Μία σημαντική πόλη της αρχαιότητας (nobilis και αξιόλογος κατά τους
αρχαίους συγγραφείς Τίτιο Λίβιο και Διόδωρο Σικελιώτη ) υπήρξε η Εδεσσα κτισμένη
στο φυσικό πέρασμα, όπου ο πανάρχαιος οδικός άξονας που απο τον 2ο αι πΧ ονομάστηκε
ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ εγκαταλείπει την κάτω πεδινή και ανηφορίζει προς την άνω ορεινή Μακεδονία.
Ο τόπος όπου αναπτύχθηκε η πόλη στην άκρη του βράχου της σημερινής Εδεσσας και
στην κατάφυτη κοιλάδα του Λόγγου, διακρίνεται για τις φυσικές του ομορφιές και
σφραγίζεται απο την αέναη ροή των νερών, που στις ημέρες μας έχουν διαμορφωθεί
στους πασίγνωστους εδεσσαϊκούς καταρράκτες.
Η επιλογή έγινε εξαιτίας των νερών, που προσέφεραν οχυρότητα και γονιμότητα,
αλλά ταυτόχρονα ελήφθη υπ'όψη και η η καταστροφική τους δράση. Η μαρτυρία του
Στέφανου Βυζάντιου επιβεβαιώνει : "Εδεσσα, πόλις της Συρίας, διά των υδάτων ρύμην
ούτω κληθείσα, απο της Μακεδονίας" (=Εδεσσα πόλη της Συρίας, που ονομάστηκε έτσι
απο την ορμή των νερών όπως η Εδεσσα της Μακεδονίας).
Τα παλαιότερα ευρήματα ανάγονται στην νεολιθική εποχή αλλά υπάρχουν
περισσότερα σε αριθμό απο την εποχή του χαλκού και κυρίως την εποχή του σιδήρου.
Το 6ο-5ο πΧ η πόλη εξελίσσεται με ακρόπολη και κάτω πόλη.
Σήμερα έπειτα απο τις ανασκαφές που έχουν γίνει μπορεί κανείς να δεί
το τείχος της πόλης, τμήματα κτιρίων στην ακρόπολη και κάτω πόλη καθώς και τα
αντίστοιχα νεκροταφεία. Το τείχος είναι ενα μνημειακό σύνολο του οποίου η κατασκευή
έλαβε υπ'όψη την διαμόρφωση του εδάφους, την ροή των νερών, αλλά και τις αρχές
της οχυρωματικής τέχνης.
Μετά το 168 πΧ και την κατάκτησή της απο τους Ρωμαίους η πόλη γνώρισε
ευημερία και μάλιστα έκοψε νομίσματα τα οποία μαρτυρούν την συμμετοχή της πόλης
στην διατήρηση του οδικού άξονα της Εγνατίας οδού. Πολλές επιγραφικές μαρτυρίες
βεβαιώνουν την ύπαρξη βουλευτηρίου, γυμνασίου αλλά και ναών του Διός Υψίστου,
του Πατρίου Διονύσου και της Θεάς Μα Ανεικήτου. Αλλα μνημεία μαρτυρούν την λατρεία
της Θεάς Αρτεμις Αγροτέρας και του φρυγικού θεού Σαβάζιου.
Το δεύτερο μισό του 3ου αι μΧ η απειλή γοτθικών επιδρομών οδηγεί σε
ταχεία επιδιόρθωση του τείχους που κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής ειρήνης είχε
καταρρεύσει. Ο πιεστικός χαρακτήρας των εργασιών οδήγησε τους κατοίκους να χρησιμοποιήσουν
ως οικοδομικό υλικό επιτάφια μνημεία των γειτονικών νεκροταφείων. Μεταξύ αυτών
είναι και το πολυσυζητημένο ανάγλυφο του ΧΟΙΡΟΥ, ο οποίος, σύμφωνα με την επιγραφή,
μαζί με τον κύριο του διέτρεξε την Εγνατία οδό απο το
Δυρράχιο
έως την Εδεσσα για να συμμετάσχει στην μεγάλη μακεδονική γιορτή των φαλλοφοριών
(γιορτή αφιερωμένη στον θεό Διόνυσο).
Στην διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων το τείχος ενδυναμώνεται
με μία νέα οχυρωματική γραμμή στην σταθερή απόσταση των 6μ κατα μήκος της προηγούμενης.
Στο τέλος του 6ου αρχές 7ου αι διαπιστώνεται μία σταδιακή εγκατάλειψη
της κάτω πόλης και περιορισμός της κατοίκησης στην ακρόπολη, που θα εξελιχθεί
στο βυζαντινό φρούριο, το "θεοφρούρητο κάστρο των Βοδενών" σύμφωνα με έγγραφο
της Λάυρας του 1375 και στην συνέχεια στην σημερινή Εδεσσα.
Από τα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής είναι:
Η Νότια Πύλη, η οποία περιλαμβάνει κυκλική αυλή εγγεγραμμένη
σε ορθογώνιο πύργο. Απηχεί τις αρχές της οχυρωματικής τέχνης που περιγράφονται
στα αρχαία εγχειρίδια.
Η μνημειακή πλακοστρωμένη οδός που διασχίζει όλη την πόλη.
Περιστοιχίζεται από κίονες μαρμάρινους και κτιστούς πεσσούς. Ο ένας κίονας είναι
κατάγραφος από απελευθερωτικές επιγραφές.
Το τείχος της Εδεσσας, από τα καλύτερα διατηρημένα στη Μακεδονία.
Κατασκευάστηκε περίπου το 300 π.Χ. και επιδιορθώθηκε επανειλημμένα σε όλη τη διάρκεια
της ζωής της πόλης. Σώζεται σε ύψος 5 μ.
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Εδεσσας