Είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Νάξου, σήμα κατατεθέν του
νησιού όπως και η πύλη του αρχαϊκού ναού του Απόλλωνα, η "Πορτάρα".
Ο πύργος
βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της Νάξου, στη μέση περίπου του
δρόμου ανάμεσα στο Ζα, το ψηλότερο βουνό της Νάξου και τη θάλασσα, σε ένα ύψωμα
που ορίζεται από τους δύο χειμάρρους, το Χείμαρρο ανατολικά και τα Πετρόνια δυτικά.
Παρόμοιοι πύργοι είναι ευρύτατα διαδεδομένοι στο Αιγαίο, από τους
περισσότερους όμως δεν διακρίνονται παρά μόνο τα θεμέλια, ενώ ο πύργος του Χειμάρρου
σώζεται στο εντυπωσιακό ύψος των 15 σχεδόν μέτρων. Αρκετά καλά σώζεται η
εξωτερική του όψη, ενώ μεγάλα τμήματα της εσωτερικής επένδυσης έχουν καταρρεύσει ή είναι
ετοιμόρροπα. Τα τελευταία χρόνια το μνημείο έχει υποστεί πολλές φθορές, πράγμα
που φαίνεται αμέσως αν δει κανείς τις φωτογραφίες των αρχών της δεκαετίας του
΄70 και αν διαβάσει κανείς παλαιότερες περιγραφές: το 1923 ένας μελετητής σημειώνει
ότι τι ύψος του πύργου είναι 17 μ.
Η κάτοψή του είναι κυκλική, με εξωτερική διάμετρο 9,20μ. και εσωτερική
7,12μ. Οι τοίχοι έχουν πάχος 1,10μ. και είναι διπλοί, κτισμένοι με ντόπιο μάρμαρο
χωρίς συνδετικό υλικό, με πολύ προσεγμένη συναρμογή: είναι φανερή η υψηλή ποιότητα
της αρχαίας λιθοτεχνίας. Την εξωτερική πλευρά της λιθοδομής αποτελούν μεγάλες
ορθογωνισμένες πέτρες που το μήκος τους ποικίλει από 0,58μ. ως 2 μ. και το πλάτος
τους από 0,35μ. ως 0,40μ. Σε μερικές διακρίνονται λατομικά σημεία: Λ, V, O, που
διευκόλυναν τους μαστόρους να τις τοποθετήσουν στη σωστή τους θέση.
Η εσωτερική επένδυση αποτελείται από πέτρες διαφόρων μεγεθών που μόνο
στην οριζόντια πλευρά έχουν δουλευτεί. Στη νότια πλευρά υπάρχει η θύρα, και ακριβώς
από πάνω της, αλλά σε ύψος 10μ. από το έδαφος, δηλαδή στον δεύτερο όροφο, είναι
το μοναδικό παράθυρο του πύργου. Τα μόνα άλλα ανοίγματα είναι υδρορροές και πολεμίστρες
(τοξοθυρίδες) που εξωτερικά διακρίνονται σαν στενές σχισμές ενώ εσωτερικά φαρδαίνουν
αρκετά, ώστε να δίνουν χώρο στους τοξότες να κινηθούν.
Στο εσωτερικό διακρίνεται ισόγειο και τρεις όροφοι, που τη θέση τους
μπορούμε να συμπεράνουμε από τις υποδοχές για τα δοκάρια του πατώματος (δοκοθήκες).
Αριστερά από την είσοδο μία σκάλα με μαρμάρινα σκαλοπάτια, πακτωμένα στον τοίχο,
οδηγεί ακτινωτά προς τα πάνω. Τα κατώτερα σκαλοπάτια λείπουν και προφανώς έχουν
αφαιρεθεί, αλλά σώζονται τα υπόλοιπα μέχρι το πλατύσκαλο του δευτέρου ορόφου.
Από κει και πέρα δεν υπάρχουν, αλλά θα έφταναν, όπως και στον
πύργο του Αγίου Πέτρου στην Άνδρο,
ως τον ανώτατο όροφο. Η κορυφή του πύργου
δεν σώζεται και δεν έχουν βρεθεί στοιχεία που να μας δείχνουν πώς θα ήταν η στέγη·
κάποιοι μελετητές όμως υποθέτουν ότι θα ήταν επίπεδη, με πολεμίστρες.
Τον πύργο περιβάλλει ένα περίπου τετράγωνο περιτείχισμα με πλευρά
35μ., που διατηρείται καλύτερα στη νότια και στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής
και ανατολικής πλευράς, ενώ τμήματα της βόρειας πλευράς ξαναχρησιμοποιήθηκαν σε
νεότερες κατασκευές. Ο τοίχος είναι κτισμένος με άνισες σε μέγεθος, ορθογωνισμένες
πέτρες, έχει πάχος 1μ. και στα καλύτερα σωζόμενα τμήματα φτάνει σε ύψος τα 2μ.
Όλο όμως το εσωτερικό του και μεγάλο μέρος της εξωτερικής πλευράς έχει σκεπαστεί
με χώμα και έτσι δεν φαίνεται η εσωτερική όψη του τοίχου, ούτε διακρίνονται πύργοι
ή άλλα προκτίσματα.
Παρόμοιοι πύργοι, άλλοτε κυκλικοί κι άλλοτε ορθογώνιοι, αφθονούν στο
Αιγαίο. Στην ίδια τη Νάξο υπάρχουν κι άλλοι, με καλύτερα σωζόμενο τον Πύργο της
Πλάκας. Στη Σίφνο, όπου έγινε μια αρκετά προσεκτική έρευνα, έχουν καταγραφεί πάνω
από πενήντα, στην Κέα εβδομηντατρείς, και άλλοι έχουν εντοπιστεί στην Κύθνο, στη
Σέριφο, στην Αμοργό, στη Μύκονο, στην Πάρο, στην Τήνο. Δεν έχουν ακόμα μελετηθεί
διεξοδικά κι έτσι η ακριβής χρονολόγηση και η χρήση τους δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένη.
Γενικά επικρατούσε η άποψη ότι αποτελούσαν οχυρά καταφύγια του πληθυσμού στα ταραγμένα
ελληνιστικά χρόνια. Φαίνεται όμως ότι άρχισαν να κτίζονται ήδη από τον 6ο αιώνα
π.Χ. και η χρήση τους ποικίλει ανάλογα με την εποχή και τη θέση τους. Στις πλούσιες
σε μέταλλα δυτικές Κυκλάδες, όπως η Κύθνος, η Σέριφος, η Σίφνος, είναι σχεδόν
βέβαιο ότι, μερικοί τουλάχιστον, είχαν κάποια σχέση με την προστασία των μεταλλευτικών
και μεταλλουργικών δραστηριοτήτων και δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ο Πύργος του Χειμάρρου
βρίσκεται κοντά στην περιοχή της Νάξου που παράγει την πολύτιμη σμύριδα. Αλλοι
πύργοι που βρίσκονται σε πλούσιες αγροτικές περιοχές δεν αποκλείεται να ήταν οχυρωμένες
αγρεπαύλεις, ανάλογες με τους μεσαιωνικούς πύργους που αφθονούν στην Νάξο. Πάντως
μια τέτοια αμυντική εγκατάσταση δύσκολα θα μπορούσε να είναι έργο των χωρικών
και δεν αποκλείεται να αποτελούσε μέρος ενός μεγαλύτερου αμυντικού συστήματος.
Σύμφωνα με κάποιον μελετητή, ο Πύργος του Χειμάρρου ήταν βάση μιας μικρής στρατιωτικής
μονάδας και καταφύγιο για τους κατοίκους των γύρω οικισμών και των ζώων τους.
Το μνημείο είνα γνωστό από τις περιγραφές παλαιών περιηγητών και μία
πρώτη, σύντομη, μελέτη από τον Αγγλο αρχαιολόγο J.P. Droop, δημοσιεύτηκε το 1923.
Λεπτομερέστερη έρευνα και αποτύπωση έκανε ο Γερμανός L. Haselberger, το 1971 και
το 1972. Από την εποχή εκείνη χρονολογούνται και οι πρώτες προσπάθειες της Εφορείας
Κυκλάδων για τη
στήριξη και αποκατάσταση του μνημείου.
Το έργο αυτό είναι πολύ σημαντικό όχι μόνο γιατί θα σωθεί ένα από
τα σπουδαιότερα μνημεία των Κυκλάδων, αλλά γιατί με την λεπτομερή αποτύπωση και
μελέτη είναι βέβαιο ότι θα απαντηθούν μερικά από τα ερωτήματα σχετικά με τους
αρχαίους πύργους, τη χρονολόγηση και τη λειτουργία τους, θα συμπληρωθεί κάποιο
κενό στην κατανόηση της ιστορίας της Νάξου, και θα γνωρίσουμε πτυχές της ζωής
στην αρχαιότητα.
Κείμενο: Δρ. Όλγα Φιλανιώτου - Χατζηαναστασίου