Morchella (Μουρτσέκια) που εμφανίζονται την άνοιξη - κυρίως σε εδάφη που έχουν πλημμυρίσει - τα Agrocybe cyclindracea που αναπτύσσονται πάνω σε ξύλο λεύκης και τα Flamullina velutipes που καρποφορούν κυρίως το χειμώνα, πάνω σε κορμούς λεύκης και ιτιάς.
  Στις μέρες μας το ενδιαφέρον για τη γνώση και τη συλλογή των μανιταριών παρουσιάζει έξαρση, καθώς και όλο και περισσότεροι ανακαλύπτουν ξανά την εξαιρετική γεύση και τη συγκίνηση που προσφέρει η εμπειρία της αναζήτησης και της συλλογής. Ωστόσο η έλλειψη γνώσεων του αντικειμένου κι η αρνητική προκατάληψη που τη συνοδεύει, αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες. Μόνο τα τελευταία χρόνια, χάρη στις πληροφορίες που δίνουν οι οδηγοί με έγχρωμες φωτογραφίες, προστέθηκαν στη λίστα των φαγώσιμων μανιταριών αρκετά είδη που ως τώρα αγνοούνταν. Ετσι, οι νεότεροι συλλέκτες έμαθαν να ξεχωρίζουν και να μαζεύουν τα Νερατζάκια (Cantharellus ceibarius), τους Κοπρίνους (Coprinus comatus), τα Υδνα (Hydnum repandum & H. rufescens), τις Πράσινες Ρουσούλες (Russulla virescens), τα Πευκίσια (Suillus granulatus και Suillus luteus), τους Πλευρωτούς (Pleurotus ostreatus), τα φαγώσιμα είδη του γένους Lactarius, τα είδη του γένους Morchella κ.ά.
  Οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής του Βοίου (Κυδωνιές, Κυπαρίσσι, Καλλονή, Τρίκορφο, Δασύλλιο, Κληματάκι, Αηδόνια, Αγιος Κοσμάς και Λείψι) φημίζονται για το πάθος τους στην αναζήτηση και τη συλλογή των μανιταριών, τα οποία αποτελούν συμπλήρωμα στο διαιτολόγιό τους. Παλαιότερα σε περιόδους άφθονης καρποφορίας, οι κάτοικοι στέγνωναν κάποιες ποσότητες μανιταριών στον ήλιο και στη συνέχεια τα περνούσαν από κασταλαή (διάλυμα στάχτης σε νερό) για να τα προστατέψουν από την μούχλα και τα έντομα.
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας Γρεβενών.

Η διάκριση των μανιταριών

  Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας γενικός κανόνας διάκρισης των φαγώσιμων ειδών από τα δηλητηριώδη. Αντίθετα υπάρχουν αρκετές λαϊκές δοξασίες, λανθασμένες και άκρως επικίνδυνες. Λανθασμένες είναι και οι θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες τα δηλητηριώδη είδη έχουν οπωσδήποτε πικρή ή καυστική γεύση ή ότι τα είδη που τρώγονται από έντομα, σαλιγκάρια, χελώνες ή άλλα μικρόζωα, είναι ακίνδυνα και για τον άνθρωπο. Δεν αληθεύουν επίσης οι δοξασίες ότι τα δηλητηριώδη μανιτάρια μαυρίζουν τα ασημένια κουτάλια που έρχονται σ' επαφή μαζί τους κατά το βράσιμο ή ότι πήζουν το γάλα ή το ασπράδι του αυγού. Είναι φανερό ότι οι συλλέκτες που εφαρμόζουν αυτές τις μεθόδους, κινδυνεύουν άμεσα από δηλητηριάσεις. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το βράσιμο, η ξήρανση ή η κονσερβοποίηση δεν εξουδετερώνουν τις ισχυρές τοξίνες των θανατηφόρων ειδών. Μεγάλος κίνδυνος υπάρχει από τη σύγχυση των φαγώσιμων ειδών του γένους Agaricus με τα τοξικά: Ag. xanthodermus, Ag. xanthodermus var. griseus, Ag. xanthodermus var. lepiotoides, Ag. praeclaresquamosus και Ag. praeclaresquamosus var. terricolor. Ο μόνος κανόνας που ισχύει γενικά για τη συλλογή των αυτοφυών μανιταριών είναι αυτός που λεει ότι μαζεύουμε για τροφή μόνο τα είδη, των οποίων τα χαρακτηριστικά γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα. Η παραμικρή αμφιβολία συνιστά λόγο απόρριψης ενός είδους.
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας Γρεβενών.

Σελίδες εμπορικού κόμβου

Η χλωρίδα της Ηπείρου

ΗΠΕΙΡΟΣ (Περιφέρεια) ΕΛΛΑΔΑ
(Following URL information in Greek only)

Αξιοθέατο Χλωρίδας

ΚΑΛΑΜΑΥΚΑ (Χωριό) ΙΕΡΑΠΕΤΡΑ
  Η περιοχή της Καλαμάυκας παρουσιάζει ποικιλία άγριων λουλουδιών την άνοιξη, όπως εξαιρετικές ορχιδέες και είναι ιδανική περιοχή για ορειβασία.

Σπάνια φυτά του Μαλέα

ΜΑΛΕΑΣ (Ακρωτήρι) ΛΑΚΩΝΙΑ

Βόταμα της Σάμου

Σελίδες επίσημες

ΑΠΟΛΛΩΝ (Δήμος) ΑΡΚΑΔΙΑ
  Η βλάστηση της περιοχής είναι χαρακτηριστική του φρυγανικού μεσογειακού οικοσυστήματος, με χαρακτηριστική την παρουσία δασικών ημιορεινών ειδών σε απροσδόκητα μικρή απόσταση από τις ακτές λόγω του έντονου ανάγλυφου τμημάτων του Δήμου, όπως στην περιοχή των Πέρα Μελάνων.
  Η φυτοκάλυψη είναι αρκετά πυκνή και περιλαμβάνει πουρνάρια (Quercus conifera), κουμαριές (Arbutum unedo), σπάρτα (Spartium junceum), σχίνα (Pistacia lentiscus)και ποικιλία φρύγανων με κυριότερα την ασφάκα (phlomis fruticosa), την αφάνα (Genista acantloclada), την γαλαστοιβή και το θυμάρι (Thymbra capitata). Αλλα φυτά που συναντούμε είναι: Ρείκι, αγριόκλημα, γαϊδουράγκαθο, ρίγανη, φαλαρίδα, φλισκούνι, σπαραγγιά, αγριοτριανταφυλλιά, πικροδάφνη, μυρτιά, φασκομηλιά, βούρλα, δενδρομολόχα, θρούμπι, ανεμώνη, κρίνο, αγριομπίζελο, σκαντζίκια, γόγγολη, σκορπιδόχορτο, νεράγκαθο, κουνούκλα, χαμομήλι μελισσόχορτο και πολλά άλλα φυτά.
  Τα δενδρώδη φυτά είναι : Βελανιδιά, δέντρο, σφεντάμι, γκορτσιά, αγριλιά, γλαντινιά, χαρουπιά, τίλιο, ακακία, κυπαρίσσι, πικραμυγδαλιά, διάφορα είδη ετιάς, μαμουκαλιά, Οι εκτάσεις που καλλιεργούνται περιλαμβάνουν ελιές, χαρουπιές και λίγα εσπεριδοειδή. Η κτηνοτροφία δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και έτσι δεν υπάρχουν έντονες πιέσεις στη χλωρίδα της περιοχής, ενώ σχετικά μικρή είναι η παρουσία της μελισσοκομίας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Απόλλωνος


ΑΣΤΡΟΣ (Δήμος) ΑΡΚΑΔΙΑ
Η περιοχή του Πάρνωνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά τη χλωρίδα και τους επί μέρους τύπους οικοτόπων (δάση Μαύρης Πεύκης, Μηλόκεδρου, Δενδρόκεδρου, Καστανιάς και Κεφαλλονίτικης Ελάτης). Στη χλωρίδα στον ορεινό χώρο έχουν καταγραφεί 252 είδη και υποείδη (χωρίς να υπάρχει ακόμη πλήρης καταγραφή) από τα οποία τα 11 είναι τοπικά ενδημικά του Πάρνωνα, 16 ενδημικά της Πελοποννήσου, 22 ενδημικά της Ελλάδας και 10 είναι σπάνια.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας


ΑΧΑΪΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
Ο Ν.Αχαίας διατηρεί ακόμα σε σημαντικό βαθμό το σημαντικό πλούτο της περιοχής και κυρίως τη βλάστηση. Ο βαθμός φυτοκάλυψης του νομού είναι αρκετά υψηλός, επιπλέον η παρουσία σημαντικών οικολογικά περιοχών καθιστά το νομό πρόσφορο για περιβαλλοντολογικές και οικοτουριστικές δραστηριότητες. Η συνολική έκταση του νομού είναι 3.336,2 km2 και η συνολική φυτοκαλυμένη έκταση ανέρχεται σε 3.233,4 km2. Στον Ν.Αχαΐας συναντώνται τα περισσότερα είδη προοδών, θάμνων και αυτοφυών δένδρων που υπάρχουν στη χώρα μας. Συγκροτήματα αμιγούς και μικτής βλάστησης συναντιώνται σε παραλιακές, πεδινές, ημιορεινές και ορεινές περιοχές του Νομού. Τα είδη βλάστησης που κυρίως συμμετέχουν στη φυτοκάλυψη του νομού είναι αρκετά, κύριο είδος βλάστησης είναι τα αείφυλλα-πλατύφυλλα τα οποία καλύπτουν το 51.3 % των δασικών εκτάσεων, τα πιο κοινά είδη αυτής της βλάστησης είναι το πουρνάρι, η αριά, τα είδη του γένους Pistacia, χαρουπιά, δάφνη, αγριελιά κ.α..

ΑΧΕΡΩΝ (Ποταμός) ΗΠΕΙΡΟΣ
Τη χλωρίδα των Στενών συνθέτουν ασφάκες, σπάρτα, λαδανιές, φτέρες, πλατάνια, ιτιές, αριές και άλλα 180 είδη φυτών και δένδρων. Ανάμεσά τους υπάρχουν και πολλά σπάνια, όπως η μόλτκια η πετρώδης, η σκαβιόζα η ηπειρωτική, η σκουτελλάρια η λειμώνιος και αρκετά είδη που φύονται αποκλειστικά στην Ελλάδα, όπως τα Cerastium brachypelatum ssp. pindigenum και Crepis hellenica ssp. hellenica.

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ

ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ (Σύμπλεγμα νήσων) ΕΛΛΑΔΑ
  Δάση και θαμνότοποι με πεύκα, κυπαρίσσια, αγριελιές, σχίνους, κέδρους, κουμαριές, πουρνάρια, δημιουργούν μαζί με ποικίλες ετήσιες ή πολυετείς πόες, με τα αρωματικά φυτά (ρίγανη, θυμάρι, λεβάντα), με τις χαρουπιές και τους ελαιώνες ένα πλούσιο μωσαϊκό φυτικών ειδών.
  Συχνά στις νησίδες παρατηρούνται μοναδικά φυτικά και ζωικά είδη (ιδίως ερπετών και ασπόνδυλων), δημιουργήματα μιας απομονωμένης εξέλιξης και προσαρμογής στις ειδικές συνθήκες, που δημιουργήθηκαν μετά την αποκοπή των τμημάτων αυτών της ξηράς από τα μεγαλύτερα νησιά.
  Κάθε νησί και κάθε νησίδα είναι ένα μοναδικό μουσείο της φύσης. Κι αυτό ευνοεί την ανάπτυξη ειδικών μορφών τουρισμού. Η Κάσος έχει περίπου 450 είδη φυτών, δηλαδή περισσότερα απ’ όσα έχει ολόκληρη η Ολλανδία.
(Κείμενο: Μανόλης Μακρής)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Δωδεκανήσου.


ΕΛΕΙΟ - ΠΡΟΝΟΙ (Δήμος) ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
  Η μεσογειακή μακία που θεωρείται σήμερα ως η climax βλάστηση της ζώνης αυτής, αποτελείται από πυκνοφυή μικρά δέντρα και θάμνους, ως επί το πλείστον αειθαλή. Η εξάπλωση της μακίας βλάστησης είναι αρκετά περιορισμένη και έτσι οι μεγαλύτερες εκτάσεις των πεδινών και λοφωδών εκτάσεων, εκεί όπου δεν καλλιεργούνται είναι φρυγανότοποι.
  Τα φρύγανα θεωρούνται ως ένα στάδιο υποβάθμισης της μεσογειακής μακίας. Εδώ κυριαρχούν μικροί θάμνοι με σκληρά δερματώδη φύλλα σχεδόν αγκαθωτά και αρωματικά. Οι θάμνοι των φρυγανότοπων παρέχουν προστασία σε πολλά ποώδη φυτά και πολλά από τα σπάνια είδη λουλουδιών ανθίζουν εδώ νωρίς την 'Ανοιξη και αργά το Φθινόπωρο. Οι φρυγανότοποι είναι βιότοπος ενός μεγάλου αριθμού μικρών πουλιών και ερπετών.
  Το φαράγγι του Πόρου αποτελεί ένα γεωμορφολογικό σχηματισμό εξαιρετικής ομορφιάς με πλούσια είδη ενδημικών φυτών. Έχει χαρακτηρισθεί σύμφωνα με την οδηγία 92/43 Ε.Ο.Κ ως ειδική ζώνη διατήρησης. λόγω ύπαρξης της ασβεστολιθικής χασμοφυτικής βλάστησης.   Στον εθνικό Δρυμό Αίνου βρίσκει κανείς την poa Cephalonica, ένα από τα αποκλειστικά ενδημικά φυτά του νησιού, το ενδημικό είδος ελάτης ''Abies Kefallonica'' και μεγάλη ποικιλία ορχιδέων και σάρων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Ελειού - Πρόνων


ΙΚΑΡΙΑ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
  Λόγω της διάταξης του κύριου ορεινού όγκου του Πράμνου (Αθέρας) που διατρέχει από Ανατολή προς Δύση το νησί, στην Ικαρία επικρατούν ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες. Το βόρειο τμήμα του νησιού όπου ευρίσκονται ο Εύδηλος και τα περισσότερα χωριά του, έχει πυκνή βλάστηση , ενώ στο νότιο επικρατεί ξηρό κλίμα και υπάρχουν επιβλητικοί βραχώδεις σχηματισμοί.
  Σε όλη τη βόρεια πλευρά του νησιού ο επισκέπτης θα συναντήσει πολλά ρέματα και ρυάκια τα οποία χύνονται στη θάλασσα, σχηματίζοντας μικρές λίμνες στις παραλίες (Αρης Ποταμός, Κάμπος, Γιαλισκάρι, Νας). Στο εσωτερικό του υπάρχουν μικρά φαράγγια ιδιαίτερης ομορφιάς.
  Η χλωρίδα της Ικαρίας έχει να επιδείξει, εκτός από τα είδη που βρίσκονται στα κοντινά της νησιά, και αρκετά είδη που δεν συναντώνται αλλού, όπως η Παιώνια, η Δακτυλίτιδα, η Ρόριπα και το Σύμφυτο. Στα ορεινά του βόρειου τμήματος του νησιού υπάρχουν σημαντικά οικοσυστήματα όπως το Δάσος του Ράντη στη Δάφνη και το δάσος των Ραχών.
  Σύμφωνα με μελέτες υπάρχουν περισσότερα από 100 είδη δένδρων και θάμνων στο νησί. Από τα πιο σημαντικά είναι το πεύκο, η βελανιδιά, ο άριος, το πουρνάρι, η καστανιά, η κουμαριά, ο κέδρος, το πλατάνι, ο άντρακλος και άλλα. Το μεγαλύτερο μέρος του νησιού καλύπτεται από μεσογειακή “μακία” βλάστηση όπως ο σχίνος, το ρείκι, το άναμμα, το θυμάρι, η ακισαρέ και η αστιβή. Από τις καλλιεργούμενες ποικιλίες αμπελιού επικρατεί η ποικιλία “Φωκιανό”. Επίσης συναντάμε διάφορες ποικιλίες συκιάς, καρυδιάς, καϊσιού. Στις ρεματιές φύεται είδος πλατύξυλου φυτού (κολοκάσι) του οποίου οι βολβοί (ρίζες) τρώγονται βρασμένοι.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Ευδήλου.

Η Ελιά στην Αρχαιότητα

ΚΡΗΤΗ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ

Η χλωρίδα της Λέσβου

ΛΕΣΒΟΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
Η Λέσβος λόγω ευνοϊκών εδαφοκλιματικών συνθηκών, διαθέτει μια από τις πλουσιότερες χλωρίδες του κόσμου, γεγονός που κατά πολύ συμβάλλει στην αισθητική του νησιού. Η αρχαία λυρική ποιήτρια Σαπφώ (6ος π.Χ. αιώνας) αναφέρει σε ποιήματά της τα φυτά της Λεσβιακής γης, ενώ επίσης ο φιλόσοφος Θεόφραστος ( 3ος π.Χ. αιώνας ) καταγράφει συστηματικά μεγάλο αριθμό φυτών και ορίζεται ως ο ιδρυτής της Βοτανικής. Σήμερα, περισσότερα από 1.400 taxa (είδη και υποείδη) φυτών περιλαμβάνονται στην χλωρίδα της Λέσβου και χωρίς υπερβολή το νησί θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «Βοτανικός Παράδεισος»: αρωματικά-φαρμακευτικά, καλλωπιστικά και σπάνια φυτά, δένδρα και θάμνοι. Αν και η Δυτική Λέσβος, συγκριτικά με την υπόλοιπη νησιωτική έκταση, είναι άγονη -με την εξαίρεση μικρές πεδινές εκτάσεις - τα ανατολικά, νότια και κεντρικά τμήματα είναι κατάφυτα από ελαιώνες (11.000.000 περίπου ελαιόδεντρα) και δάση πεύκων, ελάτων, πλατανιών, καστανιών, οξιών, βελανιδιών κ.α.
Θα πρέπει να αναφέρουμε την ύπαρξη του Ροδόδεντρου (Rhododendron Luteum Sweet), το οποίο δεν υπάρχει πουθενά στην Ελλάδα, παρά μόνο στην Λέσβο. Πρόκειται για φυλλοβόλο θάμνο με ύψος μέχρι 4,5 μ., με μεγάλα ωραία κίτρινα άνθη και φύλλα λογχοειδή και επιμήκη. Φύεται σε υγρά και γόνιμα αμμώδη και αργιλώδη εδάφη και το συναντάμε σε υψόμετρο από 60μ. έως την κορυφή του βουνού Προφήτη Ηλία ( 799μ.). Η εμφάνιση του Ροδόδεντρου συνοδεύεται από τα είδη πικροδάφνη ( Nerium oleander ), πτέρη ( Pteris aquillina ), ιτιά ( Salix fragillis ), κουμαριά ( Arbutus unedo ), κισσός (Hedera helix ), καστανιά ( Castanea satina ),κ.α.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Λέσβου


ΛΙΔΟΡΙΚΙ (Δήμος) ΔΩΡΙΔΑ
  Στις ανώτερες ορεινές ζώνες η χλωρίδα διακρίνεται για την προσαρμογή της σε περιόδους ψύχους, στις κατώτερες ορεινές δε για την προσαρμογή της σε περιόδους ξηρασίας. Μια μέση κατάσταση εμφανίζεται στην άμεση περιοχή υδρορροών.
  Τα αειθαλή φυτά χαρακτηρίζονται από την οικονομία και προστασία των χυμών. Έτσι έχουμε ξερόφυτα και φυτά αποθηκευμένης υγρασίας. Τα ξερόφυτα έχουν πολλά χαρακτηριστικά , που φτάνουν από τα μικρά φύλλα μέχρι τα αγκάθια (κυπαρίσσια, κέδροι) ή από φύλλα με υμένα (πικροδάφνες) ή από φύλλα προστατευόμενα με τρίχωμα ή αρωματικά και αιθέρια έλαια (θυμάρι). Πολλές φορές αυτά τα χαρακτηριστικά συνυπάρχουν στο ίδιο φυτό ενώ άλλα φυτά μπορούν να συντηρούν το νερό στα σωματώδη χυμώδη φύλλα τους (οπούντια, αγκάβη) και με τις βαθιές τους ρίζες. Αντίθετα με τα ξερόφυτα άλλα φυτά φύονται και αναπτύσσονται κατά την περίοδο των βροχών.
  Τέτοια φυτά είναι τα γεώφυτα ή θερόφυτα (ασφόδελος, άγρια κρεμμύδια), τα οποία επιβιώνουν τους καλοκαιρινούς μήνες υπόγεια με το ριζικό τους σύστημα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Λιδορικίου


Χλωρίδα και Βλάστηση

ΛΙΜΝΗ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ (Λίμνη) ΚΑΣΤΟΡΙΑ
  Σημαντικά στοιχεία σχετικά με τη χλωρίδα και τη βλάστηση της λίμνης της Καστοριάς είναι το παραλίμνιο δάσος και οι παρόχθιες διαβαθμίσεις υδρόφιλης και υδροχαρούς βλάστησης.
   Το παραλίμνιο δάσος αποτελεί ένα από τα ελάχιστα που έχουν απομείνει στη χώρα μας και αποτελείται από πελώρια πλατάνια, λεύκες, ιτιές, σκλήθρα και πολλά αναρριχώμενα φυτά.
   Σημαντική επίσης θεωρείται και η ύπαρξη ενδημικών και σπάνιων φυτών της χλωρίδας μας σε διάφορες θέσεις.
  Ειδικότερα στα σπάνια φυτά της περιοχής περιλαμβάνονται:
•Lilium candidum [(Παρθενικός κρίνος (άγρια μορφή)]: Φυτρώνει στην περιοχή του Προφήτη Ηλία.
•Iris pseudacorus (Νερόκρινο): Φυτρώνει στην βόρεια περιοχή της λίμνης
•Galeopsis candidum: Πολύ σπάνιο φυτό στη χώρα μας. Ίσως η Καστοριά να είναι η μόνη τοποθεσία στην Ελλάδα όπου παρατηρείται το είδος αυτό. Φυτρώνει στη βόρεια περιοχή των παρόχθιων εκτάσεων.
•Leucjum aestivum: Φυτρώνει κοντά στα ρέματα Αποσκέπου και Βυσινιάς στην βόρεια περιοχή της λίμνης.
•Oenothera erythrosepala: Πολύ σπάνιο φυτό στην Ελλάδα, φυτρώνει στις εκβολές του Ξηροποτάμου, κοντά στο Μαυροχώρι στην ανατολική πλευρά της λίμνης.
•Verbascum phoeniceum ssp. flavidum: Σπάνιο στην Ελλάδα φυτό, φυτρώνει στην ανατολική πλευρά της λίμνης.
•Clemantis viticella: Πολύ σπάνιο είδος αγράμπελης για την Ελλάδα, φυτρώνει μεταξύ Μαυροχωρίου και Δισπηλιού, στην ανατολική-νοτιανατολική πλευρά της λίμνης.
•Rhamnus intermedius: Πολύ σπάνιο είδος θάμνου με μοναδική εμφάνιση στη χώρα μας, φυτρώνει νότια της πόλης της Καστοριάς.
•Acanthus balcanius: Φυτρώνει στην περιοχή του Αγίου Ηλία.
•Trapa natans: Υδροχαρές είδος, που ανήκει στο κόκκινο βιβλίο των φυτικών ειδών της Ευρώπης, παρατηρείται σε διάφορα σημεία μέσα στη λίμνη.
  Όπως προαναφέρθηκε, σημαντική είναι η παρόχθια και η υδρόβια βλάστηση της λίμνης, η ζώνη των καλαμώνων της λίμνης που καταλαμβάνει έκταση 140 στρεμμάτων. Τα κυρίαρχα είδη είναι τα Phragmites australis, Scripus sp., Carex sp., Sparganium ramosum, Iris pseudacorus, Eleocharis palustris, Trifolium sp., Typha angustifolia. Από τα εφυδατικά και αφυδατικά είδη, κυρίαρχα είναι τα: Trapa natans, Ranunculus aquatilis, Potamogeton crispus, Myriophyllon spicatum, Ceratophyllum submersum.
  Η λίμνη της Καστοριάς είναι ο πρώτος υγρότοπος όπου η διαχείριση των καλαμώνων απασχόλησε σοβαρά τον τοπικό πληθυσμό. Έτσι, ο Δήμος Καστοριάς, μετά τις σχετικές μελέτες, περνά σε φάση εφαρμογής διαχείρισης των καλαμώνων.
Kείμενα: Δρ. Θεόδωρος Μαρδίρης

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Καστοριάς


Η χλωρίδα

ΛΙΜΝΗ ΠΛΑΣΤΗΡΑ (Λίμνη) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
  Η χλωρίδα της περιοχής περιλαμβάνει περίπου 650 είδη και υποείδη. Χαρακτηριστικό της στοιχείο αποτελεί ο μεγάλος αριθμός φυτικών ειδών της ημιορεινής, ορεινής και υπαλπικής ζώνης.
  Αξιόλογες χλωριδικές εμφανίσεις συνιστούν :
•η ύπαρξη δύο συγγενών εμφανίσεων του γένους Anemone, της Α.blanda και της A.apennina.
•η ύπαρξη τριών υποειδών της Viola alba (scotophylla, dehnhardtii & thessala)
•η ύπαρξη τριάντα διαφορετικών ειδών του γένους Trifolium
•το γένος Geranium που αντιπροσωπεύεται από 11 είδη
•πέντε είδη σφενδάμου (Acer) η συνύπαρξη κατά θέσεις της Albies cephalonica και της A.hybridogenus
•η εμφάνιση στην περιοχή πολλών ορχεοειδών
•η ύπαρξη λίγων ενδημικών των Ελληνικών βουνών όπως τα Trifolium glomeratum, Achilea pindicola κ.α.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Καρδίτσας


ΜΑΚΕΔΟΝΙΔΑ (Δήμος) ΗΜΑΘΙΑ
  Η ανάπτυξη και η διανομή των φυτοκοινωνιών στον ορεινό όγκο των Πιερίων, επηρεάζεται τόσο από τις εδαφικές και κλιματικές συνθήκες, όσο και από τον ανθρώπινο παράγοντα.
  Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την ανάπτυξη και διανομή της βλάστησης είναι το μικροκλίμα μια θέσης. Οι βόρειες και ανατολικές εκθέσεις είναι κατά κύριο λόγο ψυχρότερες και υγρότερες με πλουσιότερη βλάστηση, ενώ οι νότιες και δυτικές είναι ξηρότερες και θερμότερες και με εδάφη υποβαθμισμένα από την διάβρωση.
  Οι διαπλάσεις οι οποίες διαμορφώνονται λόγω των ανωτέρων παραγόντων, από τις χαμηλότερες στις υψηλότερες θέσεις είναι :
Η διάπλαση ostryo-carpinion. Εξαπλώνεται από τα χαμηλότερα σημεία έως τα 500 μέτρα υψόμετρο. Τα κυριώτερα είδη της διάπλασης αυτής είναι ο γαύρος (crpinus orientalis), η κρανιά (cornus mas), ο πεδινός σφένδαμος (cer campestre), ο πρίνος (guercus coccfera), το φιλύκι (pfillirea media), ο φράξος (FRAXINUS ornus), και η χνοώδης δρύς (quercus pubescens).
Η διάπλαση φυλλοβόλων δρυών. Εξαπλώνεται από τα 600 έως τα 1000 μέτρα υψόμετρο. Τα κυριότερα είδη της διάπλασης αυτής είναι τα εξής : quercus cerris, tilia argentea, ulmus campestris, cornus mas, cornus sanguinea, sorpus domestica, ulmus Montana, sorpus torminalis, crataegus monogyna, crataegus helpreichil, pinus malus, pinus amygrdaliformis, corylus avellana, ostrya carpinifolia
Η διάπλαση οξυάς. Εξαπλώνεται από τα 600 έως τα 1.800 μέτρα υψόμετρο. Κυριότερο είδος της διάπλασης αυτής είναι το fagus moesiacα.
Η διάπλαση κωνοφόρων. Εξαπλώνεται από τα 600-2.100 μέτρα υψόμετρο. Κυριότερα είδη της διάπλασης αυτής είναι pinus nigra και Abies borissi regis και η Pinus silvestris και Pinus nigra.
Η διάπλαση της υδροχαρούς βλάστησης (ELUVIISILVAE). Συναντάται κυρίως σε ρέματα και σε υγρές και δροσερές θέσεις. Κυριότερο είδος της διάπλασης αυτής είναι ο ανατολικός πλάτανος (Platanus orientalis).

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Μακεδονίδος


ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ (Δήμος) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
Μερικά από τα μοναδικά χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος είναι το δάσος της οξιάς στη νότια πλευρά του όρους Σαράνταινας (ύψους 2000 μ.) είναι το νοτιότερο δάσος οξιάς στην Ευρώπη και διακρίνεται για την τροπική μορφή των δένδρων. Ενδιαφέρον επίσης προκαλούν τα διακόσια περίπου είδη μανιταριών, από τα οποία τα 70 είναι φαγώσιμα και τρία από αυτά ανακαλύπτονται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τέλος, στην περιοχή ζουν 6 είδη δρυοκολάπτη από τα οποία το ένα πολύ σπάνιο με τροπικά χρώματα.
κείμενα: Γιάννης Χαλάτσης, φωτογραφίες: Παναγιώτης Τσούσης

ΠΑΝΑΓΙΑ (Δήμος) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Φυσικά δάση φυλλοβόλων πλατύφυλλων με επικρατέστερα τα είδη δρυός, οξιάς και καστανιάς. Σε ορισμένες θέσεις υπάρχουν και τα κοινά είδη (Λευκή η τρέμουσα, Σφένδαμμος, Όστρυα, κλπ.) όπως και κωνοφόρα (μαύρη και δασική Πεύκη) από αναδασώσεις γυμνών εκτάσεων. Καθώς και πλούσια σε είδη αρωματική χλωρίδα και μάλιστα της μελισσοκομίας (θυμάρι, θρούμπι, ρίγανη, μέντα, λυγαριά, μυρτιά και πολλά άλλα ετήσια και πολυετή).

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από ιστοσελίδα του Δήμου Παναγιάς


Χλωρίδα

ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ (Δήμος) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
Το οικοσύστημα που χαρακτηρίζει τις ζώνες δασικής βλάστησης στο Δήμο Πλαστήρα είναι το μεικτό οικοσύστημα δρυός / καστανιάς - καστανιάς / δρυός και κατά θέσεις καστανιάς / ελάτης / δρυός, το οποίο διακόπτεται συχνά από γεωργικές καλλιέργειες, καθώς και από διάκενα -ξέφωτα, στα οποία κυριαρχεί η φτέρη (pteridium aquilinum) και δημιουργεί ξεχωριστούς οικότοπους. Αλλα διάσπαρτα ή σε μικροομάδες και συνδενδρίες δασοπονικά είδη που συνοδεύουν το μεικτό οικοσύστημα είναι: η πεδινή σφένδαμος (Acer campestre), η ορεινή σφένδαμος (Acer pseudoplatanus), η ορεινή φτελιά (Ulmus Glabra), η καρυδιά (Juglans regia), η κρανιά (Cornus mas) , η αγριοφουντουκιά (Corylus avelana), ο πλάτανος (Platanus orientalis), οι ιτιές (salix incana, s.alba) και άλλα είδη.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Πλαστήρα


Xλωρίδα

ΡΕΘΥΜΝΟ (Νομός) ΚΡΗΤΗ
  Εκτός από τα δέντρα και τα φυτά που συναντούμε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του ευρύτερου μεσογειακού χώρου, στην Κρήτη υπάρχει ακόμα μεγάλος αριθμός ενδημικών φυτών, γεγονός που εξηγείται από τη γεωγραφική απομόνωση του νησιού που ευνόησε την ανάπτυξη τοπικών ειδών ήδη από την αρχαιότητα. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν γύρω στα 2000 είδη φυτών από τα οποία τα 160 είναι ενδημικά και φύονται αποκλειστικά και μόνο στο νησί. Δυστυχώς, σε σχέση με το παρελθόν η βλάστηση έχει περιοριστεί σημαντικά και τα αλλοτινά κατάφυτα βουνά, όπως ο Ψηλορείτης ή Ίδη (=δασωμένο βουνό), σήμερα έχουν σχεδόν απογυμνωθεί κυρίως λόγω της ανεξέλεγκτης βοσκής αιγοπροβάτων και των πυρκαϊών. Παράλληλα οι λιγοστές πεδινές εκτάσεις έχουν αναγκαστικά χρησιμοποιηθεί για γεωργικές καλλιέργειες και οι παραθαλάσσιες συχνά για την εγκατάσταση θερμοκηπίων, με αποτέλεσμα οι βιότοποι να έχουν περιοριστεί σημαντικά και ορισμένα από τα σπάνια είδη φυτών να κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Επειδή η ανάπτυξη της χλωρίδας εξαρτάται από τη θερμοκρασία και τη μορφολογία του εδάφους, η κατάταξη γίνεται με βάση το υψόμετρο που επηρεάζει τους παραπάνω παράγοντες.
  Έτσι, στην παραθαλάσσια ζώνη μπορεί να συναντήσει κανείς φυτά που ευνοούνται από την υγρασία και τη θαλασσινή αλμύρα, όπως το κρινάκι της θάλασσας (Pancratium maritimum) και τα αρμυρίκια (Tamarix cretica) καθώς και τον περίφημο κρητικό Φοινικά του Θεοφράστη (Phoenix theophrastii).
  Στην πεδινή ζώνη που φθάνει μέχρι το υψόμετρο των 300 μέτρων μπορεί να βρεί κανείς τους θάμνους της Μεσογειακής μακίας, όπως το Σχίνο (Pistacia lentiscus) και το Πουρνάρι (Quercus coccifera) καθώς και την Πικροδάφνη (Nerium oleander), τη Λιγαριά (Vitex agnus-castus), το Χαμομήλι (Chamomilla recutita), η Μέντα (Mentha spicata), η Μυρτιά (Myrtus communis), τα Ρείκια (Erica), οι Σταφυλίνακες (Daucus carota), τα Αγριοσέλινα (Smyrnium), οι Δενδρομολόχες (Alcea pallida cretica), η κοινή παπαρούνα (Papaver rhoeas), η Λαδανιά (Cistus incanus-creticus) και ο Κρητικός Έβενος (Ebenus cretica).
  Η ημιορεινή ζώνη φθάνει περίπου ως τα 800 μ. και περιλαμβάνει θάμνους όπως το Πουρνάρι (Quercus coccifera), το Σχίνο (Pistacia lentiscus), το Θυμάρι (Thymus capitatus), η Κουμαριά (Arbutus unedo), ο Αγγάραθος (Phlomis cretica), το Σφεντάμι (Acer sempervirens), η Βρυωνιά (Bryonia cretica), τα Σπάρτα (Spartium junceum), ο Στύρακας (Styrax officinalis)κ.α., αγριολούλουδα όπως το κρητικό Κυκλάμινο (Cyclamen creticum), την Ίριδα (Iris cretica), τη Δρακοντιά (Dracungulus), τη Μαχαιρίδα (Gladiolis italicus), την Τουλίπα (Tulipa orphanidea), τα Βολβολούλουδα (Muscari commosum), διάφορα είδη της κρητικής ορχιδέας και δέντρα όπως η Χαρουπιά (Ceratonia siliqua), και η Βελανιδιά (Quercus).
  Η ζώνη που εκτείνεται από τα 800 έως τα 1800μ. είναι η ορεινή στην οποία ευδοκιμούν τα Πουρνάρια (Querus coccifera) και το Κρητικό Σφεντάμι (Acer sempervirens) καθώς και θάμνοι και αγριολούλουδα όπως οι κίτρινες Bιολέτες (Erysimum creticum), η Τουλίπα (Tulipa cretica), Η κρητική Αγριαψιθιά (Achillea cretica), οι Αγριομενεξέδες (Viola cretica), ο Κρόκος (Crocus Oreocreticus) κ.α.
  Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος χώροι για την πλούσια χλωρίδα τους είναι τα φαράγγια που αποτελούν πραγματικούς παράδεισους με αγριολούλουδα και θάμνους, πολλά από τα οποία μάλιστα είναι ενδημικά και σπάνια, καθώς εκεί η αγριάδα και το δυσπρόσιτο του περιβάλλοντος τα προστατεύουν από τον ανρώπινο παράγοντα. Στην πραγματικότητατα μπορεί να δει κανείς φυτά όλων των ειδών, όλα εκείνα που περιλαμβάνονται στις παραπάνω ζώνες, μια και τα φαράγγια ξεκινούν από ορεινές ή ημιορεινές περιοχές και καταλήγουν στη θάλασσα. Επίσης, αν κάποιος είναι τυχερός, μπορεί να διακρίνει τον περίφημο κρητικό Δίκταμο (Origanum dictamnus.

Η Ελιά

  Οπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά δεδομένα αλλά και οι ιστορικές πηγές, η ιστορία της Κρήτης είναι στενά συνδεδεμένη με το δέντρο της ελιάς και με το βασικό προϊόν της, το λάδι. Ήδη από τα μινωικά χρόνια, όπως έχει αποδειχθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα της Κνωσού, γινόταν επεξεργασία του καρπού της ελιάς και παραγόταν λάδι που αποθηκευόταν σε πήλινους πίθους και αμφορείς και συχνά εξάγονταν στα νησιά του Αιγαίου και την κεντρική Ελλάδα. Πέρα όμως από τα οικονομικά οφέλη, το δέντρο της ελιάς λατρευόταν ως ιερό και το λάδι εκτός από προσφορά στους Θεούς και στους νεκρούς χρησίμευε ακόμα στην ιατρική, στον αθλητισμό και στην καθημερινή ζωή ως προϊόν βασικό για τη διατροφή, το φωτισμό και τη θέρμανση.
  Έτσι το δέντρο της ελιάς και ο ευλογημένος καρπός του από το παρελθόν και ως σήμερα εξακολουθούν να είναι σύμβολα της γνώσης της ειρήνης, της υγείας και της δύναμης. Τα τελευταία χρόνια η διεθνής ιατρική και διαιτολογία συστήνουν το ελαιόλαδο ως απαραίτητο προϊόν διατροφής για την εξασφάλιση υγείας και μακροζωίας. Η Κρήτη με το μεσογειακό της κλίμα ευνοεί την ανάπτυξη της ελιάς που φύεται τόσο σε πεδινές όσο και σε ορεινές περιοχές και καρποφορεί το χειμώνα. Στο νησί υπάρχουν εκατομμύρια ελαιόδεντρα και χιλιάδες οικογένειες βασίζουν την οικονομική τους ζωή στην καλλιέργειά τους. Το κλίμα και η σύσταση του εδάφους της Κρήτης εξασφαλίζουν το φίνο άρωμα και την υπέροχη γεύση του κρητικού ελαιολάδου, καθιστώντας το προϊόν υψηλής ποιότητος με διεθνή αναγνώριση.
  Ο νομός Ρεθύμνης είναι κατάφυτος από ελιές και η παραγωγή ελαιολάδου αποτελεί μια από τις βασικές ασχολίες των κατοίκων. Τα είδη που καλλιεργούνται είναι κυρίως χοντρολιές, κορωνέικες και λιγότερες τσουνάτες. Από τα δέντρα αυτά παράγεται εκλεκτής ποιότητος ελαιόλαδο καθώς βρώσιμες ελιές εξαιρετικής ποιότητος.
  Ο περίφημος ελαιώνας της περιοχής Αδελε στο Δήμο Αρκαδίου, σε μια τεράστια πεδινή και ημιορεινή έκταση, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους της Μεσογείου. Τη μακροχρόνια και στενή σχέση της περιοχής αυτής αλλά και ολόκληρου του Ρεθύμνου και της Κρήτης με την ελιά και το λάδι αντανακλά η οργάνωση του Μουσείου της Ελιάς στα Καψαλιανά. Πρόκειται για ένα οικισμό που αποτελούσε μετόχι της Ι. Μ. Αρκαδίου. Εκεί βρισκόταν ο ελαιόμυλος του μοναστηριού που μαζί με άλλα κτίσματα οικοδομήθηκε στο τέλος του 16ου και στις αρχές του 17ου αι. Ο οικισμός είναι διατηρητέος και σήμερα έχει αναστηλωθεί και συντηρηθεί σχεδόν εξολοκλήρου.

Χλωρίδα

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
Το νησί είναι καταπράσινο πνιγμένο μέσα σε πυκνή βλάστηση. Τα δένδρα που κυριαρχούν εδώ είναι οι ελιές, οι βελανιδιές, οι καστανιές, τα σφενδάμια, τα θαμνόκεδρα και τα πλατάνια. Η Σαμοθράκη είναι ίσως το μόνο νησί στην Ελλάδα που έχει τόσο μεγάλα σε έκταση πλατανόδαση.

ΣΑΜΟΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

ΣΕΡΡΕΣ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Η βλάστηση στο νομό Σερρών παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία: αμμόφιλη και αμμονιτρόφιλη βλάστηση στην παραλία, υδρόφιλη και υδρόβια βλάστηση στην περιοχή των υγροτόπων, λειμώνες και παραποτάμια βλάστηση κατά μήκος των ποταμών και στη λίμνη Κερκίνη, για να καταλήξει στα δάση πλατύφυλλων και κονωφόρων στα ορεινά του νομού.
  Κατά μήκος του ποταμού Στρυμώνα ασκείται η λευκοκαλλιέργια, με τεχνητές φυτείες ταχυαυξών κλώνων λεύκης.
  Τα δάση του νομού που καλύπτουν το 20,7% της έκτασής του, χωρίζονται σε 10 συμπλέγματα. Τα είδη που κυρίως αναπτύσσονται στα δάση αυτά είναι είδη δρυός στα χαμηλά και μεσαία υψώμετρα και τεχνητές φυτείες τραχείας πεύκης, οξυάς και δασικής πεύκης στα μεγάλα υψόμετρα. Ελάχιστες συστάδες ελάτης και ακόμη πιο λίγες από Ρόμπολο καλύπτουν επιλεκτικά τις πλαγιές του Παγγαίου, του όρους Κερκίνη (Μπέλλες) και του όρους Βροντούς. Ορισμένες περιοχές στην παραλιακή ζώνη καλύπτονται από τυπική μακία (θαμνώδη) βλάστηση με κυρίαρχα είδη τα ρείκια και την κουμαριά. Ορισμένες άλλες καλύπτονται με είδη φυλλοβόλων θάμνων, που αναπτύσσονται πάνω από τη ζώνη των αειφύλλων θάμνων, σε μίξη με το πουρνάρι και περιλαμβάνουν θαμνόμορφα δένδρα ειδών δρυός, καθώς και θάμνους των ειδών γαύρος και φράξος. Ο τύπος των φυλλοβόλων θάμνων καλύπτει μεγάλες εκτάσεις στα χαμηλά υψόμετρα του νομού και κυρίως γύρω από τα ημιορεινά και οριενά χωριά και κωμοπόλεις.
  Στα δάση του νομού αναπτύσσονται επίσης και η οστριά, φλαμουριά, σορβιά, φτελιά, φραξός, σκλήθρο, φουντουκιά, ιτιά, λεύκα, καρυδιά, κρανιά, καστανιά, πεύκη (μαύρη, τραχεία και δασική), κυπαρίσσι, κέδρος, πλατάνια.
  Η υποβλάστηση στο νομό Σερρών παρουσιάζει σπουδαία ποικιλία, με είδη που παρουσιάζονται μοναδικά στην Ελλάδα, λόγω του κλιματοεδαφικού παράγοντα στα ορεινά συμπλέγματα του νομού.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σερρών


ΣΥΡΟΣ (Νησί) ΚΥΚΛΑΔΕΣ
  Η χλωρίδα της Σύρου χαρακτηρίζεται από μεσογειακά είδη θάμνων και φρυγάνων, που σε μερικές περιπτώσεις λαμβάνουν δενδρώδη μορφή.   Είναι από όλους παραδεκτό ότι παλαιότερα η βλάστηση στο νησί ήταν δασώδης, αλλά η βαθμιαία μεταβολή του κλίματος σε ξηρότερο, σε συνδυασμό με ανθρωπογενείς επιδράσεις, συντέλεσαν στην εξαφάνιση, αφενός των πιο υδρόφιλων ειδών και αφετέρου των δασικών εκτάσεων.   Η χλωρίδα της Σύρου αποτελείται από 580 είδη.
  Αν και ο πολυμορφισμός του νησιού δεν θεωρείται μεγάλος, σε σχέση με αντίστοιχα ηπειρωτικά οικοσυστήματα, σε σύγκριση με άλλα νησιά των Κυκλάδων, στη Σύρο απαντώνται 20 ενδημικά είδη, ενώ διαθέτει μεγάλη ποικιλία σε χαμηλή βλάστηση (αρωματικά φυτά, θάμνοι και φρύγανα). Ενδεικτικά αναφέρονται τα θαμνώδη είδη:
•Crocus tournefortii (Ζαφορά)
•Pancratium maritimum (Κρίνος της θάλασσας)
•Capparis ovata (Κάππαρη)
•Thymus capitatus (Θυμάρι)
•Satureia thymbra (Θρούμπα)
•Cistus sp. (Λαδανιά)
•Salnia sp. (Φασκομηλιά)
  και τα δενδρώδη είδη:
•Juniperus phoenicea και Juniperus macrocarpa (Αρεφτιά ή Αρκευθός)
•Pinus halepensis (Πεύκο)

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ website, του Πανεπιστημίου Πατρών


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ