Το Όρραον ιδρύθηκε από τους Μολοσσούς τον 4ο αιώνα π.Χ. Το 167 π.Χ. ο οικισμός καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, ανοικοδομήθηκε και γνώρισε μια δεύτερη σύντομη φάση ζωής, ωσότου τελικά οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να τον εγκαταλείψουν για να συνοικισθούν στη
Νικόπολη, την πόλη που ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη νίκη του στο
Άκτιο (31 π.Χ.).
H περιτειχισμένη πόλη της αρχαίας
Μολοσσίας
αποτέλεσε στη διάρκεια της ζωής της ένα πόλισμα - φρούριο με στρατηγική θέση που φρουρούσε το πέρασμα από τον Αμβρακικό κόλπο στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, περιοχή των Μολοσσών. Η πόλη είχε ισχυρό τείχος ενισχυμένο κατά τόπους με πύργους, μια δεξαμενή για την περισυλλογή του νερού και είχε χαραχτεί σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Στενοί παράλληλοι δρόμοι διασταυρώνονται με δύο κάθετους, δημιουργώντας μακρόστενες νησίδες. Στη στενή πλευρά κάθε νησίδας - που δεν ξεπερνά τα 15 μ. πλάτος - είναι κτισμένη και από μια οικία. Οι
ιδιωτικές οικίες του Ορράου, εξολοκλήρου λίθινες, από ντόπιο ασβεστόλιθο, σώζονται σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι τοίχοι διατηρούνται ως το ύψος του ορόφου, με ορατές τις θέσεις των παραθύρων, των παραστάδων
των θυρών και των δοκών της στέγης.