Το
Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο
Ρεθύμνου είναι ίδρυμα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκε το 1973 από τον Χριστόφορο Ι. Σταυρουλάκη και τη Φαλή Γ. Βογιατζάκη,
με σκοπό την περισυλλογή και διαφύλαξη του ιστορικού και λαογραφικού υλικού της Κρήτης και, ιδιαίτερα, του νομού Ρεθύμνου,
καθώς και τη δημιουργία ενδιαφέροντος για τη μελέτη και συνέχιση της κρητικής παράδοσης. Το 1977 από δωρεά της Φαλής Γ.
Βογιατζάκη, το ίδρυμα απέκτησε την κυριότητα ενός ακινήτου που βρίσκεται στην παλαιά πόλη του Ρεθύμνου, στην οδό Μ. Βερνάρδου 30.
Το
κτήριο είναι βενετσιάνικο και έχει
χαρακτηρισθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Αποτελεί θαυμάσιο δείγμα αστικής κατοικίας της τελευταίας φάσης της Βενετοκρατίας στην Κρήτη σε ρυθμό αναγεννησιακό,
όπως διαμορφώθηκε από τον παραδοσιακό κρητικό μάστορα. Έχει εμβαδόν οικοπέδου 969 τ.μ. από τα οποία η διόροφη οικοδομή
καταλαμβάνει 359τ.μ. Στην πίσω και την κεντρική αυλή σώζονται μέχρι σήμερα το περιβόλι με τις νεραντζιές, το πηγάδι και
η στέρνα με την πέτρινη σκάφη. Το κτήριο χαρακτηρίζεται από τις
πέτρινες σκαλιστές σκάλες, τον οντά με δύο σειρές
βενετσιάνικα πελεκητά παράθυρα και την κουζίνα με την καμινάδα.
Μετά την αναστήλωσή το θαυμάσιο αυτό δείγμα της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς αποτέλεσε τον ιδεώδη χώρο για
την έκθεση των συλλογών του μουσείου.
Συλλογές - Εκθέματα
Οι συλλογές του μουσείου προέρχονται από δωρεές, αγορές και δανεισμό και περιλαμβάνουν σήμερα περισσότερα από
5.000 αντικείμενα. Οι λαογραφικές συλλογές περιλαμβάνουν υφαντά, κεντήματα-δαντέλες, φορεσιές, κεραμικά, καλάθια, αντικείμενα
μεταλλοτεχνίας, παραδοσιακές καλλιέργειες, παραδοσιακά επαγγέλματα, ενώ οι ιστορικές συλλογές περιλαμβάνουν έγγραφα, χάρτες,
φωτογραφίες, όπλα, λάβαρα και νομίσματα.
Η
αίθουσα Ι
είναι αφιερωμένη στην υφαντική. Οι ρίζες της υφαντικής τέχνης στην Κρήτη βρίσκονται στα προϊστορικά χρόνια, όπως μαρτυρούν οι
τοιχογραφίες της μινωικής εποχής και τα υφαντικά εργαλεία που βρέθηκαν στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Με το πέρασμα του χρόνου
η υφαντική τέχνη δεν σταμάτησε. Οι γυναίκες της Κρήτης έως τις αρχές του εικοστού αιώνα ύφαιναν μόνες τον ιματισμό της οικογένειας
και τα υφαντά για τις ανάγκες και το στολισμό του σπιτικού τους.
Τα υφαντά που εκτίθενται στην αίθουσα Ι χρονολογούνται από τον 19ο και 20ό αιώνα. Ανήκουν σε διάφορες περιοχές της Κρήτης και είναι
υφασμένα με λινάρι, βαμβάκι, μαλλί και μετάξι. Τις πρώτες αυτές ύλες οι γυναίκες της Κρήτης τις κατεργάζοντο μόνες. Επίσης, μόνες έβαφαν
τα διάφορα νήματα. Μια σειρά από υφαντικά εργαλεία με κυριότερο τον αργαλειό, δείχνουν τον κόπο της υφάντρας για να φθάσει στο αποτέλεσμα.
Τα υφαντά για τις ανάγκες και το στολισμό του σπιτικού, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία στην τεχνική και τα χρώματα. Στις προθήκες διακρίνονται:
κιλίμια, πατανίες και χιράμια με ποικίλη διακόσμηση και χρωματισμούς, τραπεζομάντηλα, κρεβατόγυροι, βούργιες, πετσέτες που τις χάριζαν σε όλο
τον κύκλο ζωής κ.ά.
Στην
αίθουσα ΙΙ εκτίθενται αντικείμενα κεντητικής και κλώστινων συνθέσεων- δαντέλες. Δύο κεντημένοι ποδόγυροι
του 17ου και 18ου αιώνα είναι χαρακτηριατικοί της υψηλής κεντητικής τέχνης στην Κρήτη αυτή την εποχή, με βυζαντινή παράδοση. Στη νεώτερη
κεντητική του 20ού αιώνα παρουσιάζεται το έργο της Ρεθεμνιώτισσας Χρυσής Αγγελιδάκη και η προσπάθειά της να περάσει το ρεθεμνιώτικο υφαντό
στο κέντημα και ιδιαίτερα τα σχέδια που γνώριζε από κιλίμια. Οι δαντέλες έχουν μακραίωνη παράδοση στην Κρήτη. Οι τρόποι και οι τεχνικές για τη
διαπλοκή και την πλέξη της κλωστής διαφυλάχτηκαν έως τις μέρες μας και παρουσιάζονται κατά τεχνικές. Ακόμη στην αίθουσα ΙΙ εκτίθενται δείγματα
της ασπρορρουχικής που συνόδευε την αστική προίκα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Στην
αίθουσα ΙΙΙ εκτίθενται αντικείμενα
καλαθοπλεκτικής και κεραμικής, καθώς και οι τρόποι και τα εργαλεία κατασκευής τους.
Η τέχνη της
καλαθοπλεκτικής είναι από τους παλαιότερους κλάδους της
χειροτεχνίας. H πλούσια φύση της Κρήτης έδωσε ποικίλα υλικά, όπως καλάμι, αγρελιά, ιτιά, το στέλεχος από το στάρι (ράπα) κ.ά., για να δημιουργήσουν
οι τεχνίτες με λιγοστά εργαλεία διάφορα μεγέθη και σχήματα καλαθιών προααρμοσμένα στις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων του νησιού. Η τεχνική
ποικίλλει στα διάφορα είδη καλαθιών και σε περιοχές της Κρήτης.
Στο νομό Ρεθύμνου γνωστά κέντρα αγγειοπλαστικής υπήρξαν
η
Καρωτή και οι
Μαργαρίτες.
Αναπαραστάσεις του παραδοσιακού ποδοκίνητου "τροχού", όπου o αγγειοπλάστης κατασκευάzει τα μικρά αγγεία και του "τροχού" για την κατασκευή των
πιθαριών και των μεγάλων αγγείων, πληροφορούν τον επισκέπτη για την τέχνη αυτή που κράτησε σταθερή πορεία από τη μινωική εποχή μέχρι σήμερα.
Εκτίθενται μικρά και μεγάλα αγγεία, χωρισμένα σε ενότητες. Αγγεία για το νερό, για το κρασί και τη ρακή, ειδικά αγγεία για την τροφή, για το λάδι, για την
κτηνοτροφία και διάφορες άλλες χρήσεις. Ιδιαίτερη ενότητα αποτελούν τα κεραμικά είδη που χρησιμοποιούσαν στη μελισσοκομία.
Η
αίθουσα ΙV είναι αφιερωμένη στις παραδοσιακές
καλλιέργειες και το Ρεθεμνιώτικο παραδοσιακό "ψωμί". Εκεί είναι συγκεντρωμένα τα παραδοσιακά εργαλεία της καλλιέργειας και της συγκομιδής των δημητριακών
καρπών, τα εργαλεία για το άλεσμα του καρπού και για το ζύμωμα και το φούρνισμα του ψωμιού. Στην ίδια αίθουσα εκτίθενται και υφαντά σχετικά με τις διάφορες
εργασίες της υπαίθρου: προσώμια, σακκούλια, βουργιάλια και βουργίδια καθώς και η ρασέ από άσπρο μαλλί. Ομοιώματα (μακέττες) νερόμυλου, ρασοτριβής και
ελαιοπιεστηρίου συμπληρώνουν την έκθεση.
Στην
αίθουσα VIII παρουσιάζονται τα παραδοσιακά
επαγγέλματα του
χαλκουργού, του σαμαροποιού, του πεταλωτή, του μαχαιροποιού.
Οι συλλογές του μουσείου περιλαμβάνουν ακόμη πλούσιο ιστορικό αρχείο, έγγραφα, φωτογραφίες, λάβαρα, όπλα και νομίσματα.
Το μουσείο διαθέτει ακόμη αίθουσα για προγράμματα, διαλέξεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις, εξοπλισμένη με σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα. Εκεί λειτουργεί σήμερα
έκθεση αστικής λαογραφίας με θέμα "Το Ρέθυμνο από το 1898 έως το 1913. Από την Κρητική Πολιτεία στην Ένωση", στην οποία παρουσιάζεται η πολιτική, κοινωνική και
οικονομική ζωή της πόλης την περίοδο αυτή.