Πάνω στην ανατολική πλαγιά μιας όμορφης πτυχής του κρητικού εδάφους,
από όπου παλιότερα πλούσιες οι πηγές του παραπόταμου του ποταμού Κασσανιώτη ξεκινούσαν
το νερένιο τους ταξίδι προς τη θάλασσα διασχίζοντας ολόκληρη την ανατολική είναι
χτισμένο το χωριό με το παράξενο όνομα Χαντρού.
Βρίσκεται σε υψόμετρο 380 μέτρων και απέχει περίπου 3 χιλιόμετρα από το
Αρκαλοχώρι στον οδικό άξονα
Αρκαλοχώρι
-
Μουσούτα - Πουλιές.
Μετά τη Μουσούτα σε απόσταση περίπου ένα χιλιόμετρο αριστερά ένας χωματόδρομος
μήκους πεντακοσίων ή εξακοσίων μέτρων φέρνει στο χωριό. Διασχίζοντας το χωριό
από ένα απότομο κατηφορικό δρόμο, κατεβαίνουμε σε ένα πλάτωμα όπου μπορούμε να
απολαύσουμε τα πλούσια δώρα της φύσης. Δεξιά κατεβαίνοντας συναντάμε το γραφικό
εκκλησάκι του Αη Γιάννη, που γιορτάζει, όχι πια με τη λαμπρότητα του παρελθόντος.
Σήμερα το χωριό είναι εγκαταλελειμμένο σχεδόν, αφού ένας μόνο κάτοικος
παραμένει να φρουρεί τα υπόλοιπα ερείπια του χωριού. Ενός χωριού με πλούσια ιστορία
και παράδοση με όμορφη φύση και πλούσια παρθένα βλάστηση.
Στον επισκέπτη του το χωριό δεν έχει να προσφέρει τίποτε από τα καταναλωτικά
επιτεύγματα της εποχής μας. προσφέρει μόνο την ομορφιά της φύσης, το κελάηδημα
των πουλιών, το θρόισμα του αγέρα μέσα από τα πλατανόφυλλα, το κελάρυσμα του πηγαίου
δροσερού νερού και την απέραντη γαλήνη της ψυχής που τόσο έχουμε ανάγκη.
Το όνομα του «Χαντρού» είναι θηλυκού γένους και πιθανότατα να προέρχεται
από την πρώτη οικίστρια του χωριού. Το όνομα είναι καταγεγραμμένο στην απογραφή
του Fr. Barozzzi με το όνομα Chandru κατά το 1577 και από τότε αναφέρεται διαρκώς
στις καταγραφές τόσο των Βενετσιάνων όσο και των Οθωμανών μέχρι και την απογραφή
του 1991.
Συνδέεται με το ιστορημένο επώνυμο Χαντράς, επώνυμο συναντάμε και
σε έγγραφο του 1320 που ανήκε σε κάτοικο του Χάντακα. Σε άλλο έγγραφο του 1368
του Δουκικού Αρχείου του Χάντακα ξανασυναντάμε το επώνυμο Χαντράς να ανήκει σε
κάτοικο του Χάρακα της Μεσαράς όπως αναφέρει η El. Santschi, στο έργο της Regestes
des arrets civilis etc.).Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι ότι το χωριό χτίστηκε μετά
τον 14 αιώνα από κάποια γυναίκα της οικογένειας των Χαντράδων, στους οποίους θα
πρέπει να ανήκε η περιοχή αυτή.
Η πρώτη αναφορά στους κατοίκους του χωριού γίνεται από τον Καστροφύλακα
που καταγράφει στο χωριό 40 κατοίκους στα 1583. Ο Φρ. Βασιλικάτα που το καταγράφει
στα 1630 το αποδίδει διοικητικά στην περιφέρεια του Καστελίου Πεδιάδας στην οποία
ανήκουν και άλλα 66 χωριά.
Η πρώτη οικίστρια του χωριού, της οποίας το πραγματικό κύριο όνομα
δεν μας διασώθηκε, αφού με το οικογενειακό της έδωσε το όνομα στο τοπωνύμιο θα
πρέπει να ήταν εκλεκτική, με ωραίο γούστο, αν κρίνει κανείς από την επιλογή του
τόπου στον οποίο έχτισε τις εγκαταστάσεις του αρχοντικού της. Δυστυχώς τα ερείπια
του πρώτου αυτού οικοδομήματος δεν έχουν αποκαλυφτεί, αλλά οι βάσεις με τους ωραίους
τετράγωνους λαξευμένους πωρόλιθους διακρίνονται κάτω από τα σημερινά ερείπια των
μεταγενέστερων κατοικιών, πράγμα που σημαίνει ότι το παλιό οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε
για τις μεταγενέστερες οικοδομικές εργασίες.
Σε όλη τη διάρκεια τα Βενετοκρατίας το χωριό κατοικείται από σταθερό
σχετικά αριθμό κατοίκων που κυμαίνεται μεταξύ 30 και 40 ατόμων μέχρι και την εποχή
της οθωμανικής κατάληψης του νησιού. Στην εποχή αυτή το χωριό αποδίδει στην διοίκηση
το φόρο 5 χαρατσιών, καθώς αναφέρει ο Ν. Σταυρινίδης. Συγκεκριμένα αναφέρει η
οθωμανική απογραφή ότι στο χωριό κατά το 1671 κατοικούσαν τρεις (3)κάτοικοι που
ανήκαν στην τάξη των πλουσίων, ένας (1) στη μεσαία τάξη και ένας (1) ακόμη στην
τάξη των πτωχών εργαζομένων. Επομένως η Χαντρού ήταν πλουσιοχώρι κατά την Οθωμανοκρατία,
διατηρώντας την βενετσιάνικη παράδοσή του.
Στα νεότερα χρόνια (εποχή της γερμανικής κατοχής) το χωριό λόγω της
θέσης του που εξασφάλιζε την εύκολη διαφυγή ήταν λημέρι ανταρτών αφού εκεί διέμενε
και η οικογένεια των Μουρτζάκηδων που υπηρέτησαν ως ομαδάρχες και υπεύθυνοι της
περιοχής (ο Αλέξανδρος και ο Γρηγόρης) των Μπαντουβάδων.
Δυστυχώς σήμερα είναι σχεδόν ακατοίκητο αφού οι κάτοικοί του απορροφήθηκαν
από τα γύρω χωριά (
Καλό
Χωριό,
Πάνω Πουλιές,
Μουσούτα) κυρίως
στο Αρκαλοχώρι. Διαθέτει καθάρια και δροσερά νερά, όμορφη και άγρια φύση, ήχους
και κελαηδήματα που γαληνεύουν την ψυχή, που ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει
ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Αρκαλοχωρίου