Το
σπήλαιο του Κύκλωπα, το μεγαλύτερο των Βορείων Σποράδων, βρίσκεται στο νησί
Γιούρα, το οποίο σήμερα είναι ακατοίκητο και ανήκει στα ερημόνησα του Βορείου
Αιγαίου. Απέχει από την
Αλόννησο
16 ναυτικά μίλια και παρουσιάζει ιδιαίτερο οικολογικό ενδιαφέρον αφού στο τραχύ
και δύσβατο έδαφός του ζει ένα σπάνιο είδος αιγάγρου, που σήμερα είναι υπό προστασία.
Οι παλαιότερες μαρτυρίες που έχουμε για το είδος αυτό προέρχονται από περιηγητές
του 16ου και 17ου αιώνα.
Το
νησί
είναι αλίμενο, ενώ οι ακτές του έχουν υποστεί μεγάλη διάβρωση και είναι κρημνώδεις.
Στο εσωτερικό του, όμως, διατηρούνται ακόμη υπολείμματα δάσους, το οποίο καταστράφηκε
από την εντατική βόσκηση, από πυρκαγιές και από υλοτόμηση τους τελευταίους αιώνες.
Το σπήλαιο βρίσκεται
σε υψόμετρο 150 μ. στη νότια πλευρά του νησιού. Η είσοδός του, που βλέπει προς
τη θάλασσα, είναι πλατιά και οδηγεί σε ευρύχωρη αίθουσα διαστάσεων 40 Χ 50 μ.
περίπου και ύψους 15 μ. Ο διάκοσμος του σπηλαίου είναι πλουσιότατος αλλά έχει
παύσει από πολλού χρόνου να αναπτύσσεται. Μετά από επιφανειακή έρευνα και αφού
εντοπίστηκαν λείψανα εκεί κατοίκησης διαφόρων εποχών αποφασίστηκε να αρχίσει μία
συστηματική ανασκαφή.
Οι ανασκαφές άρχισαν το 1992 και τελείωσαν το 1995 και έγιναν από
την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας, υπό τον Αδαμάντιο Σάμψων. Επεκτάθηκαν
δε κυρίως στην πρώτη αίθουσα πολύ κοντά στην είσοδο, όπου υπάρχει μεγάλη πυκνότητα
κατοίκησης, ενώ στο εσωτερικό του η έρευνα δεν απέδωσε παρά λίγα δείγματα χρήσης
κατά την κλασσική, ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο. Ιδιαίτερα οι ρωμαϊκοί χρόνοι
(1ος-2ος μ.Χ. αιώνας) αντιπροσωπεύονται από πλούσια ευρήματα σε όλους τους χώρους
του σπηλαίου, κυρίως λύχνους. Εκ τούτου συνάγεται ότι το έγκοιλο είχε χρησιμοποιηθεί
εντατικά κατά την περίοδο εκείνη και πιθανώς αποτελούσε ένα ιερό.
Ένα μεγάλο μέρος των επιχώσεων του σπηλαίου χρονολογείται στη νεολιθική
περίοδο (6500-4000 π.Χ.) και καλύπτει την Αρχαιότερη, Μέση και το πρώιμο τμήμα
της Νεότερης Νεολιθικής. Ήδη από τα πρωϊμότερα νεολιθικά στρώματα προήλθε
γραπτή
κεραμεική, η οποία στην επόμενη φάση (Μέση Νεολιθική, αρχές 6ης χιλιετίας
π.Χ.) φτάνει σε ύψιστη τελειότητα
με
διακοσμητικά θέματα που είναι επηρεασμένα από την υφαντική ή κεντητική τέχνη
της εποχής. Πρόκειται για θραύσματα 20 περίπου
σφαιρικών
κλειστών αγγείων που βρέθηκαν όλα μαζί σε συγκεκριμένο χώρο του σπηλαίου.
Παρόμοια διακοσμημένα αγγεία είχαν βρεθεί παλαιότερα στο νεολιθικό οικισμό του
Αγίου Πέτρου της Κυρά-Παναγιάς, ενώ απουσιάζουν εντελώς από άλλες περιοχές εκτός
των Β. Σποράδων. Φαίνεται ότι πρόκειται για ντόπιο εργαστήριο με ιδιαιτερότητες
στη διακόσμηση που λειτούργησε στις Β. Σποράδες και αποτελεί ένα από τα κύρια
χαρακτηριστικά του "πολιτισμού Γιούρων -
Κυρά
Παναγιάς".
Στη φάση αυτή υπήρχαν σχέσεις με τη
Θεσσαλία,
την
Εύβοια και άλλα νησιά
του
Αιγαίου καθώς και με
την
Μ. Ασία και τη Βαλκανική.
Λεπίδες πυριτόλιθου που είχαν χρησιμοποιηθεί ως δρεπάνια δείχνουν ότι στο νησί
εξασκούνταν κάποιες γεωργικές δραστηριότητες, παρόλο που οι χώροι για καλλιέργειες
είναι πολύ περιορισμένοι. Ο ίδιος τύπος εργαλείου έχει βρεθεί και σε νεολιθικούς
οικισμούς της Θεσσαλίας, σε στρώματα της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής (7η-6η
χιλιετία π.Χ.), ενώ το υλικό (πυριτόλιθος με μελί απόχρωση) έχει άμεσες σχέσεις
με τη δυτική
Βουλγαρία, όπου
εντοπίζεται η μοναδική πηγή του.
Στη Νεότερη Νεολιθική Ι (5η χιλιετία π.Χ.) η χρήση του σπηλαίου έγινε
πιο εντατική και οι άνθρωποι ασχολούνταν περισσότερο με την κτηνοτροφία, όπως
έδειξαν οι τεράστιες ποσότητες οστών ζώων. Παράλληλα υπήρχαν και κυνηγετικές δραστηριότητες.
Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον στο σπήλαιο του Κύκλωπα παρουσιάζουν
τα βαθύτερα
στρώματα,
στις τομές που ανοίχτηκαν κοντά στην είσοδο, τα οποία ανήκουν στη Μεσολιθική περίοδο
και χρονολογούνται από την 9η μέχρι την 7η χιλιετία π.Χ. Πρόκειται για επάλληλα
δάπεδα κατοίκησης πάνω στα οποία βρέθηκαν εστίες και υπολείμματα τροφών που συνίστανται
σε εκατοντάδες χιλιάδες οστών ζώων, πουλιών και κυρίως ψαριών. Σε όλα τα μεσολιθικά
στρώματα υπήρχαν επίσης τεράστιες ποσότητες θαλάσσιων οστρέων και σαλιγκαριών.
Η παρουσία των τελευταίων δείχνει συνθήκες υγρασίας, πράγμα που έχει διαπιστωθεί
για την περίοδο αυτή από παλαιοκλιματικές μελέτες.
Η Μεσολιθική περίοδος είναι μία φάση που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην
Παλαιολιθική και τη Νεολιθική και μέχρι σήμερα στον ελληνικό χώρο είναι πολύ σπάνια
αφού έχει βρεθεί μόνο στη
Θεόπετρα
Καλαμπάκας, στην
Αττική και
στην
Πρόσυμνα και
Φράγχθι
της Αργολίδας. Για πρώτη φορά βρίσκεται στο χώρο του Αιγαίου και μάλιστα σε ένα
τόσο απομονωμένο νησί όπως τα Γιούρα.
Ανάμεσα στα άλλα ευρήματα ξεχωρίζουν τα
αγκίστρια
από οστό ζώου (45 περίπου), παρόμοια με τα οποία δεν έχουν βρεθεί πουθενά μέχρι
σήμερα στον ελληνικό χώρο. Πρόκειται για
αγκίστρια
ψαρέματος διαφόρων μεγεθών από 6 χιλιοστά μήκος μέχρι 7 εκατοστά. Χαρακτηριστικό
είναι ότι ουσιαστικά η μορφή των αγκιστριών δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα, κάτι
που αποδεικνύει ότι είχε προηγηθεί μία μακρά εμπειρία και είχε δημιουργηθεί μία
εξειδίκευση στον τομέα της αλιείας. Επίσης υπάρχουν κοσμήματα από όστρεο, πεταλίδες
που έχουν διασκευασθεί σε κουτάλια καθώς και ένα πλήθος από λίθινα και οστέινα
εργαλεία. Ενα σημαντικό εύρημα ήταν τμήμα ανθρώπινου κρανίου που βρέθηκε το 1995
στα βαθύτερα στρώματα της ανασκαφής και χρονολογείται στην 9η χιλιετία π.Χ. Η
μελέτη του από τον ανθρωπολόγο Ν. Πουλιανό έδειξε ότι ανήκε σε μία γυναίκα ηλικίας
65-70 χρόνων, που θεωρείται σπάνια περίπτωση αν αναλογισθούμε το χαμηλό μέσο όρο
θνησιμότητας της εποχής.
Τα μεσολιθικά ευρήματα του σπηλαίου του Κύκλωπα αποδεικνύουν ότι
πριν από 10.000 χρόνια οι ένοικοι του σπηλαίου εκτός από το κυνήγι ζώων, κυρίως
πτηνών, ασχολούνταν συστηματικά με τη συλλογή θαλάσσιων οστρέων (πεταλίδες, μύδια)
και με το ψάρεμα. Υπάρχει ένας τεράστιος όγκος οστών ψαριών, μέσα στον οποίο η
αρχαιοϊχθυολόγος J. Powell έχει αναγνωρίσει όλα τα είδη των ψαριών που υπάρχουν
σήμερα στη θαλάσσια περιοχή των Γιούρων. Επομένως, δεν πρόκειται για περιστασιακό
ψάρεμα αλλά πιθανώς για συστηματικές και οργανωμένες αλιευτικές αποστολές, κατά
τις οποίες εφαρμόζονταν εξελιγμένες τεχνικές αλιείας, όπως δείχνουν τα οστέινα
αγκίστρια. Η εύρεση σκελετών πολύ μεγάλων ψαριών, κυρίως τοννοειδών, δείχνει ότι
οι ψαράδες της τόσο πρώιμης αυτής περιόδου είχαν φτάσει και σε προηγμένες τεχνικές
ναυσιπλοϊας. Χωρίς ικανά σκάφη δεν θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσουν τις άστατες
καιρικές συνθήκες και την επικίνδυνη θάλασσα του Βόρειου Αιγαίου. Επίσης η παρουσία
σε μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου εργαλείων οψιανού της Μήλου αποτελεί μία άλλη
σημαντική μαρτυρία για προηγμένη ναυσιπλοϊα στους χρόνους αυτούς. Ο Πολωνός ειδικός
σε λίθινα εργαλεία J. Kozlowski κατά τη μελέτη του υλικού των Γιούρων διαπίστωσε
ότι υπάρχουν ομοιότητες με μικρολιθικά εργαλεία της ΝΔ Μ. Ασίας (περιοχή
Αττάλειας)
και πιθανώς επαφές των χρηστών του σπηλαίου των Γιούρων με τους εκεί πληθυσμούς.
Παράλληλα ο Τούρκος Μ. Ozdogan αναφέρει άμεσες σχέσεις του υλικού των Γιούρων
με την προνεολιθική ΒΔ Μ. Ασία.
Δεν αποκλείεται η ειδίκευση των προϊστορικών πληθυσμών του Βορείου
Αιγαίου στο ψάρεμα να ήταν αποτέλεσμα μιας παράδοσης που η αρχή της ανάγεται στους
τελευταίους παλαιολιθικούς χρόνους. Στη Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική (50.000-10.000
πριν από σήμερα) λόγω της μεγάλης καθόδου της θαλάσσιας στάθμης τα νησιά των Σποράδων
ήταν ενωμένα με τη Θεσσαλία. Για τον λόγο αυτό στις επιφανειακές έρευνες που διενεργήσαμε
τα τελευταία χρόνια σε όλα τα ερημόνησα βρέθηκαν λείψανα παλαιολιθικής κατοίκησης.
Είναι πολύ πιθανόν ότι στο τέλος της τελευταίας Παγετώδους, όταν σοβαρές γεωλογικές
και κλιματολογικές ανακατατάξεις έλαβαν χώρα στις Β. Σποράδες, προϊστορικοί πληθυσμοί
εστράφησαν σε μορφές οικονομίας που είχαν σχέση με τη θάλασσα, ίσως λόγω αφθονίας
της περιοχής σε αλιεύματα, που υπήρχε ακόμη μέχρι πρόσφατα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αλιευτικές δραστηριότητες μειώνονται δραστικά
στην Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική (7η-6η χιλιετία π.Χ.), κάτι που έχει διαπιστωθεί
και στον Αγιο Πέτρο της Κυρά-Παναγιάς. Στη Νεότερη Νεολιθική εκτός από τη μειωμένη
συλλογή οστρέων η αλιεία φαίνεται ότι σχεδόν δεν υπάρχει.
Εκτός από τις τροφοπαραγωγικές αυτές δυνατότητες των
Β.
Σποράδων φαίνεται ότι υπήρχαν και άλλοι λόγοι της ανθρώπινης παρουσίας στο
χώρο αυτό ήδη από τους παλαιολιθικούς χρόνους. Η αλυσίδα των νησιών των Σποράδων,
από την
Ψαθούρα ως τη
Σκιάθο,
εξυπηρετούσε την προϊστορική ναυσιπλοϊα και αποτελούσε μία θαλάσσια οδό γι αυτούς
που έπλεαν από την κυρίως Ελλάδα στη Μ. Ασία και από το βόρειο Αιγαίο στο νότιο.
Είναι εξακριβωμένο ότι η ναυσιπλοϊα γινόταν κυρίως μέσω του Ευβοϊκού κόλπου, γιατί
έτσι αποφεύγονταν η επικίνδυνη ανοιχτή θάλασσα ανατολικά της Εύβοιας.
Για όλους αυτούς τους λόγους πρέπει να τονιστεί η μοναδικότητα του
σπηλαίου των Γιούρων, το οποίο αποτελεί την αρχαιότερη μέχρι στιγμής θέση του
νησιωτικού Αιγαίου. Η μελέτη των ζωϊκών καταλοίπων (οστών ζώων, πουλιών, ψαριών,
οστρέων) όσο και των φυτικών (κάρβουνα, σπόροι φυτών, κόκκοι γύρης) σε συνδυασμό
με τη μελέτη των μεταβολών της θαλάσσιας στάθμης και του παλαιοκλίματος, πρόκειται
να δώσουν μία ολοκληρωμένη εικόνα της κατοίκησης των Γιούρων στη μεσολιθική και
νεολιθική περίοδο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι χάρη στους ερευνητές του "Δημόκριτου"
Γ. Μανιάτη και Γ. Φακορέλλη χρονολογούνται με C 14 τρία διαφορετικά οργανικά υλικά
(άνθρακας, πεταλίδες, χερσαία μαλάκια), κάτι που γίνεται πρώτη φορά στην Ελλάδα
και πρόκειται μελλοντικά να αποτελέσει τη βάση για τις περαιτέρω ραδιοχρονολογήσεις
στο χώρο του Αιγαίου.
Κείμενο: Αδαμάντιος Σάμψων