Το Μορφοβούνι, (παλιά Βουνέσι) είναι από τα μεγαλύτερα χωριά της ορεινής
Καρδίτσας και της
λίμνης
Πλαστήρα. Σκαρφαλωμένο στην πλαγιά ενός βουνού περιβάλλεται δυτικά από καστανόδασος
ενώ μπροστά του απλώνεται ολόκληρος ο
Θεσσαλικός
κάμπος. Εχει έκταση 27.000 στρέμματα περίπου η οποία ξεκινά από τα ριζά στον
κάμπο μέχρι τη λίμνη Πλαστήρα. Ο οικισμός έχει μέσο υψόμετρο 780μ και ξεχωρίζει
για την πυκνή του δόμηση. Σύμφωνα με την απογραφή του 1991 κατοικείται από 841
κατοίκους.
To 1881 με την απελευθέρωση της
Θεσσαλίας
σχηματίσθηκε ο
Δήμος Νεβροπόλεως,
στον οποίο συμμετείχε και το Βουνέσι. Ως ανεξάρτητη κοινότητα (1) πρωτοσυστήθηκε
με το όνομα Βουνέσιον (το) με Βασιλικό Διάταγμα της 29.8.1912. Με μεταγενέστερη
απόφαση (12.3.1928 μετονομάσθηκε και πήρε το περιγραφικό όνομα Ομορφοβούνιον,
(από το Oμορφο + βουνό). Ουσιαστικά όμως διατήρησε όσο ίσως καμία άλλη κοινότητα
το παλιό όνομα και κυρίως αυτό χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από τους περισσότερους
κατοίκους. Το 1994 το κοινοτικό συμβούλιο ζήτησε την μετονομασία από κοινότητα
Μορφοβουνίου και μετατροπή σε Δήμο "Νικολάου Πλαστήρα". Με την εφαρμογή
του ΠΔ 146/11.5. 95 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 90/19.5.95 τ.Α, με το οποίο καθορίζονται
τα συμβούλια περιοχής και η έδρα τους, το Μορφοβούνι έγινε έδρα του 11ου Συμβουλίου
Περιοχής.Με το σχέδιο "Ι. Καποδίστριας" η κοινότητα καταργείται και
αποτελεί οικισμό του
Δήμου Πλαστήρα,
έδρα του οποίου ορίζεται. Τέλος, είναι η έδρα της Αρχιερατικής Περιφέρειας Νεβροπόλεως,
του Συνεταιρισμού Επαγγελματιών Ψαράδων λίμνης Ν. Πλαστήρα, του Συνεταιρισμού
Γυναικών λίμνης Ν.Πλαστήρα, κλπ.
Η ιστορία του χωριού χάνεται στα βάθη των αιώνων, αν και δεν έχει
καταγραφεί ακόμα αφού απόλυτο σκοτάδι επικρατεί όχι μόνο για την ελληνιστική και
Ρωμαϊκή περίοδο, αλλά και για τη Βυζαντινή. Είναι όμως απολύτως βέβαιο ότι στην
περιοχή υπήρχαν διάφοροι οικισμοί και αυτό το μαρτυρούν διάσπαρτα στην ευρύτερη
περιοχή αρχαία μνημεία. Λέγεται ότι το Βουνέσι ως χωριό προϋπήρξε στα ριζά του
κάμπου, στην περιοχή της Ράζιας, με άγνωστο όνομα. (Επτά περίπου Κμ από τη Μητρόπολη
και προς τα Κανάλια). Στη σημερινή του θέση τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι
δημιουργήθηκε από μετακίνηση του πληθυσμού την εποχή περίπου στα τέλη του 13ου
- αρχές 14ου αι. Η παράδοση θέλει τη μετακίνηση για λόγους επιδημίας, αλλά θα
πρέπει να συνεκτιμηθούν οι λόγοι ασφάλειας καθώς και έλλειψης νερού.
Για το όνομα Βουνέσι δημοσιεύθηκαν μέχρι στιγμής δύο εκδοχές σύμφωνα
με τις οποίες έχει αρβανιτοβλάχικη προέλευση. Η πρώτη εκδοχή θέλει να προέρχεται
από Vone+τσ(ι)ε = Βονέτσ(ι)ε > Βονέτσ(ι)> Βουνέτσ'(ι) > Βουνέσι. Βουνέσι = χωριό
που ιδρύθηκε κάπως αργά, όψιμα, δηλαδή είναι νέο, Νεοχώρι. Η δεύτερη να προέρχεται
από το Bene + τσ(ι)ε = Μπενέτσε > Μπενέτσ(ι)' Βενέσ' > Βενέσι> Β'νεσ' > Βουνέσ'>
Βουνέσι, καλό χωριό, καλός τόπος.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας η περιοχή των Αγράφων εξασφαλίζει ένα
είδος αυτονομίας, η οποία επαναβεβαιώθηκε και αργότερα με τη γνωστή Συνθήκη του
Ταμασίου που υπογράφηκε στο ομώνυμο τότε χωριό στις 10.5.1525. Σύμφωνα με αυτή
οι κοινότητες των Αγράφων είχαν το αυτοδιοίκητο, απαγορεύονταν να κατοικούν Τούρκοι
στην περιοχή και διασφαλίζονταν η ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ πεδινών και ορεινών
περιοχών και η ελεύθερη κίνηση των πληθυσμών, ιδιαίτερα των κτηνοτρόφων. Ετσι
το χωριό γίνεται πόλος έλξης και για ένα πρόσθετο λόγο αφού προσφέρεται η εκμετάλλευση
ταυτόχρονα βουνού και κάμπου, όπως π.χ. οι κτηνοτρόφοι. Εδώ σταματούν διάφοροι
επαγγελματίες και τεχνίτες, όπως κτίστες από την Ηπειρο, κλπ. Η δυνατότητα της
εύκολης πρόσβασης και της οικονομικής συναλλαγής με τον τουρκοκρατούμενο κάμπο
και ταυτόχρονα, η ελευθερία που παρείχαν τα αγραφιώτικα βουνά. Ο οικισμός ενισχύθηκε
κατά καιρούς από αρκετούς κυνηγημένους από την τουρκική εξουσία και πολύ αργότερα
από τους διωγμούς των Ελλήνων που έκανε ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων. Αρκετοί ήταν
κλέφτες χρησιμοποίησαν την περιοχή για λημέρια μόνιμα ή περιστασιακά και αυτό
το μαρτυρούν αρκετά κυριώνυμα από ονόματα κλεφτών όπως π.χ. "Τσιούκα", "Λίβινη",
"Κελεπούρη", "Γεροθανάση", "Γιουργούση" κλπ.
Οι κάτοικοι ξεχωρίζουν για την ανυπακοή, τη λεβεντιά, το τραγούδι
και προπαντός τη φιλοξενία. Στη διαδρομή του χρόνου συμμετέχουν σε όλους τους
εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και τα επαναστατικά κινήματα των Αγράφων, γι’ αυτό
το χωριό γνώρισε κατ΄επανάληψη σφαγές και καταστροφές. Η σημαντικότερη πιθανολογείται
στην περίοδο των Ορλωφικών, (1770) οπότε το χωριό καταστράφηκε και ο πληθυσμός
σφαγιάσθηκε. Στη θέση "Στεφάνι" ο Καραϊσκάκης είχε μόνιμη σκοπιά, καθώς
και παλικάρια απ’ το χωριό. Οι βουνεσιώτες συμμετείχαν στους Βαλκανικούς πολέμους,
τη Μικρασιατική εκστρατεία, το έπος του ΄40, και κυρίως είχαν μεγάλη συμμετοχή
στην Εθνική Αντίσταση, πληρώνοντας γι’ αυτό βαρύτατο φόρο. Το διάστημα της κατοχής
και του εμφυλίου γνώρισε αλλεπάλληλες καταστροφές, με σημαδιακή χρονιά το 1943.
Την άνοιξη αυτής της χρονιάς βομβαρδίστηκε απ’ τους Ιταλούς, ενώ τον Ιούνιο οι
ίδιοι πυρπόλησαν το άδειο απ’ τους κατοίκους χωριό, καίγοντάς το απ’ άκρου σ’
άκρο, με εξαίρεση τις εκκλησίες, ενώ εκτέλεσαν σχεδόν όλους όσους βρήκαν στο δρόμο
τους. Αρχές Δεκέμβρη του ‘43 δέχεται ξανά την επιδρομή των Γερμανών που επιχείρησαν
να το κάψουν ξανά, αλλά ο βροχερός καιρός και η πυκνή ομίχλη περιόρισαν κάπως
τις ζημιές.
Ο εμφύλιος πόλεμος αποδείχθηκε η χειρότερη καταστροφή αφού εκτός από
τόπος συγκρούσεων δεκάδες νέα παλικάρια (περισσότερα από 100) χάθηκαν στον αδελφοκτόνο
αυτό πόλεμο και τραυμάτισαν βαθιά και δίχασαν την κοινωνική ζωή του χωριού. Για
κάποιο διάστημα ο πληθυσμός μετακινήθηκε σε προσφυγικούς καταυλισμούς στη Μητρόπολη
και άλλα χωριά, ως "ανταρτόπληκτοι", και αρκετοί ήταν που δεν ξαναγύρισαν
πίσω μεταναστεύοντας.
Βέβαια η ιστορία της μετανάστευσης ακολουθεί αυτή των υπόλοιπων περιοχών
της Ελλάδας, πόσο μάλλον στις ορεινές περιοχές. Στις αρχές του 20ου αι. αρκετοί
Βουνεσιώτες μετανάστευσαν κυρίως στην Αμερική. Από αυτούς αρκετοί πλούτισαν και
βοήθησαν το χωριό με τον τρόπο τους, χρηματοδοτώντας ανακαίνιση εκκλησιών, δωρεές
και ρουχισμό σε περιπτώσεις ανάγκης.
Η κατασκευή του φράγματος και η κάλυψη της Νεβρόπολης από τα νερά
της λίμνης, στέρησε από τους κατοίκους κάποιες εύφορες εκτάσεις με αποτέλεσμα
να πληγεί η τοπική οικονομία. Την δεκαετία του ‘60 πολλοί μετανάστευσαν στην Δυτική
Ευρώπη και κυρίως σε Γερμανία και Σουηδία. Την δεκαετία του ’70 η μετανάστευση
πήρε μορφή επιδημίας και η κοινότητα γνώρισε πρωτοφανή πληθυσμιακή συρρίκνωση.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1961 η κοινότητα αριθμούσε 1.461 κατοίκους, ενώ το
1991 παρουσιάζει μόλις 841 την στιγμή που οι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους
είναι 1.585!
Οι μετανάστες αποτελούν σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης του χωριού,
αφού από το 1976 είναι οργανωμένοι σε Συλλόγους Μορφοβουνιωτών στην Αθήνα, το
Βόλο και την Καρδίτσα. Οι Σύλλογοι εκτός απ’ τις εκδηλώσεις που οργανώνουν στην
έδρα τους για τη διατήρηση των δεσμών των μελών τους, παρουσιάζουν έντονη δραστηριότητα
και στο χωριό. Στα εικοσιδύο χρόνια λειτουργίας έκαναν σημαντικά έργα υποδομής
όπως την ανέγερση π.χ. του Πολιτιστικού Κέντρου, και άλλα έργα εξωραϊσμού. Καταλυτική
είναι η συμβολή τους στην οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων. Από το 1987 στην Αθήνα
εκδίδουν τριμηνιαία ανελλιπώς πολυσέλιδη εφημερίδα, την "Βουνεσιώτικη Φωνή".
Η Κοινότητα έχει αναδείξει κατά καιρούς σημαντικούς άνδρες με προσφορά
στην ιστορία, τα γράμματα και τις τέχνες καθώς και δεκάδες επιστήμονες. Αξίζει
ενδεικτικά να αναφερθεί ότι σε τούτο τον τόπο έχουν τις ρίζες τους σπουδαίοι άνδρες,
όπως ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο γνωστός συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης, ο ζωγράφος
Δημήτρης Γιολδάσης, αλλά και άλλοι λιγότερο επώνυμοι αλλά με σημαντική προσφορά,
όπως ο Κώστας Καφαντάρης, (ο Νικηταράς της Αντίστασης), ο στρατηγός Θ.Πετζόπουλος,
ο ζωγράφος Αρης Σαμαράκης, ο παλιός τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών Γιώργος
Νάκος (και ηθοποιός της επιθεώρησης), άλλοι τραγουδιστές δημοτικών τραγουδιών
όπως οι αφοί Σκούφη στη Θεσσαλονίκη, ο Δ. Κατοίκος στην Αθήνα, κλπ.
Τουριστικά η κοινότητα δεν έχει αναπτυχθεί, όμως το Πάσχα και κυρίως
τον Αύγουστο σφύζει από ζωή, χάρη στους ξενιτεμένους που επιλέγουν το χωριό για
διακοπές. Τα τελευταία χρόνια καταβάλλονται σοβαρές προσπάθειες για την δημιουργία
υποδομών, Ηδη η Κοινοτική Επιχείρηση Μορφοβουνίου ολοκληρώνει την κατασκευή κοινοτικού
Ξενώνα και τέλος του 2000 θα δοθεί σε χρήση