Στην εύφορη πεδιάδα που βρίσκεται στους πρόποδες του
Βερμίου,
μεταξύ
Κοπανού,
Λευκαδίων
και
Νάουσας,
η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως και συνεχίζει να αποκαλύπτει τα κατάλοιπα μιας αρχαίας πόλης, η οποία ταυτίζεται με τη Μίεζα, μια από τις σημαντικότερες πόλεις του Μακεδονικού βασιλείου στην περίοδο της ακμής του (4ος-2ος αι. π.Χ.). Για τη Μίεζα υπάρχει ένα πλήθος αναφορών στις γραπτές πηγές της αρχαιότητας, με σημαντικότερη την πληροφορία του Πλουτάρχου, ότι κοντά στην πόλη βρισκόταν το Νυμφαίο, στα σκιερά μονοπάτια του οποίου ο Αριστοτέλης δίδασκε το νεαρό Αλέξανδρο.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ότι η ευρύτερη περιοχή έχει μια μακραίωνη ιστορία κατοίκησης που ξεκινά από τη 2η χιλιετία π.Χ. και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Οι ανασκαφές συμπληρώνουν προοδευτικά την εικόνα μιας αγροτικής κοινότητας που μετασχηματίζεται σε αστικό κέντρο, για να εξελιχθεί στην ακμάζουσα και πλούσια πόλη των ελληνιστικών χρόνων. Τα πιο εύγλωττα στοιχεία προέρχονται από τα νεκροταφεία και τα ταφικά μνημεία της περιοχής, η οποία μας διέσωσε το δεύτερο σημαντικότερο σύνολο μακεδονικών τάφων μετά τη
Βεργίνα.
Οι μακεδονικοί τάφοι
Συνολικά έξι μακεδονικοί τάφοι βρέθηκαν στην περιοχή, στην πορεία του δρόμου που οδηγούσε κατά την αρχαιότητα από την
Πέλλα στη Μίεζα. Φέρουν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των μνημειακών μακεδονικών τάφων, πρόκειται δηλαδή για
υπόγειες θολωτές κατασκευές
με ναόσχημη πρόσοψη και έναν ή δύο νεκρικούς θαλάμους, το εσωτερικό των οποίων, όπως και η εξωτερική επιφάνεια της όψης του τάφου φέρουν ζωγραφικό διάκοσμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τοιχογραφίες των μακεδονικών τάφων αποτελούν τα
μοναδικά σωζόμενα δείγματα αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής σε μεγάλη κλίμακα. Πάνω από τον τάφο συσσωρευόταν χώμα, δημιουργώντας έναν τεχνητό γήλοφο, τη γνωστή εικόνα του
τύμβου
ή αλλιώς τούμπας. Όπως φαίνεται και από τη Βεργίνα, τα μνημεία αυτά ήταν οικογενειακοί τάφοι μελών της ανώτερης κοινωνικής ιεραρχίας, συνδεόμενων κατά πάσα πιθανότητα με τη βασιλική δυναστεία. Και ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πυκνότερη
συγκέντρωση των μνημειακών μακεδονικών τάφων
εντοπίζεται στην περιοχή της
αρχαίας Βοττιαίας,
όπου βρίσκονταν και οι δύο πρωτεύουσες του Μακεδονικού βασιλείου, η Βεργίνα και η Πέλλα.
Οι μακεδονικοί τάφοι των Λευκαδίων χρονολογούνται από τον 3ο αι. π.Χ. και είναι γνωστοί με συμβατικά ονόματα, όπως ο τάφος του Kinch από το όνομα του Δανού αρχαιολόγου που τον ανέσκαψε το 19ο αι.· συνηθέστερα, όμως, το όνομά τους προέρχεται από το θέμα του διακόσμου τους. Από τα πιο εντυπωσιακά δείγματα προσφέρει ο
τάφος των Ανθεμίων (3ος αι. π.Χ.).
Το
αέτωμα της ιωνικής του πρόσοψης επιστέφεται από τρία τεράστια ανάγλυφα ανθέμια και εικονίζει ένα ζευγάρι ώριμης ηλικίας, ενώ στην
οροφή του προθαλάμου ανθέμια εναλλάσσονται με νερολούλουδα πάνω σε γαλαζοπράσινο βάθος, δίνοντας την αίσθηση των λουλουδιών που πλέουν πάνω στο νερό.
Μοναδική περίπτωση αποτελεί ο
τάφος των Λύσωνα και Καλλικλή (περί το 200 π.Χ.),
καθώς εδώ σώζονται γραμμένα τα ονόματα των πρώτων ενταφιασμένων νεκρών -
Λύσωνος και Καλλικλέους των Αριστοφάνους -
καθώς και τα ονόματα τουλάχιστον τεσσάρων γενεών της ίδιας οικογένειας. Οι στάχτες των νεκρών τοποθετούνταν σε 22
θήκες
κατά μήκος των τοίχων του κυρίως θαλάμου, ενώ η έμφαση στην
απεικόνιση όπλων
υποδηλώνει ίσως ότι τα μέλη αυτής της οικογένειας κατείχαν σημαντικές θέσεις στη στρατιωτική ιεραρχία της αρχαίας Μίεζας. Τους τοίχους του θαλάμου περιτρέχει επίσης
ζωγραφική παράσταση με περιστύλιο και φυτικά μοτίβα,
που παραπέμπουν στον υπαίθριο χώρο ενός κήπου, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η τεχνοτροπία εδώ παραλληλίζεται με τις ρωμαϊκές τοιχογραφίες και συγκεκριμένα με το λεγόμενο
δεύτερο πομπηιανό στυλ.
Από τους σημαντικότερους γνωστούς μακεδονικούς τάφους είναι ο
τάφος της Κρίσεως
(τέλη 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ.), καθώς πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα και πιο επιβλητικά μνημεία του είδους του. Μοναδική είναι η διαμόρφωση της εξωτερικής όψης του τάφου με διώροφη πρόσοψη και συνδυασμό δωρικού ρυθμού στο
κατώτερο και ιωνικού στο ανώτερο τμήμα. Μεταξύ των δωρικών ημικιόνων που πλαισιώνουν τη θύρα του τάφου υπάρχουν
τέσσερις ζωγραφικοί πίνακες,
που απεικονίζουν τον
Ερμή Ψυχοπομπό να οδηγεί το νεκρό στους
Κριτές του Κάτω Κόσμου,
τον Αιακό και τον Ραδάμανθυ. Το θέμα της Κρίσης του νεκρού είναι γνωστό από τη γραπτή παράδοση, σπανίως όμως απαντάται στην αρχαία ελληνική εικονογραφία. Στις δωρικές μετόπες έχουν αποδοθεί μυθολογικές σκηνές Κενταυρομαχίας, ενώ η
πολεμική σκηνή της ιωνικής ζωφόρου
με τις ανάγλυφες μορφές απεικονίζει μία από τις ιστορικές μάχες Ελλήνων και Περσών. Άλλωστε η κατασκευή του τάφου δεν απέχει και πολύ χρονικά από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου.
Το Νυμφαίο - Η Σχολή του Αριστοτέλη
Έξω από την περίμετρο της αρχαίας πόλης, στο σημερινό αγροτικό δρόμο που οδηγεί από τον Κοπανό στη Νάουσα, βρίσκεται η
ειδυλλιακή τοποθεσία
στη θέση Ισβόρια. Το καταπράσινο τοπίο με τα άφθονα νερά και τις
φυσικές σπηλιές στα βράχια
συνθέτει ένα διονυσιακό σκηνικό που εύλογα αποτέλεσε τόπο λατρείας των Νυμφών κατά την αρχαιότητα. Τα διάσπαρτα
αρχιτεκτονικά μέλη
μιας
ιωνικής στοάς, που λαξεύτηκε στο βράχο μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., συνδέθηκαν με τις γραπτές μαρτυρίες και οδήγησαν στην αναγνώριση ενός εξαιρετικά σημαντικού χώρου: της σχολής δηλαδή όπου ο νεαρός Αλέξανδρος μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη.
Η αρχαία πόλη
Τα διάσπαρτα σύνολα οικοδομημάτων, δημόσιου κυρίως χαρακτήρα, που αποκαλύπτονται σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής, σκιαγραφούν μια αδρή εικόνα της ελληνιστικής πόλης, χωρίς ακόμη να είναι δυνατή η ακριβής οριοθέτηση της έκτασής της. Ο δημόσιος πυρήνας της αρχαίας Μίεζας, η αγορά της δηλαδή, εντοπίζεται στα κτήματα του Κοπανού, στη θέση Μπελοβίνα, όπου ήρθε στο
φως και το
θέατρο
της πόλης. Χρονολογείται στα όψιμα ελληνιστικά χρόνια και είναι κτισμένο στην πλαγιά ενός λόφου με πανοραμική θέα προς την πεδιάδα. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται σε 1500 θεατές. Η άνθηση που γνώρισε η Μίεζα στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια αντανακλάται και στις πολυτελείς οικίες των χρόνων αυτών. Από τα
καλύτερα διατηρημένα παραδείγματα είναι οι δύο ρωμαϊκές επαύλεις στη θέση Τσιφλίκι των Λευκαδίων και Μπαλτανέτο Νάουσας αντίστοιχα, με πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα του 2ου αι. μ.Χ.