Η Ολυνθος, για έναν αιώνα, υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη της Χαλκιδικής.
Η κτίση της χάνεται στα μυθικά χρόνια. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι
στη θέση της πόλης υπήρχε ένας αξιόλογος προϊστορικός οικισμός, του οποίου συνέχεια
υπήρξε η πόλη των κλασικών χρόνων. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Ολυνθος ήταν γιος
του βασιλιά της Θράκης Στρυμόνα και σκοτώθηκε σε κυνήγι λιονταριού. Μετά το θάνατό
του ο αδελφός του Βράγγας έκτισε προς τιμή του την Ολυνθο. Κατά μια άλλη εκδοχή
ο Ολυνθος ήταν γιος του Ηρακλή.
Συγκεκριμένες μαρτυρίες για την πόλη έχουμε από τον 7ο π.Χ. αι.,
όταν την κατέλαβαν οι Βοττιείς. Το 480 π.Χ. ο Πέρσης στρατηγός Αρτάβαζος κατέλαβε
την Ολυνθο και την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Οσους από τους κατοίκους συνέλαβε,
τους έσφαξε στα έλη που βρίσκονται μεταξύ Ολύνθου και Ποτίδαιας. Μετά την καταστροφή
παρέδωσε την πόλη στους Χαλκιδείς και έτσι έγινε και η Ολυνθος χαλκιδική πόλη.
Μετά τους περσικούς πολέμους έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Γύρω στο 440
π.Χ. αποσκίρτησε από τους Αθηναίους και με την προτροπή του Περδίκα της Μακεδονίας
πολλές παραθαλάσσιες χαλκιδικές πόλεις συνοικίστηκαν στην Ολυνθο. Ετσι η πόλη
ισχυροποιήθηκε τόσο, ώστε, σύμφωνα με τον ιστορικό Ξενοφώντα, να μπορεί να συντηρεί
στρατιωτική δύναμη 20.000 ανδρών. Η ίδρυση του Κοινού των Χαλκιδέων, δηλ., η πολιτική
ένωση 32 πόλεων της Χαλκιδικής κάτω από την αιγίδα της Ολύνθου, συνέβαλε ουσιαστικά
στην περαιτέρω ανάπτυξη της πόλης. Στα χρόνια της βασιλείας του Αμύντα Β΄ (393-369
π.Χ.) η κυριαρχία της πόλης επεκτάθηκε και σε ένα μέρος της Μακεδονίας, στο οποίο
περιλαμβανόταν και η Πέλλα. Το 379 π.Χ. την πόλη κατέλαβαν οι Λακεδαιμόνιοι και
διέλυσαν το Κοινό τους, αλλά πολύ σύντομα η Ολυνθος απελευθερώθηκε πάλι, ξαναΐδρυσε
το Κοινό και απόχτησε τέτοια ισχύ, ώστε όλες οι μεγάλες δυνάμεις του ελληνικού
χώρου να επιδιώκουν τη συμμαχία της. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Φίλιππος της Μακεδονίας,
προκειμένου να αποσπάσει την Ολυνθο από την επιρροή των Αθηναίων, της παραχώρησε
την εύφορη κοιλάδα του Ανθεμούντα (σήμερα Γαλάτιστας) και κατέλαβε για χάρη της
την Ποτίδαια. Οι Ολύνθιοι, επειδή κατάλαβαν ότι η συμπεριφορά του Φιλίππου δεν
ήταν ανιδιοτελής, διέλυσαν το 352 π.Χ. τη συμμαχία με τους Μακεδόνες. Με αφορμή
την άρνηση των Ολυνθίων να παραδώσουν τον αδελφό του Αρριδαίο, που κατέφυγε στην
πόλη τους, ο Φίλιππος εξεστράτευσε με ισχυρές δυνάμεις εναντίων των χαλκιδικών
πόλεων. Λέγεται ότι αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας ήταν η καταστροφή των 32
πόλεων του Κοινού. Στη συνέχεια πολιόρκησε την Ολυνθο, η οποία ζητούσε απεγνωσμένα
βοήθεια από τους Αθηναίους. Ο γνωστός Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Δημοσθένης
εκφώνησε τους Ολυνθιακούς λόγους του, προτρέποντας την πόλη του να στείλει βοήθεια
στην Ολυνθο. Οταν όμως ξεκίνησε η κυρία αθηναϊκή δύναμη, η Ολυνθος έπεσε με προδοσία
στα χέρια του Φιλίππου (348 π.Χ.). Η τύχη της πόλης είχε προδιαγραφεί από τον
καιρό της πολιορκίας, όταν ο Φίλιππος απάντησε στην ολυνθιακή πρεσβεία που τον
επισκέφτηκε για σύναψη ειρήνης ότι "πρέπει ή εκείνοι να μην κατοικούν πια στην
Ολυνθο ή αυτός στη Μακεδονία". Ετσι, μετά τη λεηλασία της, ακολούθησε η ολοκληρωτική
καταστροφή της. Οσοι από τους κατοίκους της πιάστηκαν αιχμάλωτοι, πουλήθηκαν δούλοι.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και τα αδέλφια του Φιλίππου, Αρριδαίος και Μενέλαος,
οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πέλλα και θανατώθηκαν. Η Ολυνθος δεν ξανακτίσθηκε
μετά το 348 π.Χ. Οι περισσότεροι από τους Ολυνθίους που σώθηκαν, εγκαταστάθηκαν
από τον Κάσσανδρο στην Κασσάνδρεια το 315 π.Χ. Για την πράξη του αυτή ο Κάσσανδρος
κατηγορήθηκε από τους πολιτικούς αντιπάλους του ότι ξανακτίζει την αντίπαλο των
Μακεδόνων.
Από την Ολυνθο κατάγονταν πολλές προσωπικότητες. Αναφέρουμε τον Καλλισθένη,
ανιψιό του Αριστοτέλη και συμμαθητή του Μεγ. Αλεξάνδρου, και τους ιστορικούς Στράττη
και Εφιππο, που συνόδευσαν το Μ. Αλέξανδρο στην εκστρατεία του.
Η αρχαία Ολυνθος όπως αναφέραμε βρίσκεται στα υψώματα ανατολικά του
χωριού. Ο χώρος είναι περιφραγμένος και η είσοδος είναι στη ΝΔ βάση των υψωμάτων,
όπου βρίσκεται και το φυλάκιο του αρχαιοφύλακα. Ως την είσοδο υπάρχει αυτοκινητόδρομος
καλής βατότητας. Η κίνηση μέσα στον αρχαιολογικό χώρο γίνεται μόνο με πεζοπορία.
Η θέση της πόλης ήταν ταυτισμένη από τον περασμένο αιώνα. Οι κάτοικοι της περιοχής
την ονόμαζαν "Πύργο" (όνομα που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους ντόπιους),
εξαιτίας ενός βυζαντινού πύργου που ασφάλιζε το εκεί μετόχι της μονής Κασταμονίτου
του Αγίου Ορους. Από τον πύργο αυτόν σώζεται σήμερα μόνον η θεμελίωσή του στο
νότιο άκρο της πόλης. Τα έτη 1928, 1931, 1934 και 1938 έγιναν εκτεταμένες ανασκαφικές
έρευνες από αμερικανική αρχαιολογική αποστολή με τη διεύθυνση του καθηγ. David
M. Robinson. Τα συμπεράσματα των ανασκαφών έχουν δημοσιευτεί σε δώδεκα ογκώδεις
τόμους, οι οποίοι αποτελούν για τους αρχαιολόγους βασικό έργο για τη μελέτη της
αρχαίας ελληνικής τέχνης. Μια όμως από τις σημαντικότερες προσφορές του Robinson
είναι η ολοκληρωμένη εικόνα που μας έδωσε για την πολεοδομική οργάνωση μιας πόλης
των κλασικών χρόνων. Οπως προαναφέραμε, η Ολυνθος καταστράφηκε το 480 π.Χ. από
τους Πέρσες. Γύρω στο 440 π.Χ. προστέθηκαν στους κατοίκους της μερικές χιλιάδες
νέοι κάτοικοι, που προέρχονταν από τις παραθαλάσσιες χαλκιδικές πόλεις. Εχοντας
υπόψη μας αυτά τα ιστορικά στοιχεία και επιπλέον τα ανασκαφικά δεδομένα, μπορούμε
να πούμε τα εξής: Η αρχαϊκή πόλη, που ήταν συνέχεια της προϊστορικής, βρισκόταν
στο νότιο λόφο, όπου οι δρόμοι ακολουθούσαν τις κλίσεις του εδάφους και διασταυρώνονταν
από άλλους εγκάρσιους. Στο τμήμα αυτό της πόλης δεν μπορούμε να μιλήσουμε για
ένα κανονικό πολεοδομικό σύστημα. Ο βόρειος λόφος φαίνεται ότι ήταν ο χώρος της
νέας μαζικής εγκατάστασης των Χαλκιδέων. Η αξιοποίησή του καθοδηγήθηκε από μια
απόλυτα ορθολογιστική σκέψη. Μια περιοχή διαστάσεων περίπου 600 Χ 350 μ. διαιρέθηκε
με δρόμους παράλληλους και κάθετους. Επτά παράλληλες λεωφόροι, με κατεύθυνση από
Βορρά προς Νότο, φαρδιές από 5 έως 7 μέτρα, διασταυρώνονται με κάθετους δρόμους
πλάτους 5 μ. Τα οικοδομικά τετράγωνα που σχηματίζονται έχουν διαστάσεις πλευρών
35,40 μ. και 86,34 μ., δηλαδή 120 Χ 300 πόδια (αναλογία 1:2,5). Στο νότιο όριο
του "νέου" οικισμού μερικές από τις λεωφόρους ακολουθούν κατεύθυνση προς τα ΝΑ,
ενδεικτική του άξονα επικοινωνίας μεταξύ Ολύνθου και Μηκύβερνας, η οποία μετά
το 421 π.Χ. ήταν το λιμάνι της Ολύνθου. Η ακρίβεια του πολεοδομικού σχήματος της
Ολύνθου μας βοηθάει να κατανοήσουμε πως εφαρμοζόταν το Ιπποδάμειο πολεοδομικό
σύστημα. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο περιλάμβανε συνήθως δέκα κατοικίες, οι οποίες
είχαν εσωτερική αυλή και εκτός από τα απαραίτητα δωμάτια, βοηθητικούς χώρους με
τρεχούμενο νερό και σύστημα αποχέτευσης. Η συνολική εντύπωση που προσφέρει η πόλη
είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα από την εντύπωση άλλων μεγάλων συγχρόνων της πόλεων:
τα σπίτια είναι ταπεινά, λείπουν οι μεγάλοι κοινόχρηστοι χώροι και όλα είναι μέτρια,
εκτός βέβαια από τις λίγες βίλες, οι οποίες όμως βρίσκονται έξω από την κυρίως
πόλη. Η πόλη ήταν οχυρωμένη με πλινθόκτιστο τείχος, πάνω στο οποίο "ακουμπούσαν"
οι πρώτες σειρές των σπιτιών. Η αγορά της πόλης τοποθετείται σ' έναν ελεύθερο
χώρο με στοά, ο οποίος εντοπίστηκε στον αυχένα που ενώνει τον παλιό με τον νέο
οικισμό. Τα ευρήματα των ανασκαφών βρίσκονται στα μουσεία της Θεσσαλονίκης και
του Πολυγύρου.
Κείμενο: Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελου
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Χαλκιδικής