Tα
Γουρνιά
-με άγνωστη την αρχαία ονομασία- είναι το χαρακτηριστικότερο ανασκαμμένο παράδειγμα
ενός μεσαίου μεγέθους οικισμού της εποχής της μινωικής ακμής (Υστερομινωική Ι
περίοδος:1550-1450 π.Χ.] και διατηρείται καλά, γι΄αυτό τον ονόμασαν "Πομπηία
της μινωικής Κρήτης". Είναι κτισμένος σε χαμηλό λόφο, πολύ κοντά στη θάλασσα,
στον Ισθμό της Ιεράπετρας. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην Πρωτομινωική
ΙΙΙ περίοδο (2300 π.Χ.). Σώζονται κατάλοιπα της Μεσομινωικής περιόδου (2000-1600
π.Χ.), ενώ στο τέλος της κτίσθηκε το ανάκτορο, το οποίο καταστράφηκε μαζί με την
πόλη γύρω στα 1450 π.Χ., την ίδια εποχή που συνέβη το ίδιο στα άλλα μινωικά
κέντρα. Πενήντα χρόνια αργότερα υπήρξε μία περίοδος "ανακατάληψης" του χώρου.
Ο οικισμός εγκαταλείπεται οριστικά γύρω στα 1200 π.Χ.
Oι ανασκαφές στα Γουρνιά διεξήχθησαν το 1901-1904 από την Αμερικανίδα
αρχαιολόγο Harriet Boyd-Hawes και τους συνεργάτες της. Πριν από την ανασκαφή ήταν
ορατά τα ερείπια του οικισμού -από τις
γούρνες
μάλιστα ονομάστηκε από τους χωρικούς η περιοχή Γουρνιά- ενώ η εύρεση ενός σφραγιδόλιθου εκεί, ώθησε την ανασκαφέα
να ερευνήσει την περιοχή.
Tα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα της περιοχής είναι:
Η ΠΟΛΗ
Η ατείχιστη πόλη απλωνόταν στις πλαγιές χαμηλού λόφου. Δύο περιφερειακοί
πλακόστρωτοι δρόμοι
που τέμνονται από καθέτους προς αυτούς, συχνά κλιμακωτοί, συνδεδεμένοι όλοι με αποχετευτικό
δίκτυο, ορίζουν οικοδομικά τετράγωνα. Οι διόροφες οικίες (οι μεγαλύτερες διαστάσεων 5Χ5μ.),
έχουν κοινούς εξωτερικούς τοίχους. Σήμερα σώζονται οι αποθηκευτικοί και εργαστηριακοί χώροι
του ισογείου και τα υπόγεια, που ήταν προσπελάσιμα με ξύλινες σκάλες από πάνω. Ο πρώτος
όροφος, όπου και η κυρίως κατοικία, προσεγγίζεται με κλίμακα κατ' ευθείαν από το δρόμο. Οι
τοίχοι του κατώτερου τμήματος είναι λιθόκτιστοι, ενώ ο όροφος ήταν κατασκευασμένος από
ωμές πλίνθους. Τα Γουρνιά δίνουν την εικόνα της καθημερινής ζωής των Μινωιτών που ασχολούνταν
με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, την αγγειοπλαστική και την υφαντουργία, αφού
αποκαλύφθηκαν διάφορα εργαλεία (σμίλες, αγκίστρια, σφυριά κλπ.) που το επιβεβαιώνουν. Οι
ανασκαφές έφεραν στο φως και άλλα πολυτελέστερα αγγεία (όπως ρυτά και τελετουργικά αγγεία).
ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ
Έδρα τοπικού άρχοντα, βρίσκεται στην κορυφή του λόφου, δυτικά ορθογώνιας αυλής
από την οποία έχουν είσοδο αρκετές ιδιωτικές κατοικίες. Αποτελούσε το κέντρο, ίσως και την
αγορά του οικισμού. Μία σειρά βαθμίδων σε σχήμα Γ ακουμπά στη νότια πλευρά του ανακτόρου,
που βλέπει στην αυλή. Σ΄αυτές φαίνεται ότι κάθονταν οι θεατές και παρακολουθούσαν δρώμενα
που είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Πρόκειται δηλαδή για έναν υποτυπώδη
"θεατρικό χώρο".
Πίσω από την κλίμακα υπάρχει μικρό δωμάτιο, του οποίου το πάτωμα καλύπτεται από ένα
λίθο με οπές, που ερμηνεύθηκε
ως πλατφόρμα για τη θυσία ταύρου, ενώ δίπλα βρίσκεται "κέρνος" -μικρός λίθος με εσοχές- για προσφορές
στις θεότητες. Η δυτική πλευρά του ανακτόρου που έβλεπε σε μια μικρή πλακόστρωτη δυτική αυλή,
είχε μνημειώδη όψη με διακοσμητικές εσοχές και εξοχές, θύρα στο κέντρο και παράθυρα που δε
σώζονται πια. Το εσωτερικό του ανακτόρου δε διατηρείται καλά, διέθετε όμως διάφορους επίσημους
χώρους καθώς και αποθήκες επάνω από τις οποίες θα υπήρχαν μεγάλα δωμάτια. Η κεντρική αίθουσα
του ανακτόρου διαχωριζόταν από την κεντρική αυλή με κιονοστοιχία στρογγυλών ξύλινων κιόνων
εναλλάξ με τετράγωνες λίθινες παραστάδες. Βόρεια του ανακτόρου και ανεξάρτητα από αυτό υπάρχει
ένα μικρό δημόσιο ιερό αφιερωμένο στη μινωική θεά των όφεων, προσιτό από ένα αδιέξοδο δρόμο.
Είναι τετράγωνο (3Χ4μ.) δωμάτιο, με θρανίο στη νότια πλευρά για την τοποθέτηση των λατρευτικών
αντικειμένων, μερικά από τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές: πήλινα ειδώλια θεάς με
υψωμένα χέρια, τριποδικός βωμός, σωλήνες φιδιών.