Σε
χαμηλό λόφο
(ύψους 40μ.) αναπτύχθηκε οργανωμένος παράλιος οικισμός των μινωικών χρόνων, κάτι που επέβαλε η γεωγραφική διαμόρφωση της περιοχής καθώς και το μεγάλο λιμάνι. Ο οικισμός υπήρξε το κέντρο μιας περιοχής που ξεκινά από το
Χαμαίζι
δυτικά και φθάνει στην
Πραισό
νότια και στον Ανάλουκα ανατολικά. Πάντως, αν και υπάρχουν ενδείξεις κατοίκησης κατά τα τελευταία νεολιθικά χρόνια (3500 π.Χ.), ο οικισμός απαντά στους Πρωτομινωικούς ΙΙ χρόνους (2600-2300 π.Χ.) και η ύπαρξή του είναι συνεχής μέχρι το 1450 π.Χ., οπότε καταστράφηκε, όπως και τα άλλα μινωικά κέντρα, με μικρή ανακατάληψη κατά την Υστερομινωική ΙΙΙ εποχή (1400-1300 π.Χ.). Ο οικισμός ήκμασε κατά την Παλαιοανακτορική εποχή (2000-1700 π.Χ.), κατά την οποία μάλιστα οικοδομήθηκε κεντρικό κτήριο ανακτορικού χαρακτήρα στην κορυφή του λόφου, η μεγάλη ακμή του όμως τοποθετείται κατά τους νεοανακτορικούς χρόνους
(1700-1450 π.Χ.) με μια νέα οικοδομική φάση με πολλές τροποποιήσεις. Κατά τον 12ο-13ο αιώνα μ.Χ. στην κορυφή του λόφου υπήρχε νεκροταφείο από το οποίο έχουν
ήδη ανασκαφεί 32 τάφοι.
Tο 1900, ο αρχαιολόγος R.C. Bοsanquet διεξήγαγε σύντομη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή, όπου ήταν ορατά ίχνη τοίχων. Η σύγχρονη συστηματική ανασκαφή από την Μ.Τσιποπούλου ξεκίνησε το 1985.
Tα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα της περιοχής είναι:
Η μινωική πόλη καταλάμβανε ολόκληρο το λόφο. Στους πρόποδες αποκαλύφθηκε κυκλώπειο τείχος με τρεις πύργους (5Χ5μ). Από πλακόστρωτους δρόμους, ένας από τους οποίους οδηγούσε στο κεντρικό κτήριο, είχαν πρόσβαση τα μεγάλα διόροφα σπίτια, τα οποία ήταν κτισμένα πάνω σε
άνδηρα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Στο ισόγειο υπήρχαν αποθηκευτικοί και εργαστηριακοί χώροι, ενώ στον όροφο ήταν η κυρίως κατοίκηση.
Δύο σπίτια που έχουν ολοκληρωτικά ανασκαφεί χρονολογούνται στη Νεοανακτορική εποχή (1700-1450 π.Χ.). Το ένα εγκαταλείφθηκε κατά την Υστερομινωική Ια περίοδο (1500 π.Χ.) και το άλλο καταστράφηκε από πυρκαγιά λίγο αργότερα (1450 π.Χ.).
•Σπίτι 1: Οι χώροι που αποτελούν το ισόγειο είναι κατανεμημένοι σε δύο αναλήμματα που συνδέονται μεταξύ τους με λίθινη κλίμακα. Στο κατώτερο επίπεδο σώζονται δύο αποθηκευτικοί χώροι και δύο μαγειρεία, όπου εντοπίσθηκαν αγγεία πεσμένα από ράφια προσαρμοσμένα στους τοίχους, καθώς και χώρος εγκατάστασης ληνού (πατητήρι) και φύλαξης κρασιού σε πίθους. Στο ανώτερο επίπεδο υπάρχει εργαστηριακός χώρος με γούρνες και λίθινα τριβεία, ενώ ενδιαφέρουσα είναι ταφή νεογέννητου μέσα σε
πίθο, κάτω από το πάτωμα.
•Σπίτι 2: Σώζεται σε δύο οικοδομικές φάσεις. Κατά την πρώτη, ένα από τα δωμάτια του ισογείου αποτελούσε αίθουσα υποδοχής με κίονα στο κέντρο, πάτωμα από κονίαμα, εστία και ανοίγματα προς τα υπόλοιπα δωμάτια, αργότερα όμως, αποτέλεσε εργαστηριακό χώρο επεξεργασίας και βαφής μαλλιού. Στην ερμηνεία αυτή συντελεί η εύρεση λίθινων γουρνών, αγωγών και υφαντικών βαριδιών. Σε αποθηκευτικό χώρο αποκαλύφθηκε κομμάτι πηλού με σημεία της Γραμμικής Α γραφής που δηλώνουν "αρωματικό λάδι".
Το κεντρικό ανακτορικό κτήριο που σώζεται σε έκταση 3 στρεμμάτων έχει κατασκευασθεί σε δύο αναλήμματα, σε τεχνητά διαμορφωμένο πλάτωμα της κορυφής του λόφου. Το περιβάλλει περιμετρικός αναλημματικός τοίχος με πυργοειδή προεξοχή. ΄Ενας διάδρομος με κατεύθυνση ανατολικά-δυτικά εισέρχεται από πολύθυρο στην κεντρική αυλή - με πάτωμα από κονίαμα - διαστάσεων 9Χ13 στην πρώτη νεοανακτορική φάση. Στην τελευταία φάση έχει διαστάσεις 5,50Χ11μ. και καταλήγει σε δωμάτια στα δυτικά, τα οποία μάλλον ήταν λατρευτικοί χώροι, όπως φαίνεται από την εύρεση τράπεζας προσφορών και πινακίδων αρχείου με σημεία Γραμμικής Α γραφής. Στα νότια του διαδρόμου
υπάρχουν δωμάτια από τα οποία ξεχωρίζει το δωμάτιο με γυψόπλακες και θρανίο επενδεδυμένο με κονίαμα και ορθοστάτες πάνω σ΄αυτό. Στη βόρεια πλευρά του διαδρόμου υπάρχουν δώδεκα επιμήκεις χώροι, ενώ στο χαμηλότερο επίπεδο βρίσκονται οι αποθήκες, που συνδέονται με την κεντρική αυλή με μνημειώδη κλίμακα, επιχρισμένη με κονίαμα, η οποία στην τελευταία φάση του κτηρίου κλείσθηκε από αποθήκη. Στα δυτικά του κτηρίου υπήρχε κήπος που χώριζε τον κυρίως χώρο του οικοδομήματος από τους εργαστηριακούς χώρους.