Το ελληνιστικό νεκρομαντείο και ιερό του Άδη και της Περσεφόνης, βρίσκεται 45 χλμ. ΒΔ της Πρέβεζας και καλύπτει μία έκταση περίπου τριών στρεμμάτων. Τα περισσότερα ευρήματα αντιπροσωπεύουν την εποχή της μεγάλης ακμής του στον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Υπάρχουν όμως και παλαιότερα ευρήματα, ενώ ο Ηρόδοτος βεβαιώνει τη λειτουργία του ιερού στον 8ο αι. π.Χ., μαρτυρία που επιβεβαιώνεται και από τα ειδώλια της Περσεφόνης και τη Νέκυια της Οδύσσειας. Μερικά μυκηναϊκά όστρακα και ένα μυκηναϊκού τύπου χάλκινο ξίφος οδηγούν στο 13ο αι. π.Χ. Το ελληνιστικό ιερό πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ.
Ένας πολυγωνικός ορθογώνιος περίβολος περιβάλλει ένα τετράγωνης κάτοψης κτίριο,
το κυρίως ιερό.
Το κτίριο αυτό χωρίζεται με δυο παράλληλους τοίχους σε μία κεντρική αίθουσα και
δύο πλάγια κλίτη, που χωρίζονται πάλι με ενδιάμεσους τοίχους σε τρία δωμάτια.
Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μία ισομεγέθης υπόγεια αίθουσα, λαξευμένη στο βράχο. Δεκαπέντε πώρινα τόξα στηρίζουν την οροφή της
υπόγειας κρύπτης. Το κτίριο χρονολογείται στο τέλος 4ου με αρχές 3ου αι. π.Χ. Στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. προστέθηκε δυτικά του αρχικού ιερού ένα
συγκρότημα
με μια κεντρική αυλή γύρω από την οποία υπήρχαν δωμάτια και αποθήκες.
Αξιοπρόσεκτη είναι η τριμερής διάρθρωση του οικοδομήματος που υπέβαλλε τη ζοφερή ιδέα του Κάτω Κόσμου. Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η απομόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση. Σε αυτό συνέτεινε πολύ η ειδική δίαιτα, στην οποία υποβαλλόταν ο προσκυνητής.
Οι ανασκαφές στην κορυφή του βράχου κατά τα έτη 1953-64 και 1976-1977 διεξήχθησαν από το Σ.Ι. Δάκαρη και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Αναστηλωτικές εργασίες στο νεκρομαντείο πραγματοποιήθηκαν κατά την τριετία 1975-1978.
Πρόσφατα, στο πλαίσιο έργου «Ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων Νεκρομαντείου και Εφύρας» του ΕΣΠΑ ξεκίνησαν οι εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου καθώς και μία προσπάθεια σύνδεσής του με τον γειτονικό αρχαιολογικό χώρο της Εφύρας.