Αρχαιότερη Μονή της
Λακωνίας
είναι αυτή των
Αγίων
Αναργύρων Πάρνωνος, κοντά στα χωριά
Βασσαράς,
Βέρροια και Τσίντζινα. Οι
ρίζες της χάνονται στους αιώνες. Σύμφωνα με αξιόπιστη ιστορική μαρτυρία, η Μονή
ήδη υπήρχε τον 9ο αιώνα. Σημαντική πηγή για την ιστορία της είναι και το χρυσόβουλο
του αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β´ του Παλαιολόγου, έτους 1293.
Το ιστορικό αυτό Μοναστήρι βρίσκεται κτισμένο σ' ένα πανέμορφο και
επί μονίμου βάσεως καταπράσινο οροπέδιο του
Πάρνωνος,
στο οποίο ο επισκέπτης-προσκυνητής μπορεί να φτάσει από τον εθνικό δρόμο
Τριπόλεως-
Σπάρτης.
Είκοσι πέντε χιλιόμετρα πριν την πανάρχαια πρωτεύουσα της
Λακεδαίμονος,
ειδική πινακίδα καθοδηγεί ως εκεί. Ο ανηφορικός αμαξιτός δρόμος φέρνει τον προσκυνητή
στον προορισμό του μέσα από ένα φυσικό παράδεισο θαλλερού πρασίνου, που ζωογονείται
από αστείρευτες πηγές και εύυδρα ρυάκια. Η οργιαστική βλάστηση εξ άλλου που περικλείει
το Μοναστήρι θυμίζει έντονα στον επισκέπτη το εσωτερικό τμήμα της Αγιορειτικής
χερσονήσου.
Το Μοναστήρι πέρασε από πολλές περιπετειώδεις φάσεις στη ροή του χρόνου.
Το καθολικό καταστρέφεται και ξανακτίζεται στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας
και συγκεκριμένα το 1611. Ο ναός είναι «μονόχωρος σταυροειδής τρουλλαίος, άστυλος,
τρίκογχος» και έχει τα χαρακτηριστικά της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Οι
διαστάσεις του 11,50Χ5 ,45 μ., ύψος ως τη βάση του τρούλλου 5,50μ. Αγιογραφείται
από την περίφημη οικογένεια των Κακαβάδων, ονομαστών αγιογράφων από το
Ναύπλιο.
Η κτητορική επιγραφή εντός του ναού αναφέρει ότι ιστορήθηκε το 1621 και υπογράφεται
από τον κορυφαίο της οικογενείας Δημήτριο Κακαβά. Τα θέματα, περισσότερα από εκατό,
καλύπτουν όλες τις επιφάνειες των τοίχων, από το δάπεδο ως την οροφή.
Κατά τον Φ. Κόντογλου, οι μορφές «έχουν έντονον λαϊκήν πνοήν, ασκητικήν
λιτότητα και είναι συχνά πλήρεις πάθους και αποπνέουν θρησκευτικότητα βαθυτέραν
πολλάκις και των αγιορειτικών αγιογραφιών...». Κατά δε τον Τ. Γριτσόπουλο, στο
ναό της Μονής «ασυνειδήτως συμπλέκονται ο εθνικός και λαϊκός βίος με τον χριστιανικόν.
´Ετσι οι αγέλαστες μορφές συναντώνται με το περιβάλλον της εθνικής κατηφείας».
Από την προαναφερθείσα κτητορική επιγραφή διαπιστώνεται επίσης ότι η Μονή είναι
Σταυροπηγιακή και αναφέρεται το όνομα του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου
Λουκάρεως. Λίγα έτη μετά, γύρω στο 1685, η Μονή πλήττεται καταστροφικά τόσο από
τους Βενετούς του Μοροζίνι, όσο και από τους Τούρκους, επειδή και από τις δύο
πλευρές η εθνική και θρησκευτική της δράση ήταν ασυγχώρητη. Παρ' όλη την καταστροφή
όμως, η Μονή ανασυγκροτήθηκε και συνέχισε την ποικιλόμορφη προσφορά της. Το υπάρχον
ξυλόγλυπτο
τέμπλο της είναι έργο του 1711 και πιστοποιεί περίτρανα τη δεύτερη περίοδο
ακμής της Μονής. ´Ηδη από το 17ο αιώνα λειτουργεί συστηματικά σ' αυτή «Κρυφό
Σχολειό» ως την απελευθέρωση. Ισως και αυτός να ήταν ο λόγος που τον Ιούλιο του
1826 απετέλεσε στόχο των τουρκοαιγυπτιακών ορδών του Ιμπραήμ, οι οποίες έκαψαν
το Μοναστήρι, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία, αφού ο κατάγραφος
Ναός
σώθηκε με ελάχιστες φθορές.
Η σημαντικότατη θέση της Μονής μέσα στο χρόνο αποδεικνύεται και από
την ύπαρξη ενός μη ευκαταφρόνητου αριθμού πατριαρχικών σιγγιλίων (Γαβριήλ του
Γ 1707 , Γρηγορίου του Ε 1798 και 1819) , που αποδεικνύουν περίτρανα το σπουδαίο
έργο που επιτελούσε για τη διάσωση της ελληνορθοδόξου παραδόσεως στο χειμαζόμενο
λαό της περιοχής. Περίφημος είναι ο Κανονισμός λειτουργίας της Μονής, που αναφέρεται
στο σιγγίλιο του Πατριάρχου Γαβριήλ του Γ (1707). Ο Κανονισμός ορίζει: «... ίνα
έχωσι κοινοβιακήν την πολιτείαν τοσούτον εις τα της τροφής αναγκαία όσον και εις
τα λοιπά πάντα μηδενός τούτων ίδιον τι έχειν νομίζοντος; αλλά πάντα... κατ' έθος
αποστολικόν συνδιάζοντες, ( ...) μηδέποτε γυναίκας εισέρχεσθαι, ου μένειν και
συνασκείσθαι εν τω αυτώ μοναστηρίω ει μη μόνον τη ημέρα της πανηγύρεως και τότε
χάριν προσευχής και προσκυνήσεως, ...εν είναι το πουγγείον...». Επίσης καθορίζει
το προνομιακόν καθεστώς της Μονής και την εξάρτησή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η φιλανθρωπική δράση της Μονής ανά τους αιώνες ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστη.
Σε όλες τις δύσκολες στιγμές του Γένους η Μονή, εκτός από πνευματικός φάρος, ήταν
και καταφύγιο για ιους απόρους των πολυπληθών τότε γύρω χωριών. Στη διάρκεια δε
της Μ. Εβδομάδος, οι μοναχοί προσέφεραν στους φτωχούς μεγάλες ποσότητες τροφίμων.
Η Μονή ανέκαθεν ήταν γνωστή για τη φιλοξενία της προς τους διαβάτες και τους προσκυνητές
που συνέρρεαν ιδιαίτερα κατά τις πανηγύρεις της.
Η συμβολή της Μονής στην επανάσταση του 1821 υπήρξε σημαντική. Εκτός
από τη λειτουργία «Κρυφού Σχολειού» και την προσφορά της ως καταφυγίου πενομένων,
διωκομένων και ονομαστών αγωνιστών, οι μοναχοί συμμετείχαν και προσωπικά στον
απελευθερωτικό αγώνα. Αυτό επιβεβαιώνεται, όπως αναφέρει και ο Φαίδων Κουκουλές,
από την ύπαρξη στο αρχείο των αγωνιστών έξι ονομάτων μοναχών, αδελφών της Μονής,
στους οποίους απονεμήθηκαν και τιμητικά αριστεία.
Από τους πολλούς και πολύτιμους παλαιούς μοναστηριακούς Θησαυρούς
δεν διασώθηκε τίποτε. "Αλλοι εκλάπησαν και άλλοι λεηλατήθηκαν κατά τη φοβερή επιδρομή
των ναζιστικών στρατευμάτων τον Νοέμβριο του 1943, κατά την οποία ερημώθηκε ο
ιερός χώρος.
Ο τελευταίος ηγουμενεύων της
Μονής,
Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Γρουμπός ( 1900- 1964), κατάφερε να την ανακαινίσει σημαντικά.
Αναστήλωσε το κωδωνοστάσιο του Καθολικού, έκτισε το παρεκκλήσι των αγίων Αποστόλων
(με τα μεγάλης αξίας έργα του Φώτη Κόντογλου), έκτισε εκ βάθρων τον μετοχιακό
ναό της Αναλήψεως του Σωτήρος στην κορυφή της Σταματήρας (
Πάρνωνος),
κ.ά. Ο Γέροντας Νικόδημος ζώντας ασκητικά, μόνος του, με την αγιότητα του βίου
του έδωσε νέα πνευματική αίγλη στο ιστορικό αυτό Μοναστήρι. Μετά την κοίμησή του
η Μονή παρακμάζει, μένει χωρίς μοναχούς και χρησιμοποιείται σαν χώρος κατασκηνώσεων
της Ιεράς Μητροπόλεως.
Το 1991, χάρι στην ανύστακτη μέριμνα του οικείου Μητροπολίτου Ευσταθίου
και του λάκωνος φιλολόγου και συγγραφέως Σαράντου Καργάκου, εγκαθίσταται νέα μοναστική
αδελφότητα. Το ησυχαστικό, κοινοβιακό και πιστό στην Ορθόδοξη Παράδοση πρόγραμμα
της Μονής ελκύει αρκετούς ανθρώπους ιδιαίτερα νέους. Ετσι σήμερα, μετά από 11
αιώνες λειτουργίας της, η Μονή συνεχίζει το πολυσχιδές έργο της, πιστή στις ιστορικές
ιερές παρακαταθήκες της, που την ήθελαν ανέκαθεν φάρο και κάστρο της Ορθοδοξίας.
Εκτός όμως από την πνευματική αναγέννηση της Μονής που συνοδεύεται και με αξιόλογες
εκδόσεις, σημαντική είναι και η προσπάθεια αναστηλώσεως, ανακαινίσεως και ανοικο
δομήσεώς της. Αναστηλώθηκε και εκ βάθρων ανοικοδομήθηκε η ανατολική πτέρυγα με
πέτρινα παραδοσιακά κτίσματα (παρεκκλήσιο Αγίας Αννης, αρχονταρίκι, βιβλιοθήκη)
και επιβλητικό πύργο, ανακαινίστηκαν αρκετά κελλιά και δημιουργήθηκαν νέοι λειτουργικοί
χώροι (τράπεζα κ.ά.). Με τα νέα αυτά έργα, η Μονή ολοκληρώθηκε αρχιτεκτονικά δίνοντας
την εντύπωση φρουριακής κατασκευής με ολόπλευρα κτίσματα και στη μέση το Καθολικό.
Η Ιερά Μονή τιμάται στη μνήμη των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού και της μητρός
αυτών Θεοδότης των εκ της Μ. Ασίας (1η Νοεμβρίου). Αλλά πανηγυρίζει και την 1η
Ιουλίου στην εορτή των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού των εκ Ρώμης λόγω των
δύσκολων καιρικών συνθηκών του Νοεμβρίου. Η Μονή είναι ανοικτή για τους προσκυνητές
από ανατολής μέχρι δύσεως του, πλην των ωρών 12 μ.μ.-4 μ.μ.
Εικόνες Φ. Κόντογλου