gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 3 τίτλοι με αναζήτηση: Πληροφορίες για τον τόπο για το τοπωνύμιο: "ΞΑΝΘΗ Πόλη ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ".


Πληροφορίες για τον τόπο (3)

Σελίδες τοπικής αυτοδιοίκησης

Ξάνθη

  Η Ξάνθη είναι πόλη της Θράκης, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Είναι χτισμ ένη στους πρόποδες της οροσειράς Ροδόπης, στην αρχή της πεδιάδας η οποία εκτείνεται προς τα νότια μέχρι το Θρακικό πέλαγος, το οποίο απέχει 20-25 χλμ. Υπάρχει η παλιά και η καινούργια πόλη. Πολλοί δρόμοι είναι στρωμένοι με γρανίτη. Εμπορικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής με το χαρακτηριστικό της συνύπαρξης χριστιανικού και μουσουλμανικού πληθυσμού. Η Ξάνθη σήμερα έχει 37.463 κατοίκους με την τελευταία απογραφή. Πρόσφατα με το σχέδιο «ΚΑΠΟΔΙΣ ΤΡΙΑΣ» περιλαμβάνονται στο Δήμο Ξάνθης οι κοινότητες Κιμμερίων-Ευμοίρου και ο πληθυσμός του Δήμου ανέρχεται στις 50.000 περίπου. Από το 1975 φιλοξενεί την Πολυτεχνική Σχολή Ξάνθης, που είναι τμήμα του ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ, με έδρα την Κομοτηνή.
   Στην περιοχή της Ξάνθης παράγεται ο φημισμένος αρωματικός καπνός γνωστός σε όλο τον κόσμο. Παλαιότερα την αποκαλούσαν «αρχόντισσα» επειδή με το καπνεμπόριο έγινε πλούσια. Η σημερινή πρόοδος είναι αλματώδης καθώς διαθέτει μία αρκετά μεγάλη βιομηχανική περιοχή με εργοστάσιο ζάχαρης, καπνοβιομηχανίες, αλευρομηχανίες, υφαντουργίες κ.α. Υπάρχουν επίσης πολύτιμα πετράδια και ουράνιο.
   Στη βορινή περιοχή της πόλης είναι χτισμένα μέσα στο πράσινο τα πιο γραφικά μοναστήρια, όπου τα πιο γνωστά είναι η Παναγία Αρχαγγελιώτισσα, η Παναγία Καλαμιώτισσα, το μοναστήρι των Ταξιαρχών, ο Προφήτης Ηλίας κ.α. Ακόμα ψηλότερα κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής βρίσκεται το κάστρο και τα τείχη της Ξανθίππης. Τα τείχη είναι πραγματικότητα ενώ η Ξανθίππη μύθος. Από εκεί πάνω ξεκινά μια στοά και καταλήγει στο κέντρο της παλιάς πόλης. Από εκείνη τη στοά, λέει ο μύθος, ότι κατέβαινε η Ξανθίππη να πάρει το λουτρό της. Ο Στράβωνας(περίπου 63 π.Χ-21 μ.Χ) αναφέρει την πόλη με το όνομα Ξάνθεια, ενώ ο Εκαταίος (560-490 π.Χ) αναφέρει το λαό των Ξάνθων. Κατά μία εκδοχή η ονομασία της πόλης προέρχεται από ένα άλογο του Διομήδη τον Ξάνθο. Η πόλη ήταν έδρα επισκόπου και αργότερα(αρχές 14ου αι.) μητροπολίτη. Ήταν οχυρωμένη και είχε σημαντική θέση στην ταραχώδη ιστορία των χρόνων εκείνων. Το 1361 την κατ έλαβαν οι Τούρκοι, αλλά στα χρόνια της τουρκοκρατίας διατήρησε τη σπουδαιότητά της και είχε ανθηρή οικονομία, σαν κέντρο της γεωργικής περιοχής με τα αρωματικά καπνά. Κατά τους βαλκανικούς πολέμους καταλήφτηκε πρώτα από τους Βούλγαρους(1912) και κατόπιν από τον ελληνικό στρατό(1913). Επιδικάστηκε στη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, αλλά έγινε πάλι ελληνική μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο. Κατά το Β' παγκόσμιο πόλεμο καταλήφτηκε από τα γερμανικά και κατόπι από τα βουλγαρικά στρατεύματα και απελευθερώθηκε το 1944.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Νομαρχίας Ξάνθης


Κόμβοι, εμπορικοί

Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

Ξάνθεια (βυζαντινή εποχή)

Σχετική θέση: Βρίσκεται στους νότιους πρόποδες της οροσειράς της Ροδόπης, στο Β άκρο της νότιας θρακικής πεδιάδας, όπου ο ποταμός Κόσυνθος φθάνει στην πεδιάδα της ακτής, 46χλμ ΒΑ της Καβάλας, 44χλμ Δ των Κουμουτζηνών. Δεν ξέρουμε αν το μέρος κατοικούνταν από την αρχαιότητα, αφού η Ξάνθεια που αναφέρει ο Στράβων ανάμεσα στις πόλεις των Κικόνων τοποθετείται πιο ανατολικά από τη βυζαντινή Ξάνθεια και κυρίως πέρα από τη λίμνη της Βιστονίδας. Η επιλογή όμως της θέσης ως τόπου κατοικήσιμου πρέπει να έγινε σε μεταγενέστερη εποχή, εξαιτίας της σπουδαιότητας που είχε προσλάβει για αμυντικούς λόγους.
Oικιστικές μονάδες: Το γεγονός ότι στη σύνοδο του 879 συμμετείχε και ο επίσκοπος Ξάνθειας μας οδηγεί στην υπόθεση ότι τη συγκεκριμένη εποχή η Ξάνθεια αποτελούσε αστική συνάθροιση, λιγότερο ή περισσότερο σημαντική, ή ότι η προαγωγή της σε επισκοπή κατά τον 8ο-9ο αι. απέβλεπε στην ενίσχυση του πληθυσμού της, αφού η πόλη περιτριγυριζόταν από Σλάβους. Ο χαρακτηρισμός της Ξάνθειας ως "χωρίον" στο τυπικό του Γρηγορίου Πακουριανού, επιφανούς στρατηγού του Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), για τη Μονή της Πετριτζονίτισσας (Μπάτσκοβο), κοντά στο Στενήμαχο, δηλώνει πιθανόν ότι την περίοδο αυτή ο οικισμός ήταν ανοχύρωτος και μικρής σημασίας. Φαίνεται ότι μετά την καταστροφή της Μοσυνοπόλεως και του Περιθεωρίου από τον Καλογιάννη στα 1206 η Ξάνθη γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Από το δεύτερο μισό του 13ου αι. και σε όλη τη διάρκεια του 14ου αι., διάστημα κατά το οποίο γίνεται αστικός οχυρωμένος οικισμός και σημαντική στρατηγική θέση κατάλληλη για στρατοπέδευση και βάση για στρατιωτικές επιχειρήσεις, χαρακτηρίζεται στις πηγές ως πόλη ή πολίχνιο και παρουσιάζεται κείμενη σε μία περιοχή ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη, κατειλημμένη από σημαντικό αριθμό χωριών και κωμοπόλεων. Πράγματι, ο Γρηγοράς (1295-1360) διευκρινίζοντας τα όρια του πριγκιπάτου του Μομιτζίλου, μιλά για κωμοπόλεις και χωριά, τοποθετημένα ανάμεσα στην Ξάνθεια και το Περιθεώριο. Ο Γρηγοράς μιλά και για τις συγκεντρώσεις κοντά στη θάλασσα, κείμενες στο οροπέδιο, οι οποίες εκτείνονταν ως το Πολύστυλον. Η Ξάνθεια ήταν λοιπόν μία πόλη-φρούριο που βρισκόταν στο κέντρο σημαντικού αριθμού χωριών και άλλων συγκεντρώσεων και αποτελούσε το φυσικό σημείο άμυνας και προσανατολισμού τους.
Αλλες θέσεις: Δύο χλμ ΝΔ της Ξάνθης, κοντά σε έναν λόφο με τύμβους αποκαλύφθηκαν εκτός από προϊστορικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά ευρήματα και χριστιανικοί τάφοι, πιθανόν της περιόδου του 9ου-11ου αι.
Χερσαίες: Η Ξάνθεια, η πρώτη πόλη της Θράκης που συναντούσε κανείς αφού είχε προσπεράσει το Νέστο, αποτελούσε σημαντικό σταθμό στην Εγνατία οδό, που συνέδεε την πόλη από το ένα μέρος με την περιοχή πέρα από το Νέστο και από το άλλο με το Περιθεώριο και τις ανατολικές περιφέρειες.
ΠOΛITIKH IΣTOPIA - XPONOΛOΓIO: Η ακριβής θέση της αρχαίας πόλης Ξάνθειας δεν είναι ξεκάθαρη. Δεν υπάρχει κανένα αρχαιολογικό τεκμήριο για την ταύτιση της αρχαίας Ξάνθειας με την ομώνυμη βυζαντινή πόλη. Η παλαιότερη μαρτυρία για τη μεσαιωνική πόλη, η οποία βρισκόταν δίπλα στο τμήμα της Εγνατίας οδού που κινείται από Α προς Δ και συνδέει την Κωνσταντινούπολη με τη Θεσσαλονίκη, προέρχεται από τη συμμετοχή του επισκόπου Γεωργίου στη σύνοδο του 879. Από τον 10ο έως τον 12ο αι. η Ξάνθεια χαρακτηρίζεται ως επισκοπή υπαγόμενη στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως (εκκλησιαστική επαρχία Ροδόπης), ενώ πιθανόν επί Ανδρονίκου Β' (1282-1328) έγινε αρχιεπισκοπή αφού ως τέτοια μαρτυρείται από το 1310. Ως μητρόπολη εμφανίζεται για πρώτη φορά στα 1344. Το 1083 αναφέρεται ένα χρυσοβούλλιον σχετικό με το χωρίο της Ξάνθειας, το οποίο είχε εκδώσει ο Γρηγόριος Πακουριανός. Το 1198 ο Ιβάνκο απέσπασε από τη βυζαντινή αυτοκρατορία την περιοχή από τη Μοσυνόπολη έως την Ξάνθεια. Το καλοκαίρι του 1204 ο Βαλδουίνος Α' πορευόμενος προς τη Θεσσαλονίκη έπεσε σε ενέδρα του Σεναχειρήμ κοντά στην Ξάνθεια. Η επίθεση αυτή αποκρούστηκε από το λατίνο αυτοκράτορα. Γύρω στα 1210 η Ξάνθεια (Xanthiensis) υπήρξε η μοναδική λατινική επισκοπή υπαγόμενη στη Μοσυνόπολη. Λίγο μετά το 1224 η πόλη κυριεύθηκε από το Θεόδωρο της Ηπείρου. Στην πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη ο Μιχαήλ Η' άφησε το 1264/65 το στρατό του να διαχειμάσει στην Ξάνθεια. Μάταια ζήτησε ο αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Αρσένιο Αυτορειανό να έρθει στη συγκεκριμένη πόλη. Στα 1307 ο καταλανός "Φαρέντα Τζιμής" (Ferran Ximenez) ξέφυγε από τον Rocafort διαφεύγοντας στην πόλη Ξάνθεια που ανήκε στο βυζαντινό αυτοκράτορα. Το 1324 η ετήσια εισφορά της αρχιεπισκοπής στο πατριαρχείο ορίστηκε στα 36 υπέρπυρα. Περίπου στο τέλος του 1327, κατά τον εμφύλιο πόλεμο που επικρατούσε τότε, η πόλη αποτέλεσε σταθμό της εκστρατείας του Ανδρόνικου Γ'. Το 1343 ο Ουμούρ πασάς πέρασε μαζί με τον Ιωάννη Καντακουζηνό από την Eskya, καθώς κινήθηκε από τη Θεσσαλονίκη και με κατεύθυνση προς τα ανατολικά· δεν μαρτυρείται κάποια νίκη τους στην Eskya ή η αιματηρή κατάληψη της πόλης. Η Ξάνθεια αποτέλεσε το κέντρο της επικυριαρχίας του Μομιτζίλου. Μετά το θάνατο του Μομιτζίλου στη διάρκεια μιας μάχη εναντίον των Ιωάννη Καντακουζηνού και Ουμούρ πασά κοντά στο Περιθεώριο (7 Ιουλίου του 1345) οι "Ξανθιείς" παρέδωσαν την πόλη τους στον Καντακουζηνό. Στα τέλη Μαϊου του 1347 ο μητροπολίτης Παύλος απέκτησε την κενή επισκοπή Μοσυνοπόλεως, αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους υποχρεώθηκε να την παραδώσει στο μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως. Στα τέλη του 1347 ή το 1348 η Ξάνθεια και τα παρακείμενα χωριά ανήκε στην περιοχή από το Διδυμότειχο μέχρι τη Χριστούπολη (Καβάλα), την οποία ο Ιωάννης Καντακουζηνός παραχώρησε στο γιο του Ματτθαίο. Από το 1369 έως το 1371 η πόλη υπάγονταν στην κυριαρχία του Ιωάννη Ούγκλεση. Η Isketye, Iskete κυριεύτηκε από τους Τούρκους πιθανόν μετά τη Σκόπελο (1373). Το 1394 ο Κυδώνης, πρωτονοτάριος της Χριστούπολης που έδρευε στην Ξάνθεια, ανέλαβε τη διαχείριση του προσκυνήματος του Αγ. Γεωργίου. Ορισμένες μεταβυζαντινές πηγές αναφορέρονται στη Μητρόπολη Προδρόμου της Ξάνθης.
Xριστιανισμός: Η παλαιότερη μαρτυρία για τη μεσαιωνική πόλη, η οποία βρισκόταν δίπλα στο τμήμα της Εγνατίας οδού που κινείται από Α προς Δ και συνδέει την Κωνσταντινούπολη με τη Θεσσαλονίκη, προέρχεται από τη συμμετοχή του επισκόπου Γεωργίου στη σύνοδο του 879. Από τον 10ο έως τον 12ο αι. η Ξάνθεια χαρακτηρίζεται ως επισκοπή υπαγόμενη στη μητρόπολη Τραϊανουπόλεως (εκκλησιαστική επαρχία Ροδόπης), ενώ πιθανόν επί Ανδρονίκου Β' (1282-1328) έγινε αρχιεπισκοπή αφού ως τέτοια μαρτυρείται από το 1310. Ως μητρόπολη εμφανίζεται για πρώτη φορά στα 1344. Το 1083 αναφέρεται ένα χρυσοβούλλιον σχετικό με το χωρίο της Ξάνθειας, το οποίο είχε εκδώσει ο Γρηγόριος Πακουριανός. Γύρω στα 1210 η Ξάνθεια (Xanthiensis) υπήρξε η μοναδική λατινική επισκοπή υπαγόμενη στη Μοσυνόπολη. Το 1324 η ετήσια εισφορά της αρχιεπισκοπής στο πατριαρχείο ορίστηκε στα 36 υπέρπυρα. Στα τέλη Μαϊου του 1347 ο μητροπολίτης Παύλος απέκτησε την κενή επισκοπή Μοσυνοπόλεως, αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους υποχρεώθηκε να την παραδώσει στο μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως. Το 1394 ο Κυδώνης, πρωτονοτάριος της Χριστούπολης που έδρευε στην Ξάνθεια, ανέλαβε τη διαχείριση του προσκυνήματος του Αγ. Γεωργίου. Ορισμένες μεταβυζαντινές πηγές αναφορέρονται στη Μητρόπολη Προδρόμου της Ξάνθης.
Nαοί και ιερά: Δεν είναι βέβαιο εάν οι νεότερες μονές των Ταξιαρχών, της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας και της Παναγίας της Καλαμιώτισσας (οι δύο τελευταίες στην πλαγιά του βουνού Α του ποταμού) χτίστηκαν πάνω σε θέσεις βυζαντινών μοναστηριακών κατασκευών. Ενδεχομένως το παλαιότερο τμήμα της Μονής των Ταξιαρχών, το καθολικό της οποίας είναι τρίκογχο, να προέρχεται από την ύστερη βυζαντινή περίοδο.
Oχυρώσεις: Λείψανα οχύρωσης, που μπορούν να χρονολογηθούν στα υστεροβυζαντινά χρόνια, βρίσκονται σε ένα βουνό, περίπου 1χλμ ΒΒΔ του κέντρου της σημερινής Ξάνθης, λίγο πιό πάνω από την Μονή Ταξιαρχών και τη στενή κοιλάδα του ποταμού Ξάνθης. Η αρκετά μεγάλη οχυρωμένη έκταση, ακανόνιστου σχεδίου, καταλαμβάνει την περιοχή της κορυφής, καθώς και ένα ευρύ τμήμα της - απομακρυσμένης από τη σημερινή πόλη - βόρειας και βορειανατολικής πλαγιάς του βουνού. Η τοιχοδομία φτάνει στο ύψος των 10 μέτρων και αποτελείται από αργούς λίθους, λευκό κονίαμα και θραύσματα πλίνθων. Για την οικοδόμηση του τμήματος του ΝΑ γωνιακού πύργου χρησιμοποιήθηκε εξαιρετικά μεγάλος αριθμός πλίνθων: στην εξωτερική επιφάνεια εμφανίζονται οριζόντιες ταινίες πλίνθων, ενώ στο εσωτερικό αμιγής πλινθοδομή. Το φρούριο ήλεγχε το δρόμο που περνούσε από την κοιλάδα του ποταμού της Ξάνθης και κατευθύνονταν προς τα βόρεια, προς την οροσειρά της Ροδόπης. Πιό κάτω από το βυζαντινό φρούριο, στα ΝΑ της Μονής των Ταξιαρχών, υπάρχουν τα θεμέλια ενός παλαιότερου (θρακικού ;) οχυρωματικού περιβόλου.
Γλυπτική: Μαρμάρινα μέλη βυζαντινών χρόνων είναι εντοιχισμένα σε τοίχους κτιρίων της σημερινής Ξάνθης και στον αυλόγυρο της μονής Παναγίας της Καλαμούς υπάρχει νεότερος τάφος με βυζαντινή ταφόπλακα του 11ου αι.
Συγγραφέας: Μ. Κορτζή - Β. Σιαμέτης

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Θρακικού Ηλεκτρονικού Θησαυρού


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ