Εμφανίζονται 38 τίτλοι με αναζήτηση: Γεωλογία στην ευρύτερη περιοχή: "ΕΛΛΑΔΑ Χώρα ΕΥΡΩΠΗ" .
ΑΝΤΙΠΑΡΟΣ (Νησί) ΚΥΚΛΑΔΕΣ
Το βορειότερο ακρωτήριο της Αντιπάρου, το Βορεινό, αλλά και όλη η
ακτή του νησιού, μοιάζουν να προεκτείνονται προς βορρά. Ακριβώς απέναντι από το
Βορεινό εκτείνεται η νησίδα Διπλό, που χωρίζεται από τα παράλια της Αντιπάρου
με στενό πέρασμα - με πλάτος μόλις 150 μέτρα και βάθος μισό μέτρο περίπου στο
στενότερο και ρηχότερο τμήμα. Ολόκληρη σχεδόν η βόρεια ακτή της Αντιπάρου είναι
μια αμμουδιά σε απόσταση πέντε περίπου λεπτών από την πόλη. Βορειανατολικά του
Διπλού ορθώνεται ο μονοκόμματος όγκος της νησίδας Κάβουρας - η οποία επίσης ενώνεται
με το Διπλό με αμμώδη αβαθή. Τα βόρεια και τα ανατολικά παράλια της νησίδας περιβάλλονται
από αμμώδη αβαθή και βράχους που είτε προβάλλουν είτε παραμένουν κρυμμένοι κάτω
από την επιφάνεια της θάλασσας. Αντίθετα, τα νοτιανατολικά της παράλια σχηματίζουν,
μαζί με τα βορειανατολικά της νησίδας Διπλό, έναν ορμίσκο, ανοικτό προς την ανατολή,
που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αγκυροβόλιο για μικρά σκάφη.
Βορειοδυτικά της νησίδας Κάβουρας και σε απόσταση διακοσίων μέτρων
αναδύεται ο μονοκόμματος όγκος του Κόκκινου Τούρλου, ενώ 360 μέτρα βορειοανατολικά
ορθώνεται η βραχονησίδα Μαύρος Τούρλος. Από μακριά, οι δυο όγκοι δίνουν την εντύπωση
προϊστορικών θαλάσσιων τεράτων που ακίνητα εποπτεύουν τη θάλασσα. Βόρεια της βραχονησίδας
Μαύρος Τούρλος βρίσκονται οι τρεις νησίδες του Αγίου Σπυρίδωνος, τα Σπυριδονήσια.
Ανάμεσα στο βόρειο άκρο της Αντιπάρου και στις δυτικές ακτές της Πάρου
ανοίγεται η βόρεια είσοδος του στενού της Αντιπάρου. Τη δυτική πλευρά της στολίζουν
τρεις νησίδες. Στα παράλια μας από αυτές, στο Σάλιαγκο (ή Μεσακό νησάκι), ανασκάφηκε
ο αρχαιότερος οικισμός των Κυκλάδων. Νότια του Σάλιαγκου, στο μέσον περίπου του
κυρίως στενού της Αντιπάρου, βρίσκεται η νησίδα Ρεμματονήσι ή Μπουδαριά ή Κάτω
Νησί, 360 μέτρα από την ακτή της Αντιπάρου. Νότια της νησίδας η θάλασσα κρύβει
ύπουλους βράχους και επικίνδυνα αβαθή. Ετσι, ο διάπλους του στενού είναι ιδιαίτερα
επικίνδυνος για έναν άπειρο ναυτικό. Η νότια είσοδος του στενού της Αντιπάρου
είναι πιο φιλόξενη για τους ναυτικούς. Στολίζεται από μια αλυσίδα τριών νησίδων
που είναι γνωστή με την ονομασία Παντιερονήσια, ενώ βορειότερα, ο βραχώδης ύφαλος
Αναβάθη σημαδεύει το μέσο της απόστασης Πάρου - Αντιπάρου. Το στενό της Αντιπάρου
προσφέρει στον ταξιδιώτη το θέαμα μιας λωρίδας θάλασσας, διακοσμημένης περίτεχνα
με νησίδες, βραχονησίδες, βράχους και υφάλους, που μαρτυρούν ότι πριν από λίγες
χιλιάδες χρόνια Πάρος και Αντίπαρος αποτελούσαν ένα νησί.
Στις ανατολικές ακτές της Αντιπάρου η θάλασσα αλλού προχωρεί στην
αγκαλιά της ξηράς, σχηματίζοντας ορμίσκους, κι αλλού αγκαλιάζει η ίδια γλώσσες
ξηράς, μικρά ακρωτήρια. Στο βορειανατολικό άκρο της Αντιπάρου σχηματίζεται ένας
ορμίσκος, στα νοτιοδυτικά παράλια του οποίου απλώνεται το χωριό της Αντιπάρου
(Κάστρο) με το γεμάτο μικρά σκάφη λιμάνι του, το Μώλο. Στο βόρειο τμήμα του όρμου
υπάρχει η πιο ρηχή αμμουδιά του νησιού, τα Καλούδια.
Περίπου 3,5 χιλιόμετρα νότια του βορειανατολικού άκρου του νησιού
και σε απόσταση 250 μέτρων από την ακτή, υπάρχει η βραχονησίδα Αγιος Αντώνιος
με το ομώνυμο εκκλησάκι, ενώ απέναντί της σχεδόν η εκκλησία της Αγίας Κυριακής.
Νοτιότερα βρίσκεται το ακρωτήριο Γλυφό, με τον ομώνυμο όρμο και μια παραλία. Από
αυτό το σημείο ξεκινούν άγονοι ορεινοί όγκοι και η ακτή συνεχίζεται προς νότο
εχθρική, μέχρι το ακρωτήριο Ακακος. Νότια από το ακρωτήριο σχηματίζεται ο ανοιχτός
όρμος Περαματάκι. Στο βόρειο τμήμα του βρίσκεται το Απάντημα, επίνειο του οικισμούς
Σωρός. Προς το εσωτερικό του ακρωτηρίου βρίσκεται το στόμιο του σπηλαίου της Αντιπάρου,
ψηλά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στη νοτιοδυτική του ακτή βρίσκεται η
προβλήτα από την οποία φορτώνονταν παλιότερα το μετάλλευμα του νησιού στα πλοία.
Νότια του όρμου Περαματάκι εκτείνεται η στενή προεξοχή που αποτελεί το νότιο άκρο
της Αντιπάρου. Εχει μήκος κοντά 4 χιλιόμετρα και πλάτος περίπου ένα, είναι ορεινή
και καταλήγει στο ακρωτήριο Πεταλίδα ή Κάβος Σκύλος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο όρμος Σώστης, με το μικρό εκκλησάκι
του Αγίου Σώστη και το ακρωτήριο Σώστης, όπου υπάρχει η μονή της Φανερωμένης.
Στα νοτιοδυτικά του Δεσποτικού βρίσκεται η νησίδα Στρογγυλό με ψηλές,
απότομες ακτές, τραχύ ορεινό και άγονο έδαφος και μεγαλύτερο υψόμετρο 187 μ. στο
βόρειο τμήμα της. Στο νότιο άκρο της υπάρχει φάρος που σημαδεύει το νοτιότερο
σημείο της Αντιπάρου και της ομάδας νησιών που την περιβάλλουν.
Τα δυτικά παράλια της Αντιπάρου, βόρεια του όρμου του Δεσποτικού,
σχηματίζουν το στενό και μακρύ ακρωτήριο Τράχηλος, το δυτικότερο σημείο του νησιού,
και στη συνέχεια προχωρούν προς τα βόρεια, όπου σχηματίζουν δύο κόλπους, οι οποίοι
περιβάλλουν ένα πλατύ βραχώδες ακρωτήριο. Ο νοτιότερο από τους δύο κόλπους κρύβει
μια παραλία, ενώ λίγα μέτρα προς το εσωτερικό βρίσκονται δύο εκκλησάκια, τα Μοναστήρια.
Τη βόρεια ακτή του βορειότερου από τους δύο κόλπους σχηματίζει το ακρωτήριο Καλόγερος,
μετά το οποίο η ακτογραμμή στρέφεται προς τα ανατολικά και προχωρεί, ζωγραφίζοντας
πολλούς ορμίσκους, μέχρι τον μεγαλύτερο από αυτούς, το Λιβάδι.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από τουριστικό
φυλλάδιο της Κοινότητας
Αντιπάρου.
Η Αντίπαρος, η αρχαία Ωλίαρος, μία από τις μικρότερες κατοικημένες
Κυκλάδες, εκτείνεται πολύ
κοντά στα νοτιοδυτικά παράλια της Πάρου
- από την οποία την χωρίζει το Στενό της Αντιπάρου, πλάτους 500 - 1000 μ. και
βάθους τεσσεράμισι - και ανατολικά της Σίφνου,
σε απόσταση 13 ναυτικών μιλίων από το ανατολικότερο ακρωτήριό της, το Νάπου. Περιβάλλεται
από μία ομάδα ακατοίκητων μικρών νησιών. Σημαντικότερα από αυτά είναι το Δεσποτικό,
το Στρογγυλό, το Διπλό και ο Κάβουρας.
Το σχήμα της Αντιπάρου είναι επίμηκες, ακανόνιστο, και καταλήγει σε
δύο μύτες (άκρες), το ακρωτήριο Βορεινό στο Βορρά και το ακρωτήριο Πεταλίδα στο
Νότο. Το μήκος της ανάμεσα στις δύο αυτές άκρες είναι δωδεκάμισι χιλιόμετρα και
το μέγιστο πλάτος της 5,5 χιλιόμετρα. Η έκτασή της είναι 35 τετραγωνικά χιλιόμετρα
περίπου και το μήκος της ακτογραμμής της 57 χιλιόμετρα.
Από την άποψη της φυσικής γεωγραφίας, το νησί διακρίνεται σε δύο μέρη.
Το πιο ήμερο και φιλόξενο βόρειο τμήμα και το βραχώδες και άγριο κεντρικό και
νότιο. Στο μέσο σχεδόν του βόρειου τμήματος είναι χτισμένη η πόλη της Αντιπάρου.
Η υπόλοιπη Αντίπαρος είναι άγονη και άγρια, με ογκώδη, απόκρημνα υψώματα.
Ο σημαντικότερος ορεινός όγκος είναι ο Προφήτης Ηλίας, περίπου στο μέσο του νησιού,
ο οποίος καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο τμήμα του. Στο κέντρο σχεδόν της Αντιπάρου
δεσπόζει η ομώνυμη κορυφή του βουνού, η ψηλότερη της Αντιπάρου (299 μ.). Από τον
κεντρικό αυτόν πυρήνα, διάφορες ψηλές ράχες προεκτείνονται μέχρι την ακτή, προς
τα δυτικά.
Η Αντίπαρος υδρεύεται κυρίως από φρεάτια νερά, ενώ επιφανειακά ύδατα
συναντώνται μόνο με τη μορφή χειμάρρων. Ομως, οι κάτοικοι δούλεψαν με επιμέλεια
όση καλλιεργούμενη γη υπήρχε στο νησί τους, μετατρέποντας το βόρειο κυρίως τμήμα
της Αντιπάρου σε εύφορο χωράφι. Καλλιεργούν κυρίως δημητριακά και αμπέλια, αλλά
και οπωροφόρα, όπως συκιές, λεμονιές και πορτοκαλιές. Ασχολούνται επίσης με την
κτηνοτροφία, εκτρέφοντας αιγοπρόβατα, και χρησιμοποιούν μάλιστα το νησάκι Διπλό
και, κυρίως, το Δεσποτικό ως βοσκότοπους.
Παρά την αρχαία ονομασία της Ωλίαρος που σημαίνει «δασώδης», σήμερα
η Αντίπαρος είναι ουσιαστικά γυμνή και η φυσική βλάστησή της αποτελείται από αγριολούλουδα
και φρύγανα, όπως θυμάρια και θαμνώδη κυπαρισσοειδή. Μόνο σε μερικά σημεία συναντώνται
λίγα κέδρα και σκίνα, καθώς και λίγα μικρά θαλασσόπευκα, υπολείμματα της πυκνής
βλάστησης που κάλυπτε κατά το παρελθόν το νησί. Η Αντίπαρος είναι επίσης πασίγνωστη
για τα αγριοκούνελα και τα αγριοπερίστερά της.
Τα πετρώματα που αποτελούν την Αντίπαρο, και πολλά από τα Κυκλαδονήσια,
ανήκουν και στις τρεις κατηγορίες πετρωμάτων που διακρίνουν οι γεωλόγοι. Υπάρχουν
δηλαδή ηφαιστιογενή, ιζηματογενή και μεταμορφωσιγενή πετρώματα. Στο κεντρικό τμήμα
και στις ράχες των υψωμάτων του νησιού, επικρατούν τα ιζηματογενή και τα μεταμορφωσιγενή
πετρώματα, όπως ασβεστόλιθοι, λεπτοσχιστώδεις γνεύσιοι με πρασινωπό μαρμαρυγία
και κρυσταλλοπαγείς σχιστόλιθοι. Το νότιο τμήμα της Αντιπάρου, το Δεσποτικό και
το Στρογγυλό αποτελούνται από όξινες λάβες και μικρές ποσότητες ηφαιστιογενών
τόφων, περλίτη, οψιδιανού κ.ά. Από όξινα επίσης ηφαιστιογενή πετρώματα αποτελείται
και μέρος του βόρειου τμήματος του νησιού, μέρος του Διπλού, καθώς και τα Σπυριδονήσια.
Ολόκληρη η περιοχή της Αντιπάρου, άλλωστε, περιλαμβάνεται στο ηφαιστειακό τόξο
του Αιγαίου, στο οποίο παρουσιάστηκε έντονη δραστηριότητα ακόμα και στη νεώτερη
εποχή.
Ο ορυκτός πλούτος της Αντιπάρου είναι σημαντικός. Αρχικά ανακαλύφθηκε,
στις δυτικές πλαγιές του Προφήτη Ηλία, κοιτάσματα λειμονίτη, από τον οποίο εξάγεται
σίδηρος, με θύλακες σμιθσονίτη, από τον οποίο εξάγεται ψευδάργυρος. Οι μεταλλευτικές
εργασίες στο νησί άρχισαν το 1873, όταν το κράτος παραχώρησε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης
των κοιτασμάτων στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, η οποία άρχισε την εξόρυξη
μεταλλεύματος ψευδαργύρου (καλαμίνα) στη θέση «Κακή Σκάλα». Το 1900 ανέλαβε τα
μεταλλεία η Γαλλική Εταιρεία Λαυρίου, που δημιούργησε στην Αντίπαρο σημαντικές
εγκαταστάσεις με κτίρια, γραφεία, μηχανήματα, καθώς και σιδηρόδρομο για τη μεταφορά
των μεταλλευμάτων ως τη θάλασσα. Από το 1902 έως το 1920, από τα μεταλλεία της
Αντιπάρου εξορύχτηκαν 45.894 τόνοι μεταλλευμάτων. Οι τελευταίες μεταλλευτικές
εργασίες στο νησί - εξόρυξη μολύβδου - διεξήχθησαν την περίοδο 1952-1956. Τη μεταλλευτική
δραστηριότητα στο νησί μαρτυρούν τα νεκρά μεταλλεία σιδήρου στις θέσεις «Χατζοβούνι»
και «Μπατάγιες», υδραργύρου στις θέσεις «Κακή Σκάλα» και «Σαν Πιέρος», μολύβδου
και ψευδαργύρου στις θέσεις «Βαρβαρόσσα», «Πρασσοβούνι» και «Τσομπαναρού», μολύβδου
στις θέσεις «Αγιος Γεώργιος» και «Ρενιέρη», μαγγανίου στις «Μαγγανιές».
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από τουριστικό
φυλλάδιο της Κοινότητας
Αντιπάρου.
ΓΡΕΒΕΝΑ (Πόλη) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Τα βραχώδη εδάφη που τώρα αποτελούν τα Γρεβενά ήταν τα σημεία γέννησης
αρχαίων θαλασσών, τα σημεία επαφής αρχαίων ηπείρων και η ζώνη σύγκρουσης των τεκτονικών
πλακών που έφτιαξαν αυτές τις θαλάσσιες και ηπειρωτικές μάζες. Τα παλαιότερα πετρώματα
στα Γρεβενά είναι πάνω από 250 εκατομμυρίων ετών. Είναι ο μεταμορφωμένος πυρήνας
μέρους της αρχαίας Ευρωπαϊκής ηπείρου. Τώρα, τα πετρώματα αυτής της ηπείρου αποτελούν
τμήμα της Πελαγωνικής ζώνης. Στην περιοχή των Γρεβενών τα πετρώματα αυτά εμφανίζονται
νοτιοανατολικά κοντά στη Δεσκάτη.
Περιλαμβάνουν σχιστόλιθους, γνεύσιους, μεταμορφωμένα ηφαιστειακά πετρώματα και
μάρμαρα.
Στα δυτικά της αρχαίας Πελαγωνικής ηπείρου υπήρχε παλιά ένας ωκεανός
τόσο τεράστιος που περικύκλωνε όλη την Ευρώπη,
τη Μέση Ανατολή και έφθανε
μέχρι την Ινδία. Αυτός ο
ωκεανός, ο προκάτοχος του σημερινού Ατλαντικού, ονομαζόταν Τηθύς, από τον Τιτάνα
της Ελληνικής μυθολογίας και πατέρα του Ατλαντα. Κατά την διάρκεια της δημιουργίας
του, νέος ωκεάνιος φλοιός συστάθηκε κατά μήκος των ραχών υποθαλάσσιων ηφαιστείων.
Ταυτόχρονα, ο μανδύας της γης κάτω από αυτά τα ηφαίστεια άδειαζε από τα υλικά
που σχημάτιζαν το μάγμα, τα οποία ανέβαιναν και σχημάτιζαν νέες σφήνες φλοιού
και λάβας. Κομμάτια αυτού του φλοιού και μανδύα του Τηθύος ωκεανού, ηλικίας μεγαλύτερης
των 170 εκατομμυρίων ετών, έχουν διατηρηθεί στα Γρεβενά. Σχεδόν όλη η οροσειρά
του Βούρινου στα ανατολικά των Γρεβενών αποτελείται από πετρώματα του μανδύα,
τα οποία λέγονται περιδοτίτες και τα οποία δημιουργήθηκαν σε βάθος 100 χιλιομέτρων
κάτω από το βυθό του Τηθύος ωκεανού. Το παλιό όριο μεταξύ ωκεάνιου φλοιού και
μανδύα έχει διατηρηθεί σε μία λοφοπλαγιά, κοντά στο χωριό Ποντινή.
Σκόρπια μέσα στους περιδοτίτες υπάρχουν κοιτάσματα χρωμίτη. Ολοι οι
δρόμοι και οι λάκκοι που φαίνονται στην πλαγιά του Βούρινου
σημαδεύουν τις τοποθεσίες των παλιών ορυχείων. Το μεγαλύτερο ορυχείο χρωμίτη στην
Ευρώπη που πρόσφατα έκλεισε, βρίσκεται στην Σκούμτσα
ΝΑ των Γρεβενών, στην πλαγιά του βουνού πάνω από τον Αλιάκμονα
ποταμό. Στην κορυφή των βουνών της Πίνδου στα δυτικά των Γρεβενών υπάρχουν περιδοτίτες
που προήλθαν από την Τηθύα θάλασσα όπως και στην περίπτωση του Βούρινου. Οι ψηλότερες
κορυφές της Πίνδου στην περιοχή των Γρεβενών ήταν κάποτε μέρος του μανδύα της
γης και δημιουργήθηκαν δεκάδες χιλιόμετρα κάτω από τον αρχαίο πυθμένα. Ολα τα
βουνά που περιβάλλουν την Βάλια Κάλντα (Εθνικός Δρυμός Πίνδου) αποτελούνται από
περιδοτίτη.
Οι ηφαιστειακές λάβες και τα πετρώματα του φλοιού του Τηθύος ωκεανού
εμφανίζονται σε μικρότερο υψόμετρο από τους περιδοτίτες. Οι λόφοι της Κράπας που
βρίσκονται μεταξύ των χωριών Κνίδη
και Μικροκλεισούρα και κατά
μήκος του Αλιάκμονα ποταμού, περιλαμβάνουν γάβρους, πυροξενίτες και βασάλτες ενός
σπάνιου τύπου, γνωστούς σαν μπονινίτες (σήμερα λάβες αυτού του τύπου βρίσκονται
στα νησιά Μπόνιν του Νότιου Ειρηνικού). Παρόμοια ηφαιστειακά πετρώματα υπάρχουν
στην Πίνδο και είναι ιδιαίτερα συνηθισμένα στα χωριά Μοναχίτι
και Αβδέλλα. Πολλές από τις
λάβες που εμφανίζονται στις τομές των δρόμων ακόμη διατηρούν ένα στρογγυλεμένο
σχήμα που μοιάζει σαν μεγάλο σκούρο πέτρινο μαξιλάρι. Αυτές οι μαξιλαροειδείς
λάβες πετάχτηκαν (εξερράγησαν) από τα αρχαία υποθαλάσσια ηφαίστεια μέσα στο νερό
του ωκεανού.
Υπάρχουν πολλά άλλα κατάλοιπα αρχαίων ωκεανών στα Γρεβενά. Πολλές
από τις τραχιές, απότομες κορυφές και τους λόφους της Πίνδου αποτελούνται από
ασβεστόλιθους που δημιουργήθηκαν πάνω σε υποθαλάσσια βουνά κατά την περίοδο του
Κρητιδικού, πριν από 65 - 85 εκατομμύρια χρόνια. Τα θεαματικά βουνά κοντά στην
Αλατόπετρα και πάνω από το
Δοτσικό αποτελούνται από
αυτούς τους ασβεστόλιθους. Το μεγαλύτερο ασβεστολιθικό βουνό της περιοχής είναι
ο τραχύς Ορλιακας, πάνω από
τα χωριά Ζιάκας και Σπήλαιο.
Μεγάλα απολιθώματα που ονομάζονται ρουδιστίτες και έχουν σχήμα γιγαντιαίου σαλιγκαριού,
βρίσκονται μέσα στον ασβεστόλιθο στο δρόμο μεταξύ των χωριών Ζιάκας και Σπηλαίον.
Ο αρχαίος Τηθύς ωκεανός «πέθανε» σιγά - σιγά και στη θέση του γεννήθηκαν
βουνά των Γρεβενών. Η αφρικανική και η ευρωπαϊκή τεκτονική πλάκα άρχισαν να κινούνται
μαζί. Μία μεγάλη ωκεάνια τάφρος δημιουργήθηκε (παρόμοια με την τάφρο των νήσων
Μαριάνα στο σημερινό Ειρηνικό) και η μία από τις πλάκες γλίστρησε κάτω από την
άλλη. Η τάφρος γέμισε με υλικά που προήλθαν από το «γδάρσιμο» του ωκεάνιου φλοιού
(περιδοτίτες, σερπεντιτίτες, λάβες και ιζηματογενείς κερατόλιθους) και με λάσπη
που αποτέθηκε στον ωκεάνιο πυθμένα. Αυτό το χαώδες μίγμα από ωκεάνια πετρώματα
και λάσπη αποτελεί ένα σχηματισμό που ονομάζεται «melange». Ολοι οι λόφοι μεταξύ
των χωριών Αβδέλλα, Σμίξη
και Λάβδα αποτελούνται από
το μίγμα των πετρωμάτων που αποτέθηκαν σ' αυτή την αρχαία ωκεάνια τάφρο.
Καθώς η ωκεάνια λεκάνη γινόταν πιο ρηχή, γέμιζε από ένα μίγμα αργίλου
και άμμου που δημιούργησε ένα σχηματισμό που ονομάζεται φλύσχης και συναντάται
μεταξύ των Φιλιππαίων και
της Σαμαρίνας. Οπως διαφαίνεται
και από το όνομά του, ο φλύσχης είναι ένα πολύ γλιστερό πέτρωμα και σε περιοχές
με πολύ φλύσχη παρατηρούνται κατολισθήσεις.
Κατά το Κρητιδικό, η αφρικανική και η ευρωπαϊκή τεκτονική πλάκα τελικά
συγκρούσθηκαν και κατά αυτή την σύγκρουση μία φέτα, υπόλοιπο της Τηθύος ωκεάνιας
πλάκας, γλίστρησε πάνω στην Ευρωπαϊκή (Πελαγωνική) ήπειρο κατά μήκος ενός τεράστιου
επίπεδου ρήγματος. Αυτή η φέτα περιελάμβανε τα ωκεάνια πετρώματα των οροσειρών
του Βούρινου και της Πίνδου, τα οποία διαχωρίστηκαν και μία αύλακα δημιουργήθηκε
μεταξύ τους, γέμισε με άμμο και λάσπη και τελικά δημιούργησαν ένα σχηματισμό γνωστό
ως μολάσσα. Τα πετρώματα της μολάσσας ποικίλουν σε ηλικία, από 20 ως 60 εκατομμύρια
χρόνια. Κατά την διάρκεια του σχηματισμού τους, δημιουργήθηκε η Αλπική οροσειρά
της Ευρώπης περιλαμβανομένης και της Πίνδου, καθώς τα όρη ανυψώνονταν και συγχρόνως
διαβρώνονταν και όλο και περισσότερα ιζήματα αποθέτονταν στην τώρα πια στεγνή
λεκάνη, το πάχος των ιζημάτων της οποίας φθάνει τα πέντε χιλιόμετρα. Τα απολιθώματα
μέσα στη μολάσσα περιλαμβάνουν μαλάκια, σαλιγκάρια, προγονικά άλογα, φύλλα δέντρων
και πευκοβελόνες.
Από την δημιουργία των οροσειρών κατά τα πέντε τελευταία εκατομμύρια
χρόνια, τα πράγματα έχουν κάπως ησυχάσει. Η επαρχία έγειρε προς τα ανατολικά και
παχιά στρώματα από ποταμίσια κροκαλοπαγή και χαλαρά ιζήματα αποτέθηκαν πάνω σ'
αυτή τη γωνιακή ασυνέχεια. Η περιοχή ήταν εμφανώς τραχιά, καθώς οι εσωτερικές
δομές που εμφανίζονται στα ποτάμια ιζήματα είναι ενδεικτικές ταραχωδών ποταμών
και γρήγορης απόθεσης. Πολλά από αυτά τα πρόσφατα ιζήματα περιέχουν λεπτά μαύρα
στρώματα που αποτελούνται από λιγνίτη, ένα τύπο κάρβουνου, που ενώ υπάρχει άφθονο
στη γειτονική Πτολεμαίδα
στην επαρχία Κοζάνης, στα Γρεβενά δεν υπάρχει σε εξορρύξιμη ποσότητα. Σ' αυτά
τα σχετικά νέα ιζήματα έχουν βρεθεί απολιθώματα αρχαίων μαμούθ.
Οσοι σκαρφαλώνουν στις ψηλότερες κορυφές της Πίνδου μπορούν να δουν
τα σημάδια της δράσης των παγετώνων της τελευταίας παγετώδους εποχής. Τα πιο σημαντικά
είναι στη Σαλατούρα, στην κορυφογραμμή δυτικά πάνω από τον Εθνικό Δρυμό της Πίνδου.
Εκεί διαφαίνεται μία κοιλάδα σε σχήμα «U», με ένα μαιανδρικό ποταμό που δημιουργήθηκε
από τη διαβρωτική δράση του παγετώνα. Η μικρή κοιλάδα είναι επενδυμένη με πλευρικά
κορήματα, αποθέσεις πετρωμάτων που άφησε πίσω του ο παγετώνας.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό
φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας
Γρεβενών.
ΚΕΣΤΡΙΝΗ (Χωριό) ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ
Σε όλη τη Θεσπρωτία
έχουν κατά καιρούς εντοπισθεί απολιθώματα. Σπουδαιότερη θέση, είναι αυτή ΒΔ της
Σκουπίτσας (σημερινή Κεστρίνη) στο βουνό Μαυρονόρος. Εδώ στην περιοχή ενός παλιού
λατομείου εντοπίσθηκαν αμμωνιτοφόρα στρώματα γεμάτα με απολιθωμένα θαλάσσια οστρακοειδή,
τα οποία εξαφανίστηκαν περίπου πριν από 65.000.000.
(κείμενο: Γ. ΡΗΓΙΝΟΣ, Μ. ΠΑΣΙΑΚΟΣ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο
της Νομαρχίας Θεσπρωτίας.
ΜΕΤΕΩΡΑ (Τοποθεσία ιδιαίτερης ομορφιάς) ΤΡΙΚΑΛΑ
Στη κεντρική Ελλάδα και συγκεκριμένα στο βορειοδυτικό τμήμα της Θεσσαλίας, ανάμεσα
στα Χάσια Β.Α. και την Πίνδο
δυτικά, εκεί που τελειώνει η Θεσσαλική πεδιάδα, υψώνονται βράχοι που δημιουργούν
ένα θέαμα μοναδικό ίσως στο κόσμο.
Πριν από 25-30 εκατομμύρια χρόνια μετά από γεωλογικές μεταβολές που συνέβησαν
κατά τη διάρκεια των αιώνων, ανυψώθηκε το κεντρικό τμήμα της σημερινής Ελλάδος
και βυθίστηκε η περιοχή της Θεσσαλίας,
η οποία αποτέλεσε μια λίμνη. Αργότερα δημιουργήθηκε το άνοιγμα των Τεμπών,
με αποτέλεσμα τα νερά να χυθούν στο σημερινό Αιγαίο
και να αποκαλυφθεί η θεσσαλική πεδιάδα.
Κατά τη τριτογενή περίοδο στη διάρκεια των αλπικών πτυχώσεων, αποκόπηκαν οι συμπαγείς
όγκοι των "βράχων" από την οροσειρά της Πίνδου που δημιουργήθηκε και με την πάροδο
των αιώνων σχηματίσθηκε ανάμεσά τους η κοιλάδα του Πηνειού
ποταμού. Με τη συνεχή διάβρωση από τους ανέμους και τις βροχές, καθώς και από
άλλες γεωλογικές μεταβολές, οι βράχοι αυτοί στο πέρασμα εκατομμυρίων ετών πήραν
την σημερινή τους μορφή.
Στις κοιλότητες των βράχων, στις σχισμές τους και στις κορυφές τους βρήκαν προστασία
οι άνθρωποι της περιοχής από τις επιδρομές διαφόρων κατακτητών που πέρασαν από
τη περιοχή. Στους βράχους αυτούς βρήκαν καταφύγιο και αρκετοί τολμηροί ερημίτες
και αναχωρητές οι οποίοι αναζητούσαν ψυχική ηρεμία και γαλήνη. Στη πορεία του
χρόνου έχουμε τη πρώτη μορφή οργάνωσης, τις σκήτες και μετά δημιουργούνται τα
κοινόβια.
Τα Μοναστήρια των Μετεώρων συγκαταλέγονται από την UNESCO στα Μνημεία Παγκόσμιας
Πολιτιστικής Κληρονομιάς, γιατί αποτελούν ένα συνταίριασμα Βυζαντινής αρχιτεκτονικής
και φυσικής ομορφιάς.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2007 από τουριστικό φυλλάδιο
του Δήμου Καλαμπάκας.
ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ (Ηφαίστειο) ΜΕΘΑΝΑ
Ξεχωριστό κομμάτι της όμορφης Χερσονήσου, αποτελεί το Ηφαίστειο των Μεθάνων. Η έκρηξή του χρονολογείται μεταξύ του 276 και 239 π.Χ. επί της εποχής του Αντιγόνου Γονατά. Το ιστορικό τούτο φαινόμενο περιγράφηκε από τους Στράβωνα, Οβίδιο και Παυσανία. Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί τριάντα ηφαιστειακοί κρατήρες, ο σπουδαιότερος των οποίων βρίσκεται κοντά στο χωριό "Καμμένη Χώρα", που είναι κτισμένο σε μια μοναδική θέση στην άκρη της κόκκινης λάβας.
Η ανάβαση στον κρατήρα, προσφέρει μοναδικές εμπειρίες και ανυψώνει
τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, καθώς αυτός, προσεγγίζει άμεσα έναν υπέροχο, τραχύ
και επιβλητικής ομορφιάς τόπο. Αξίζει να τον γνωρίστετε!
ΚΩΣ (Νησί) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ
Kos has solfatara fields and hot springs. Most of the rocks are Pleistocene in age. There have not been any eruptions in the last 10,000 years. The solfataras have feeble hydrogen sulfide emanations and thin sulfur deposits.
(Following URL information in Greek only)
(Following URL information in Greek only)
ΑΡΑΧΟΒΙΤΙΚΑ (Χωριό) ΡΙΟ
Στο δημοτικό διαμέρισμα Αραχωβίτικων υπάρχει ιαματική πηγή με χλωριονατριούχο
νερό.
ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ (Δήμος) ΚΟΖΑΝΗ
Στη γεωγραφική περιοχή του Δήμου υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός Ορυκτών Πρώτων Υλών (Ο.Π.Υ.). Συγκεκριμένα έντονη είναι η παρουσία κοιτασμάτων λιγνίτη, λευκών μαρμάρων στον Πολύμυλο, έγχρωμων διακοσμητικών πετρωμάτων στο Δρέπανο και στην Ακρινή και αδρανών υλικών στο Δρέπανο, στην Κοιλάδα και αλλού.
ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
H Eυρυτανία, με συνολική έκταση 2047 τετρ. χλμ. , συνορεύει με τους Nομούς Φθιώτιδας, Kαρδίτσας και Aιτωλοακαρνανίας. Eίναι μία περιοχή με ιστορική παράδοση, εθνική προσφορά με ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους, θρησκευτικά προσκυνήματα και μίας καταπληκτικής ομορφιάς φυσικό πλούτο. Διαθέτει δηλαδή, όλα τα στοιχεία εκείνα που χρειάζονται για να ικανοποιηθούν όλες οι προτιμήσεις ενός επισκέπτη, προσφέροντας ηρεμία και ξεκούραση, δράση και περιπέτεια. Σύμφωνα με έρευνες της OYNEΣKO, που έγιναν το 1991, η Eυρυτανία θεωρείται μία από τις πρώτες περιοχές του κόσμου σε καθαρότητα περιβάλλοντος και η πρώτη πιο καθαρή περιοχή στην Eυρώπη. Aποτελεί δε, τη "βάση" για τις μετρήσεις των ερευνητών, θεωρώντας ότι η μόλυνση είναι μηδενική.
Tο κλίμα του Nομού είναι μεσογειακό, ηπειρωτικό ορεινό με συχνές βροχοπτώσεις, με ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι. Eίναι μία καθαρά ορεινή περιοχή, με το μεγαλύτερο μέρος της έκτασής της να βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 1000 μ., η οποία διαθέτει μεγάλο υδάτινο πλούτο και τεράστια δασοκάλυψη. Ένα μεγάλο μέρος της έκτασης της Eυρυτανίας είναι απλωμένο πάνω στον κύριο κορμό της Πίνδου. Περικλείεται δε από τα βουνά: Άγραφα, Τυμφρηστό, Oξυά, Παναιτωλικό, Xελιδώνα και Kαλλιακούδα. Διατρέχεται από τους ποταμούς: Kαρπενησιώτη, Tαυρωπό (Mέγδοβα), Aγραφιώτη, Kρικελοπόταμο, Tρικεριώτη και Aχελώο. Tον υδάτινο πλούτο συμπληρώνει από το 1965, η τεχνητή λίμνη των Kρεμαστών, που αποτελεί και το μεγαλύτερο γαιόφραγμα της Eυρώπης.
H μισή περίπου έκταση του Nομού καταλαμβάνεται από δάση. Στα ψηλότερα σημεία των βουνών κυριαρχούν τα έλατα. Xαμηλότερα, δάση από δρύς, ενώ κάτω από τα 1000 μ., μεσογειακά είδη βλάστησης όπως κουμαριές, ελιές, λαδανιές κ.α. Oρεινές κοιλάδες, που σχηματίζονται από τους ποταμούς, επιτρέπουν τη δημιουργία μικρών, καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Πλούσια είναι και η πανίδα της περιοχής. Mεγάλα θηλαστικά, όπως αρκούδες, ζαρκάδια, αγριογούρουνα, λύκοι και άλλα μικρότερα, βρίσκουν εδώ καταφύγιο. Διάφορα είδη αρπακτικών πουλιών και η άγρια πέστροφα της λίμνης Eπισκοπής συμπληρώνουν την βιοποικιλότητα του τόπου.
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Καρπενησίου
ΗΛΕΙΑ (Νομός) ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Η γεωμορφολογία του εδάφους προσδιορίζεται από πεδινές εκτάσεις
που σχηματίζουν την πεδιάδα της Ηλείας, τη μεγαλύτερη της Πελοποννήσου, ενώ ορεινή
είναι μόνον η επαρχία Ολυμπίας.
Μεγαλύτεροι ορεινοί όγκοι είναι στα όρια με την Αρκαδία
οι πλευρές του Ερύμανθου,
με υψηλότερη κορυφή στην Ηλεία τη Λάμπεια (1.797 μ.) και το Σκιαδοβούνι. Νοτιότερα
βρίσκεται η Φολόη, ο
Λαπίθας και η Μίνθη.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, επί της συνολικής έκτασης του νομού
1.517 χιλ. στρέμ. είναι πεδινά, 555,0 χιλ. στρέμ. είναι ημιορεινά και 546,0 χιλ
στρέμ. ορεινά ανάγλυφα.
Το υδρογραφικό σύστημα του νομού βασίζεται κυρίως στους ποταμούς
Αλφειό και Πηνειό
(το φράγμα του Αλφειού είναι ένα από τα μεγαλύτερα χωμάτινα φράγματα της Ευρώπης),
οι οποίοι είναι οι μεγαλύτεροι της Πελοποννήσου και έχουν αξιοποιηθεί κυρίως στην
άρδευση γεωργικών εκτάσεων. Οι λίμνες είναι του Καϊάφα,
της Αγουλινίτσας και της Μουριάς (οι δύο τελευταίες έχουν αποξηρανθεί). Αξιόλογο
δε είναι και το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας του Κοτυχίου.
Πλήθος είναι οι ιαματικές πηγές με σημαντικότερες της Κυλλήνης,
του Καϊάφα, της Φρασινιάς, της Ξυλοκέρας, του Πουρναριού κ.ά.
Οι θαυμάσιες φυσικές ακτές εμφανίζουν κολπώσεις, με σημαντικότερη
και ωραιότερη την παραλία του Καϊάφα και βορειότερα το Αρκούδι,
τη Γλύφα, τη Μπούκα
και τη Μανολάδα. Συνολικά
τα παράλια ανέρχονται σε 150 χλμ..
Γενικά το φυσικό περιβάλλον του νομού χαρακτηρίζεται από πλούσια ποικιλία
πανίδας και χλωρίδας, πευκοδάση και κυπαρίσσια στα ημιορεινά και πεδινά,
ενώ γραφικά χωριουδάκια διαγράφονται σε όλο το νομό.
Το κλίμα είναι μεσογειακό και θερμό, με σχετικά υψηλά ποσοστά
βροχοπτώσεων και διακυμάνσεις της θερμοκρασίας.
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Ηλείας
ΚΕΑ (Νησί) ΚΥΚΛΑΔΕΣ
The island's geological formation, as in most of the Cycladic islands, is composed of sedimentary rocks, formed on the sea bed some ten million years ago. The subsoil consists almost entirely of schists. A small percentage of marble (6 - 7%) can be found mainly on the island's eastern coastline.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΔΑ (Δήμος) ΗΜΑΘΙΑ
Ο Δήμος Μακεδονίδος, μέρος του Ν. Ημαθίας, συμμετέχει στην ορεινή
γεωγραφική σύνθεση της Ημαθίας με τα Πιέρια
όρη.
Το τμήμα της οροσειράς των Πιερίων που ανήκει στο νομό Ημαθίας, εκτείνεται
κατά μήκος των νοτίων συνόρων του νομού προς το Ν. Πιερίας και διαχωρίζεται από
το όρος Βέρμιο με μία
βαθιά και απόκρημνη κοιλάδα του Κάτω Αλιάκμονα.
Συγκριτικά με το Βέρμιο, τα υψόμετρα είναι σχετικά μικρά (500-1000μ.) αλλά η δασοκάλυψη
είναι μεγάλη. Οι κλίσεις των πρανών είναι μεγάλες έως μέτριες. Τα πεδινά τμήματα
του Δήμου βρίσκονται κοντά στους οικισμούς Δάσκιο,
Ριζώματα και Σφηκιά.
Τα μικρά ρέματα διαμορφώνουν ένα υδρογραφικό δίκτυο αρκετά εκτεταμένο. Σύμφωνα
πάντα με την βιβλιογραφία, γεωτεκτονικά η περιοχή ανήκει στη λιθοφασική - τεκτονική
ζώνη, Πελαγονική προς δυσμάς και Αξιού
(κατά KOSMAT) προς Ανατολάς. Οι σχηματισμοί που παρατηρούνται στα χαμηλότερα τμήματα
της περιοχής, αποτελούνται από πετρώματα του Νεογενούς, για δε τα ψηλότερα και
στις δυτικές και νότιες περιοχές αποτελούνται από γρανίτες και γνεύσιους.
Υπολείμματα τριαδικοϊουρασικών ασβεστολίθων απαντώνται στο κεντρικό τμήμα, ενώ
στο βόρειο τμήμα επικρατούν σχηματισμοί της Υποπελαγονικής Ζώνης από οφιολιθικά
και κρητιδικά πετρώματα και κυρίως φλύσχη. Γενικά στην περιοχή επικρατούν όξινα
πετρώματα.
Ειδικότερα :
Γνευσιακά και γνευσιοσχιστολιθικά πετρώματα παρατηρούνται στην κοινή γραμμή
που ενώνει τους οικισμούς Ριζώματα και Ανω Μηλιά. Αυτά αποτελούνται από μαρμαρυγιακούς
σχιστόλιθους, κρυσταλλικούς σχιστόλιθους, γνευσιοσχιστόλιθους, γνεύσιους κ.α.
Τριαδικοϊουρασικοί ασβεστόλιθοι βρίσκονται στον άξονα Ριζώματα - Ανω
Μηλιά.
Κρητιδικοί ασβεστόλιθοι ανατολικά του άξονα Ριζωμάτων - Ανω Μηλιάς
Ιουρασικά οφιολιθικά πετρώματα απαντώνται στους οικισμούς Πολυδενδρίου,
Βεργίνας, Ελαφίνας. Είναι
πανελλήνια γνωστά ως πράσινα μάρμαρα Βέροιας.
Φλύσχοι, πρόκειται για πετρώματα που φέρουν εναλλαγές διαφόρων τύπων και
κοκκομετρίας πετρωμάτων, όπως ψαμμίτες, κροκαλοπαγή, αργιλικά, αργιλοψαμμιτικά
στρώματα ελαφρά μεταμορφωμένους σε φυλλίτες και σχιστόλιθους. Είναι τα πετρώματα
που προκαλούν συχνά κατολισθήσεις και καθιζήσεις.
Εδαφολογικά στοιχεία
Έδαφος
Σύμφωνα με τον εδαφολογικό χάρτη του ορεινού όγκου των Πιερίων (Παπαμίχος
1979) διακρίνονται οι παρακάτω κατηγορίες εδαφών :
Εδάφη επί των αποθέσεων
Εδάφη επί των οφιολίθων
Εδάφη επί των ασβεστολίθων
Εδάφη επί του φλύσχου
Εδάφη επί των κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων
Το έδαφος του Δήμου καλύπτεται από δάση, θάμνους, βοσκότοπους, χωράφια,
οικισμούς και από λοιπές χρήσεις με ένα ελάχιστο μέρος να είναι άγονο.Το καλλιεργούμενο
έδαφος είναι φτωχό, επικλινές και με συχνές διαβρώσεις.
Υδρολογία - Υδρογεωλογία
H φύση και η διάταξη των πετρωμάτων του Δήμου, η ποώδης, η θαμνώδης και η
δενδρώδης βλάστηση και τα φυσικά κατακρημνίσματα, ευνοούν ένα εξαιρετικό υδρολογικό
πλούτο, με μικρές και μεγάλες πηγές. Το σύνολο των επιφανειακών υδάτων που προέρχονται
από πολυάριθμες μικρές και μεγάλες πηγές, τα υδρορέμματα, οι τοπικοί χείμαρροι,
η τεχνητή λίμνη Σφηκιάς και ο υδροφόρος ορίζοντας με τις πηγές που υπάρχουν, δίνουν
την δυνατότητα σήμερα για την κάλυψη των αναγκών σε νερό για ύδρευση και άρδευση
του νομού.
Ποταμοί
Από το Δήμο διέρχεται ο ποταμός Αλιάκμονας σχηματίζοντας μια φυσική
κοιλάδα στα σύνορα με το νομό Κοζάνης. Κατά μήκος αυτού και εντός των χωρικών
ορίων του Δήμου έχει αναπτυχθεί το ενεργειακό φράγμα της Σφηκιάς, αξιοποιώντας
ένα μέρος του υδροδυναμικού του νομού.
Πηγές
Στον ορεινό όγκο των Ημαθιώτικων Πιερίων, πηγάζουν οι πηγές Ίσβορος,
Καράβι, Κακότραγος, Κοκκινόβρυση, ανω και Κάτω Κοκκινόβρυση, Κανάβια, Μπάμπος
Λιβάδι, Κρυονέρια, Αγ. Αθανάσιος, Αντώνη βρύση-Παλιοκκλήσι, Γκιώνη, Παλιάμπελα,
Λακόπουλου, Δέση, Κρυόβρυση, Κάτω Βρύση, Παληκαρά, Καρδονέρι, Λιάκου Περιβόλι,
Τσιόκα Πέτρα και Λιάχα, Ντάμ Βρύση, Πλατανόλακκος, που στην πλειοψηφία τους έχουν
μικρή παροχή νερού, που μαρτυρά την ύπαρξη ρηχού ελεύθερου υδροφόρου μικρής αγωγιμότητας,
σε αντίθεση με άλλες πηγές στο υπόλοιπο του νομού.
Τα νερά των παραπάνω πηγών, χρησιμοποιούνται κυρίως, για την κάλυψη
των υδρευτικών αναγκών των κατοίκων των κοινοτήτων Πολυδενδρίου, μετά των οικισμών
της Χαράδρας και της Ελαφίνας, της Σφηκιάς, του Δασκίου και των Ριζωμάτων καθώς
και για τις αρδευτικές ανάγκες των γεωργών των παραπάνω κοινοτήτων.
Η απογραφή των πηγών στο Δήμο σε συνδυασμό με την τακτική γνώση των
ποσοτικών μεγεθών κάθε πηγής, δεν αποσκοπεί μόνο στη δυνατότητα κάλυψης των υδρευτικών
αναγκών των οικισμών, αλλά και άλλων δραστηριοτήτων, όπως η άρδευση, η βιομηχανική
χρήση, οι κτηνοτροφικές ανάγκες (ποτίστρες) κ.λπ, με αποτέλεσμα να καθίστανται
βασικοί συντελεστές κάθε αναπτυξιακού σχεδίου.
Υδρορέμματα
Ο αριθμός των υδρορεμμάτων και η παροχή τους εξαρτάται από τη γεωλογική
σύσταση του πετρώματος που επικρατεί στην περιοχή. Σημαντικά υδρορέμματα εντοπίζονται
στα όρια του Δήμου με μεγαλύτερα του Τρανού Λάκκου, του Καραβόλακκου, του Νευτόλακκου
και των πηγών Λιάχα, τα νερά των οποίων χρησιμεύουν για την άρδευση των γεωργικών
εκτάσεων της περιοχής.
Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Μακεδονίδος
ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΕΣΠΑ (Λίμνη) ΦΛΩΡΙΝΑ
Γεωλογία - Γεωμορφολογία
Οι λίμνες των Πρεσπών κατά την Ιουρασική εποχή (208 ως 146 εκατομμύρια
χρόνια πριν) αποτελούσαν τμήμα της Δασσαρητικής λεκάνης και συνδέονται με τη λίμνη
Αχρίδα. Είναι οι μόνες λίμνες της Δυτικής Μακεδονίας που συνδέονται με την Αδριατική
θάλασσα, καθώς οι υπόλοιπες καταλήγουν στο Αιγαίο Πέλαγος. Κατά την διάρκεια του
Πλειόκαινου (11 ως 1 εκατ. χρόνια πριν), οι στάθμες της Μικρής και της Μεγάλης
Πρέσπας ήταν 80 μέτρα ψηλότερα από σήμερα. Το γεωλογικό υπόστρωμα της περιοχής
αποτελείται κυρίως από ασβεστόλιθους και δολομιτικούς ασβεστόλιθους στο δυτικό
και νότιο τμήμα της περιοχής, ενώ στο δυτικό τομέα επικρατούν οι γρανίτες και
οι γνεύσιοι. Η ποικιλομορφία του γεωλογικού υποστρώματος επηρεάζει τη σύνθεση
των εδαφών και τις ιδιότητες τους σχετικά με τη διαπερατότητά τους από το νερό,
γεγονός που, με την σειρά του, επηρεάζει τις μορφές βλάστησης στην περιοχή.
Το κλίμα
Το κλίμα της Πρέσπας έχει ενδιάμεσα χαρακτηριστικά μεταξύ του Μεσογειακού
και του Κεντροευρωπαϊκού. Η ύπαρξη των λιμνών συμβάλλει στη δημιουργία σαφώς ηπιότερων
συνθηκών στις χαμηλές περιοχές γύρω από τις λίμνες, όπου η μέση ετήσια θερμοκρασία
είναι 11°C. Το καλοκαίρι επικρατεί σχετικά ήπια ξηρασία με μέση θερμοκρασία
που φθάνει τους 22°C. Ο χειμώνας είναι αρκετά ψυχρός με σχετικά μακροχρόνιους
παγετούς και μέση θερμοκρασία γύρω στους 1-20°C. Αν και η μέση θερμοκρασία
του αέρα το χειμώνα είναι συνήθως πάνω από τους 0°C, η μικρή Πρέσπα παγώνει
συχνά. Η περίοδος των βροχών και χιονοπτώσεων διαρκεί συνήθως από τον Οκτώβριο
ως τον Μάιο και το μέσο ετήσιο ύψος βροχής είναι περίπου 665mm.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Πρεσπών
ΝΙΣΥΡΟΣ (Νησί) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ
Η Νίσυρος έχει σχήμα σχεδόν κυκλικό και οι ακτές της δεν παρουσιάζουν πλούσιο διαμελισμό. Έχει εμβαδόν 41,6 τ.χ. και μήκος ακτών 28 χλμ. Αποτελείται από ηφαιστειογενή όρη, ενώ στο κέντρο της υπάρχει η τεράστια καλντέρα του ηφαιστείου που έχει μήκος 2400 μ. και πλάτος 950 μ. Εκεί μπορεί κανείς να θαυμάσει τους εντυπωσιακούς κρατήρες. Ο μεγαλύτερος έχει διάμετρο 260 και βάθος 30 μέτρα και είναι επισκέψιμος. Εκεί οι εκλυόμενοι υδρατμοί και οι ατμοί διοξειδίου του θείου, το σκοτεινό χρώμα της λάβας και τα κίτρινα στρώματα του θειαφιού στα τοιχώματα του κρατήρα κάνουν το τοπίο μοναδικό. Σε πολλά σημεία του νησιού υπάρχουν θερμές ιαματικές πηγές, οι ονομαστότερες από τις οποίες βρίσκονται σε μικρή απόσταση από το Μαντράκι. Οι κρημνώδεις –συνήθως- ακτές διακόπτονται από λίγες αλλά ειδυλλιακές παραλίες κι άλλοτε συνδυάζουν τους ερυθροκίτρινους χρωματισμούς τους με το πράσινο της πλούσιας βλάστησης.
ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ (Δήμος) ΚΑΡΔΙΤΣΑ
Σχεδόν ολόκληρος ο Δήμος Πλαστήρα αποτελείται από φλύσχη, της γεωτεκτονικής ζώνης της Πίνδου. Ο φλύσχης παρουσιάζεται σε δύο κυρίως τύπους, τον πηλιτικό και τον ψαμμιτικό. Σε μικρότερο βαθμό συναντάμε ασβεστόλιθους λευκοπλακώδεις που ανήκουν και αυτοί στην ίδια γεωτεκτονική ενότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρουσιάζονται έντονα προβλήματα κινητικότητας και διάβρωσης των εδαφών, εξαιτίας κυρίως της αποσάθρωσης του φλύσχη. Η κατάσταση επιδεινώνεται λόγω των μεγάλων κλίσεων του εδάφους σε συνδυασμό με την ποσότητα των όμβριων υδάτων και των χιονοπτώσεων. Αποτέλεσμα είναι η μετατόπιση των εδαφών για την απόκτηση νέων θέσεων ισορροπίας.
Επίσης παρατηρούνται και καθιζήσεις στα οριζόντια εδάφη. Αυτό είχε σαν συνέπεια να προταθεί η μεταφορά της πρώην κοινότητας Κερασιάς σε κοντινή θέση με ασφαλέστερη εδαφολογική κατασκευή, λόγω των έντονων προβλημάτων κατολίσθησης. Παρόμοια φαινόμενα παρουσιάζονται στην πρώην κοινότητα Λαμπερού με αποτέλεσμα να έχει ήδη εγκριθεί η μετεγκατάστασή της στον οικισμό του Αγ. Αθανασίου.
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Πλαστήρα
Το υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής είναι πλούσιο, αρκετά αναπτυγμένο, δενδριτικού τύπου, ο οποίος είναι χαρακτηριστικός για περιοχές όπου κυριαρχεί ο φλύσχης και γενικά αδιαπέρατα πετρώματα όπου επικρατεί η επιφανειακή απορροή. Ωστόσο συναντούνται και υδροπερατοί σχηματισμοί που επιτρέπουν τη διέλευση σημαντικού ποσοστού νερού από τη μάζα τους, με αποτέλεσμα την τροφοδοσία των βαθύτερων υδροφόρων στρωμάτων ή τη δημιουργία πηγών. Έτσι έχουν δημιουργηθεί οι πηγές της Κερασιάς που είναι συνεχούς λειτουργίας, παρουσιάζουν δηλαδή ροή καθ’όλη τη διάρκεια του έτους. Ενδεικτικά η παροχή των πηγών Κερασιάς για το έτος 1988 ήταν 40lt/sec.
ΡΕΘΥΜΝΟ (Νομός) ΚΡΗΤΗ
Το Ρέθυμνο είναι ένας από τους τέσσερις νομούς της Κρήτης, ανάμεσα
στα Χανιά και στο Ηράκλειο. Στα βόρεια βρέχεται από το Κρητικό και στα νότια από
το Λυβικό πέλαγος.
Η ομώνυμη πρωτεύουσά του, που ο πυρήνας της είναι χτισμένος πάνω σε
ακρωτήρι της βόρειας ακτής του νομού, απέχει 58 χιλιόμετρα από τα Χανιά και 78
από το Ηράκλειο. Η ανάπτυξη της πόλης ακολουθεί την κατεύθυνση της βόρειας αμμώδους
παραλίας που το συνολικό της μήκος φθάνει τα 13 χιλιόμετρα, ενώ στα νότια υψώνεται
μια σειρά χαμηλών λόφων με ψηλότερη την κορυφή του Βρύσινα (ύψ. 858μ.).
Το έδαφος του νομού είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ορεινό με σχετικά
μικρές αλλά ενδιαφέρουσες εναλλαγές στη μορφολογία, όπως εντυπωσιακά φαράγγια,
πολυάριθμα σπήλαια, κατάφυτες κοιλάδες και μικρά ποτάμια. Οι πεδινές εκτάσεις
περιορίζονται στα βόρεια παράλια και στις περιοχές ανάμεσα στους ορεινούς όγκους.
Ομοίως περιορισμένα είναι και τα ποτάμια που εκτός από το Γεροπόταμο ή Αυλοπόταμο
που πηγάζει από τον ορεινό Μυλοπόταμο και εκβάλει στα δυτικά του Πανόρμου και
τον Μεγάλο Ποταμό που καταλήγει στη Λίμνη του Πρέβελη, όλοι οι άλλοι στα βόρεια,
είναι δευτερεύοντες και συνήθως έχουν νερό μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Τον κύριο λόγο στη μορφολογία του εδάφους του νομού έχουν τα όρη και
οι οροσειρές. Έτσι, στα ανατολικά δεσπόζει η Ίδη ή Ψηλορείτης, το ψηλότερο βουνό
της Κρήτης, που το ύψος του φθάνει τα 2456μ. και ο ορεινός του όγκος καταλαμβάνει
περίπου το 1/5 της συνολικής έκτασης του νομού. Η οροσειρά του Κέδρους (ύψ 1777μ.)
που αναπτύσσεται στα νοτιοδυτικά του Ψηλορείτη οριοθετεί μαζί μ΄ αυτόν την πανέμορφη
κοιλάδα του Αμαρίου. Στο βορειοανατολικό άκρο του νομού υψώνεται ο Κουλούκουνας
ή Ταλαία Όρη (ύψ 1083μ.), ακριβώς νότια της πόλης του Ρεθύμνου ο Βρύσινας (ύψ.
858μ.) και στα νοτιοδυτικά ο Κρυονερίτης (ύψ. 1312μ.), η ανατολικότερη κορυφή
του δεύτερου σε μέγεθος ορεινού όγκου της Κρήτης, των Λευκών Ορέων.
Το ζεστό καλοκαίρι και η μακρά περίοδος βροχοπτώσεων που διαρκεί από
το φθινόπωρο ώς τον Απρίλιο περίπου, οδηγούν στο να χαρακτηρίσουμε το κλίμα "εύκρατο
μεσογειακό". Κυρίαρχο ρόλο στα καιρικά φαινόμενα της περιοχής διαδραματίζουν και
οι ισχυροί βόρειοι και νότιοι άνεμοι.
ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
Η Σαμοθράκη είναι πλούσια σε νερά, εκατοντάδες μικρά ρυάκια και ποταμάκια, με γάργαρο νερό που έρχεται από το όρος Σάος, κυλούν ορμητικά προς τη θάλασσα.
Ο τοξόσχημος συμπαγής ορεινός όγκος της με χαράδρες και απότομες πλαγιές, διατρέχει το νησί με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ, δίνοντας στη Σαμοθράκη την ιδιομορφία της. Σχηματίζονται ωραίες ψηλές, επιβλητικές κορυφές: το Φεγγάρι, η πιο ψηλή κορυφή με υψόμετρο 1670 μ., γνωστό στην αρχαιότητα ως Σάος ή Σαώκη, ο Προφήτης Ηλίας, η Αγία Σοφία, ο Άγιος Γεώργιος, που έχουν ιδιαίτερα θέλγητρα για τους ορειβάτες.
ΣΥΡΟΣ (Νησί) ΚΥΚΛΑΔΕΣ
Η Σύρος, καθώς και όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων,
αποτελούσε πριν από εκατομμύρια χρόνια το βυθό αβαθούς θάλασσας. Μια σειρά από
ισχυρές δονήσεις προκάλεσε την άνοδο των πετρωμάτων του βυθού. Η σημερινή μορφή
του νησιού διαμορφώθηκε αιώνες αργότερα, έπειτα από μια μακρά διαδικασία μεταμορφώσεων.
Σήμερα παρουσιάζει ορεινό χαρακτήρα, ιδιαίτερα προς το βόρειο τμήμα
της (Πάνω Μεριά), όπου βρίσκεται και η υψηλότερη κορυφή, ο Πύργος, με ύψος 442
μέτρα. Ετσι, στην Πάνω Μεριά οι πλαγιές των βουνών είναι πολύ απότομες, ιδιαίτερα
στην ανατολική πλευρά του νησιού, τα εδάφη έχουν υποστεί διάβρωση και οι χαραδρες
χαρακτηρίζονται ως μεσαίας ή μεγαλύτερης διαδρομής.
Φυσικό όριο ανάμεσα στο βόρειο και στο νότιο τμήμα του νησιού αποτελεί
η δεξιά όχθη του ρέματος, που εκβάλει στον όρμο Κίνι, δημιουργώντας αμμώδη παραλία
με αβαθή θάλασσα.
Σε αντίθεση με την Πάνω Μεριά, το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Σύρου
είναι λοφώδες και επίπεδω, ενώ σχηματίζει σχετικά μεγάλες κοιλάδες, όπως της Βάρης,
της Ποσειδωνίας, κ.ά.
Τα πετρώματα που κυριαρχούν στο νησί είναι το μάρμαρο και ο σχιστόλιθος,
τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, καθώς έχουν να δώσουν διαχρονικά αρκετά
σημαντικά στοιχεία.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ website, του Πανεπιστημίου Πατρών
ΤΗΛΟΣ (Νησί) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ
Ο όγκος της υψώνεται ανάμεσα στη Ρόδο και την Κω, στο μέσο σχεδόν της απόστασης που χωρίζει τα δύο αυτά νησιά. Γύρω της, πιο κοντά, τη συντροφεύουν η Νίσυρος (ΒΔ), η Χάλκη (ΝΑ) και η Σύμη (ΒΑ). Στα βόρεια της απλώνεται η Μικρασιατική Κνίδος (Κάβο- Κριός). Πέρα στη Δύση της είναι η Αστυπάλαια και στον Νοτιά την αγναντεύει από μακριά η Κάρπαθος και παραπέρα η Κάσος. Ορεινή σε όλη της σχεδόν την έκταση (περί τα 63 τετρ.χ/μ) , με μόνη αξιόλογη πεδινή περιοχή τον κάμπο του Μεγάλου Χωριού (περί το 1/10 της επιφάνειάς της) και με καλλιεργούμενες άλλοτε τις πλαγιές και τις κοιλάδες της, συντηρούσε τους κατοίκους της στο πλαίσιο κυρίως της παραδοσιακής αγροτικής οικονομίας, με βασικό της χαρακτηριστικό τα μεγάλα νοικοκυριά, που οφείλονταν στο ακατάτμητο των περιουσιών, όπως απαιτούσε το τοπικό έθιμο των "πρωτοτοκίων".
Η όψη των βουνών της (με ψηλότερο τον Προφήτη Ηλία, 654 μ. στα Δυτικά του νησιού) γυμνή και τραχειά, με γκρεμούς που προκαλούν δέος, καθώς μετεωρίζονται κατακόρυφοι στις ακρώρειες ή βυθίζονται στη θάλασσα, εναλλάσσεται με τοπία γεμάτα γαλήνη και ημερότητα. Οι γραφικές παραλίες των Λιβαδιών, της Ερίστου, της Πλάκας, της Σκάφης, των Λεθρών, του Αϊ Αντώνη, οι ρεματιές και οι λαγκαδιές της με τις πηγές και τα κρύα κεφαλόβρυσα και στ' απόμερα ακόμη του νησιού, στη Σκάφη, στη Βαθειά Πηγή, στον Αγ. Παντελεήμονα, στον Πόταμο, στου Δεσπότη το Νερό, ο κατάφυτος κάμπος του Μεγάλου Χωριού, δίνουν μια ξεχωριστή εικόνα της φύσης του νησιού. Το κλίμα της ξηρό και υγιεινό. Τις σχετικά ψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού τις μετριάζουν οι Βορινοί άνεμοι που τη δροσίζουν. Τον χειμώνα όμως, σαν φυσούν, φέρνουν στα μέρη που προσβάλλουν κάπως περισσότερο κρύο, από τ' απέναντι βουνά της Μικρασίας.
ΤΗΝΟΣ (Νησί) ΚΥΚΛΑΔΕΣ
Το ψηλότερο βουνό του νησιού είναι ο Τσικνιάς (725 μ.). Βρίσκεται
στην ανατολική πλευρά της Τήνου και δεσπόζει του ομώνυμου πορθμού από τον οποίο
αρχίζει το Ικάριο πέλαγος. Στον Τσικνιά και τον πορθμό του πνέουν συχνά ισχυροί
βόρειοι άνεμοι και γι' αυτό κατά τη μυθολογία εθεωρείτο ότι εκεί κατοικούσε ο
Αίολος ο "Βασιλιάς των ανέμων". Στον κεντρικό τμήμα υψώνεται απότομος και απόκρημνος
ο όγκος του Ξώμπουργου (640 μ.).
Ιδιόμορφη είναι η περιοχή κοντά στο χωριό Βώλαξ
με γρανιτένιους αποστρογγυλεμένους βράχους διάσπαρτους πάνω στην άγονη γη. Στο
μεγαλύτερο μέρος του νησιού επικρατούν οι σχιστόλιθοι ενώ ασβεστόλιθοι απαντούν
μόνο με τη μεταμορφωμένη μορφή των μαρμάρων.
Το νησί διαθέτει αξιόλογο ορυκτό πλούτο: Λευκό και πράσινο μάρμαρο
(χρησιμοποιήθηκε στο ανάκτορο του Μπάκινχαμ και του Λούβρου), κοιτάσματα χρωμίου,
μόλυβδο, σιδηρούχα και μαγγανιούχα μεταλλεύματα κ.λπ.
Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ website, του Πανεπιστημίου Πατρών
ΤΣΟΤΙΛΙ (Δήμος) ΚΟΖΑΝΗ
Η φυσιογνωμία της περιοχής και του εδάφους είναι ποικιλόμορφη, ορεινή, λοφώδης με πολλές βαθιές χαραδρώσεις (έντονα φαινόμενα διάβρωσης του εδάφους), με πολλές πλαγιές λιγοστές πεδινές εκτάσεις και μεγάλο ποσοστό δασοκάλυψης. Ως αποτέλεσμα η γεωργία εμφανίζεται σαν λιγότερο δυναμικός τομέας και κυρίως στο νοτιοανατολικό τμήμα και με το ποσοστό καλλιεργούμενων εδαφών να είναι σημαντικά χαμηλό ειδικά στα ορεινά Δημοτικά Διαμερίσματα.
ΦΥΛΑΚΤΟ (Χωριό) ΣΟΥΦΛΙ
Χάρη στο γεωθερμικό πεδίο που έχει εντοπισθεί στον οικισμό του Φυλαχτού, υλοποιούνται προγράμματα για:
- Θερμοκήπια
- Τηλεθέρμανση
- Ιαματικό Τουρισμό, σε ειδικό οικοτουριστικό συγκρότημα με ξύλινους ξενώνες.
ΧΑΛΚΗΔΩΝΑ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Κατά την αρχαιότητα η γεωμορφολογία της περιοχής διέφερε πολύ από
τη σημερινή. Ο Θερμαϊκός
κόλπος κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της σημερινής πεδιάδας της Θεσσαλονίκης.
Στον εκτεταμένο αυτό κόλπο, εξέβαλαν οι ποταμοί Αλιάκμονας,
Λουδίας, Αξιός
και Εχέδωρος. Βέβαια, οι κοίτες καθώς και οι εκβολές των ποταμών, τότε, διέφεραν
πολύ από τις σημερινές.
Ο Αξιός και ο Αλιάκμονας, εξέβαλλαν στο Θερμαϊκό, μεταφέροντας μεγάλες
ποσότητες λάσπης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται προσχώσεις, οι οποίες
σταδιακά οδήγησαν στη συρρίκνωση του Θερμαϊκού. Το βόρειο τμήμα του κόλπου έμεινε
αποχωρισμένο από τον κύριο κόλπο, δημιουργώντας μια λιμνοθάλασσα. Η λιμνοθάλασσα
αυτή με την πάροδο του καιρού συρρικνώθηκε ακόμα πιο πολύ, σχηματίζοντας τη λίμνη
των Γιαννιτσών. Η λίμνη των Γιαννιτσών συνέχισε να συσσωρεύει λάσπη, εξελισσόμενη
σε βάλτο.
Το 1925 ξεκίνησε μία σειρά αποστραγγιστικών και αποξηραντικών έργων,
τα οποία είχαν ως στόχο τη μετατόπιση της κοίτης του Αξιού για να εμποδιστεί περαιτέρω
συρρίκνωση του Θερμαϊκού. Το μεγάλο αυτό έργο ολοκληρώθηκε το 1936 και είχε ως
αποτέλεσμα την αποκάλυψη καλλιεργήσιμων εκτάσεων πολλών χιλιάδων στρεμμάτων. Ανάμεσα
στα έργα που επιτελέστηκαν εκείνη την εποχή, ήταν και η αποξήρανση της λίμνης
των Γιαννιτσών.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Χαλκηδόνος
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!