O
οικισμός της Βασιλικής,
καταλαμβάνει τις πλαγιές και την κορυφή του χαμηλού λόφου του σύγχρονου χωριού
Βασιλική, πολύ κοντά στο
μινωικό οικισμό των Γουρνιών.
Η Βασιλική αποτελεί έναν από τους πρώτους μινωικούς οικισμούς με πολεοδομική οργάνωση και οφείλει την ακμή του όχι μόνο
στη σημαντική του θέση, απ' όπου γίνεται η διέλευση του Ισθμού της Ιεράπετρας, αλλά και στην εύφορη πεδιάδα της περιοχής.
Η πρωιμότερη κατοίκηση στο χώρο τοποθετείται στην Πρωτομινωική ΙΙ εποχή (2600-2300 π.Χ.). Μετά από μία πρώτη καταστροφή
και εγκατάλειψη, όπως μαρτυρεί η καταστροφή από πυρκαγιά του κεντρικού κτηρίου του οικισμού γύρω στο 2300 π.Χ., ο λόφος
ανακαταλαμβάνεται και κατοικείται κατά τη Μεσομινωική περίοδο, σημαντικότερο κατάλοιπο της οποίας αποτελεί ένα μεγάλο
κτήριο του 2200-1900 π.Χ. Η επόμενη οικιστική φάση που διαπιστώνεται στο χώρο ανάγεται στα ρωμαϊκά χρόνια.
Tις πρώτες ανασκαφικές έρευνες έκαναν Αμερικανοί αρχαιολόγοι, η H. Boyd πρώτα και ο R.B. Seager λίγο
αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1900. Στα 1970 άρχισαν οι συστηματικές ανασκαφές της εν Αθήναις Αρχαιολογικής
Εταιρείας υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Α. Ζώη που διήρκεσαν έως τη δεκαετία του '90.
Tα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα της περιοχής είναι:
Η πρωτομινωική
"Οικία του Λόφου" (2600-2300 π.Χ.).
Είναι ένα πολύ μεγάλο οικοδόμημα, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος, σε μικρή βέβαια κλίμακα, των μεταγενέστερων
μινωικών ανακτόρων. Ο προσανατολισμός των τεσσάρων γωνιών του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα δείχνει επιρροές από την
αρχιτεκτονική της Ανατολής. Τα δωμάτια του οικοδομήματος αυτού είναι ορθογώνια, ενοποιούμενα με επιμήκεις διαδρόμους. Η νότια
πτέρυγα είναι η μεγαλύτερη. Μερικά από τα επιμήκη δωμάτια μπορούν να ταυτισθούν με αποθήκες, άλλα είναι προσωπικά ενδιαιτήματα,
ενώ υπάρχει και μια πλακόστρωτη αυλή με φωταγωγό ή λαξευμένο στο βράχο αγωγό. Η εσωτερική επιφάνεια των δωματίων
ήταν επενδυμένη με
κόκκινο κονίαμα, ενώ οι τοίχοι
ενδυναμώνονταν με παράλληλα προς αυτούς ξύλινα δοκάρια ξύλινα. Στο ισόγειο οι τοίχοι είναι δομημένοι με μικρές πέτρες και συνδετικό υλικό πηλό
ανακατωμένο με άχυρο, ενώ ο όροφος ήταν κατασκευασμένος από πλίνθους.
Η μεσομινωική
"Οικία Α" (2200-1900 π.Χ.), στη συμβολή δύο δρόμων με στενή θύρα από τον κλιμακωτό δρόμο, είναι
χαρακτηριστικό παράδειγμα των σπιτιών της μινωικής εποχής, στα οποία τα δωμάτια προστίθονταν ανάλογα με τις ανάγκες. Παρόλα αυτά υπήρχε
μια κανονικότητα στην κατασκευή τους. Ο οικισμός φαίνεται να είχε τέσσερις κύριες οικοδομικές φάσεις, σε κάθε μία από τις οποίες υπάρχουν ίχνη
σπιτιών της αντίστοιχης περιόδου. Ειδικά στη Μεσομινωική εποχή, σπίτια θα πρέπει να καταλάμβαναν όλη την ανατολική πλευρά του λόφου.