Αφήνοντας την Όσσα
και αφού περπατήσουμε για λίγο μέσα σ' ένα παρθένο δάσος, στη θέση Καρυδιές,
όπου μας οδηγεί η παράκαμψη του δρόμου, συνεχίζουμε στον ελικοειδή ανηφορικό
δρόμο με προορισμό το Βερτίσκο. Κρυμμένο το χωριό σ' όλη τη διαδρομή, ξεπροβάλλει,
ξαφνικά, όταν βρισκόμαστε στο υψηλότερο σημείο του δρόμου. Μέσα από αιωνόβιες
βελανιδιές, και ψηλόκορμες δρύες, οι κόκκινες στέγες ξεχωρίζουν και ο Βερτίσκος
φτάνει σε μας μέσα από μια πανδαισία χρωμάτων και εικόνων που του προσδίδουν
οι εποχές του χρόνου.
Τόσα και τόσα αγριολούλουδα συντροφεύουν το πρασίνισμα των δένδρων
την άνοιξη, ο αέρας είναι δροσερός φορτωμένος με μυρωδιές το καλοκαίρι, το χρυσοκόκκινο
ανακάτεμα με το κιτρινοπράσινο του φθινοπώρου δημιουργεί μοναδικές συνθέσεις
και το λευκό του χειμώνα δημιουργεί οπτασίες. Και η θέα από το Βερτίσκο προς
τον Χορτιάτη, το Δερβένι,
τον Θερμαϊκό, από τη μία
πλευρά, και τα βουνά των Σερρών
και της Κερκίνης, από την
άλλη, είναι μοναδική.
Αυτός είναι ο Βερτίσκος, που εδώ και 350 χρόνια φωλιάζει σε μια
φυσική κοιλότητα του όρους
Βερτίσκος, παρέχοντας την ασφάλεια στους κατοίκους του. Γιατί το χωριό σχηματίστηκε
από μικρές ομάδες ανθρώπων, που κατοικούσαν σε οικισμούς διάσπαρτους στην περιοχή
(Μεσοχωριά, Κρυονέρι, Λοβαρδάδικα
κ.ά.) και που οι ταραχές των καιρών εκείνων τους οδήγησαν στη συσπείρωση και
στη φυσική προστασία της θέσης αυτής. Μαζί τους εγκαταστάθηκαν μόνιμα και νομάδες
Βλάχοι, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν αρχικά την περιοχή για θερινά βοσκοτόπια.
Επί τουρκοκρατίας, ο Βερτίσκος, γνωστός ως Μπέροβα, καταγράφεται
σε φορολογικές καταστάσεις των Οθωμανών, το 1697 ως χριστιανικό χωριό με 67
σπίτια και κύρια οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων του την παραγωγή ξυλάνθρακα.
Ανήκει στο Δήμο Λαγκαδά,
όπως αναφέρεται σε φιρμάνι του 1752, και το χωριό, σε σύνοδο κοινοτικών αντιπροσώπων,
εκπροσωπείται από τον παπά-Μποζίνη Δημητρίου. Το 1780, καταγράφεται ως Χανεκές
και το 1801 περιλαμβάνεται σε φιρμάνι σχετικά με προνομιακές ρυθμίσεις των χωριών
που ασχολούνται με την παραγωγή ξυλάνθρακα.
Οι κάτοικοι παράλληλα, ασχολούνται με την κτηνοτροφία, τον καπνό και
λίγο με τη γεωργία. Παραδοσιακή απασχόληση τους είναι η ξυλογλυπτική, τέχνη
την οποία συναντάμε μέχρι σήμερα, αλλά η Μπέροβα γνωρίζει την περίοδο ακμής
της με την ανάπτυξη οικογενειακών εργαστηρίων επεξεργασίας, καθώς και ύφανσης
της κατσικότριχας στο τιζιάκι, όρθιο αργαλειό. Κατασκευάζουν τα περίφημα τσούλια-χαλιά,
δισάκια, σχοινιά, τορβάδες σε έντονους χρωματισμούς με τη χρήση φυτικών ουσιών,
τα οποία εμπορεύονται σ' ολόκληρη τη Μακεδονία. Και η Μπέροβα γίνεται γνωστή
για την οικοτεχνία της, η οποία διατηρείται έως το 1950, τα εργαστήρια γίνονται
το κέντρο της καθημερινής ζωής των κατοίκων, τόπος συνάντησης της παράδοσης
του τόπου με το "νέο", που φέρουν στην επιστροφή τους από τις αγορές
της Μακεδονίας οι έμποροι, καθώς και ο χώρος δημιουργίας των συρτών λυπητερών
τραγουδιών της ξενιτιάς του Βερτίσκου.
Ο Βερτίσκος βιώνει έντονα τις ταραχές και τις συνέπειες των Βαλκανικών
πολέμων. Οι κάτοικοι συμμετέχουν στη μάχη Κιλκίς-Λαχανά
ως οδηγοί του Ελληνικού Στρατού. Το επιτελείο προωθείται στη Μπέροβα, ενώ το
χωριό καταστρέφεται από τους Βούλγαρους. Μετά την απελευθέρωση, σχηματίζει την
Κοινότητα Μπέροβας, στην οποία ανήκουν η Μπέροβα, η Ζάροβα και η Χωρούδα. Το
1928, μετονομάζεται σε κοινότητα Βερτίσκου, από την ονομασία του βουνού. Η λέξη
είναι λατινοελληνική, από τη λατινική ρίζα "vert", που σημαίνει πράσινο
και την ελληνική κατάληξη –ίσκος. Σε χάρτη του Ρήγα Φεραίου υπάρχει το βουνό
Βερτίσκος. Μετά τη δεύτερη καταστροφή που υφίσταται από τους Γερμανούς, το χωριό
ανοικοδομείται, το 1950, με σύγχρονες κατοικίες που διατηρούν στοιχεία μακεδονίτικης
αρχιτεκτονικής. Ανάμεσά τους, όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν και μερικά ερειπωμένα
πέτρινα σπίτια του παρελθόντος. Την ίδια εποχή, ανοικοδομείται το σημερινό σχολικό
κτίριο στη θέση προηγούμενου, το οποίο κτισμένο το 1918, καταστράφηκε μαζί με
τον οικισμό. Στην απογραφή του 1961, ο Βερτίσκος έχει 1.042 κατοίκους, στη διάρκεια,
όμως, αυτής της δεκαετίας η μετανάστευση αποδυνάμωσε πλήρως τον οικισμό, ο οποίος
εμφανίζεται, στην απογραφή του 1971, με 308 και το 1981 με 240 κάτοικους. Από
τότε μέχρι σήμερα παρατηρείται μια μικρή ανάκαμψη του πληθυσμού.