Του Ράδου βρίσκεται 11 χιλιόμετρα βόρεια της Δημητσάνας, είναι χτισμένο
στην άκρη της οροσειράς του Μαινάλου μέσα στο ελατόδασος, και το υψόμετρό του
είναι 1180 μέτρα.
Στου Ράδου ο επισκέπτης φτάνει αφήνοντας πίσω του τον καταπράσινο
κάμπο της Καρκαλούς, και αφού περάσει τη θέση Παλαιοκάτουνα μέσα στην οποία βρίσκονται
διάσπαρτα τα ερείπια της αρχαίας Θεισόας, από την οποία πιστεύεται ότι προέρχεται
ο οικισμός ως διάδοχός της. Αναφορικά με τα ερείπια της αρχαίας Θεισόας, στο παρελθόν
η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε την ακρόπολή της, λείψανα οχυρωματικού περιβόλου,
το ιερό του μεγάλου θεού, μάλλον του Δία που σχετίζεται άμεσα με τον Λούσιο, καθώς
επίσης και οικοδομήματα ρωμαϊκών και ελληνιστικών χρόνων.
Η σωστή προφορά του χωριού είναι του Ράδου, σε γενική πτώση, χαρακτηριστικό
άλλωστε πολλών Αρκαδικών τοπωνυμίων. Η ετυμολογία του χωριού, έχει αποδοθεί ότι
προέρχεται από τη λέξης ραδές ή ραδιό, που σημαίνει τόπος με γκρεμούς ή με έντονη
κλίση, χωρίς να παραβλέπεται και το γεγονός ότι οι τούρκικες απόγραφές του 15ου
και 16ου αιώνα, μας δείχνουν ότι το τοπωνύμιο υποδηλώνει σλαβικές εγκαταστάσεις
στην περιοχή τον 7ο αιώνα, διασώζοντας προφανώς το όνομα κάποιου οικιστή Rado.
Η παλαιότερη πάντως γραπτή αναφορά με το όνομα του χωριού, προέρχεται από τους
Κώδικες των μοναστηριών της Δημητσάνας, και αφορά 1620, όπου το έτος αυτό, ο Κώστας
Καλάς από του Ράδου είχε δωρίσει στην Αγία Κυριακή της Δημητσάνας, ένα χωράφι
που είχε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στου Ράδου. Περισσότερες αναφορές με το
όνομα του χωριού και με αρκετούς Ραδαίους, συναντάμε από το έτος 1661 και ύστερα,
μέσα στον κώδικα της μονής Αιμυαλών στην οποία οι κάτοικοι του χωριού έκαναν τις
προσφορές και τις αφιερώσεις τους.
Το χωριό αποτελεί ένα ενιαίο οικιστικό σύνολο με συμπαγή οικιστικό
πυρήνα, χωρίς ξεχωριστές γειτονιές και διάσπαρτα σπίτια. Στην αρχιτεκτονική των
σπιτιών, κυριαρχεί το ανωγοκάτωγο σπίτι που είναι μακρόστενο και κεραμοσκέπαστο
με μικρά παράθυρα. Μερικά από τα σπίτια του χωριού, έχουν χρονολογηθεί στα μέσα
του 18ου αιώνα.
Του Ράδου είναι από τα χωριά εκείνα που δεν γνώρισαν τουρκικό ζυγό
μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, αφού στο χωριό δεν υπήρχαν τουρκικές ιδιοκτησίες.
Λόγω της αδυναμίας των κατοίκων στο να πληρώνουν τους αναλογούντες φόρους τους,
στα τέλη του 18ου αιώνα, το χωριό αγοράστηκε από κάποιον τούρκο μαζί με το ιδιόκτητο
δάσος του. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η ιδιοκτησία γης του χωριού και του δάσους
του, παραχωρήθηκε με διαταγή του Πασά της Πελοποννήσου στον Καρυτινό Χρήστο Καρύδη
και στον Δημήτρη Σέκερη. Στα επόμενα χρόνια μέσα στον 19ο αιώνα, οι μεταβολές
που επήλθαν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του χωριού και του ιδιόκτητου δάσους του,
έκτασης 6.000 στρεμμάτων, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση του μισού χωριού και
του μισού δάσους του, σε εννέα Ραδαίους, κάτι που έγινε το 1864, ενώ η υπόλοιπη
έκταση του χωριού και του δάσους του περιήλθε στην κυριότητα των κατοίκων με αγορά
το 1881. Αναφορικά με το ιδιόκτητο δάσος του χωριού, αξίζει να αναφερθεί ότι,
το 1924, ιδρύθηκε Συνεταιρισμός διαχείρισής του αποτελούμενος από 36 αναγνωρισμένα
μερίδια.
Στη διάρκεια της επανάστασης του 1821, υπό τις άμεσες οδηγίες του
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πολέμησαν οι γνωστοί Ραδαίοι αγωνιστές Ιωάννης Γεωργακόπουλος,
Αλέξανδρος Δημητρόπουλος, Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος, Πέτρος Ηλιόπουλος, Αθανάσιος
Καπακίτζιος, Αθανάσιος Κόκκαλος, και Γιάννης Μακρής.
Οι κάτοικοι του χωριού, ήταν κυρίως ποιμένες. Ενδεικτικά αναφέρουμε
ότι, το 1830, οι είκοσι οικογένειες (εκατό περίπου κάτοικοι), κατείχαν 2.000 αιγοπρόβατα,
ενώ στα 1929, οι 600 κάτοικοι, κατείχαν 10.000 αιγοπρόβατα. Τον χειμώνα, όλοι
σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού μετακινούνταν στα χειμαδιά, στα χωριά Αρσινόη (Σίμιζα),
Ελληνοκλησιά (Σάμαρι) και Καλόβρυση (Βουρνάζι) του νομού Μεσσηνίας. Λόγω αυτής
της παροδικής μετακίνησης των Ραδαίων, τα κατά καιρούς απογραφικά δεδομένα, δεν
μπορούν να αντικατοπτρίζουν το δημογραφικό ανάστημα του χωριού. Ωστόσο, στις διάφορες
απογραφές πληθυσμού, του Ράδου το 1700 φέρεται να έχει 19 οικογένειες και 69 άτομα.
Το 1829 95 άτομα, το 1849 227, το 1851 240, στην απογραφή του 1861 δεν καταγράφεται,
το 1879 215 άτομα, το 1889 118, το 1896 206, το 1907 216, το 1920 70, το 1928
189, το 1940 376, το 1951 121, το 1961 85, το 1971 63, το 1981 46, το 1991 107
και στην απογραφή του 2001 στου Ράδου απογράφονται 65 άτομα.
Του Ράδου, είναι το μοναδικό χωριό του Δήμου Δημητσάνης που είναι
χτισμένο μέσα στο ελατόδασος. Το καταπράσινο χωριό, πλούσιο σε δροσιά το καλοκαίρι,
με το πολύ και αφράτο χιόνι το χειμώνα, αφήνει έκθαμβο τον επισκέπτη προσφέροντάς
του μοναδικές στιγμές. Ο περίπατος μέσα στο ελατόδασος γύρω από το χωριό, προσφέρει
στον επισκέπτη ομορφιά και απόλαυση.
Στο κέντρο του χωριού, βρίσκεται η πλατεία και δίπλα της δύο μικρά
παραδοσιακά καφενεδάκια. Λίγο πιο δίπλα, συναντάμε την εκκλησία του χωριού που
είναι αφιερωμένη στην Παναγία, έργο του 1886, και ακριβώς δίπλα της, το κτίριο
του πάλαι ποτέ δημοτικού σχολείου του χωριού. Στο χώρο αυτό, κάθε χρόνο, την πρώτη
Κυριακή του Ιουλίου, ο Σϋλλογος των Ραδαίων, διοργανώνει μεγάλη πανηγυρική εκδήλωση
"Τη γιορτή του Τσοπάνη", που είναι αφιερωμένη στους κτηνοτρόφους του χωριού. Η
γιορτή αυτή που γίνεται με παραδοσιακά σπιτικά φαγητά και παραδοσιακά μουσικά
όργανα, συγκεντρώνει περισσότερα από πεντακόσια άτομα και διαρκεί μέχρι τις πρώτες
πρωινές ώρες.
Κείμενο: Δημήτριος Αντ. Γιαννόπουλος. Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Δημητσάνης